© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Από το «κύριοι» στο «κύργιοι»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

"Ομιλία" στον Άγιο Μάρκο Ζακύνθου.
Ανάμεσα στις πολλές εκδηλώσεις, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν το τετραήμερο από 31 Μαΐου έως και 3 Ιουνίου, στο πλαίσιο της διεξαγωγής της Γκιόστρας της Ζακύνθου του 2012, έχει προγραμματισθεί και η παράστασης μιας «Ομιλίας», για να τονισθεί, έτσι, μια άλλη, σημαντική και μεγάλη παράμετρος του τοπικού μας πολιτισμού. Πρόκειται για την διδασκαλία της πατροπαράδοτης και κλασσικής «Χρυσαυγής», η οποία είναι μια από τις βασικότερες και πιο κοσμαγάπητες του Λαϊκού  Θεάτρου μας.
Η παράσταση αυτή θα είναι και μια πρόταση της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante” για επαναφορά στις ρίζες και τις βάσεις, όπως επίσης για να ξαναβρεί το πανάρχαιο αυτό είδος έκφρασης του λαού μας την πρωταρχική και ουσιαστική του απλότητα και την λιτότητα εκείνη, που πολλά άλλα είδη θεάτρου αναζητούν και επιδιώκουν.
Η Ομιλία, σαν γνήσιο θέατρο δρόμου, που είναι, θα παιχτεί σε πλατώματα και γειτονιές, κατάχαμα και δίχως πάρκο, με μωρέττες και με τη γνωστή μακρόσυρτη εκφορά του λόγου, δίχως σκηνικά και ντεκόρ, χωρίς αυλαίες και μικρόφωνα και φυσικά μόνο από άνδρες, οι οποίοι, όπως απαιτεί η παράδοση, θα υποδυθούν και τους γυναικείους ρόλους.
Επίσης θα ξεκινήσει, σαν κάποτε, από την ιστορική εκκλησία της Φανερωμένης, θα συνεχίσει στον με παρόμοια παράδοση Άγιο Παύλο, θα ξανασταματήσει στην κεντρική Ανάληψη, όπου μπρος στο καμπαναριό της θα παιχτεί μια σκηνή της και τέλος θα καταλήξει στο Φόρο, την τριγωνική πλατεία του Αγίου Μάρκου, αυτήν που πάντα έκφραζε και εκφράζει την ιστορία μας και εκεί θα γίνει η λήξη.
Στο τέλος της κάθε παράστασης και στα τέσσερα σημεία της πόλης μας ο τελάλης θα βγάζει δίσκο (το καπέλο του ανάποδα, κατά το σκίτσο του Κονίδη Πορφύρη) και το κοινό, το οποίο θα έχει κυκλικά μαζευτεί τριγύρω, θα ρίξει ό,τι προαιρείται, όχι για να ενισχύσει οικονομικά τον λαϊκό θίασο (πού να βρει ταβέρνα πια για το κρασάκι του;), αλλά για να κρατηθεί η συνήθεια, να θυμηθούν οι παλιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι.
Η θεατρική ομάδα του Αγκερυκού, του Συλλόγου «Ο Μαρτελάος», προετοιμάζεται από καιρό γι’ αυτή την προσπάθεια και όσοι θυμούνται και γνωρίζουν μαθαίνουν τους πιο μικρούς και κυριολεκτικά τους διδάσκουν για το πώς πρέπει να στηριχθεί η παράδοση και με τι σεβασμό πρέπει να περάσει στις επόμενες γενιές. Συνοδοιπόρος τους σ’ αυτό ο δάσκαλος Νίκος Αρβανιτάκης, ψυχή του χορευτικού και όχι μόνο συγκροτήματος «Υακίνθη», άριστος γνώστης του θέματος και Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”, η οποία ανέλαβε το τόλμημα και έχει, σε συνεργασία με το Δήμο Ζακυνθίων, οργανώσει τις εκδηλώσεις του τετραημέρου.
Θυμάμαι μικρός κάποιους θιάσους του δρόμου και προ πάντων αυτούς με τον αξέχαστο Γεράσιμο Πανά, να ξεκινούν από τον Άγιο Παύλο, το πιο απόμακρο μέρος του παιδικού μου βασίλειου, μια και στη Φωσκόλου κατοικοέδρευα, να κατεβαίνουν μετά την Πλατεία Ρούγα, που σε σημεία της σταματούσαν και έπαιζαν και τέλος το αποκορύφωμα στην πάνω πλατεία.
Είχε για 'με μυστήρια προέλευση η φωνή που άκουγα να βγαίνει μέσα από τις μάσκες, που χρησίμευαν σαν ηχεία και το μοναδικό εκείνο «κύργιοι», το γραμματικά ανορθόδοξο, μα τόσο οικείο. Ζούσα τον ξεψύχισμα μιας ιστορίας και το τέλος ενός πολιτισμού, που για χάρη μου τον διαφύλαξε η αντίσταση στην θεομηνία του Αυγούστου του 1953.
Συνοδοιπόρος φανταστικός με τον Διον. Ρώμα έβλεπα δίχως απορία τις «αρειμάνιες ξανθές μουστάκες» της … Ανθίας, όταν έκανε λίγο στην άκρη την μάσκα, για να καπνίσει, μεταξύ της παράστασης των Αγίων Σαράντων και αυτής του Διοικητηρίου. Μου προξενούσαν εντύπωση οι πολύχρωμες κορδέλες του καπέλου του Κρίνου. Φοβόμουν του δικαστές του «ευγενούς κριτήριου» και τέλος πάντα χαιρόμουν για την δικαίωση του ερωτευμένου ζευγαριού και την γελοιοποίηση του πατέρα, που τους κυνηγούσε.
Αργότερα είδα ξανά παρόμοιες «Ομιλίες» στο πανηγύρι, που γινόταν παντού στις πρώτες, μεταδικτατορικές «Συναντήσεις Μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου». Κάπου υπάρχει θαμπά στη μνήμη μου, μάλιστα, μια «Θυσία του Αβραάμ», στην πλατεία Σολωμού, με την μαγεία του στίχου, την οποία ακόμα θυμάμαι.
Αυτά προσπαθεί να επαναφέρει η εκδήλωση της Γκιόστρας της Ζακύνθου 2012, της Παρασκευής 1ης Ιουνίου. Από την σκοντράδα των Δοξαράδων, θα ξεκινήσει ένας νεότερος και σύγχρονος λαϊκός θίασος και, περνώντας από το ιστορικό κέντρο της πόλης, θα καταλήξει στην πλατεία, που ο Ντίνος Κονόμος ονόμαζε «παλκοσένικο της τοπικής μας ιστορίας» και θα ξαναδικαιώσει τον έρωτα του Αλέξη και της Χρυσαυγής.
Πριν τα πέταλα των αλόγων αντηχήσουν και πάλι στον πιο ονομαστό δρόμο της πόλης μας, την περίφημη Πλατεία Ρούγα, η γνήσια τραγουδιστή φωνή των ζακυνθινόπουλων θα απαγγείλει τον αγαπητό δεκαπεντασύλλαβο και μια παράδοση αιώνων θα συνεχιστεί, μαζί με τους ρυθμούς του ταμπουρλονιάκαρου, από τις Μαριές.
Μια τέτοια «Ομιλία» έχει να παιχτεί χρόνια στο νησί μας, μ’ αυτόν τον γνήσιο και παραδοσιακό τρόπο.
Ας γίνουμε οι πιο καλοί θεατές της. Έτσι η αλυσίδα συνεχίζεται και ένας κρίκος προστίθεται.
Είναι που θέλει σεβασμό η παράδοση!

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου


Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ΘΟΔΩΡΑΚΗ; (νέο διήγημα)


Πάνω που μάδαγα την μαργαρίτα και δεν μου έβγαινε, άρχισα ν’ απελπίζομαι. Σηκώθηκα, πήρα την κατηφόρα και έφτασα πρώτος στην πλατεία. Αμέσως μετά με ακολούθησε ο ίσκιος μου. Φλαπ! κολλήσαμε πριν το περίπτερο και αποφασίσαμε να σταθούμε μπροστά στις φυλλάδες.

Ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή. Κέρινο ομοίωμα στο Μουσείο Βρέλλη.
Μνημόνιο ή καταγγελία; Δεν υπήρχε λουλούδι για δείγμα και έτσι το τσίπουρο ήταν βάλσαμο. Μετά το τρίτο άρχισαν οι έντονες συζητήσεις και στο πέμπτο έγιναν ακόμη πιο προσωπικές. Αγαπηθήκαμε. Ο Ευρωπαίος με τον Έλληνα και ο δεξιός με τον αριστερό ψάλτη. Κάτι τα κεφτεδάκια, κάτι η σαρδέλα η παστή, όλα καλά και ύστερα από την επικοινωνία, βρέθηκα σπίτι μεσημέρι και με καυτό ήλιο στο πρόσωπο. Χάθηκα λοιπόν για κάμποσο και εκεί που άκουγα νερά να κελαρύζουν και κότσυφες να λαλούν, είδα τον καπετάνιο αρματωμένο και πίσω του ασκέρι ολόκληρο.

- Πού πάτε παλικάρια;

- Πάμε για να πατήσουμε την Τριπολιτσά, μου είπαν με μία φωνή.

Δεν ήταν μακριά. Φόρεσα σαγιονάρες, πήρα και μια αξίνα στον ώμο και κίνησα. Πηγαίναμε λοιπόν δρόμο πολύ και κάποτε κάτσαμε σε ένα κορφοβούνι. Τι θέα! Κάμποι και βουνά και στο βάθος το μπλε της θάλασσας!

- Έχει κύμα, μου είπε ο διπλανός μου. Κοίτα τα προβατάκια στο πέλαγο. Έρχονται από την δύση.

Τα είδα και έγνεψα με κατάφαση. Σκέφτηκα τους ναυτικούς και τις βαρκούλες, μα προτού αρχίσω να πέφτω στη διάθεση, άκουσα την προσταγή και συνέχισα πορευόμενος ανατολικά. Λίγο πριν φτάσουμε στην πόλη, μας μοίρασαν  σάντουιτς και αναψυκτικά. Φάγαμε στο πόδι και τούτο μου δημιούργησε πονόκοιλο. Με μία-δύο στροφές όμως επέρασε. Στην τρίτη ησύχασα και έτσι δεν ολοκληρώθηκε ο καλαματιανός που έσυραν οι συμπολεμιστές μου.

Στην συνέχεια, με απόλυτη ησυχία και περίσκεψη, οδηγηθήκαμε στα ταμπούρια. Έπεσε νύχτα. Ανάψαμε φωτιές και άρχισαν τα τραγούδια και τα ψησίματα. Πείναγα. Τα κρεατοσφαιρίδια και η σαρδέλα του μεσημεριού δεν είχαν αποτέλεσμα. Κοίταγα το αρνί στη σούβλα και από τη σιελόρροια άρχισα να ψάχνω για μπροστέλα. Άκαρπο. Πουθενά. Να σηκωθώ να ανοίξω το ντουλάπι˙ αυτό κι αν ήταν καταστροφή. Θα μ’ έβλεπαν οι οχτροί κι επιπλέον θα ξαναγύριζα με την επιστροφή μου στο συγκεκριμένο επεισόδιο; Αψήφησα το βρέξιμο και συνέχισα να είμαι μάχιμος.  Πήρα ένα μπούτι και άρχισα να μασουλάω λαίμαργα. Έφαγα, έφαγα μέχρι σκασμού και ύστερα κάθισα να χωνέψω. Ο καπετάνιος, από παρέα σε παρέα και από σούβλα σε σούβλα, έδειχνε οικοδεσπότης στο πάρτι και χαρούμενος. Μόλις ζύγωσε κοντά μου πήρα το θάρρος και τον ρώτησα:

- Τι βλέπεις Θοδωράκη;

Με μάτια να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι και κείνη την περικεφαλαία, που θύμιζε αρχαίο, μου έριξε ματιά και μου έδωσε γουλιά από το μπρίκι του. Θεσπέσιο, μα λίγο ξινό. Δεν πήρα πάνω από γουλιά γιατί φοβήθηκα την αναρρόφηση.

- Πιες σαν να είναι τελευταία φορά , μου είπε.

- Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, του απάντησα και κείνος γέλασε.

- Θα σε δω το πρωί, λάλησε και άφησε την αύρα πίσω του.

Αυτή μου χάιδεψε το πρόσωπο και σκέφτηκα πως έπρεπε να κλείσω το τζάμι. Πού να σηκώνομαι όμως; Καλοκαιράκι πια, δικαιολογείται. Γύρισα πλευρό και τότε βρέθηκα με τον Νικηταρά κατάφατσα. Παλικάρι. Κράταγε ένα τσιμπούκι τεράστιο και κοίταγε πέρα μακριά τα φώτα.

- Θα νικήσουμε αύριο κι εκείνη η πόλη θα γίνει δική μας, του είπα με στόμφο.

- Ναι και ύστερα θα πάμε για σουβλάκια στους Μύλους, μου τόνισε.

Άρχισε να έχει κατεβατό. Κουλουριάστηκα και προσπάθησα ν’ αποφύγω το κρύο. Στην απελπισία εμφανίστηκε η γυναίκα μου. Είχε έρθει με κάμποσες άλλες με μουλάρια φορτωμένα με παντανίες. Μου έριξε μια και ένοιωσα καλύτερα.

- Φύγε, τής είπα με τρόπο. Εδώ θα γίνει πόλεμος. Πάρε και τα παιδιά μαζί σου.

Μου έδειξε ένα ομαδικό διαβατήριο και ένα μασούρι με δολάρια.

- Θα πάμε στη θεία στην Αυστραλία μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.

Ησύχασα. Θα έχουνε μέλλον. Με το που έφυγε, έπεσα σε σκέψεις. Όλα γύρω από τον θάνατο. Λίγο προτού χαράξει είχα τη λύση. Ανέβηκα πάνω στο βράχο και φώναξα:

- Με ακούτε ρε ξένοι;

- Σε ακούμε, μου απάντησαν από απέναντι. Τι αποφάσισες ρε; Θα έρθεις σαν φίλος στα κάτεργα;

Τα έχασα. Τέτοια ανταπόκριση άμεση;

- Τι κράζεις μωρέ; μου λέει ο καπετάνιος. Κι εκεί να πας κι εδώ να κάτσεις, ο χάρος στην έχει φυλαγμένη…

Το ‘ξερα. Δεν την γλυτώνω. Τι το ‘θελα τόσο πιοτό και τόσο φαί; Αφού δεν το σηκώνει η φύση μου. Βόγκηξα. Έκανα ένα βήμα μπρος και δύο πίσω. Έπεσα πάνω στον ίσκιο μου και κείνος εφώναξε:

- Διάλεξε ρε, τις αλυσίδες στα πόδια ή το σπαθί στο χέρι;

Το σήκωσα και ανέμισα ελεύθερος ελπίδες. Χυθήκαν αυτές και έγιναν άνεμος. Η πόλη επάρθη και εγώ σηκώθηκα με το τσαπί στο χέρι. Δεν είχα άλλα περιθώρια. Έπρεπε να φυτέψω, για να έχουμε να φάμε. Ο ιδρώτας μου πήρε άρωμα από την γη κι εκείνη μου υποσχέθηκε να βλαστήσει.    

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΘΕΡΙΝΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΑ (ποίημα)



Στὸν π. Π. Κ.
εὐχετήριο τιμῆς κι εὐχαριστίας ἐξάπαντος...

1.
Σταλαγμοὶ οὐρανοῦ
κ᾿ ὕστερα,
Ἑλληνικὸ Καλοκαίρι.

2.
Ρυτιδιασμένα νερὰ,
φωτεινὰ κρύσταλλα ,
ἰσορροπία Ἥλιου καὶ Θάλασσας.

3.
Τὰ κυπαρίσσια ἀνεβάζουν
τ᾿  ἀπόβραδα τὶς προσευχές μας
μ᾿ εὐωδιὲς ἁρμύρας καὶ θυμίαματος.

4.
Κύριε, στάσου σιμὰ
σ᾿ ἐποχὴ  καὶ σ᾿ ἀνθρώπους ἄρρωστους
Σὲ χρειάζονται, ξέρεις, ἄσχετ᾿ ἄν...

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΑΛΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ…

(Σημειώσεις πάνω στὸ νέο ποίημα τοῦ π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Κλειστὰ Χαρτιά)

Περιποιεῖ ἰδιαίτερη τιμὴ στὸν ὑποφαινόμενο καὶ ὑπογράφοντα αὐτὲς τὶς λιτὲς σημειώσεις, ἡ ἀποστολὴ τοῦ μὲ τὸν ἀριθμὸ 22 ἐνυπόγραφου ποιήματος, ποὺ τιτλοφορεῖται «Κλειστά Χαρτιά - 100 χρόνια Ἐλύτης», τὸ ὁποῖο μᾶς παραδίδει ἡ φιλόμουση πένα τοῦ Ζακυνθίου ἀδελφοῦ καὶ ἔντιμου φίλου, τοῦ παπα-Παναγιώτη Καποδίστρια, ποιητῆ καὶ λογίου, ποὺ μὲ συνέπεια, ἦθος καὶ σεβασμὸ στὴν παράδοση τῶν προγόνων τοῦ νησιοῦ του, ποιητῶν, λογοτεχνῶν καὶ ἱστορικῶν, ἀνεβαίνει τὴν ἀγωνιώδη, καὶ πάντα μέ ἔνθεο φῶς ραντισμένη, κλίμακα τοῦ λόγου.
Μᾶς πηγαίνει, λοιπόν, μὲ τὴ λέξη «κλειστὰ», ὁ ἀγαπητὸς παπα-Παναγιώτης στὴν ἄλλη ἄκρη: ἐκεῖ δηλ. ποὺ ἀκτινοβολεῖ, ὅπως στὰ νομίσματα, ἡ ἄλλη τους ὄψη, ἐκείνη, δηλαδή, ποὺ ὁ Ἐλύτης ἄντλησε ἀπό τὸν πακτωλό τοῦ Ἓλληνος λόγου καὶ, μάλιστα, μᾶς τὸν παρέδωσε σὲ συλλογὴ δοκιμίων του καὶ ὄχι μόνο, μὲ τὸν τίτλο «Ἀνοιχτὰ Χαρτιά».
Ἀλήθεια, γιατὶ ὁ παπα-Παπαναγιώτης χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴ σημαδιακὴ λέξη «κλειστὰ», λέξη σιβυλλική, ἀλλὰ καὶ κάπως αἰνιγματική, ἀφοῦ, ὅπως ξέρουμε, κάθε τι τὸ κλειστὸ εἶναι μιὰ περίπτωση ποὺ γοητεύει, καθὼς προβάλλει τὸ ἀνεξερεύνητο;
Ἡ προσωπική μου ἐκτίμηση εἶναι, πὼς ὁ π. Παναγιώτης συνειδητὰ ἀναφέρεται σ᾿ αὐτὸ τὸ κλειστὸ κουτὶ τῆς Πανδώρας,ποὺ εἶναι ὁ ποιητικὸς λόγος τοῦ Ἐλύτη, λόγος περιεκτικὸς καὶ πλούσιος σὲ κοιτάσματα πρὸς ἐξερεύνηση καὶ ἐπεξεργασία. Γιὰ νὰ μὴν τολμήσω καὶ πῶ τὴ λέξη ἀνεξάντλητος καὶ παρεξηγηθῶ.
Ἔχω τὴν ἐντύπωση, πολύτιμε ἀδελφέ π. Παναγιώτη, πὼς κάποτε, ὅταν ὁ καιρὸς καλέσει καὶ εἶσαι πιὸ ἀλαφρωμένος, θὰ πρέπει νὰ μᾶς φανερώσεις καὶ τό ἄλλο αἴνιγμα ποὺ μᾶς βάζει ἐνώπιόν μας «τὸ σημαῖνον βλέμμα» τοῦ ποιητῆ Ἐλύτη, καθώς τὸν προσεγγίζουμε.  Γιατὶ, νἄσαι σίγουρος γι᾿ αὐτό,  πὼς κάπου θὰ μᾶς χρειαστεῖ. Ἰδιαίτερα στὶς ἄκαρπες καὶ ὀμιχλώδεις μέρες μας...

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Η αφή


Γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ


«Οι ιέρειες εξήλθαν του ναού. Κρατούν την αναμμένη φλόγα, κρατούν το χρησμό των αιώνων, συλλαβίζουν τα σωσμένα λόγια, τους γεφυρισμούς συλλαβίζουν, περπατούν με βήματα αργά, καθώς οι εποχές. Οι ιέρειες εξήλθαν του ναού. Διατηρούν ένα ύφος αρχαιοπρεπές, λιτό, σχεδόν ανέκφραστο και υπερήφανο. Στις πτυχές των ρούχων τους τα σμιλεύματα του μύθου, οι μαρμάρινες πτυχώσεις παραμένουν ασάλευτες. Οι ιέρειες συναντούν τους εθνοφρουρούς, άντρες ντυμένους με τις παραδοσιακές φορεσιές. Η ελληνική ιστορία που σμίγει πάνω στα πρόσωπα, το επίκαιρο στοιχείο καθώς αναδύεται λαμπρό εις το φέγγος ενός ήλιου θνήσκοντος, εσπερινού. Σε τούτο τον τόπο, εδώ που ορίστηκαν οι αρχές και τα γυμνάσματα τα πιο λαμπρά, εδώ που κατοχυρώθηκαν οι έπαινοι και οι αξίες, σε τούτο τον τόπο που ευδαιμονούν οι μούσες, εδώ φύεται του φωτός η πρώτη γέννα. Πλάι κοιμάται η Κυβέλη, ο Παλαμάς, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η Έλλη. Κάτω από τα πόδια σου σέρνονται άνθρωποι σπουδαίοι, νεκροί, χαμένοι, σημεία στατικά της κορυφής σου. Οι ιέρειες εξήλθαν του ναού. Φέρουν λιτή αμφίεση, φέρουν το βάρος των μαρμάρων. Πέρα σωριασμένες οι σπασμένες ζυγαριές και τα παγόνια, δίχως φτερά, νεκρά στις κοίτες και τις λεωφόρους.»
Τη 17η του μηνός Μαΐου συντελέστηκε η τελετή της αφής της ολυμπιακής φλόγας. Γεγονός μεγίστης σημασίας, ενδιαφέροντος καθολικού, υψηλού και ακέραιου. Το αντίδωρο φως της Ηλείας χαρίζεται εις τους δυτικούς. Αυτοί φέρουν την ευθύνη της ανάδειξης του πνεύματος και του ήθους. Η φλόγα θα ταξιδέψει στη «γηραιά Αλβιόνα», θα συντροφέψει τους επισκέπτες, τους αθλητές, θα σηματοδοτήσει τη διακήρυξη της εκεχειρίας. Το γεγονός καλύπτεται από τα μέσα και οι αρχές επιδεικνύουν τη μέγιστη σημασία, την πρέπουσα. Καθώς πρέπει.
Η φετινή συγκυρία της τελετής αφής της ολυμπιακής φλόγας εμπεριέχει μια ιδιαιτερότητα. Πρόκειται για εκείνη, την οποία επιτάσσουν οι διεθνείς, οικονομικές συγκυρίες, η πολιτική αστάθεια, οι διαξιφισμοί, οι αντιγνωμίες. Όμως, δεν υφίσταται αμφιβολία πως το γεγονός εμπεριέχει έναν κορυφαίο συμβολισμό, ικανό να ξεπεράσει τις μικρότητες των εταίρων μας, αλλά και τις αντίστοιχες εσωτερικές των εκφραστών της δημοκρατίας μας. Η φλόγα επρόκειτο να υπενθυμίσει το ακαταμάχητο, εκείνο στοιχείο της ελληνικής συνεισφοράς στη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου πολιτισμού, με θεσμούς και κατευθύνσεις. Μες στη σκηνική παρουσίαση των ιέρειων υπάρχει η αυτοπεποίθηση της ανυπέρβλητης και παραγκωνισμένης αυτογνωσίας μας. Μες στο βηματισμό τους εκφράζεται η πορεία ενός έθνους ικανού να μεριμνά με τρόπο επαρκή για το παρελθόν, κομίζοντας εις το «παγκόσμιο» στερέωμα όλη την ένταση και την ισχύ μιας παράδοσης ακλόνητης, απόλυτης. Και είναι ακριβώς στην παραδεκτή αισθητική, στη βιωματική, όπου και συμπυκνώνεται ολάκερη ιδέα του «ελληνικού».
Εν μέσω προεκλογικής περιόδου, με ισχυρές πολώσεις και συγκρουσιακό παρασκήνιο, γεγονότα όπως το σημερινό, έρχονται να υποδείξουν τη φερεγγυότητα αλλά και την αρχετυπική εκφορά του οικουμενικού, πολιτιστικού στοιχείου. Στο πρόσωπο των ιέρειων καθώς και σε εκείνο των επισκεπτών εκφράζεται όλη η εθνική περηφάνεια με τις μυριάδες αφορμές ανάσυρσής της , εκείνες οι οποίες δεν σχετίζονται με ακίνητα, παζάρια και θριάμβους. Στην τόση λιτότητα και την κατά συνέπεια, επάρκεια του θεάματος της αφής, κατορθώνει κανείς να μαρτυρήσει πως η ελληνική αισθητική, ως κοσμοθεωρία και στάση δεν πραγματώνεται παρά στη σιωπή, στην έκφραση τη σωματική, στο μυστικό ερέθισμα, το κοινό και το ελληνικό. Ας λογιστούν τούτα οι ιθύνοντες ετούτου του τόπου, οι οποίοι δίχως να φέρουν την αίγλη και την ποιότητα που αρμόζει στις θέσεις τους, δεν επιλέγουν τουλάχιστον τη σιωπή, δεν αρκούνται στην καταδρομή, τη μοναξιά, τη μήτρα της αυτογνωσίας.
Ας ευχηθούμε οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου, να εκφράσουν πληρέστερα εκείνο που χάνεται από τον τόπο μας. Ας ευχηθούμε να ισχύσει η εκκεχειρία, να διατυπωθεί ο οικουμενικός λόγος, να προβούν οι υπεύθυνοι στην ανάδειξη του ιδεώδους, του τόσο λησμονημένου και ας μην επαναληφθούν τα ατυχήματα τα επίπλαστα, οι φθορές και οι πληγές στον ανοδικό, όπως διαμορφώνεται από τέτοιες εκδηλώσεις ψυχισμό μας. Η ελληνικότητα, καταλήγει ο γράφων συνιστά προσφορά.
«Καθώς το πλήθος εγκατέλειπε το στάδιο, επύκνωναν τα φώτα στους μεγάλους συρμούς, στις λεωφόρους. Οι ιέρειες μόνο με σπονδές, εμνημόνευαν τους παρακείμενους νεκρούς, φρόντιζαν τη φλόγα με τα σώματά των, διατηρούσαν μες στο ανοιξιάτικο ψύχος την ακινησία των αγαλμάτων. Οι ιέρειες εκτελούσαν για ώρα, με ευλάβεια ειδωλολατρική τις απτές, καθαρές, τις εξακριβωμένες κινήσεις της τελετουργίας. Και η φλόγα έφεγγε καθώς γκρεμιζόταν η μέρα και με ταχύτητες δαιμονιώδεις, οι μοτοσικλέττες θορυβούσαν στις λεωφόρους, κατευθυνόμενες προς τα νότια προάστια και τα ερωτογενή, εγκαταλελειμένα τείχη του Κανθάρεως».   

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΜΙΑ ΦΩΝΗ / ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ / ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ



ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Ο διακεκριμένος  αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, με τη μεγάλη ευαισθησία του στην παράδοση, έχει προσφέρει πολλά στον μουσικό πολιτισμό της πατρίδας μας. Μέσα  από ενδελεχή μελέτη και έρευνα  διέσωσε, κατέγραψε και διέδωσε σημαντικά έργα Ελλήνων Συνθετών, όπως των: Μανώλη Καλομοίρη, Νίκου Σκαλκώτα, Γιάννη Κωνσταντινίδη,  Σπύρου  Σαμάρα κ.α. Αυτή τη φορά μας μετέφερε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην παράδοση της Αγίας Πετρούπολης του 19ου αιώνα, για να γνωρίσουμε από την  «Ομάδα των Πέντε»  τρία εξέχοντα μέλη της, τους: Αλεξάντερ Μποροντίν [1833-1887], Μόντεστ Μουσόργκσκυ [1839-1881] και Νικολάι  Ρίμσκυ- Κόρσακοφ [1844-1908]. Το τέταρτο μέλος της ήταν ο  Αντόνοβιτς Κιουί [1835-1918] και το πέμπτο ο Αλεξέγιεβιτς Μπαλακίρεφ [1837-1910] και είναι αυτός  που δημιούργησε και καθοδήγησε την ομάδα, έχοντας την υποστήριξη του κριτικού τέχνης Βλαντιμίρ Στάσοφ, ο οποίος και καθιέρωσε την ονομασία της, η οποία στα ρώσικα σημαίνει «Ισχυρή Χούφτα». Όλα ξεκίνησαν  το 1867, όταν συναντήθηκαν σε ένα Πανσλαβικό συνέδριο με σκοπό την καλλιέργεια και προβολή στην Ευρώπη μιας Εθνικής Ρώσικης Μουσικής Σχολής,  απαλλαγμένης από τα δυτικά πρότυπα. Στην ουσία, η «Ομάδα των Πέντε» ήταν μια παρέα από συνθέτες και επιστήμονες που τους ένωνε η αγάπη τους για τη μουσική και δεν εκπροσωπούσαν κάποιο κίνημα. Μετά την αποχώρηση του Μπαλακίρεφ χαλάρωσαν και οι δεσμοί της ομάδας.
Ο Μποροντίν, εξέχον μέλος της επιστημονικής οικογένειας, ήταν Χημικός, τακτικός καθηγητής της Ιατρικής Χειρουργικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης. «Η επιστήμη είναι η δουλειά μου και η μουσική η διασκέδασή μου», έλεγε. Η «Τρίτη συμφωνία, σε λα ελάσσονα», που ακούσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 6 Μαΐου του 2012, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τη συμπλήρωσή της ανέλαβε μετά το θάνατό του  ο φίλος του Αλεξάντερ Κλαζουνόφ, ο οποίος βασίστηκε στα σχεδιάσματα του Συνθέτη και κυρίως στη μνήμη του, αφού είχε ακούσει το πρώτο  μέρος της συμφωνίας, όταν ο Μποροντίν το παρουσίασε σε φίλους του. Ο Αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής εκμεταλλεύτηκε το θερμό ήχο των εγχόρδων  και το ευέλικτο, μοναδικό ηχόχρωμα  της οικογένειας των πνευστών για να αναδείξει τον πλούτο των  λυρικών μερών με τα  παραδοσιακά ρώσικα χρώματα,   τόσο  σημαντικά  στο έργο του Μποροντίν.
Ο συνθέτης του «Μπόρις Κουντουνόφ», Μοντέστ Μουσόργκσκυ, άξιος εκπρόσωπος της Εθνικής Ρώσικης Σχολής  εκτός από την Όπερα, έγραψε Συμφωνική μουσική,  έργα για Πιάνο και έργα για  Φωνή. Ασχολήθηκε με  την  καταγραφή ρώσικων παραδοσιακών τραγουδιών τα οποία και επεξεργάστηκε με τον ξεχωριστό του τρόπο. Τα «Τραγούδια και χοροί του θανάτου», που ακούσαμε πάνω σε ποίηση του Αρσένι Γκολένισεφ-Κουτούζοφ [1848-1913], θεωρούνται σταθμός στη ρώσικη μουσική. Θέμα τους, ο θάνατος που απεικονίζεται αδρά, ρεαλιστικά, για να κόψει το νήμα της ζωής ενός παιδιού, μιας νέας, ενός ανδρός και στα πεδία των μαχών, νικητών και νικημένων. Στο «Νανούρισμα», η ικεσία της Μάνα προς το Θάνατο δεν εισακούεται, εκείνος θα πάρει και θα «νανουρίσει» το αγγελούδι της. Ερμηνεία συγκλονιστική από τον  βαθύφωνο Χριστόφορο  Σταμπόγλη. Στη συνέχεια, με τη  μοναδική χροιά της φωνής του, ο καλλιτέχνης, ανέδειξε όλα εκείνα τα λεπτά ρομαντικά στοιχεία από τη «Σερενάτα», όπου ο θάνατος με τη μορφή ιππότη διαλέγει μια εαρινή νύχτα, για να αρπάξει στην αγκαλιά του την ασθενική κόρη. Μέσα από το τραγούδι «Τρεπάκ» [ρώσικος χορός], θα μεταμορφωθεί σε μεθυσμένο χωρικό και θα ακολουθήσει το θάνατο στο μακρινό του ταξίδι με την ευθυμία και τη μέθη της ρώσικης λαϊκής ψυχής.  Όλο το εύρος  και την τραγικότητα της βαθύφωνης γκάμας του θα αναπτύξει με την αξέχαστη ερμηνεία του στο τραγούδι «Ο στρατάρχης», καθώς διαγράφει την θριαμβική είσοδο του έφιππου  Χάροντα στα πεδία των μαχών όπου όλοι είναι ίσοι και καλούνται να παρελάσουν μπροστά στον απόλυτο άρχοντα. Η μελαγχολία, ο  στοχασμός και  η  απελπισία της σύνθεσης θα οδηγήσουν στη γνώση  της  τραγικής αλήθειας.   
Ο συνθέτης του «Ιβάν του Τρομερού», του «Χρυσού Πετεινού» και της «Σεχραζάτ», Νικολάι Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, ήταν Ρώσος αριστοκράτης, Αξιωματικός του Ναυτικού. Δίδαξε αρμονία, ενορχήστρωση και ήταν καθηγητής σύνθεσης στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης.  Ασχολήθηκε με την καταγραφή του παλαιορωσικού μονοφωνικού μέλους, που έλκει την καταγωγή του από το Βυζαντινό μέλος και συνέβαλε στην καταγραφή των λαϊκών τραγουδιών. Θεωρείται από τους θεμελιωτές της Εθνικής Ρώσικης Σχολής. Έχει συνθέσει δεκαπέντε Όπερες, έργα Μουσικής Δωματίου, Κοντσέρτα και άλλα πολλά. Από το συγγραφικό έργο του ξεχωρίζουν το «Εγχειρίδιο ενορχήστρωσης» και το «Χρονικό της Μουσικής μου Ζωής». Ανάμεσα στους λαμπερούς μαθητές του Κόρσακοφ συγκαταλέγονται  ο Προκόφιεφ ο Γκλαζούνοφ, ο Στραβίνσκι και ο Ρεσπίγκι. 
Τη Συμφωνική Σουίτα του «Αντάρ» την έγραψε, ο Κόρσακοφ, στα 24 χρόνια του, εμπνευσμένος από το μεγάλο Άραβα ποιητή του 6ου μ.Χ. αιώνα  Αντάρ Ιμπν Σαντάντ και την αναθεώρησε δύο φορές. Η επίδραση του Εκτόρ Μπερλιόζ είναι εμφανής. Συνδέει, όπως κι εκείνος, πρόσωπα και έννοιες με μουσικά μοτίβα. Η μορφή του ήρωα Αντάρ διαγράφεται από τα έγχορδα με μια μεγαλόπρεπη λυρική μελωδία  μέσα στα ερείπια της Παλμύρας στη Συρία  όπου θα αντικρύσει ένα άγριο πουλί έτοιμο να κατασπαράξει μια απροστάτευτη γαζέλα. Το ρόλο της θα παίξει ένα υπερκόσμιο Φλάουτο, ενώ θεσπέσια Βιολιά και μια ουράνια Άρπα θα το συνοδεύουν. Θα πρέπει εδώ ο Αναγνώστης να συμπληρώσει με τη φαντασία του στη θέση κάθε οργάνου τους εκλεκτούς Μουσικούς για να έχει την μαγική εικόνα της συναυλίας! Με την τρομερή κραυγή των Βιολιών και των Ξύλινων Πνευστών ο Αντάρ σκοτώνει το πουλί και σώζει τη γαζέλα για να τη δει να μεταμορφώνεται στο όνειρό του σε Νεράιδα-Βασίλισσα της Παλμύρας  και να του προσφέρει δώρα ανταπόδοσης για τη διάσωσής της: Εκδίκηση, Ισχύς, Έρωτας. Τα Χάλκινα Πνευστά αναλαμβάνουν την Εκδίκηση και την Ισχύ, περιγράφοντάς τες με ηδονική σκληρότητα μέσα από τα χρώματα της Ανατολής. Για να έρθει ο Έρωτας της Νεράιδας-Βασίλισσας με τον Αντάρ και να φέρει τη γαλήνη  και όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα της ΚΟΑ «Η  ενορχήστρωση του μέρους είναι υποδειγματική και αποτελεί υπό μία έννοια προάγγελο της αριστουργηματικής Σεχραζάτ». Ο Αντάρ θα σβήσει  στην αγκαλιά της Βασίλισσας και της «Ουράνιας» Άρπας. Εξαιρετική ερμηνεία ενός έργου εξαιρετικού, από μία εξαιρετική Ορχήστρα!!!
Χριστόφορος Σταμπόγλης

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Από τον Αναστάσιο Γόρδιο στην τελετή προκήρυξης της Γκιόστρας

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Οι τετραήμερες εκδηλώσεις της Γκιόστρας της Ζακύνθου του 2012 ξεκινούν φέτος την Πέμπτη 31 Μαΐου, στις 8.30 το βράδυ, στο πλάτωμα της ιστορικής εκκλησίας της Κυρίας των Αγγέλων της πόλης μας, με την Προκήρυξη της Γκιόστρας, την παράδοση του νέου καπίτουλου (λάβαρου) του Σωματείου, την παρουσίαση τοπικών χορών και τις επιδείξεις από διάφορες ομάδες, που έχουν προσκληθεί για να παρευρεθούν στις ιππικές αναμετρήσεις του νησιού μας.
Η επιλογή αυτή, βέβαια, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, εκτός των άλλων, στους χαλεπούς και ισοπεδωτικούς καιρούς, που ζούμε, αναζητά τις ρίζες μας και προσπαθεί ν’ ανασυστήσει την ταυτότητά μας. Έτσι, εκτός από την επαναφορά των έφιππων αγώνων, την οποία ερευνά ιστορικά και παρουσιάζει και στις δύο της μορφές, αυτήν του Αρίγκου και της Πλατείας Ρούγας και την άλλη του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου, επιδιώκει να αναδείξει και να κάνει ν’ αποφύγουν της λησμοσύνης όλα αυτά τα ελάχιστα πια μνημεία, που διασώθηκαν από την θεομηνία του Αυγούστου του 1953 και σήμερα κινδυνεύουν από την αδιαφορία μας.
Η Κυρία των Αγγέλων είναι, αναμφίβολα, ένα από αυτά και πιθανόν κρατά τα σκήπτρα. Στο ύψος ή στο βάθος, αν προτιμάτε, της παλιάς μας πόλης, της πριν από τις προσχώσεις της καταστροφής, στέκει εκεί, στην σκοντράδα της Μητρόπολης, μπρος από το αρχοντικό – μουσείο της οικογένειας Ρώμα, έχοντας οικοδεσπότες και φύλακες στην φατσάδα της την έφορό της, την Βρεφοκρατούσα Θεοτόκο και τον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, οι οποίοι υπομονετικά περιμένουν τον προσκυνητή και καρτερούν να του διηγηθούν παμπάλαιους θρύλους και ξεχασμένες ιστορίες.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας διασώζουν οι διάφοροι, τοπικοί μας ιστορικοί και προπάντων ο Ζώης και ο Κονόμος, στα 1684 ο ευγενής Ναθαναήλ Βολτέρας πήγε στο νοδάρο Κωνσταντίνο Νοβάκο και δώρισε ένα οικόπεδο, όπου είχε στην συνοικία του Αγίου Νικολάου των Ξένων, για να γίνει εκεί εκκλησία. Τρία χρόνια αργότερα, το 1687, ο ναός χτίζεται, από τον ιερωμένο Φιλάρετο Καλογερόπουλο ή Λαμπούδη και αφιερώνεται στα Εισόδια της Παναγίας. Το 1715 ο κτήτορας της εκκλησίας, περιμένοντας πιθανόν το τέλος του, κάνει την διαθήκη του και αφιερώνει την κτητορική του εκκλησία στη σκόλα (συντεχνία) των Νοδάρων (συμβολαιογράφων). Ίσως, μάλιστα, να μην ήταν τυχαίο, που ο δωρητής του οικοπέδου, ο Αναδάλες Βολτέρας, ήταν κι αυτός μέλος της σκόλας, από τις 25 Ιουνίου 1659, έως και την 1 Μαΐου 1687, όταν χτίστηκε ο ναός.
Την εκκλησία κόσμησαν σημαντικά έργα τέχνης, από τα οποία μνημονεύουμε μόνο, σαν σπουδαιότερη, την δεσποτική εικόνα του τέμπλου της, η οποία παριστάνει τον Χριστό, σαν μεγάλο Αρχιερέα και είναι πόνημα του μεγάλου θεμελιωτή της Επτανησιακής Σχολής Παναγιώτη Δοξαρά. Μια αγαθή τύχη, μάλιστα, θέλησε, το έργο αυτό να επιδιορθωθεί αργότερα από τον κορυφαίο αυτής της σχολής, τον ζωγράφο και σατιρικό ποιητή Νικόλαο Κουτούζη και να συνενώσει, έτσι, τις δύο μεγάλες εικαστικές μορφές του ντόπιου πολιτισμού.
Επίσης πρέπει να αναφέρουμε και τα δύο σημαντικά θωράκια της παραπάνω ξυλόγλυπτης και επιχρυσωμένης προσπετίβας, από τα οποία το ένα, το οποίο εικονίζει την συμβολική συνάντηση της Θεοτόκου και της Ελισάβετ, είναι έργο του Σπυρίδωνος Στέντα και το άλλο, με την θεραπεία των Δέκα Λεπρών, αγνώστου δημιουργού, έχει την χρονολογία 1723.
Μα δεν είναι μόνο η ιστορία και η τέχνη, που κάνουν σημαντική και αξιοπρόσεκτη την ιερή αυτή στέγη της πόλης μας. Υπάρχει και το ποιητικό όνομά της, το οποίο στάθηκε αφορμή για μια ακόμα τζαντιώτικη ιδιορρυθμία. Την ημέρα της γιορτής της, στις 21 Νοεμβρίου, κατά παλαιά παράδοση, γιορτάζουν στη Ζάκυνθο όσες γυναίκες έχουν το όνομα «Αγγελική», ενώ αλλού γιορτάζουν στην μνήμη των Αρχαγγέλων, κυρίως, στις 8 Νοεμβρίου ή και στις 25 Μαρτίου, επέτειο του Ευαγγελισμού της Θεομήτορος. Αυτό δίνει μια άλλη διάσταση και αξία στην εκκλησία.
Οι εκδηλώσεις της Γκιόστρας 2012, λοιπόν, αρχίζουν από το πλάτωμα της ιστορικής και ποιητικής Κυρίας των Αγγέλων και το σημαντικό αυτό μνημείο ετοιμάζεται να μας υποδεχτεί.
«Των αγγελικών ταγμάτων υπερτέραν ως Κυρίαν τούτων σε προτρέπω σέβειν», έγραψε κάποτε, έγκλειστος στο λοιμοκαθαρτήριο του νησιού, ο πολύς Αναστάσιος Γόρδιος, αφιερώνοντας το επίγραμμά του αυτό, στην δική μας Κυρία των Αγγέλων, όπως έκανε και με όλες τις άλλες εκκλησίες της πόλης μας.
Εμείς ανταποκρινόμαστε στην προτροπή του και σεβόμεθα το μνημείο και την ιστορία του.
Το στερνό εκείνο βράδυ του Μαΐου, υποδεχόμενοι και το Καλοκαίρι, ξεκινάμε τις εκδηλώσεις της Γκιόστρας από την αυλή του. Τα τύμπανα και οι σάλπιγγες, που θα ηχήσουν δεν θα σημάνουν μόνο την προκήρυξη της ιπποτικής αναμέτρησης, αλλά θα ξυπνήσουν και τις υποχρεώσεις μας. Το καπίτουλο, που θα ξεδιπλωθεί, θα μας υπενθυμίσει την ευθύνη μας. Η φωνή του κήρυκα θα μας βγάλει από τον λήθαργο. Θα είναι μια αρχή, για να βγει νικητής ο τόπος μας από την αναμέτρηση.
Ας είμαστε όλοι εκεί.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

ΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ή «ΑΜΕΣ ΔΕ Γ’ ΕΣΟΜΕΘΑ ΠΟΛΛΩ ΚΑΡΡΟΝΕΣ»


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Ένα περιοδικό γραμμένο από παιδιά για παιδιά, αλλά και για μεγάλους έπεσε στα χέρια μας πριν από λίγο καιρό. Τίτλος του Τα Νέα του Γυμνασίου, Έκδοση της Μαθητικής Κοινότητας Γυμνασίου του Κολεγίου Αθηνών, χρόνος 31ος , τεύχος 1 Μαρτίου 2012. Το έντυπο αυτό ομολογούμε ότι μας εντυπωσίασε και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο σήμερα αφήνουμε τη συνηθισμένη μας θεματολογία  μας και το χώρο που τόσο ευγενικά μας φιλοξενεί του τον παραχωρούμε.
Δύο ολόλευκοι, όπως οι παιδικές ψυχές, γεμάτοι χάρη και ομορφιά κύκνοι που πλέουν σε καταγάλανα νερά κοντά σε μια όχθη απεικονίζονται στο εξώφυλλό του. Υψώνουν περήφανα τους μακριούς λαιμούς τους σε μια προσπάθεια να αναμετρηθούν στο ύψος τους με τα καλάμια που παρόχθια μεγαλώνουν. Με σιγουριά και μεγαλοπρέπεια κολυμπούν στην επιφάνεια του νερού, μια σιγουριά που απουσιάζει από τα εύκαμπτα υδροχαρή φυτά. Άραγε, ο μικρός Θεόφιλος Α5, όταν υπέγραφε το έργο του ήξερε ότι αυτό, όχι μόνο θα προϊδέαζε θετικά για το περιεχόμενο του περιοδικού του Σχολείου του, αλλά και ότι θα υποδείκνυε στάση ζωής;
Το ανοίγουμε. Θαυμάζουμε την ποικιλία των θεμάτων του. Διαβάζουμε και απορούμε με τον προβληματισμό και την ωριμότητα της σκέψης παιδιών προεφηβικής ηλικίας. Μας αφήνει άφωνους ο βαθύς στοχασμός και η ικανότητα της έκφρασής τους.
Όμως, όντας εκ των πραγμάτων αδύνατο να αναφερθούμε σε κάθε ένα από τα άρθρα χωριστά, όπως θα θέλαμε, αλλά και νοιώθοντας την ανάγκη να προβληθεί αυτή η αξιέπαινη προσπάθεια των παιδιών και από αυτή τη θέση,   ενδεικτικά  και επιλέγοντας τελείως στην τύχη, αναφερόμαστε σε κάποια από αυτά.
Μια κραυγή όλων των παιδιών για το μέλλον της χώρας μας και το δικό τους αποτελεί το υπό τον τίτλο, «Η Ελλάδα πληγώνεται και μας πληγώνει…» άρθρο. Το υπογράφει ο Αριστοκλής Λαγός της τάξης Β2.  «Αποκαλύφθηκε ότι η Ελληνική οικονομία δεν παράγει για την αυτοσυντήρησή της. Στηριζόταν στα δάνεια και, μόλις αυτά σταμάτησαν κατέρρευσε. Οι αξίες είναι πλέον διαπραγματεύσιμες  με οικονομικά κριτήρια. Οι κοινωνικές σχέσεις, αντί των συναισθημάτων κυριαρχούνται από κυνισμό και ιδιοτέλεια… Πολλοί από τους πολιτικούς μας εξαντλήθηκαν στην ψευδολογία και στη συστηματική εξαπάτηση της σημερινής γενιάς δηλαδή εμάς των παιδιών…» Τα παιδιά ανησυχούν, φοβούνται και αναρωτιούνται, «Τι γνωρίζουμε για το αύριο; Τι μπορούμε να κάνουμε για το αύριο; Με ποιο τρόπο και με ποιους θα το οικοδομήσουμε;» Ενώνουν την κραυγή τους με εκείνη του Νομπελίστα Ποιητή Γιώργου Σεφέρη: «Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή … τώρα που ο τριγυρινός κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τροφίμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα απαρνηθούμε άραγε τη μνήμη μας … σβήνοντας κανείς ένα  κομμάτι από το παρελθόν είναι σα να σβήνει και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον». Τα παιδιά υψώνουν ξανά κραυγή αγωνίας για το αύριο, απαιτούν ένα φωτεινό παράδειγμα από τους ανθρώπους του πνεύματος, τους πολιτικούς που θα τα βγάλει από το αδιέξοδο. Εκφράζουν την επιθυμία τους: «Να μορφωθούμε όπως μας αξίζει, να δημιουργήσουμε με ίσες ευκαιρίες κατά τα όνειρά μας, να είμαστε υπερήφανοι για την πατρίδα μας» και δένονται με δέσμευση ιερή: «“Άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες”.  Εμείς  θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας».
Τα απασχολεί και τα τρομάζει ο ρατσισμός. Η ζωντανή μαρτυρία  του Νικόλα Διαμαντή Α4, είναι συγκλονιστική: «Ένα απόγεμα ξαφνικά ένα παιδί με φώναξε  βρωμο-αλβανό και τότε στα καλά καθούμενα μου πέταξε ένα κέικ. Η ζάχαρη και η κρέμα απλώθηκαν στην ζακέτα. Μια ομάδα παιδιών φώναξε: “Βρωμομετανάστες, γιατί δεν τα μαζεύετε να πάτε από κει που ήρθατε;”». Το παιδί ταπεινωμένο έτρεξε να κρυφτεί στο σπίτι του και να κλάψει. Ο πατέρας του, του είπε: «Δε μας ξέρουν γι’ αυτό μας πληγώνουν. Κάλεσέ τους στο σπίτι, όταν μας γνωρίσουν δε θα μπορούν να μη μας αγαπούν… Να είσαι υπερήφανος γι’ αυτό που είσαι». Από τη γραπτή μαρτυρία του παιδιού καταλαβαίνουμε ότι ο ίδιος «ξέχασε», ενσωματώθηκε στην κοινότητα του σχολείου και έγινε ξεχωριστός και υπερήφανος γι’ αυτό που είναι! Έτσι ξεχάσαμε κι εμείς την αναπάντεχη περιπέτειά μας από ένα ξένο, νέο, να μας σέρνει περί τα 20 μέτρα κάτω στο δρόμο, μέρα μεσημέρι, για να πάρει μια τσάντα, την οποία ευχαρίστως θα του τη δίναμε χωρίς να υποστούμε τις θλιβερές συνέπειες.  Πόσες φορές,  σκεφτήκαμε κι εμείς, σαν τον πατέρα του παιδιού ότι, αν τον καλούσαμε στο σπίτι μας θα μας είχε αγαπήσει και θα ήταν υπερήφανος που είναι στην πατρίδα μας!
 Ύστερα  η ομορφιά του λόγου πλαισιωμένη από ελκυστικές φωτογραφίες  ζωντανεύει εικόνες μαγικές και ταξιδεύει τον αναγνώστη  στο «Nησί της Παράδοσης και του Πράσινου Ονείρου», τη Σκόπελο, με την υπογραφή, Δημήτριος Μπαμίδης, Β5. Ο μαθητής, όπως διαβάζουμε, εμπνεύστηκε από το βιβλίο, «Στη Σκόπελο όπως στα Πεύκα» της συγγραφέως Μαρίας Δελήτσικου- Παπαχρίστου και, όπως και η συγγραφέας παραθέτει στην αρχή  το ίδιο μικρό απόσπασμα από τα «Τρία κρυφά ποιήματα». «Επί Σκηνής»,ΣΤ, ΣΤ.5-10, του Γιώργου Σεφέρη.
Θαυμάζουμε, τις παρατηρήσεις, τη σκέψη και απολαμβάνουμε τη γραφή της νέας γενιάς! «Σκόπελος το νησί του ονείρου, το νησί όπου το ανθρώπινο αγγίζει το θεϊκό και το αντίθετο, το νησί της Ελληνικής παράδοσης, το νησί των πεύκων. Με κανένα ουσιαστικό, επίθετο, μετοχή και μαθηματικό τύπο δεν περιγράφεται αυτή η μικρή “ουτοπία” της Σκοπέλου. Όσο και να αναζητούμε σε λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ιστοσελίδες, πληροφορίες   δε θα βρούμε πουθενά καμιά που να μας περιγράφει τα απίστευτα εδέσματα, τις χαρούμενες μορφές των κατοίκων και αυτή τη μαγική λέξη “Καλημέρα” που έχοντας ξεχαστεί στη νεοελληνική μας κοινωνία είναι ακόμα ζωντανή σε τούτο το νησί.» Kαι συνεχίζει, «…η μυρουδιά του ανεμοδαρμένου ρετσινιού και η ανάμειξή του με την αλμύρα της Ελληνικής θάλασσας κάνουν την ατμόσφαιρα ιδανική για περιπάτους και για συζητήσεις υψηλού περιεχομένου». Το κείμενο αυτό του μικρού μαθητή θα μπορούσε επί πλέον για πολλούς από μας να αποτελέσει και ένα είδος ταξιδιωτικού «savoir vivre».
«ΑΝΩ ΘΡΩΣΚΩ» είναι οι πρώτες λέξεις του κειμένου της Σοφίας Κούκια Γ1, η οποία, αφού κάμει τη διάκριση μεταξύ του «προτύπου» και του «ειδώλου» και αναφερθεί στο τι αντιπροσωπεύει η κάθε μία  από τις λέξεις αυτές,  προχωρεί σε πικρή διαπίστωση λέγοντας: «Δυστυχώς στην εποχή μας τα ρηχά είδωλα κυριαρχούν και είναι αποπροσανατολιστικά από το σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης… Οι δημιουργοί και οι διατηρητές τους, δρουν με μοναδικό γνώμονα το ατομικό συμφέρον, την ιδιοτέλεια και τη δίψα για αυτοπροβολή και εξουσία…» Οι νέοι όμως, λέει η Σοφία, διακρίνονται για  «έμπνευση,  ορμή,  αντιαυταρχισμό, ειλικρίνεια, ουσία, οράματα…» και ο άνθρωπος  του  «άνω θρώσκω» έχει μετατραπεί σε ον του «φαίνεσθαι» και του «έχειν». Καιρός να ξαναβρεί την πραγματική του αποστολή στρεφόμενος σε άτομα που προέρχονται από το χώρο της επιστήμης, της θρησκείας, της τέχνης αλλά και σε απλούς βιοπαλαιστές που με αξιοπρέπεια και επιμονή πετυχαίνουν το στόχο τους…. Και καταλήγει με  προτροπή: «Ας δημιουργήσουμε ένα καινούριο κόσμο πιο δίκαιο πιο ανθρώπινο. Ας ξεπεράσουμε τους πιο παλιούς», Ας γίνουμε «πολλώ Κάρρονες». Νέοι μας, σας διαβεβαιώνουμε ότι είστε «πολλώ κάρρονες» από εμάς.
Εμείς θα σταματήσουμε εδώ την περιήγησή μας στο περιοδικό, ο αναγνώστης όμως έχει πολλούς άλλους θησαυρούς να ανακαλύψει. Σταματούμε, σφίγγοντας το χέρι όλων των παιδιών για την υπερηφάνεια που μας ενέπνευσαν και για το δικαίωμα της ελπίδας που μας έδωσαν, συγχαίροντας το Σχολείο και τη συντακτική επιτροπή και μακαρίζοντας τους Καθηγητές για το φύραμα, που καλούνται να ζυμώσουν.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ήχοι από πέταλα αλόγων ξυπνούν μνήμες

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Ο προσεισμικός και αφανισμένος σήμερα ναός του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου.
Ο σεισμός του Αυγούστου του 1953, η φωτιά που τον ακολούθησε, καθώς κι η ανθρώπινη αδιαφορία κι αδηφαγία, οι οποίες αποτελείωσαν το κακό, ξεχώρισαν στα δύο την ιστορία του νησιού μας και το «προσεισμικά» και «μετασεισμικά», όπως έχουμε ξαναγράψει, είναι πολύ πιο σημαντικά και παραστατικά για μας του Ζακυνθινούς, απ’ ότι το «προπολεμικά» και «μεταπολεμικά» του υπόλοιπου κόσμου και τα ερείπια φαίνεται πως δεν πλάκωσαν μόνο μια πόλη αιώνων κι έναν μακρόχρονο πολιτισμό, αλλά προκατασκεύασαν και μια νέα, μη συγγενική με τις ρίζες της, νοοτροπία, την οποία με θλίψη καθημερινά βιώνουμε.
Και στο νέο τσιμεντένιο φόντο, στο σκηνικό του νεοπλουτισμού, με την επιδερμική παιδεία, είναι δύσκολο να βρεις την ταυτότητά σου!
Παρ’ όλα αυτά ο ευλογημένος τούτος τόπος, ο οποίος ακόμα αντέχει να καλύπτει με το φυσικό του κάλος πληγές κι ασχήμιες, παρεκκλίσεις και παρανομίες, κοντόφθαλμες αντιλήψεις και μικροπολιτικές επιζήμιες, μπορεί ακόμα να ελπίζει και να πιστεύει πως υπάρχει ελπίδα να δικαιώσει τον Ποιητή του, αυτόν που τον λάμπρυνε και τον έκανε παγκόσμια γνωστό και να επιβεβαιώσει τον στίχο του γεμίζοντας άνθη το χάσμα του σεισμού.
Είναι στιγμές –και, δυστυχώς, πυκνές– που νομίζεις πως δεν υπάρχει «παρηγορία», για να μνημονεύσουμε και πάλι τον Ιερομόναχο Διονύσιο των νεοελληνικών γραμμάτων, σαν αντιμετωπίζεις κατάσαρκα και καθημερινά την ρέουσα πραγματικότητα. Υπάρχουν, όμως, ευτυχώς και κάποιες, που σου δίνουν ελπίδα και σκέφτεσαι πως τίποτα δεν πήγε χαμένο και πως μπορεί και πάλι να λάμψει ο έναστρος ουρανός πάνω απ’ το κεφάλι σου, όχι μόνο στα λιοστάσια στον Άι–Λύπιο, αλλά και σ’ ολόκληρο το νησί.
Μια τέτοια ήταν κι αυτή που βιώσαμε, όσοι το απογευματάκι της Κυριακής 29 Απριλίου βρεθήκαμε στην οδό του άλλου μεγάλου τεχνίτη του στίχου, του συντοπίτη μας, επίσης, Ανδρέα Κάλβου και στο χώρο που υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου ξεκινήσαμε, έτσι συμβολικά και για να υπάρχει μνήμη, την λαϊκή Γκιόστρα της γιορτής του λογχοφόρου και σπαθοφόρου Αγίου, η οποία είχε σταματήσει μετά την βιβλική θεομηνία και τελευταία ξαναζωντάνεψε, με πρωτοβουλία και προσπάθεια της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”, η οποία, με μεράκι και μετά από σοβαρή κι επίμονη ιστορική έρευνα, έχει επαναφέρει στην καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού μας τους περίφημους και κοσμαγάπητους ιππικούς αγώνες, τις κονταρομαχίες και τις αναμετρήσεις τους.
Η εκκλησία δεν υπήρχε υλικά εκείνο τ’ όμορφο, εαρινό δειλινό, αλλά ζούσε στην καρδιά των γειτόνων της, είτε την είχαν γνωρίσει, οι παλιότεροι, είτε την είχαν ακούσει, οι νεότεροι, μέσα από διηγήσεις των μεγαλύτερων και αναγνώσεις των στερνών ιστοριοδιφών μας.
Σημαιοστολίστηκε ξανά η περιοχή, μετά περίπου από μισό αιώνα, μύρισε στη σκοντράδα η φρεσκοκομμένη και φρεσκοπατημένη πανηγυρική μερτία και στο μικρό προσκυνητάρι, που φιλοξενεί ή πιο σωστά ξενοδοχεί τον Τροπαιοφόρο, κρεμάστηκε και πάλι ένα λουλουδένιο στεφάνι, για να θυμίζει την γιορτή.
Πάνω απ’ όλα, όμως, σημασία στην επαναφορά της ιστορικής μνήμης έχει, πως στο ξεψύχισμα της στερνής εκείνης Κυριακής του Απρίλη, της πρώτης μετά την μνήμη του Μεγαλομάρτυρα, όπως παλιά, ακούστηκαν ξανά τα πέταλα των αλόγων, που ήταν και πολλά και όμορφα, στον χώρο του πρώτα κτητορικού κι ύστερα συναδελφικού ναού και πως οι πρεσβύτεροι, μέσα από το πρίσμα των δακρύων τους είδαν και πάλι την παράδοση να συνεχίζεται και την ιστορία τους να μην παρεκκλίνει.
Αυτά έχουμε ανάγκη σ’ αυτήν, την από την ιστορία της έτσι κι αλλιώς άκρη της γης και κάτι τέτοια μας επιτρέπουν να επιβιώνουμε μέσα στην λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης.
Είναι ευτύχημα να θεμελιώνεις το σήμερα πάνω στην παράδοσή σου και παρήγορο σημάδι το να μπορείς να συνεχίζεις αυτό που σου κληροδότησαν οι πριν από σένα, όχι στείρα και φωτοτυπικά, αλλά ανανεωμένο και προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες, που δεν είναι τερατογένεση, αλλά δείγμα εκλεκτής συγγένειας.
Αυτό προσπαθεί να κάνει τα τελευταία χρόνια και η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, η οποία ερευνά με συνέπεια και μεράκι την ιστορία των ιππικών αναμετρήσεων του τόπου μας και προσπαθεί να την επαναφέρει στην σύγχρονη ζωή μας.
Δεν αντιγράφει, αλλά δημιουργεί. Μέσα από δημοσιεύσεις, ημερίδες και συνέδρια, φωτίζει το χθες και προσπαθεί να δημιουργήσει το σήμερα.
Πριν το 2005 αν ανέφερες την λέξη «Γκιόστρα», ίσως κανείς να μην την γνώριζε, εκτός από κάποιους αθεράπευτους και ρομαντικούς, που την είχαν διαβάσει στις σελίδες του Χιώτη, του Γαήτα, του Ζώη, του Δε–Βιάζη και του Κονόμου ή την είχαν ζήσει στις παραστατικές γραμμές του «Θρήνου της Κάντιας» του ταλαντούχου και θεατρικού Διον. Ρώμα.
Σήμερα όλοι οι Ζακυνθινοί την γνωρίζουν, την ζουν και συμμετέχουν –ο καθένας με τον τρόπο του- σ’ αυτήν.
Τα ποδοβολητά των αλόγων της μας ξυπνούν την ιστορία μας. Ας την γνωρίσουμε. Ας γεμίσουμε φιόρα τα χαλάσματα του σεισμού. Ας γίνουμε οι νικητές της αναμέτρησης.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Μαρίας Κοτοπούλη: ΑΝΕΜΟΣ ΠΑΡΕΡΧΟΜΕΝΟΣ (ποίημα)


Στις πλατείες περιεζωσμένες σάκους
Αργοσβήνουν Ζωές
Ήχος βημάτων οπλοφόρων ανδρών
Λαφυραγωγούν το δίκαιο
Μισθώνουν παραβάτες
Στερούν την κρίση ενδεών
Η καρδιά περίλυπος
Θέλει να κλάψει
Τους φυγάδες της ζωής
Να υψώσει φωνή να ανέβει ψηλά
Στου ξολοθρεμού τον γκρεμό
Να δει τα ξηραμένα χόρτα
Που είναι τα άνθη της γης
Οι θερινοί καρποί
Τα δώρα των αμπελώνων
Τόση αφθονία σε ποιες αποθήκες
Καταχώθηκε
Από τους κυρίους των εθνών
Λυγμοί αίματος περιπλανωμένων
Κατακλύζουν την κοιλάδα
Της Σιών
Άνεμος παρερχόμενος
Και μη επιστρέφων

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

H αναβίωση μιας γιορτής και οι αγώνες (ή αγωνίες) του σήμερα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Οι εκδηλώσεις της Γκιόστρας τ’ Άι-Γιωργιού, που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη Κυριακή, 29 Απριλίου 2012, από την πάντα δραστήρια Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, απέδειξαν για μια ακόμα φορά το πόσο οι κάτοικοι του νησιού μας, που κυριολεκτικά τις αγκάλιασαν, είναι δεμένοι με την ιστορία τους και την παράδοσή τους.
Το έθιμο αυτό, που ξεκίνησε από την ιστορική, όσο και αδικοχαμένη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου και στην ουσία είναι μια προσπάθεια αναβίωσης των ιππικών αγώνων της Πλατείας Ρούγας, που κάποτε καταργήθηκαν, χωρίς να ξεχαστούν, έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη των παλιότερων Ζακυνθινών, οι οποίοι δεν το λησμόνησαν και χαίρονται που και πάλι επανήλθε στη ζωή τους.
Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η στιγμή, που μπρος από το μικρό προσκυνητάρι, το οποίο βρίσκεται στη θέση περίπου της προσεισμικής εκκλησίας, ο παπά-Πέτρος, ο εφημέριος της περιοχής, ξαναέψαλε, όπως και τότε το απολυτίκιο του «Ελευθερωτή των αιχμαλώτων», μαζί με το εαρινό και παρηγορητικό «Χριστός ανέστη» και οι γείτονες και παλιοί αδελφοί του ναού παρακολούθησαν την τελετή, κρατώντας αναμμένα κεριά και με δακρυσμένα μάτια.
Πολλοί ήταν εκείνοι, που με πλησίασαν, σαν πρόεδρο του Σωματείου, αλλά και σαν άνθρωπο που ασχολείται με την ιστορία του τόπου μας και δείχνοντάς μου την φωτογραφία της εκκλησίας, που υπήρχε τυπωμένη στο δίπτυχο, το οποίο αναμνηστικά μοιράστηκε στους παρευρισκόμενους, μου έδειχναν πού περίπου ήταν το σπίτι τους και μου γνώριζαν λεπτομέρειες και περιγραφές.
Θυμάμαι, μάλιστα κάποιον, που μου είπε πως, σκάβοντας τα θεμέλια του νέου του σπιτιού, αλλά και αργότερα, όταν εκτελούσε διάφορες απαραίτητες και συμπληρωματικές εργασίες, παιδεύτηκε για να χώσει την μεγάλη φουντάνα, η οποία βρισκόταν στο περιβόλι της εκκλησίας και συχνά συναντούσε και κόκαλα των εκεί θαμμένων ενοριτών, μια και ως σχεδόν πρόσφατα στη Ζάκυνθο δεν υπήρχαν τα δύο νεκροταφεία, αλλά οι νεκροί ενταφιάζονταν στην ενοριακή τους εκκλησία.
Η γειτονιά άκουσε και πάλι εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, της πρώτης Κυριακής μετά τη γιορτή του Μεγαλομάρτυρα, όπως και τότε γινόταν, τα ποδοβολητά των αλόγων και την αγωνία των αναβατών. Η μυρτιά ξαναμύρισε φρεσκοκομμένη στους ίδιους δρόμους και οι παλιοί «συναδελφοί», μαζί με τους καινούργιους γειτόνους, βγήκαν σε μπαλκόνια και παραθύρια, όχι για να δουν το κόνισμα, που φιλοξενείται πια στο νέο Άγιο Λάζαρο και δεν λιτανεύεται, αλλά να θαυμάσουν τα έφιππα παιδιά του νησιού μας και να διαπιστώσουν ελπιδοφόρα πως μπορεί τα δαχτυλίδια να χάθηκαν, αλλά έμειναν τα δάχτυλα, που θα ξαναφορέσουν καινούργια.
Εκείνο το βράδυ στην σημερινή οδό Κάλβου ξύπνησαν μνήμες και δόθηκαν υποσχέσεις για συνέχεια. Ο αξέχαστος Κονίδης Πορφύρης, στο βιβλίο του «Ο Αγέλαστος», που δεν είναι τίποτα άλλο από μια μυθιστορηματική βιογραφία του δημιουργού των «Ωδών», τοποθετεί τον μικρό ποιητή να πηγαίνει στον Άι – Γιώργη, για να δει την Γκιόστρα, όπως ο ίδιος γράφει. Σίγουρα δεν στηρίζεται σε ιστορική μαρτυρία, αλλά δημιουργεί την σκηνή του «ποιητική αδεία». Αν υπάρχουν ψυχές, σίγουρα χάρηκε εκείνο το βράδυ αυτή του ποιητή και πιο πολύ ευφράνθηκε που οι συμπατριώτες του έστησαν αυτή τη μικρή γιορτή στο δρόμο, που έχει τ’ όνομά του, γιατί αληθινά τον δικαίωσαν σαν «Φιλόπατρι».
Μα και τα όσα ακολούθησαν στην πλατεία του άλλου ομότεχνου και εθνικού τεχνίτη του στίχου, του Διονυσίου Σολωμού, ήταν μια υπόσχεση πως το νησί μας σιγά-σιγά ξαναθυμάται την ιστορία του και ξαναγυρίζει στις μνήμες του, δημιουργώντας και μη αντιγράφοντας. Πολλοί ήταν εκείνοι που θαύμασαν το θέαμα, χειροκρότησαν τους ιππείς και έδειξαν την αγάπη τους για το άλογο, το οποίο ήταν από πολύ παλιά το πιο φιλικό ζώο του ανθρώπου.
Και η Γκιόστρα τ’ Άι-Γιωργιού, όπως και η άλλη, η μεγάλη, αυτή που από φέτος θα πραγματοποιείται το εορταστικό τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, έχει γίνει πια θεσμός και έχει επανέρθει στην επικαιρότητα.
Όπως και άλλες φορές έχω τονίσει η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante” δεν προσπαθεί ν’ αναβιώσει –κάτι τέτοιο περιέχει θάνατο– αλλά να προσαρμόσει το παρελθόν και την ιστορία του στο σήμερα.
Η Γκιόστρα τ’ Άι-Γιωργιού έγινε μ’ επιτυχία για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και πρέπει να συνεχιστεί και να έχει διάρκεια. Οι δρόμοι, οι πλατείες και οι γειτονιές γέμισαν κόσμο και οι πρώτοι επισκέπτες μας είχαν κάτι να δουν, εκτός από τον ήλιο και τη θάλασσά μας.
Θυμάμαι το απόγευμα του Σαββάτου, όταν βρισκόμουν στην πλατεία για την προετοιμασία της γιορτής. Κάποια ελληνική οικογένεια τουριστών, μάλλον συνοδοί σχολείων, που τότε βρίσκονταν στο νησί μας, στάθηκε μπρος στο διαφημιστικό πανό, που υπήρχε κρεμασμένο από ένα φωτιστικό και σχολίασε:
- Α! αυτοί εδώ έχουν ιστορία!
Τα σχόλια περιττεύουν. Ας ερμηνεύσουν αυτό που συνέβη όσοι κρατούν στα χέρια τους την τύχη του τόπου μας. Λόγω της παράδοσής μας και μόνο μας αξίζει κάτι καλύτερο.
Ας το στηρίξουμε!

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Δημήτρης Γ. Μαγριπλής: ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΠΙΑΝΩ ΔΟΥΛΕΙΑ (νέο διήγημα)


Ψάχτηκα, δεν είχα δεκάρα. Ούτε για ψωμί. Έκανα μια-δύο βόλτες στην πλατεία και πάνω που είχα απελπιστεί είδα τον υπάλληλο να βγάζει μια σακούλα τεράστια. Τον πήρα από πίσω. Στον παρακείμενο κάδο άνοιξε το καπάκι και ψύχραιμα έδωσε μια και έδιωξε από τα χέρια του το βάρος. Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Όρμισα. Ευτυχώς ήμουν ο πρώτος. Έβγαλα έξω το σάκο και άρχισα να ξεσκίζω το περιτύλιγμα. Βρήκα από όλα. Ψωμί – γάλα – παξιμάδια ακόμη κι ένα κομμάτι τυρί. Τα έβαλα βιαστικά μέσα στο καρότσι και χωρίς άγχος συνέχισα τα ψώνια μου. Πέρασα φορτωμένος τον κεντρικό δρόμο και ένα στενό παρακάτω έστριψα. Στη Λαϊκή το παζάρι τελείωνε. Πήγα στον πάγκο του Λώλου. Μου είχε φυλάξει χόρτα και ένα μαρούλι. Μάζεψα ακόμη και φράουλες, ντομάτες για πελτέ και κάμποσες πατάτες που είχαν κυλήσει πάνω στο ρείθρο. Παρά τρίχα να γυρίσω και με κρέας αλλά το άτιμο μου ξέφυγε την τελευταία στιγμή. Χώθηκε στον υπόνομο και μην το είδατε. Ατυχία. Τέτοιες στιγμές θα ήθελα να είμαι γάτα. Με νύχια τεράστια και διάθεση αρπακτικού. Να τρώω και να λιάζομαι. Να κινούμε μόνο για αναπαραγωγή και να τρίβομαι όπου γουστάρω. Ας είναι, πρέπει να δεχθώ την μοίρα μου. Τράβηξα το καρότσι με δύναμη. Στην ανηφόρα έκανα κάμποσες στάσεις και ευτυχώς στην είσοδο συνέπεσα με τον κύριο Αριστείδη. Με βοήθησε να μπάσω τα ψώνια και μου έδωσε προτεραιότητα στο ασανσέρ. Ευχαρίστησα.
- Να σας δούμε το βραδάκι στο σπίτι. Θα έχουμε και κάτι να τσιμπήσουμε…
- Φυσικά, τον διαβεβαίωσα και πάτησα πέμπτο.
Βγήκα και άνοιξα την πόρτα. Πάλι γράμματα. Τέτοια αλληλογραφία δεν είχα ποτέ. Με έπιασε συγκίνηση. Όλα από Τράπεζες. Τι ενδιαφέρον… Αγαπητέ κύριε και αξιότιμε κύριε…Στο τραπέζι της κουζίνας τα κατέταξα στις στοίβες και άρχισα να μαγειρεύω. Πατάτες καπαμά. Μύρισε όλη η πολυκατοικία. Πάνω που έστρωσα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ανατρίχιασα. Είχα μέρες να ακούσω το κουδούνισμα και να κάνω μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Ήταν αυτή.
- Μίλα μου για σένα, της είπα.
Αυτή επέμεινε σε μια αδικαιολόγητη τυπικότητα και με ρώτησε «πότε».
- Όποτε νομίζεις ότι είσαι έτοιμη, της απάντησα και την φαντάστηκα κόκκινη σαν τομάτα. Στον επόμενο τόνο το ακουστικό βουβάθηκε. Μετά από λίγο έκλεισα, δεν ήθελα να την πιέσω.
Το μεσημέρι κοιμήθηκα. Φταίει το σκόρδο. Βάζω παντού. Άνοιξα το παράθυρο να αεριστεί το δωμάτιο και πήγα να κάνω το μπάνιο μου. Άφησα να τρέξει το ζεστό και δόξασα τον κύριο Αριστείδη. Είχε πληρώσει το ηλεκτρικό. Τι καλοσύνη! Όταν τον ευχαρίστησα με κοίταξε με συστολή και μου έδειξε μια φωτογραφία.
- Καλέ, τι άντρας! Τι χωρίστρα, τι αποφασιστικότητα στο μάτι πίσω από το γυαλί… τσολιάς!
- Πατριώτης! μου τόνισε με θαυμασμό. Και φιλάνθρωπος! Θα έρθει από το σπίτι. Να τον γνωρίσετε. Ίσως έχει και κάποια δουλειά…
Ένοιωθα σαν έφηβος σε πρώτο ραντεβού. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και το κάτουρο έτρεχε στάλα-στάλα λόγω προστάτη! Έτοιμος! Φρέσκος και γεμάτος ζωντάνια!
Κατέβηκα στον τρίτο. Ήταν και οι κύριοι από τον τέταρτο. Κοινή η εκδήλωση, αν και παρατήρησα ότι προέκριναν άλλο τσολιά. Ολίγον ευτραφή. Λεπτομέρειες. Με διαβεβαίωσαν ότι θα περιορίζετο ως παρατρεχάμενος του αρωγού μου. Τον ονόμασα Τσολιά Β΄. Χτύπησα το κουδούνι. Μια δεσποινίδα μου άνοιξε. Με καλωσόρισε και μου έδειξε το σαλόνι. Έκατσα δίπλα στο τραπεζάκι με τα μεζεδάκια. Πανδαισία χρωμάτων και γεύσεων. Και αστείρευτα. Πάνω που νόμιζες τελείωσαν, νάσου και άλλα. Στο τέλος είχε και γλυκά. Ταρτάκια με εξωτικά φρούτα πάνω στην κρέμα. Ο τσολιάς ήρθε καθυστερημένος. Δεν μπορούσα άλλο να φάω, είχα πρηστεί. Το έριξα λοιπόν στο αναψυκτικό και κάθε τόσο νόμιζα ότι θα εκραγώ. Τι όμορφα που μίλαγε. Με μάγεψε. Επιτέλους, κατάλαβα. Όλα έγιναν για το καλό μας. Από εδώ και πέρα άρχιζε η ανάκαμψη. Τον άλλο χρόνο η ανάπτυξη και τον επόμενο η απογείωση. Ήταν θέμα προτεραιότητας. Έπρεπε να κλείσουμε θέση και αυτό έκανα. Πρώτος στην λίστα. Έδωσα στοιχεία στον τσολιά Β’ και αυτός με χαμόγελο μου είπε να τους πάρω τηλέφωνο μετά τις εκλογές.  Πήρα το έντυπο με την φωτογραφία του δικού μου ανθρώπου και αφού φίλησα σταυρωτά τον οικοδεσπότη, ανέβηκα για ύπνο. Άνοιξα την τηλεόραση και συντονίστηκα σε μια προεκλογική συζήτηση. Χάος... Δεν ήξεραν τι έλεγαν... Είμαστε για περιπέτειες; Μια γουλίτσα μού θύμισε την αλήθεια. Έκλεισα τα αυτιά μου στους ανεγκέφαλους. Είχα καταλήξει. «Το τσαρούχι στη Βουλή», ψιθύρισα και άφησα τα μάτια μου να κλείσουν.
Τις επόμενες μέρες κατέβηκα και στους άλλους ορόφους. Καλά ήταν, μα ούτε καναπεδάκια ούτε αναψυκτικά, ούτε και δεσποινίδες με χαμόγελα. Τι να εμπιστευτώ; Η περίπτωσή μου ζητούσε άμεση λύση. Ο πρώτος και ο δεύτερος όροφος ήταν λόγια περί ανεξαρτησίας και ελευθερίας. «Η πολυκατοικία ανήκει στο τετράγωνο», τους είπα και έφυγα. Το είχα εμπεδώσει. Κάθε που πλήρωνε ο κύριος Αριστείδης τους λογαριασμούς μου, με έβαζε να το φωνάζω. Με είχε διαβεβαιώσει ότι, αν φεύγαμε  από το τετράγωνο, τότε πως θα πλήρωνε τα χρέη μου; Στο υπόγειο το πάρτι ήταν ρεφενέ. Δεν κάθισα, τρόμαξα από τις φάτσες. Αξύριστοι και να μυρίζει το χνότο τους. Έγινε και μια μάζωξη έξω από την πολυκατοικία. Αίσχος. Γέμισε ο δρόμος φρικιά και πάνω στο κέφι έκλεισαν και το δρόμο. Ο κύριος Αριστείδης και οι κύριοι του τέταρτου φώναξαν την αστυνομία. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί κανείς από το θόρυβο. Τους έκαναν με τα κρεμμυδάκια. Αντιθέτως δεν έκαναν το ίδιο όταν μαζεύτηκαν κάτι μπρατσωμένοι με σύμβολα της μινωικής εποχής. Βγήκαν στα παράθυρα και τους χαμογέλαγαν. Μερικοί τους ήταν γνωστοί. Περιποιημένα παιδιά. Με ονόματα πρώην υπουργών και ελληνοπρέπεια. Εγώ δεν βγήκα καθόλου. Φοβήθηκα μη με σκοτώσουν.   Έμοιαζα με Πακιστανό και αυτοί είχαν ευαισθησία στο χρώμα.
Την Κυριακή φόρεσα το μπλε κουστούμι. Έβαλα και μια πράσινη γραβάτα και έτοιμος κατηφόρισα για το εκλογικό κέντρο. Από τους πρώτους. Έδωσα ταυτότητα και περίμενα. Στην τσέπη είχα έτοιμο το ψηφοδέλτιο και μάλιστα μονοσταυρία. Τον προστάτη μου. Το χάιδεψα και μπήκα στο παραβάν. Έκλεισα την κουρτίνα και έβαλα την υποχρέωση μέσα στο φάκελο. Περίμενα λίγο μήπως και ήθελε κάποιος να με πάρει φωτογραφία. Ο δικαστικός μου φώναξε συντομεύεται και έτσι χάθηκε όλη η φαντασίωση. Βγήκα στο δρόμο. Ο κύριος Αριστείδης μου έγνεψε και του έκλεισα το μάτι.
- Από αύριο να έρθεις, να πάρουμε τηλέφωνο.
Ο άνθρωπος με έσκισε. Θα το κάνω, του έδειξα με τρόπο. Ανηφόρισα το στενό. Έξω από το φούρνο, σταμάτησα. Τι βιτρίνα! Έμεινα κάμποσο. Ξάφνου έσφιξα τη ζώνη μου και έτρεξα σπίτι. Έπρεπε να ετοιμαστώ. Την Τρίτη έπιανα δουλειά. 
Related Posts with Thumbnails