© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΜΙΑ ΑΛΛΟΙΩΤΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

«Οἱ βιτρίνες
δεν ἀνασταίνουν τίποτε ἀπό τον παράδεισό μου
ἀφοῦ δεν ἔχουν ἕνα χαμόγελο
για ἕναν ξένο...»
Π. Β. Πάσχος

Τό μεγάλο λεωφορεῖο ἦταν σχεδόν ἄδειο τούτη τή νύχτα τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Οἱ λιγοστοί του ἐπιβάτες -κάτι κουρασμένοι μετανάστες πού ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους- μισοκοιμόντουσαν, καθώς ἦταν κουρασμένοι ἀπό τήν ἔντονη ἐργασία τῶν γιορτινῶν αὐτῶν ἡμερῶν. Μαζί τους κι αὐτός, πού τόν κάλεσαν στό σπίτι τους ἀπόψε καποιοι συγχωριανοί του, γιά να γιορτάσουν τά Χριστούγεννα. Ἀλήθεια, τά μέτρησε ποτές του τά Χριστούγεννα πού λείπει ἀπ’ τό σπίτι του, ἀπ’ τό χωριό του;
Ἔξω χιόνιζε. Οἱ ἀραιές νιφάδες κολλοῦσαν στά τζάμια τοῦ λεωφορείου πού, νυσταγμένο καί κουρασμένο, προχωροῦσε πάνω στήν παγωμένη λεωφόρο.
Κοίταξε τό ρολόι του. Ἤθελε κάμποση ὥρα νά φτάσει στόν προορισμό του, γιατί τό σπίτι τοῦ Ντίνου ἦταν ἀρκετά μακρυά ἀπό τή δουλειά του, ἀπ’ ὅπου και  ξεκίνησε. Ἄφησε τόν ἑαυτό του νά χαλαρώσει κι ἔκλεισε γιά λίγο τά μάτια του. Ἔνοιωθε στ’ ἀλήθεια τόσο κουρασμένος!
Τότε, μέσα σέ κεῖνο τό γλυκό νανούρισμα, πού τοῦ χάριζε αὐτό τό ταξίδι μέ τό μονότονο σύρσιμο τοῦ ἁμαξιοῦ πάνω στόν μισοχιονισμένο δρόμο, ἄρχισε τό ἄλλο σεργιάνισμα, ἐκεῖνο τῆς μνήμης, πού ἐνεργοποιεῖται κάτι τέτοιες στιγμές γιορτῆς κι ἀναπόλησης. Ἄρχισε, λοιπόν, νοερά νά ἐπισκέπτεται εὐλογημένους καί μακρυνούς τόπους, ὅπου εἶχε τόσα χρόνια νά δεῖ καί τούς νοσταλγοῦσε μέ δέος κι ὀδύνη. Ξανάδε τότε τόν Τσιτσίραφλο, τή μικρή πλατεία τοῦ χωριοῦ του, χωνεμένη στό μολυβένιο ἀπόβραδο, τά λιτά και φτωχικά τριγύρω σπιτάκια πού κοιτοῦσαν κατά τή θάλασσα κι ὕστερα τά παιδιά πού μέσ’ τό παγωμένο τό βράδυ πήγαιναν σέ μικρούς ὁμίλους νά ποῦν τά κάλαντα.
Ξαναθυμήθηκε τίς παλιές τίς παραστιές μέ τήν ἀρχαία φωτιά, ἐνῶ δίπλα τους κάθονταν σιωπηλοί κι αὐστηροί, ὅπως στίς βυζαντινές ἁγιογραφίες, οἱ παλιοί νοικοκυραῖοι.
Τά μικρά σπιτάκια τά φώτιζε μιά λάμπα πετρελαίου ἤ κάποτε ἕνας λύχνος λαδιοῦ, πού σκόρπιζε ἴσκιους τριγύρω, στίς μισοσκότεινες καί καπνισμένες γωνιές τοῦ σπιτιοῦ, μέ μιά παράξενη δόση μυστηρίου.
Ξανάδε καί τό δικό του, τό μικρό, ταπεινό σπιτάκι, μέ τόν κουρασμένο τόν Πατέρα, τή Μάνα καί τ’ ἀδέλφια. Ἀκόμα τοῦ δαγκώνει τή ψυχή ἡ φαρμακωμένη Μορφή τοῦ Πατέρα του, πού κοίταζε μέσα ἀπό χίλιες δυό στερήσεις νά τά καταφέρει, ὥστε νά μή λείπει τίποτε ἀπό τό σπίτι. Ἴσως, γι’ αὐτό κι ἔφυγε τόσο νωρίς, τόσο νέος... Καθώς τόν ἔφερνε στή μνήμη του τούτη τήν ἱερή ὥρα, κάποια δάκρυα ξέφυγαν ἀπ’ τά μάτια του.
Τό λεωφορεῖο δέν σταματοῦσε παρά σέ ἐλάχιστες στάσεις. Κοίταξε ἔξω. Ὁ δρόμος, φωτισμένος γιορταστικά, εἶχε ἐλάχιστη κίνηση. Στύλωσε τότε τά μάτια του στό μικρό παιδί, πού κρατοῦσε ἡ μάνα του λίγες θέσεις πιό πέρα ἀπ’ τή δική του, καί θυμήθηκε. Αὐτή τή φορά, τόν μακρυνό καιρό τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, μάλιστα τέτοια βραδυά, Παραμονή Χριστουγέννων. Τοῦ ἄρεσε πάντα αὐτή  ἡ βραδυά. Ὄχι γιατί πήγαινε νά πεῖ τήν "Καληνεσπέρα" μέ τούς φίλους του ἀπό τό Ἐπάνω κι ἀπ’ τό Κάτω Χωριό, ἀλλ’ ἐπειδή τόν ἐντυπωσίαζε τό γεγονός τῆς γιορτῆς πού ἐρχόταν μέ ρυθμούς τέτοιους, οἱ ὁποῖοι ἄνοιγαν στήν ψυχή τούς μυστικούς ἐκείνους δρόμους γιά τήν προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό περισσότερο τό διαισθανόταν στήν ἐκκλησία, ὅταν σέ ὥρα βαθειά ὀρθρινή πήγαινε μέ τούς δικούς του, γιά ν’ ἀκούσουν τόν Ὄρθρο καί τή Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων, στήν παλιά ἐκείνη ἐκκλησιά τή φωτισμένη μόνο ἀπό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. Ἐκεῖ, λοιπόν, προσπαθοῦσε νά αἰσθανθεῖ τό μεγαλεῖο πού κρύβει  γιορτή, καθώς οἱ λέξεις ἀπό τό ἀπολυτίκιο, «Ἡ Γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...» ἔφταναν μέσα του στολισμένες καί ντυμένες μέ φῶς ἱλαρό, αὐτό τό φῶς τῶν Χριστουγέννων πού δέν ξανασυνάντησε ποτές του, καί πού μόνο ἐκείνη ἡ ταπεινή,  φτωχική ἐκκλησία τοῦ πρόσφερνε ἁπλόχερα. Ἄχ! νά μποροῦσε κι ἀπόψε νά βρεῖ μιά παρόμοια γωνιά σέ τούτη τή σύγχρονη Βαβυλώνα, γιά νά πάρει λίγο ἀπό κεῖνο τό φῶς, λίγη κατάνυξη, ὥστε νά ξαναδέσει τή ψυχή του μέ τό μακρυνό τό χτές, μέ τούς δικούς του ἀνθρώπους.
Θυμᾶται, λοιπόν, τήν ἐκκλησία, τούς σιωπηλούς συγχωριανούς του εὐφραινόμενους στά στασίδια τους, ὃπως θυμᾶται καί τήν ἀπόλυση τῆς λειτουργίας μέ τίς εὐχές μέσα στό βαρύ σκοῦρο πρωϊνό, κι ὕστερα τήν ἐπιστροφή στό φτωχικό  τους. Κάποια χριστουγεννιάτικα πρωϊνά  ἔχουν ἀκόμα ἀποτυπωθεῖ μέσα του, μέ πηχτό πούσι στολισμένα κι ἀνεμόβροχο, ἐνῶ ἡ θάλασσα κάτω στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ βογγοῦσε πονεμένα, λές καί θρηνοῦσε τίς ψυχές ἐκείνων πού ἔφυγαν πιά...             
Τό λεωφορεῖο συνεχίζει τό ταξίδι στόν παγωμένο δρόμο. Ὅπως συνεχίζεται καί τό παραμιλητό τῆς μνήμης, πού δέν ἡσυχάζει στό νά τοῦ προβάλλει εἰκόνες ἱερές, πολύτιμες, κορυφαῖες. Ἔτσι, τούτη τή φορά τό μοτίβο ἀλλάζει. Εἶναι τῆς ἴδιας του τῆς ζωῆς ἡ προέκταση, πού ξεδιπλώνεται ὅμως σέ ἄλλον χῶρο, τό ἴδιο ἁγιασμένο καί οἰκεῖο. Ἔτσι, αὐτή τή φορά μπροστά του ἔρχεται μιά λιτή, σιωπηλή γειτονιά κι ἕνα σπίτι πέτρινο, μέ κῆπο φυτεμένο τριανταφυλλιές καί γαρυφαλιές, ἀλλά καί μέ μιά σκιόφυλλη κληματαριά.
Στό σπίτι αὐτό τά πρόσωπα πού βλέπει μέσα στό σύθαμπο τῶν νοτισμένων του ματιῶν εἶναι μιά γυναῖκα κι ἕνα παιδί. Ἕνα παιδί πού δέν παύει νά θυμᾶται καί νά μνημονεύει κάποια παλιά, ξεχασμένα σήμερα,  Χριστούγεννα, φωτισμένα μέ τό ἁπλοϊκό φῶς μιᾶς λάμπας καί τῆς ἀρχαίας φωτιᾶς πού καίει στήν παραστιά. Ὀνειρεύεται τό παιδί κι ἀποκοιμιέται μέ τήν ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ πατέρα, ὅπως τότε, παραμονές Χριστούγεννα, σέ ὥρα ἀπόβραδη, καθώς ὁ χλωμός ἥλιος χανόταν πίσω ἀπό τή Σκιάθο.
Ξαφνιάστηκε. Εἶχε φτάσει στόν προορισμό του καί μήτε πού τό κατάλαβε. Σηκώθηκε βιαστικά καί κατέβηκε. Πηγαίνοντας γιά τό φιλικό τό σπίτι κοίταζε τούς στολισμένους, καί φωτισμένους μέ πολύχρωμα λαμπιόνια, κήπους τῶν σπιτιῶν, τά φωτισμένα παράθυρα μέ τά δέντρα τά στολισμένα καί κοντοστάθηκε. Κάθησε σέ μιάν ἄκρη καί προσπάθησε νά ξαναδεῖ τό φῶς τῶν Χριστουγέννων, τήν παλιά Ἐκκλησία, τό μικρό, ἔρημο καί ἐρειπωμένο σήμερα χωριό, τό παιδί καί τή σιωπηλή του σύζυγο μέ τό σημάδι τῆς ὑπομονῆς καί τοῦ πόνου στά μάτια, κι ἄρχισε νά κλαίει γοερά. Σάν μικρό, παραπονεμένο παιδί. Κάποιοι πού πέρασαν ἀπό δίπλα του δέν τοῦ ἔδωσαν καμμιά σημασία. Ἦταν τόσο βιαστικοί κι ἀδιάφοροι!!!... Πόση ὥρα στάθηκε ἐκεῖ, μήτε πού κατάλαβε. Κατάλαβε ὅμως αὐτό πού τοῦ εἶπε ὁ Ντίνος, ὅταν ἔφτασε ἀργοπορημένος, χλωμός καί μέ τό φαρμάκι νά στάζει ἀπ’ τά μάτια καί τή ψυχή του. Προσπάθησε νά προσποιηθεῖ τόν ψύχραιμο∙ δέν τό κατάφερε. Μόνο τόν Ντίνο ἄκουσε νά τοῦ λέει δυό λόγια καρδιᾶς:
 -Τήν πατρίδα θυμήθηκες πάλι Νίκο, καί δέν θέλω νά νά μοῦ τό πεῖς. Τό βλέπω καθαρά στήν ὄψη σου, πού κοιτάζει κατά κεῖ. Ὅμως κι ἐμεῖς, καλέ μου φίλε, μ’ αὐτό τό ὅραμα ζοῦμε καί γιορτάζουμε ἀπόψε, ἐλπίζοντας κάποτε ν’ ἀξιωθοῦμε ἐκεῖ ἀληθινά κι ὄμορφα νά γιορτάσουμε κάποια Χριστούγεννα, ὅπως παλιά. Χρόνια σου πολλά, ἀδελφέ, καί καλή πατρίδα!
 
Παραμονές Χριστουγέννων 1999
[ἀφιερωμένο στή μνήμη τοῦ Πατέρα μου] 

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΤΕ: ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ 11/11/2011-10/1/2012 και ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ 6/12/2011-23/4/2012

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ
                        «όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί»
[ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΣΤ΄]
                                                                   Γιώργος Σεφέρης

Η νέα πτέρυγα του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών -απρόσωπη θα τη χαρακτηρίζαμε-πήρε ζωή από τα μαγικά «στραβοπίνελα» του Παναγιώτη Τέτση.   Στα δεκαοκτώ καινούργια έργα του  ακροβατεί σε τόνους άσπρου-μαύρου. Και τι περίεργο, το ασπρόμαυρο τούτο «παιγνίδι» είναι όλο φως και χρώμα! Αυτή είναι και  η μεγάλη μαεστρία του Ζωγράφου να κρύβει το χρώμα για να το ανακαλύψει ή και  να το δημιουργήσει ο θεατής των πινάκων του! 
Τα πεύκα έχουν αιχμαλωτίσει   τον άνεμο, κι εμείς, αόρατοι περιπατητές, νιώθαμε το χάδι του καθώς μας το στέλνει με το άρωμά του. Γευόμαστε  της θαλάσσης την αρμύρα με το απροσδόκητο κόκκινο στο νερό και την ακτίνα του ήλιου να τρυπά  τα σύννεφα και να τρέχει στο κύμα προσπαθώντας να αποκαλύψει τις περιπέτειες του πολυμήχανου ανδρός ή να φωτίσει τα αρχαία ναυάγια του βυθού.

Η ιερότητα της γης, του ουρανού, της θάλασσας, η ιερότητα των δένδρων, των εστιών αναπτύσσονται σε όλο τους το μεγαλείο. Τα απογυμνωμένα κλαδιά, χέρια αποστεωμένα,  σαν κάτι θέλουν να μας πουν…, να μαρτυρήσουν, ίσως, το μακρινό εκείνο μυστικό των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, την απέριττη γραφή των Ιαπώνων ομοτέχνων τους ή να φέρουν μέσα από τα βάθη των αιώνων  μνήμες από τα μυστήρια του πεπρωμένου που κρύβονται στις Σκαιές Πύλες;

Δίπλα στα νέα έργα του δασκάλου και ακαδημαϊκού Παναγιώτη Τέτση, αρκετά παλαιά, δάνεια της Εθνικής Πινακοθήκης και άλλων συλλεκτών, που έχουμε θαυμάσει και αγαπήσει, στημένα με το συνταίριασμα εκείνο που η κυρία Έφη Ανδρεάδη, επιμελήτρια  της έκθεσης, με  τη βαθιά γνώση  του αντικειμένου προβάλει, και καλεί τον θεατή για μία  υψηλή αισθητική απόλαυση, που αρχίζει από το ξεφύλλισμα του εκπληκτικού, συλλεκτικού θα λέγαμε, καταλόγου, αφιερωμένου στο Ζωγράφο!  

ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
«εγώ είμαι ο τόπος σου
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις»
[ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ Δ΄]
                                                Γιώργος  Σεφέρης
Πάνω σε μία «Τριημιολία»  με προορισμό την «Άγονη Γραμμή» θα μας ταξιδέψει μια σειρά εκθέσεων του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ξεκινώντας από την προϊστορία ως τους λιμένες των μεταβυζαντινών χρόνων. Με τον έξοχο Ελληνικό λόγο τους, ο Διευθυντής του Μουσείου, καθηγητής Νικόλαος Σταμπολίδης και ο άξιος μαθητής του αρχαιολόγος, επιμελητής του Μουσείου Γιώργος Τασούλας, μας αφηγούνται μέσα από 400 αντικείμενα που ανασύρθηκαν από τα σπλάχνα  της γης και της ιστορίας 5.800 χρόνων, τις περιπέτειες πέντε νησιών του νοτίου αιγαίου, του Καστελόριζου, της Σύμης, της Χάλκης, της Τήλου και της Νισύρου. Ένας άθλος πραγματικός που συγκλονίζει τον επισκέπτη κρατώντας και μόνο το βαρύτιμο, δίγλωσσο κατάλογο της έκθεσης. “Opus magnum”, θα τον χαρακτηρίζαμε,  «που αποτελεί ένα “μουσείο” εις το εσαεί για τα μικρά αυτά νησιά, ορισμένα από τα οποία δεν διαθέτουν ακόμα μουσείο ή συλλογές», επισημαίνει ο καθηγητής.
Η πρώρα από το πολεμικό πλοίο  της Νισύρου, φτιαγμένη από Λάρτιο λίθο,  τοποθετήθηκε σοφά στο κέντρο  της εισόδου του Μουσείου και στο βάθος η μεγάλη φωτογραφία της Νίκης της Σαμοθράκης για να φανεί η ομοιότητα, με εκείνη  την πρώρα πάνω στην οποία στέκει η Νίκη έτοιμη να  υποδεχτεί,  με ανοιγμένες  τις  φτερούγες της  τον επισκέπτη και μαζί του να πετάξει… Και, ω, του θαύματος, τι κι αν βρίσκεται στο Λούβρο, εκείνη κατέρχεται από το ιερό βάθρο της   και με την αέναη κίνησή της  οδηγεί τα βήματα του  επισκέπτη στο εντυπωσιακό  ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα κισσού από το ακριτικό νησί του Καστελόριζου, [τέλη 4ου αρχές 3ου π.Χ αι.], στα αναθηματικά ανάγλυφα, στα νομίσματα, στις ενσφράγιστες λαβές αμφορέων και στη «σκανταλόπετρα», λίθινη άγκυρα  με  στρογγυλεμένες άκρες. Θαυμάζει τον  κορμό ενός εφήβου [400-350 π.Χ. αι.], τον Αττικό ερυθρόμορφο ασκό,  τη μορφή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου [1423/4 μ.Χ]  και τη Βρεφοκρατούσα Παναγιά [17ος αρχές 18ου μ.Χ. αι.]. Κι ύστερα  δείχνει τη δεξιοσύνη της,   γνέθοντας  το μαλλί, πάνω  στο Αττικό ερυθρόμορφο  επίνητρο [1400-375 π.Χ.] από τη Χάλκη το ακουμπισμένο  στο γόνατό της.  Αλλά   τονίζει και την ομορφιά της με το Χρυσό αλυσιδένιο περιδέραιο της Τήλου. Κι ενώ μέσα από τους θαλασσινούς ανέμους, ιστορεί το μύθο των θεών και των ανθρώπων, τις δοξασίες,  τις συνήθειες, τα έθιμά τους,  την ακμή και την παρακμή του πολιτισμού, το πλάσιμο σπουδαίων πραγμάτων και εκείνων, των τόσο σημαντικών, «μικρών τίποτα», στέκει για αρκετή ώρα μπροστά από ένα θραύσμα μαρμάρινου σταυρού από τη Νίσυρο [6ος-7ος μ.Χ. αι.]. Μέσα  στο εγχάρακτο πλαίσιο αναγράφεται καθέτως και οριζοντίως:  ΖΩΗ/ΦΩΣ. Διαβάζει δυνατά κι ύστερα χάνεται!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα, κατά την διάρκεια των οποίων οι μαθητές των Αθηνών μπορούν μέσω της Vodafone να επικοινωνούν  με τους μαθητές των νησιών μέσα από το microsite  της έκθεσης [www.agoni-grammi.gr]. Επίσης, οι κάτοχοι εισιτηρίου του Μουσείου μπορούν να παρακολουθούν δωρεάν ξενάγηση στις 12.30 μ.μ. κάθε Κυριακή.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Η γιορτή «του ιδίου αυτόχθονος»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Το 2005 από τις γνωστές και προσεγμένες εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφόρησε το βιβλίο του Λόρενς Ντάρελ: «Τα ελληνικά νησιά», σε μετάφραση της Ελεάννας Πανάγου. Ο συγγραφέας του γεννήθηκε στην Ινδία το 1912 από γονείς βρετανούς, αλλά στην πατρίδα του βρέθηκε μόνο για τις πανεπιστημιακές του σπουδές, τις οποίες εγκατάλειψε γρήγορα, για ν’ αρχίσει μια ζωή περιπλανήσεων, με επίκεντρο την λεκάνη της Μεσογείου. Ανάμεσα στις χώρες που επισκέφθηκε ήταν και η Ελλάδα, τόπος που ιδιαίτερα τον προσέλκυε λόγω του πολιτισμού και της ιστορίας του.
   Καρπός αυτής του της επίσκεψης, στη χώρα που αγάπησε ιδιαίτερα, είναι το παραπάνω βιβλίο, το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1978. Ήταν ένας φόρος τιμής στον τόπο που τον φιλοξένησε και δείγμα αγάπης για το ιδιαίτερο φυσικό του κάλλος.
   Ανάμεσα στα νησιά που περιγράφει, σαν ένας από τους τελευταίους περιηγητές, είναι και το δικό μας, η Ζάκυνθος, στο πρώτο του κεφάλαιο, μάλιστα, που έχει τίτλο τα «Ιόνια νησιά». Οι πληροφορίες του, αν και πρόσφατες, είναι πολύτιμες και ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα, θα σημειώσουμε μόνο την άποψή του για την μετασεισμική περίοδο του νησιού και τη φύση του, με την οποία συμφωνούμε απόλυτα. «Είναι ένας αξιοζήλευτος τόπος», γράφει, «και μάλιστα η φύση   έχει ήδη αρχίσει να κρύβει τη φτώχεια της νέας αρχιτεκτονικής με τα λουλούδια και τα αναρριχώμενα φυτά της». Είναι ακριβώς αυτό που βιώνουμε καθημερινά και μας διασώζει. Το νησί μας, μέρος ευλογημένο, μπορεί ακόμα με τη φύση του να καλύπτει τις ασχήμιες μας και να μην κάνει να κραυγάζουν οι επιπολαιότητές μας. Έτσι ακόμα αντέχει και αντιστέκεται.
   Πολλά θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, διαβάζοντας την μικρή αυτή, αλλά περιεκτική περιγραφή, μια και είναι μια ξένη ματιά για τον νησί μας, η οποία μάλιστα δεν αφορά την χαμένη οριστικά με την θεομηνία του 1953 Ζάκυνθο, όπως συμβαίνει με άλλους, παλιότερους περιηγητές, αλλά την μετά την καταστροφή, αυτήν που σήμερα γνωρίζουμε και ζούμε και μάλιστα μας την παρουσιάζει στα πρώτα, εφηβικά βήματά της.
   Μια τέτοια αξιοποίηση των πληροφοριών του βιβλίου του Ντάρελ θα ήταν χρήσιμη και πολύτιμη, αλλά αυτή δεν μπορεί να γίνει σήμερα, μέρα της παραμονής της χειμωνιάτικης γιορτής του Αγίου μας και μια μέρα στο έπακρον «χρονιάρα» για το νησί μας.
   Θέλοντας, λοιπόν, να είμαστε επίκαιροι θα σταθούμε στο τέλος του κεφαλαίου του βιβλίου, όπου αναφέρεται  στα Επτάνησα και συγκεκριμένα στη Ζάκυνθο και από εκεί, από την παράγραφο που αφορά τον Πολιούχο μας, θ’ αντιγράψουμε ένα χαρακτηριστικό κομμάτι, το οποίο δείχνει το πόσο ο ξένος περιηγητής μπήκε στη νοοτροπία μας και το πόσο καλά μας κατάλαβε.
   «Πολιούχος της Ζακύνθου», σημειώνει, «είναι ο άγιος Διονύσιος – ό,τι μπορεί να κάνει ο άγιος Σπυρίδωνας για την Κέρκυρα, ο άγιος Διονύσιος μπορεί να το κάνει καλύτερα για τη Ζάκυνθο». Κι αλήθεια, πόσο ζακυνθινό και γνήσιο είναι εκείνο το «καλύτερα»!
   Ο Ντάρελ μπόρεσε και εντόπισε τη νοοτροπία μας και δικαίωσε την υπέρμετρη αγάπη που έχουμε εμείς οι Ζακυνθινοί για τον Άγιό μας, τον οποίο πάντα τοποθετούμε στην κορυφή της θρησκευτικής μας πυραμίδας, πολύ συχνά πάνω και από τον ίδιο το Θεό.
   «Αν θέλει ο Άγιος», λέμε, αντί της έκφρασης που χρησιμοποιεί ολόκληρη η χριστιανοσύνη: «αν θέλει ο Θεός» και πιο χαρακτηριστικά επαναλαμβάνουμε: «να ’χεις βοήθεια στο τον Άγιο», αντί του παγκόσμιου: «να σε βοηθάει ο Θεός».  «Άγιέ μου», επικαλούμεθα, επίσης, συχνά, αντί του «Θεέ μου» και ο πιο σημαντικός μας όρκος είναι το: «μα τον Άγιο», ο οποίος, περισσότερο από κάθε άλλον, μας υποχρεώνει να τον τηρήσουμε.
   Κυριότερη έκφραση όλων αυτών το κοσμαγάπητο ποίημα του Ιωάννη Π. Τσιλιμίγκρα, «Το θαύμα», όπου την κόμισσα Καπνίση, με τον τυφλό γιο, «όλοι την απελπίσανε οι γιατροί / ώς και τα παρακάλια στο Θεό της». Αυτή, όμως, σαν γνήσια ζακυνθινή, ελπίζει και πιστεύει στον συντοπίτη της Άγιο. Την ώρα που περνά από το σπίτι της η λιτανεία το, «φέρνει στο παρεθύρι το παιδί» και του λέει: «είναι μπροστά σου ο Άγιος που μπορεί / να σου δώσει, αγάπη μου, το φως σου». Και το θαύμα γίνεται. Το παιδί αναβλέπει και λέει:
                            «Μάννα μου, τόνε βλέπω αληθινά
                              να τα κεριά, να ο κόσμος» της φωνάζει.
                              Κι ανοίγει ευθύς τα μάτια τα τυφλά
                              και την κλαϋμένη μάννα του αγκαλιάζει».
   Επιβεβαιώνοντας την φράση του Ντάρελ, θα σταθούμε και στην επίσημη ακολουθία της γιορτής του Αγίου μας, όπου και εκεί η υπεροχή της Ζακύνθου, έναντι των άλλων νησιών, υπάρχει και μάλιστα αιτιολογείται. Στον «οίκο» του όρθρου, λοιπόν, ο υμνογράφος Άγγελος Συμμάχιος προτρέπει: «Σιγησάτωσαν ήδη σιγησάτωσαν οι μέχρι δεύρο σφαλερώς λέγοντες, μη είναι τη θεοσώστω Ζακύνθω τον οικείον προστάτην και προς Θεόν πρέσβυν θερμότατον». Αυτό, κατά τον εκκλησιαστικό ποιητή, διαψεύδεται, γιατί: «Ένεστι γαρ και μάλα καλώς, ο σεπτός εν ιεράρχαις Διονύσιος, ο θαυμαστός Αιγίνης πρόεδρος, ταύτης δε γόνος ευκλεής, και θρέμα αξιέπαινον». Και συνεχίζει ο Συμμάχιος: «Ουκ έτι λοιπόν ζηλοί Ζάκυνθος, η ευδαίμων Κεφαλληνίαν, και Κέρκυραν, τας φίλας γείτονας, δια το αυτάς μέγα σεμνύνεσθαι απί τοις θείοις και ιερείς λειψάνοις Γερασίμου τε και Σπυρίδωνος, αλλοδαποίς τυγχάνουσιν. Αλλ’ εκείνας μεν προσφιλώς συγκαλείται προς φαιδράν πανήγυριν του ιδίου αυτόχθονος».
   Εκείνο το «αλλοδαποίς τυγχάνουσιν», καθώς και το «του ιδίου αυτόχθονος» της ακολουθίας ερμηνεύουν και δικαιώνουν την άποψη του Ντάρελ, πως «ό,τι μπορεί να κάνει ο άγιος Σπυρίδωνας για την Κέρκυρα, ο άγιος Διονύσιος μπορεί να το κάνει καλύτερα για τη Ζάκυνθο».
Και μήπως είναι ψέμα;
«Χρόνια πολλά» και «βοήθειά μας ο Άγιος».

ΡΕΣΙΤΑΛ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΣΤΟ FOYER ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΣΚΗΝΗΣ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Για δεύτερη χρονιά η Εθνική Λυρική Σκηνή συνεχίζει την καθιερωμένη πλέον και τόσο επιτυχημένη εκδήλωση, με τίτλο «Συναυλίες του foyer», όπου έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθούμε  λυρικούς τραγουδιστές με συνοδεία πιάνου, σε προγράμματα απαρτιζόμενα από γερμανικά lieder, γαλλικές melodies, ελληνικά έντεχνα τραγούδια, ή ακόμα άριες από όπερες και οπερέτες.

Την εξαιρετική αυτή οργάνωση  του Ρεσιτάλ Τραγουδιού -σημειώνουμε ότι είναι δωρεάν- έχει αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα ο γνωστός τενόρος Βαγγέλης Χατζησίμος, ο οποίος, όπως διαπιστώσαμε, αφιερώνει ικανό χρόνο από την κυρίως εργασία του, τόσο για την κατάρτιση των προγραμμάτων, όσο και για την επιλογή  εξαίρετων  καλλιτεχνών, δίδοντας όμως την δυνατότητα και σε νέους ανερχόμενους αστέρες να δείξουν τις ικανότητές τους και να δοκιμαστούν στην ευγενή αυτή άμιλλα, αλλά και στο κοινό την ευκαιρία για μία απρόσκοπτη προσέγγιση του λυρικού τραγουδιού.

Το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας είναι πάντα μια αίθουσα κατάμεστη από το φιλόμουσο κοινό, κάτι που συνέβη και στις 4-12-2011  με την παρουσίαση δύο λυρικών υψιφώνων καλλιτεχνών, της Αλεξάνδρας Ματθαιουδάκη και  της Δέσποινας Τσουκαλά,  με τη συνοδεία της πιανίστα Δόμνας Χάλαρη, σε ένα πρόγραμμα απαρτιζόμενο αποκλειστικά από τη ρομαντική ανθολογία των γαλλικών melodies.

Τραγούδια  σημαντικά του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού  των Henri Duparc, Erik Satie, Claude Debussy, Gabriel Fauré και Francis Poulenc, σε ποίηση μεγάλων γάλλων ποιητών, τα οποία εγκυμονούν ανυπέρβλητες δυσκολίες, εξαιτίας του τρόπου γραφής και της εκφοράς του λόγου, για πολλούς λυρικούς τραγουδιστές, απέδωσαν συναρπαστικά οι δύο καλλιτέχνιδες, οι οποίες, εκτός από τα εφόδια μιας άρτιας ασματικής  παιδείας και γνώσης της γαλλικής γλώσσας, διαθέτουν και υψηλή μουσική  αισθαντικότητα.

Η Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη, με άριστη πιστότητα στο ύφος των εκτελουμένων τραγουδιών, διαχειρίστηκε τον φωνητικό της όγκο, διατηρώντας τον απόλυτο έλεγχο των  δυναμικών διαβαθμίσεων και φραστικών δομών. Ένα τέλειο ισοζύγιο ώριμης σκέψης και συναισθήματος συγκίνησε ιδιαίτερα στα δυσκολότατα τραγούδια του Erik Satie και Henri Duparc. Έχοντας πρόσφατα στη μνήμη μας την «Κρητικοπούλα» του Σπύρου Σαμάρα, όπου ερμήνευσε τον κωμικό ρόλο της Δούκισσας της Κρήτης, θαυμάσαμε την ευκολία της να μεταπηδά από το κωμικό στο δραματικό και λυρικό μέλος.

Η Δέσποινα Τσουκαλά, με την αβίαστη λυρική φωνή της, έδωσε παλμό και  σχήμα στις ιδέες των μεγάλων γάλλων συνθετών κυρίως του Debussy, πετυχαίνοντας με λεπτότητα, την εκφραστική δικαίωση στον δύσβατο αυτό χώρο του γαλλικού τραγουδιού. Ενώ η επισταμένη και εξειδικευμένη μελέτη της στο λυρικό τραγούδι και η μεγάλη ευαισθησία της, με  τη σπάνια αίσθηση της μελωδικής γραμμής, αποκαλύφθηκαν στον τρόπο απόδοσης  των τραγουδιών του Gabriel Fauré.

Ο ρόλος της πιανίστας Δόμνας Χάλαρη υπήρξε αρκετά πολύπλοκος. Τα τραγούδια αυτά είναι γραμμένα με μία δύσκολη δομική, ανεξάρτητη από την τραγουδιστική πάρτα. Η διακεκριμένη όμως πιανίστα, επέδειξε μία σπάνια πιστότητα στις δύο αοιδούς. Μαντεύοντας τις ερμηνευτικές προθέσεις τους, τις αναδείκνυε, χωρίς να επιζητεί ιδιαίτερα προσωπική προβολή, αλλά και χωρίς να υποβαθμίζει την πολύτιμη προσφορά της. Προσφορά που αποτυπώθηκε με μία άκρως δεξιοτεχνική εκτέλεση.

Οι δύο νεαρές καλλιτέχνιδες και η accompagnatrice  συνεργάστηκαν άψογα και  απέδωσαν  αρμονικά  το τραγούδι του Francis Poulenc  «Les chemins de lamour», που αποτέλεσε και τον επίλογο, προκαλώντας το ενθουσιώδες  χειροκρότημα του κοινού! Συγχαίροντας, περιμένουμε και τις επόμενες εκδηλώσεις!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Διονύση Φλεμοτόμου: ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Διάλεξη στην εορταστική Σύναξη «Αληθώς», του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου Μπανάτου
(11 Δεκεμβρίου 2011) 

Ο Δεκέμβρης είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του Γρηγοριανού ημερολογίου. Το όνομά του το οφείλει στην δέκατη θέση, που είχε στο αρχαίο, δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο, μια και  decem, στα λατινικά, σημαίνει δέκα. Αργότερα, όταν μετακινήθηκε στην σημερινή του θέση, κράτησε τ’ όνομά του, αποφεύγοντας μάλιστα την αυτοκρατορική ματαιοδοξία και μη ακολουθώντας την τύχη του Ιούλιου και του Αύγουστου, δεν υπέκυψε στην επιθυμία του Λούκιου Κόμμοδου, ο οποίος θέλησε να τον μετονομάσει «Αμαζόνιο», προς τιμήν της όμορφης συζύγου του, που την μορφή της, σαν αμαζόνα, είχε χαραγμένη στον δακτυλιόλιθό του.
   Είναι ο μήνας που συνδέεται με την αποκορύφωση του Χειμώνα και συγχρόνως, μια και το κάθε τέλος είναι αυτομάτως και μία αρχή, με την ανοδική πορεία του φωτός. Με την διπλή του αυτή ιδιότητα είναι συνυφασμένες και όλες οι γιορτές του, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
   Στην αρχαία Ρώμη στις μέρες του και συγκεκριμένα από τις 17 έως τις 23 γιορταζόταν τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του θεού Saturnus, του αντίστοιχου ελληνικού Κρόνου, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μυθικός βασιλιάς του Λατίου. Η γιορτή αυτή ήταν μια από τις λαμπρότερες των Ρωμαίων. Στις εφτά ημέρες, που διαρκούσε, τελούνταν θυσίες, γίνονταν συμπόσια και ανταλλάσσονταν δώρα. Μέσα στην ατμόσφαιρα της γενικής ευφορίας της έπαυαν όλες οι κοινωνικές διακρίσεις, δινόταν αμνηστία στους κρατούμενους, έπαυαν να γίνονται δίκες, διακόπτονταν τα μαθήματα και οι πολεμικές επιχειρήσεις και οργίαζαν τα τυχερά παιχνίδια.
   Ακολουθούσε στις 25 Δεκεμβρίου η γιορτή Βρουμάλια ή Μπρουμάλια, η οποία ήταν η γενέθλια ημέρα του θεού Μίθρα, του αήττητου Ήλιου. Το όνομά της προέρχεται από την λατινική λέξη bruma, η οποία υποδηλώνει την χειμερινή τροπή, δηλαδή την μικρότερη μέρα του χρόνου. Κατά τον εορτασμό της και για να διατηρηθεί η ευφορία της γης θυσίαζαν στον Κρόνο και την Δήμητρα χοίρους και κατανάλωναν το κρέας τους σε κοινά συμπόσια.
   Τα Βρουμάλια πέρασαν και στο Βυζάντιο, όπου γιορτάζονταν από τις 24 Δεκεμβρίου έως και τις 17 Ιανουαρίου, δηλαδή εικοσιτέσσερις μέρες, όσα και τα γράμματα του αλφαβήτου. Στην διάρκειά τους γιόρταζαν σύμφωνα με το πρώτο του γράμμα και διαδοχικά όλα τα ονόματα. Έτσι την πρώτη μέρα γιόρταζαν όσων το όνομα άρχιζε από «Α», την δεύτερη από «Β», την τρίτη από «Γ» κ.ο.κ. Τις ημέρες αυτές οι αυτοκράτορες πρόσφεραν δώρα σε φίλους, συγγενείς και στο προσωπικό των ανακτόρων.
   Τις γιορτές αυτές τις κατάργησε επίσημα η Σύνοδος της Ρώμης, το 743 μ. Χ. Διατηρήθηκαν, όμως, ουσιαστικά μέχρι περίπου τον 12ο αιώνα. Το ίδιο συνέβη και με πολλές άλλες παγανιστικές γιορτές του Δεκεμβρίου, οι οποίες είχαν μεγάλη απήχηση στα λαϊκά, κυρίως, στρώματα και τις καταδίκασε η εκκλησία με τον 62ο κανόνα της εν Τρούλω ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, το 680 μ. Χ.
   Με την επικράτηση των μεγάλων χριστιανικών γιορτών και την πίεση της επίσημης εκκλησίας, οι αρχαίες γιορτές σιγά – σιγά εξαλείφθηκαν, έμειναν, όμως, μέχρι τις μέρες μας δοξασίες τους, θρύλοι τους, καθώς και ο μεταφυσικός τους φόβος. Ιδιαίτερα κρατήθηκαν και εν μέρει πέρασαν στην χριστιανική λατρεία ο δαιμονικός τους χαρακτήρας, με την μορφή των καλικατζάρων και η πυρολατρική τους μορφή, με το άναμμα φωτιών. Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι σχεδόν οι εορταζόμενοι τον μήνα Δεκέμβριο Άγιοι έχουν σχέση στην συνείδηση του λαού μας με την βασιλεία του σκότους και τη νίκη του από το φως.
   Τα Νικολοβάρβαρα, στην αρχή του μήνα και συγκεκριμένα από τις 4 έως και τις 6 του Δεκέμβρη παρουσιάζουν μια αγιωνυμική ενότητα, η οποία συνδυάζεται με τις συνήθως ακραίες καιρικές συνθήκες τις μέρες αυτές, οι οποίες συνοδεύονται και από τις λοιμικές ασθένειες.  Για το λόγο αυτό η Αγία Βαρβάρα θεωρείται η διώκτης της βλογιάς. Η κακοκαιρία είναι στενά δεμένη μ’ αυτό το εορταστικό τριήμερο γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «Νικολοβάρβαρα έχουμε;», η οποία χρησιμοποιείται κάθε που συμβαίνει πολυήμερη κακοκαιρία. Σε πολλά μέρη το όνομα του Αγίου Σάββα παρετυμολογείται και πιστεύεται πως την ημέρα της γιορτής του η γη σαβανώνεται από χιόνι. Τέλος η ταύτιση του Αγίου Νικολάου με το θυμωμένο υγρό στοιχείο αυτές τις μέρες, δεν είναι τυχαία και η μορφή του συχνά αποτελεί την προσωποποίηση του Χειμώνα.
   Αυτά αποτελούν την έκφραση της κυριαρχίας του σκότους. Από δω κα πέρα σιγά – σιγά οδηγούμεθα προς την επικράτηση του φωτός. Παρότι, μάλιστα, το σωτήριο αυτό γεγονός συμβαίνει μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 22 Δεκεμβρίου, ο λαός μας, το προεορτάζει βιαστικά. Έτσι σε πολλά μέρη, παρετυμολογώντας ξανά το όνομα, πιστεύουν πως της Αγίας Άννας, στις 9 του Δεκέμβρη, «η μέρα παίρνει μια ανάσα», ενώ του Αγίου Σπυρίδωνος, στις 12 του μήνα, «η μέρα παίρνει ένα σπυρί». Η αδημονία του, όμως, σταματά με την γιορτή των Χριστουγέννων, όπου «Χριστός γεννάται, το φως αξαίνει», όπως λένε στο νησί μας και ο ήλιος ακολουθεί σταθερά την πορεία του προς την Άνοιξη και το Καλοκαίρι.
   Στο προαιώνιο εορταστικό αυτό κλίμα της επικράτησης του φωτός θα εξετάσουμε απόψε τις δύο μεγαλύτερες γιορτές του Δεκέμβρη στο νησί μας, από τις οποίες η μια είναι καθαρά τοπική και η άλλη αφορά ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Πρόκειται για το τριήμερο της γιορτής του Αγίου μας, πρώτα και μετά για το κατοπινό Δωδεκαήμερο. Το πρώτο στην ουσία είναι ένας πρόλογος και μια προεόρτια σχόλη, μια απαρχή για έναν μεγάλο εορταστικό κύκλο, που θα τελειώσει την επομένη των Φώτων και την γιορτή του Άι – Γιαννιού, στις 7 του Γενάρη. Δεν θα ήταν, μάλιστα, άστοχο, αν ισχυριζόμαστε πως οι δύο αυτοί εορταστικοί κύκλοι είναι ομόκεντρες επαναλήψεις της αρχαιότητας και πως για τη Ζάκυνθο αποτελούν την χριστιανική έκφραση μιας αιώνιας ανάγκης.
   Η μνήμη του Αγίου Διονυσίου, όπως σε όλους είναι γνωστό γιορτάζεται στις 17 Δεκεμβρίου. Είναι, όπως χαρακτηριστικά λέμε, η γιορτή του «Αγίου μας», δίχως άλλο προσδιορισμό.
   Για την λατρεία του και την τιμή που του αποδίδεται από τους συντοπίτες του πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν και διαφωνίες ατελείωτες να δημιουργηθούν, ιδιαίτερα από τους φανατικούς θεολόγους, μια και συχνά ο Άγιος υποκαθιστά στην τζαντιώτικη συνείδηση ακόμα και αυτόν το Θεό. Έτσι η έκφραση «εγώ δεν πιστεύω σε θεούς και θρησκείες, αλλά τον Άγιο τον πιστεύω» είναι ένα επιπλέον δείγμα της τοπικής ιδιαιτερότητας και της ζακυνθινής ιδιοσυγκρασίας και δείχνει το δέσιμο όλων των κατοίκων αυτού του νησιού, αλλά και των εκτός αυτού αποικούντων με τον «αυτόχθονα», όπως η επίσημη υμνογραφία της γιορτής του τον χαρακτηρίζει, Άγιο, ο οποίος έζησε στα χώματά μας, μοιράστηκε τους καημούς και την ιστορία μας και μας καταλαβαίνει όσο κανένας άλλος. Είναι, μάλιστα, εντελώς δικός μας και γι’ αυτό η ικεσία: «Άγιο μου Κορμάκι» ή η πιο ανθρώπινη: «Άγιέ μου Σιγούρο», με την επίκληση του επωνύμου του, που τον κατατάσσει στις λίστες των ντόπιων δημοτών. Γνωστή, ζεστή, μα και χριστιανικότατη, νομίζω, είναι η συνήθεια των Ζακυνθινών να κάνουν το σταυρό τους κάθε πρωί, στρεφόμενοι προς την εκκλησία του, αλλά και να πηγαίνουν συχνά να προσκυνούν την λάρνακά του και να του εκμυστηρεύονται όλα τα μυστικά της ψυχής τους. Έτσι συχνά θα βρούμε κάποιους στο «δωμάτιο του Αγίου» να του λένε πως πάντρεψαν την θυγατέρα τους, πως πέρασε ο γιος τους στο Πανεπιστήμιο ή πως πάνε καλά οι επιχειρήσεις τους και γι’ αυτό τον ευχαριστούνε. Δείγμα της σε ανθρώπινη κλίμακα λατρείας μας προς τον δικό μας Άγιο ήταν και η συνήθεια της γενιάς μου να πηγαίνουμε στην εκκλησία του τις ημέρες των εξετάσεων και να ρίχνουμε μπροστά του τα βιβλία μας για να ανοίξουν στην σελίδα του θέματος, που θα έπεφτε στο διαγώνισμα. Αυτό είναι μια περίτρανη απόδειξη για την συγγενική αγιότητα του Προστάτη μας, που σαν καλός γονιός θέλει την πρόοδο του παιδιού του και χαίρεται την προκοπή του. Στα ίδια πλαίσια ερμηνεύεται και η συνήθεια πολλών οικογενειών να κόβουν κομμάτι δικό του από την χριστουγεννιάτικη κουλούρα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με όσους οικείους δεν παρευρίσκονται στον εορταστικό δείπνο.
   Ένα άλλο χαρακτηριστικό δείγμα της υπέρμετρης λατρείας των Ζακυνθινών για τον Άγιό τους είναι και ο εξής χαρακτηριστικός διάλογος, που παλιότερα τον ακούγαμε συχνά. «Πότε έχουμε Λαμπρή φέτος;» ρωτούσε ο ένας από τους συνδαιτυμόνες και ο άλλος απαντούσε: «Αν θέλει ο Άγιος, στις τόσες του Απρίλη». Τα σχόλια, νομίζω, περιττεύουν.
   Μα και τα βαπτιστικά ονόματα με την απόλυτη κυριαρχία του δικού του, που υπάρχουν στο νησί μας, δείχνουν την αγάπη και την τιμή στο πρόσωπό του. Εκτός μάλιστα από το πολύ συχνό «Διονύσιος» και «Διονυσία» υπάρχουν και το «Δραγανίγος», του κοσμικού του ονόματος, το «Σιγούρος» του επωνύμου του και το «Δανιήλ», της καλογερικής κουράς του, τα οποία δίνονται στα παιδιά μας και γιορτάζουν την ημέρα της μνήμης του.
   Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου, να σας μεταφέρω δύο χαρακτηριστικά, προσωπικά μου παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα.
    Το πρώτο συνέβη πριν λίγα χρόνια, όταν παιδί, με τους δικούς μου είχαμε επισκεφθεί, όπως συχνά συμβαίνει με όλους τους Ζακυνθινούς, το μοναστήρι της Αναφωνήτριας, όπου ο Ιεράρχης μόνασε και συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του. Ήταν Καλοκαίρι και κόσμος πολύς, για τον ίδιο λόγο, είχε επισκεφθεί τον ιερό για όλους μας εκείνο χώρο. Βρισκόμουν, λοιπόν, στην ουρά, μπρος στην καθέδρα με την εικόνα της Αναφωνήτριας. Πάνω της, τότε, υπήρχε μια ασημένια λειψανοθήκη με απότμημα του λειψάνου της Αγίας Αναστασίας. Μια κυρία μπρος μου ρώτησε αν είναι λείψανο του Αγίου μας και σαν πήρε την αρνητική απάντηση του νεωκόρου, δεν προσκύνησε το λείψανο της Φαρμακολύτριας, λέγοντας ένα χαρακτηριστικό «α καλά».
   Το δεύτερο γεγονός έγινε πριν δυο – τρία χρόνια και είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λατρείας των ζακυνθινών προς τον Άγιό τους, η οποία συχνά ξεφεύγει από το μέτρο και αποκτά σχεδόν αιρετικές διαστάσεις. Φίλη άσχετη με τη Ζάκυνθο και τα Επτάνησα ταξιδεύει αρχές Αυγούστου για το νησί μας. Στο καράβι συναντά μια γραφική γιαγιά, από ορεινό χωριό της Ζακύνθου, όπου αναγκαστικά βρίσκεται στην «ξενιτεία» της Αθήνας, όπου κατοικούν τα παιδιά της και έρχεται στο νησί για τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο τύπος της τραβά την κουλτουριάρα φίλη μου και της πιάνει κουβέντα. Την ρωτά για τα πάντα και σε μια στιγμή της λέει αν έρχεται στην πατρίδα της για την γιορτή της Παναγίας. «Όχι», της απαντά η ζακυνθινή, «για την γιορτή του Αγίου μας πάω». Μη γνωρίζοντας η ξένη την ντόπια νοοτροπία επιμένει, πιστεύοντας πως η γιαγιά, κατά τοπική συνήθεια, ονομάζει έτσι την γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Τσαντίζεται τότε η γριά και αγανακτισμένη της απαντά: «Άσε με παιδάκι μου με την Παναγία σας, για τον Άγιό μας σου λέω τόσην ώρα».
   Η υπέρμετρη αυτή λατρεία του Ζακυνθινού για τον Άγιό του έχει περάσει και στην ποίηση. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το σονέτο του Διονυσίου Σολωμού, που αναφέρεται στην Κοίμηση του Ιεράρχη και χαρακτηριστικά τελειώνει με τους στίχους «κι’ άγιος δεν ήταν / άλλος που λάμψη πιο όμορφη να χύνη», όταν τον περιγράφει να καταφθάνει στον παράδεισο και «Το θαύμα» του Ιωάννη Π. Τσιλιμίγκρα, όπου την κόμισσα Καπνίση, την μητέρα του τυφλού γιου «όλοι την απελπίσαν οι γιατροί, / ώς και τα παρακάλια στο Θεό της», ενώ, όπως η ίδια του λέει την ώρα της λιτανείας του «είναι μπροστά σου ο Άγιος που μπορεί / να σου δώσει, αγάπη μου, το φως σου». Το θαύμα μάλιστα πραγματοποιείται και η μητέρα κατεβαίνει στο δρόμο και κρεμά τη χρυσή αλυσίδα της στο σκήνωμα του Αγίου, «οπού από τότε στο λαιμό Του τη φορεί / τ’ ανάβλεμμα τυφλού να μαρτυράει».
   Θεολογικά όλα αυτά, βέβαια, δεν ευσταθούν, μια και, ως γνωστόν, οι άγιοι μόνο πρεσβεύουν προς τον Θεό και δεν έχουν δικαίωμα θαύματος. Ο κυρίαρχος, όμως, λαός και η ακόμα πιο κυρίαρχη τέχνη συχνά υπερβαίνουν τα εσκαμμένα και δίνουν την δική τους διάσταση και ερμηνεία στα τεκταινόμενα.
   Στα πλαίσια αυτής της ιδιόρρυθμης λατρείας του Ζακυνθινού προς τον Άγιό του, ας δούμε και τον τρόπο της γιορτής του, στις 17 του Δεκέμβρη, η οποία όχι μόνο συμπίπτει, κατά μια αγαθή τύχη, με την έναρξη των πανάρχαιων Σατουρναλίων, αλλά έχει, όπως ήδη αναφέραμε, προεόρτια μορφή για το εορταστικό Δωδεκαήμερο, όπου μετά από μια βδομάδα ακολουθεί.
   Η γιορτή αυτή έχει τριήμερο χαρακτήρα, αλλά στην ουσία ξεκινά πριν ακριβώς από μια βδομάδα. Το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου και με το πέσιμο του ήλιου γίνεται το «πρώτο σένιο», το οποίο είναι μια προειδοποίηση, όπως λέει η λέξη, για την επερχόμενη χρονιάρα μέρα. Την ώρα, λοιπόν, του δειλινού, χτυπούν χαρούμενα, εκτεταμένα και εορταστικά οι καμπάνες από το πυργωτό καμπαναριό της εκκλησίας, ενώ συγχρόνως ρίχνονται και δώδεκα κανονιές. Ο αριθμός αυτός είναι ισάριθμος των μηνών του χρόνου, αλλά και με τις ημέρες που το Άγιο Λείψανο παραμένει, για προσκύνημα και ευλογία του νησιού, στην «Θύρα του», όπως χαρακτηριστικά λέγεται. Οι μέρες αυτές είναι τρεις στην επέτειο της μνήμης του, τρεις στην γιορτή της ανακομιδής του Λειψάνου του, μία τα Χριστούγεννα, μία τα Φώτα και τέσσερις από την Μ. Παρασκευή, ως την Δευτέρα του Πάσχα.
   Η καθαρά αυτή εκκλησιαστική προειδοποίηση του «πρώτου σένιου» παίρνει και μια εθιμική μορφή, μια και πολλοί αντεταδόροι συγκεντρώνονται στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας και το περιμένουν. Μετρούν τους κανονιοβολισμούς, κάνουν το σταυρό τους και στο τέλος εύχονται «και του χρόνου». Το ίδιο γίνεται και με όσους ακούνε το σένιο από το σπίτι ή τον τόπο της εργασίας τους. Τα σένια αυτά, δίχως κανονιοβολισμούς, συνεχίζονται κάθε μέρα, με τις χαρούμενες κωδωνοκρουσίες το μεσημέρι (γιόμα) και το εσπέρας της κάθε μέρας, ως την 15η Δεκεμβρίου.
   Η κυρίως γιορτή του Αγίου αρχίζει στις 11 το πρωί της παραμονής, με την έξοδο του Λειψάνου από την Λάρνακά του και την τοποθέτησή του στο Ιερό του ναού, μπρος από την Αγία Τράπεζα. Το γεγονός χαιρετίζεται με κανονιοβολισμούς, κωδωνοκρουσίες απ’ όλα τα καμπαναριά του νησιού, σφυρίγματα από τα καράβια, που βρίσκονται στο λιμάνι και σμπάρα από όλα τα σπίτια του νησιού. Μπρος από το εικονοστάσι, που απαραίτητη είναι και η εικόνα του Πολιούχου, καίει το λιβανιστήρι δίπλα σε αναμμένα κεριά, ενώ στα μπαλκόνια και στους εξώστες υψώνονται πανηγυρικά οι σημαίες. Τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες σταματούν να εργάζονται, εφαρμόζοντας μια παραδοσιακή ημιαργία και όλοι ανταλλάσσουν την χαρακτηριστική ευχή: «Βοήθεια μας ο Άγιος και του χρόνου».
   Χαρακτηριστικό είναι το άλλαγμα των «παντοφλών» του, που, ολόκληρες ή σε κομμάτια, δίνονται σαν ευλογία στους πιστούς και μέσα σε περίτεχνες ξυλόγλυπτες και επιχρυσωμένες θήκες κοσμούν πολλά τοπικά εικονοστάσια.
   Το απόγευμα, πριν τον Εσπερινό, γίνεται η επίσημη κάθοδος του Δεσπότη από την Μονή στην εορτάζουσα εκκλησία και μετά την τριπλή του περιφορά μέσα στο ναό, τους γνωστούς «γύρους», το ιερό Λείψανο τοποθετείται στη «Θύρα του» και γίνεται ο μεγάλος εσπερινός. Η μπάντα παίζει την καθιερωμένη «Προσευχή» στο γυναικωνίτη και οι κανονιές μεταδίδουν και πάλι στο νησί το χαρούμενο γεγονός. Είναι απίθανο, βλέπετε, να γιορτάσει ο «αυτόχθων» Άγιος, ο καθαρά Ζακύνθιος, δίχως μουσική και σπμάρα.
   Η λιτανεία της επόμενης μέρας, στις 11 το πρωί, αποτελεί το μεγαλύτερο θρησκευτικό και κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Αυτή ήταν και η αιτία που ο ζωγράφος και σατιρικός ποιητής Νικόλαος Κουτούζης την απαθανάτισε, όπως γινόταν την εποχή των Ενετών. Οι σκορπισμένες μερτίες στους δρόμους και τα κόκκινα «πεύκια» στα μπαλκόνια είναι το χαρακτηριστικό της και παρά τις τόσες αλλοιώσεις εξακολουθούν ακόμα να δίνουν στην μεγάλη αυτή στιγμή χρώμα και ιδιαιτερότητα. Απαραίτητοι είναι και πάλι οι κανονιοβολισμοί όταν ο Άγιος εμφανίζεται στην πόρτα του ναού του, αλλά και όταν επιστρέφει σ’ αυτόν.
   Το λείψανο του Αγίου παραμένει τρεις μέρες «στη Θύρα» του και με το τέλος της γιορτής, στα γνωστά «Μπασίματα», λιτανεύεται και πάλι εντός του ναού, εν μέσω κανονιοβολισμών, σμπάρων και κωδωνοκρουσιών, όπως την παραμονή, και εναποτίθεται στη λάρνακά του.
   Το να προσκυνήσει ο Ζακυνθινός τον Άγιο, κατά τον τριήμερο εορτασμό του, είναι σχεδόν κάτι σαν να κοινωνήσει. Γι’ αυτό και η χαρακτηριστική ερώτηση: «προσκύνησες;», όπου συχνά απευθύνεται αυτές τις μέρες από τον έναν στον άλλον, δείχνοντας πόσο απαραίτητη είναι η ενέργεια αυτή, όπως ακριβώς λέμε: «μετάλαβες;».
   Αποβραδίς σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια του νησιού φτιάχνουν τηγανίτες, τιμώντας την γιορτή και τα ονόματα που γιορτάζουν. Το φαγητό της κυριώνυμης είναι ψάρι ή μπακαλιάρος αλιάδα, αλλά συχνά, όπου δεν τηρείται η νηστεία και δεν υπάρχει λόγος «κατάλυσης ιχθύος» η γαλοπούλα έχει την τιμητική της και φυσικά το παραδοσιακό, πηχτό αυγολέμονο, το πρώτο επίσημο της χρονιάς, που θα τελειώσει το μεσημέρι του Πάσχα.
   Ήδη σ’ όλα τα σπίτια του νησιού έχει μπει το εορταστικό κλίμα, το οποίο θα γίνει καθημερινότητα, μέχρι τον τελευταίο εορταστικό κύκλο των Θεοφανίων και την επαναφορά στην ρουτίνα. Ενδεικτική ήταν η συνήθεια πολλών, πριν από τηλεοπτική επιβολή επικρατήσει το στόλισμα του δένδρου από το Νοέμβρη, να στήνεται αυτό τις παραμονές της γιορτής του Αγίου και να παίρνει, έτσι, η μέρα της μνήμης του έναν καθαρά προεόρτιο χαρακτήρα.
   Το τριήμερο της γιορτής του Αγίου είναι για τον Ζακυνθινό η πρώτη του φωτεινή γιορτή, η απαρχή της σχόλης και το ξεκίνημα μιας περιόδου όπου πολλά θ’ αλλάξουν στη φύση τριγύρω του και πολλά θα συντελεσθούν.
   Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε απόψε και για τις συνήθειες του Δωδεκαήμερου στη Ζάκυνθο, που η λαογραφία του και πλούσια είναι και αξιόλογη. Επειδή, όμως, ο χρόνος δεν μας το επιτρέπει, μια και γι’ αυτό θα χρειάζονταν ώρες ολόκληρες, θα σταθούμε, επιβεβαιώνοντας τις αρχέγονες συνήθειες, που επιβιώνουν ως τις μέρες μας, μόνο στα έθιμα, που έχουν σχέση με τη φωτιά και είναι συνέχεια των προσπαθειών της επικράτησης του φωτός των προγόνων μας, καθώς και με την προσπάθεια εξαγνισμού και ευλογίας του καινούργιου.
   Ξεκινάμε από τα δύο ξύλα, τα οποία καίνε στο εορταστικό δείπνο της παραμονής της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, με τα απαραίτητα μπρόκολα και πάνω τους γίνεται η σπονδή με το κρασί και το λάδι, όταν κόβεται η πατροπαράδοτη κουλούρα. Λέγεται πως αυτά συμβολίζουν τον Αδάμ και την Εύα, που λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, καίγονται στην κόλαση και με την έλευση του Χριστού στη γη, η οποία οδηγεί στην Σταύρωση και την Ανάσταση, απελευθερώνονται από το αμάρτημά τους, μαζί με όλους τους απογόνους τους. Είναι και αυτό μια ποιητική έκφραση του ζακυνθινού λαού, μια απόδειξη της ευαισθησίας και της γνώσης του, αλλά την απαρχή αυτής της συνήθεια ίσως πρέπει να την αναζητήσουμε σε πανάρχαιες αιτίες και να την συνδυάσουμε με το χειμερινό ηλιοστάσιο και την αναζωογόνηση του ήλιου, ιδιαίτερα δε με τις φωτιές που άναβαν πάνω στη γη οι πρόγονοί μας, για να βοηθήσουν την επανεκκίνηση του.
   Στην ίδια αιτία πρέπει να αποδώσουμε και τον παλιό δωδεκαμερίτη των χωριών, που έκαιγε στο τζάκι όλες αυτές τις μέρες των γιορτών και τη στάχτη του την σκορπούσαν μετά στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να φύγει το κακό.
   Εδώ να αναφέρουμε και μια παλιά συνήθεια των νοικοκυρών του νησιού ν’ ανάβουν όλο το δωδεκάημερο το καντήλι στο εικονοστάσι, χρησιμοποιώντας κρασί αντί νερό, κάτω από το λάδι, επαναλαμβάνοντας έτσι την προσφορά των δύο βασικών προϊόντων του τόπου, που γίνεται στο κόψιμο της κουλούρας και υποδεχόμενες το νεογέννητο Χριστό, που είναι ο «ήλιος της δικαιοσύνης» με αναίμακτη θυσία.
   Ο «Χριστός», λοιπόν, «γεννάται, το φως αξαίνει» και η γη βαδίζει προς την Άνοιξη και την καρποφορία της. Είναι, άρα, και ο καιρός της ευλογίας της, αυτής και των ζώων, που παλιότερα ήταν απαραίτητα για την καλλιέργειά της.
   Στα χωριά μας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έφτιαχναν και πάλι τηγανίτες. Από αυτές έπαιρναν μερικές και τάιζαν και τα ζώα. Άλλες τις κρεμούσαν και από τα κέρατά τους. Με τον τρόπο αυτό τους έδειχναν την αγάπη τους, αλλά και τους έδιναν δύναμη για να συνεχίσουν και να μπορούν να συμπαρασταθούν στο έργο τους και να βοηθήσουν στην επιβίωσή τους, η οποία, τότε, εξαρτιόταν από τη γη και μόνο.
   Μαγικές ιδιότητες ευφορίας είχε και η κουκουνάρα, η οποία ήταν απαραίτητη να μπει στο σπίτι την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, με τους πολλούς καρπούς της ή το ρόδι, που για τον ίδιο λόγο έσπαγαν στο κατώφλι. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει την σωστική πορεία του. Ευτύχημα θα ήταν, αν αυτή ήταν και καρποφόρα.
   Αποκορύφωμα της ευλογίας της φύσης και της νέας περιόδου ήταν η γιορτή των Φώτων, με τον αγιασμό των υδάτων από την επίσημη εκκλησία και τις σχετικές συνήθειες από το λαό. Τα νεράντζια, για παράδειγμα και τα νερατζόφυλλα, με τα οποία στόλιζαν και στολίζουν, θέλω να πιστεύω, οι νοικοκυρές τα εικονίσματα, πριν έρθει ο παπάς ν’ αγιάσει την παραμονή των Θεοφανίων αυτό ακριβώς συμβολίζουν. Το ότι μάλιστα την επομένη χρησιμοποιούνται τούφες πορτοκαλιών, για να βουτηχτούν μέσα στον αγιασμό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το πικρό γίνεται γλυκό και το άγριο ήμερο. Έτσι η φύση είναι εκμεταλλεύσιμη και η ζωή των ανθρώπων γίνεται καλύτερη. Το φως που αναγεννήθηκε ευλογείται και η σοδειά προβλέπεται με επάρκεια.
   Για τον ίδιο λόγο ο νοικοκύρης ραντίζει με τον αγιασμό, που πήρε από την εκκλησία όχι μόνο το σπίτι, αλλά τα χωράφια, τις ελιές, τις αποθήκες και όλα εκείνα που έχουν σχέση με την επιβίωσή του και θα του δώσουν μια καλοζωία και παράλληλα μια ευτυχία.
   Η γιορτή των Φώτων είναι και μια αιτία για να αποδώσει ο λαός μας την τιμή στα πρόσωπα εκείνα, που είναι η αιτία του αγιασμού και της ευλογίας του. Έτσι την παραμονή της γιορτής, το βράδυ, συνήθιζε να λέει τα κάλαντα, με καλλίφωνες χορωδίες, στους ιερείς του, οι οποίοι είναι αυτοί που μεσολαβούν γι’ αυτόν στον Θεό του. Στις μέρες μας διασώθηκαν μόνο αυτά που λέγονται στον Επίσκοπο του νησιού και έχουν την δική τους, ξεχωριστή τελετή και μεγαλοπρέπεια. Η επικράτηση του φωτός και η νίκη του σκότους, η οποία είναι πια βέβαιη, κυριαρχεί και στους στίχους αυτών των καλάντων και η χαρά των ανθρώπων για το μεγάλωμα της μέρας και την πορεία προς την Άνοιξη και το Καλοκαίρι είναι καταφάνερη:

Ω χαριτωμένη νύχτα
όλη αστραφεγγοβολάς
κι αφ’ την άπειρη χαρά σου
ως πανσέληνος γελάς
προαγγέλεις, θεία νύχτα
θείου φωτός τη χαραυγή
που εβαφτίσθη ο Λυτρωτής μας
κι εξανάπλασε τη γη.

   Αυτή η «εξανάπλαση» της γης από τα Φώτα και μετά θα είναι γεγονός και η ανθοφορία θ’ αρχίσει. Μάρτυράς της είναι τα μανουσάκια, ο πρώτος προάγγελος της αναγέννησης της φύσης, που τιμητικά ο παππάς θα τα βάλει απαραίτητα στην αγιαστήρα του.
   Εξετάζοντας, όμως, την ιδιαιτερότητα του ζακυνθινού λαού, δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε μια τάση του για τελετές μεγαλοπρέπειας, αλλά και μια εμμονή του για αυτονόμηση, αν αυτή είναι η λέξη που τον χαρακτηρίζει. Έτσι, τις Αγγέλικες τις γιορτάζει στην γιορτή των Εισοδίων, τους Παναγιώτηδες την επομένη των Χριστουγέννων και τους Μιλτιάδηδες, που χαϊδευτικά τους λέει Μίρτους, αποφεύγοντας, κατά παράδοση, το «λ» και αντικαθιστώντας το με «ρ», της Παναγίας της Μυρτιώτισσας κ.ο.κ. Επίσης βγάζει τον διαφορετικό του Επιτάφιο τα χαράματα του Μεγάλου Σαββάτου και ως πρόσφατα έκανε Ανάσταση το εωθινό του Πάσχα.
   Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την γιορτή των Φώτων και συγκεκριμένα με την «Βάφτιση», όπως λέει την τελετή, του Σταυρού. Η ρίψη του στην θάλασσα δεν γίνεται με κορδέλα, όπως στα άλλα μέρη, αλλά ο Δεσπότης τον βουτά στο νερό, πάνω σ’ ένα ξύλινο, μακρύ κοντάρι, το οποίο στην λιτανεία τον κάνει να δεσπόζει και να κυριαρχεί. Προσηλωμένος ο ζακυνθινός στα δικά του έθιμα και τις ξεχωριστές του συνήθειες, τα εφαρμόζει πιστά και κατακεραυνώνει όποιον θέλει να του τα αλλοιώσει ή να τα καταργήσει.
   Θέλω να τελειώσω την σημερινή μου, επίκαιρα εορταστική ομιλία, με ένα τέτοιο περιστατικό, που συνέβη στα μέσα, περίπου, του περασμένου αιώνα και δείχνει την τοπική μας ταυτότητα και χαρακτηρίζει άριστα την ιδιοσυγκρασία μας.
   Νέος, λοιπόν, ο Δεσπότης και για πρώτη φορά μη Ζακύνθιος ή έστω Επτανήσιος. Ζητώντας εξομοίωση ή επαναφορά του ποιμνίου του σ’ αυτό που ο ίδιος πίστευε για σωστό δρόμο, αποφασίζει να καταργήσει το τοπικό αυτό έθιμο και να εφαρμόσει εκείνο της πατρίδας του, πιθανόν για να κάνει έλληνες τους… κουτόφραγκους. Μάταια ένας κύκλος γύρω του προσπαθούσε να τον εμποδίσει. Αυτός επέμενε και κατέβηκε στην προκυμαία με το σταυρό δεμένο σε μια ασπρογάλανη κορδέλα και έτσι τον πέταξε στο υγρό στοιχείο. Σύσσωμη τότε η Ζάκυνθος, που είχε κατακλύσει το χώρο για να παρακολουθήσει την τελετή, άρχισε να του φωνάζει:
- Τσιμπάει, Δεσπότη μου, τσιμπάει;
δείχνοντας στον ξενομερίτη ιεράρχη πως η κίνησή του, του θύμιζε περισσότερο ψάρεμα και λιγότερο ή καθόλου τελετή.
   Από τότε το έθιμο επανήλθε στην μεγαλοπρέπειά του.
   Είναι δύσκολο, στα πλαίσια μιας ομιλίας, να κλείσεις την λαογραφία ενός ολόκληρου μήνα ή πιο σωστά μιας πλούσιας γιορταστικής περιόδου. Είναι, επίσης, δυσκολότερο να ξεχωρίσεις στο νησί μας την λαογραφική έκφραση από το αντέτι και την συνήθεια από την πατροπαράδοτη τελετή.
   Δεν αναφερθήκαμε απόψε σε όλα τα έθιμα του τριήμερου κύκλου της γιορτής του Αγίου μας, ούτε σ’ αυτά του πλούσιου Δωδεκαημέρου. Σύντομα προσπαθήσαμε να κάνουμε την μετάβαση από τον έναν εορταστικό κύκλο στον άλλο, δίχως να ξεχάσουμε τις πανάρχαιες συνήθειες των προγόνων μας και τις αιτίες από τις οποίες δημιουργήθηκαν οι τελετουργικές μας συνήθειες.
   Διαπίστωσή μας, πιστεύω, είναι πως οι εκφράσεις αλλάζουν, αλλά ο ουσία παραμένει η ίδια. Έτσι δεν πρέπει να μας ξενίζουν τα χιλιάδες φωτάκια, που έστω και στην κιτς εκδοχή τους, τις περισσότερες φορές, αναβοσβήνουν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους τέτοιες μέρες. Ας τα δούμε και αυτά σαν μια υποδοχή του φωτός που «αξαίνει», προσαρμοσμένη στην εποχή μας.
   Ας ξεπεράσουμε τις λεπτομέρειες και ας οδηγηθούμε στην ουσία. Αυτή είναι το φως και ο ερχομός του. Αυτό εύχομαι σε όλους, μέσα σ’ έναν εφηβικά αναγεννώμενο, με υπενθυμίσεις Αναγέννησης και Μπαρόκ, ναό, που απόψε πρωταντικρίζουμε, μετά την εικαστική του αποπεράτωση .
«Βοήθεια μας ο Άγιος και καλά Χριστούγεννα».

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

ΕΝΑΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ [1860-1911] / ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η  ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Μια συμφωνία Προσωπική, συμφωνία Λύτρωσης, την «Ενάτη» του Γκούσταβ Μάλερ, είχαμε την τύχη να ακούσουμε το βράδυ της Παρασκευής στις 25-11-2011, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η ελεγειακή κραυγή του Συνθέτη, «Μη μ’ αφήνετε μόνο», θα γίνει  επίκληση, θα γίνει  προσευχή, σαν εκείνη την κραυγή του πάσχοντος Ιησού «Μείνατε ώδε και γρηγορείτε».

Ο Μάλερ, βαθιά διανοούμενος, μελέτησε τους Γκαίτε, Νίτσε, Σοπενχάουερ,   Ντοστογιέφσκι. Η Μουσική του διαμορφώθηκε μέσα από τη Γερμανο-αυστριακή παράδοση, αυτή του Μπαχ, της πρώτης σχολής της Βιέννης, των Χάυντν,  Μότσαρτ,  Μπετόβεν και  Σούμπερτ, καθώς και της γενιάς των Ρομαντικών, Σούμαν, Μπραμς, Μέντελσον,  αλλά κυρίως των Λιστ και Μπρούκνερ, οι μεγάλες συμφωνίες των οποίων προαναγγέλλουν τις δικές του. Πηγή έμπνευσης  υπήρξαν για τον Μάλερ τα λαϊκά τραγούδια και οι μπαλάντες. Καθοριστική, επίσης, επίδραση στο έργο του είχε και ο Βάγκνερ.  
Φύση ανήσυχη, θα βρει διέξοδο στη μουσική,  όπου με ενάργεια διοχετεύει τις πνευματικές του αναζητήσεις  και στις νότες  ακουμπά τις μύχιες σκέψεις του. Και ενώ ο Μπραμς, ο Σούμαν και ο Βάγκνερ μάς άφησαν γραπτά, με τα οποία φωτίζουν τις συνθέσεις τους, ο Μάλερ, κλείνει όλη την κοσμοθεωρία του στις νότες,  καλώντας τον ακροατή να την αποκρυπτογραφήσει. Οι ελάχιστες  σκέψεις του, οι διατυπωμένες στις επιστολές προς την  Άλμα Μάλερ και σ’ εκείνες των πιστών του φίλων, αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες-πλοηγούς-για τους αναγνώστες.  «Ό,τι είναι καλύτερο στη μουσική δε βρίσκεται στις νότες, υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα: εκείνο που προκαλεί η μουσική στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, εκείνο είναι το σημαντικό!», τονίζει ο Συνθέτης. Για τη δημιουργία του  «σημαντικού»,  χρησιμοποίησε την αγάπη, το θυμό, τη λύπη, τη συσσωρευμένη γνώση του στις μουσικές του  συνθέσεις αλλά και τη μαεστρία  του από τη θέση του Αρχιμουσικού. Οι νεοτερισμοί του τον φέρνουν ανάμεσα στους σημαντικότερους συνθέτες του Ρομαντισμού. Το τελευταίο έργο του που διηύθυνε ήταν η 8η  συμφωνία του, η αποκαλούμενη και «Συμφωνία των Χιλίων», την οποία ολοκλήρωσε το καλοκαίρι του  1906. Τον επόμενο χρόνο, το 1907, χάνει τη μεγάλη του κόρη και μαθαίνει ότι και ο ίδιος πάσχει από βαριά καρδιοπάθεια. Μέσα  στις τραγικές αυτές στιγμές το δημιουργικό του πνεύμα αντιστέκεται, μετουσιώνει τον πόνο σε «Τραγούδι  της Γης», για να υμνήσει  τη  Μάνα Γη, που κρατά στα σπλάχνα της μέρος από  το δικό του παιδί και να την εξευμενίσει για να αναπαύσει αιώνια ό,τι «ηγάπησε». Επιλέγει επτά μεταφράσεις παλαιών Κινέζικων ποιημάτων. Θέμα τους: το πρόσκαιρο, η μοναξιά, η ομορφιά της νιότης, η νοσταλγία, ο ανεκπλήρωτος πόθος, το μυστήριο της ζωής, ο σκληρός αποχαιρετισμός.   Και συνεχίζει με τη μεγαλειώδη «Ενάτη Συμφωνία» του. Η δεισιδαιμονία όμως, της ΕΝΑΤΗΣ, που στοίχειωσε  τους Μπετόβεν, Σούμπερτ, Μπρούκνερ και Ντβόρζακ, τον τρομάζει  και προσπαθώντας να ξεφύγει από το μοιραίο αυτό αριθμό. Αρχίζει  τη σύνθεση της 10ης Συμφωνίας, που έμελλε να μείνει ημιτελής, για να επαναληφθεί η τραγωδία που χτύπησε τους προηγούμενους μεγάλους συνθέτες και να είναι  η ΕΝΑΤΗ και  για τον Μάλερ, η συμφωνία του τέλους, ενός τέλους που αφήνει τον πόνο να εκφραστεί με την αξιοπρέπεια και το μεγαλείο του ανθρώπου που έχει συνείδηση του πεπερασμένου.
Λίγο πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι συναντά στις 12 Σεπτεμβρίου του 1910 στο Μόναχο τον  Τόμας Μαν. Η  προσωπικότητα του συνθέτη εντυπωσιάζει τον Γερμανό νομπελίστα συγγραφέα  και, όταν πληροφορείται το θάνατό του στις 18 Μαΐου του 1911, συγκλονίζεται και στο πρόσωπο του ήρωα της νουβέλας του, «Θάνατος στη Βενετία», δίδει  τη μορφή,    το όνομα, ακόμα και την ηλικία  του Γκούσταβ Μάλερ, χωρίς ποτέ, ο ίδιος, να μιλήσει δημόσια γι’ αυτό. Στη δε μουσική της κινηματογραφικής του ταινίας, «Θάνατος στη Βενετία», ο Luchino Visconti [1971] συμπεριλαμβάνει το “Adagietto”,  από το 4ο μέρος της 5ης Συμφωνίας του Μάλερ.
Η «Ενάτη Συμφωνία» είναι σε ρε, όπως και εκείνη του Μπετόβεν και είναι  το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο  που  ο Μάλερ, συνέθεσε  με απίστευτη  ταχύτητα  και τελείωσε το Μάρτη του 1910 στη Νέα Υόρκη. Δύο χρόνια αργότερα, το 1912, θα παιχτεί για πρώτη φορά  στη Βιέννη υπό την διεύθυνση του Αρχιμουσικού και φίλου του Μπρούνο Βάλτερ. Όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικής γραφής του ξεδιπλώνονται  με έντονη  συγκίνηση,  τρυφερότητα, ευαισθησία κι ακόμα στοιχεία λαϊκά, επεξεργασμένα με τη σοφία και τις μουσικές αποχρώσεις και αντιθέσεις του μεγάλου αυτού Αυστριακού συνθέτη.  Πόσο δίκιο είχε ο Leonard Bernstein  όταν έλεγε: «Η ματιά του ήταν στο μέλλον, αλλά η καρδιά του ανήκε στο παρελθόν!».
Η «Ενάτη», καθαρά ορχηστική, είναι σε τέσσερα μέρη, αργό – γρήγορο – γρήγορο – αργό. Η   διαφορετική τονικότητα του κάθε μέρους, επιτείνει το τραγικό στοιχείο της  Συμφωνίας.  Και είναι τα δύο κεντρικά μέρη σαν ένας γρήγορος χορός, που ο φιλόσοφος και μουσικολόγος Theodor Adorno  χαρακτήρισε «Χορό του Θανάτου».  Σ’ αυτήν θ’ αφήσει  ένα χαιρετισμό, ένα πικρό, ειρωνικό αντίο από το πρώτο κιόλας μέρος της Συμφωνίας, καθώς νιώθει ότι δεν υπάρχει γυρισμός. Η ζωή όμως τον τραβά ξανά προς το μέρος της κι εκείνος  ανταποκρίνεται με το βαλς «Χαρείτε τη ζωή» του Γιόχαν Στράους του νεότερου.  
Δεν ήταν μόνο εντυπωσιακή η από μνήμης διεύθυνση μιας τόσο δύσκολης συμφωνίας,    αλλά και  η  λεπτή ανάγνωση και η εμβάθυνση  της ερμηνείας από τον  Γάλλο Αρχιμουσικό Ζακ Ντελακότ και την  Κρατικής Ορχήστρα Αθηνών, που αποκάλυψε το νόημα,  τη φυλακισμένη ενέργεια της σύλληψης  και φώτισε τις λεπτές πτυχές  της ΕΝΑΤΗΣ Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ. Ποτέ δε θα ξεχάσουμε τον αποχαιρετισμό με το αργό συγκλονιστικό φινάλε των Εγχόρδων, ούτε και τους Σολίστ των Πνευστών Οργάνων, που θα έπρεπε να αναφέρονται ξεχωριστά στο πρόγραμμα, γιατί οι προσωπικότητες των μουσικών που υπηρετούν το δημιουργό είναι σημαντικές και για τον ακροατή.

Ο Μάλερ πόζαρε για το μεγάλο Γάλλο γλύπτη Ροντέν, ο οποίος του έφτιαξε την προτομή του σε μπρούτζο, πηλό και μάρμαρο. Είναι εντυπωσιακό ότι στη μαρμάρινη προτομή, ο Ροντέν δίδει το όνομα του «Μότσαρτ», ενώ το γλυπτό έχει τη μορφή του Μάλερ. Και το απίστευτο: πεθαίνοντας ο Μάλερ, κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας το Μάη του 1911, θα προφέρει την τελευταία λέξη προς τη σύζυγό του Άλμα και θα είναι….  «Μότσαρτ»!
Related Posts with Thumbnails