© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΟΙ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗΣ


[Από τη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Π. Καποδίστρια, Καμένες Πεταλούδες, εκδ. επί-γνωση Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 441-443]


Μ. Δευτέρα

Και τ' άνθη φρίττουν
ορθρίζοντας Δευτέρα
μέσα στο πούσι.
Τον νυμφώνα δε βλέπω
πάρεξ την αγάπη σου.


Μ. Τρίτη

Τρίτη ελέους
και ατάλαντος εγώ
διακρίνω ήδη
ψέματα στα χρώματα
αίματα στα χώματα.


Μ. Τετάρτη

Της επίγνωσης
λυπητερά σημάδια
έρωτας αψύς
δηλούν ότι χύνομαι
μύρο στο χώμα που πατά.


Μ. Πέμπτη

Κάθε άνοιξη
ενεργεί κατάνυξη
εμπαθέστατη
μού λερώνει τα πόδια
και ποιος να μού τα πλύνει;


Μ. Παρασκευή

Ποιος είν' ετούτος
ο απόξενος ξένος
ο λογχισμένος;
Τότε βγήκα στην αυλή
ξανακλαίγοντας πικρά.

Δίκαιος ήταν
έλαμπε αφ’ εαυτού,
εξ ού θάνατος.
Άσπλαχνος και ολίγος
πώς δε λυπάμαι το Φως;


Μ. Σάββατο

Το αυθημερόν
δηλοί εδώ και τώρα.
Ω, και να ήμουν
κλέφτης κάθαρμα ληστής
πλάι σου όμως.

Άλυσες κρότοι
κλειδωνιές χαλαλοή
πώς να κρατήσουν
τον μεγάλο Χορηγό
της Αγάπης στον Άδη;


Λαμπρή Κυριακή

Ω, είσαι Θεός!
Η ψυχή μου εάλω
υποκλίνομαι
άπλωσε την παλάμη
να την γιομίσω πάθη

παράσυρέ με
στις μυρωδίες ξανά
της Χαρμολύπης
ότι στον Άδη εδώ
τήκομαι στις βρομιές μου.

[Μεγάλη Εβδομάδα 2008]


Φωτό: Αποκαθήλωση. Έργο Τζον Χριστοφόρου

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Πάσχα, η εορτή του Περάσματος

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Το Πάσχα αποτελεί μεγάλη γιορτή του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Για τους Εβραίους καθιερώθηκε να γιορτάζεται (στις 14 του μήνα Νισάν) η ανάμνηση της εξόδου των Εβραίων από την Αίγυπτο: «Και έσται η ημέρα υμίν αύτη μνημόσυνον, και εορτάσετε αυτήν εορτήν Κυρίω εις πάσας τας γενεάς υμών, νόμιμον αιώνιον εορτάσετε αυτήν» (Εξοδ. 12,12-14). Βασικό τελετουργικό δρώμενο ήταν η θυσία του πασχάλιου αμνού, που έπρεπε να τον καταναλώσουν την ίδια εσπέρα, μετά τη θυσία του, με χαρά κι ευτυχία, και μάλιστα χωρίς να συντρίψουν τα οστά του. Ο Ιησούς Χριστός και οι απόστολοι γιόρταζαν το ιουδαϊκό Πάσχα, με το οποίο συνδέθηκε και ο Μυστικός Δείπνος.
Η Ανάσταση, του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967)

Το χριστιανικό Πάσχα συνδέθηκε με το ιουδαϊκό Πάσχα τυπολογικά, αφού το δεύτερο θεωρήθηκε προτύπωση της σταυρικής θυσίας του Χριστού, του εσφαγμένου αρνίου της Αποκάλυψης. Η εορτή του Πάσχα καθιερώθηκε από τους απόστολους για την ανάμνηση της σταυρικής θυσίας του Χριστού, από την οποία πήγασε η σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Οι έριδες που ξέσπασαν ανάμεσα στους χριστιανούς για την ημερομηνία του εορτασμού οδήγησαν στην απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325) για κοινό εορτασμό την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Είναι σπάνιο όμως να συμπέσει ο εορτασμός από ορθόδοξους και ρωμαιοκαθολικούς λόγω των διαφορετικών ημερολογίων που έχουν επικρατήσει στις δύο αυτές Εκκλησίες.

Ερευνώντας παλιότερες θρησκείες που λάτρευαν τον ήλιο και ιδιαίτερα τις ηλιολατρίες που είχαν περσική κυρίως προέλευση (Περσικός Θεός του φωτός Μίθρα), παρατηρούμε επιδράσεις και ομοιότητες με τη λατρεία του Χριστού. Ο Χριστός είναι η Ανατολή, ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, όλα τα ιερά των εκκλησιών στρέφονται προς την Ανατολή, όπως και όλα τα μνήματα των νεκρών. Κατά την τελετή της βάπτισης, παλιά ο κατηχούμενος και σήμερα ο ανάδοχος μαζί με τον βαπτιζόμενο, στρέφονται πρώτα προς τη Δύση, για ν΄ απαρνηθούν τον κόσμο, και μετά προς την Ανατολή, για να εκδηλώσουν τον σύνδεσμο με τον Χριστό. Η ετήσια περιστροφή του ήλιου έπαιξε πρωταρχικό ρόλο για τη διατύπωση διαφόρων θεωριών κοσμογονίας και θεογονίας και των λατρευτικών δρώμενων.

Στην Εαρινή Ισημερία προσδιορίζεται το Πάσχα των Εβραίων και των Χριστιανών, δηλαδή τη στιγμή εκείνη του έτους κατά την οποία ο Ήλιος διασχίζει το περίφημο πέρασμα που χωρίζει το κράτος του Θεού του Φωτός από το κράτος του Πρίγκηπα του Σκότους. Τότε στο ημισφαίριό μας αναζωογονείται το άστρο που δίνει το Φως και τη Ζωή σ΄ όλη τη Φύση, που την είχαν στερήσει το σκότος του φθινόπωρου και του χειμώνα. Αυτή η εορτή του Περάσματος του Κυρίου πρωταρχικά καθορίστηκε στις 25 Μαρτίου, δηλαδή τρεις μήνες ακριβώς μετά τη γέννησή Του, που είναι και η ημέρα της γέννησης του Ήλιου. Στους ιερούς θρύλους προσωποποιούσαν αυτό το άστρο , τον έκλαιγαν «πεθαμένο» μερικές ημέρες και έψαλαν την ανάστασή του στις 25 του Μάρτη. Αυτές οι εορτές των παθών ή θανάτου και της ανάστασης του Θεού της Ημέρας καθορισμένες από την Εαρινή Ισημερία υπάρχουν σε όλα τα δόγματα της θρησκείας του Ήλιου. Στους Αιγυπτίους αυτές ήταν ο θάνατος και η ανάσταση του Όσιρι, στους Φοίνικες ο θάνατος και η ανάσταση του Άδωνι, στους Φρύγες περιέγραφαν τις τραγικές περιπέτειες του Άττη κ.λπ. Τα μυστήρια του Άττη διαρκούσαν τρεις ημέρες. Αυτές ήσαν τρεις ημέρες πένθους, που αμέσως τις ακολουθούσαν οι ημέρες των ιλαρίων, ημέρες χαράς, κατά τις οποίες εόρταζαν την ευτυχισμένη εποχή που ο Ήλιος Άττης ξανακυριαρχούσε πάνω στις μεγάλες νύχτες. Αυτή η ημέρα ήταν η 25η Μαρτίου, δηλαδή συνέπιπτε με την ίδια μέρα που εόρταζαν συνήθως το Πάσχα και τον θρίαμβο του Χριστού και που ψάλλουν το Αλληλούϊα, αληθινό τραγούδι χαράς ιλαρίων.

Σύμφωνα με την πορεία του ήλιου κατά την Εαρινή Ισημερία ο ήλιος περνά από το ουράνιο Σημείο (Ζώδιο), κάτω από την κυριαρχία του οποίου περνούσε το άστρο της ημέρας. Ήταν ο Κριός, τον οποίο οι Πέρσες στην κοσμογονία τους ονόμαζαν Αμνό. Ο Χριστός πήρε τη μορφή και το όνομα του Αμνού και το ζώο αυτό υπήρξε η συμβολική μορφή με την οποία τον εικόνιζαν. Στο βιβλίο «Αποκάλυψις» οι πιστοί ή μυημένοι προσαγορεύονται οπαδοί του Αμνού. Παριστάνουν εκεί τον αμνό αποκεφαλισμένο ανάμεσα σε τέσσερα ζώα, που επίσης βρίσκονται στους αστερισμούς τοποθετημένα στα τέσσερα κύρια σημεία της σφαίρας. Μπροστά στον Αμνό ήταν που γονάτιζαν οι κυρίαρχοι των εικοσιτεσσάρων ωρών με τη μορφή των γερόντων. Ο αποκεφαλισμένος Αμνός, λέγανε, είναι αυτός που είναι άξιο να δεχτεί κάθε ισχύ, θειότητα, σοφία, δύναμη, τιμή, δόξα και ευλογία. Ο Αμνός είναι που ανοίγει το βιβλίο του πεπρωμένου, που παριστάνεται με το έμβλημα ενός βιβλίου κλειστού σφραγισμένου με επτά σφραγίδες. Όλα τα έθνη του κόσμου έρχονται να πάρουν θέση μπροστά στο θρόνο και τον Αμνό.

Η πιο αρχαία αναπαράσταση του θεού των Χριστιανών ήταν το πρόσωπο ενός αμνού, άλλοτε ακουμπισμένου σ΄ ένα βάζο, που μέσα έτρεχε το αίμα του, κι άλλοτε κοιμώμενου κάτω από έναν σταυρό. Αυτό το έθιμο διατηρήθηκε μέχρι το 680. Με διάταξη της 6ης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως καθιερώθηκε στη θέση του αρχαίου συμβόλου που ήταν ο Αμνός να παριστάνεται ένας άνδρας καθηλωμένος σ΄ έναν σταυρό. Οι Φρύγες, λάτρεις του ήλιου με το όνομα του Άττη, τον παρίσταναν στα πάθη του μ΄ έναν νέο άνδρα δεμένο σ΄ ένα δένδρο που το έκοβαν σε μια τελετή. Κάτω από το δένδρο ήταν ένα Αμνός ή Κριός της Εαρινής Ισημερίας. Ο Κριός ή Αμνός επίσης εκπληρώνει το ρόλο που έπαιζε άλλοτε ο Ταύρος στα μυστήρια του Βάκχου και του Μίθρα. Ο Όσιρις και ο Βάκχος παριστανόμενοι και οι δύο με τη μορφή του Ισημεριανού Ταύρου πέθαιναν και ανασταίνονταν όπως ο Χριστός.

Οι Πατέρες της εκκλησίας και οι συγγραφείς του χριστιανικού δόγματος συχνά μιλάνε γι’ αυτές τις εορτές που γινόντουσαν προς τιμή του Όσιρι, «θανόντος και αναστάντος» και κάνουν σ΄ αυτό έναν παραλληλισμό με τις περιπέτειες του δικού τους θεού. Ο Αθανάσιος, ο Αυγουστίνος, ο Θεόφιλος, ο Αθηναγόρας, ο Minutius και άλλοι έκαναν λόγο για τον Όσιρι ή το θεό Ήλιο, που λατρεύτηκε με αυτό το όνομα στην Αίγυπτο, και περιγράφουν το καθολικό πένθος των Αιγυπτίων στην επέτειο της εορτής που έκαναν κάθε χρόνο γι’ αυτόν το θάνατο, όπως εμείς κάνουμε το ίδιο τη Μεγάλη Παρασκευή για το Χριστό. Μας περιγράφουν τις τελετές που γινόντουσαν στον τάφο του, τα δάκρυα που έχυναν επί πολλές ημέρες και στη συνέχεια τις γιορτές χαράς που διαδέχονταν αυτή τη θλίψη, τη στιγμή της αναγγελίας της ανάστασής του. Είχε κατεβεί στον Άδη, κατόπιν ξαναγύριζε για να συνεργαστεί με τον Ώρο, θεό της άνοιξης και θριαμβευτή στον αγώνα εναντίον του άρχοντα του ερέβους Τυφώνα, εχθρού του, που τον είχε θανατώσει. Αλλά και ο Βάκχος πέθαινε, κατέβαινε στον Άδη, ανασταινόταν και του γιόρταζαν κάθε χρόνο τα μυστήρια των παθών του. Καλούνταν αυτές οι εορτές «Τιτανικές και εορτές της τέλειας νύχτας». O Υάκινθος της κρητικής μυθολογίας πέθαινε και ανασταινόταν την άνοιξη….

Οι Ορφικοί, που δέχονταν ότι ο Ήλιος είναι το «Θείον εν», πρώτοι καθιέρωσαν τις «Φυσικές εορτές», δηλ. τις γιορτές για τη φύση. Αυτές κορυφώνονταν στα δύο Ηλιοστάσια (ηλιακές τροπές) και στις δύο Ισημερίες. Στα Ελευσίνια μυστήρια, που τα βρίσκουμε ιστορικά στο 700 π.Χ. και που διαδέχτηκαν τα Ορφικά, συναντάμε τις ίδιες λατρευτικές και τελετουργικές αναλογίες. Εκτός των άλλων στην εαρινή Ισημερία γινόταν η μεγάλη γιορτή «Τα Παναθήναια». Από το ναό της Ελευσίνας, όπου οι Παρθένες είχαν υφάνει τον πέπλο της θεάς Αθηνάς, η πομπή πήγαινε στον Παρθενώνα. Ανάλογες γιορτές επίσης τελούσαν και οι Πυθαγόρειοι.

Εκείνος που μελέτησε με κάθε λεπτομέρεια τις σχέσεις του Χριστιανισμού με την Ηλιολατρία είναι ο Charles-Francois Dypuis στο έργο του «L΄ Origine de touw les Cyltes» στα 1870. Το ένατο κεφάλαιο «Η ερμηνεία του μύθου του Ήλιου που λατρεύτηκε με το όνομα του Χριστού» μεταφράστηκε στα ελληνικά απ' τον Δ. Καρυδάκη (Αθήνα 1979). Σύμφωνα με το κείμενο αυτό «Ο Δίας , ο Διόνυσος(Βάκχος), ο Όσιρις,ο Μίθρας, ο Άδωνις, ο Ηρακλής, ο Απόλλων, ο Άμμων–Ρα, ο Ορομάσδης, ο Άττης, όπως και ο Χριστός είναι προσωποποιημένες θεότητες του Ήλιου. Γι’ αυτό και τα αντίστοιχα μυστήρια -και η θεολογία- στηρίζονται στις ίδιες βάσεις κι έχουν κοινά σημεία: ο θεός που γεννήθηκε από παρθένο στη Χειμερινή Τροπή, που ανασταίνεται το Πάσχα ή την Εαρινή Τροπή, αφού πρώτα κατέβηκε στον Άδη, που σέρνει μαζί του μια πομπή από 12 αποστόλους (μήνες) κι έχει όλες τις ιδιότητες του Ιανού, που είναι ο «πρίγκηπας του φωτός» και κατανικά τον «πρίγκηπα του σκότους»…

Αυτές τις ημέρες ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε το δικό μας Πάσχα ως ορθόδοξοι χριστιανοί τιμώντας τα μαρτύρια και χαιρόμενοι την Ανάσταση του Χριστού. Ακολουθίες, ικεσίες, ύμνοι, τοπικά έθιμα συνθέτουν το παζλ της γιορτής, μέσα κι έξω από τις εκκλησίες, μαζί με τις δοξασίες, τις απόψεις, τις πίστεις και τη φιλοσοφία του καθενός μας. Μακάρι το προσωπικό και εθνικό μας «πέρασμα» να είναι μια πραγματική Ανάσταση, όπως ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση κατά την Εαρινή Ισημερία. Διάγουμε ήδη την περίοδο των μαρτυρίων και των παθών, τουλάχιστον όσον αφορά την ψυχολογία μας από τη θλιβερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Οι κωδωνοκρουσίες της Ανάστασης έπονται πάντα του σταυρικού Γολγοθά, αλλά είναι πάντα ελπιδοφόρες. Για να τις ακούσουμε, απαιτείται ανάλογη «επαναστατική» προετοιμασία, ώστε να τις βιώσουμε χαρμόσυνα.

Καλή Ανάσταση! Καλό Πάσχα!


Βιβλιογραφία:

1.Παλαιά και Καινή Διαθήκη
2. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα
3. Συνείδηση Ελληνικότητας, Δοκίμια του Ιάσονα Ευαγγέλου (με πλούσια βιβλιογραφία), εκδ. «ΔΩΔΩΝΗ» 1980.
4. Κρητική Μυθολογία, εκδ. Ψιλλάκη
Ζάκυνθος, 12-4-2011

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Η ζακυνθινή Αποκαθήλωση

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Η Ζάκυνθος ήταν πάντοτε συνυφασμένη με το θέατρο. Παρακολουθούσε παραστάσεις, ερμήνευε, έγραφε και χάρισε στο πανελλήνιο μερικούς από τους πιο αξιόλογους, πρώτους και πρωτοποριακούς ηθοποιούς. Γιόρταζε με «Ομιλίες», όχι μονάχα το Καρναβάλι της, αλλά και άλλες της γιορτές, όπως αυτήν της απαρχής του δικού της, ξεχωριστού Μεγαλοβδόμαδου, την Κυριακή των Βαΐων, έκανε την υποκριτική τέχνη και διδασκαλία επινίκια, αποθέωσε πριμαντόνες, έχτισε και ξανάχτισε τον «Φώσκολο». Ο Τζαντιώτης, σ’ όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκε, ήξερε άριστα να τιμά την αίθουσα με το σανίδι και τα θεωρεία, βάζοντας τα καλά του, όπως στις επίσημες γιορτές στην εκκλησία, αλλά και να συντηρεί την πρωτοπορία του δρόμου και της πλατείας, μέσω της οποίας διασκέδαζε, εκφραζόταν και διεκδικούσε, με μια αφαίρεση, που θα την ζήλευαν σήμερα πολλές ψαγμένες ομάδες. Όλα αυτά είναι σίγουρα ένα ακόμα δείγμα παιδείας και μια επιπλέον απόδειξη για την σωστική άνοδο του λαού και την αποφυγή για την επιζήμια κάθοδο του λαϊκισμού. Μ’ άλλα λόγια το νησί του Μοντσελέζε, του Ρούσμελη, του Γουζέλη, του Ξενόπουλου και του Ρώμα, για να περιοριστούμε στους πιο γνωστούς και σημαντικούς εκφραστές του είδους, δεν έκανε ποτέ την μιζέρια ταυτότητα, όπως πολύ συχνά στον καιρό μας συμβαίνει, αλλά πάντα φρόντιζε να διακωμωδεί από την σκηνή, αναζητώντας με τον τρόπο αυτό την πολύπλευρη και πολύμορφη άνοδό του, αλλά και την ευρωπαϊκή του ταυτότητα.

Ήταν συνακόλουθο, λοιπόν, η θεατρική του αυτή παιδεία και καλλιέργεια να διακλαδωθεί σε όλες τις εκφράσεις του και να διαδοθεί σε όλες τις μορφές της σχόλης και της καθημερινότητάς του. Προ πάντων η ευαισθησία του αυτή πέρασε στην λατρεία του και με την τέχνη του θεατρίνου και την γνώση του θεατή κατέληξε να τιμά τον Θεό του, κάνοντας πράξη την κοινή ετοιμολογία όλων των παραπάνω λέξεων.

Πολλές είναι οι σχετικές εκφράσεις πίστης του Ζακυνθινού μέσα στον ενιαύσιο κύκλο της λειτουργικής του ζωής. Για το θέμα αυτό, μάλιστα, θα χρειαζόταν και ειδική μελέτη. Ιδιαίτερα στην περίοδο του Μεγαλοβδόμαδου, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προσφέρεται για αναπαραστάσεις, η θεατροποίηση των μεστών λόγων των ημερών, είτε ύμνων, είτε ευαγγελίων, γίνεται σχεδόν καθημερινότητα και η τοπική, πλούσια παράδοση, αυτή που μας παρέδωσε, συν τοις άλλοις, και ένα δικό μας, ξεχωριστό τυπικό, γίνεται αιτία για μια επιπλέον σωστική ιδιορρυθμία.

Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν και να αναλυθούν γι’ αυτό το θέμα, μα λόγω χώρου και χρόνου, ας σταθούμε σήμερα, σ’ αυτό το προπαρασκευαστικά εορταστικό μας κείμενο, σε μια χαρακτηριστική αποκορύφωση των ιερών δρώμενων και μια συγκινητική τους έκφραση. Είναι η τελετή της Αποκαθήλωσης, όπου και αυτή στη Ζάκυνθο, όπως τόσα άλλα αυτές τις κατανυκτικές μέρες, τις αληθινά πενθηφορούσες, έχει την δική της μορφή και το ιδιαίτερό της χρώμα. Είναι μια παράδοση αιώνων, η οποία ευτυχώς ακόμα τελείται και μια κληρονομιά, όπου διατηρείται με πάθος, ακόμα και στις μέρες της μεγάλης υποχώρησης και της ανησυχητικής προδοσίας.

Μα ας προχωρήσουμε στο τοπικό τυπικό και την θεατρική του έκφραση. Αμέσως μετά το Ευαγγέλιο του Εσπερινού, που ακολουθεί τις Μεγάλες ή Βασιλικές Ώρες του πρωινού της Μεγάλης Παρασκευής, το οποίο αποδίδεται στον κυριότερο εκφραστή του Θείου Πάθους, τον και από τον πολύ Παζολίνι εντοπιζόμενο Ματθαίο, μα στην ουσία είναι συρραφή δικών του κειμένων, αλλά και του Λουκά και του Ιωάννη, ο ιερέας εξέρχεται από το Ιερό και αφού σε άκρα σιωπή θυμιάσει και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τον καθαρά αναγεννησιακό Εσταυρωμένο, ο οποίος βρίσκεται στην μέση του ναού, στηριγμένος στην μπαρόκ τέχνης βάση του, που ονομάζεται Γολγοθάς, γονατίζει μπροστά του και μιμούμενου τον Αριμαθαίο Ιωσήφ ζητά από τον Πιλάτο το σεπτό σώμα. Για το σκοπό αυτό το ντόπιο τυπικό έχει μεταφέρει σ’ αυτό το σημείο της ακολουθίας το τροπάριο του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου: «Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας…», το οποίο ψάλλεται αλλού κατά την περιφορά του Επιταφίου και ταιριάζει όσο κανένα άλλο με την περίπτωση, μια και η αρχή του είναι αυτό ακριβώς που απαιτεί η περίπτωση. Ιδιαίτερα εκείνο το «δος μοι τούτον τον ξένον», το οποίο ποιητικά επαναλαμβάνεται, οδηγεί τον πιστό στον Τόπο του Κρανίου και τον κάνει να συμμετέχει στο Πάθος του Θεανθρώπου.

Μετά το τέλος της ανάγνωσης ο εφημέριος σηκώνεται και ανεβαίνει σε μικρή σκάλα, την οποία ο νόντσολος (νεωκόρος) έχει τοποθετήσει, για την περίπτωση, μπρος από τον Εσταυρωμένο. Με σεβασμό και σιωπή βγάζει τα καρφιά, από τα χέρια και τα πόδια και στην συνέχεια, ενώ οι ψάλτες, στο ζακυνθινό ιδίωμα πάντα, ψάλλουν το: «Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν, ο Αριμαθαίας καθείλεν…» κατεβάζει σιγά – σιγά το σώμα του Χριστού, προσέχοντας να έχει τελειώσει την Αποκαθήλωση ακριβώς με το τέλος του τροπαρίου.

Εδώ ας σημειωθεί πως ο ζακυνθινός Εσταυρωμένος δεν έχει καμιά σχέση με τον γνωστό βυζαντινό, αλλά είναι περισσότερο φυσικός και ανθρώπινος, ζωγραφισμένος, μάλιστα και από την πίσω πλευρά. Στις άκρες του το ξύλο είναι μαλακά φαγωμένο, δίνοντας υποψία ανάγλυφου και η επιγραφή είναι στην κορυφή του αυτή ακριβώς που μας παραδίδουν οι Ευαγγελιστές. Η σε τρείς γλώσσες «γεγραμμένη αιτία» : «Ι. Ν. Β. Ι».

Ακολούθως ο ιερέας τοποθετεί το σώμα του νεκρού Ναζωραίου σε ολόλευκο και καθαρό σεντόνι, που το κρατούν επιφανείς ενορίτες, την ώρα που από τον χορό ακούγεται το δεύτερο τροπάριο των αποστίχων: «Ότε εν τω τάφω τω καινώ, υπέρ του παντός κατετέθης…» και αφού το ράνει με λουλούδια και αρώματα, το τυλίγει, το τοποθετεί στους ώμους του και το οδηγεί στο Ιερό, όπου σαν εισέλθει, κλείνει τη θύρα.

Η πόρτα του Ιερού, στη οποία συχνά στις ζακυνθινές εκκλησίες είναι ζωγραφισμένο το «Ίδε ο Άνθρωπος» ή ο Άγγελος Πιετά, θέμα καθαρά τοπικό, ανοίγει με την αρχή του δοξαστικού των αποστίχων: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον…». Από αυτήν εξέρχεται ο εφημέριος, έχοντας αυτήν την φορά στους ώμους του τυλιγμένο σε σεντόνι τον Αμνό.

Ο Αμνός είναι παρόμοια με τον Εσταυρωμένο εικόνα, η οποία παριστά τον Ιησού νεκρό, ζωγραφισμένη και από τις δύο πλευρές. Έχει και αυτός καθαρά αναγεννησιακό χαρακτήρα και οι άκρες του είναι ελαφρά φαγωμένες, έτσι ώστε να θυμίζουν σώμα.

Γίνεται τριπλή περιφορά του Αμνού στο κέντρο του ναού και ο ιερέας με το τέλος του τροπαρίου στέκεται μπρος στο κουβούκλιο του Επιταφίου, το οποίο είναι ένα αληθινό κομψοτέχνημα, επιχρυσωμένο, ντυμένο με βελούδο και ως εκ τούτου μη στολισμένο, όπως αλλού, με λουλούδια. Την ώρα του απολυτίκιου: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ…» το νεκρό σώμα ξετυλίγεται από το σεντόνι και με την φράση: «εν μνήματι κενώ, κηδεύσας απέθετο», τοποθετείται μέσα στο κουβούκλιο.

Με το δεύτερο τροπάριο: «Ταις μυροφόροις γυναιξί…» ο ιερέας ραίνει τον Αμνό πρώτα και μετά τους πιστούς με λουλούδια και αρώματα και η τελετή τελειώνει, μαζί με την ακολουθία.

Οι παρευρισκόμενοι προσκυνούν τον Επιτάφιο, παίρνοντας τα μαδημένα λουλούδια, τα οποία και αυτά λέγονται «Αμνός» και τα μεταφέρουν σε καθαρό μαντήλι στο σπίτι τους. Λίγα από αυτά τα βάζουν σε ένα ποτήρι με νερό, με το οποίο πλένουν τα μάτια τους, για λόγους υγείας και τα υπόλοιπα τα κρατούν στο εικονοστάσι και τον χειμώνα, όταν έχει κακοκαιρία και πέφτουν αστραπές και βροντές, τα βάζουν στο λιβανιστήρι και θυμιάζουν μ’ αυτά, για να απομακρύνουν το κακό.

Κάθε παράσταση, όμως, έχει και την δική της μουσική. Την δική μας την συνοδεύει το «χήρεμα της καμπάνας», που ξεκινά με την λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης και λήγει το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, με την Γκλόρια και το Κομμάτι, με την άλλη θεατρική αναπαράσταση, που είναι ο σεισμός και με αυτήν, αν είμαστε καλά, θα ασχοληθούμε μιαν άλλη φορά.

Έχει, επίσης, και το ενδυματολογικό της χρώμα, όπου στην περίπτωσή μας είναι ο με μαύρα άμφια ντυμένος λειτουργός, επίσκοπος, ιερέας ή διάκονος, ο οποίος πενθεί τον χαμό του ιδρυτή της πίστης του, σε αντίθεση με την καθαρά ορθόδοξη άποψη, η οποία δεν δέχεται το πένθος.

Να, γιατί εμείς οι Ζακυνθινοί δεν μπορούμε να καταλάβουμε αλλού το Μεγαλοβδόμαδο και προ πάντων την Μεγάλη Παρασκευή. Η τέχνη είναι μέρος της ζωής και της λατρείας μας.

Καλό μεγαλοβδόμαδο!

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Dionisis N. Mousmoutis: MISCELLANEA FOSCOLIANA (Aspetti Storici-Biografici)

Edizione Trimorfo, Zante, 2010


S O M M A R I O


1.- INFORMAZIONI SULLA FAMIGLIA DI UGO FOSCOLO

Il volume è in qualche misura un ritratto storico della famiglia Foscolo, che si stabilì a Corfù alla fine del XVII secolo, proveniente da Creta, che era caduta sotto il dominio degli Ottomani nel 1669.

I genitori del grande poeta erano Andrea Foscolo, che esercitava a Zante la professione di medico, e Diamantina Spathì (la famiglia della quale tramite il padre Narkissos Spathìs era legata con vincoli di parentela alla famiglia Foscolo). Il primo frutto del loro matrimonio fu Nikolaos Foskolos (26 gennaio 1778), che in seguito a Venezia, aggiungerà al proprio nome anche «Ugo», e seguirono Rubina (10 dicembre 1779), Giovan[ni]-Dionigi (27 febbraio 1781) e Constantino-Anghelo (25 novembre 1787). La vita del Poeta fu duramente provata dalle disgrazie famigliari: il terribile colpo della morte del padre Andrea per tubercolosi (12 ottobre 1788), il suicidio del fratello Giovanni (1801), la morte della madre (1817). La storia della famiglia si chiude xcon il suicidio del fratello Giulio (1838).

Ugo rimase per due anni (1804-1805) sulle rive della Manica in servizio come capitano di fanteria e aiutante di campo nel corpo di spedizione italiano annesso all’esercito napoleonico. Li si legherà alla giovane inglese Fanny Emerytt, da cui avrà una figlia, Floriana, che lo accudirà amorevolmente nell’ultimo anno di vita, finché spirò a Londra il 10 settembre 1827.


2. GIUSEPPE PECCHIO, EMILIO TIPALDO E GIULIO FOSCOLO.
TENTATIVI DI UNA BIOGRAFIA «TESTIMONATA»

Subito dopo la sua scomparsa, sono molti coloro che si impegnano per redigere una biografia del Foscolo. Lo scrittore e critico Michele Leoni vedrà respinta come non rispondente al vero la breve biografia che aveva pubblicato nel 1829: infatti il fratello di Ugo, Giulio, si sta adoperando in quegli anni per dare alle stampe quella che egli vuole sia una biografia degna del grande poeta. In stretta collaborazione con Giulio lavora anche la nobildonna Quirina Mocenni Magiotti, protagonista in passato di un breve relazione con Ugo. Quando l’amico di Foscolo Giuseppe Pecchio, amico di Foscolo, manifestò le sue intenzioni di scrivere anch’egli una biografia del poeta, la Magiotti lo aiutò, offrendogli materiale documentario dal proprio archivio personale, ma la sua opera non lasciò soddisfatta né la Magiotti né Giulio, mentre una analoga iniziativa presa da Leopoldo Cicognara restò, sembra, incompiuta. Non ebbe seguito, anche se fu al centro di accese discussioni, anche il lavoro di Giulio Tipaldo, che suscitò le ire della Magiotti. Fra i numerosi altri che si cimentarono nell’impresa, abbiamo notizia anche del patriota, filosofo e politico Giuseppe Mazzini, nonché dell’italo-dalmata Niccolò Tommaseo.

Per avere la prima vera biografia di Ugo Foscolo bisogna però aspettare il 1842, l’edizione veneziana del grande intellettuale Luigi Carrer.


3.- LA GRECIA E LE OSSA DI FOSCOLO

«che qualunque sia per riescire la mia dimora al Zante, pur la mia andata è oggimai deliberate e prefissa da me in guisa, che la morte sola potrebbe smuvermi dal proposito» scriveva dall’Inghilterra Foscolo a Giuseppe Reinaud. Purtroppo il 10 settembre 1827 la morte lo colse a Londra, in grande povertà, a soli 49 anni. Zante lo pianse e il poeta nazionale greco Dionysios Solomòs, nella cerimonia del 19 novembre 1827, recitò nella chiesa di San Marco lo splendido epicedio scritto per l’occasione «Elogio a Ugo Foscolo». A quel tempo i parenti stretti zantioti del poeta non pensarono di trasportare la salma nell’isola, anche se Ugo aveva espresso il desiderio di ritrovare in patria la sua ultima dimora. La questione fu presto dimenticata, fino a quando si venne a sapere che nell’aprile 1870 il governo italiano si era attivato: dopo l’autorizzazione del governo inglese al disseppellimento, le ossa di Foscolo furono trasferite accanto al cenotafio di Dante, nella basilica di Santa Croce a Firenze. Venuto a conoscenza della richiesta italiana, anche il mondo intellettuale di Zante si attiva per richiedere i preziosi resti del poeta, ma tutte le iniziative presso il governo greco che si mobilita a sua volta presso le autorità inglesi, cadono nel vuoto, come pure altri tentativi presso gli italiani. Le cronache del tempo registrano la delusione per la sconfitta, la questione ma anche lo sdegno per la lunga indifferenza da parte dei parenti del poeta, e degli abitanti di Zante.


4.- LA CASA DI FOSCOLO

Nella capitale dell’isola di Zante prima del terremoto e fino al 6 novembre 1940, quando fu distrutta dai bombardamenti degli italiani, nel quartiere di Panagia Odigitria era ancora possibile visitare la piccola casa popolare in cui aveva vissuto il poeta da bambino dall’ottobre 1780 fino al luglio 1785, quando il padre Andrea dal 1784ricevette l’incarico di primario presso l’ospedale di Spalato, e qui lo raggiunse la famiglia. Cento anni dopo, nel 1881 la casa lasciata in abbandono divenne proprietà del ricco commerciante Ilias Makris Pachygiannis, che aveva intenzione di abbatterla. Per fortuna il sindaco di Zante Lucà Carrer non solo non gli concesse il permesso di demolizione, ma respinse anche la richiesta d’acquisto da parte del governo italiano, giunta attraverso il console italiano a Zante, comportamento che fu applaudito dagli intellettuali di Zante elogiò, e fra i sostenitori ci furono figure di spicco come Spyridon De Biagi e Andrea Martzoki. Ma anche in Italia il tema della casa di Foscolo, il suo abbandono, la ventilata demolizione, accesero grandi discussioni, e ammiratori di Foscolo come Francesco Di Mento e Michele Montardo scrissero sonetti ispirandosi alla sorte di questa povera casa. Infine nel 1886 il comune di Zante decise di acquistare la casa, che dal 1888 ospita la Biblioteca Foscoliana, ordinata e raccolta per opera del sindaco Lucà Carrer.


5.- IL CASO DI ADRIANO MARCHESE COLOCCI

Adriano Colocci (1855-1941), figlio del patriota e senatore Antonio Colocci, fu uno degli spiriti più inquieti del suo tempo. Insegnò presso diverse università, scrisse saggi importanti come la sua ricerca sugli zingari d’Europa, viaggiò in tutto il mondo riportando le sue esperienze in cronache di viaggio, esercitò un’intensa attività politica, e nel 1885 combatté nei Balcani come pure nella Prima guerra mondiale. Fu anche un ardente filelleno: diede il suo appoggio alle rivendicazioni nazionali e unitarie della Tessaglia alla Grecia, per un periodo combatté a fianco dei rivoluzionari greci nel Pilion, e anche negli anni successivi non mancò di sostenere la causa nazionale della Grecia, che per questo gli conferì onori. Nel 1886, durante il suo viaggio in Grecia si recò a Zante e visitò la casa di Foscolo. Subito entusiasta nell’apprendere che il comune aveva deciso di acquistarla, propose di collocare davanti all’ingresso il busto del poeta, che avrebbe fatto eseguire a sue spese. La statua fu realizzata a Firenze, ma quando fu pronta, il comune di Zante si trovò nell’impossibilità economica di finanziarne il trasporto fino all’isola, e poiché il governo greco respinse ogni richiesta di aiuto, la generosa offerta di Colocci andò vanificata. Ma egli non fu certo dimenticato a Zante, dove il suo gesto del filelleno trovò ampia eco e il poeta Ioannis Tsakasianos gli dedica un sonetto.


6.- UNA TRADIZIONE IGNOTA DEI SEPOLCRI DA PARTE DI ANTONIO MANUSSOS

Antonios Manussos (Corfù 1822-Venezia 1903), intellettuale e artista teatrale d’avanguardia nell’ambito greco, si stabilì nel 1845 in Italia per compiere i suoi studi universitari. Spirito libero, abbracciò le idee del Risorgimento e restò fedele ad esse identificandosi con la lotta per l’indipendenza unità e liberazione nazionale dell'Italia: prese parte alla rivoluzione veneziana nel 1848-1849 contro gli austriaci, come pure in molte battaglie nelle fila dell’esercito nazionale italiano dal 1859 in poi. Per i suoi meriti di valore sarà insignito del titolo di Cavaliere da parte del governo italiano. Gli anni in cui rientra in Grecia (decennio 1850, 1874-1877, fine 1880) lo vedono insegnare teatro presso la scuola drammatica e lingua italiana, ma all’inizio degli anni ’90 lascerà definitivamente la Grecia, deluso dai suoi connazionali, e si stabilirà a Trieste fino alla morte. Manussos è autore di un’opera poetica di rilievo, e presso l’Archivio dell’Istituto Greco di Venezia si conservano appunti manoscritti sotto il titolo di ‘Ciceone’, che raccolgono preziosi elementi per ricostruire le sue idee e interessi. Fu grande ammiratore di Foscolo, e fra le sue carte infatti troviamo molti riferimenti e ricaviamo inoltre la notizia che egli tradusse in greco I Sepolcri, l’opera foscoliana forse più tradotta in Grecia nel XIX e XX secolo. Probabilmente Manussos cominciò o ultimò l’opera di traduzione nel 1886, negli anni in cui il comune di Zante acquistava la casa del poeta. Purtroppo la traduzione è andata perduta, o perché Manussos non trovò un editore oppure perché la affidò a un editore a cui si affidò (forse D.Thereianòs) non si occupò poi della effettiva pubblicazione.


7.- UGO FOSCOLO E LA CRITICA LETTERARIA DI SINISTRA FRA LE DUE GUERRE

Nel novembre del 1927 si organizzano a Zante manifestazioni ufficiali di Italia e Grecia per celebrare i cento anni dalla morte del poeta. Si tratta di una iniziativa partita nel marzo 1926 quando è al governo il

dittatore Pankalos, che intendeva in questo modo fare un gesto di avvicinamento all’Italia, e venne poi portata avanti dal nuovo governo in carica nell’agosto 1926, dopo il rovesciamento di Pankalos da parte di Kondylis. Il governo italiano diede il proprio sostegno e partecipò in forma ufficiale alle cerimonie. Molti intellettuali greci però videro dietro questa presenza ufficiale dell’Italia un tentativo di promuovere la propaganda fascista in Grecia. Sulle colonne del quotidiano Rizospastis si accende un appassionato dibattito: Nikos Katiforis difende il valore poetico ma anche la personalità di Foscolo, «in continuo scontro con il dispotismo delle classi dominanti del suo tempo»; Petros Pikròs sminuisce la portata dell’opera di Foscolo e lo accusa: «non si interessò delle spinte moderne della società a lui contemporanea» e lo stigmatizza come «avventuriero, agente di Napoleone, del re Luigi, dello zar e del governo inglese». Questa polemica ha sicuramente radici più profonde, che vanno rintracciate negli scontri ideologici in seno alla Sinistra, che lasciano inevitabilmente il segno anche sulla critica letteraria, come provano anche le riviste letterarie di quegli anni.


8.- BIBLIOGRAFIA DI UGO FOSCOLO.
REGISTRO DELLE PUBBLICAZIONI NELLA STAMPA ATENIESE DEL 1927

Dobbiamo ammettere l’assenza di una Bibliografia Foscoliana, un’opera fondante che avrebbe dato un contributo decisivo alla diffusione degli studi foscoliani in Grecia. Si tratta di un lavoro di ricerca impegnativo, ma non così vasto quanto sono stati i lavori corrispondenti per esempio su Dionysios Solomòs o Andreas Kalvos.

In questo territorio lacunoso brillano però alcuni lavori, i preziosi studi bibliografici di Dionysis Serràs e di Fanì Kazantzì. Nel 2002 Serràs ha cercato nei quotidiani di Atene e nelle riviste del 1927 articoli e pubblicazioni relativi alle cerimonie di celebrazione del centenario di Foscolo a Zante: durante lo spoglio dei materiali, sono venute alla luce un grande numero di pubblicazioni sul poeta. Fra queste, alcuni testi anche di un certo rilievo e fino ad ora sconosciuti di giornalisti noti, scrittori e intellettuali dell’epoca. Si tratta di 213 lemmi in totale, che comprendono notizie, corrispondenze, reportages, commenti di attualità, cronache, conferenze, saggi, traduzioni, critiche e presentazioni di edizioni.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ: α. GLORY, β. ΣΦΟΥΓΓΑΡΙ, γ. ΧΛΩΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ (τρία ανέκδοτα ποιήματα)



GLORY, GLORY ALLELUIA!

Σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια τὰ μοιραῖα,
τὰ παρακεντέδικα,
τὰ ζηλεμένα χρόνια τῆς Τρόϊκας,
ἡ δόξα μὲ τ’ ἀθάνατα φτερά,
ποὺ στὴν Ἑλλάδα πάντα,
ὡς γνωστόν, περιπατεῖ,
στεφάνια πλέκει μ’ ἄνθη θαλερά
καὶ στεφανώνει τοὺς κατακοίτους
τοῦ πνεύματος,
τοὺς ἀριστεῖς τῆς ἁρπαχτῆς,
τοὺς παγκρατιστὲς τῆς λούφας
καὶ τῆς μίζας,
τοὺς παραλύτους τοῦ ἤθους,
τοὺς βαθυστόχαστους ἀναλυτὲς
τοῦ κεκρυμμένου μυστηρίου τοῦ φραπὲ
καὶ ὅλους τοὺς χρυσόπαστους
ἐπιφανεῖς φελλοὺς
ποὺ κοσμοῦν τὴν πανωραία
τῆς Δημοκρατίας μας ἀτμόσφαιρα,
τοῦ νοήμονος κοινοῦ χειροκροτοῦντος
αὐτοπροαιρέτως καὶ ἐπιψηφίζοντος.

-Glory, glory alleluia!...
Δυὸ ζευγάρια, πέντε βούγια!
Glory, glory alleluia!...
Νὰ ὁ ταμπλᾶς μὲ τὰ κουλούρια!
Glory, glory, γιούργια, γιούργια!

Πειραιάς, 6-4-2011




ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΟΥ

Στὴν Κάλυμνο, στὴ Σύμη καὶ στὴν Κούταλη,
τὰ σφουγγαρονήσια τῆς Πονεμένης Ρωμιοσύνης

Πές μου, σφουγγάρι, τὰ μυστικά σου!
Ἐξαγορέψου καὶ μολόγησέ τα ὅλα!
Μίλησε γιὰ τὰ ξέφρενα
ἀπελπισμένα γλέντια,
πρὶν ἀπ΄ τὴν ἀναχώρηση τῶν σφουγγαράδικων.
Πές μου γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν καϊκιῶν,
γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ πασκίζουνε
νὰ κρύψουν οἱ παπάδες,
γιὰ τὶς καμπάνες ποὺ ταρακουνοῦνε τὰ νησιὰ
μὲ βροντερὸ παράπονο.
Μίλα μου γιὰ τὰ παλληκάρια
ποὺ κάνουν τὸ σταυρό τους
καὶ κινοῦν σὰν μελλοθάνατοι.
Πές μου γιὰ τὰ ταξίδια τὰ ἀλαργινὰ
τῶν στεναγμῶν καὶ τῆς πικρῆς ἐλπίδας
στὴ Μπαρμπαριά, στὸ Τούνεζι καὶ στὸ Ἀλγέρι.
Πές μου γιὰ τὶς Καλύμνιες μάννες,
τὶς Κουταλιανὲς συζύγους
τὶς Συμιακὲς ἀρραβωνιαστικὲς
τῶν σφουγγαράδων,
γιὰ τὴν ἀγκούσα, τὰ τρομαγμένα ὄνειρα,
τοὺς φόβους καὶ τὰ μοιρολόγια τους
ὅσο κρατοῦσε τὸ φριχτὸ ταξίδι.
Πές μου, περίεργο ζωόφυτο,
γιὰ τὴν ἀνασομηχανή, τὸ σκάφανδρο
καὶ τὸ σκαντάλι.
Πές μου γιὰ τὴ φριχτὴ φωνή
-τὴν ἄκουσες τόσες φορές!-
τοῦ καπετάνιου: -Ἤ σφουγγάρι, ἤ τομάρι!
Μίλα μὲ τὴν κοιλεντερώδη σου λαλιὰ
γιὰ τὴν κρύα βουτιὰ τῶν παλληκαριῶν,
γιὰ τὴν ἀπαίσια μοναξιά τους στὸ βυθό,
τὴν ἀγωνία τους νὰ σὲ ἀνακαλύψουν
στὸ σκοτεινὸ βιότοπό σου.
Πές μου γιὰ τοὺς καβγάδες
καὶ τ’ ἀλληλομαχαιρώματα
γιὰ τὸ χατήρι σου
στοὺς ὑδατόστρωτους τάφους.
Μίλα γιὰ τὴ διατεταγμένη λήθη
ὅσων καθυστεροῦσαν νὰ σὲ βροῦν,
καὶ γιὰ τὸ τρἐμουλο
τὸ παραπονεμένο τῆς καρδιᾶς τους.
Πές μου τί ξέρεις
γιὰ τὴν ἀποφώλια «νόσο τῶν δυτῶν»,
γιὰ τὰ ἀπελπισμένα δάκρυά τους.
Πές μου γι’ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν στὸν ἀφρὸ
παράλυτοι, νεκρόζωοι,
μ’ ὅλα τὰ ὄνειρα σβησμένα.
Πές μου γιὰ ὅσους τοὺς κατάπιαν τὰ θερόψαρα
καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ βρῆκαν τάφο πρόχειρο
τὶς ἀμμουδιὲς τῆς Μπαρμπαριᾶς.
Πές μου γιὰ τὴ σημαία τὴ μετζάστα
στὸ κατάρτι τοῦ γυρισμοῦ,
τὶς πένθιμες καμπάνες ποὺ τὴν ὑποδέχονταν,
τὰ οὐρλιαχτὰ καὶ τὰ μαλλιοτραβήγματα τῶν γυναικῶν,
τὰ κλάμματα καὶ τὰ τσιρίγματα τῶν ὀρφανῶν
καὶ τὶς κατάρες γιὰ τὸν λιθοκάρδιο καραβοκύρη.
Μίλα μου γιὰ τὰ πάνδημα μνημόσυνα
τῶν ψυχόβγαλτων στεναγμῶν,
ποὺ δὲν ἀφήνουν πράσινο φύλλο
νὰ στολίσῃ τὴν Κάλυμνο.
Ἔλα ἐδῶ, κοπάδικο,
ἔλα, τσιμούχα, ἔλα, ματαπᾶ,
ἔλα, μελάθη, ἔλα καὶ ἐσὺ ψαθούρι,
καὶ μιλῆστε μου ἀνοιχτά!
Πέστε τα μου ὅλα ἐνώπιον τοῦ Ἅη Νικόλα!
Δὲν ἀντέχω νὰ σᾶς νιώθω στὸ λουτρὸ
νὰ μὲ χαϊδεύετε ἀνέμελα,
ὡσὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτε!

Πειραιεύς, 28-12-2010




ΧΛΩΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΕΛΗΑ: Καλόγρηα ἐν μοναζούσαις σεμνοτάτη,
δασκάλα προσευχῆς πολυκατάνυκτης.

ΔΡΥΣ: Ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ εὐσεβὴς Βασιλεὺς
καὶ Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων.

ΦΟΙΝΙΚΙΑ: Ὑψηλοτάτη βυζαντινὴ πριγκήπισσα,
ἐν περισέμνῳ στολισμῷ ὡραιότητος.

ΕΛΑΤΟΣ: Πατριάρχης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας
ἐν θεοπτείᾳ μεγαλειότητος.

ΠΛΑΤΑΝΟΣ: Ἀρχιερεὺς Ὀρθόδοξος, ἐν χλωρότητι
χρυσίου περιδρόσου ἐστολισμένος.

ΠΕΥΚΟ: Μυρεψὸς ὀρέων
καὶ βράχων ἀπορρόγων παραθαλασσίων.

ΠΡΙΝΟΣ: Νηπτικὸς ἀσκητὴς προσευχόμενος
γονυκλινῶς εἰς ἐρημαίους λόφους.

ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΣ: Ἄρχων Πρωτοψάλτης Πατριαρχικός,
ἐν σεμνότητι κινήσεων χοραρχῶν.

ΚΕΔΡΟΣ: Ἰσοκράτης μελῳδίας
θεοπρεποῦς, οὐρανίου.

ΑΜΠΕΛΟΣ: Εὐθυνοῦσα βότρυν ζωῆς
τὸν πέπυρον, ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει.

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ: Κοῦρος ἀρχαϊκὸς, θρηνῶν
μὲ ἀξιοπρέπεια τὸν Ἄδωνι.

ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ: Κόρη Ἀθηναία πεπλοφοροῦσα
στὴν πομπὴ τῶν Μεγάλων Παναθηναίων.

ΔΑΦΝΗ: Διαχρονικὴ ἑλληνικὴ ταυτότης
περίδοξος.

ΜΥΡΣΙΝΗ: Εὐκλεὴς χαρακτὴρ
τοῦ εὐάνδρου Γένους τῶν Ρωμαίων.

ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ: Ἰχθύων φόβος, θυμίαμα εὔοσμον
Εὐφροσύνου Ὁσίου, τοῦ ὀψοποιοῦ.

ΘΥΜΑΡΙ: Φουστανελλοφόρο βοσκόπουλο, αὐλίζον
ἆσμα ἡρωικὸ καὶ κλέφτικο τοῦ ἀθανάτου 21.

ΜΑΣΤΙΧΟΔΕΝΔΡΟ: Πενθηφόρος ἀρχόντισσα, εὐώδη δάκρυα
καταχέουσα ὑπὲρ σφαγίων ἱερῶν ἐθελοθύτων.

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ: Φαιδρότης ἀπονήρου
ἐφηβείας εὐσχήμονος.

ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ: Ὁδῶν ἀστικῶν μυρίπνοον στόλισμα
καὶ μυστηπόλος ἐαρινῶν σκιρτημάτων νεότητος.

ΛΕΜΟΝΙΑ: Καλλίστηθος κόρη Ἀτθὶς
κανιστροφόρος τῶν Ἐλευσινίων.

ΡΟΔΙΑ: Κυπρία μάννα ἱλαροπρόσωπη,
ἐν εὐσεβείας γνησιότητι ὑπερπολύτεκνη.

ΜΟΥΡΙΑ: Νεόνυμφη χωριατοπούλα ἐντροπαλή,
μὲ ὁλομέταξη ἐσθῆτα κυριακάτικη.

ΣΥΚΙΑ: Σύσσημον φιλανδρείας ἐπιψόγου,
ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καταρασθεῖσα
καὶ παραχρῆμα ξηρανθεῖσα.

Πειραιεύς, 3-12-2010


[Εικονογράφηση: Χαρακτικά Βίκυς Τσαλαματά]

Εφημερίδα "η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ", φύλλο 1ο, Απρίλιος-Ιούνιος 2011


Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Γιώργου Λέκκα: ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


[Προδημοσίευση από την ομότιτλη ποιητική συλλογή]


ΧΑΜΗΛΗ ΝΕΦΩΣΗ
 

1

Ἡ ψυχή μου ἤθελε
νὰ ρουφήξει τὸ χρυσὸ
πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα-
καϊμάκι ἀπὸ καφὲ
ποὺ νὰ μὴν τελειώνει.


2

Καρδιά μου σπάσε
κι ὅπου τινάξει
στάλες τὸ αἷμα σου
κάνε νὰ γεννηθοῦν
καινούργια ἄστρα.


10

Μιὰ χαμηλὴ νέφωση
δοκίμασε νὰ μὲ πάρει
ἀλλὰ βρῆκε ἀκόμα νά ΄μαι
ἀρκετὰ βαρὺς
ἀπ΄ τὶς τόσες σκέψεις.



ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Λιακάδα μου
ἔλα καὶ τέλειωσέ μου
τὸ περήφανο κεφάλι
ἐπειδὴ προτοῦ νὰ ξαναγεννηθῶ
σὰν σκέψη κίτρινη
μοῦ ζητήθηκε
νὰ γνωματεύσω
ἂν ἔχει γίνει τελικὰ
τὸ φῶς.



ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

Λείπεις ἀλλὰ μὲ κατευθύνεις
σὰ μαριονέτα μέσα ἀπ΄ τὴν καρδιά μου.
Βλέπεις, ἐπειδὴ φαντάστηκα
πὼς θὰ σωθῶ ἂν σὲ κερδίσω
θυσίασα ἀκόμα καὶ τὴν ἐλευθερία μου
κι ἔτσι βρέθηκα νά ΄μαι τώρα
δυὸ φορὲς σκλαβωμένος.
Λείπεις, ἀλλὰ μπορῶ νὰ σὲ ψέξω
ποὺ δὲν παραιτήθηκες
ἀπ΄ τὴν τόση εὐρυχωρία
γιὰ νὰ μὲ κατευθύνεις τώρα
σὰ μαριονέτα μέσα ἀπ΄ τὴν καρδιά μου;



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Κρατῶ τὸ χέρι σου
λατρεία μου
νὰ μεγαλώνεις
μὲς τὰ ὄνειρά σου.
Μὰ ἐσὺ μεγάλωσες κιόλας
λατρεία μου
ἐνῶ κοιμόσουνα
μὲς τὰ ὄνειρά μου.



ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ἐγωϊσμὸς εἶναι
τὸ φάντασμα
τοῦ ἑαυτοῦ σου
ποὺ μεσολαβεῖ
ἀνάμεσα σὲ σένα
καὶ τὸν κόσμο
καὶ σ’ ἐμποδίζει
νὰ τοὺς γνωρίσεις
καὶ τοὺς δύο.
Related Posts with Thumbnails