© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Η ζακυνθινή Αποκαθήλωση

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Η Ζάκυνθος ήταν πάντοτε συνυφασμένη με το θέατρο. Παρακολουθούσε παραστάσεις, ερμήνευε, έγραφε και χάρισε στο πανελλήνιο μερικούς από τους πιο αξιόλογους, πρώτους και πρωτοποριακούς ηθοποιούς. Γιόρταζε με «Ομιλίες», όχι μονάχα το Καρναβάλι της, αλλά και άλλες της γιορτές, όπως αυτήν της απαρχής του δικού της, ξεχωριστού Μεγαλοβδόμαδου, την Κυριακή των Βαΐων, έκανε την υποκριτική τέχνη και διδασκαλία επινίκια, αποθέωσε πριμαντόνες, έχτισε και ξανάχτισε τον «Φώσκολο». Ο Τζαντιώτης, σ’ όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκε, ήξερε άριστα να τιμά την αίθουσα με το σανίδι και τα θεωρεία, βάζοντας τα καλά του, όπως στις επίσημες γιορτές στην εκκλησία, αλλά και να συντηρεί την πρωτοπορία του δρόμου και της πλατείας, μέσω της οποίας διασκέδαζε, εκφραζόταν και διεκδικούσε, με μια αφαίρεση, που θα την ζήλευαν σήμερα πολλές ψαγμένες ομάδες. Όλα αυτά είναι σίγουρα ένα ακόμα δείγμα παιδείας και μια επιπλέον απόδειξη για την σωστική άνοδο του λαού και την αποφυγή για την επιζήμια κάθοδο του λαϊκισμού. Μ’ άλλα λόγια το νησί του Μοντσελέζε, του Ρούσμελη, του Γουζέλη, του Ξενόπουλου και του Ρώμα, για να περιοριστούμε στους πιο γνωστούς και σημαντικούς εκφραστές του είδους, δεν έκανε ποτέ την μιζέρια ταυτότητα, όπως πολύ συχνά στον καιρό μας συμβαίνει, αλλά πάντα φρόντιζε να διακωμωδεί από την σκηνή, αναζητώντας με τον τρόπο αυτό την πολύπλευρη και πολύμορφη άνοδό του, αλλά και την ευρωπαϊκή του ταυτότητα.

Ήταν συνακόλουθο, λοιπόν, η θεατρική του αυτή παιδεία και καλλιέργεια να διακλαδωθεί σε όλες τις εκφράσεις του και να διαδοθεί σε όλες τις μορφές της σχόλης και της καθημερινότητάς του. Προ πάντων η ευαισθησία του αυτή πέρασε στην λατρεία του και με την τέχνη του θεατρίνου και την γνώση του θεατή κατέληξε να τιμά τον Θεό του, κάνοντας πράξη την κοινή ετοιμολογία όλων των παραπάνω λέξεων.

Πολλές είναι οι σχετικές εκφράσεις πίστης του Ζακυνθινού μέσα στον ενιαύσιο κύκλο της λειτουργικής του ζωής. Για το θέμα αυτό, μάλιστα, θα χρειαζόταν και ειδική μελέτη. Ιδιαίτερα στην περίοδο του Μεγαλοβδόμαδου, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προσφέρεται για αναπαραστάσεις, η θεατροποίηση των μεστών λόγων των ημερών, είτε ύμνων, είτε ευαγγελίων, γίνεται σχεδόν καθημερινότητα και η τοπική, πλούσια παράδοση, αυτή που μας παρέδωσε, συν τοις άλλοις, και ένα δικό μας, ξεχωριστό τυπικό, γίνεται αιτία για μια επιπλέον σωστική ιδιορρυθμία.

Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν και να αναλυθούν γι’ αυτό το θέμα, μα λόγω χώρου και χρόνου, ας σταθούμε σήμερα, σ’ αυτό το προπαρασκευαστικά εορταστικό μας κείμενο, σε μια χαρακτηριστική αποκορύφωση των ιερών δρώμενων και μια συγκινητική τους έκφραση. Είναι η τελετή της Αποκαθήλωσης, όπου και αυτή στη Ζάκυνθο, όπως τόσα άλλα αυτές τις κατανυκτικές μέρες, τις αληθινά πενθηφορούσες, έχει την δική της μορφή και το ιδιαίτερό της χρώμα. Είναι μια παράδοση αιώνων, η οποία ευτυχώς ακόμα τελείται και μια κληρονομιά, όπου διατηρείται με πάθος, ακόμα και στις μέρες της μεγάλης υποχώρησης και της ανησυχητικής προδοσίας.

Μα ας προχωρήσουμε στο τοπικό τυπικό και την θεατρική του έκφραση. Αμέσως μετά το Ευαγγέλιο του Εσπερινού, που ακολουθεί τις Μεγάλες ή Βασιλικές Ώρες του πρωινού της Μεγάλης Παρασκευής, το οποίο αποδίδεται στον κυριότερο εκφραστή του Θείου Πάθους, τον και από τον πολύ Παζολίνι εντοπιζόμενο Ματθαίο, μα στην ουσία είναι συρραφή δικών του κειμένων, αλλά και του Λουκά και του Ιωάννη, ο ιερέας εξέρχεται από το Ιερό και αφού σε άκρα σιωπή θυμιάσει και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τον καθαρά αναγεννησιακό Εσταυρωμένο, ο οποίος βρίσκεται στην μέση του ναού, στηριγμένος στην μπαρόκ τέχνης βάση του, που ονομάζεται Γολγοθάς, γονατίζει μπροστά του και μιμούμενου τον Αριμαθαίο Ιωσήφ ζητά από τον Πιλάτο το σεπτό σώμα. Για το σκοπό αυτό το ντόπιο τυπικό έχει μεταφέρει σ’ αυτό το σημείο της ακολουθίας το τροπάριο του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου: «Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας…», το οποίο ψάλλεται αλλού κατά την περιφορά του Επιταφίου και ταιριάζει όσο κανένα άλλο με την περίπτωση, μια και η αρχή του είναι αυτό ακριβώς που απαιτεί η περίπτωση. Ιδιαίτερα εκείνο το «δος μοι τούτον τον ξένον», το οποίο ποιητικά επαναλαμβάνεται, οδηγεί τον πιστό στον Τόπο του Κρανίου και τον κάνει να συμμετέχει στο Πάθος του Θεανθρώπου.

Μετά το τέλος της ανάγνωσης ο εφημέριος σηκώνεται και ανεβαίνει σε μικρή σκάλα, την οποία ο νόντσολος (νεωκόρος) έχει τοποθετήσει, για την περίπτωση, μπρος από τον Εσταυρωμένο. Με σεβασμό και σιωπή βγάζει τα καρφιά, από τα χέρια και τα πόδια και στην συνέχεια, ενώ οι ψάλτες, στο ζακυνθινό ιδίωμα πάντα, ψάλλουν το: «Ότε εκ του ξύλου σε νεκρόν, ο Αριμαθαίας καθείλεν…» κατεβάζει σιγά – σιγά το σώμα του Χριστού, προσέχοντας να έχει τελειώσει την Αποκαθήλωση ακριβώς με το τέλος του τροπαρίου.

Εδώ ας σημειωθεί πως ο ζακυνθινός Εσταυρωμένος δεν έχει καμιά σχέση με τον γνωστό βυζαντινό, αλλά είναι περισσότερο φυσικός και ανθρώπινος, ζωγραφισμένος, μάλιστα και από την πίσω πλευρά. Στις άκρες του το ξύλο είναι μαλακά φαγωμένο, δίνοντας υποψία ανάγλυφου και η επιγραφή είναι στην κορυφή του αυτή ακριβώς που μας παραδίδουν οι Ευαγγελιστές. Η σε τρείς γλώσσες «γεγραμμένη αιτία» : «Ι. Ν. Β. Ι».

Ακολούθως ο ιερέας τοποθετεί το σώμα του νεκρού Ναζωραίου σε ολόλευκο και καθαρό σεντόνι, που το κρατούν επιφανείς ενορίτες, την ώρα που από τον χορό ακούγεται το δεύτερο τροπάριο των αποστίχων: «Ότε εν τω τάφω τω καινώ, υπέρ του παντός κατετέθης…» και αφού το ράνει με λουλούδια και αρώματα, το τυλίγει, το τοποθετεί στους ώμους του και το οδηγεί στο Ιερό, όπου σαν εισέλθει, κλείνει τη θύρα.

Η πόρτα του Ιερού, στη οποία συχνά στις ζακυνθινές εκκλησίες είναι ζωγραφισμένο το «Ίδε ο Άνθρωπος» ή ο Άγγελος Πιετά, θέμα καθαρά τοπικό, ανοίγει με την αρχή του δοξαστικού των αποστίχων: «Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον…». Από αυτήν εξέρχεται ο εφημέριος, έχοντας αυτήν την φορά στους ώμους του τυλιγμένο σε σεντόνι τον Αμνό.

Ο Αμνός είναι παρόμοια με τον Εσταυρωμένο εικόνα, η οποία παριστά τον Ιησού νεκρό, ζωγραφισμένη και από τις δύο πλευρές. Έχει και αυτός καθαρά αναγεννησιακό χαρακτήρα και οι άκρες του είναι ελαφρά φαγωμένες, έτσι ώστε να θυμίζουν σώμα.

Γίνεται τριπλή περιφορά του Αμνού στο κέντρο του ναού και ο ιερέας με το τέλος του τροπαρίου στέκεται μπρος στο κουβούκλιο του Επιταφίου, το οποίο είναι ένα αληθινό κομψοτέχνημα, επιχρυσωμένο, ντυμένο με βελούδο και ως εκ τούτου μη στολισμένο, όπως αλλού, με λουλούδια. Την ώρα του απολυτίκιου: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ…» το νεκρό σώμα ξετυλίγεται από το σεντόνι και με την φράση: «εν μνήματι κενώ, κηδεύσας απέθετο», τοποθετείται μέσα στο κουβούκλιο.

Με το δεύτερο τροπάριο: «Ταις μυροφόροις γυναιξί…» ο ιερέας ραίνει τον Αμνό πρώτα και μετά τους πιστούς με λουλούδια και αρώματα και η τελετή τελειώνει, μαζί με την ακολουθία.

Οι παρευρισκόμενοι προσκυνούν τον Επιτάφιο, παίρνοντας τα μαδημένα λουλούδια, τα οποία και αυτά λέγονται «Αμνός» και τα μεταφέρουν σε καθαρό μαντήλι στο σπίτι τους. Λίγα από αυτά τα βάζουν σε ένα ποτήρι με νερό, με το οποίο πλένουν τα μάτια τους, για λόγους υγείας και τα υπόλοιπα τα κρατούν στο εικονοστάσι και τον χειμώνα, όταν έχει κακοκαιρία και πέφτουν αστραπές και βροντές, τα βάζουν στο λιβανιστήρι και θυμιάζουν μ’ αυτά, για να απομακρύνουν το κακό.

Κάθε παράσταση, όμως, έχει και την δική της μουσική. Την δική μας την συνοδεύει το «χήρεμα της καμπάνας», που ξεκινά με την λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης και λήγει το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, με την Γκλόρια και το Κομμάτι, με την άλλη θεατρική αναπαράσταση, που είναι ο σεισμός και με αυτήν, αν είμαστε καλά, θα ασχοληθούμε μιαν άλλη φορά.

Έχει, επίσης, και το ενδυματολογικό της χρώμα, όπου στην περίπτωσή μας είναι ο με μαύρα άμφια ντυμένος λειτουργός, επίσκοπος, ιερέας ή διάκονος, ο οποίος πενθεί τον χαμό του ιδρυτή της πίστης του, σε αντίθεση με την καθαρά ορθόδοξη άποψη, η οποία δεν δέχεται το πένθος.

Να, γιατί εμείς οι Ζακυνθινοί δεν μπορούμε να καταλάβουμε αλλού το Μεγαλοβδόμαδο και προ πάντων την Μεγάλη Παρασκευή. Η τέχνη είναι μέρος της ζωής και της λατρείας μας.

Καλό μεγαλοβδόμαδο!

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Dionisis N. Mousmoutis: MISCELLANEA FOSCOLIANA (Aspetti Storici-Biografici)

Edizione Trimorfo, Zante, 2010


S O M M A R I O


1.- INFORMAZIONI SULLA FAMIGLIA DI UGO FOSCOLO

Il volume è in qualche misura un ritratto storico della famiglia Foscolo, che si stabilì a Corfù alla fine del XVII secolo, proveniente da Creta, che era caduta sotto il dominio degli Ottomani nel 1669.

I genitori del grande poeta erano Andrea Foscolo, che esercitava a Zante la professione di medico, e Diamantina Spathì (la famiglia della quale tramite il padre Narkissos Spathìs era legata con vincoli di parentela alla famiglia Foscolo). Il primo frutto del loro matrimonio fu Nikolaos Foskolos (26 gennaio 1778), che in seguito a Venezia, aggiungerà al proprio nome anche «Ugo», e seguirono Rubina (10 dicembre 1779), Giovan[ni]-Dionigi (27 febbraio 1781) e Constantino-Anghelo (25 novembre 1787). La vita del Poeta fu duramente provata dalle disgrazie famigliari: il terribile colpo della morte del padre Andrea per tubercolosi (12 ottobre 1788), il suicidio del fratello Giovanni (1801), la morte della madre (1817). La storia della famiglia si chiude xcon il suicidio del fratello Giulio (1838).

Ugo rimase per due anni (1804-1805) sulle rive della Manica in servizio come capitano di fanteria e aiutante di campo nel corpo di spedizione italiano annesso all’esercito napoleonico. Li si legherà alla giovane inglese Fanny Emerytt, da cui avrà una figlia, Floriana, che lo accudirà amorevolmente nell’ultimo anno di vita, finché spirò a Londra il 10 settembre 1827.


2. GIUSEPPE PECCHIO, EMILIO TIPALDO E GIULIO FOSCOLO.
TENTATIVI DI UNA BIOGRAFIA «TESTIMONATA»

Subito dopo la sua scomparsa, sono molti coloro che si impegnano per redigere una biografia del Foscolo. Lo scrittore e critico Michele Leoni vedrà respinta come non rispondente al vero la breve biografia che aveva pubblicato nel 1829: infatti il fratello di Ugo, Giulio, si sta adoperando in quegli anni per dare alle stampe quella che egli vuole sia una biografia degna del grande poeta. In stretta collaborazione con Giulio lavora anche la nobildonna Quirina Mocenni Magiotti, protagonista in passato di un breve relazione con Ugo. Quando l’amico di Foscolo Giuseppe Pecchio, amico di Foscolo, manifestò le sue intenzioni di scrivere anch’egli una biografia del poeta, la Magiotti lo aiutò, offrendogli materiale documentario dal proprio archivio personale, ma la sua opera non lasciò soddisfatta né la Magiotti né Giulio, mentre una analoga iniziativa presa da Leopoldo Cicognara restò, sembra, incompiuta. Non ebbe seguito, anche se fu al centro di accese discussioni, anche il lavoro di Giulio Tipaldo, che suscitò le ire della Magiotti. Fra i numerosi altri che si cimentarono nell’impresa, abbiamo notizia anche del patriota, filosofo e politico Giuseppe Mazzini, nonché dell’italo-dalmata Niccolò Tommaseo.

Per avere la prima vera biografia di Ugo Foscolo bisogna però aspettare il 1842, l’edizione veneziana del grande intellettuale Luigi Carrer.


3.- LA GRECIA E LE OSSA DI FOSCOLO

«che qualunque sia per riescire la mia dimora al Zante, pur la mia andata è oggimai deliberate e prefissa da me in guisa, che la morte sola potrebbe smuvermi dal proposito» scriveva dall’Inghilterra Foscolo a Giuseppe Reinaud. Purtroppo il 10 settembre 1827 la morte lo colse a Londra, in grande povertà, a soli 49 anni. Zante lo pianse e il poeta nazionale greco Dionysios Solomòs, nella cerimonia del 19 novembre 1827, recitò nella chiesa di San Marco lo splendido epicedio scritto per l’occasione «Elogio a Ugo Foscolo». A quel tempo i parenti stretti zantioti del poeta non pensarono di trasportare la salma nell’isola, anche se Ugo aveva espresso il desiderio di ritrovare in patria la sua ultima dimora. La questione fu presto dimenticata, fino a quando si venne a sapere che nell’aprile 1870 il governo italiano si era attivato: dopo l’autorizzazione del governo inglese al disseppellimento, le ossa di Foscolo furono trasferite accanto al cenotafio di Dante, nella basilica di Santa Croce a Firenze. Venuto a conoscenza della richiesta italiana, anche il mondo intellettuale di Zante si attiva per richiedere i preziosi resti del poeta, ma tutte le iniziative presso il governo greco che si mobilita a sua volta presso le autorità inglesi, cadono nel vuoto, come pure altri tentativi presso gli italiani. Le cronache del tempo registrano la delusione per la sconfitta, la questione ma anche lo sdegno per la lunga indifferenza da parte dei parenti del poeta, e degli abitanti di Zante.


4.- LA CASA DI FOSCOLO

Nella capitale dell’isola di Zante prima del terremoto e fino al 6 novembre 1940, quando fu distrutta dai bombardamenti degli italiani, nel quartiere di Panagia Odigitria era ancora possibile visitare la piccola casa popolare in cui aveva vissuto il poeta da bambino dall’ottobre 1780 fino al luglio 1785, quando il padre Andrea dal 1784ricevette l’incarico di primario presso l’ospedale di Spalato, e qui lo raggiunse la famiglia. Cento anni dopo, nel 1881 la casa lasciata in abbandono divenne proprietà del ricco commerciante Ilias Makris Pachygiannis, che aveva intenzione di abbatterla. Per fortuna il sindaco di Zante Lucà Carrer non solo non gli concesse il permesso di demolizione, ma respinse anche la richiesta d’acquisto da parte del governo italiano, giunta attraverso il console italiano a Zante, comportamento che fu applaudito dagli intellettuali di Zante elogiò, e fra i sostenitori ci furono figure di spicco come Spyridon De Biagi e Andrea Martzoki. Ma anche in Italia il tema della casa di Foscolo, il suo abbandono, la ventilata demolizione, accesero grandi discussioni, e ammiratori di Foscolo come Francesco Di Mento e Michele Montardo scrissero sonetti ispirandosi alla sorte di questa povera casa. Infine nel 1886 il comune di Zante decise di acquistare la casa, che dal 1888 ospita la Biblioteca Foscoliana, ordinata e raccolta per opera del sindaco Lucà Carrer.


5.- IL CASO DI ADRIANO MARCHESE COLOCCI

Adriano Colocci (1855-1941), figlio del patriota e senatore Antonio Colocci, fu uno degli spiriti più inquieti del suo tempo. Insegnò presso diverse università, scrisse saggi importanti come la sua ricerca sugli zingari d’Europa, viaggiò in tutto il mondo riportando le sue esperienze in cronache di viaggio, esercitò un’intensa attività politica, e nel 1885 combatté nei Balcani come pure nella Prima guerra mondiale. Fu anche un ardente filelleno: diede il suo appoggio alle rivendicazioni nazionali e unitarie della Tessaglia alla Grecia, per un periodo combatté a fianco dei rivoluzionari greci nel Pilion, e anche negli anni successivi non mancò di sostenere la causa nazionale della Grecia, che per questo gli conferì onori. Nel 1886, durante il suo viaggio in Grecia si recò a Zante e visitò la casa di Foscolo. Subito entusiasta nell’apprendere che il comune aveva deciso di acquistarla, propose di collocare davanti all’ingresso il busto del poeta, che avrebbe fatto eseguire a sue spese. La statua fu realizzata a Firenze, ma quando fu pronta, il comune di Zante si trovò nell’impossibilità economica di finanziarne il trasporto fino all’isola, e poiché il governo greco respinse ogni richiesta di aiuto, la generosa offerta di Colocci andò vanificata. Ma egli non fu certo dimenticato a Zante, dove il suo gesto del filelleno trovò ampia eco e il poeta Ioannis Tsakasianos gli dedica un sonetto.


6.- UNA TRADIZIONE IGNOTA DEI SEPOLCRI DA PARTE DI ANTONIO MANUSSOS

Antonios Manussos (Corfù 1822-Venezia 1903), intellettuale e artista teatrale d’avanguardia nell’ambito greco, si stabilì nel 1845 in Italia per compiere i suoi studi universitari. Spirito libero, abbracciò le idee del Risorgimento e restò fedele ad esse identificandosi con la lotta per l’indipendenza unità e liberazione nazionale dell'Italia: prese parte alla rivoluzione veneziana nel 1848-1849 contro gli austriaci, come pure in molte battaglie nelle fila dell’esercito nazionale italiano dal 1859 in poi. Per i suoi meriti di valore sarà insignito del titolo di Cavaliere da parte del governo italiano. Gli anni in cui rientra in Grecia (decennio 1850, 1874-1877, fine 1880) lo vedono insegnare teatro presso la scuola drammatica e lingua italiana, ma all’inizio degli anni ’90 lascerà definitivamente la Grecia, deluso dai suoi connazionali, e si stabilirà a Trieste fino alla morte. Manussos è autore di un’opera poetica di rilievo, e presso l’Archivio dell’Istituto Greco di Venezia si conservano appunti manoscritti sotto il titolo di ‘Ciceone’, che raccolgono preziosi elementi per ricostruire le sue idee e interessi. Fu grande ammiratore di Foscolo, e fra le sue carte infatti troviamo molti riferimenti e ricaviamo inoltre la notizia che egli tradusse in greco I Sepolcri, l’opera foscoliana forse più tradotta in Grecia nel XIX e XX secolo. Probabilmente Manussos cominciò o ultimò l’opera di traduzione nel 1886, negli anni in cui il comune di Zante acquistava la casa del poeta. Purtroppo la traduzione è andata perduta, o perché Manussos non trovò un editore oppure perché la affidò a un editore a cui si affidò (forse D.Thereianòs) non si occupò poi della effettiva pubblicazione.


7.- UGO FOSCOLO E LA CRITICA LETTERARIA DI SINISTRA FRA LE DUE GUERRE

Nel novembre del 1927 si organizzano a Zante manifestazioni ufficiali di Italia e Grecia per celebrare i cento anni dalla morte del poeta. Si tratta di una iniziativa partita nel marzo 1926 quando è al governo il

dittatore Pankalos, che intendeva in questo modo fare un gesto di avvicinamento all’Italia, e venne poi portata avanti dal nuovo governo in carica nell’agosto 1926, dopo il rovesciamento di Pankalos da parte di Kondylis. Il governo italiano diede il proprio sostegno e partecipò in forma ufficiale alle cerimonie. Molti intellettuali greci però videro dietro questa presenza ufficiale dell’Italia un tentativo di promuovere la propaganda fascista in Grecia. Sulle colonne del quotidiano Rizospastis si accende un appassionato dibattito: Nikos Katiforis difende il valore poetico ma anche la personalità di Foscolo, «in continuo scontro con il dispotismo delle classi dominanti del suo tempo»; Petros Pikròs sminuisce la portata dell’opera di Foscolo e lo accusa: «non si interessò delle spinte moderne della società a lui contemporanea» e lo stigmatizza come «avventuriero, agente di Napoleone, del re Luigi, dello zar e del governo inglese». Questa polemica ha sicuramente radici più profonde, che vanno rintracciate negli scontri ideologici in seno alla Sinistra, che lasciano inevitabilmente il segno anche sulla critica letteraria, come provano anche le riviste letterarie di quegli anni.


8.- BIBLIOGRAFIA DI UGO FOSCOLO.
REGISTRO DELLE PUBBLICAZIONI NELLA STAMPA ATENIESE DEL 1927

Dobbiamo ammettere l’assenza di una Bibliografia Foscoliana, un’opera fondante che avrebbe dato un contributo decisivo alla diffusione degli studi foscoliani in Grecia. Si tratta di un lavoro di ricerca impegnativo, ma non così vasto quanto sono stati i lavori corrispondenti per esempio su Dionysios Solomòs o Andreas Kalvos.

In questo territorio lacunoso brillano però alcuni lavori, i preziosi studi bibliografici di Dionysis Serràs e di Fanì Kazantzì. Nel 2002 Serràs ha cercato nei quotidiani di Atene e nelle riviste del 1927 articoli e pubblicazioni relativi alle cerimonie di celebrazione del centenario di Foscolo a Zante: durante lo spoglio dei materiali, sono venute alla luce un grande numero di pubblicazioni sul poeta. Fra queste, alcuni testi anche di un certo rilievo e fino ad ora sconosciuti di giornalisti noti, scrittori e intellettuali dell’epoca. Si tratta di 213 lemmi in totale, che comprendono notizie, corrispondenze, reportages, commenti di attualità, cronache, conferenze, saggi, traduzioni, critiche e presentazioni di edizioni.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ: α. GLORY, β. ΣΦΟΥΓΓΑΡΙ, γ. ΧΛΩΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ (τρία ανέκδοτα ποιήματα)



GLORY, GLORY ALLELUIA!

Σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια τὰ μοιραῖα,
τὰ παρακεντέδικα,
τὰ ζηλεμένα χρόνια τῆς Τρόϊκας,
ἡ δόξα μὲ τ’ ἀθάνατα φτερά,
ποὺ στὴν Ἑλλάδα πάντα,
ὡς γνωστόν, περιπατεῖ,
στεφάνια πλέκει μ’ ἄνθη θαλερά
καὶ στεφανώνει τοὺς κατακοίτους
τοῦ πνεύματος,
τοὺς ἀριστεῖς τῆς ἁρπαχτῆς,
τοὺς παγκρατιστὲς τῆς λούφας
καὶ τῆς μίζας,
τοὺς παραλύτους τοῦ ἤθους,
τοὺς βαθυστόχαστους ἀναλυτὲς
τοῦ κεκρυμμένου μυστηρίου τοῦ φραπὲ
καὶ ὅλους τοὺς χρυσόπαστους
ἐπιφανεῖς φελλοὺς
ποὺ κοσμοῦν τὴν πανωραία
τῆς Δημοκρατίας μας ἀτμόσφαιρα,
τοῦ νοήμονος κοινοῦ χειροκροτοῦντος
αὐτοπροαιρέτως καὶ ἐπιψηφίζοντος.

-Glory, glory alleluia!...
Δυὸ ζευγάρια, πέντε βούγια!
Glory, glory alleluia!...
Νὰ ὁ ταμπλᾶς μὲ τὰ κουλούρια!
Glory, glory, γιούργια, γιούργια!

Πειραιάς, 6-4-2011




ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΟΥ

Στὴν Κάλυμνο, στὴ Σύμη καὶ στὴν Κούταλη,
τὰ σφουγγαρονήσια τῆς Πονεμένης Ρωμιοσύνης

Πές μου, σφουγγάρι, τὰ μυστικά σου!
Ἐξαγορέψου καὶ μολόγησέ τα ὅλα!
Μίλησε γιὰ τὰ ξέφρενα
ἀπελπισμένα γλέντια,
πρὶν ἀπ΄ τὴν ἀναχώρηση τῶν σφουγγαράδικων.
Πές μου γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν καϊκιῶν,
γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ πασκίζουνε
νὰ κρύψουν οἱ παπάδες,
γιὰ τὶς καμπάνες ποὺ ταρακουνοῦνε τὰ νησιὰ
μὲ βροντερὸ παράπονο.
Μίλα μου γιὰ τὰ παλληκάρια
ποὺ κάνουν τὸ σταυρό τους
καὶ κινοῦν σὰν μελλοθάνατοι.
Πές μου γιὰ τὰ ταξίδια τὰ ἀλαργινὰ
τῶν στεναγμῶν καὶ τῆς πικρῆς ἐλπίδας
στὴ Μπαρμπαριά, στὸ Τούνεζι καὶ στὸ Ἀλγέρι.
Πές μου γιὰ τὶς Καλύμνιες μάννες,
τὶς Κουταλιανὲς συζύγους
τὶς Συμιακὲς ἀρραβωνιαστικὲς
τῶν σφουγγαράδων,
γιὰ τὴν ἀγκούσα, τὰ τρομαγμένα ὄνειρα,
τοὺς φόβους καὶ τὰ μοιρολόγια τους
ὅσο κρατοῦσε τὸ φριχτὸ ταξίδι.
Πές μου, περίεργο ζωόφυτο,
γιὰ τὴν ἀνασομηχανή, τὸ σκάφανδρο
καὶ τὸ σκαντάλι.
Πές μου γιὰ τὴ φριχτὴ φωνή
-τὴν ἄκουσες τόσες φορές!-
τοῦ καπετάνιου: -Ἤ σφουγγάρι, ἤ τομάρι!
Μίλα μὲ τὴν κοιλεντερώδη σου λαλιὰ
γιὰ τὴν κρύα βουτιὰ τῶν παλληκαριῶν,
γιὰ τὴν ἀπαίσια μοναξιά τους στὸ βυθό,
τὴν ἀγωνία τους νὰ σὲ ἀνακαλύψουν
στὸ σκοτεινὸ βιότοπό σου.
Πές μου γιὰ τοὺς καβγάδες
καὶ τ’ ἀλληλομαχαιρώματα
γιὰ τὸ χατήρι σου
στοὺς ὑδατόστρωτους τάφους.
Μίλα γιὰ τὴ διατεταγμένη λήθη
ὅσων καθυστεροῦσαν νὰ σὲ βροῦν,
καὶ γιὰ τὸ τρἐμουλο
τὸ παραπονεμένο τῆς καρδιᾶς τους.
Πές μου τί ξέρεις
γιὰ τὴν ἀποφώλια «νόσο τῶν δυτῶν»,
γιὰ τὰ ἀπελπισμένα δάκρυά τους.
Πές μου γι’ αὐτοὺς ποὺ βγῆκαν στὸν ἀφρὸ
παράλυτοι, νεκρόζωοι,
μ’ ὅλα τὰ ὄνειρα σβησμένα.
Πές μου γιὰ ὅσους τοὺς κατάπιαν τὰ θερόψαρα
καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ βρῆκαν τάφο πρόχειρο
τὶς ἀμμουδιὲς τῆς Μπαρμπαριᾶς.
Πές μου γιὰ τὴ σημαία τὴ μετζάστα
στὸ κατάρτι τοῦ γυρισμοῦ,
τὶς πένθιμες καμπάνες ποὺ τὴν ὑποδέχονταν,
τὰ οὐρλιαχτὰ καὶ τὰ μαλλιοτραβήγματα τῶν γυναικῶν,
τὰ κλάμματα καὶ τὰ τσιρίγματα τῶν ὀρφανῶν
καὶ τὶς κατάρες γιὰ τὸν λιθοκάρδιο καραβοκύρη.
Μίλα μου γιὰ τὰ πάνδημα μνημόσυνα
τῶν ψυχόβγαλτων στεναγμῶν,
ποὺ δὲν ἀφήνουν πράσινο φύλλο
νὰ στολίσῃ τὴν Κάλυμνο.
Ἔλα ἐδῶ, κοπάδικο,
ἔλα, τσιμούχα, ἔλα, ματαπᾶ,
ἔλα, μελάθη, ἔλα καὶ ἐσὺ ψαθούρι,
καὶ μιλῆστε μου ἀνοιχτά!
Πέστε τα μου ὅλα ἐνώπιον τοῦ Ἅη Νικόλα!
Δὲν ἀντέχω νὰ σᾶς νιώθω στὸ λουτρὸ
νὰ μὲ χαϊδεύετε ἀνέμελα,
ὡσὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτε!

Πειραιεύς, 28-12-2010




ΧΛΩΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΕΛΗΑ: Καλόγρηα ἐν μοναζούσαις σεμνοτάτη,
δασκάλα προσευχῆς πολυκατάνυκτης.

ΔΡΥΣ: Ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ εὐσεβὴς Βασιλεὺς
καὶ Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων.

ΦΟΙΝΙΚΙΑ: Ὑψηλοτάτη βυζαντινὴ πριγκήπισσα,
ἐν περισέμνῳ στολισμῷ ὡραιότητος.

ΕΛΑΤΟΣ: Πατριάρχης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας
ἐν θεοπτείᾳ μεγαλειότητος.

ΠΛΑΤΑΝΟΣ: Ἀρχιερεὺς Ὀρθόδοξος, ἐν χλωρότητι
χρυσίου περιδρόσου ἐστολισμένος.

ΠΕΥΚΟ: Μυρεψὸς ὀρέων
καὶ βράχων ἀπορρόγων παραθαλασσίων.

ΠΡΙΝΟΣ: Νηπτικὸς ἀσκητὴς προσευχόμενος
γονυκλινῶς εἰς ἐρημαίους λόφους.

ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΣ: Ἄρχων Πρωτοψάλτης Πατριαρχικός,
ἐν σεμνότητι κινήσεων χοραρχῶν.

ΚΕΔΡΟΣ: Ἰσοκράτης μελῳδίας
θεοπρεποῦς, οὐρανίου.

ΑΜΠΕΛΟΣ: Εὐθυνοῦσα βότρυν ζωῆς
τὸν πέπυρον, ἐν χαρᾷ καὶ ἀγαλλιάσει.

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ: Κοῦρος ἀρχαϊκὸς, θρηνῶν
μὲ ἀξιοπρέπεια τὸν Ἄδωνι.

ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ: Κόρη Ἀθηναία πεπλοφοροῦσα
στὴν πομπὴ τῶν Μεγάλων Παναθηναίων.

ΔΑΦΝΗ: Διαχρονικὴ ἑλληνικὴ ταυτότης
περίδοξος.

ΜΥΡΣΙΝΗ: Εὐκλεὴς χαρακτὴρ
τοῦ εὐάνδρου Γένους τῶν Ρωμαίων.

ΔΕΝΔΡΟΛΙΒΑΝΟ: Ἰχθύων φόβος, θυμίαμα εὔοσμον
Εὐφροσύνου Ὁσίου, τοῦ ὀψοποιοῦ.

ΘΥΜΑΡΙ: Φουστανελλοφόρο βοσκόπουλο, αὐλίζον
ἆσμα ἡρωικὸ καὶ κλέφτικο τοῦ ἀθανάτου 21.

ΜΑΣΤΙΧΟΔΕΝΔΡΟ: Πενθηφόρος ἀρχόντισσα, εὐώδη δάκρυα
καταχέουσα ὑπὲρ σφαγίων ἱερῶν ἐθελοθύτων.

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ: Φαιδρότης ἀπονήρου
ἐφηβείας εὐσχήμονος.

ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ: Ὁδῶν ἀστικῶν μυρίπνοον στόλισμα
καὶ μυστηπόλος ἐαρινῶν σκιρτημάτων νεότητος.

ΛΕΜΟΝΙΑ: Καλλίστηθος κόρη Ἀτθὶς
κανιστροφόρος τῶν Ἐλευσινίων.

ΡΟΔΙΑ: Κυπρία μάννα ἱλαροπρόσωπη,
ἐν εὐσεβείας γνησιότητι ὑπερπολύτεκνη.

ΜΟΥΡΙΑ: Νεόνυμφη χωριατοπούλα ἐντροπαλή,
μὲ ὁλομέταξη ἐσθῆτα κυριακάτικη.

ΣΥΚΙΑ: Σύσσημον φιλανδρείας ἐπιψόγου,
ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καταρασθεῖσα
καὶ παραχρῆμα ξηρανθεῖσα.

Πειραιεύς, 3-12-2010


[Εικονογράφηση: Χαρακτικά Βίκυς Τσαλαματά]

Εφημερίδα "η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ", φύλλο 1ο, Απρίλιος-Ιούνιος 2011


Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Γιώργου Λέκκα: ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


[Προδημοσίευση από την ομότιτλη ποιητική συλλογή]


ΧΑΜΗΛΗ ΝΕΦΩΣΗ
 

1

Ἡ ψυχή μου ἤθελε
νὰ ρουφήξει τὸ χρυσὸ
πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα-
καϊμάκι ἀπὸ καφὲ
ποὺ νὰ μὴν τελειώνει.


2

Καρδιά μου σπάσε
κι ὅπου τινάξει
στάλες τὸ αἷμα σου
κάνε νὰ γεννηθοῦν
καινούργια ἄστρα.


10

Μιὰ χαμηλὴ νέφωση
δοκίμασε νὰ μὲ πάρει
ἀλλὰ βρῆκε ἀκόμα νά ΄μαι
ἀρκετὰ βαρὺς
ἀπ΄ τὶς τόσες σκέψεις.



ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Λιακάδα μου
ἔλα καὶ τέλειωσέ μου
τὸ περήφανο κεφάλι
ἐπειδὴ προτοῦ νὰ ξαναγεννηθῶ
σὰν σκέψη κίτρινη
μοῦ ζητήθηκε
νὰ γνωματεύσω
ἂν ἔχει γίνει τελικὰ
τὸ φῶς.



ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

Λείπεις ἀλλὰ μὲ κατευθύνεις
σὰ μαριονέτα μέσα ἀπ΄ τὴν καρδιά μου.
Βλέπεις, ἐπειδὴ φαντάστηκα
πὼς θὰ σωθῶ ἂν σὲ κερδίσω
θυσίασα ἀκόμα καὶ τὴν ἐλευθερία μου
κι ἔτσι βρέθηκα νά ΄μαι τώρα
δυὸ φορὲς σκλαβωμένος.
Λείπεις, ἀλλὰ μπορῶ νὰ σὲ ψέξω
ποὺ δὲν παραιτήθηκες
ἀπ΄ τὴν τόση εὐρυχωρία
γιὰ νὰ μὲ κατευθύνεις τώρα
σὰ μαριονέτα μέσα ἀπ΄ τὴν καρδιά μου;



ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Κρατῶ τὸ χέρι σου
λατρεία μου
νὰ μεγαλώνεις
μὲς τὰ ὄνειρά σου.
Μὰ ἐσὺ μεγάλωσες κιόλας
λατρεία μου
ἐνῶ κοιμόσουνα
μὲς τὰ ὄνειρά μου.



ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ἐγωϊσμὸς εἶναι
τὸ φάντασμα
τοῦ ἑαυτοῦ σου
ποὺ μεσολαβεῖ
ἀνάμεσα σὲ σένα
καὶ τὸν κόσμο
καὶ σ’ ἐμποδίζει
νὰ τοὺς γνωρίσεις
καὶ τοὺς δύο.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Η εθνική κατάθλιψη και η ελπίδα της αστραπής

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης


Εθνική γιορτή μες στην εθνική κατάθλιψη, σχεδόν δύο αιώνες μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, δύο αιώνες θυελλώδους «ελεύθερου» εθνικού βίου… Ευδιάκριτη στην καθημερινότητα η εθνική κατάθλιψη, υποδουλωμένη στη σύγχρονη χρεοκοπία, ηθική, πολιτική, οικονομική, πασιφανής όμως σ΄ εκείνη την «πάγκαλη» επίσημη εκπροσώπηση της πολιτικής ηγεσίας στο ναό του Κολωνακίου για την επίσημη δοξολογία της 25ης. Η αλλοτινή αίγλη λάκισε στο φόβο του όξινου λευκού επιστρώματος της πρόσφατης αποδοκιμασίας του γιαουρτιού - βραβείου αποτυχίας. Η ποιότητα ενός πολιτισμού, της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πολιτικών συνδέεται με το χαρακτήρα και το γούστο τους κι η κακογουστιά αποκαλύπτεται εντονότερα σε περιόδους γιορτινής θλίψης!

Εορτασμός παραδοσιακός για τη συντήρηση της δοξολογίας του παρελθόντος, φιλάρεσκος καθρεφτισμός στα μεγαλεία των προγόνων, δίχως όμως την αναπλαστική μετάδοση της παράδοσης, τη διάθεση μεταρρύθμισης κι εμψύχωσης του παρόντος. Ο αγώνας του '21 ήταν εθνικοαπελευθερωτικός και κοινωνικοανατρεπτικός. Κάθε αναφορά και σχέση μαζί του πρέπει να περάσει από τις σημερινές ανάγκες, να ενθαρρύνει την αίσθηση του παρόντος και να οδηγεί στην αυτογνωσία. Η αδυναμία μιας τέτοιας προσέγγισης ίσως ήταν κυρίως αυτή που μας οδήγησε σε μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας με παράλληλη πνευματική και οικονομική αδράνεια, που μας υποχρέωσε σε παντοειδή δανεισμό και ιστορικό μαρασμό.

Το καταθλιπτικό εσωτερικό κενό είναι απόρροια της ψυχικής αιχμαλωσίας για το μοιραίο που απαντάται ιστορικά στα ιδεολογικά, θρησκευτικά και καλλιτεχνικά φαντάσματα του μεσαίωνα. Ο βυζαντινός-μεσαιωνικός κόσμος, υποταγμένος στην πίστη της Θείας Πρόνοιας που έπαιρνε διαστάσεις μοίρας, έμενε κατά το πλείστον άβουλος και στατικός σαν το απλανές βλέμμα των προσωπογραφιών του. Η ηθική καταξίωση φώλιαζε στην ομοιομορφία και την ψυχική αδυναμία της μεσαιωνικής συλλογικής συνείδησης που αντιστεκόταν σε οτιδήποτε καινούργιο ή ατομικό. Η σημερινή ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού μέσα σ’ ένα καθεστώς παγκοσμιοποίησης καλλιεργεί μια αντίστοιχη (μ΄ εκείνη του μεσαίωνα) ιδεολογική ομοιομορφία που ανήκει στην άρχουσα τάξη αλλά με την προπαγάνδα γίνεται πίστη και συνείδηση της πλειονότητας της κοινωνίας. Η Ελλάδα και η Ευρώπη αφέθηκαν στο πεπρωμένο που τους χαράζει ο Σαρκοζί, η Μέρκελ και οι φίλοι τους. Η δημοκρατία κατασπαράσσεται από τη δικτατορία των αγορών, το δε δόγμα του πλεονάσματος από την αύξηση των εξαγωγών αποτελεί απαράβατο μπούσουλα οικονομικής πολιτικής.

Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, που ακολούθησε μετά την αναγέννηση στη Δύση, εμφύσησε στους Έλληνες τον αέρα της ελευθερίας, οι οποίοι ξύπνησαν από το μεσαιωνικό λήθαργο (μιας και η χριστιανική Ανατολή δεν γνώρισε δική της περίοδο αναγέννησης) και πάλεψαν ηρωικά για την ανεξαρτησία τους. Η ελληνική κατάθλιψη, που τείνει να γίνει ευρωπαϊκή, αν όχι και παγκόσμια, έχει ανάγκη από μια διανοητική επανάσταση, ένα άνοιγμα στη φαντασία, κάτι αντίστοιχο με εκείνο στο οποίο πέταξε με τα φτερά της ποίησης ο εθνικός μας Διονύσιος Σολωμός, έπλασε τα ποιητικά του αριστουργήματα κι ως αναμορφωτής του αισθήματος έγινε «γενάρχης πεπρωμένων» [1].

Ως Επτανήσιο αρχοντόπουλο ο Σολωμός έτυχε ιταλικής παιδείας και μπόρεσε να ακολουθήσει τις ευρωπαϊκές ζυμώσεις. Στην ποίησή του «το φανταστικό ξεπερνά την άμεση πραγματικότητα, μεταφέρει τον κόσμο της εμπειρίας σε μια προοπτική καθαρά πνευματική, ενώνει τον φυσικό με τον ηθικό κόσμο». Η έξοδος του Μεσολογγίου, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ως το υλικό που θα δώσει μορφή στην έννοια της ελευθερίας με την οποία ενώνεται ο αγωνιζόμενος άνθρωπος χωρίς περιορισμούς και όρια στην άσκηση του Χρέους. Η Ελλάδα για τον Σολωμό είναι ιδέα, είναι τόπος νοητός, έτσι την περιέγραψε με την χιλιοειπωμένη φράση «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Δεν είναι τυχαίο ότι ποτέ δεν επισκέφθηκε το ελεύθερο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Αγωνιζόταν να υψώσει την Ελλάδα «στο Άγιο βήμα της ψυχής» και να υποτάξει το πάθος στο πνεύμα. Πολεμούσε για την ιδέα ενός αναγεννητικού μέλλοντος «το θάρρος εις τα μέλλοντα καλά και όμορφα του ελληνισμού». Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους τα πρόσωπα αντιστέκονται ψυχικά στη συμφορά που τους περισφίγγει, δεν είναι για τον ποιητή «παιδιά του παρόντος των ιστορικών συνθηκών, είναι παιδιά της εποχής ως μέλλοντος ανάλογου με τη θέλησή τους»..

Ο Σολωμός εξύψωσε με τον ποιητικό του λόγο την ηθική ελευθερία και την Ελλάδα και τις οδήγησε σε πρωτόγνωρους δρόμους θριάμβου πάνω από κάθε υλικό αγαθό. Το σημερινό μας κατάντημα μπορεί να βρει δεκανίκια στα συντρίμμια του, αν δεν θέλουμε να παραμείνουμε οι περιθωριακοί και οι κατακριτέοι –τα PIGS των επιτήδειων και των χυδαίων– στην ευρωπαϊκή ήπειρο, απομονωμένοι και κλειδωμένοι στις θριαμβολογίες του ένδοξου παρελθόντος. Η ιστορική μας αμηχανία και η θρηνολογία από το σημερινό μας «ναυάγιο» απαιτεί κόπο και ψυχικό σθένος για τη βαθύτερη κατανόηση του προβλήματος, ώστε να εναρμονίσουμε τις συνθήκες με νέες ιδέες και αισθήματα και να αποφύγουμε την απάθεια ή την υπερβολή της αναρχίας.

Χαρακτηριστικό των ιστορικών λαών είναι η ροπή προς νέες αδιάκοπες κατακτήσεις με προοπτική πάντα το μέλλον, που συχνά όμως ανακόπτονται από δυσβάστακτες οπισθοδρομήσεις. Μια τέτοια δύσκολη περίοδος είναι και η σημερινή, που δεν μας παραχωρεί το δικαίωμα της παραίτησης και της απελπισίας. Διανοητικές αστραπές του μεγάλου φωτός μπορούν να φωτίσουν την ελληνική και την ευρωπαϊκή αυτογνωσία, να δράσουν αναγεννητικά και να υφάνουν ένα καινούργιο μέλλον με τα ακούραστα χέρια του αισθήματος και της φαντασίας στον αργαλειό της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού. Όπως ο Σολωμός στο ποιητικό του έργο «αντέταξε τη φαντασία στη μοίρα, τις μορφές του υψηλού και του ατομικού στη φυσική και κοινωνική αναγκαιότητα κι έγινε η τέχνη νικητής», όμοια αναμένουμε την αυγή των μεγάλων πνευμάτων απέναντι στις λιλιπούτειες ελληνικές και ευρωπαϊκές φιγούρες της πολιτικής για τη νίκη της ηθικής ελευθερίας.

[1] Ο χαρακτηρισμός «γενάρχης πεπρωμένων» ανήκει στο Στέλιο Ράμφο από το βιβλίο του, Γενάρχες πεπρωμένων, εκδ. Αρμός 2007. Το βιβλίο αυτό, μαζί με τα Άπαντα του Σολωμού, αποτελούν τη βασική βιβλιογραφία του δημοσιεύματος.

Ζάκυνθος, 28-3-2011

[Στη φωτό: Κότινος. Ζωγραφικό έργο (μεικτή τεχνική) του Γιώργου Μόκαλη, 1993]

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Μαχμούντ Νταρουίς: ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ (Μετάφραση Αγγελική Σιγούρου)


[Μικρή ανθολόγηση από το: Μαχμούντ Νταρουίς, Κατάσταση Πολιορκίας, (μετάφραση από τα αραβικά: Αγγελική Σιγούρου - Επιμέλεια: Ρόνι Μπου Σάμπα), εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα 2010]


Εδώ, μετά του Ιώβ τα ποιήματα, πια δεν προσμέναμε κανέναν…


Εδώ, δεν υπάρχει εγώ
Εδώ ο Αδάμ θυμάται τον πηλό του

*

Ο ουρανός του πρωινού μολυβένιος
Της νύχτας πορτοκαλένιος.
Ενώ οι καρδιές παραμένουν ουδέτερες
Όπως τα τριαντάφυλλα του φράχτη.


Λέει, στο χείλος του θανάτου:
Χώρο δεν βρίσκει πλέον η απώλεια.
Ελεύθερος πλάι στην ελευθερία μου
Και με το αύριο στο χέρι μου…
Σε λίγο θα μπω στη ζωή μου.
Θα γεννηθώ ελεύθερος, χωρίς γονείς.
Θα επιλέξω για όνομά μου τα γράμματα του κυανού…

*

Μόνοι, είμαστε μόνοι ως το μεδούλι
εκτός μονάχα από τις επισκέψεις ενός ουράνιου τόξου.


Θα μπορούσαμε κάποιον να βλάψουμε
Ή κάποια χώρα,
Αν έστω από μακριά
Αν έστω για μοναδική φορά
Μας είχε αγγίξει μιας χαράς η ψιχάλα;


Η πολιορκία είναι αναμονή
Αναμονή πάνω σε μια σκάλα γερμένη μες στην καταιγίδα.


Πάνω στο μονοπάτι που φωτίζει εξορίας φανάρι,
βλέπω μια τέντα ανεμοδαρμένη:
Ο νότος ατίθασος στον άνεμο
Η ανατολή μια δύση μυστικιστική
Η δύση μια ανακωχή, να κόβουν οι νεκροί το νόμισμα της ειρήνης,
Όσο για το βορρά, το μακρινό βορρά,
δεν είναι ούτε γεωγραφία, ούτε σημείο του ορίζοντα,
Είναι το πάνθεον των θεών!

*

[Στο θάνατο:]
Ξέρουμε με ποιο άρμα
έφτασες. Ξέρουμε τι ζητάς… Γύρνα πίσω,
μ’ ένα μονάχα δαχτυλίδι κι απολογήσου
στους στρατιώτες και τους αξιωματικούς, λέγοντας:
Οι νεόνυμφοι μ’ είδανε που τους κοιτούσα,
Δίστασα, έπειτα επέστρεψα τη νύφη στους δικούς της…
δακρυσμένη!

*

Λίγο απ’ το απόλυτο, το μπλε το ατέλειωτο
Αρκεί
Για να ελαφρύνει το φορτίο ετούτων των καιρών
Να καθαρίσει ετούτο το βουρκότοπο.


Έγραψα είκοσι σειρές για τον έρωτα
Και μου φάνηκε
Πως η πολιορκία αυτή
Οπισθοχώρησε είκοσι μέτρα!...
Related Posts with Thumbnails