© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Σαράντη Αντίοχου: ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΑ [1982]


[Από τον Τόμο "ΠΡΟΗΓΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Ποιητική Ανθολογία (1965–2000)",
Εκδόσεις Μπάστα, Αθήνα/Ζάκυνθος 2008]


Μνήμη Τάκη Σινόπουλου


Στην Τέχνη τα πράγματα δεν μπαίνουνε με λέξεις, γιατί το ουσιώδες,
θα έλεγα κάθε τέχνης, είναι άρρητο. Γι αυτό το λόγο, όσοι κατόρθωσαν
να κάμουν κάτι στη Ζωγραφική ποτέ δεν μεταχειρίστηκαν τις ορθές
αναλογίες. Κι όπως αφηγείται ο Δον Τζούλιο {Κλόβιο}, που
ήταν ένας από τους διασημότερους μινιατουρίστες,
όταν κάποτε ρώτησε τον Μιχαήλ Άγγελο τί επρέσβευε για το μέτρο,
εκείνος, έκθαμβος για την ερώτηση, του απάντησε πως όλοι
όσοι εφάρμοζαν τις ορθές αναλογίες ήτανε φοβερά
πελελοί κι αξιολύπητοι.
ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ


Τίποτ’ άλλο. Πρόσωπα και προσωπεία. Υπολογισμένες χειρονομίες χεριών που αγάπησες. Ιπτάμενα πράγματα. Τo κρεβάτι, η καρέκλα, η κυλότα της Ορτανσίας, ο δίσκος με τα δυό άδεια ποτήρια, τα παντζούρια που ανοίγουν και ξαφνικά χώνει μέσα την καρικατούρα του ο Πουλ(τσινέλα). Το, τα. Όλα γεννήματα του ερέβους. Σκηνές από το ‘Μαύρο Θέατρο’. Ενώ μπροστά - μπροστά, στο προσκήνιο, ένας νάνος χάφτει λαίμαργα τις φλόγες.


Εσύ και οι κύκλοι σου. Τα ιδανικά μηδενικά σου.



Aπό τον Παρθενώνα στο Big Ben. Ανώμαλη προσγείωση. Ιριδισμοί. Κλυδωνισμοί. Χάνεται στη μικρή οθόνη η Μ. Dont´, dont´antagonise the Colonels, please. Είναι η στιγμή ιστορική ή κάπως έτσι. Έχει κοπεί η γείωση.


Όμηρος και Soledad. Brothers.



Όνειρο. Στην παραλία στη Ζάκυνθο κοντά στο Πόρτο Ρώμα. Κοίταζα το Μοριά επίμονα προς την Αγουλινίτσα κι έριχνα χιλιάδες μποτίλιες στη θάλασσα με μηνύματα (;) για τον Τάκη Σινόπουλο, εκεί στον Αγιαντρέα. Από ψηλά μου φώναζε (τί έλεγε;) ο κόντες. Ύστερα ήλθε το μεγάλο κύμα. Θάλασσα! Θάλασσα!


Menace.



Κάποια στιγμή του κατεβαίνει η ρεαλιστική βολυμί ιδέα να κάνει έτσι, μια, και να πετάξει το φοβερό του προσωπείο, προς το ανίδεο κοινό που αγωνιά κι ακαρτερεί την από μηχανής θεότητα να επέμβει.


Menace se mois.



Ο Αλέξανδρος τ’ αρέσει να πικροθυμοσοφεί: ‘Ήτανε στραβό το κλήμα, τό ’φαγε και το’. Τι κλήμα τι ερίφιον. Την Άμπελον την Άμπελον ποιος θα την επιβλέψει από την επίσκεψη των (τεθωρακισμένων) ημιόνων;


Menage à trois.



Την είχα φέρει από το Λάουθ κι έμεινε μιαν εποχή στο υπόγειό μας, μέσα σ’ ένα σωρό παλιά παιγνίδια, άχρηστα μανεκέν, σπασμένες κούκλες και τα βικτωριανά μας ξυπνητήρια (με τις παράξενες εκείνες νότες). Μια νύχτα που σαλέψαν τα στοιχεία, υψώθηκαν του κόσμου οι υπονόμοι και πλημμυρίσαμε σε μέγα βάθος. Κι όταν τα όμβρια μπήκαν σ’ άλλα ρείθρα κατέβηκα να δω, να περισώσω. Δεν μπόρεσα όμως να ξανάβρω την καρδιά μου, τη μαύρη πέτρα που είχα φέρει από το Λάουθ, τράνσιτο στο ταξίδι για το Τζάντε.


Κι εσύ να μιλείς μια γλώσσα όλο σύμφωνα.



Shup up your face. Αυτός ο απολιθωμένος ήλιος του Γιουράσικο έρχεται πολύ βαθιά μέσα στον ύπνο μου και με πληγώνει. Δεν αντέχω. Έτσι. Καλύτερα.


Γαλήνη και σεξ. Ερωτική παναγιά συγγνωστής ευφροσύνης.



Κάνω διορθώσεις στον κατάλογο Σεφέρη. Ποιός θα σε φέρει απόψε «να πλέξουνε τα δάχτυλα». Μείναμε αθεραπεύτως στη ΣΤΡΟΦΗ. Χάρη στα παραμήνια είμαστε τώρα μια ομάδα εργασίας με συνοχή. Θαυμάσια! Μετά το Μήνα, λέω, βλέπω τον Άλεξ Minister of Culture. Μετά τό Μήνα, μουρμουρίζει εκείνος, με βλέπω να βουλιάζω πιο βαθιά στην έμφυτη μισανθρωπία μου. Τί είναι ένα Μήνας στη ζωή του Άλεξ, στη ζωή μας, στα Λονδίνα. Τί είναι...


Ο κήπος το δέντρο ο όφις η Εύα το μήλο ο κήπος...



Ο ποιητής τύπος αντικοινωνικός. Συχνά απροσάρμοστος και μη στρωματοποιημένος. Που αντιπαθεί τη γενικώς παραδεκτή πραγματικότητα και της δείχνει τα δόντια. Στα ηλίθια καθεστώτα μπορεί γι αυτό και να τουφεκιστεί. Το ποίημα είναι η προέκταση της ανικανοποίητης ερωτικής του ορμής, ευνουχισμένης στις γνωστές και μη εξαιρετέες περιβαλλοντολογικές συνουσίες. Το ποίημα είναι το μασάζ στα σκέλη της κυρίας Π. Μα ποιάς; Κοιτάζω τις φωνοτυπίες του Κέϊπ: “joy”, “music”, “revolution”. Λέξεις – δαχτυλικά αποτυπώματα ύποπτης πόρνης στο βιβλίο σημάνσεως του ΜΝΧ Αστυνομικού Τμήματος του Μανχάταν. Μα που δυό ίδιες λέξεις δεν μοιάζουν μεταξύ τους, λες και δεν πρόκειται για φωνοαποτυμώματα μόνο του Τζώνη Κέϊπ. Το ποίημα είναι το μασάζ. Αρκεί. Χαμογελάνε τα μουστάκια του McLuhan.


Μαγιάτικη γιορτή. Αντιφρονών συνέχισε τον καλπασμό στη θάλασσα.



Χρόνια περίμενες να σφίξεις το λατρευτό κορμί της Φαίδρας κι ονειρευόσουνα ξανθούς αγγέλους έρωτες τις αμμουδιές του Αιγαίου. Τώρα π’ ευδόκησε να ’ρθείς (τέλη Ιουλίου) γυρεύεις μια μάσκα να γλυτώσεις από τη συνωμοσία των υπονόμων του Πεν-τά. Και η Φαίδρα παν(τα) ηδονική σου γνέφει. Μα εσύ και η σκέψη σου στο Τέρας του Ιππόλυτου (που πρόβαλε) και στις κραυγές της Μίρρας. ΚΑΤΑ ΚΥΜΑ ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΙΟ ΘΑΛΑΣΣΗΣ.


Άλλοθι και πλάνες. ΠΡΟΣΟΧΗ στην καρδιά των προγόνων.



Πικρή πληγή μικρή Αρετή. Σαν βάζεις το γιορτινό σου φουστανάκι και κατεβαίνεις περίπατο στην προκυμαία, νά ’τανε πάντα έτσι γιορτή . Μικρή Αρετή, Αρετούσα μου.


Της μοίρας μας οκτάστηλη είδηση ο Σεφέρης.



Η Ελλάδα ώρες-ώρες με πλησιάζει μες στα χαρτιά τα προσωπεία και τις (μεγαλο)μανίες του Σωσσία (μου), σαν μια ιδιάζουσα περίπτωση παράλυσης. Ώς το κεφάλι μες στο γύψο. Βαρέθηκα πασχίζοντας κάθε φορά ν’ ανακαλύψω, κάτω από τ’ αλλεπάλληλα στρώματα γύψου και γάζας, το σφριγηλό υγιές σταράτο σώμα της, που (καμιά δεν έχω αμφιβολία) υπάρχει ανεξάρτητα από τη (μεταρομαντική) φαντασία μου. Μα όλο και συνηθίζω τον άσπρο παραλογισμό του πλαδαρού θανάτου. Και νά ’ταν μόνο οι αντιφρονούντες, οι λακεδαιμόνιοι. Το ράθυμο ιερατείο κάθε λογής. Οι βαρείς υπουργοί-πρωθυπουργοί. Νά ’ταν μονάχα οι. Η ΕΛΛΑΔΑ -ταξιδεύει;- ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ μ’ ένα τσούρμο νέους σωτήρες βουκαμβίλιες και παλιάτσους.


Αμφίδρομα και περίδρομα και προ(σ)κείμενα.



Μόνωση ΟΧΙ όσμωση. Ταξίδια μέχρι την τελευταία ίνα του πέρση σου. Ενώ η Φρείκη η Μάργκαρετ η Γωγώ επιστρέφουν. Επιστρέφουν διαρκώς – εξ Ωγυγίας.


Ανθολογίες Ελλήνων Ανθ-ελλήνων!



Ετούτο το μετατρωικό χάσμα δεν πρόκειται να κλείσει με άνθη, μα όλους τους αρχάγγελους του Εικοσιένα, μ’ επικεφαλής τον Μακρυγιάννη και τις φανφάρες σας.


Η «άλλη όχθη». Κι αν δεν υπήρχε;



Ο Dario Fo στη Ζάκυνθο (αστέρι της Συνάντησης – Αύγουστος του ’76 θαρρώ), όλο και μου μιλάει για τ’ άπειρα πλεονεχτήματα της Γραμμελότ. Μιας γλώσσας χωρίς λόγια. Απλώς βασίζεται στους ήχους και, φυσικά, στις κινήσεις και τις χειρονομίες των Τζάννι (της Κομμέντια). Δε χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις παρμένες απ’ ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο (που έχει επιβληθεί απ’ το «κατεστημένο». Δεν μπαίνει σε καλούπι, δεν ορίζεται από νόμους, ούτε περιορίζεται από τα όρια μιας οποιασδήποτε μορφής. Η Γραμμελότ δεν γράφεται δεν λογοκρίνεται δεν κωδικοποιείται δεν επιδέχεται κανόνες, δεν είναι το προνόμιο μιας τάξης – της κυρίαρχης. (Σκέψου, λέει, μια τάξη χωρίς δική της γλώσσα!) Η Γραμμελότ υπαινίσσεται μαστιγώνει ξυπνά τη φαντασία, ξαναζωντανεύει όχι μια μα όλες τις άλλες γλώσσες. Αυτές που ο κόσμος ξέρει μόνο σαν ήχο μελωδία κίνηση, με άλλα λόγια, σαν τραγούδι. Η Γραμμελότ είναι η απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Γεννιέται και ζει στη διάρκεια της παράστασης. Πεθαίνει σαν πέφτει η αυλαία. Γ-ρ-α-μ-μ-ε-λ-ό-τ!


Πι-ποίηση του μέλλοντος χωρίς ...λόγια.



Εκείνοι που ήταν στα σίδερα βλέπανε τις σκιές να περνούν πάνω στον τοίχο και δεν ξέρανε ποια γλώσσα μιλούσαν οι σκιές πάνω στον τοίχο.


Τα επιφαινόμενα τα γνωρίσαμε. Για τα φαινόμενα τώρα θα μιλάμε;



Η αγία Τερέζα του Χριστού κοιμάται κι εκστασιάζεται. Αλλάζω ήσυχα πλευρό. Προσπαθώ οι ίσκιοι των ονείρων μου να μην περάσουν μέσα στα ξανθά αθώα της όνειρα και τ’ αναστείλλουν.


Τι γλύκα η συκιά στον κήπο του Ντομένικο. Άλλη ήταν η πίκρα. Στον κήπο του Πικάσσο.



Επήρα από το Prado τη Μαρία Μαγδαληνή του Ribera και την έφερα στο σπίτι. Τώρα που δε σε βλέπω, σε βλέπω με τα δυό αναστηλωμένα εξαίσια μάτια σου και τα. (Οι λεπτομέρειες μας ανήκουν).


Ετούτο το πλανόδιο φως αν γινόταν να συγκεντρωθεί. Αν γινόταν να συμπυκνωθεί...



ΑΓΑΠΗΣ ΣΩΜΑ. Μυστικά και παράλογα. Πραγματικά και παράλογα. Μεταφυσικά και παράλογα. Ιστορικά και παράλογα. Και το κορμί της, θανάτων θάνατος.


Te quiero, είπες. ¿Para qué? Μα para nada.



Άστρωτο το κρεβάτι. Ατακτοποίητοι λογαριασμοί. Άδεια πακέτα durex. Τίποτα δεν διαρκεί. Αρκεί η γλυφή γεύση που κρέμεται στους τοίχους. Τ’ όνειρο; Άλλο κακό αγκάθι (οι κάκτοι) στο παράθυρο. Πέρα η ζωή κυλά στην Avenida de Mediterráneo.


Το φως που σπαταλιέται στ’ αγκάθι επιστρέφει. Επιστρέφει στο ρόδο.



Καλύτερα η σιωπή. Δε θέλω με τις λέξεις να σβήσω τη μορφή. Κι ας καίγονται οι σοδιές σαν δύει στον κάμπο ο ήλιος. Στον κάμπο που ήταν θάλασσα, ένα καιρό. Χρώμα βαθύ μενεξελί.


Μάταιο να κοιτάς πώς θα περιμαζέψεις το σκόρπιο ρόδι της Εδέμ. Μάταιο κι επικίνδυνο, σου λέω.



Δεν είσαι ’σύ. Είναι το φως (σου) π’ ακόμα ταξιδεύει στην υπερβόρεια μνήμη. Έτη φωτός κι έτη σκοτάδι. Εγώ στη μέση.


Στο ανάκτορο του Ήλιου. Καληνύχτα κόσμε!



Φλόγα η ψυχή φωτιά τα χείλη άδης το κορμί (της). Όλη τη νύχτα μ’ έκαιγε τ’ όραμα εκείνο η Μπερναντέτ (του ’69-’70). Μα το πρωί στο Irish Beauty Inn πήρα το πρωινό με την κυρία Μακλάσκυ.


Εκδρομή στην ομίχλη. Πόσα χειλιόμετρα φιλιά!



Αυτή η φωτογραφία ανάμεσα στον Τάκη και τον Στρατή, μια μέρα όλο μειδίαμα (Ιούνης του ’79) στη Βαρκελόνη, μου είναι μια τραγική μακάβρια υπόμνηση (όχι ανάμνηση). Κραυγή. Τί γλήγορα που κλείνει ο κύκλος! Κι εγώ που είμαι τώρα στη Μαδρίτη (κι εσύ στα Εστορίλ), είμαι άραγε μέσα, ανάμεσα ή απέξω από τον κύκλο (σου); Τί έκανε, λέει;


Νύχτα-μέρα στη ρόκα στον αργαλειό στο ψαλίδι. Νύχτα-μέρα στα χέρια τους το νήμα σου.



Γρήγορα πέφτει το σκοτάδι κι εσύ κάθεσαι ακόμα πάνω σε τούτο το συλλογισμένο σκαλοπάτι των Ελλήνων.


Νύχτα βαθιά. Και τ’ Αοράνια σου αψηλά. Και τα γεράνια σου απότιστα.



Το σπίτι γέμισε σκουριά. Κι εσύ γυρίζεις ψήνεσαι μέσα στο σίδερο της πολιτείας. Στη λεω-φόρο όλοι οι δείχτες σταματήσαν (ώρα μηδέν). Όλοι οι δρόμοι οδηγούνε στην Πλατεία Αχερουσίας. Έξοδος, φυγή καμιά προς τα υπερούσια θέρετρα. Κλειστοί οξειδωμένοι ουρανοί, αιθαλομίχλες οι νεφέλες. Κλειστό το ΄Αστυ, ένα cul-de-sac, και πάνω ο Παρθενώνας (με καπέλο).


Μαύρη μαύρη γλίτσα. Η Ιοκάστη θωρακίζεται σε μικροφίλμ.



Μην είσαι προπετής. Αύριο ή μεθαύριο θα ’ρθεί (το θαύμα). Θα δεις το πρόσωπό σου μέσα στην καθαρή αίσθηση των υδάτων. (Ποιών υδάτων;) Αύριο ή μεθαύριο ή ποτέ (όσο το περιμένεις). Πάντως απόψε η νύχτα είναι δική σου. Μπορείς να ξαναρχίσεις τις αισθησιακές ακροβασίες σου πάνω στα ικριώματα της Αλφαβήτας. Από το Α στο Χ, από το Χ στο Τ (μ’ ένα πήδημα στο κενό) στο Μ στο Ε στο Σ. Πρόσεξε πως θα περάσεις μέσα από το Θ. Να μη βιαστείς. Το φως, τ’ αύριο του χθές ακόμη δε σου ανήκει. Απόψε έχεις όλο τον καιρό ν’ αποφασίσεις να συλλογιστείς πάνω στις επερχόμενες επτά γενεές των αισθημάτων σου (των αισθημάτων της).


Κι ο ποιητής - γραμματόσημο να σου μαδάει, να σου μαδάει τη μαργαρίτα.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Αμαλία Νταγιάντα: μια άλλη μεγάλη Ζακυνθινή καλλιτέχνις, που τιμά με τη ζωή και το έργο της, την Ημέρα της Γυναίκας

Της Κατερίνας Δεμέτη

Γράφαμε στο περσινό δημοσίευμά μας, της 7ης Μαρτίου 2010, που ήταν αφιερωμένο στην ζωγράφο Κατερίνα Χαριάτη-Σισμάνη [1], ότι οι διάφορες επέτειοι, αν δεν έχουν σταθερές, συχνά περνούν αδιάφορα μέσα στη ροή του χρόνου.

Και αυτές οι σταθερές, έχουμε την άποψη, ότι πρέπει να απέχουν από καταναλωτικές συνήθειες, που εξαργυρώνονται αποκλειστικά και μόνον στην καταναλωτική μανία και τη γιορτινή διάθεση. Πρέπει να γίνονται και πνευματικοί φάροι, που μπορούν να δώσουν ξεχωριστή διάσταση στο επίσημο εορταστικό θέμα της ημέρας και να νοηματοδοτοτήσουν την φτωχή σε πνεύμα εποχή μας.

Το φετινό μας δημοσίευμα είναι αφιερωμένο σε μία αυτοδίδακτη ζωγράφο και αναγνωρισμένη πιανίστρια, που παρ’ όλο που γεννήθηκε στο νησί μας, δεν έζησε σ’ αυτό, το λάτρεψε όμως, το απαθανάτισε στα έργα της και σε κάθε επίσκεψή της το ευεργετούσε, αφιερώνοντάς του τα πνευματικά της τέκνα. Πρόκειται για την Αμαλία Νταγιάντα.


Η Αμαλία Νταγιάντα γεννήθηκε στη Ζάκυνθο από τον γιατρό Νικόλαο Νταγιάντα, που ήταν ο πρώτος που έφερε τις ακτίνες Χ στο νησί μας [2]. Από πολύ μικρή έδειξε το ταλέντο της στη μουσική και τη ζωγραφική. Πήρε δίπλωμα σολίστ πιάνου, πτυχία Ωδικής και Αρμονίας από το Ελληνικό Ωδείο και δίπλωμα Αντιστίξεων και Φούγκα από Ωδείο της Ιταλίας, με υποτροφία της Ιταλικής Κυβέρνησης, το 1960.

Έγινε τακτικό μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, επίτιμο μέλος της Ακαδημίας της πόλεως Τρεβίζο της Ιταλίας και τιμήθηκε με τρία χρυσά μετάλλια.

Ειδικότερα διακρίθηκε με:
- το Χρυσό Μετάλλιο του Ινστιτούτου παραγωγικών πόρων της Ελλάδας, το 1959.
-Το Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών, το 1960.
-Το Χρυσό Μετάλλιο και το Ακαδημαϊκό Δίπλωμα της Φιλολογικής Ακαδημίας επιστημών του Τρεβίζο, το 1960.


Η Αμαλία Νταγιάντα πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές. Από τις πιο σημαντικές της είναι οι εκθέσεις:
• Στο Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου, το 1980 στις «Πολιτιστικές εκδηλώσεις για τα 25 χρόνια της νέας Ζακύνθου»,
• στο Πνευματικό Κέντρο του Δημαρχείου Αθηνών, το 1981, με θέμα «Οι Ζωγράφοι της Ζακύνθου»,
• «Η Ζάκυνθος του χθες, εντούτοις ζωντανή», στο Ξενοδοχείο Κάραβελ, Αθήνα 1983,
• «Πρόσωπο με πρόσωπο», Συνέδριο του Πολιτιστικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας των Ορθοδόξων στην Κρήτη, Κολυμπάρι-Γωνιά-Χανιά, 1984,
• στο Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών για τα «20 χρόνια της Ορθόδοξης Ακαδημίας της Κρήτης», Αθήνα 1984 και
• στο Πνευματικό Κέντρο Ζακύνθου, το 1988 με θέμα: «Η Γραμμή της Ισότητας».

Στο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, σε μια μικρή αίθουσα στο κατέβασμα της σκάλας από τον πάνω όροφο του μουσείου προς το ισόγειο της νέας πτέρυγας, εκτίθενται τα έργα που η ζωγράφος δώρισε στο Μουσείο κάθε φορά που επισκεπτόταν το νησί (1977, 1978, 1980, 1984, 1985, 1986 και 1989). Είναι ζωγραφισμένα με τέμπερα, παστέλ, κάρβουνο, υαλογράφο, μολύβι και σινική μελάνη. Η χρήση διαφορετικών τεχνικών και η ζακυνθινή θεματολογία, αποδεικνύει ότι την απασχολούσε πολύ η απεικόνιση πάνω στην επιφάνεια των εικόνων που έβλεπε γύρω της και επίσης ότι αγαπούσε πολύ τη ζακυνθινή φύση.

Έργα της υπάρχουν εκτός από το Μουσείο Σολωμού και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ζακύνθου, αλλά και σε άλλους δημόσιους χώρους, ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα (Πειραιά, Βαθύ Ιθάκης, Ηράκλειο Κρήτης, στην Εθνική Πινακοθήκη) και στο εξωτερικό.


Για το καλλιτεχνικό της έργο, μπορούμε να διαβάσουμε, στα Επτανησιακά Φύλλα του Ντίνου Κονόμου, του 1983, στο βιβλίο του ιδίου «Οι Καλές Τέχνες της Ζακύνθου τον 20ο αι.», Αθήνα 1991, στο Λεξικό των Ελλήνων Καλλιτεχνών, των εκδόσεων Μέλισσα, Αθήνα 1995 και στην Περιοδική Βιογραφική Ιστορία και Εγκυκλοπαίδεια των Εικαστικών Τεχνών, Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 1995, τεύχος 9ο και σε άλλες εκδόσεις.

Ο τραγικός της θάνατος σε διαμέρισμα των Αθηνών, δεν πρέπει να σκεπάσει με τη λήθη το έργο της. Γι’ αυτό, σήμερα που γιορτάζεται παγκόσμια η Ημέρα της Γυναίκας, ας είναι η επίσκεψή μας στο Μουσείο Σολωμού ένα μικρό μνημόσυνο ως αντίδωρο, σε όσα απλόχερα μας έχει προσφέρει, η σεμνή, αλλά σπουδαία ζακυνθινή καλλιτέχνης, Αμαλία Νταγιάντα.

-------------------------------
1. "Κατερίνα Χαριάτη-Σισμάνη: μια μεγάλη Ζακυνθινή καλλιτέχνις, που τιμά με τη ζωή και το έργο της, τη μέρα της Γυναίκας".
2. Μαρτυρία κ. Νιόνιου Μελίτα.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΤΟ ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ (νέο διήγημα)

Ήμασταν στοιβαγμένοι στο σπιρτόκουτο. Έτσι λέγαμε το σπίτι, γιατί ήτανε μικρό. Το μήνα Αύγουστο σπάσαμε κάθε προηγούμενο. Τριάντα ψυχές, ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν μπορούσες να γυρίσεις ούτε πλευρό. Κάθε πρωί περίμενες να βγούνε οι πρώτοι και ύστερα κατηφόριζες τη σκάλα για την έξοδο. Απέναντι από το σπίτι υπήρχε μια μαρκέτα. Όποιος είχε λεφτά αγόραζε ψωμί και έτρωγε, οι υπόλοιποι σχολιάζαμε τις μπουκιές του. Ο ντόπιος μπακάλης μάς κοίταζε αφ' υψηλού. Ακόμη και τα ρέστα τα έδινε από απόσταση. Δεν ήθελε επαφές και αγγίγματα. Ήμασταν αναγκαίο κακό. Φυσικά θα προτιμούσε να του αδειάσουμε τον τόπο, θα έχανε όμως χρήματα και αυτό μέτραγε περισσότερο. Την ίδια άποψη είχαν όλοι στην γειτονιά.

- Απολίτιστοι, μαυριδεροί και αντίχριστοι, μας τραγουδούσε μια γιαγιά κάθε βράδυ, προτού την βάλει η κόρη της μέσα. Ήταν η μόνη που μας μιλούσε. Οι άλλοι μας έλεγαν καλημέρα μόνο όταν ήταν να εισπράξουν ενοίκιο. Έβαζαν τα λεφτά μέσα σε σακούλες και φτύνοντας έφευγαν.

- Πώς κατάντησε η γειτονιά..., σχολίαζε με πίκρα ο μπακάλης. Όλοι ζούσαμε στο φόβο και στην έκπληξη.

- Ξένοι και ανεπιθύμητοι, έλεγε ο ένας στον άλλο. Στον ύπνο μας βλέπαμε συχνά ότι μας έπιανε το ιμιγρέσιο και μας έστελνε πίσω.

- Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, μου ψιθύριζε ο διπλανός μου και κανονίζαμε πλευρό για τον ύπνο. Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε όσα ακούγονταν. Κατακάθια, κλέφτες, εγκληματίες, παράσιτα. Κυκλοφορούσαμε κουρελήδες και βρωμιάρηδες. Κάναμε ό,τι μάς ζητούσαν για ελάχιστα χρήματα. Νόμιμα και παράνομα. Καθαρίζαμε βόθρους, σκάβαμε δρόμους, πουλούσαμε πράγματα, προστατεύαμε κορμιά, πολλοί επαιτούσαν και άλλοι γύριζαν μισόγυμνοι στο κρύο και απελπισμένοι. Σχεδόν μισότρελοι καταριόνταν τους πράκτορες, που μας υποσχέθηκαν τη Γη της Επαγγελίας και έψαχναν τον κρυμμένο θησαυρό ανάμεσα στα πεταμένα στις προκυμαίες.

- Είστε ακατάλληλοι για πολίτες στη χώρα μας, να γυρίσετε πίσω, μου τόνισε ο κύριος έξω από το Μέγαρο. Του γέλασα κι εκείνος απόρησε. Έσκυψα, πήρα το γλυκό που πέταξε και το απόλαυσα, μελετώντας την αρχιτεκτονική του κτηρίου. Μου θύμισε την πατρίδα μου. Αυτός άρχισε να φωνάζει. Ο σεκιουριτάς με πλησίασε, μα σιχαινόταν να με δείρει. Τη γλίτωσα. Γύρισα πίσω στο στάβλο που μέναμε. Απέξω κόσμος σαν διαδήλωση.

- Τι έγινε; ρώτησα έναν συγκάτοικο.

- Μπήκε η αστυνομία. Μας έβγαλε έξω και απολύμανε το χώρο. Δεν μπαίνει κανείς. Στο δρόμο πια..., και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση.

Είχα στην τσέπη ελάχιστα χρήματα. Τα φύλαγα για μια τέτοια ώρα. Πήγα στο σταθμό και ανέβηκα στο πρώτο μπάσι για επαρχία. Δεν ξέρω ποια. Μετά από ώρες έφτασα σε μια όμορφη πόλη. Εκεί αντάμωσα έναν αράπη. Με λυπήθηκε. Με πήρε στο σπίτι του και κοιμήθηκα στην αποθήκη. Έμεινα χρόνια κοντά του. Με φρόντισε, έγινα πάλι άνθρωπος και κάποτε έβγαλα και πράσινη κάρτα.

Χριστούγεννα και είπα να βγούμε. Γυναίκα, παιδιά και πάνω στο κάρο. Στο κέντρο σταμάτησα. Πεινούσαμε όλοι.

- Εδώ, τους είπα και μπήκαμε στο στολισμένο μαγαζί. Κάτσαμε και περιμέναμε. Μα περιμέναμε ώρα και ύστερα από κάποιες διευκρινίσεις βρεθήκαμε πάλι στο δρόμο. Κοίταξα πίσω στο τζάμι. Διακριτικά μια επιγραφή τόνιζε:

«Αμιγές αμερικανικό. Όχι ποντίκια. Όχι Έλληνες»*

--------------------------------------------------------------------------------

* Dan Georgakas, Greek Αmerica at work, Labor Resource Center, Ν. Υόρκη 1992, παραθέτει ο Ιός της Ελευθεροτυπίας, 2.7.2000.

Σαράντη Αντίοχου: ΜΙΚΡΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ [1982-1992]


[Από τον Τόμο "ΠΡΟΗΓΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Ποιητική Ανθολογία (1965–2000)", Εκδόσεις Μπάστα, Αθήνα/Ζάκυνθος 2008]


 μικρά ειδύλλια


μέρα και νύχτα

κόκκινο στοιχειό που τρέχει
η θύμησή της

*

πριν από το φιλί

η Νίκη φτερουγίζει
της Σαμοθράκης

*

λύθηκε ο φιόγκος

μα τo χαμόγελό σου
τό ’δεσα κόμπο

*

με μια της λέξη

μπορούσε λέει να λύσει
το γόρδιό του

*

του Γ. Β.

άι, δεν χωράει
η αγάπη όλη Γιωργή

σε ένα ‘χάι’

*

Κασσιανή

ήμαρτον Κύριε
που δεν... αμάρτησα

όσο έπρεπε

*
το πρόσωπό της
τό ’χει ζωγραφισμένο

στην απαλάμη του

*

κοίτα και μένα
νούφαρο / που διαβάζεις

την Ανδρομέδα

*

πριν από μένα
το πήρες το φιλί της

μωβ αποτσίγαρο

*

του Δ.Σ.

ήλιος στη δύση

το σώμα υπέρκειται
της θύμησής του

*

black hole

έκπτωτο αστέρι
τώρα δε σου ξεφεύγει

ούτε μία σκέψη

*

μαύρο ραδίκι

αν δεν αγάπησες
θα αγαπήσεις

*

τί τα θέλεις

όταν φύγει το κάδρο
μένει το καρφί

*

sogni di sogni

μες στ’ όνειρό μου
η ίδια πεταλούδα

μ’ ονειρευότανε

*

καθαρομελάχροινη
με είδε

και με μάγεψε

*
όμορφο απόγευμα
σε λίγο θά ’σαι

κι εσύ παρελθόν



τρικοτυλήδονα


στο χιόνι το ψαρόνι
μου γράφει ένα χάι

για δυό ψίχουλα

*

μες στη βοή της πόλης
αμέτοχη η λεύκα

το ίδιο κι εγώ

*

κάνει την ψόφια
απ’ τον καιρό του Νώε

η αναγελάστρα

*

ακόμα κλωσσάει
το πετροχειλιδόνι μου

το γαλάζιο αυγό

*

le Roi c´est moi
αργυροπελεκάνε

κι ας μην το ξέρεις

*

η κλέφτρα η κίσσα

πώς να βλέπει τον κόσμο
με τα γυαλιά μου;

*

λοφίο και ιδέα
ο τσαλαπετεινός μου
τον γνωρίζω καλά

*

δροσία φτερών

μες στο ποτήρι πλέει
ένα κουνούπι

*

κόβει κεφάλια
στο θερισμένο κάμπο

το νιό φεγγάρι

*

μαύρο εικοσάεδρο

ο κύβος του χειμώνα
δεν είναι μακριά

*
νύχτα των Φώτων

στο περιβόλι σκούζει
τ’ άσπρο κοτσύφι

*

σήμερα στήνουν
νέες θηλιές στη λήμνο

ήλιε τρισήλιε

*

marea negra

κύκλοι απαλοί

σταχτιές κρωξιές πουλιών
μελλοθανάτων

*

γούρμο λεμόνι

με κόβεις // ένα μάτσο
άτιμα φύτρα

*

κουτσός Φλεβάρης

κι εγώ με τη χολή μου
το δρόμο – δρόμο

*
τρομάζει ο κήπος

βήματα που σκοτώνουν
το χαμομήλι

*

παίρνω τσεκούρι
κι αλλάζει χρώμα η λεύκα

έτσι φιλιώνουμε

*

πικρή αλόη
ο ανθός του καμέντριου

αύριο μέλι



χώμα και νερό


σκληρό σιτάρι
η πίκρα μου απόψε

δεν πάει στο μύλο

*

τα βόδια του Ήλιου
στην πιο καλή τους ώρα

κι ούτε μια πέτρα

*

σειρά τα φέρετρα

εξέχουν τα κεφάλια
των σκοτωμένων

*

αγκάθια κι άνθια

βατοπέδια οι τόποι
του Απριλομάη

*

μικρό παιδί
κι ο ίσκιος μου μεγάλος

πάνω στον τοίχο

*

άσπρη Θάλασσα

στο μπουχό του δρόμου
φιδοσυρμίες


*

Κ. Μόντης
...κι όλο ρωτάει
τί απόγινε η ασπίδα

του κύπριου ρήγα

*

ενάλια ρίγη

τούτη η γλυμμένη πέτρα
δεν πάει άλλο

*

national day

περνούν οι γέροι
με τα δεκανίκια

του Σαγγάριου

*

τί να σας κάνω
ας όψονται οι παππούδες

του Κουατροτσέντο

*

Κύπρος 1979

βουβά λιοστάσια

μια λεύκα δείχνει μόνο
τ’ αθώο φεγγάρι

*

άδειο φουσέκι
απ’ τον καιρό του Άρη

βουνά της Ρούμελης

*

πρώιμη βροχή

γεννάει η χρυσή χήνα
του τυμβωρύγχου

*

asian diary

όπου κι αν πήγα
μιλιούνια μου φωνάζαν

‘γιουνάν’ – ‘γιουνανί’

*

Αθήναζε

τρίχας εγκώμιο

ξεντερολοϊσμένο
το νέο σαφάρι

*

και ποίος ξέρει
τώρα τί συλλογίζονται

τα ακρόπρωρα

*

με τόση ακρίδα
είμαι ή πια δεν είμαι

ο Ιωάννης;

*

αλλάζει ο μύθος
λίγο σαν το κουνήσεις

το κατακάθι

*

παίξε το λοιπόν
κορώνα – γράμματα

το σοφό πουλί
Related Posts with Thumbnails