© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: Ο ΔΑΜΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ (ΛΟΓΟΣ ΤΙΜΗΣ ΚΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ)

«Τό μάτι ὀρθάνοιχτο
Καραδοκοῦσε
Πρός τή μεριά πού κύλισε τό αἷμα

Μακρυά στόν ὁρίζοντα
Σταυρωμένα
Τά χέρια τῶν δέντρων

Στά δάση κατέφυγε
Ὁ αὐλός
Τοῦ χρόνου ὑπόσχεση ἀπατηλή

Σταθήκαμε τρομαγμένοι

Ὅμως ὑπῆρχαν ψίθυροι ἐκεῖ κάτω
Φῶτα πολλά γιά ν' ἁπαλύνουν τή σάρκα μας
Κι ἕνα πλῆθος ἀόρατο

Δίχως μιά λέξη τότε ξεκινήσαμε
Γιά τό μοιραῖο ταξίδι» (1)

Οἱ σιγανές βροχοῦλες εἶναι κυρίως οἱ ποτιστικές καί καλόδεχτες, ἐνῶ οἱ ραγδαῖες, ἀδιέξοδες συνήθως ἕως καταστροφικές. Στήν Ποίηση ἀντίστοιχα, ἤπιες γραφές καί στίχοι χαμηλόφωνοι παρέχουν περισσότερα καί ποιοτικότερα ὀφέλη, παρά τίς μεγαλόστομες ἰαχές ἤ τίς θριαμβικές ἐξάρσεις, διότι βελουδίζουν τίς αἰσθήσεις, θεραπεύουν τά τραύματα, παρηγοροῦν τίς πίκρες. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται τό ἀμέσως προσδοκώμενο, συντελεῖται ἀποτελεσματικότερα ὅ,τι μέ κόπο προσχεδιάστηκε.

Μιά τέτοια περίπτωση ἤρεμης καί ὥριμης φωνῆς, εὐγενοῦς λεκτικῆς ἔκφρασης, μυστηριακῆς ἐνατένισης τοῦ Κόσμου καί συνάμα παρηγορητικῆς θέασης τοῦ ὅλου Ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἡ Ποίηση τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη (2), ἰδιαίτερα προβεβλημένη παγκοσμίως -ἄξια καί δίκαια-, πολυβραβευμένη μέ ὑψηλές διακρίσεις ἀνά τήν ὑφήλιο καί γενικῶς εὐνοημένη ἀπό τήν Κριτική (3), κατά τό μακρύ διάστημα, τό περισσότερο ἀπό πέντε δεκαετίες, ἀδιάπτωτης γένεσης ἀπό μέρους του δουλειᾶς μεστῆς ἀπό ποιότητα, οὐσιώδους κι ὡς ἐκ τούτου ἰαματικῆς. Ἄλλωστε, δέν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ μετ’ ἐμφάσεως ὑποδοχή και ἀποδοχή τοῦ συνολικοῦ του ἔργου ἀπό τόν ἰδιαίτερα ἀπαιτητικό γιά τήν Ποιότητα καί τή Διαύγεια Ὀ δ υ σ σ έ α Ἐ λ ύ τ η, τήν ὁποίαν ἐνδεικτικά κι ἀντιπροσωπευτικά μεταφέρουμε δῶ:

«Μιά ζωή ὁλόκληρη τόν παρακολουθῶ στό δρόμο του μέ ἀγάπη καί μέ εἰλικρινή θαυμασμό. Βαθύς γνώστης τῆς λυρικῆς τέχνης, ἐπέτυχε νά διαμορφώσει ἕνα κόσμο δικό του, ὀνειρικό καί ρεμβώδη, μέ παραδειγματική συνέπεια. Ἐκτιμῶ ἐντελῶς, ἰδιαίτερα τήν ἀφοσίωση πού ἔδειξε στή δουλειά του -ἀπαραίτητο γνώρισμα τοῦ αὐθεντικοῦ καλλιτέχνη- ὅπως καί τό ἦθος καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του, πού ἐπέτυχε νά τήν μεταγγίσει σέ στίχους μιᾶς σπάνιας εὐαισθησίας. Ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης εἶναι ποιητής εὐρωπαῖος. Τοῦ ἀξίζει ὁ ἔπαινος ὄχι μόνο τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδας, ἀλλά τῶν καλλιεργημένων ἀνθρώπων ὅλου τοῦ κόσμου» (4).

* * *

Συλλογή τή συλλογή, σελίδα τή σελίδα, στίχο τό στίχο ἔχει κατορθώσει ὁ τῆς Θεσσαλονίκης προεστώς τῶν σύγχρονων Γραμμάτων της κι εὐαίσθητος σκαπανέας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, νά φυτέψει ἐκεῖ, στήν εὐώδη ἁπλωσιά τῶν Θερμαϊκῶν ὑδάτων καί κάτω ἀπό τήν αὔρα τήν εὐεργετική τοῦ Βαρδάρη, τόν προσωπικό του Ἀνθόκηπο-Παράδεισο, συντηρώντας τον μέρα μέ τήν ἡμέρα ὁλόδροσο κι ἀκμαῖον ὁλοένα.

«Τώρα βρισκόμαστε στόν κῆπο τῶν θαυμάτων
Ἀνθίζουν ἄγγελοι μ' ὅλα τους τά φτερά» (5).

Ἐκεῖ, λοιπόν, πίσω ἀπ' τούς τοίχους τῆς ὑψηλῆς μάνδρας τοῦ ἰδιωτικοῦ του Παράδεισου, ἀντί γιά τά γνώριμα γεράνια, τά τρέχοντα τριαντάφυλλα, τούς ὑπαινικτικούς ἰβίσκους καί τά κρίνα, καλλιεργεῖ φυτεύματα ἱερότερα ἐκείνων κι εὐωδέστερα: Ἀπόστιχα εὐγενείας δηλαδή, μεγαλυνάρια εὐτυχῶν αἰσθημάτων, ἀντίφωνα τιμῆς κι ἀφοσίωσης γιά τό Κάλλος, τήν Ἀρετή καί τό Ἀληθές, ἀπολυτίκια στοργῆς καί λατρείας γιά τά ὅσα ἤδη ἀπωλεσθέντα, αἴνους ὑψιπετεῖς πού ἐνσαρκώνουν ἀνά πάντα στίχο τό Ἱερό, προσόμοια ἡλιοστασίων, κοντάκια ἰσημεριῶν, θωπεῖες ἐσώτατων ρυθμῶν καί ἰδιόμελων διαθέσεων.

Μέ ἄλλα λόγια, μιλᾶμε γιά ὅλα ἐκεῖνα τ' ἀπαραίτητα καί χρηστικότατα ἐργαλεῖα ἑνός ἀκόμη ἀφοσιωμένου, ἑνός ἐπιπλέον ἀκούραστου χειρώνακτα τῆς Ποίησης, ὁ ὁποῖος μέ τόν τίμιο ἱδρώτα τῆς ψυχῆς του, μέ τή σαρκούμενη ἐπάνω στό λευκό χαρτί ἀθωότητα καί μέ τούς αἱμάτινους θρόμβους τῆς καλωσύνης του κερδίζει ἀξιοπρεπῶς τόν ἄρτο τῆς πνευματικῆς του ἐπιβίωσης τόν ἐπιούσιο, σεμνυνόμενος, ὅτι, σταδιακά μά σταθερά, ἀνεβαίνει τή δύσβατη ὁμολογουμένως ἀνηφόρα πρός τήν Αἰωνιότητα, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἔχει αἰωνίσει, ὡς Θεοῦ συνεργός, τίς μικρές καί παραθεωρημένες ροπές τοῦ μικρόκοσμου Ἀνθρώπου, τίς δευτερεύουσες τάσεις του, τίς ἔκπτωτες λέξεις του καί τίς θεωρούμενες ὡς ἄσημες συνήθως φράσεις ἀπ' τήν καθομιλουμένη. Δέν ἐπιτηδεύει σέ καμιά περίπτωση τά ὅσα ἀνασυρόμενα κάθε φορά σημεῖα καί στοιχεῖα ἀπ' τό Ταμεῖο τῶν Ἑλληνικῶν, ὅπου ἀρχαιόθεν θησαυρίζονται τῆς φυλῆς μας οἱ Λέξεις, οἱ ὁποῖες -σημειωτέον- ἔχουν κεκτημένο τό χάρισμα νά ἐκφέρουν ἐπάξια κι ἐπακριβῶς πανανθρώπινες ἰδέες κι ἀξίες διά τῶν αἰώνων. Καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐσκεμμένη τακτική στήν Τέχνη τοῦ Λόγου (ἡ ἀναστήλωση κι ἀνάδειξη, δηλαδή, τοῦ μικροῦ κι ἐφθαρμένου, τοῦ ταπεινοῦ κι ἀποδιοπομπαίου) εἶναι, πού καταδεικνύει συνήθως, ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους, τόν ἴδιο τόν Τεχνίτη καί τήν ὅση ἀξία του. Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης ἀναδεικνύεται, κατά τό δικό του ρῆμα,

« Ὁ ποιητής
Αὐτός ὁ ἀθῶος
Αὐτός ὁ μάγος
Ὁ θαυματοποιός
Ὁ μυστηριώδης δαμαστής τῶν λέξεων
Πού λατρεύει τήν ὀμορφιά
Αὐτός ὁ μικρός θεός πού μιλᾶ
Καί μέ τό λόγο του γίνεται φῶς» (6),

παρότι συμβαίνει νά ἔχει ἐνηλικιωθεῖ ὁ ἴδιος ψυχοσωματικά μέσα σ' ἕναν πραγματικό κυκεώνα λυγμικῶν ἐθνικῶν καί διεθνῶν ἀνατροπῶν, τῶν καταιγιστικῶν ἀνακατατάξεων καί τῶν πνευματικῶν "κλωνοποιήσεων" τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.

Μιλώντας ὁ ἴδιος γιά τήν Ποιητική του, κατορθώνει μιάν ἐνδιαφέρουσα αὐτοεξομολογητική κάτοψή της, ὅπου δέν παύει νά ἐπισημάνει εὐθαρσῶς:
«Φοβοῦμαι πώς ἡ ποίησή μου ἀπό τή φύση της εἶναι περιορισμένη νά γίνει ἀντιληπτή ἀπό ὁρισμένα, ἐντελῶς ἰδιαίτερης εὐαισθησίας, ἄτομα. Ἔτσι ἡ ἐπικοινωνία μου μέ τό εὐρύτερο κοινό εἶναι πολύ δύσκολη. Ὡστόσο εἶμαι εὐτυχής πού ἕνας ἱκανός ἀριθμός κριτικῶν καί φίλων ποιητῶν ἔχει ἀφιερώσει γιά τό ποιητικό μου ἔργο κείμενα πού μαρτυροῦν μιά ὑψηλή κατανόηση καί ἀγάπη. Ἐξάλλου, καθώς προσωπικά πιστεύω ὅτι ἡ ἁπλότητα καί ἡ αὐθορμησία εἶναι οἱ μέγιστες ἀρετές τῆς ποίησης, μαθητεύω συνεχῶς ὥστε νά μπορῶ νά προσφέρω ἕνα λόγο, ὅσο γίνεται πιό ἁπλό, προσιτό καί ἀνθρώπινο. Μέ ἄλλα λόγια, ἀγωνίζομαι νά συγκροτήσω ἕναν ποιητικό λόγο πού νά ἔχει συμπτυχθεῖ στήν ἐπείγουσα ἀλλά καί φωτεινή ἀναγκαιότητά του» (7).

Τά πνευματικά κοιτάσματα τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, ἀκόμη ἀνόρυκτα -πιστεύουμε- στή συντριπτική τους ἐπικράτεια (ὁ Ποιητής, ἄλλωστε, παράγει ἀνελλιπῶς ὁλόζεστα γεννήματα ψυχῆς), ἀποπνέουν πάνω ἀπ' ὅλα ἄρωμα πολύτιμο Αἰσιοδοξίας ἤ πρωινῆς πανάκριβης δροσιᾶς. Μέ τούτη βέβαια τήν ἐκτίμηση δέν ὑπονοοῦμε, ὅτι μειώνονται τά ποιητικά του πλαστουργήματα, λόγω μιᾶς κάποιας ἐνδεχόμενης «χαρουμενίστικης» εὐκαιριακῆς χρήσης τῆς γλώσσας καί τῶν συναισθημάτων, πού ἀπορρέουν ἀπ' αὐτήν. Τό ἀντίθετο μάλιστα: Ὡς ὄν κοινωνικόν ὁ Ποιητής εἶναι φορτισμένος, κατά τρόπο διδακτικό, μέ τά γνωστά οὐκ ὀλίγα πάθη καί τά λάθη τῆς φυλῆς μας. Ἔχει περιδιαβεῖ τίς ἀτραπούς τοῦ ὑπό κυοφορίαν νεώτερου Κόσμου ἀσάνδαλος, μά εὐτυχῶς «ἀβρόχοις ποσίν», τελικά. Ἔχει σπουδάσει τίς σημαντικότερες σελίδες τῆς Ἱστορίας ἐκ τῶν ἔνδον. Ἔχει βιώσει τά τοῦ καιροῦ καί τοῦ τόπου του μεγάλα καί θυελλώδη, σέ πρῶτο μάλιστα πρόσωπο. Κατά συνέπειαν, ὅταν μιλᾶ, ἀπευθύνεται σέ μᾶς μέ τή σιγουριά τῆς ἐμπειρίας πιά, τῆς γνώσης πού ἀξιώθηκε νά καταστεῖ ἐπίγνωση, δίχως ποτέ νά ἐκπέσει στήν ἀπόγνωση, ὑποστέλλοντας ἐπ' οὐδενί τή σημαία τῆς Ἐλπίδας. Τό διακηρύσσει, ἄλλωστε, διά τῶν παρακάτω στίχων του:

«Ξέρω καλά τό πένθος τῶν ἀποχωρισμῶν
Τ' ἀπελπισμένα ἀγκαλιάσματα
Τίς κρυφές χαραμάδες τῆς καρδιᾶς
[....................]
Ξέρω καλά τή βάρκα πού σαπίζει στήν ἀκρογιαλιά
[....................]
Τά παλιά σπίτια πού μαζεύουν σκόνη
Τά χάρτινα λουλούδια πού στολίζουν φτωχικές κάμαρες
Τά πρωτοχρονιάτικα δῶρα τά πληρωμένα μέ δάκρυα
Ξέρω καλά τό ματωμένο φανάρι μέσα στή θύελλα
Τό σκουριασμένο φανάρι μέσα στό κοιμητήρι» (8).

Ὅταν, ἐξάλλου, τό κρίνει ἀπαραίτητο, εἴτε ὡς χρέος του, εἴτε ἔξωθεν ἐπιβεβλημένο, θά πενθήσει γοερότατα [ὅπως στήν «Ἄννα τῆς ἀπουσίας» (9)], θά ὀργισθεῖ ἀπό μέσης καρδίας [ὅπως στά «Δέκα ποιήματα τῆς ὀργῆς καί τοῦ χρέους» (10)], θά μελαγχολήσει ἤ καί κάποτε θά ἐπαναστατήσει, ἀλλά πίσω ἀπ' ὅλα καί πάνω ἀπ' αὐτά, θ' ἀντιπροτείνει τή διασώζουσα προοπτική τοῦ Χαμόγελου καί τή δυναμική τῆς Ἀγάπης

[«Γιά νά μάθετε πώς μονάχα ἡ λευκή ἀνθοφορία
Τοῦ τοκετοῦ τῆς ἀγάπης διαρκεῖ» (11)]

καί τούτη εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν γεύση, πού ἀποκομίζει ἐντέλει ὁ ἀναγνώστης ἀπ' τήν ὅλη συναναστροφή μαζί του. Θεᾶται συνήθως ὁ Ποιητής τή θετική ὄψη τῶν πραγμάτων τοῦ Κόσμου κυρίως. Δέν ἐγκλωβίζεται μεμψιμοιρώντας στό ἀδιέξοδο τοῦ λυγμοῦ ἤ τοῦ ὀλοφυρμοῦ, τοῦ πένθους, τῆς ὀδύνης ἤ τῆς ἐσωστροφῆς, πού -δυστυχῶς- διαπιστώνεται στά σύγχρονα κυρίως λογοτεχνικά ἔργα, ὀγκούμενη καί ταλανίζουσα -εὐκαίρως ἀκαίρως- τήν ὕπαρξή μας. Δέν ἀφήνεται ὁ Βαρβιτσιώτης, νά τοῦ μαραθεῖ τό ἐαρινό συναίσθημα, ἀσφυκτιώντας κι ἀργοπεθαίνοντας ὑπό τό ἀπρεπές καί θανατηφόρο πέπλο τοῦ Χειμώνα. Θεωρεῖ π.χ. τόν συνήθως ἀποτρόπαιο γιά ὅλους μας Χειμώνα, τόν κάθε λογῆς Χειμώνα, -ἀκοῦστε καί θαυμάστε!!!- «περίλαμπρο»,

«Σάν ἕνα σῶμα πού ξεχειλίζει ἀπό ἄστρα
Σά μιά λάμπα πού φωτίζει
Ὁλοσκότεινους δρόμους ὅπου γυαλίζουν
Ἀποτυπώματα παγωμένα» (12)

καί τοῦτο, ἐπειδή ἔχει, αὐτόπτης αὐτός, βεβαιωθεῖ προ-αναστάσιμα, ὅτι ἄφευκτα ἔρχεται κάποια στιγμή ἐπιτέλους, πού

«Ἡ ἄνοιξη σβήνει ἕνα-ἕνα
Τά κεριά τοῦ χειμώνα» (13),

ἐνῶ, μέσα κι ἀπ' αὐτό τό ἀνθρώπινο αὐτονόητο Πένθος, βρίσκει λόγο καί τρόπο νά ἰσχυρισθεῖ, μέ δύναμη προορατική καί πεποίθηση ἐσχατολογική, παρέχοντας σέ ὅλους μας μιάν ἀκόμη εὐκαιρία στήν Ἐλπίδα:

«Βλέπω ν' ἀνθίζουν οἱ νεκροί
Ἡ ἀστραπή νά φράζει τό σκοτάδι
Κι ἐσύ ζωσμένη μ' ἕνα σπαθί
Νά ξαναγυρνᾶς ἀπό τή χώρα τῶν κρίνων» (14).

Ὄντες ἐγκλωβισμένοι σέ μιά γῆ / θερμοκήπιο ἀσφυξίας, τραγικοί αὐτόχειρες μιᾶς ἄνευ προηγουμένου φρικιαστικῆς περιβαλλοντικῆς παρεκτροπῆς καί βέβαιου ὕστερα αὐτοθανάτου, δέν καταβάλλεται ἀπό τήν ἀπελπιστική διάσταση τῆς πραγματικότητας, ἀπό τήν ἤδη προαναγγελθεῖσα ἡμερομηνία λήξης μας. Παρότι ὡς πολίτης τοῦ σήμερα δέν ἔχει περιθώρια ἰάμβων, ὡς ποιητής ὅμως ἀναμένει τήν ἀναστροφή τοῦ κλίματος ὑπέρ τοῦ Ἀνθρώπου καί τῶν ἀγαθῶν του ἔργων:

«Ἡ μοναξιά καί ἡ σιωπή
Δυό φίλες τώρα πεθαμένες
Κάνουν καμιά φορά ν' ἀνθίσουν
Τά κοιμητήρια» (15).

Ἀκόμη καί τήν ἀπόλυτη ἐκείνη, ἀδιάσειστη συνήθως σκληρότητα τῆς Πέτρας ἔρχεται νά δικαιολογήσει, ἀναγνωρίζοντάς της μιάν ἄλλη διάσταση καί οὐσιαστικότερη τώρα λειτουργικότητα:

«Ἡ πέτρα μή μπορώντας ν' ἀνθίσει
Περισυλλέγει μόνο τό φῶς» (16),

σημειώνει. Μέ ἄλλα λόγια, σέ καθεμιά περίπτωση ἤ περίσταση τοῦ βίου, στοιχίζεται μέ τή σπαραγματική-ἐπιγραμματική κι ἄκρως αἰσιόδοξη ἐκείνη πεποίθηση τῆς Σαπφοῦς, τήν ὁποίαν ἄλλωστε μεταχειρίζεται ὡς προμετωπίδα στήν ποιητική του συλλογή, ὑπό τόν ἐπίσης αἰσιόδοξο κι ἀποφασιστικό τίτλο «Ὄχι πιά δάκρυα» (17) :

«Γιατί σωστό δέν εἶν' σέ σπίτια ποιητῶν
θρῆνοι ν' ἀκούγονται· δέν μᾶς ἁρμόζουν τέτοια» (18).

Παρά τίς πανταχόθεν καί πολυόδυνες ριπές τοῦ βίου, παρά τίς ἀλλεπάλληλες ροές αἵματος ἀπ' τήν Ψυχή (ἀπό ἐκεῖνο, πού, ἄν χυθεῖ, δέν ἀναπαράγεται ποτέ), παρά τήν Ὕβρη τῶν καιρῶν, ἔστω κι ἄν τό ταξίδι τόν ὁδηγεῖ σέ μιάν ἄλλη πατρίδα, βρίσκει τρόπο καί τόπο, νά ριζώσει ἐκεῖ, γόνιμα καί καρποφόρα, πρόσφυγας λόγω ἰδεῶν, φωτός κι ἐλπίδας:

«Μάτωσε σάν ἕνας οὐρανός
Σέ ὥρα καταιγίδας
Ἔκλεινε τά μάτια του
Γιά νά μή βλέπει
Τοῦ κόσμου τήν κακομοιρά
Καί μές στόν ὕπνο του ἀναφωνοῦσε
Ὄχι πιά δάκρυα
[...............]
Τώρα προσάραξε
Σέ μιά τρισόλβια χώρα
Σαγηνευμένος ἀπό τό φῶς τό ἀμάραντο
Πέραν τοῦ πόνου
Πέραν τοῦ τάφου» (19).

Δέν εἶναι μάλιστα τυχαῖο, τό ὅτι διαδηλώνει, εὐκαίρως ἀκαίρως, τή συνεχόμενη εὐφορία τοῦ Ζῆν, παρά τή δικαιολογημένη ἀγωνία τῆς ἀναγκαστικῆς γειτνίασης μέ τό Ἐπέκεινα καί τά λοιπά συνακόλουθα ἐκείνου. Παρά τήν ἐμπειρία μιᾶς πηχτῆς κι ἀδιάβατης Νύχτας, ἡ Αὐγή τῶν Πραγμάτων ἀνατέλλει ἐντός ὀλίγου σαγηνευτική, λύοντας καί καταλύοντας τίς συνήθεις πλεκτάνες τοῦ Σκότους:

«Μιά τελετή γεμάτη θαύματα
Ἔκανα τή ζωή μου
Πιό μακριά
Ἡ ἄλλη ὄχθη τῆς νύχτας
Πού σελαγίζοντας μέ περιμένει
Πιό κοντά
Τό ποίημα τῆς παρουσίας σου
Ἡ σαγηνευτική ἐπίκληση τῆς δροσιᾶς» (20).

Σέ ὕστατη ἀνάλυση, ὅλα συνιστοῦν μιάν ἀέναη ἀντιπαράθεση Ζωῆς καί Θανάτου, εἴτε βιολογικοῦ, εἴτε (κυρίως) πνευματικοῦ. Ὁ ποιητής χρεώνεται, ν' ἀνασυστήσει τό παραπαῖον ἠθικό τῆς ἀνθρώπινης ὁδοιπορίας, νά ἐλαττώσει ἤ νά ἐξαλείψει τίς φοβίες τοῦ ἀποτρόπαιου καί παράδοξου χωρισμοῦ, νά παρέξει στούς συν-κοινωνούς του τήν ἐλπίδα παντάνασσα ὡς Ἀγάπη, Ἔρωτα, Ζωή διαρκή:

«Στήν ἐλάχιστη ἀνασαιμιά τῶν ρόδων
Στό ἀνοιγοκλείσιμο ἑνός ματιοῦ
Πού στίλβει ἀπό ἔρωτα
Καταχωνιάζεται ὁ θάνατος
Ξαναπροβάλλει τό θαῦμα

Κι ἀπό τήν ἄλλην ὄχθη τοῦ χρόνου
Σέ μιάν ἄκατο
Ἡ ἀσημένια κόρη» (21).

Ἡ σκληρή κι ἀμείλικτη καθημερινή (ἀποκαρδιωτική ὄντως) πραγματικότητα τῶν κάθε εἴδους διχοστασιῶν μεταξύ συνανθρώπων ἤ ἐθνοτήτων, τῶν παγκοσμίων συρράξεων, τοῦ ἀδικοχυμένου (ἔτσι κι ἀλλιῶς) τόσου καί τόσου αἵματος (πανίερου μολαταῦτα), τόν ἀναγκάζει συχνότατα νά σκυθρωπιάσει, νά θρηνήσει, νά ματώσει, ἀλλά, εὑρισκόμενος μπροστά στή θέα τοῦ ἐπιταφίου μέν, ἀνοιξιάτικου ὅμως Ἰησοῦ, δέν μπορεῖ, δέν δικαιοῦται νά παραμείνει κατάδικος ἐκεῖ, ἐπί ξύλου ἤ ἐν τάφῳ, ὅταν γνωρίζει τί ἀκριβῶς σέ λίγο μέλλει γενέσθαι. Ἐννοῶ, τήν ἀδιαμφισβήτητη συντριβή τοῦ κράτους τοῦ Θανάτου διά τῆς Ἀναστάσεως Ἐκείνου.

«Ποτέ δέν ἦταν ἄλλοτε
Τόσο πολύς ὁ πόνος
Τόσο πολλή ἡ θανατηφόρα στάχτη
Τόσο πολλές οἱ τερατόμορφες
Κοῦκλες τῶν σκοταδιῶν
Οἱ θλιμμένες λαμπάδες
Καί οἱ κλωστές τῶν δακρύων μας
Πού ἔχουν τυλίξει τόν οὐρανό
Ὅμως ἐλᾶτε μολαταῦτα
ὅλοι πασίχαροι
Νά διώξουμε τά φαντάσματα
Νά προσευχηθοῦμε ὅλοι μαζί
Πάνω ἀπό τ' ὁλάνθιστο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (22).

Οὕτως ἤ ἄλλως ὅμως, ἡ Ἀθωότητα διαθέτει ἀφ' ἑαυτῆς τή δυναμική, νά διασώζεται καί νά διασώζει. Ὑπάρχουν -δόξα τῷ Θεῷ- "μικρές" καθημερινές χαρές, πού ἀποτελοῦν ὄντως Χάρη / Παραχώρηση Οὐρανοῦ πρός τ' ἀνθρώπινα πράγματα καί πού συνήθως παραθεωροῦνται, λόγω κεκτημένης τοῦ καιροῦ μας ταχύτητας. Οἱ παρακάτω στίχοι θά ἠμποροῦσαν ν' ἀποτελέσουν μανιφέστο πρός αὐτή τήν προοπτική:

«Ὑπάρχει κάτι πιό συγκλονιστικό
Ἀπό τή συντεφένια ὄψη τοῦ τρόμου
Ἀπό τήν κλειστή παλάμη τοῦ τάφου
Ἀπό τή θλίψη τοῦ χαμένου καιροῦ
Ὑπάρχει τό γαλάζιο
Ἑνός ματιοῦ παιδικοῦ» (23).

* * *

Ἀντιμετωπίζοντας σέ μιά πρώτη ἀνάγνωση τά ποιήματα τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη σοῦ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση, ὅτι κατ' ἀρχήν πρόκειται γι’ ἁπλές φωτογραφικές ἀποτυπώσεις. Ὅτι συλλαμβάνει δηλαδή ὁ δημιουργός φευγαλέες στιγμές τοῦ ἔξω καί τοῦ μέσα κόσμου, ὡσάν ἀπό τή μηχανή τοῦ φωτογράφου. Κι αὐτό συμβαίνει ἀληθῶς. Μέ τή διαφορά ὅμως, ὅτι, ὅταν ἀργότερα μᾶς τίς ἐμφανίζει, ἔχει κατορθώσει τό τῆς Ποιήσεως μέγα ζητούμενο: Ἔχει προσδώσει στήν παρελθοῦσα ἤδη ἐκείνη στιγμή τή συν-αίσθηση τῆς Διάρκειας, διότι στόν "σκοτεινό θάλαμο" τῆς ψυχῆς του (μήτρα τῆς Ποίησης) κατάφερε τίς ζωοποιές ἐκεῖνες φωτοειδεῖς μεταλλάξεις πού ἀπαιτοῦνται, ὥστε, ἅμα τῇ ἐμφανίσει, νά εὐφραίνεται ὁ ἀναγνώστης, ἐκβάλλοντας πέρα μακριά τό Φόβο καί κωμωδώντας ὁλοένα τά παγιδεύματα τοῦ Χρόνου καί τῆς μέσα Λύπης.

Μετά τήν δεύτερη ἀνάγνωση, ἄλλα νεοφανῆ συναισθήματα σοῦ ἀναφύονται. Σάν τότε ἀκριβῶς, καλοκαίρι μέ 40 βαθμούς ὑπό σκιάν, μετά τήν ἐπίπονη ἀνάβαση στά σκαλοπάτια τῆς Μονῆς Ἀναπαυσᾶ, μπαίνεις τάλας κι ἔφιδρως στό ἁγιογραμμένο Καθολικό τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί σέ κυκλώνουν ἐξαίφνης μορφές δροσιστικές, μέ πάνω ἀπ' ὅλα τήν ὀνοματοδοσία τῶν ζώων ἀπ' τόν Ἀδάμ, ἔργο 16ου αἰῶνος, διά χειρός Θεοφάνους Στρελίτζα Μπάθα, ἐπειδή ἀκριβῶς

«Ὁ ποιητής τά πράγματα ὀνομάζοντας
Τά σώζει ἀπό τό θάνατο» (24).

Σάν τότε ἐξάλλου, σέ ἄλλο κατακαλόκαιρο, ὑπό καύσωνα χαιρέκακο καί πάλι, τώρα πιά στά περιώνυμα τῆς Κνωσοῦ ἀνάκτορα, ἀντικρύζεις ἄξαφνα τόν «Πρίγκηπα μέ τά κρίνα» στόν κόσμο του, ἀνενόχλητον πάντως ἀπ' τόν θόρυβο τῶν ἑλληνομανῶν τριγύρω τουριστῶν, κι ἀναθαρρεύεις!!!

Τί περίεργοι συνειρμοί μέρα-μεσημέρι!... Ποῦ σέ πάει ὁ νοῦς, ὁ δημεγέρτης!... Ἤ, μήπως ὅμως, αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει τή γονιμότητα ἤ τήν ὕψιστη ὠφέλεια, πού σοῦ δωρίζει ἡ Ποίηση μόνον; Βρεθήκαμε, ἆραγε, μακριά (ἤ μήπως κοντύτερα) στά καθέκαστα τῆς γραφῆς τοῦ Θεσσαλονικέως Δημιουργοῦ; Εἶμαι βέβαιος γιά τό δεύτερο· κάτι, πού οἱ συνήθεις ἀναλυτές τῆς Τέχνης, ἀσελγοῦντες μᾶλλον πάνω στό κ α ί ἤ στό π ο ῦ τῶν στίχων μας, μά καί οἱ κάθε λογῆς διϋλίζοντες αὐτεπαγγέλτως τά αἰσθήματα, οὐδέποτε θά δυνηθοῦν, εὐτυχῶς!!!

* * *

Ἔμπλεως δέους καί πίστεως ὁ Βαρβιτσιώτης ἔναντι τοῦ τρόπου αὐθεντικῆς βιοτῆς, πού ὀνομάζουμε «Οὐρανό», ἀτενίζει ὀρθοδοξότατα τό Θεῖον, προσβλέποντας στήν οὐσιαστική μέθεξη ἀρρήτων μυστηρίων τῆς ὄντως Ζωῆς. Πρόκειται γιά ἕναν ἐν κόσμῳ Ἀναχωρητή, ὁ ὁποῖος φεύγει, ὅλο φεύγει ἀπό τά καθημερινά, ἀποτασσόμενος τό δέλεαρ τῶν τρεχόντων κοσμικῶν, ὄχι ἐπειδή τά φοβᾶται ἤ τ' ἀπεχθάνεται (ὡς εἴθισται στούς καιρούς μας), ἀλλά ἐπιδιώκοντας καί στοχεύοντας, ἐκεῖ στήν αὐτομόνωσή του, παρέα μέ τά συνένοχα ὅπλα του-τό χαρτί καί τό μολύβι, νά ἐφεύρει τά λεκτικά (κι ὄχι μόνον) ἀντίδοτα, γιά νά καταπολεμήσει, μιά καί καλή, τήν ἐπάρατη ἀκοσμία τοῦ τώρα Κόσμου, ὥστε, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νά ἐπιστρέψει στά ἐνθάδε, νά νοηματοδοτήσει ἐκ νέου τίς κοσμικές μας προοπτικές, τίς ἀτολμίες ἤ τίς ἀστοχίες τοῦ σήμερα.

Εἶναι ποιητής προσευχόμενος ὁ Βαρβιτσιώτης καί νυκτικός, κατανυγόμενος ὁλοένα ἀπ' τό παράστημα καί τό παράδειγμα τῶν κορυφαίων γιά τήν σωτηρία μας ἱερῶν Προσώπων. Κι ἐπισημαίνει ὡς φωτεινός σηματοδότης μας:

«Προσοχή στά φωτοστέφανα τῶν ἁγίων
Προσοχή στό ἀβασίλευτο χαμόγελο τῆς Παρθένου Μαρίας
Προσοχή στό κεντημένο μέ δάκρυα καί πληγές σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (25).

Δέν εἶναι ἄλλωστε ἀμελητέα ἡ ξεκάθαρη ὁμολογία πίστεως, πού πραγματοποιεῖ, ὅταν παραδέχεται τήν καταλυτική κι ἀναμορφωτική παρουσία καί παρέμβαση Ἐκείνου στή διαχρονική πορεία τῆς Ἱστορίας:

«Στῆς ἱστορίας τήν παλίρροια
Θ' ἀστράφτει ἀείποτε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ» (26).

Ἡ τιμή πάντως πρός τή Θεοτόκο ὑπερέχει στήν ἀνά χεῖρας Ποίηση. Ἴσως, διότι ἡ χαμηλῶν τόνων ἀνάερη φυσιογνωμία Της, ἡ πολλά κραυγάζουσα σιωπή καί ἡ καθόλου ἄχραντη βιοτή Της ἀπ' τή Σύλληψη κιόλας ὥς καί τή Μετάστασή Της, θέλγει εὐφρόσυνα κι αὐτονόητα κάθε νοῦ καί δή τοῦ εὐαίσθητου καί καλόγνωμου Ἕλληνα, ἀφοῦ ἔχει πλέον καταστεῖ πεποίθησή μας ἀδιάσειστη διά τῆς ἀσφαλοῦς ὁδοῦ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεώς μας, ὅτι ἡ ταπεινή αὐτή Κόρη ἀπό τήν ἄσημη κώμη τῆς Ναζαρέτ ἀποτελεῖ γιά τό ἀνθρώπινο γένος τό δοχεῖο τῆς Χάριτος καί τῆς Χαρᾶς του, τό γεφύρι ἤ τή σκάλα μεταξύ οὐρανίων κι ἐπιγείων, τή γλυκύτατη παραμυθία τῶν ἀνθρώπων, τήν ἁρμόδια ἐκπρόσωπό μας στόν Οὐρανό, τήν ἀνύστακτη πρέσβι μας στήν ἐπάνω Πατρίδα. Μιά τοὐλάχιστον ποιητική συλλογή τοῦ Βαρβιτσιώτη ἀπευθύνεται προσευχητικά καί τιμητικά πρός τήν πανσεβάσμια Μορφή Της. Εἶναι ὁ Ταπεινός αἶνος πρός τήν Παρθένο Μαρία (1971).

Ὁ ἔναστρος λόγος του πρός Ἐκείνην, πατώντας στέρεα στήν κοινή πεποίθηση τῶν παρελθόντων ἤδη εἴκοσι ὁλόκληρων αἰώνων Ὀρθοδοξίας, ἀπορρέει ἀπό τά μύχια τώρα τῆς ὑπόστασής του ὡς καρδιακή προσευχή, πανάκριβο θυμίαμα ἐσωτερικοῦ παλμοῦ καί θρίαμβος ἐπινίκιος τῆς ἀγαπητικῆς πρός τό μεγαλεῖο Της διάθεσής του. Λόγος ἁπλοῦς καί γιά τοῦτο ἀκριβῶς καθαρότατος κι ἄκρως μεγαλοπρεπής, λόγος ρέων, μουσικός κι ἑλληνοπρεπής, γλαφυρότατος καί θεοπρεπής, λόγος ἀνάλαφρος κι πανωραῖος, τοῦ Θανάτου ἀντίλογος κι ἀντιστάθμισμα. Ἐρανίζομαι (χάριν εὐφωνίας) κάποιους ἐνδεικτικούς του στίχους, ὀάσεις τρυφερότητας κι εὐλάβειας:

«Φῶς ἀβασίλευτο κι ἔρωτας τοῦ φωτός
Αὐγή καί βλέφαρο τῆς αὐγῆς
Κι ὅλα μεμιᾶς ἀναγαλλιάζουν» (27),

«Θαμπωμένοι ἐμεῖς ἀπ' τό θυρεό τῆς Ὡραιότητός Σου» (28),

«ὤ Παναγίτσα ἡλιόκαλη δική μας
Παρηγοριά μας καί καταφυγή μας

Σ' ἕνα δελφίνι καθιστή
Περνᾶς τούς κάβους στήν ἀράδα
Τό χαμόγελό Σου ἀστραπή
Κάτασπρο γνέφαλο ἤ νιφάδα» (29),

«Μᾶς ἐπισκέπτεσαι πάντα ὦ Περίβλεπτη
Τίς χιονισμένες κάμαρες ἀνοίγοντας στή θαλπωρή τοῦ θέρους
Κι ἄγγελοι πλῆθος συνωστίζονται
Κάτω ἀπό τό ἀνθοπέταλο
Πού σχηματίζει τ' ὄνομά σου» (30),

«Ἀκόμα καί τό φῶς χρειάζεται τήν παρουσία σου
Δέσποινα τῶν ἀγγέλων πού προστατεύει τόν ὕπνο μας
Γιατί μονάχα Ἐσύ μπορεῖς ν' ἀναχαιτίσεις τά σκοτάδια
πού ἐφορμοῦν
Σέ πένθιμη νυχτερινή ἱππασία
Κι ὅπου στενάζει ἕνα παιδί
Κάνεις ν' ἀνθίσει μιά δροσοσταλίδα» (31).

Ὁ Βαρβιτσιώτης ἀποδεικνύεται στήν κυριολεξία Ὑμνογράφος ἐπιδεξιότατος. Μπορεῖ νά μήν συντάσσεται μέ τά ἐξωτερικά ἐκφραστικά μοτίβα τῶν γνώριμών μας βυζαντινῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιητῶν, ἀλλά ὁ ἐσωτερικός του ρυθμός, ἡ ὑποδειγματική του σεμνότητα, ἡ ἔναστρη ταυτόχρονα καλολογία του, τό ἀπαστράπτον συναίσθημα πού ξεδιπλώνεται γάργαρο, ἡ ἐκπεφρασμένη ροή τοῦ ζέοντος πιστεύματός του παραπέμπουν κατ' εὐθείαν ἐκεῖ, στό βάθος τῶν αἰώνων, ἴσως διότι ἀρδεύεται ἀδιάλειπτα ἀπ' τό φρέαρ τῆς Παράδοσης, ἁπλώνοντας ἔτσι τίς ρίζες του θαλλερές καί στό αὔριο. Εἶμαι ὑπερβέβαιος, ὅτι, ἄν κάτι-ὁτιδήποτε συνέβαινε κι ἔπαυε πιά νά χρησιμοποιεῖται ὡς λειτουργική ὑμνητική τοῦ Θείου γλώσσα ἡ βυζαντινότροπη ποίηση, ἀρχαία καί νεώτερη -ὅ μή γένοιτο, ἐννοεῖται-, ὁ εὔχυμος κι εὔρωστος λόγος τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη θά κατελάμβανε τήν πρωτεύουσα θέση στή νοητή αὐτή ἀντικατάσταση, ἐκεῖ ὅπου γιά τόσους καί τόσους αἰῶνες κατέχουν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς περίβλεπτος Ρωμανός ὁ Μελωδός (32) ὁ πρωτοκορυφαῖος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (33) ὁ ταπεινόφρων, Κασσιανή (34) ἡ τολμηρότατη τῶν γυναικῶν στό στίχο, τώρα τελευταῖα Γεράσιμος ὁ Μοναχός ὁ Μικραγιαννανίτης (35) ἤ Ἀθανάσιος ἱερομόναχος ὁ Σιμωνοπετρίτης (36) καί τόσοι ἄλλοι ἐπώνυμοι ἤ ἀνώνυμοι ἐκκλησιαστικοί στιχοπλόκοι, θεοδίδακτα πάντως καί «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου» (37). Διότι, ἁπλούστατα, καταφέρνει νά συνδυασθοῦν ἁρμονικότατα διά τῆς ποιήσεώς του, τό τερπνόν τῆς τέχνης του μετά τοῦ ὠφελίμου τοῦ ζέοντος φρονήματός του, γεφυρώνοντας τό ἐσώτατο μέλος τῶν στιχηρῶν του μέ τό βέβαιο μέλλον τῆς πίστης. Ἐνώπιος Ἐνωπίῳ, λοιπόν, φλέγεται ἀπό τή λυσιμελή ἐμπειρία τῆς πύρωσης, δίχως ποτέ ν' ἀφομοιώνεται ἤ ν' ἀφανίζεται κατακαιόμενος. Προσεύχεται αὐθεντικά κι αἰσθαντικά, ἔγκλειστος ἐκ νεότητός του στό μοιραῖο κελλί τῆς Ἄσκησης καί τῆς ὅλο κοινωνικότητα Μοναξιᾶς του, ἀποκρούοντας ἐπιτυχῶς μέχρι σήμερα τό κάθε ἐνάντιο καί δηλητηριῶδες κεντρί, πού ἐλλοχεύει ἀνά πᾶσα στιγμή, νά μᾶς εὕρει εὐάλωτους. Τή δική μας ροπή, ὑπονοῶ, πρός τό ὑπερφίαλο καί τό ἐγωπαθές, τό τάχα καί τό δῆθεν. Ἀποθεώνει ὁ Ποιητής τό γήινο κι ἐνσαρκώνει ἐπισημότατα τό Θεῖον, κάτι ἄλλωστε, πού συνιστᾶ καί συνοψίζει ἀνέκαθεν τόν Κανόνα τῆς ὅσης Ὀρθοδοξίας μας ὡς Ὀρθοπραξίας.

* * *

Τό μυστικιστικό στοιχεῖο θαυματουργεῖ εὐφρόσυνα στήν ποίηση τοῦ Βαρβιτσιώτη, χαρακτηρίζοντας ἀνεξίτηλα τά καλοστημένα (πραγματικά ἤ φανταστικά) σκηνικά τοῦ Κόσμου του, μαζί μέ τίς τάσεις, τίς ἐντάσεις, τίς ἀντιστάσεις, τίς ἀνατάσεις του. Ὅλ' ἀφοροῦν στό Ἐπίκεντρο, στήν Οὐσία (ἀπουσία, ἤ μή παρουσία) τῶν Ὀνείρων καί τῶν λοιπῶν Ὄντων. Ἡ γραφή του διανύει τό σχῆμα: Μυστηριώδης - μυστικοπαθής - μυστική - μυσταγωγική - μυστηριακή. Μᾶς προϊδεάζει σχετικά:

«Ἀνακάλυψα μιά νέα
Μυστική γραφή
Ἴδια σκιά πού ξετυλίγεται
Δαντελλωτή
Μές στή ραγισματιά τῆς μέρας
Ἰδεόγραμμα χαραγμένο
Μέ τό δάχτυλο τῆς Περσεφόνης
Ὑπόγεια φλέβα
Πού ὅμως ἀχτινοβολεῖ
Σκιά πλατύφυλλη
Σωρευτική
Θεοσκότεινο ἄνθος
Σφραγισμένο
Μέ τή σιωπή» (38).

Ὅλα τίθενται, συντίθενται ἤ καί συχνότατα ἀποσυντίθενται μέ παρρησία περισσή. Μιά πολύ μακρινή Ἀπουσία παρ' ὅλ' αὐτά, ἀνά πᾶσα στιγμή καί ὥρα παροῦσα, κυκλοφορεῖ κυριαρχική στήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρά του, καλορυθμίζοντας ἐντέλει τά πάντα, πίσω ἀπ' τίς τρέχουσες λέξεις του, τά νῦν καί ἀεί νοούμενα. Μιά λατρεία εὐωδέστατη γιά τίς ἤδη φευγάτες θωπεῖες ὑπεραμύνεται τῶν δικαίων της. Ἕνας ὁλόκληρος ἕτερος (μά ταυτόχρονα, τόσο οἰκεῖος του) Κόσμος στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Ζῆν ἐπιβιώνει, ἐντός ἐκτός καί ἐπί τ' αὐτά.

«Μαβιά ἡ μορφή της κάτω ἀπ' τό χιόνι
Διαιωνίζει μιάν ὑποχθόνια βλάστηση» (39).

Ἦχοι ἀπόηχοι μικρῶν ἤ μεγάλων σιωπῶν καί παράδοξες -πλήν ἰσχυρότατες- Μνῆμες, ἄν καί πολλές φορές κολοβωμένες ἀπ' τήν πολλή τώρα μακρότη, μά καί ἡ σκουριά παράλληλα τῶν νοτισμένων αἰσθημάτων νοηματοδοτοῦν πάλι καί πάλι τή δίχως κατάληξη περιπέτεια τοῦ Ὑπάρχειν. Ὅλα πᾶνε κι ἔρχονται, παλαιώνονται καθ' ὁδόν ἐπιδεξιότατα, προγευόμενα τό Τέλος (μέ τήν ἔννοια τῆς ὁλοκλήρωσης ἤ καί τῆς ἐκπλήρωσης), ὡς μέλη-στελέχη πολύτιμα μιᾶς παράτολμης, γι' αὐτό καί τόσο θελκτικῆς, νέας Δημιουργίας:

«Βαθειά συρτάρια ἀπό ξύλο παλαιό
Πού εὐωδιάζουν
Μέ σκουριασμένες κλειδαριές
ἠχηρά μονάχα ἀπό τή σιωπή
Μέσα τους ἀχτινοβολεῖ
Ἡ πιό παράξενη μυστική νύχτα» (40),

ἐνῶ ὁ ἐπί σκοπόν ἁρμόδιος Ὀφθαλμός (στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ποιητής) καί μετά ἀπό μακρά ἀγρύπνια, ἐγρήγορση κι ἀναμονή στό φεγγίτη τῆς Αἰωνιότητας, ἀφουγκράζεται ὁλοένα, ἤ καί θεᾶται σήμερα σημεῖα ἀποκαλυπτικά, τά ὁποῖα παραπέμπουν στό Αὔριο τῶν Ὀνομάτων καί τῶν Εἰδῶν:

«Βήματα νεκρῶν πού ἀπομακρύνονται ὁλοένα
Σώματα πουλιῶν βαλσαμωμένα
Λυπημένα βλέμματα χωρισμένων ἐραστῶν» (41).

Οἱ χρονίζουσες ἀποστάσεις μας ἀπ' τό Ἀκμαῖο ἤ οἱ ἀλλεπάλληλες πτώσεις μας ἀπ' τό Αὐθεντικό, οἱ ἔξοδοί μας ἀπ' τόν Κῆπο τῆς Τελειότητας καί τῆς Ὀμορφιᾶς (πεῖτε τις καλύτερα, αὐτοεξορίες ἤ καί κάποτε αὐτοκτονίες) σ' ἕναν δυσοίωνο κόσμο virtual πραγματικότητας μέ τόν Big Brother νεόκοπο -ἀλίμονο- κυρίαρχο τοῦ «παιχνιδιοῦ», δέ συνιστοῦν ἀσφαλῶς μιά κατά φύσιν κατάσταση. «Ἐν ἀρχῇ» (42) ἐκεῖ, κατεῖχε χαρισματικά ὁ Ἄνθρωπος, μακάριος, τήν κορυφαία κατάσταση τοῦ posse non mori (43) ἀλώβητο, ἀργότερα ὅμως κι ἀνά πᾶσα στιγμή ποθεῖ καί σχεδιάζει, μακρόθεν καί λυπούμενος, τήν Ἐπιστροφή. Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς, ἡ γεύση παραμένει ἀσίγαστη τῆς Νοσταλγίας, ἡ ἐπιθυμία διαρκής πρός τό πρώην Κάλλος καί τ' ἄλλα δωρήματα, τ' ἀπωλεσθέντα. Μά καί πάλι ἀνθίσταται -ἀτυχῶς- ἐνάντια στό δικό του συμφέρον, ἀνασταλτικά τοῦ δικοῦ του σωσμοῦ, διότι ἔχει πλέον προσλάβει ὡς νεώτερη, ἀνάρμοστη φύση του, τή ροπή ἐτούτη πρός τήν Ἀντίσταση καί τή Φυγή:

«Ὀργισμένες ἀχτίδες πού διαπερνοῦν τόν ὁρίζοντα
Ἴχνη πού ἀφήνει ὁ οὐρανός
Ὕστερα ἀπό τή θύελλα
Ὕστερα ἀπό τήν τελευταία πτώση
Τοῦ ἀγγέλου» (44).

* * *

Ἄτριον (45) εἶναι ὁ τίτλος τῆς ποιητικῆς συλλογῆς (παραγωγῆς 1994-1995) τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, πού γεφυρώνει ἐκδοτικά (Ὀκτώβριος τοῦ 2000) τόν εἰκοστό μέ τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα. Ἡ ἀρχαία αὐτή λέξη σημαίνει τό «στημόνι», ἀπαραίτητο γιά τήν ὕφανση, στή διασταύρωσή του μέ τό ὑφάδι. Κάπως ἔτσι χρειάζεται νά ἐκληφθεῖ τό ἀνά χεῖρας βιβλίο: Στημόνι τοῦ νεώτερου κόσμου τοῦ ὀνειρικοῦ, τῶν νήπιων ἀκόμη χρόνων τοῦ μόλις εἰσοδεύσαντος αἰώνα, τῶν ἱερῶν ἐμπειριῶν (καλῶν ἤ κακῶν, δέν ἔχει καμιά σημασία) τοῦ Ποιητῆ στή συνεύρεσή τους μέ τίς νέες πραγματικότητες τοῦ σήμερα ἤ τοῦ αὔριο. Στημόνι, ἐξάλλου, μιᾶς ἐπαναστατικότερης ὁλοένα Σιωπῆς· ἑνός ἀγωνιώδους ἀγώνα γιά τήν ἐπικράτηση τῶν δώρων τ' Οὐρανοῦ στή γῆ· τῆς ζωῆς ἐπί τῶν παντοειδῶν γνωστῶν μας ἀγνώστων φαντασμάτων, τῆς ὀρθοφωνίας τῶν αἰσθημάτων ἐπί τῆς κακοφωνίας τοῦ Ἀναίσθητου, τῆς Ἀγάπης, φίλοι μου, τῆς Ἀγάπης!!! Αὐτῆς, τῆς ταλαίπωρης ἐρωμένης!!!...

Ὁ Ποιητής ἐκ προοιμίου, κατά τρόπο ἱερατικό, δηλώνει εἰς ἐπήκοον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου:

«Ἀντιστροφή πιά τώρα
Πρός τήν ἀπόκρυφη σκιά
Ὅπου ἀναθρώσκει
Ἕνα ἄνθος ἀπό φῶς
Σφραγισμένο μέ τή σιωπή του» (46).

Ἐνῶ βιώνει μιάν ὄντως δυσοίωνη πραγματικότητα, μιά κατάσταση ἔκπτωσης, παθῶν καί λαθῶν, μιά

«Γυμνή ἐποχή
Μέ τό ξεθυμασμένο της ἄρωμα
Καί μέ τό διάφανο ψῦχος της» (47),

δέν παύει ἐπ' οὐδενί, νά παραμένει

«(...) γοητευμένος ἀπό τό οὐράνιο πῦρ
Ἀπό τούς κήπους τοῦ μυστηρίου
Θρεμμένος ἀπό τό ψωμί τῆς μοναξιᾶς
Ἀναζητώντας πάντα τήν πνοή τοῦ ὠκεανοῦ
Ναυσιπλοεῖ μέσα στό ἄρρητο καί στό ἄγνωστο» (48).

Λησμονημένα ὀνόματα ἐπιστρέφουν, ξεθωριασμένα χρώματα ἐρυθριοῦν ἐκτάκτως τώρα στή Στροφή. Καραδοκίες ὀνείρων ξεθαρρεύουν και ἀνθίζουν. Τά ὅσα νήπια συναισθήματα ἐνηλικιώνονται. Ἡ γνωστή του ἐκείνη, ἀπ' τά πολύ παλιά, Μορφή (ἄσαρκη ἤ ἐνσώματη, δέν πολυέχει σημασία στό ἐπέκεινα τοῦ Χρόνου) ἰσχύει ἀκόμη. Τώρα, περισσότερο παροῦσα. Τώρα, ὀργιάζουσα στή νιοστή. Εἶναι θέμα Προσώπου, τελικά. Ἐκεῖνο διαρκεῖ, ἐκεῖνο εἶναι τό ἐξόχως ἐρωτεύσιμο κι ἀνεπανάληπτο, γιά ἐκεῖνο ἀκριβῶς συγκαταβαίνει συνήθως ἡ Οὐρανός στή Γῆ. Ἐν ἔτει, λοιπόν, σωτηρίῳ 2000 καί βάλε, μετά Χριστόν, ὁ Βαρβιτσιώτης ἀνασύρει αὐτή τή Μορφή ἀπ' τόν πρώην αἰώνα του, ἀπ' τίς προπερασμένες του ἡμέρες «ἀπαραποίητη»:

«Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἐξαφανιστεῖ
Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἀποδημήσει
Ὅπου καί νά 'σαι θά σέ ξαναβρῶ

Τό πρόσωπό σου μοῦ ἀνήκει
Ἀπαραποίητο μέσα στόν ἄνεμο» (49).

Κι ὅμως, ἡ Ποίηση, ἐνῶ σέ λυτρώνει, ταυτόχρονα σ' ἐξαντλεῖ, ὄντας

«(...) σειρήνα καραβιοῦ
Πού καλεῖ σέ βοήθεια» (50).

Ἐνῶ σέ ὠθεῖ νά χαμογελᾶς ἤ νά λυτρώνεσαι μή ἀπελπιζόμενος, κάποτε σ' ἐξωθεῖ καί στά δάκρυα, ὄχι τοῦ χαμοῦ, μά σέ κεῖνα πού εἶναι δάκρυα ἀπροσδιόριστης προέλευσης, κραυγή πού δέν ξέρεις γιατί κι ἀπό ποῦ. Ἡ Ποίηση, ἐξάλλου, σέ κενώνει, ἔτσι καθώς ἡ τελετουργία ἐκείνη τῆς Πενίας καί τοῦ Πόρου, τῆς Νοσταλγίας καί τοῦ Κορεσμοῦ. Καί ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης, ἀπό τά καλοθύμητα ἐκεῖνα Φύλλα ὕπνου (51) (τοῦ 1949) ὥς τό σημερινό πολύτροπο Ἄτριον, ἔχει καταξοδευτεῖ καί τολμᾶ νά τό πεῖ, ὄχι ὡς παράπονο (ποτέ δέν θά τὄκανε), ἀλλά ὡς ρεαλιστικό γράφημα ἔσω ψυχῆς καί ὡς παρακαταθήκη ἤ πρώτης τάξεως προϊδεασμό γιά κάθε ἐπίδοξο ἐπίγονό του, ὀρεγόμενον δόξαν ποιητοῦ:

«Ὁ λόγος μου
Ὁ διάφανος λόγος μου
Ὤ τί σκληρή δοκιμασία!
Τί περιπέτεια ἐξαντλητική!

Τά φτερά μου πιά ἔλιωσαν
Καί μέρα μέ τή μέρα
Γίνομαι ἀόρατος
Προστατευμένος μόνο
Ἀπό τό φῶς τῆς τραγωδίας μου» (52) .

* * *

Δέν εἶν' εὔκολο διακόνημα ἡ θητεία στήν Ποίηση, δέν εἶναι... Κι ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης, κρίκος ὁλόχρυσος μιᾶς μακρᾶς (ἀρχαϊκῆς, μά στέρεης) ἁλυσίδας καταξοδεμένων προφητικῶν φυσιογνωμιῶν, ἐπιθυμεῖ ν' ἀπιθώσει τήν ποιητική διαδοχή, (σκυτάλη εὐθύνης ὕψιστης), σέ χέρια στιβαρά καί νόες διαυγεῖς, πού θ' ἀριστεύσουν -σύν τῷ χρόνῳ- εὔρωστοι κατά τή νοητή κι ἀτέρμονη σκυταλοδρομία πρός τή Γνώση, τήν Τελείωση, τό αὔριο τῶν Πραγμάτων. Καί τοῦτο, ἐπειδή γνωρίζει καλά, ὅτι, ἄν δέν ὑπάρξει ἡ ζητούμενη αὐτή οὐσιαστική διαδοχή, ὅλα θά ριχτοῦν στή χοάνη τῆς Λήθης, στήν ὁριστική σιωπή τοῦ Χαμοῦ. Ὁ κίνδυνος πάντοτε ἐμφωλεύει καί δέν μᾶς εἶν' ἐπιτρεπτό, νά καταλήγουμε στήν Ἀμνησία, λόγω τῆς ἐπί θύραις καθολικῆς Ἀμνηστίας, πού μᾶς ἐπαπειλεῖ ἀδιάλειπτα. Ἡ ἐγρήγορση προαπαιτεῖται γιά τή δικαίωση τῆς Ποίησης, διότι

«Ὅπως τά καρφιά
Σκουριάζουν κάποτε καί τά ὄνειρα
Μέ τόν καιρό» (53).

Ἀντί ἄλλων ἐπιπρόσθετων καταληκτικῶν λόγων στήν ἐντελῶς προσωπική μας ἐτούτη περιδιάβαση μέσα στόν ὁλάνθιστο Κῆπο τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, δανείζομαι δυό ποιητικά ψήγματα τῆς σοφίας του, διότι ἀποτελοῦν -θεωρῶ- ἄριστες παραινέσεις πρός ναυτιλομένους, ἀλλά καί συνοψίζουν ἐπαρκῶς τή γένεση, τήν ἐξέλιξη καί τήν ἐν γένει ποιητική μυσταγωγία, πού τελεσιουργεῖ ἀνέκαθεν ὁ ἴδιος:

[Ι]
«Αὐτός ὁ ἅγιος πού λέγεται ποιητής
Ὁ ἄνεργος αὐτός
Πού διακονεύει κάποτε στή γῆ
Καί κάποτε στόν οὐρανό
Πάντοτε πανωραῖος καί πάντοτε θαλερός
Μές στήν ἀτέρμονη ἰχνηλασία του» (54).

[ΙΙ]
«Ὅσο ὑπάρχουν ποιητές
Τά πουλιά θά πετοῦν
Καί τά δέντρα θ' ἀνθίζουν
Δέ θά μποροῦν ἀνίερα χέρια
Νά σταματήσουν τήν ἄνοιξη
Νά ἐξαφανίσουν τά πράσινα σημάδια
Αὐτούς πού πιστεύουν ἀκόμα
Πώς εἶναι τ' ὄνειρο δυνατό» (55).

Καί μιά διαπίστωση ἀκροτελεύτια, πού σημειολογικά λέει πολλά: Ἡ μακρά καί πλατιά Ποίηση τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη δέν διαθέτει τελεῖες. Ψάχνεις σελίδα τή σελίδα, μά δέ βρίσκεις. Ἤ, μᾶλλον, ὑπάρχουν μερικές σ' ἐλάχιστα ποιήματα τῆς πρώτης του ἐποχῆς. Τό κάθε του στιχηρό ἀπό τότε, κλείνει, μά δέν τελειώνει. Τοῦτο μᾶς παρέχει τή μυστική πληροφορία καί τή βεβαιότητα, ὅτι ὁ δημιουργός τους ἀφήνει ἐσκεμμένα κάθε φορά τίς ὑποθέσεις του ἀνοιχτές σέ καινούργιες προσεγγίσεις, νεώτερες ἐκδοχές, σάν ἀνοιχτά (ὀρθάνοιχτα) παράθυρα πρός τόν ἔξω κόσμο (ἤ πρός τή μέσα φυλακή) κι ἐνῶ κάθε φορά μᾶς νουθετεῖ στοργικότατα:

«Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησης
Μή λυπηθεῖτε φίλοι μου
Μή λυπηθεῖτε

Ἄς ταξιδέψει τό χαμόγελό σας
ἀπό στόμα σέ στόμα» (56)

[Μπανάτο Ζακύνθου, Ἰούνιος 2001]


ΘΕΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ (57)

Στόν Τάκη Βαρβιτσιώτη

Νά πού ὁ Ὕπνος χρηματίζεται κι αὐτός
μέ νουθεσίες παραμυθιοῦ
καί ἄνευ λόγου Λόγο
ὄμορφες
καί θεόμορφες
λέξεις παρακειμένου

πέπτωκα
τετέλεκα
πέφευγα
κι ὅπου-ὅπου.

Τό μάθε τέχνη κι ἄστηνε ἐσχάτη ἐλπίδα
στέκει στήν πύλη ὁ Πυρετός
κι ἄν θέλεις ἔμπα

μά σέ γκρεμούς ἀπό νερά
ὁλονυχτίς μές στ' Ὄνειρο
καί τήν αὐγή
Ἰούνιος ἀπό σώματα
(εὐπαθῆ γιασεμιά πού τά φθόνησε ὁ Ὄρθρος)
ὑφάδι ἀποτρόπαιο
τῆς θερινῆς ἰσημερίας.

[Ποίημα π. Παναγιώτη Καποδίστρια, γραμμένο στις 25.6.2001]


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Σύνοψη· Ποιήματα (1958-1972), Ἐκδ. Ἐγνατία, (Θεσσαλονίκη) 1981, τ. 2, 31 [ποίημα «Τό μεταίχμιο», ἀπό τήν ποιητική συλλογή Τό πέπλο καί τό χαμόγελο, 1958-1962].
2. Γιά τόν Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, τό ἔργο καί τήν ὅλη ἐπιφανέστατη παρουσία του στά ἑλληνικά καί παγκόσμια Γράμματα, βλ. κατατοπιστικά στοιχεῖα, ἐπιλεκτικά: α) 'Η λ ί α Κ ε φ ά λ α, "Ἐπίλογος" [στό βιβλίο τοῦ Τ. Β. Νήματα τῆς Παρθένου], Ἐκδ. Κέδρος, (Ἀθήνα) 1997, σ. 125-129, β) Ἀ λ έ κ ο υ Δ α φ ν ο μ ή λ η, Ὁ ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, Θεσσαλονίκη 1999 καί γ) Π. Δ. Μ α σ τ ρ ο δ η μ ή τ ρ η, «Νοσταλγία καί Δοξολογία στήν ποίηση τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη», Ἀνάτυπο ἀπό τήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 32 (1998-2000) 59-68.
3. Ἀξίζει νά ἐπισημανθοῦν δυό σπουδαῖα καί μεγάλα ἀφιερώματα ἔγκριτων λογοτεχνικῶν περιοδικῶν γιά τόν Ποιητή: Α) Περιοδικό Ἔρευνα 1 (Ἰανουάριος 2000) 5-12. Γράφουν μέ ἀλφαβητική σειρά οἱ: Πίτσα Γαλάζη, Δημήτρης Θ. Γκότσης, Hotacio Castillo, Ἀλέκος Δαφνομήλης, Βίκτωρ Ἰβάνοβιτς, Myo Kapetanovich, Δημήτρης Ἰ. Καραμβάλης, Ἠλίας Κεφάλας, Φώφη Κορίδη, Γιάννης Κορίδης, Διονύσης Κωστίδης, Εὐτυχία Ἀλεξάνδρα Λουκίδου, Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Νίκος Μουτσόπουλος, Δημήτρης Νικορέτζος, Justo Jorge Padron, Νίκος Παππᾶς, Λένα Παππᾶ, Ἠλίας Σιμόπουλος, Μιχάλης Σταφυλᾶς, Κώστας Τριανταφυλλίδης καί Γιῶργος Φρέρης. Ἀκολουθεῖ ἐκτενές ἀνθολόγημα ποιημάτων καί ἀναλυτικό Χρονολόγιο τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Ποιητῆ. Β) Περιοδικό Ὀμπρέλα 48 Μάρτιος-Μάϊος 2000) 3-49. Γράφουν οἱ: Μ. Ἀποστολᾶτος, Μιχάλης Ἀγγελάκης, Ἑλένη Καρασαββίδου, Βίκυ Μπακάλη, Δημήτρης Νικορέτζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Νέστορας Μάτσας, Εὐαγγελία Παπαχρήστου-Πάνου, Δημήτρης Ἰ. Καραμβάλης, Κώστας Σαρδελῆς, Κατερίνα Τσιτσεκλῆ, Δ. Κωστίδης, Λουκᾶς Θεοχαρόπουλος, Πάνος Π. Παναγιωτούνης, ὁ ἴδιος ὁ Ποιητής περί Ποιήσεως καί ἀπάνθισμα ἀπ' τό ἔργο του.
4. Ἡ ἐκτίμηση αὐτή τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη δημοσιεύεται στό ἐξώφυλλο τοῦ ποιητικοῦ τόμου, Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Σύνοψη· Ποιήματα 1973-1979, Ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, τ. 3.
5. ὅ.π., σ. 117 (ἀπό τό ποίημα "Mant Chagall" τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Καλειδοσκόπιο, 1972-1976).
6. Ποίημα Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, ὑπό τόν τίτλο «Αὐτός ὁ μικρός θεός πού μιλᾶ», δημοσιευμένο στό Περιοδικό Ἐντευκτήριο, τεῦχος 51, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2000.
7. Ἀπό Συνέντευξη τοῦ Ποιητῆ στήν Φ ώ φ η Κ ο ρ ί δ η. Βλ. τόν διαδικτυακό Τόπο in.gr: Βιβλία. Πρβλ. ὅσα περιέχονται στό τεῦχος «Ἐπίσημη ὑποδοχή τοῦ Ἀντεπιστέλλοντος Μέλους τῆς Ἀκαδημίας [Ἀθηνῶν] κ. Τάκη Βαρβιτσιώτη», Ἀνάτυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τ. 44, τεῦχ. β' (1999) 328-348, ὅπου Χαιρετισμός τοῦ τότε Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Γ ε ω ρ γ ί ο υ Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Προσφώνηση τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Τ ά σ ο υ Ἀ θ α ν α σ ι ά δ η καί Ὁμιλία τοῦ τιμωμένου Ποιητῆ.
8. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 145 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ἡ ἀτραπός, 1972-1976).
9. ὅ.π., σ. 41-66.
10. ὅ.π., σ. 9-23.
11. ὅ.π., σ. 13.
12. Ἀπό τό ποίημα Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, «Ὁ χειμώνας περίλαμπρος», Ἐντευκτήριο, ὅ.π.
13. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 72 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ἑνωμένα χέρια, 1972).
14. ὅ.π., σ. 60 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ἡ Ἄννα τῆς ἀπουσίας, 1973-1974).
15. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Φαέθων, Ἐκδ. Γ. Μπίμπη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 19 (ποίημα "Ἡ μοναξιά καί ἡ σιωπή").
16. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 202 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Fragmenta ἤ Ἡ βλάστηση τῶν ὀρυκτῶν, 1977-1979).
17. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ὄχι πιά δάκρυα, Ἐκδ. Κέδρος, (Ἀθήνα) 1998.
18. ὅ.π., σ. 7.
19. ὅ.π., σ. 9.
20. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 229.
21. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ὄχι πιά δάκρυα, ὅ.π., σ. 19 (ποίημα «Ἡ ἀσημένια κόρη»).
22. ὅ.π., σ. 21 (ποίημα «Ποτέ δέν ἦταν ἄλλοτε»).
23. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ἄρωμα ἑνός κομήτη, Ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1997, σ. 15 (ποίημα «Ὑπάρχει κάτι πιό συγκλονιστικό»).
24. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π., σ. 48.
25. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Τά δῶρα τῶν Μάγων, Ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1999, σ. 29.
26. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π., σ. 46.
27. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., τ. 2, 148 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ταπεινός αἶνος στήν Παρθένο Μαρία, 1971).
28. ὅ.π., σ. 149.
29. ὅ.π., σ. 150 ἑξ.
30. ὅ.π., σ. 152.
31. ὅ.π., σ. 153.
32. Γιά τόν Ρ ω μ α ν ό τόν Μ ε λ ω δ ό, βλ. ἐπιλεκτικά, 'Ο δ υ σ σ έ α Ἐ λ ύ τ η, Ἐν λευκῷ, Ἐκδ. Ἴκαρος, (Ἀθήνα) 1992, σ. 35-56.
33. Γιά τόν Ἰ ω ά ν ν η τόν Δ α μ α σ κ η ν ό, βλ. ἐπιλεκτικά, α) Π α ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας, Ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων Ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι 1978 (β'), σ. 287-310 καί β) Ἀ ρ χ ι μ. Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἕνας Ἅγιος Ὑπουργός, Ναύπακτος 1992.
34. Γιά τήν Κ α σ ί α ἤ Κ α σ σ ι α ν ή, βλ. ἐπιλεκτικά, Π α ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, ὅ.π., σ. 372-376.
35. Γιά τόν Γ ε ρ ά σ ι μ ο Μ ι κ ρ α γ ι α ν ν α ν ί τ η, βλ. ἐπιλεκτικά, α) Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ Γ ε ω ρ γ ί ο υ Χ. Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁ Ὑμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης καί οἱ ἀκολουθίες του σέ Ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης· Συμβολή στή μελέτη τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου του, (Διδακτορική Διατριβή), Ἐκδ. Ὀργανισμοῦ Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, β) Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Τό ἔργον τοῦ Ὑμνογράφου Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου· Εὑρετήρια, Ἐκδ. ὅ.π., Θεσσαλονίκη 1997 καί γ) Π ρ ω τ ο π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ Π α ν α γ ι ώ τ ο υ Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α, «Τό περί τῶν Ζακυνθίων Ἁγίων ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ Μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου», Ἀνάτυπο ἀπό τά Πρακτικά τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο, Ἀθῆναι 1999, τ. 2, 9-22.
36. Γιά τόν σύγχρονο "Ὑμνογράφο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας", βλ. Μ (ο ν α χ ο ῦ) Μ (ω ϋ σ ῆ) Ἁ (γ ι ο ρ ε ί τ ο υ), "Ὁ Ὑμνογράφος ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης καί τό ὑμνογραφικό του ἔργο", Περιοδικό Πρωτᾶτον, τεῦχ. 82 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2001) 51-54.
37. Ἀπό τήν Ὑμνογραφία τῆς Ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Βλ. Πεντηκοστάριον.
38. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Τά δῶρα τῶν Μάγων, ὅ.π., σ. 9 (ποίημα «Μυστική γραφή»).
39. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τοῦ Παρθένου, ὅ.π., σ. 106.
40. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., τ. 3, 180 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Fragmenta ἤ Ἡ βλάστηση τῶν ὀρυκτῶν, 1977-1979).
41. ὅ.π., σ. 181.
42. Γ ε ν. 1, 1.
43. «Ἡ δυνατότητα τοῦ μή ἀποθανεῖν». Θεολογική ἔκφραση, σύμφωνα μέ τήν ὁποίαν , προπτωτικά ὁ Ἄνθρωπος, διά τοῦ «κατ' εἰκόνα», εἶχε πλουτισθεῖ μέ τό δῶρο τῆς Ἀθανασίας, τό ὁποῖο ἀμαύρωσε μέ τήν παρακοή καί τήν ἀποστασία του. Προσωπική μας πεποίθηση ἀποτελεῖ, ὅτι ἡ ἐν γένει Ποίηση, ἀσυνείδητα ἤ ἐνστικτωδῶς, ἐτούτη τή μαρτυρική μάκρυνση ἀπό τήν Ἀθωότητα διεκτραγωδεῖ. Ἀσφαλῶς καί ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης.
44. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, ὅ.π., σ. 182.
45. Ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1999, σσ. 48.
46. ὅ.π., σ. 9 (ποίημα «Πρός τήν ἀπόκρυφη σκιά»).
47. ὅ.π., σ. 10.
48. ὅ.π., σ. 15.
49. ὅ.π., σ. 31 (ποίημα «Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἐξαφανιστεῖ»).
50. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π., σ. 73.
51. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη· Ποιήματα 1941-1957, Ἐκδ. Ἐγνατία 1980, τ. 1, 25-41).
52. ὅ.π., σ. 36 (ποίημα «Ὁ λόγος μου»).
53. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ἄρωμα ἑνός κομήτη, ὅ.π., σ. 20 (ποίημα «Ὅπως τά καρφιά»).
54. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π. , σ. 119.
55. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 16 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Δέκα ποιήματα τῆς ὀργῆς καί τοῦ χρέους, 1972-1973).
56. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., τ. 1, 37 (ἀπό τήν πρώτη ποιητική του συλλογή Φύλλα ὕπνου, 1941-1944). Σκόπιμα τό δοκίμιο ἐτοῦτο κλείνει μέ τό συγκεκριμένο ποίημα, δίχως ἐπίσης τελεία τέλους. Γιά νά μείνει κι αὐτό ἀνοιχτό, καθώς «θά ταξιδεύει τό χαμόγελό σας / ἀπό στόμα σέ στόμα».
57. Το ποίημα αυτό εν τω μεταξύ δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή μας Της αγάπης μέγας χορηγός, Εκδ. Επτανησιακά Φύλλα, Αθήνα 2003, σ. 43.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Γεωργίου Ν. Λεοντσίνη, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΥΡΤΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 529-551]

Με την ανακοίνωση αυτήν αναδεικνύονται όψεις της ιστορίας της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων κατά τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Την περίοδο αυτήν δραστηριοποιούνται, με στόχο την ενεργό συμμετοχή τους στην Ελληνική Επανάσταση, η ηγεσία της τοπικής Εκκλησίας, με προεξάρχουσα μορφή αυτήν του Αρχιεπισκόπου Κυθήρων και Αντικυθήρων Προκοπίου Καλλονά, και ο εφημεριακός κλήρος, οι φορείς της κοινοτικής αυτοδιοίκησης (προεστοί και δημογέροντες) και πολλοί γενικότερα κάτοικοι από όλα τα διοικητικά διαμερίσματα των Κυθήρων και των Αντικυθήρων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί πρόσφυγες (ιερωμένοι και λαϊκοί) που κατέφυγαν κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και στα δύο νησιά. Σημειώνω την παρουσία στα Κύθηρα του Αρχιμανδρίτη Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, ο οποίος είχε καταφύγει στα Κύθηρα από την Πελοπόννησο. Στο έργο του θα αναφερθώ εκτενέστερα, καθώς η διαμονή και η δραστηριότητά του στα Κύθηρα σχετίστηκε και με τη Μονή Μυρτιδίων.

Επίκεντρο της ανακοίνωσης είναι η κινητοποίηση του εντόπιου και του προσφυγικού πληθυσμού με σημείο θρησκευτικής αναφοράς την Ιερά Μονή Μυρτιδίων. Οι κάτοικοι, που συγκεντρώνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στο Μοναστήρι, επικαλούνταν τη βοήθεια και επιζητούσαν τη σωτηρία και προστασία τους από την Παναγία Μυρτιδιώτισσα των Κυθήρων για την εκπλήρωση των στόχων της Επανάστασης και τη συμμετοχή τους σε αυτήν με προσωπικές και συλλογικές δράσεις. Η προσέγγισή μου περιορίζεται στη σχέση της Μονής με την Ελληνική Επανάσταση και με τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται περί αυτήν, αναδεικνύοντας δυναμικές ιστορικές στιγμές της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων. Δεν προχώρησα όμως σε μια ευρύτερη προσέγγιση της δυναμικής που αναπτύσσεται στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, αντικείμενο με το οποίο έχω εκτενώς ασχοληθεί, με δημοσιευμένες εργασίες μου και με την έκδοση σχετικών πηγών (1).


Πρόσφυγες στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης – Εθνική αυτοσυνειδησία και συλλογικότητα δράσης.

Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ευνόησαν την κοινωνική και εθνική δράση πολλών προσφύγων, δράση που τελεσφορούσε με την ανοχή, συμπαράσταση και σύμπραξη του εγχώριου πληθυσμού. Ήταν εκείνοι, εντόπιοι και πρόσφυγες, που καθιέρωσαν ως θρησκευτικό χώρο αναφοράς τους τα Μυρτίδια, όπως και άλλους θρησκευτικούς χώρους των νησιών (μοναστήρια, ενοριακούς και ιδιόκτητους ναούς). Τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, όπως και τα άλλα νησιά του Ιονίου, χρησιμοποιήθηκαν ως σταθμός και ορμητήριο για επαναστατική δραστηριότητα στην τουρκοκρατούμενη νησιωτική και κεντρική Ελλάδα. Ικανός αριθμός αγωνιστών, λογίων, διδασκάλων και ιερωμένων κατέφυγε στα νησιά για οργάνωση επαναστατικής δράσης και ενίσχυση, με ποικίλους τρόπους, της Επανάστασης. Στα Κύθηρα κατέφυγε και παρέμεινε για μεγάλο ή σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλος αριθμός αμάχων προσφύγων (γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι άνδρες) από πολλές ελληνικές περιοχές και από την αλλοδαπή.

Στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα προσφεύγει και βρίσκει άσυλο, προστασία και ευνοϊκές συνθήκες οργάνωσης των δραστηριοτήτων και εκπλήρωση των οραμάτων τους μεγάλος αριθμός προσφύγων μεταξύ των οποίων οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Λάμπρος Κατσώνης, Λάζαρος Κουντουριώτης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Σοφοκλής Οικονόμος, γιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, οι Στέφανος και Νικόλαος Οικονόμου, ο γνωστός Γάλλος φιλέλληνας Joseph Balestra, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός, ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Δημήτριος Τσαμαδός, ο Αναστάσιος Κοκκίνης, ο Γεώργιος Προύσκος, ο επίσκοπος Ύδρας και Πόρου Γεράσιμος Ράλλης Σπανός, μετέπειτα Αργολίδος και Κορινθίας, ο αρχιεπίσκοπος Ευβοίας Γρηγόριος Δ΄ «ο Ηπειρώτης» ή «Αργυροκαστρίτης», γνωστός ως ο από Παραμυθίας μετέπειτα Μητροπολίτης Αθηνών, οι επίσκοποι Μοσχονησίων Βενέδικτος και Ηλιουπόλεως Άνθιμος ο Κομνηνός, οι μοναχοί Χρύσανθος από την Πελοπόννησο και Αγαθάγγελος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Καισαρείας, και πολλοί άλλοι, πολλά από τα ονόματα των οποίων είναι καταγεγραμμένα σε καταστάσεις των πολιτικών αρχών και της κοινοτικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων.

Οι πρόσφυγες στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα, Έλληνες και ξένοι, σε πολλές περιπτώσεις, εκόμιζαν συστατικές επιστολές από κατοίκους των περιοχών που προέρχονταν, οι οποίες απευθύνονταν, σε γνωστούς τους μονίμους κατοίκους των Κυθήρων ή και σε πρόσφυγες, που είχαν ήδη καταφύγει και διέμεναν την περίοδο αυτήν στο νησί, για να τους υποδεχθούν και τους προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια. Με τον τρόπο αυτόν προσφέρονταν σε μεγάλο αριθμό αγωνιστών, λογίων και ιερωμένων και στον άμαχο γενικότερα προσφυγικό πληθυσμό δυνατότητες ασφαλούς διαμονής αλλά και περιθώρια περαιτέρω επαναστατικής δράσης και οργάνωσης. Πολλοί κλέφτες από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών, ιδίως κατά τη χειμερινή περίοδο.

Από τις καταστάσεις που συνέτασσε η Πολιτική Αστυνομία των Κυθήρων για τους πρόσφυγες στα Κύθηρα και στα Αντικύθηρα, πληροφορούμαστε ότι αυτοί προέρχονταν από την Ιερουσαλήμ, τη Νικομήδεια, το Αϊβαλί, την Ανατολική Ρωμυλία, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, τη Θεσσαλονίκη, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά, τη Λευκάδα, την Αθήνα, τον Πειραιά, το Ναύπλιο, το Άργος, τα Βάτικα, την Τρίπολη, την Καλαμάτα, τους Γαργαλιάνους, τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Ηλεία, την Αχαΐα (Πάτρα – Αίγιο), την Κορινθία, την Κρήτη, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, άλλα νησιά του Αιγαίου, την Ήπειρο, την Κύπρο, τη Δαλματία, τη Γαλλία, τη Ρωσία και τη Μάλτα. Η πλειονότητα των προσφύγων προερχόταν από την Πελοπόννησο, την Κρήτη, τη Στερεά, την Ήπειρο και τη Μ. Ασία. Οι πρόσφυγες επέστρεφαν στους συγγενείς τους στα Κύθηρα. Όμως, πολλοί άλλοι Έλληνες, κυρίως γνωστοί και φίλοι Κυθηρίων μεταναστών των περιοχών που προαναφέρθηκαν, ζητούσαν καταφύγιο σε γνωστό και οικείο περιβάλλον, που στις περισσότερες περιπτώσεις είχε βαθμιαία ήδη διαμορφωθεί από την εποχή της ανάπτυξης εργασιακών σχέσεων των Κυθηρίων με τους κατοίκους των περιοχών αυτών (εποχική ή με μόνιμη εγκατάσταση μετανάστευση Κυθηρίων, περίπου 1750 κ.ε.). Υπολογίσιμος είναι και ο αριθμός των προσφύγων που κατέφευγαν στα νησιά για να αναζητήσουν προστασία, χωρίς, βέβαια, να υφίσταται συγγενική ή προηγούμενη σχέση γνωριμίας με τους μόνιμους κατοίκους των νησιών των Κυθήρων και των Αντικυθήρων.

Ο συνολικός αριθμός των εποχικών Κυθηρίων μεταναστών, που έτυχε την περίοδο αυτή να είναι εκτός των Κυθήρων και επέστρεψαν στο νησί τους, όπως και των άλλων Ελλήνων, Κυθηρίων και μη, από τις ελληνικές περιοχές και τη Διασπορά, που αναζήτησαν προστασία και βρήκαν καταφύγιο στα Κύθηρα, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Από τις καταστάσεις των τοπικών αρχών και της Πολιτικής Αστυνομίας των Κυθήρων δεν εξάγονται ακριβείς αριθμοί, καθώς δεν εντοπίσθηκαν συγκεντρωμένα αριθμητικά δεδομένα των βρετανικών υπηρεσιών αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων προσφύγων στα νησιά. Αξίζει όμως να σημειωθεί και η ακόλουθη δυσκολία ως προς τις δυνατότητες ενός στατιστικού προσδιορισμού τους με βάση την καταγωγική προέλευση των προσφύγων, Κυθηρίων και μη, στα νησιά. Οι εκπρόσωποι της κοινοτικής αυτοδιοίκησης (προεστοί και εφημέριοι κάθε μεγάλου χωριού ή των συνοικιών της Χώρας, πρωτεύουσας του νησιού), σε ορισμένες περιπτώσεις μετά λόγου γνώσεως βεβαίωναν ανακριβώς ότι οι καταφεύγοντες στα Κύθηρα ήταν κυθηραϊκής καταγωγής, στενοί συγγενείς μόνιμων κατοίκων των Κυθήρων και των Αντικυθήρων.

Αυτό ήταν αναμενόμενο, επειδή ασκούνταν από τις βρετανικές αρχές έλεγχος κατά την άφιξη των προσφύγων στα παράλια του νησιού σχετικά με τους λόγους επιστροφής τους στην ιδιαίτερη πατρίδα από τον τόπο της προσωρινής προέλευσης ή της μόνιμης εκτός Κυθήρων διαμονής τους. Μεγάλο μέρος των προσφύγων που εντοπίζουμε στις σχετικές βεβαιώσεις και καταστάσεις δεν ανταποκρινόταν στα εντελλόμενα των Βρετανών. Στη θέση τους οι προεστοί και οι εφημέριοι, που είχαν λάβει από τις τοπικές βρετανικές αρχές ειδικές εντολές να ελέγχουν αυστηρά τα πρόσωπα που προσήγγιζαν τα λιμάνια των Κυθήρων και Αντικυθήρων για να αποβιβασθούν σε αυτά, έγραφαν, σε πολλές περιπτώσεις, επώνυμα υποτιθέμενης κυθηραϊκής καταγωγής, έτσι ώστε να δείχνουν ότι τα καταφεύγοντα στα νησιά πρόσωπα ήταν συγγενικά μονίμων κατοίκων ή σημείωναν και άλλα ονοματεπώνυμα που, έστω και μόνο παλαιότερα, επιχωρίαζαν στα νησιά. Ερευνούσαν ταυτόχρονα και ενδεχόμενη προηγούμενη επαναστατική ή άλλη δράση των ίδιων ή άλλων μελών των οικογενειών τους στις επαναστατημένες ελληνικές ή άλλες περιοχές από τις οποίες, κατά κανόνα, προέρχονταν.

Σε απογραφές κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, το ποσοστό των προσφύγων ανέρχεται σε 15-20% επί του συνολικού πληθυσμού των Κυθήρων και σε 15-80% για τα Αντικύθηρα. Επίσης, μετά από την απελευθέρωση της Πελοποννήσου και της Στερεάς διαπιστώνεται ότι καταφεύγει στο νησί μεγάλος αριθμός προσφύγων, κυρίως από μεταναστευτικά κέντρα εκτός Πελοποννήσου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το έτος 1825 τα Κύθηρα διέθεταν ακόμη 908 πρόσφυγες και τα Αντικύθηρα 999 έναντι μονίμου πληθυσμού 10.243 και 272 αντίστοιχα, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ο επιπλέον αριθμός του τουρκικού προσφυγικού στοιχείου, που προστατευόταν από την βρετανική διοίκηση στα Κύθηρα, επειδή αυτό δεν περιλαμβανόταν στις σχετικές καταστάσεις, στους καταλόγους και στις απογραφές του πληθυσμού. Η βρετανική διοίκηση, στο πλαίσιο της «Ιονικής Ουδετερότητας» που είχε επιβάλει στους κατοίκους των Επτανήσων ως «προς τον πόλεμο μεταξύ Οθωμανών Τούρκων και Ελλήνων», ήθελε με τον τρόπο αυτό να αποφύγει, για πολιτικούς λόγους, την αύξηση του αριθμού των προσφύγων στα Ιόνια νησιά αλλά και να προλάβει ενδεχόμενες ακρότητες και προκλήσεις που θα εξέθεταν τη Βρετανία και την πολιτική της στη σύμμαχό της τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Βρετανία γνώριζε ότι η επέκταση της εθνικής δραστηριότητας των Ελλήνων στον αποικιοκρατικό νησιωτικό της χώρο θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην πολιτική της εκεί.

Σημειώνω επιγραμματικά και ενδεικτικά μερικά στοιχεία αναφορικά με αιματηρό επεισόδιο που συνέβη στα Κύθηρα τον Οκτώβριο του 1821, προκειμένου να αναδειχθούν δυσκολίες που προέκυψαν σε διπλωματικό επίπεδο μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Μεγάλης Βρετανίας σε βάρος τελικά των κατοίκων και των προσφύγων. Σύμφωνα με έκθεση του Βρετανού τοποτηρητή των Κυθήρων προς την Ιόνιο Γερουσία, επιβλήθηκαν σκληρά μέτρα και στρατιωτικός νόμος στο νησί. Αιτία και αφορμή ήταν η πρόκληση ενός αντιτουρκικού αιματηρού επεισοδίου, που έλαβε χώραν στο νησί την ημέρα αυτήν. Συγκεκριμένα, στην παραλιακή περιοχή του χωριού Καραβάς προσορμίστηκε, λόγω καιρικών συνθηκών, τουρκικό πλοίο, που μετέφερε συνολικά σαράντα ένα άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με προορισμό την Κρήτη. Οι κάτοικοι του Καραβά συνέλαβαν τους Τούρκους που αποβιβάστηκαν από το πλοίο στο νησί και άλλους μεν τους σκότωσαν στην περιοχή με πολύ άγριο τρόπο, ενώ άλλους τους έρριψαν στη θάλασσα. Η αντίδραση της τοπικής διοίκησης των Κυθήρων και της πλειονότητας των κατοίκων υπήρξε άμεση. Ισχυρή δύναμη της πολιτοφυλακής Κυθήρων έσπευσε στον Καραβά, όπου επιχείρησε να συλλάβει τους ενόχους του εγκλήματος. Στην ισχυρή αντίσταση που προέβαλαν οι κάτοικοι του Καραβά, ο Βρετανός τοποτηρητής με εντολή του προς τον έπαρχο του νησιού κήρυξε στρατιωτικό νόμο, με αποτέλεσμα πολλοί να συλληφθούν, να φυλακισθούν και κάποιοι από αυτούς, που αναγνωρίστηκαν ως «πρωταίτιοι» των γεγονότων, να καταδικασθούν σε θάνατο με απαγχονισμό. Ανάλογα γεγονότα συνέβησαν στον Υψόλιθρο της Ζακύνθου, με αποτέλεσμα ο στρατιωτικός νόμος να επεκταθεί στη Ζάκυνθο και στα άλλα νησιά του Ιονίου.


Ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός στα Κύθηρα κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, ο ιερός κλήρος και οι λαϊκές συνάξεις στα Μυρτίδια.

Κατωτέρω προσεγγίζω τη στάση της ηγεσίας της τοπικής εκκλησίας και συγκεκριμένα την πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος των προσφύγων και της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αρχιεπίσκοπο Προκόπιο Καλλονά. Επιλέγω να αναφερθώ σε συμβάν που προέκυψε μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού, επειδή, όπως θα δειχθεί κατωτέρω, προστίθεται και αυτό ως στοιχείο που αναδεικνύει κατά την κρίσιμη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης την Ιερά Μονή Μυρτιδίων σε κοινό θρησκευτικό χώρο αναφοράς των κατοίκων. Η χρονική περίοδος της παραμονής του Διονυσίου στα Κύθηρα δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Εικάζουμε όμως ότι αυτή διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια. Γνωρίζουμε βέβαια ότι περίπου στο διάστημα αυτό είχε τεθεί επικεφαλής ποικίλων πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Το μοναστήρι της Μυρτιδιώτισσας ο Πύρρος το γνώρισε σε περίοδο που αυτό είχε καταστεί επίκεντρο θρησκευτικών και πολιτικών κινητοποιήσεων, οι οποίες στόχο είχαν την εθνική ανάταση του πληθυσμού. Ο Πύρρος διέμενε στην πρωτεύουσα του νησιού, Χώρα, όπου την περίοδο αυτήν μαρτυρείται ότι συνέτρεχαν ευνοϊκές συνθήκες για προσφορά στους κατοίκους της εθνικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού έργου. Μαρτυρούνται ειδικότερα στον κοινωνικό της ιστό επαναστατικές δράσεις με στόχο την υλική ενίσχυση και ηθική συμπαράσταση των κατοίκων των επαναστατημένων περιοχών. Στις εκδηλώσεις αυτές συμμετείχε το ιερατείο και πολλοί άλλοι κάτοικοι του νησιού καθώς και Κυθήριοι μετανάστες, οι οποίοι, εξαιτίας της Ελληνικής Επανάστασης, επανέκαμπταν στο νησί, όπως και πολλοί μη Κυθήριοι πρόσφυγες της περιόδου αυτής. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες και από τις προσωπικές αφηγήσεις του Διονυσίου ότι το έτος 1824 αυτός βρίσκεται στα Κύθηρα επί αρχιερατείας Προκοπίου Καλλονά (1824-1855) και ότι στα Κύθηρα διαπεραιώθηκε από τη Μάνη μετά την εκστρατεία του Ιμπραήμ (1825) στην Πελοπόννησο. Επίσης, λίγο πριν από την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, γνωρίζουμε ότι ο Διονύσιος, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, διαπεραιώθηκε από τα Κύθηρα στο Ναύπλιο (1827).

Την περίοδο που ο Διονύσιος Πύρρος διέμενε στα Κύθηρα μέλη της βρετανικής διοίκησης όπως και ο Βρετανός τοποτηρητής αποκαλούσαν τον Αρχιεπίσκοπο «άνθος των επισκόπων της Ανατολής». Αυτό, ενδεχομένως και μεταξύ άλλων, έδωσε την αφορμή στο Διονύσιο να αμφισβητήσει την καθαρότητα των στόχων του Επισκόπου και της λοιπής ηγεσίας της τοπικής Εκκλησίας των Κυθήρων αναφορικά με την Ελληνική Επανάσταση. Είναι, πιστεύω, ζήτημα ερμηνείας των πηγών και κυρίως της ικανότητας του ιστορικού να προσδιορίζει ο ίδιος την προκατάληψη και τη μονομέρειά τους. Στην προκειμένη περίπτωση ο Διονύσιος διατύπωνε μια ατεκμηρίωτη προσωπική γνώμη. Αυτό έδωσε σε μελετητές την αφορμή να παρερμηνεύσουν τις εθνικές προθέσεις του Αρχιεπισκόπου. Δεν είναι δηλαδή δυνατόν να διαθέτει κάποια βάση αλήθειας η άποψη του Πύρρου, μοναδικού από όσο γνωρίζουμε επικριτή του Επισκόπου, ότι, επειδή οι Βρετανοί χαρακτήριζαν τον Αρχιεπίσκοπο «άνθος των επισκόπων της Ανατολής», εκείνος ήταν επίσκοπος «αμαθής», «φιλότουρκος» και «φιλοβρετανός», όπως ο Πύρρος τον χαρακτήριζε σε μια κρίσιμη για το ελληνικό έθνος καμπή και κορυφαία για τους Κυθηρίους επαναστατική εκδήλωση [πολυπληθής συγκέντρωση κατοίκων (εγχωρίων και προσφύγων) στα Κύθηρα και καθαγιασμός των αγώνων των Ελλήνων για την απόκτηση της ελευθερίας τους].

Συγκεκριμένα, σε μια από τις πολυπληθέστερες συγκεντρώσεις των κατοίκων, Κυθηρίων και προσφύγων, στη Μονή Μυρτιδίων δεν παρευρέθη ο Αρχιεπίσκοπος, στην οποία όμως πρωτοστάτησε των δεήσεων του ιερατείου ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος. Συνέβη όμως και κάτι άλλο. Ο Βρετανός τοποτηρητής έδωσε εντολή τον Αρχιεπίσκοπο να αναζητήσει τους πρωταίτιους της μεγάλης αυτής συγκέντρωσης, καθώς εκτιμήθηκε ότι η σύναξη αυτή είχε λάβει παγκυθηραϊκό χαρακτήρα. Γι’ αυτό την επόμενη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος υποχρεώθηκε να μεταβεί στα Μυρτίδια για να εξετάσει το ζήτημα που είχε θορυβήσει τις βρετανικές αρχές του νησιού. Σε μικρή απόσταση από την είσοδο των Μυρτιδίων ο Διονύσιος, που είχε διαμείνει το προηγούμενο βράδυ στα Μυρτίδια, έτρεξε να συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο, απευθύνοντας προς αυτόν τις αιτιάσεις που αναφέρθηκαν. Ο κόσμος όμως επευφημούσε τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς δεν είχε «υποπτευθεί» καμιά από τις αιτιάσεις αυτές του Διονυσίου. Ο Παναγιώτης Χιώτης, ιστοριογράφος της Επτανήσου, θα σημειώσει, μάλιστα, ότι ο επίσκοπος Κυθήρων Προκόπιος Καλλονάς διακρινόταν για τη γλωσσομάθεια και την εκκλησιαστική του παιδεία (2). Πραγματικά, οι κάτοικοι των Κυθήρων είχαν πάντα τον καλό λόγο για τον επίσκοπό τους και εμπιστοσύνη στις αποφάσεις και στις δραστηριότητές του.


Η Ιερά Μονή Μυρτιδίων, χώρος κοινής θρησκευτικής αναφοράς εγχώριων και προσφύγων στα Κύθηρα κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.

Αναφέρθηκα συνοπτικά στο προσφυγικό ρεύμα που εμφανίσθηκε στα Κύθηρα με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και στις άλλες ελληνικές περιοχές σε όλη τη διάρκεια αυτής και ευκαιριακά σε ορισμένες πλευρές της δράσης του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού στα Κύθηρα. Επιχείρησα επίσης να αναδειχθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες το πρόβλημα των προσφύγων αντιμετωπιζόταν στα νησιά Κύθηρα και Αντικύθηρα, κυρίως από τη στιγμή που επιβλήθηκε από τη βρετανική διοίκηση η «Ιονική ουδετερότητα» και ο «στρατιωτικός νόμος» μετά το αιματηρό επεισόδιο του Καραβά, όπως και οι δημόσιες πολυπληθείς συνάξεις των κατοίκων στην Ιερά Μονή Μυρτιδίων για προσευχή και τέλεση δεήσεων για την ευόδωση του Αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας (καθαγιασμός των αγώνων των Ελλήνων για την απόκτηση της ελευθερίας τους).

Ως τυπικό παράδειγμα της εθνικής ευαισθητοποίησης του κυθηραϊκού πληθυσμού και του αντικτύπου της Ελληνικής Επανάστασης στα υπό βρετανική διοίκηση Κύθηρα και Αντικύθηρα μπορεί να θεωρηθούν οι σημειώσεις ενός εφημέριου στο περιθώριο του ληξιαρχικού βιβλίου του εφημεριακού ναού της Παναγίας του χωριού Λογοθετιανίκων: «25 Μαρτίου 1821 έτος εις Κύθηρα. Άρχισε ο πόλεμος των χριστιανών εναντίον των βαρβάρων και ο Θεός να δώσει να τροπωθεί το αυτό γένος το αγαρηνό… Ιουλίου 20 επαρέδωσε τη Μονεμβάσια. 1821, Σεπτεμβρίου 23, εκυρίευσαν οι Χριστιανοί την Τριπολιτσά…». Ο εφημέριος αυτός, υπό το καθεστώς του στρατιωτικού νόμου που είχε επιβληθεί από τη Μ. Βρετανία στα Ιόνια νησιά και την επιβαλλόμενη συμμόρφωση των κατοίκων τους προς την λεγόμενη «Ιονική ουδετερότητα» έναντι του πολέμου μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι φυσικό να καταφεύγει για να εκφρασθεί, στο περιθώριο του ληξιαρχικού βιβλίου του ναού του. Ανάλογες γραπτές αποδείξεις της αντίδρασης συναντούμε κατά την έναρξη και την πορεία του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας όχι μόνο από εφημέριους στα περιθώρια των ληξιαρχικών βιβλίων αλλά και σε μεμονωμένες χειρόγραφες σημειώσεις από λαϊκούς και ιερωμένους.

Επιχειρώντας ακόμη να αναδείξω τη σχέση του προσφυγικού πληθυσμού με τη Μονή Μυρτιδίων όπως και τη θέση που αυτή αποκτά, κατά την περίοδο αυτήν με κυρίαρχο τον εγχώριο πληθυσμό (λαϊκούς και ιερωμένους), ως θρησκευτικός χώρος λατρείας και προσευχής για την ευόδωση των στόχων της Ελληνικής Επανάστασης, σημειώνω ότι προσεκτική μελέτη των τεκταινομένων την περίοδο αυτή στα Κύθηρα με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ηγεσία της τοπικής Εκκλησίας έδειχνε να είναι διστακτική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιφυλακτική οπωσδήποτε να προβάλλει φανερά ενεργητική στάση και υποστήριξη του Αγώνα. Τα κριτήρια των επιλογών και ενεργειών της στηρίζονταν σε μια σειρά από δεδομένα της εποχής, που εκείνη περισσότερο από άλλα πρόσωπα και φορείς μπορούσε να αξιολογεί και ανάλογα να δημοσιοποιεί τις ενέργειές της. Η στάση του Αρχιεπισκόπου στα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα που προβάλλονται κατά την περίοδο αυτήν (προσφυγικό και συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση των Κυθηρίων και των προσφύγων στα νησιά) οπωσδήποτε δεν φαινόταν να είναι εναρμονισμένη φανερά και δημόσια με τις θέσεις της βρετανικής διοίκησης. Ο Αρχιεπίσκοπος ζύγιζε τα πράγματα και αναλόγως έπραττε. Συντηρούσε τις ισορροπίες και ενεργούσε διπλωματικά και με σωφροσύνη. Σε αντίθετη περίπτωση, το οικοδόμημα της δημιουργικής συμμετοχής του εγχώριου πληθυσμού, του ιερατείου και των προσφύγων στον Αγώνα μπορούσε να καταρρεύσει. Οι θρησκευόμενοι κάτοικοι και το ιερατείο ενεργούσαν χωρίς απαγορεύσεις συμμετοχής στον εσωτερικό επαναστατικό αγώνα. Αυτό δηλαδή που γνώριζαν οι κάτοικοι, έδειχνε ότι δεν το κατανοούσε ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός.

Η επιβολή ποινών σε ιερείς για εθνική επαναστατική δραστηριότητα πραγματοποιείται ενίοτε από τον Αρχιεπίσκοπο, συντελείται ωστόσο ύστερα από αυστηρές εντολές των βρετανικών αρχών να προβαίνει σε ανακριτικές διαδικασίες για ό,τι παράνομο, κατ’ αυτές, συνέβαινε στα μοναστήρια και σε άλλους χώρους θρησκευτικής λατρείας των νησιών. Η εκκλησιαστική ηγεσία του τόπου δεν εμφανίζεται όμως να προβαίνει η ίδια σε αυτεπάγγελτη δίωξη του εφημεριακού κλήρου. Δεν μπορεί όμως και να αποφεύγει να γνωστοποιεί στον πληθυσμό μαζί με την εγχώρια κεντρική διοίκηση των Κυθήρων τα σχετικά διατάγματα των βρετανικών αρχών και να αναλαμβάνει την ευθύνη των ενεργειών της, στις περιπτώσεις που ο εφημεριακός κλήρος παρέβαινε τις σχετικές διαταγές της βρετανικής διοίκησης και τασσόταν, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και προκλητικές για την ξένη διοίκηση πράξεις, υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Η στάση της Εκκλησίας διαφοροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε στάση του βρετανικού καθεστώτος και την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης στο νησί. Απόδειξη είναι ότι ο εφημεριακός κλήρος συμμετέχει ενεργά και δραστηριοποιείται στο πλαίσιο της αγωνιστικής κινητοποίησης του ευρύτερου πληθυσμού χωρίς να παραπονείται ότι συναντούσε αντιδράσεις από την ηγεσία της τοπικής Εκκλησίας ή άλλους τοπικούς φορείς.

Για την ευόδωση του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης προσέρχεται τακτικά και αναπέμπει δέηση στη Μονή των Μυρτιδίων αλλά και σε άλλους θρησκευτικούς χώρους λιγότερο μαζικά, αριθμός Ελλήνων και ξένων προσφύγων, επισκόπων και εφημερίων των νησιών, παρουσία λογίων, προεστών και πολλών μόνιμων κατοίκων του νησιού. Σε μια από τις μεγαλύτερες συνάξεις του είδους αυτού πρωτοστάτησε ο Διονύσιος Πύρρος, που βρισκόταν κατά την περίοδο αυτήν στα Κύθηρα. Στην κίνηση αυτή του πληθυσμού είναι βέβαια φανερή η απουσία του αρχιεπισκόπου Προκοπίου Καλλονά, όπως και σε άλλες. Γνωρίζουμε όμως ότι υφίστατο από την εκκλησιαστική ηγεσία η σιωπηρή ανοχή της ευρύτερης αυτής κίνησης του εφημεριακού κλήρου, των προσφύγων και των κατοίκων του νησιού υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Για την επαναστατική αυτήν δραστηριότητα δεν καταλογίζονταν ευθύνες από την εκκλησιαστική ηγεσία του νησιού. Άλλωστε, οι ποινές αργίας που επιβλήθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο σε ευάριθμους ιερείς ήταν ολιγοήμερες και επιβάλλονταν για λόγους «παραδειγματικούς», ύστερα από αυστηρές εντολές της διοίκησης για τον εντοπισμό των υπευθύνων των πρωτοβουλιών αυτών (μεγάλες συνάξεις στα μοναστήρια του νησιού, αιματηρό επεισόδιο στον Καραβά κ.ά.).

Από σχετική, π.χ., αλληλογραφία μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Κυθήρων Προκοπίου Καλλονά και του Βρετανού τοποτηρητή των Κυθήρων πληροφορούμαστε ότι μόνο ο ιερέας Ν. Χαραμουντάνης καταδικάσθηκε, ύστερα από απόφαση του Αρχιεπισκόπου και σχετική εισήγηση-εντολή για την αναζήτηση πρωταιτίων του Βρετανού τοποτηρητή, σε ένα χρόνο «αργία» και παράλληλα σε περιορισμό στα Αντικύθηρα. Χαρακτηριστική, νομίζω, είναι η αιτιολόγηση της σχετικής απόφασης, απόσπασμα της οποίας παραθέτω. Ο ιερέας «επήγεν εις τον τόπον εκείνον όπου («κακότροποι») άνθρωποι (3) εφόνευσαν μερικούς Τούρκους… και επειδή τούτο είναι ρητώς εμποδισμένον από τους εκκλησιαστικούς κανόνες… αν και είχε λάβει είδησιν περί τοιούτου παρανόμου εγχειρήματος, επιχείρημα όπου ημπορούσε να προκαλέσει τον αφανισμόν όλης της Πατρίδος, αν τα εγκλήματα δεν ήθελαν δικαίως παιδευθεί…». Οι ποινές αργίας που επιβλήθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο σε ιερείς του νησιού για τη συμμετοχή τους στις συνάξεις που αναφέρθηκαν ήταν μικρές και με διπλωματικότητα τεκμηριωμένες. Ακόμη, είχαν σχέση με πρόσωπα του περιβάλλοντός του, άμεσους πολλές φορές συνεργάτες του, γεγονός που υποδηλώνει επίσης τις διπλωματικές ικανότητες του Αρχιεπισκόπου, κάτι που άλλωστε αξιολογούσαν ως θετικό οι βρετανικές αρχές του νησιού. Τοπικοί ιστοριογράφοι και ευκαιριακοί μελετητές που επικρίνουν τη στάση της τοπικής ηγεσίας της εκκλησίας δεν χρησιμοποίησαν άλλη πηγή εκτός από τα κείμενα του Πύρρου (4).

Έθεσα όμως ως κύριο στόχο της ανακοίνωσής μου στο συνέδριο που διοργανώθηκε στα Κύθηρα, υπό την αιγίδα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κυθήρων και Αντικυθήρων κ.κ. Σεραφείμ, να δείξω την κινητικότητα που εμφάνισε την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης η Ιερά Μονή Μυρτιδίων. Στα Κύθηρα ζυμώνονται και εξαπλώνονται από τους κατοίκους επαναστατικές δραστηριότητες χωρίς παρεμβάσεις από οποιονδήποτε τοπικό θεσμικό φορέα. Τα Μυρτίδια, ως χώρος θρησκευτικής λατρείας, γίνονται ευρύτερα γνωστά στην ελληνορθόδοξη Ανατολή ιδιαίτερα την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που καταφεύγει εκεί προσεύχεται και συμμετέχει με κατάνυξη στις δεήσεις του ιερατείου υπέρ της ευόδωσης του Αγώνα των Ελλήνων. Αγωνιστές, λόγιοι, διδάσκαλοι, ιερωμένοι και λαϊκοί πρόσφυγες κάθε ηλικίας και από πολλές περιοχές της «καθ’ ημάς Ανατολής» θα γνωρίσουν αυτήν την περίοδο το Μοναστήρι. Όταν θα φύγουν και θα επιστρέψουν στις εστίες τους, θα πάρουν μαζί τους εικόνες της Παναγίας των Μυρτιδίων, θα αφιερώσουν εικόνες στους ενοριακούς ναούς τους και θα ιδρύσουν κάποτε και ναούς που θα τους αφιερώσουν στην Παναγία Μυρτιδιώτισσα των Κυθήρων. Την έρευνα του Βασιλείου Σταύρου ιερέως Χάρου (5), που αναφέρεται στη διασπορά αυτή των ναών, εικόνων και κειμηλίων της Μυρτιδιώτισσας, κατά ένα μεγάλο μέρος τη συσχετίζω με την εξεταζόμενη περίοδο της κυθηραϊκής ιστορίας και της ιστορίας της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων. Ελπίζω και προσδοκώ τη συνέχιση της καταγραφής αυτής και έξω από τον ελλαδικό χώρο.


Σημειώσεις:

1. Στο τέλος του κειμένου παρατίθεται συνολικά σχετική βιβλιογραφία-εργογραφία μου, που αφορά στην ιστορία της Μονής Μυρτιδίων και στην επαναστατική δραστηριότητα των κατοίκων κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης.
2. Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρι ενώσεως (1815-1864), τομ. Α΄ , εν Ζακύνθω 1874, σ. 428.
3. Η πλειονότητα των κατοίκων των Κυθήρων, εγχωρίων και προσφύγων, είχε αποδοκιμάσει την πράξη αυτήν μερικών φανατισμένων κατοίκων του νησιού.
4. Π. Τσιτσίλιας, Η ιστορία των Κυθήρων, τ. Β΄, εκδ. Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 1994, σ. 213.
5. Β. Χάρος, Οδοιπορικό για τη Μυρτιδιώτισσα, εκδ. Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων και Αντικυθήρων, Αθήνα 2007.


Βιβλιογραφία

Παραθέτω συγκεκριμένες μελέτες μου που αναφέρονται στην ιστορία της Μονής Μυρτιδίων και την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης στα Κύθηρα και αναπαριστούν, στη στροφή του 18ου προς τον 19ο αιώνα, κύριες όψεις της ιστορίας της Μονής Μυρτιδίων, της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας και της Εκκλησίας των Κυθήρων και των Αντικυθήρων.

Τα Κύθηρα στην Ελληνική Επανάσταση, εκδ. «Κυθηραϊκή Αδελφότητα Πειραιώς – Αθηνών», Αθήνα 1971, 110 σσ.
 «The Rise and Fall of the Confraternity Churches of Kythera», Proceedings of XVIth International Congress of Byzantine Studies, τ. 2, Vienna 1981, σ. 59-68. Το ίδιο σε μετάφραση στα ελληνικά με τον τίτλο: «Η γένεση, η ακμή και η παρακμή του θεσμού των συναδελφικών ναών στα Κύθηρα», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, Κεντρ. διάθεση εκδ. «Ινστιτούτο του Βιβλίου-Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 20055, σ. 227-238.
 The Island of Kythera: A Social History (1700-1863), Faculty of Arts’, S. Saripolos’ Library, National and Capodistrian University of Athens, Athens 20002.
 «Κοινωνική και πολιτική έκφραση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στα Επτάνησα», Ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο με θεματική «1789-1989: Διακόσια χρόνια από τη Γαλλική Επανάσταση» του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1989, σ. 337-364.
 «Idéologie et révolution sociale: Répercussions dans la société de Cythère», στο: La Révolution française et L’ Hellénisme Moderne, Actes du IIIe Colloque d’ Histoire (1987), Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Athènes 1989, σ. 155-171. Το ίδιο στα ελληνικά με τον τίτλο: «Ιδεολογία και κοινωνική επανάσταση: Αντανακλάσεις στην κοινωνία των Κυθήρων και εγγενής πραγματικότητα (Έκδοση μιας ενότητας ανέκδοτων νοταριακών πράξεων)», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, Κεντρ. διάθεση εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου», Αθήνα 20055, σ. 365-399.
 «Kύθηρα» στο: Αγγέλου Θ. Νεζερίτη, Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου (επιμ. Ν. Νικολούδης), Αθήνα 1998, σ. 207-213.
 «Τα Κύθηρα κατά τη βυζαντινή περίοδο», Kythera-Summer Edition (1999), περιοδική έκδοση, σ. 18-19.
 «Ένας άγνωστος ανέκδοτος κανονισμός διοίκησης και λειτουργίας της Ιεράς Μονής Μυρτιδίων των Κυθήρων (1827). Έκδοση – ανάλυση – σημασία – συμπεράσματα», Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Κυθηραϊκών Μελετών με θεματική «Κύθηρα: Μύθος και πραγματικότητα», τόμ. 4, εκδ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων, (επιμέλεια έκδοσης: Γεώργιος Ν. Λεοντσίνης), Αθήνα 2003, σ. 201-231.
 «Το πρόβλημα των προσφύγων στα Κύθηρα από την Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα επτανησιακής κοινωνικής ιστορίας, εκδ. Αφοί Τολίδη, Κεντρ. διάθεση εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 20055, σ. 535-558.
 «Η εθνική και κοινωνική δράση του Διονυσίου Πύρρου του Θετταλού στα Κύθηρα και η τοπική πραγματικότητα», στο: Γ. Ν. Λεοντσίνης, Ζητήματα νεότερης ελληνικής ιστορίας, Κεντρ. διάθεση εκδόσεις «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 20063, σ. 123-173.
 «Ελληνική Επανάσταση και Επτάνησα», Πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε στις 25 Μαρτίου 2008 κατά τον επίσημο εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (υπό έκδοση από Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Kythera: The Ecclesiastical Situation and the Parish Clergy, μονογραφία, εκδ. «Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα», Αθήνα 2008 (υπό έκδοση).


The Holy Monastery of Myrtidion and the Greek Revolution

Abstract

This paper attempts to bring to light certain aspects of the history of the Holy Monastery of Myrtidion during the years of the Greek Revolution. During this period, the local Church leadership, seeking to participate in the Greek Revolution, became active in the Revolutionary cause; at the head of this movement was Prokopios Kallonas, Archbishop of Kythera and Antikythera, followed by parish priests, local self-government (proestoi and demogerontes), and many inhabitants of all the Municipal Departments of Kythera and Antikythera in general. These included many refugees (clergy and laity) who sought refuge on both islands during the period of the Greek Revolution. The presence of Archimandrite Dionysios Pyrros of Thessaly, who had taken refuge on Kythera from the Peloponnese, should be noted. I will refer to his work more extensively, since his presence and activities on Kythera brought him into contact with the Myrtidion Monastery.

The paper will centre on the mobilization of the local and refugee population, with the Holy Monastery of Myrtidion serving as the religious reference point. The residents, who gathered at regular intervals at the Monastery, appealed for help and requested salvation and protection from Kythera’s Panagia Myrtidiotissa (Virgin of the Myrtles), seeking the fulfilment of the Revolution’s goals and their successful participation in individual and group revolutionary activities. My approach is limited to the relationship between the Monastery and the Greek Revolution and to the people active in this relationship, highlighting the dynamic historical moments of the Holy Monastery of Myrtidion. I did not, however, attempt a broader investigation of the dynamic that developed on Kythera and Antikythera during the Greek Revolution, a subject I have already explored extensively through my published work, as well as the related primary sources I have edited.

The paper is divided into the following sections entitled:
• Refugees on Kythera and Antikythera during the Greek Revolution – National Self-Consciousness and Collective Action.
• Dionysios Pyrros of Thessaly on Kythera during the period of the Greek Revolution, the holy clergy and the popular gatherings at Myrtidia.
• The Holy Monastery of Myrtidion, a location serving as a common religious reference point for Kythera’s local and refugee population during the period of the Greek Revolution.

At the end of my paper, I have appended my research regarding the history of the Myrtidion Monastery during the period of the Greek Revolution, which recreates the main aspects of the history of the Monastery, of overall Greek society and of the Church of Kythera and Antikythera from the beginning of the 18th to the turn of the 19th century.
Related Posts with Thumbnails