© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ (διήγημα)


Τον γνώρισα στο Κατηχητικό. Όλο ζωή και περιττά κιλά.

«Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις;» τον ρώτησα.

«Άγιος», μου απάντησε.

Έμεινα άφωνος. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιο επάγγελμα και μου φάνηκε πολλή η άγνοιά μου.

«Άγιος;» ξαναρώτησα.

«Βεβαίως!» μου ξανάπε με σταθερότητα. «Παλιότερα ήθελα αστροναύτης, αλλά ανακάλυψα ότι με πειράζουν τα ύψη. Νομίζω ότι θα πέσω από κανένα αστέρι και μάλιστα χωρίς αλεξίπτωτο».

«Σωστά», του απάντησα. «Και τι μαθήματα δίνετε στις εξετάσεις;».

«Το πηδάλιο, σοφιστείες και ευφυολογήματα και φυσικά ταχυδακτυλουργίες και μαγικά».

Από εκείνη τη μέρα τον κοίταζα με σεβασμό. Η αλήθεια είναι ότι τον παρατηρούσα με προσοχή, όχι γιατί ήταν ενδιαφέρων τύπος, αλλά γιατί πρέσβευε ένα επάγγελμα που, σαφώς άγνωστο σε μένα, μου προκαλούσε δέος. Όπως λέμε πυρηνικός φυσικός ή βυρσοδέψης. Και για τα δύο αδυνατούσα να δώσω εξήγηση λόγω έλλειψης σχετικών γνώσεων. Τώρα ερχόταν να προστεθεί και ένα τρίτο επάγγελμα. Ήμουν σαφώς μπερδεμένος και αρκετά λίγος για να αποφασίσω για το μέλλον μου. Ο επαγγελματικός μου προσανατολισμός στερείτο πρωτοτυπίας και αρκούμουν στα κλασσικά επαγγέλματα. Γιατρός, δικηγόρος, δάσκαλος, άντε και καμιά τέχνη μα και αυτή εντός των τετριμμένων. Μάλλον μαραγκός έλεγα, όταν με ζόριζαν τα πολλά διαβάσματα.

Ο παχουλούλης ήταν όμως σταθερός. «Άγιος», έλεγε και ξαναέλεγε και το πάλευε κατά πως έδειχναν όλα με απόλυτη συνείδηση. Διάβαζε ατελείωτες ώρες, ανέβαινε και κατέβαινε τις σκάλες της εκκλησίας τρέχοντας, για να έχει καλή φυσική κατάσταση, έβγαζε λόγους στις μαζώξεις και κάθε φορά τόνιζε με απίστευτη ικανότητα τη νέα ρήση και το νέο ευφυολόγημα που είχε αποστηθίσει. Νήστευε ακόμη και τις Κυριακές, ακολουθούσε πιστά τους κανόνες, τιμωρούσε σκληρά τον εαυτό του σε κάθε περίπτωση. Στην εφηβεία αρνήθηκε τη φύση του. Όχι μόνο δεν μιλούσε σε γυναίκες, αλλά και μόνο στο άκουσμα της λέξης έρωτας ανατρίχιαζε. Από τις κακουχίες άρχισε να χάνει κιλά και για ένα περίεργο λόγο ακόμη και το πρόσωπό του έδειχνε να μεταλλάσσεται. Έβγαλε πρώτος γένια, άφησε τα μαλλιά του μακριά και απόκτησε ένα μόνιμο χαμόγελο, λίγο ανεξήγητο για εμάς που δεν ήμασταν μυημένοι στο επάγγελμα. Μεταξύ μας όλα τα δικαιολογούσαμε, καθότι η εκμυστήρευσή του μάλλον ήταν το κοινό μυστικό της παρέας. Ήταν το καμάρι της ενορίας που ήθελε διακαώς εκτός από ιερείς να βγάλει και τον πρώτο άγιό της. Κάποια μέρα θα γραφόταν το συναξάρι του και μείς θα ήμασταν σίγουρα στην αγιογραφία του. Έτσι όλοι κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να τον βοηθήσουμε να τα καταφέρει. Ακόμη και λάθος να έκανε τον επαινούσαμε, σε ατόπημα και αν περιέπιπτε τον δικαιολογούσαμε. Τον είχαμε στα πούπουλα και του συμπεριφερόμαστε πάντοτε με ευγένεια και θαλπωρή. Κάναμε χώρο να περάσει, σκύβαμε το κεφάλι στην θέα του, τον βάζαμε να κάτσει στο καλύτερο θρονί και φυσικά τού μιλούσαμε πάντοτε στον πληθυντικό. Μαζί μας μεγάλωνε ένας άγιος. Οι γονείς του καμάρωναν και επαινούσαν την προσπάθειά του. Ήταν οι πρώτοι ακόλουθοί του και με το πλήθος όλων εμάς των πιστών νομίζαμε ότι η επιτυχία θα ήταν εξασφαλισμένη.

Κάποτε τον ρώτησα πότε είναι οι εξετάσεις. Με κοίταξε απόμακρα, με σταύρωσε και, αντί για απάντηση, μού έδειξε με το δείκτη του δεξιού του χεριού τον ουρανό. Κατάλαβα, ήμασταν στο παραπέντε. Συνέπιπτε όμως με τις πανελλήνιες και έτσι χάθηκα για κάμποσο από τις μαζώξεις. Τράβηξα τον δικό μου δρόμο, σπούδασα, βγήκα στο επάγγελμα και κάποτε επέστρεψα ξανά στα γνώριμα μέρη μου.

«Ο άγιος;» ρώτησα τους φίλους της Κυριακής.

«Δυστυχώς, κόπηκε» μου ανακοίνωσαν.

«Κόπηκε;» ρώτησα. «Πού;».

«Στα μαγικά», μου απάντησαν. «Του ζήτησαν να πετάξει και ενώ απογειώθηκε χαλαρά και όλοι λέγαμε πέταξε – πέταξε, έκανε μια απότομη κλίση και έπεσε κατακόρυφα».

«Να, εκεί» μου έδειξαν. «Κάτω από το παράθυρο του σπιτιού του».

Πήγα κοντά. Ένα εικονοστάσι μαρτυρούσε την προσπάθεια. Στην ρίζα του βάθρου κάποιος είχε γράψει με σπρέι: «Λάθος επαγγελματικός προσανατολισμός».

[Στη φωτό: Χαρακτικό του Μιχαήλ Αγγελάκη]

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Μάριου Μπέγζου: ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 691-697]

«Ο Σολωμός είναι η φωνή μας»
Ζ. ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ (1)

Ο Διονύσιος Σολωμός δεν υπήρξε θεολόγος . Ήταν όμως ποιητής. Κι αυτό είναι υπερβολικά σημαντικό, αφού οι ποιητές είναι που σώζουν την αλήθεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εξαιτίας δηλαδή της άμεσης αναφοράς της ποίησης στην αλήθεια, μας ενδιαφέρει να πληροφορηθούμε την θεολογική παράμετρο του εθνικού ποιητή μας. Επιχειρούμε ιχνηλασία θεολογίας στον Σολωμό και όχι τίποτε άλλο, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από αυτό ακριβώς. Την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου οφείλει να σέβεται κάθε μελετητής, στον οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε συστηματοποίηση στην παρουσίαση της σκέψης του μέγιστου μας ποιητή. Το ελατήριο της μελέτης μας βρίσκεται διατυπωμένο από έναν άλλο μεγάλο της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, τον Οδυσσέα Ελύτη, που συνιστά: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, / μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό» (2).
Ο ποιητής θεολογεί μεταφυσικά: ούτε αισθητικά, ούτε θρησκευτικά! Κάνοντας λόγο για τον Θεό ο Σολωμός δεν δογματίζει, ούτε αφορίζει. Δηλαδή δεν ορίζει το θείο , ούτε περιορίζει το ιερό. Αλλά αντιθέτως ανοίγεται στον ορίζοντα της θεότητας και ανοίγει σε όλους μας την διάσταση της ιερότητας, που είναι ξεχασμένη, μα όχι χαμένη μέσα στην μονοδιάστατη καθημερινότητά μας, όπου η πραγματικότητα της ζωής συμπνίγεται κάτω από την πεζότητα της βιωτής. Το ιερό (3) ως ανθρώπινη εμπειρία ανήκει στα περασμένα, μα όχι ξεχασμένα βιώματα.
Ο ποιητικός λόγος για το θείο δεν σημαίνει την συστολή του ανθρώπου μέσα στο Εγώ του είτε το ατομικό Εγώ καθενός μας είτε το συλλογικό Εγώ της κοινωνίας, του έθνους, του πολιτισμού μας κ.ο.κ. Αντιθέτως πίστη για τον Σολωμό είναι η διαστολή του ανθρώπου από το Εγώ προς το Άλλο. Ο Θεός είναι το κατ’ εξοχήν Άλλο μας, το ιερό είναι το άλλως Άλλο, το εντελώς Άλλο, το «αλλέως» (αλλιώτικα) Άλλο, που είναι διαφορετικό από εμάς και λειτουργεί με απόλυτα διαφορετικό τρόπο.
Κάθε λόγος περί του θείου είναι εντελώς αλλιώτικος λόγος κι αυτό μόνο ένας ποιητής μπορεί να το συλλάβει και να το εκφράσει. Με αυτήν την έννοια διατυπώνεται η εκτίμηση ότι ο Σολωμός θεολογεί μεταφυσικά και όχι θρησκευτικά, ούτε αισθητικά. Όταν κάνει λόγο περί Θεού, δηλαδή όταν θεο-λογεί ο ποιητής μας δεν χρησιμοποιεί θρησκευτικές έννοιες ούτε αισθητικές κατηγορίες, υπερβαίνει τα καλολογικά και τα θεολογικά στοιχεία, για να αφήσει να μιλήσει μέσα του και μέσω αυτού το βίωμα του ιερού, το οποίο είναι από την φύση του άρρητο και κατ’ ουσίαν αμφίσημο.
Οι «Στοχασμοί του Ποιητή» στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είναι αποκαλυπτικοί. Στην ρητή διατύπωσή του ότι «εις αυτό [το ποίημα] θα ενσαρκωθή το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις» (4), το ιερό ανάγεται και υπάγεται στο αληθινό, δηλαδή στο ανθρώπινο του ανθρώπου (condition humana). Κι αυτό με την σειρά του προσδιορίζεται ως έργο της ποίησης, έτσι που η ποιητική τέχνη να προβιβάζεται σε μεταφυσική άθληση. Καμιά πατριδολατρία ούτε θρησκοληψία δεν υπολανθάνουν στην παραπάνω διαπίστωση του ποιητή μας, αφού η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων είναι κάτι παραπάνω από σαφής. Προτάσσεται το αυθεντικό «περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης», επακολουθεί το ιερό («πίστις») και επιτάσσεται το ποίημα.
Η μεταφυσική στεγάζει την τέχνη και την θρησκεία. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι το στέγαστρο του ιερού και του ωραίου. Η οντολογία αποτελεί την σκέπη της θεολογίας και της καλολογίας. Η αλήθεια είναι η πηγή του ποταμού που ονοματίζει τις δυο του όχθες με διαφορετικό τρόπο. Η μια όχθη του είναι το ωραίο και η άλλη είναι το ιερό. Στα νάματα καθεμιάς πλευράς αναψύχεται ο άνθρωπος και με πάμπολλους τρόπους στήνει γέφυρες που ενώνουν την ωραιότητα με την ιερότητα.
Σύμφωνα με την προοπτική ενός συγκαιρινού μας κριτικού στοχαστή ισχύει ότι «το ιερό είναι η άγρια μορφή του αισθητικού – το αισθητικό (είναι) η εξημερωμένη μορφή του ιερού» (5). Κι είναι πάλι ο ίδιος που διευκρινίζει ότι «η ουσία των θρησκευτικών φαινομένων είναι με μια έννοια –την ευρύτερη δυνατή, βεβαίως– αισθητική … τέχνη και θρησκεία έχουν ουσιωδώς κοινή αφετηρία, υπό τον όρο βεβαίως ότι αυτό δεν θα λειτουργήσει ως επιχείρημα για την καθυπόταξη της τέχνης σε οποιαδήποτε θεολογικό δόγμα» (6). Ένας άλλος επίσης συγκαιρινός κριτικός της λογοτεχνίας μας συγγράφει την πολυσήμαντη διαπίστωση: «Το Ιερό δεν είναι ό,τι απαγορεύει τον Έρωτα, αλλά, αντίθετα, αυτό χωρίς το οποίο είναι αδύνατος ο Έρωτας» (7). Και ο τελευταίος Έλληνας νομπελίστας ποιητής του 20ού αιώνα επισημαίνει υπαινικτικά: «Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ» (8).
Η ενότητα της πραγματικότητας είναι μεταφυσική και υπαρξιακή, αλλά η ποικιλία της εξακτινώνεται στην αισθητική και την ηθική. Είναι σαφής η δήλωση του ποιητή μας : «Όλα αυτά, όσο μεγαλύτερα είναι και πλέον διάφορα, εις τόσο υψηλότερο στυλοπόδι σταίνουν την Ελευθερία, μεστήν από το Χρέος, δηλαδή, απ’ όσα περιέχει η Ηθική, η Θρησκεία, η Πατρίδα, η Πολιτική κ.ά.» (9).
Με αυτήν την έννοια επιβάλλεται να κατανοήσουμε την αμεσότερη θεολογική αναφορά του Σολωμού στην ίδια εκείνη συνάφεια: « Το ποίημα ας έχη ασώματη ψυχή, η οποία απορρέει από τον Θεό..., τέλος επιστρέφει εις τον Θεό» (10). Εδώ δεν κάνει κήρυγμα ο εθνικός μας ποιητής ούτε ιεραποστολή, όπως πιθανώς θα ήταν ο ευσεβής πόθος κάθε καλοπροαίρετου πιστού. Με κανένα τρόπο δεν συνηγορεί υπέρ μιας θρησκευτικής τέχνης, ούτε καν υπονοεί κανενός είδους «χριστιανική λογοτεχνία», η οποία φαντάζει σαν τον αλήστου μνήμης «σοσιαλιστικό ρεαλισμό» ντυμένο με άμφια! Ούτε ο χριστιανισμός χρειάζεται την λογοτεχνία για να υπάρξει, ούτε η λογοτεχνία έχει ανάγκη τον χριστιανισμό για να λειτουργήσει.
Μια δήθεν «χριστιανική λογοτεχνία» είναι αντίφαση των όρων, κατιτί σαν το «ξύλινο σίδερο», που είναι ξύλο ή σίδερο, ποτέ όμως «ξύλινο σίδερο»! Όσο απαράδεκτος είναι ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» της πολιτικοποίησης και της τάχα στρατευμένης λογοτεχνίας του διαβόητου «υπαρκτού σοσιαλισμού», άλλο τόσο ανυπόφορη είναι η «χριστιανική λογοτεχνία» της θρησκεύουσας καλαισθησίας. Άλλωστε ο χριστιανισμός είναι ουσιαστικό που δεν μπορεί να γίνει επίθετο, διότι αυτομάτως υποβαθμίζεται από ουσιώδες μέγεθος σε επουσιώδες επιθετικό προσδιορισμό κάποιας άλλης οντότητας. Και η τέχνη πάλι με την σειρά της δεν έχει ανάγκη προθεμάτων και επιθέτων, «χριστιανική», «σοσιαλιστική», «προλεταριακή», «φασιστική» ή οτιδήποτε άλλο. Συμμεριζόμαστε άλλωστε την εκτίμηση ότι «δεν υπάρχει τέχνη του φασισμού, υπάρχει φασισμός της τέχνης» (11).
Σε καμιά λοιπόν περίπτωση δεν εξυφαίνεται από τον Σολωμό κάποια χριστιανική ποίηση, αλλά αυτή η αιώρηση του ποιήματος από τον Θεό προς τον Θεό πρέπει να κατανοηθεί μεταφυσικά και υπαρξιακά, ούτε αισθητικά («η τέχνη για την τέχνη», l’ art pour l’ art) μήτε θρησκευτικά (pia desideria). Το ποίημα έχει «ασώματη ψυχή», κι αυτή είναι που «απορρέει από τον Θεό» και «επιστρέφει εις τον Θεό». Το ίδιο το ποίημα είναι «ένας μικρός σωματικός κόσμος ικανός να τη φανερώση» αυτήν την «ασώματη ψυχή». Δεν είναι λοιπόν το ποίημα διόλου θρησκευτικό, αλλά θεολογικό με την μεταφυσική και υπαρξιακή, ανθρωπολογική και οντολογική σημασία του όρου.
Μιλώντας για «μεταφυσική» εννοούμε την νοηματοδότηση των πραγμάτων και την σημασιολόγηση των όντων. Πολύ εύστοχα προσδιορίζει την μεταφυσική ένας σύγχρονος πρωτοκορυφαίος της ποίησης, ο Νίκος Καρούζος: «Θέλω να πω, δεν είναι κάποιο πνευματικό εποικοδόμημα η μεταφυσική, που μπορούμε να το εξηγήσουμε και να το περιορίσουμε, σύμφωνα με οποιοδήποτε ρεαλισμό, με οποιαδήποτε κοινωνιολογία, με όποια ψυχολογία κι ό,τι άλλο, και τελικά να δείξουμε πως τελειώνουν τα ψωμιά του, αλλά είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση ... Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας, η δύναμη που κάνει κατόρθωμα τη φυσικότητα και που χωρίς τη λειτουργία της η φυσικότητα σκλαβώνει τον άνθρωπο» (12).
Με μια τέτοια έννοια γίνεται λόγος για μεταφυσική στον Σολωμό, δηλαδή ως αποκορύφωση της φυσικότητας. Αυτό δηλώνει ο ίδιος : «Όλο το Ποίημα ας εκφράζη το Νόημα» (13). Χάρη στην ποίηση «η Μεταφυσική έγινε Φυσική» (14), οι λόγοι μετασχηματίζονται σε λόγια, το αληθινό μεταμορφώνεται σε ωραίο και σε ιερό, το καλό μορφοποιείται σε κάλλος. Το ποίημα είναι καλλιτεχνικό σώμα με θεολογική ψυχή : συγκροτείται από λέξεις και παραπέμπει σε σημασίες, ενσαρκώνει λόγια και εμψυχώνει λόγους. Το νόημα της ζωής ακτινοβολεί καλολογικά και θεολογικά, αλλά εδράζεται οντολογικά και ανθρωπολογικά.
Η ψυχή του ποιήματος έρχεται από το ιερό και καταλήγει σε αυτό με μια διαδικασία την οποία ο Σολωμός περιγράφει στην αμέσως επόμενη φράση του ίδιου αυτού αποσπάσματος : «Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος, / Εκείθ΄ εβγήκε ανίκητος» (15). Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτήν την διαδικασία ως «αρνητική διαλεκτική» με την εξής έννοια. Ο βυθός είναι ο πυθμένας, ο οποίος γίνεται ουράνιος θόλος, εάν αναστραφεί.
Ως «βυθός» του σολωμικού στίχου μπορεί να κατανοηθεί το βάθος της ανθρώπινης ψυχής, το έρεβος του ασυνειδήτου, το φροϋδικό Αυτό. Εάν αυτός ο πυθμένας της ύπαρξης με την κοιλόκυρτη επιφάνειά του αναστραφεί πάνω από τα κεφάλιά μας, τότε μετασχηματίζεται σε ουράνιο θόλο, σε υπερουράνιο τόπο, στο παραδοσιακό κατοικητήριο του θείου, σε αρχέγονο σπήλαιο, όπου γεννώνται θεοί και άνθρωποι, σπαργανώνεται η θρησκεία και λικνίζεται η τέχνη από την εποχή των βραχογραφιών στον καιρό των σπηλαίων. Αν θυμηθούμε ότι μέσα σε σπήλαια βλέπουν το φως του κόσμου ποικίλες ιερές φυσιογνωμίες της ιστορίας, σε άντρα λατρεύονται πάμπολλες θεότητες και ταυτόχρονα καλλιεργούνται οι πρώτες μορφές τέχνης από τους λεγομένους «ανθρώπους των σπηλαίων», σε όρη, σε σπήλαια και σε οπές της γης βρίσκουν καταφύγιο οι προφήτες και οι ασκητές, οι μοναχοί και οι αναχωρητές, τότε πλέον ο θόλος αποβαίνει κοινός παρονομαστής του σπηλαίου και του ουρανού, το οποίο θα απομιμηθεί στην τέχνη ο τρούλος του ναού που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενδιάμεση βαθμίδα στην κλίμακα από το σπήλαιο στον ουρανό.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο θόλος είναι η άλλη όψη του βυθού. Ο άνθρωπος φθάνει στο θείο αποφατικά, δηλαδή αρνητικά, και όχι θετικά ούτε καταφατικά, με βάση τις αποτυχίες του κι όχι με τις επιτυχίες του, με εφόδιο τα πάθη του κι όχι με τις αρετές του, με εξοπλισμό τις αδυναμίες του κι όχι με τις δυνάμεις του. Η «αρνητική διαλεκτική» παραπέμπει αυθεντικότερα στην θεογνωσία: ο άνθρωπος «σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος» κατά τον ποιητή μας κι έτσι μόνο από εκεί πέρα, δηλαδή από εκεί κάτω, άρα από εκεί πάνω, από το βυθό που γίνεται θόλος, σπηλαιώδης, ουράνιος ή ναόδμητος θόλος, «εκείθ’ εβγήκε ανίκητος».
Μέσα στο πλαίσιο μιας τέτοιας «αρνητικής διαλεκτικής» κατανοείται άριστα κι όχι αόριστα η αποσπασματικότητα του σολωμικού λόγου σύμφωνα με μιαν εύστοχη επισήμανση: «Όπως διασπασμένη, διασχισμένη είναι η ψυχή και η φύση, το σύμπαν το πνευματικό, έτσι διασπασμένη και διασχισμένη, δηλαδή αποσπασματική, οφείλει να είναι και η μορφή ... Η τελειότητα εξορίζεται από το ψυχικό και υλικό σύμπαν» (16). Και συνοψίζει ο ίδιος: «Η αποσπασματικότητα της μορφής είναι η τραγικότητα της μη πραγματικότητας που θέλει και επείγεται να γίνει πραγματικότητα» (17). Για να διαζωγραφίσει αυτήν την αλήθεια με εμφαντικό τρόπο: «Η ομορφιά του αποσπασματικού είναι πάνω από την τελειότητα. Είναι τραυματισμένη ομορφιά μιας νοσταλγίας που η τελειότητα την έλκει και την απωθεί συγχρόνως. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια ομορφιά υπερήφανη για το τραύμα που φέρει. Μια ομορφιά που έχει επίγνωση του εαυτού της, της ανικανότητάς της να φτάσει το απόλυτο και να δημιουργήσει το τελειωμένο της σώμα» (18).
Αξίζει τον κόπο να προσέξουμε ότι οι θεολογικές αναφορές στο σολωμικό έργο επικεντρώνονται σε ένα κλασικό δίπτυχο: τον έρωτα και τον θάνατο. Αρκεί τουλάχιστον να απαριθμήσει κάποιος τις λέξεις που αναφέρονται σε αυτό το δίδυμο θέμα στους τίτλους των ποιημάτων του. Μια ανάγνωση του «Λάμπρου» ή της «Γυναίκας της Ζάκυθος» πείθει τελεσίδικα για το ότι έρως και θάνατος σχεδόν μονοπωλούν το θεολογικό ενδιαφέρον του Σολωμού. Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι ότι η Ανάσταση, η Λαμπρή, η πρωτοκορυφαία εορτή της Ορθοδοξίας, που θεματογραφεί την νίκη επί του θανάτου, τοποθετείται στο επίκεντρο του ποιητικού τοπίου της σολωμικής δημιουργίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι θρησκευτικές αναφορές του ποιητή μας διασυνδέονται αποκλειστικά με την Αγία Γραφή και την ορθόδοξη λατρεία. Συνίστανται σε άμεση ή έμμεση μνεία βιβλικών χωρίων, κατά προτίμηση από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και την Αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη, καθώς επίσης περιλαμβάνουν λατρευτικά έθιμα της Ανατολικής Εκκλησίας με έμφαση στα τελούμενα της νεκρώσιμης ακολουθίας κα στα λαμπριάτικα δρώμενα της αναστάσιμης πανήγυρης.
Η θεολογία του Σολωμού ως μεταφυσική πέρα από την τέχνη και την θρησκεία προσεπιμαρτυρείται από δεινούς μελετητές σαν τον Ζήσιμο Λορεντζάτο και τον Λίνο Πολίτη στους οποίους μπορούμε να στραφούμε τελεσίδικα για τον προσπορισμό της εγκυρότερης σολωμικής ερμηνευτικής παράδοσης και να αφουγκραστούμε τον λόγο τους.
Με αφορμή τον Σεφέρη σημειώνει ο Λορεντζάτος για τον Σολωμό: «Ο Σολωμός βαστάει από το Δάντη - πού είναι εντελώς αντίθετο πράγμα από την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση, το Erklaerungszeit κα το κλασσικιστικό ιδανικό της Γαλλικής Επανάστασης - και από κει μέσα (το Δάντη), δηλ. μέσα από τη μεταφυσική παράδοση της μεσαιωνικής χριστιανικής πολιτείας στη Δύση, ο Σολωμός ανταμώνει τη δική μας μεταφυσική παράδοση της χριστιανικής Ανατολής» (19). Και αλλού προσφέρει το ειδικό βάρος που διαθέτει η μεταφυσική της τέχνης πέρα από την αισθητική ωραιολογία και την θρησκευτική ηθικολογία: «πρέπει να αλλάξουμε πρώτα τη λειτουργία της τέχνης και από αισθητική (όπως είναι σήμερα) να την κάνουμε μεταφυσική (όπως ήταν πάντα) ... για να ‘σώσουμε’ (‘σώσει’) την τέχνη πρέπει να ‘[απολέσουμε’ (‘απολέσει’) την τέχνη, όπως γίνεται ή λειτουργεί σήμερα» (20).
Σε άλλη πάλι ευκαιρία σε άμεση αναφορά στον Σολωμό σημειώνει ο Λορεντζάτος τα εξής : «Οποιος προχωρήσει πέρα από ένα σημείο στο δρόμο της πίστης, που είναι και δρόμος της μεγάλης τέχνης ή δρόμος της αλήθειας - πέρα από ένα σημείο το κέντρο αποβαίνει για όλους τους δρόμους κοινό - ξέρει καλά πως ου γάρ υμείς εστέ οι λαλούντες...» (21) και διευκρινίζει : «Ο Σολωμός μαθήτεψε στο λαό. Μαθήτεψε στο λαό για να μάθει και όχι για να διδάξει το λαό ... Το απόκρυφο της τέχνης του Σολωμού είναι το ταύτισμά του με το λαό και ο υψωμός του εκείθε» (22).
Ακόμα πιο σαφής γίνεται στην συνέχεια: «Αν είναι να προκόψομε σα λαός, δε θα μπορέσομε να το κατορθώσομε μακριά από την πίστη μας και τη γλώσσα μας ... Ο Σολωμός ταυτίζεται αξεδιάλυτα με το λαό - ο μόνος - και εκείθε υψώνεται κατακόρυφα. Το βάθος που τον σφιχτοδένει με την ολότητα είναι πνευματικό βάθος: πίστη και γλώσσα κοινή» (23). Και καταλήγει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στην τελεσίδικη ετυμηγορία του: «Χρειάζεται χωρίς όρους παράδοση και υποταγή, δηλαδή ταπείνωση μπροστά στην πίστη και στη φωνή ενός λαού, από τις οποίες καθιερώνονται και στις οποίες ανήκουν και ο Άγιος και ο Ποιητής, οι δυο ακραίες διαδοχικά περιπτώσεις. Στην πίστη χρειάζεται ταπείνωση στον Ένα ή στο έν, στη γλώσσα ταπείνωση στους πολλούς. Και όπου ταπείνωση εκεί και υψωμός, μιλάει το Ευαγγέλιο (και αντιμιλάει ο Σολωμός), όπου απώλεια ψυχής εκεί ψυχής εύρεση» (24).
Ο Λίνος Πολίτης σε ειδικό μελέτημά του με τίτλο «Η θρησκευτικότητα του Σολωμού» (25) πραγματεύεται το θέμα με τρόπο διονυχιστικό και απαράμιλλο διερευνώντας τόσο τις βιωματικές προϋποθέσεις του ποιητή μας όσο και τις θεολογικές θέσεις του μέσα σε όλο το φάσμα του έργου του. Περιττεύει λοιπόν να επαναλάβουμε στοιχεία τα οποία διαλαμβάνονται στο πόνημα του πρωτοκορυφαίου αυτού σολωμιστή μας. Αρκεί μόνο να υπογραμμίσουμε μιαν ακροτελεύτια παρατήρησή του: «Όπως στην καθημερινή ζωή, έτσι, και πολύ περισσότερο, στην ποίησή του [Σολωμού] διακρίνουμε τη θρησκευτική του πίστη όχι μόνο στα σημεία όπου ρητά εκφράζεται, αλλά σαν κάτι που τη συνέχει ολόκληρη ... Ίσως ποτέ άλλοτε να μην έχει μετουσιωθεί το θρησκευτικό αίσθημα με τέτοια καθαρότητα στην ποιητική γλώσσα. Ίσως ποτέ στίχοι ποιητικοί δε βάρυναν τόσο πολύ από συναίσθηση θρησκευτική» (26).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες, Αθήνα, Εκδόσεις «Δόμος» 1994, τ. Α΄ , 185.
2. Ο. Eλύτης, Άξιον Εστί.
3. Μ. Μπέγζος, Εισαγωγή στη Θρησκειολογία, Αθήνα, Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» 2006.
4. Δ. Σολωμός, Ποιήματα και Πεζά, Αθήνα, Εκδόσεις « Εξάντας» 1990, 183.
5. Φ. Τερζάκης, Τροχιές του Αισθητικού, Αθήνα, Εκδόσεις futura 2007, 37.
6. Τερζάκης, ό.π., 108 (υπογραμμίσεις του πρωτοτύπου).
7. Σ. Μιχαήλ, Μορφές του Μεσσιανικού, Αθήνα, Εκδόσεις «Άγρα»1999, 173.
8. Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, Αθήνα, Εκδόσεις «Ίκαρος» 1992, 395.
9. Σολωμός, ό.π.,186.
10. Σολωμός, ό.π., 186.
11. Γ. Λυκιαρδόπουλος, «Τόνιο Κρέγκερ: Ο δυϊσμός του φασισμού και ο "φασισμός" της τέχνης», περιοδικό Σημειώσεις, τχ. 12, Νοέμβριος 1977, 20.
12. Ν. Καρούζος, Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄ τη ζωή ώς το θέατρο, Αθήνα, Εκδόσεις «Ίκαρος» 1993 (1966) , 17-18.
13. Σολωμός, ό.π., 184.
14. Σολωμός, ό.π., 185.
15. Σολωμός, ό.π., 186.
16. Σ. Ροζάνης, Η αισθητική του αποσπάσματος, Β΄ έκδοση, Αθήνα, Ιδρυμα Γουλανδρή - Χορν 1997 (1985) , 27.
17. Ροζάνης, ό.π., 29.
18. Ροζάνης, ό.π., 30.
19. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες, Αθήνα, Εκδόσεις «Γαλαξίας» 1967, 95.
20. Λορεντζάτος, ό.π., 112.
21. Ζ. Λορεντζάτος, Μελέτες, Αθήνα, Εκδόσεις «Δόμος» 1994, τ. Α΄ , 183-184.
22. Λορεντζάτος, ό.π., 187.
23. Λορεντζάτος, ό.π., 192-193.
24. Λορεντζάτος, ό.π., 194.
25. Λ. Πολίτης, «Η θρησκευτικότητα του Σολωμού», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1942, 50-55 και ανθολογημένο στο βιβλίο του: Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και Άρθρα (1938-1982), Αθήνα, ΜΙΕΤ 1995 (1958, 1985), 99-115 (βιβλιογραφία).
26. Λ. Πολίτης, ό.π., 114.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Ξαναγιορτάζοντας την Σπηλούλα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η θέα πρός τον Κάμπο του Τζάντε και τη Γλαρέντζα από το Καμπαναρίο της Σπηλούλας. Φωτό: Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας, 12.9.2010.
Αναζητώντας τις ρίζες και την ταυτότητα του δικού μας, του ζακυνθινού πολιτισμού και της ξεχωριστής μας ιόνιας νοοτροπίας, αυτής που χάρισε στο παγκόσμιο στερέωμα ονόματα αναμφισβήτητα και πνοές της τέχνης δίχως στεγανά σύνορα και επίφοβη εθνικοφροσύνη, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα ονομαστά μας πανηγύρια, αυτά που συμπεριλαμβάνουν την πίστη του λαού μας και τον τρόπο της ψυχαγωγίας του και φωτίζουν το πρόσωπό του, δίνοντάς του μια συνεχώς νεάζουσα μορφή και μια έκφραση άπλετης ανεξιθρησκίας, σαν αυτήν, που αιώνες τώρα απαιτεί την συνύπαρξη του καθολικού επισκόπου του πελάγους μας με τους δικούς μας, τους ορθοδόξους, στην καλοκαιριάτικη λιτανεία του Αγίου μας.

Ένα από τα ζωογόνα και επιβραβευτικά χαρακτηριστικά τους είναι πως δεν περιορίζονται στην σαν σε βράχο κολλημένη, με μορφή στρειδιών, όπως θα έλεγε και ο πολύκροτος Εμμανουήλ Ροΐδης, εξάρτησή τους από γιορτές και ημερολόγια, αλλά, αποδεικνύοντας τον μη περιορισμό του ντόπιου πνεύματος και την απόλυτη ελευθερία του, αυτήν που χάρισε παράλληλα στην οικουμένη έναν ελληνόφωνο Σολωμό, συγκατοικούντα με τον ιταλόφωνο Φώσκολο, ξεπερνούν τους περιορισμούς και τα στεγανά και επαναλαμβάνονται ετήσια σε άσχετες με τις επετείους περιόδους. Έτσι, μεσούντος του θέρους, η Ζάκυνθος γιορτάζει ή πιο σωστά ξαναγιορτάζει τον έφορο των τρικυμισμένων θαλασσών Επίσκοπο των Μύρων, τον «τση στεριάς και του πελάου» χειμερινό έφορο Άγιο Νικόλαο ή σε πολλές περιπτώσεις, παρά τις τόσες ημέρες, που είναι αφιερωμένες στην μορφή της, θυμάται την Μητέρα του Θεού, δίνοντας, με τον τρόπο αυτό, και άλλες ευκαιρίες απόδοσης λατρείας στο πολυαγάπητο πρόσωπό της.

Ένα από τα πιο λαοφιλή αυτά πανηγύρια, τα δίχως περιορισμούς, αλλά με αιτία τελούμενα και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία και κοσμοσυρροή, είναι αυτό της Παναγίας της Σπηλούλας στο χωριό Καληπάδος (ή Καλιπάδος, κατά την νεότερη γραφή) το οποίο γίνεται κατά παράδοση το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη και αποτελεί τον επίλογο των ομολόγων του διασκεδάσεων.

Το πανηγύρι αυτό είναι μια ακόμα ευκαιρία απόδοσης της οφειλόμενης τιμής στην αιώνια μητρότητα, αλλά συγχρόνως και μια ευκαιρία φυγής από την αστική πραγματικότητα και επαφής με την ακόμα αντιστεκόμενη πανέμορφη φύση του νησιού μας, μα και μιας στερνής διασκέδασης, όταν ξεψυχά το θέρος και ο χειμώνας, προ των πυλών μας, μάς φοβερίζει με μια κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους υγρή απομόνωση.

Η θέα από τον λόφο της Σπηλούλας είναι μοναδική και τόσο δίπλα σου, όσο και κάτω από τα πόδια σου, απλώνεται το επάξια ονομαζόμενο «Φιόρο του Λεβάντε», είτε με τις αδρές γραμμές του τοπίου του ζωγραφισμένο, είτε με τα αντέτια του εκφραζόμενο, σμίγοντας τις φτιαχτές μυρωδιές του ψητού, της φριτούρας, του παστελιού και του εφτάζυμου, με τις αχειροποίητες ευωδίες της πιπεριάς και της μερτίας, είτε αυτή παραμονεύει, αντιστεκόμενη στην οικοπεδοποίηση και τσιμεντοποίηση, σε κάποια πλαγιά του λόφου, είτε φρεσκοκομμένη και ριγμένη σε δάπεδα και δρόμους, προσμένει για να περάσει από πάνω της το κόνισμα και να του αποδώσει τις αρμόδιες τιμές.

Το πανηγύρι γίνεται στην πάνω εκκλησία, η οποία έχει αντικαταστήσει την κάτω, που λατομημένη μέσα σε σπηλιά (εξ ού και το όνομα), δεσπόζει του τζαντιώτικου κάμπου και δίνει στο λόφο αιτία ύπαρξης και αφορμή ζωής.

Σύμφωνα με πληροφορίες, που διέσωσε από τις μακροχρόνιες έρευνές του στο κάποτε Αρχειοφυλακείο Ζακύνθου ο ακούραστος Λεωνίδας Χ. Ζώης και πρωτοδημοσίευσε στο βιβλίο του «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο» (σ. 148) ο διάδοχος και συνεχιστής του Ντίνος Κονόμος, η πρωταρχική εκκλησούλα της Σπηλούλας, η οποία σήμερα είναι προσβάσιμη και μπορεί εύκολα να την επισκεφθεί ο καθένας μας, πελεκήθηκε με κόπο και μεράκι από τον εκ Χιμάρας προερχόμενο μοναχό Αθανάσιο του ποτέ Γκίνη, κάπου εκεί στα μέσα του 17ου αιώνα. Αυτός, σύμφωνα με τις διασωσμένες ειδήσεις, στις 30 Νοεμβρίου 1671, θέλοντας να αναχωρήσει για το Άγιο Όρος, με πράξη του στον συμβολαιογράφο Ιωάννη Σκουλογένη, παραχωρεί την εκκλησία του στον καλόγερο Μπούλτσο. Σε άλλη του πράξη στον συμβολαιογράφο Ν. Νομικό, που δυστυχώς δεν σώθηκε η ημερομηνία γραφής της, θέλοντας να ταξιδέψει στην Κέρκυρα, για να προσκυνήσει το Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, «προσηλώνει» τον ναό του στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων, «εις το σύνορον Χουρχουλίδι», επειδή, όπως δηλώνει ο ίδιος, «εκεί είχε την μετάνοιάν του όταν ήλθε εις Ζάκυνθον».

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της σημερινής, νεότερης και στο λόφο υψωμένης εκκλησίας, είναι πως δεν είναι ενορία, όπως οι περισσότερες ιερές στέγες του νησιού μας, αλλά διατηρώντας μια διασωστική και μακρόχρονα δημιουργική παράδοση του τόπου μας, παραμένει αδελφάτο και ανήκει σε κάποιες συγγενικές οικογένειες. Ίσως γι’ αυτό διατηρεί ώς και σήμερα την ελπιδοφόρα παράδοσή της και συνεχίζει το καθαρόαιμο ζακυνθινό πανηγύρι της, διαιωνίζοντας μιαν ιδιορρυθμία και μη θέλοντας να ενωθεί με τις απέναντι ακτές.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά από παιδί, που πάντα πήγαινα σ’ αυτό απαραίτητα με τους δικούς μου, το πανηγύρι της Σπηλούλας μου θύμιζε το άλλο πολύκροτο του Αγίου Λύπιου, παρά τις σημαντικές διαφορές τους. Ίσως αυτό συνέβαινε γιατί και τα δύο ήταν (και ευτυχώς είναι) καταληκτήρια. Το πρώτο κλείνει την πολυήμερη καλοκαιριάτικη ραστώνη και το δεύτερο την εαρινή χαρμολύπη του Πάσχα. Αλλά και στην παιδική μου μνήμη μάλλον γινόταν σύγκριση μ’ αυτά της Χώρας, με το ατελείωτο σουλάτσο, την μπάντα που έπαιζε καθαρόαιμη μουσική και όχι εφήμερες επιτυχίες, όπως σήμερα και τα πυροτεχνήματα (τις «φωτίες») και για μένα ήταν και τα δύο μια καθαρά υπαίθρια έκφραση χαράς και διασκέδασης.

Όπως και να έχει, όμως, και τα δύο είναι ευτύχημα που διατηρούνται και υπάρχουν αναλλοίωτα στην καθημερινότητά μας και, αντιστεκόμενα στην ισοπέδωση, μάς βοηθούν να κρατήσουμε την δική μας ταυτότητα και ιδιαιτερότητα. Είναι οι πρεσβείες μας στην ύπαρξη και οι αντιστάσεις μας στον θάνατο.

Κόσμος πολύς οδήγησε τα βήματά του και φέτος στην ουσιαστικά αντιστεκόμενη πανήγυρη της Κυράς της Σπηλούλας και παρακολούθησε τις ακολουθίες, συμμετείχε στην γραφική λιτανεία της και συνυπάρχοντας διασκέδασε μετά στους προαύλιους χώρους της εκκλησίας, απολαμβάνοντας τα πατροπαράδοτα εδέσματα, την απλόχερη ευγένεια των κτητόρων, αλλά και την μεγαλοσύνη του τοπίου.

Συνεορταστής και ο κατάλληλος καιρός, ο οποίος στην καθαρά φθινοπωρινή επαναφορά του βοήθησε στην διεξαγωγή της γιορτής και έδωσε στις παρακείμενες πλαγιές αφορμή λατρείας στο πρόσωπο τής εφόρου τους.

Το πανηγύρι αυτό ήταν μια υπόσχεση επαναφοράς και μια ελπίδα επιστροφής εις τα ίδια. Ας είναι οι κτήτορες της Σπηλούλας πάντα καλά για να το οργανώνουν και να το διατηρούν. Η ύπαρξή του κρύβει πολλά περισσότερα από αυτά που φαινομενικά διακρίνονται.

Ας είμαστε καλά και του χρόνου να το ξαναγιορτάσουμε. Ειλικρινά το έχουμε ανάγκη.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Νικηφόρου Βρεττάκου: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

[Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1978. Ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998].

Τὸ πρόσωπό σου, τῆς Ἑλλάδας πρόσωπο, Ποιητή.
Τ' ἀχτινοβόλα μάτια σου, μάτια δικά της.
Οἱ στοχασμοί σου, στοχασμοὶ δικοί της καὶ δικό της
τὸ πέταγμά σου στὰ μεσούρανα τῆς ἀρετῆς, ἀπ' ὅπου
ἔβλεπες κάτω ἐδῶ τὶς περιούσιες πέτρες
νὰ βγάζουν ἄνθη ὅπως καὶ ἄλλοτε. Τὸ μέτωπό σου
μέτωπο τῆς ἀποφασισμένης Ἐλευθερίας
πού σκέπασε μὲ τὸ ἀνανεωμένο, κυματιστό της
φόρεμα τὴν ἱερὴ ἀπὸ πάντα, καλὴ κ' ἠγαπημένη
γῆς: Βουνὰ φτιαγμένα ἀπὸ γυαλὶ οὐρανοῦ,
ἔλατα, σκῆτες, καλύβια ποὺ καπνίζανε ταπεινοσύνη,
θάλασσες ποὺ λαμποκοποῦν θραύσματα ἥλιου πάνω τους,
πέτρες γιὰ φυλαχτά, πανάρχαιες ἐλιὲς
πού ἀκόμη στάζουνε λάδι γιὰ τοὺς θεούς,
ἅρματα ποὺ τὰ φύλαγε κάτω ἀπὸ τὸ φουστάνι της
ἡ Παναγιὰ στὰ εἰκονοστάσια, καὶ μιὰ γλώσσα
γλυκόλαλη ποὺ μύριζε ζεστὸ ψωμί, ρίγανη,
μέντα, ἀλιφασκιὰ καὶ γάλα Τζαβέλαινας,
κι ὅλα ὅσα δέθηκαν σφιχτά, γίναν ἕνα καὶ πέρασαν
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες τοὺς μέσα σου
ὅσο ποὺ ἔγινες τέλος τόπος καὶ χρόνος.
Διονύσιε, θέλω νὰ εἰπῶ πὼς μετὰ τόσα χρόνια
ἀναμονῆς στὴν κοντινὴ θὰ βρεθεῖς ὄχθη, ἀπ' ὅπου
θ' ἀκούονται νὰ βουΐζουνε σπόροι ξεσηκωμένοι,
γιομάτοι μέθη, ἕτοιμοι νὰ τρυπήσουν τὸ χῶμα
καὶ τοὺς μακριοὺς τινάζοντας μίσχους νὰ πλημμυρίσουν
τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμὸς καὶ ἐγιόμισε ἄνθη!

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Νίκου Εγγονόπουλου: ΑΡΜΟΣΜΕΝΟ ΓΙ' ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΑΝΔΡΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ Σ' ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ

[Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδόνες», Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1992, 3η ἔκδ.]

κατάρα — Κύριε — σ' ὅποιον ἐπιβουλεύτηκε
τὸ ψωμὶ τοῦ ποιητοῦ
κατάρα — Κύριε — σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔβαλε βέβηλο χέρι
στὰ λιγοστὰ χρήματα τοῦ
πτωχοῦ ζωγράφου
ποὔκλεψε τὴ δεκάρα
ἀπὸ τὴν τεταμένη
τὴν ταπεινὴ
τοῦ διακονιάρη φούχτα
κατάρα!

χαράμι!
φαρμάκι θὰ γένη τὸ ψωμί!
καὶ τὸ κλεμμένο νόμισμα:
καρφὶ πυραχτωμένο στ' ἄσπλαχνα τὰ στήθη
αὐτῶν ποὺ ἔστερξαν τὶς ἀνομίες
σ' αὐτοὺς π' ἀδίκησαν τὴ φτωχὴ χήρα
ποῦ ἐβαρέσαν τὸ ἀπροστάτευτο παιδὶ
ποῦ σπάσανε τὸ πήλινο τοῦ διψασμένου τάσι
π' ἀρνήθηκαν στὸν ἄρρωστο συμπόνια
ποὺ κοροϊδέψαν τὸ λεπρὸ
χτύπησαν τὸν τρελλὸ
καὶ τὸν τυφλὸ παραπλανῆσαν
ποὺ δυσκολέψαν τὴ ζωὴ τ' ἀνήμπορου
στοὺς ψεύδορκους
στοὺς ἀτιμάσαντες
σ' αὐτοὺς ποὺ βασανίσανε Ὁβραίους εἴτε Χριστιανοὺς
μεσ' στ' ἄνομα στρατόπεδα τῆς Γερμανίας

ὑπάρχει Θεός!

ἡ μέρα περνᾶ
ἡ ὥρα περνᾶ
«ἡ κοινωνία γελᾶ»
σώζονται τὰ προσχήματα
ὅμως αὐτὸς δὲν τὸ κατάλαβε
ποὺ ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ ἀφοῦ διέπραξε τὴν ἀνομία
πὼς ξημερώθηκε καὶ ξύπνησε καὶ περπατεῖ
πλέον μεσ' στὴ φοβερὴ μαυρίλα τοῦ θανάτου
(τὸ στόμα του ἀπὸ τώρα γέμισε χώματα)
κι' αὐτοῦ ποὺ ψεύστηκε
κι' αὐτοῦ π' ἀδίκησε
κι' αὐτοῦ ποὺ βάρεσε
θὰν τὸ πλερώσουνε καὶ τὰ παιδιά τους
καὶ λόγο — ὁπωσδήποτε — θὰ δώσουν
ἴσαμε καὶ
δεκάτη πέμπτη γενεὰ

ὑπάρχει Θεός!

ἐτάζονται οἱ καρδιὲς καὶ τὰ νεφρά
καὶ πλάϊ ἀπ' τὴ σακάτικη τὴ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπω
κρύφτεται ἡ Ἐρινύα
βαθειὰ μέσα στὸν ἴδιο φταίχτη φωλιασμένη
ἀμείλιχτη ἀνελέητη
ποὺ καλὰ ροῦχα καὶ ὀφφίκια καὶ νομιμοφάνειες δὲν ψηφᾶ
ποὺ ἡ καλοπέραση — μὰ πρὸς Θεοῦ ! — δὲν τηνὲ νοιάζει
καὶ τιμωρεῖ
σκληρὰ
τοὺς ἄμυαλους καὶ τοὺς δειλοὺς ποὺ κάνουν τὸ κακὸ
γιατί

ὑπάρχει Θεός!

ἔ! σὺ ἐπίορκε
-ναὶ σὺ ὅπου ψευδόρκησες-
ἐσὺ ποὺ ἔβλαψες μὲ τόσην ἀλαφριὰ — τὸν πλησίον σου –
συνείδηση
ἀπὸ τώρα ἀκοῦς στῆς νεκρικῆς σου ἀκολουθίας
τὰ ψαλσίματα
τοῦ πονηροῦ του πνεύματος τὰ γέλια
νὰ σαρκάζουν:
ἒ ! ψεύτη ἀστὲ ὅσο κι' ἂν προσπαθεῖς
τὴ μούρη σου
γιὰ συμπαθητικὴ — κι' ὡραία ἀκόμη — νὰ μᾶς δείξης
μὴ χάνεσαι:
τὴ λούζει ἀλάκερη
τῆς ἔρημης ψυχῆς σου
ἡ βρῶμα
κι' ἡ ἀνανδρία
κι' ἡ ψευτιὰ

ὑπάρχει Θεός!

ὅπως τοῦ δίκαιου τὸ κάθε τί θὲ νὰ γενῆ χαλάλι
ὁ ἀνομήσας — μή σᾶς νοιάζη — θὰ κριθῆ

ἀκούσατε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ποιητῆ: τὸ ἄνομο ψωμὶ δὲν ὠφελεῖ
ὑπάρχει ὁπωσδήποτε Θεός:

τί κρίμα ὅμως νάν' οἱ ἄνθρωποι τόσο λίγοι!

Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίου: ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 93-102]

Πρόλογος

Τό παρόν θέμα, Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι σημαντικό καί ἀναγκαῖο γιά τήν ἐποχή μας ἰδιαίτερα.

Χαρακτηρίζω ὡς «ἀναγκαῖο» γιά τήν ἐποχή μας τό θέμα αὐτό, γιατί στούς καιρούς μας διαπράττεται καί αὐτή ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ αἵρεση: Τό ὅτι παραθεωρεῖται καί ὑβρίζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη, πού ἀποτελεῖ τό πρῶτο μέρος τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καί στήν ὁποία εὑρίσκονται τά σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν (στήν Παλαιά Διαθήκη) καί τῶν Ἀποστόλων (στήν Καινή Διαθήκη). Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν) ὁμολογοῦμε: «Οἱ προφῆται (ἡ Παλαιά Διαθήκη) ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι (ἡ Καινή Διαθήκη) ὡς ἐδίδαξαν... οὕτω φρονοῦμεν οὕτω λαλοῦμεν»! Διά τοῦτο καί τό θέμα περί τῆς διδασκαλίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – σήμερα μάλιστα πού ἀπό ἄγνοια παραθεωρεῖται καί ἀπό θρησκευτικούς ἀκόμη ἀνθρώπους ἡ Παλαιά Διαθήκη – προσφερόμενο ὡς κατήχηση στόν λαό μας, εἶναι περισσότερο ἀπό ἀναγκαῖο.

Σέ ἕνα ὅμως μικρό κείμενο δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ ἐπαρκῶς ἕνα τέτοιο πλούσιο κατά τό περιεχόμενό του θέμα, ἔστω καί ἄν ὁ τίτλος του τό περιορίζει στά βασικά μόνο σημεῖα, ὡς Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιά Διαθήκη πραγματικά ἔχει πλούσια διδασκαλία γιά ἐπί μέρους θέματα καί ἔχουν γραφεῖ ὡραῖα βιβλία καί ἀπό ἡμετέρους καί ἀπό ξένους θεολόγους γιά τήν διδασκαλία της αὐτή, χαρακτηριζόμενα ὡς Θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὡς Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως εἶναι τό θέμα μου, θά ἔκρινα τήν διδασκαλία της περί Θεοῦ, ἀνθρώπου καί ἱστορίας, στήν ὁποία ἐμπλέκεται καί ἡ Μεσσιακή της διδασκαλία. Ἀλλά, ἄν κάνουμε ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ἐπί μέρους θεμάτων, ἀπαιτεῖται νά κάνουμε μία ἐκτενῆ ἐργασία, διά τοῦτο καί ἐνταῦθα θά περιοριστῶ μόνο στήν κύρια διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Δαιθήκης, τήν βασική, ὅπως τήν λέγω στό ὑπό ἀνάπτυξη θέμα μου.

Χριστολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Τήν Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά τήν δοῦμε ὅπως τήν εἶδε ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ἐκκλησία γενικώτερα, δηλαδή πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε χριστολογικῶς. Ἡ χριστολογία της, αὐτή εἶναι ἡ κύρια καί ἡ βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο τοῦ Χριστοῦ. Καί κατά τοῦτο δέν διαφέρει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη· γιατί, ὅπως ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων –δηλαδή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων– περί τοῦ Χριστοῦ, τό ἴδιο εἶναι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη: Εἶναι καί αὐτή φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων –δηλαδή τῶν δικαίων Πατριαρχῶν καί Προφητῶν– περί τοῦ Χριστοῦ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε θεοπτίες περί τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ Χριστός, «Ἀβραάμ ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη» (Ἰωάν. 8,56). Ἡ μόνη διαφορά τῶν δύο Διαθηκῶν εἶναι ὅτι ἡ μέν Καινή Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τόν σεσαρκωμένο Χριστό, ἡ δέ Παλαιά Διαθήκη γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἐπρόκειτο νά σαρκωθεῖ καί ἐβιάζετο, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, πότε νά σαρκωθεῖ καί νά ἐμφανισθεῖ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἐνεφανίζετο, πράγματι, ὡς «Ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου». Ἐπιθυμῶ νά παραθέσω ἐδῶ τήν περιλάλητον περικοπήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περί τῆς σχέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφῆταις καταγγέλλεται. Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796).

Ἡ Καινή Διαθήκη καί σύμφωνα μέ αὐτήν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἑρμηνεύουν τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικῶς. Ὡς βάση τῆς χριστολογικῆς ἑρμηνείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε τόν λόγο αὐτό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ἅ περί τοῦ Πατρός ὁ Μωυσῆς λέγει, Παῦλος εἰς τόν Υἱόν ἐκλαμβάνει, πολλήν τήν ἰσότητα δεικνύς» (Ὁμιλία εἰς τόν Η΄ Ψαλμ., MPG 55,120).

Ἔτσι, γιά νά ἀναφέρω δείγματά τινα, κατά τήν χριστολογική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, (α) τό α΄ καί β΄ κεφάλ. τῆς Γενέσεως, πού μιλάει γιά τόν δημιουργό Θεό, μιλάει γιά τόν Χριστό ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου, γιατί λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι «πάντα δι’ αὐτοῦ (τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ) ἐγένετο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (Ἰωάν. 1,3). Καί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἐν αὐτῷ (δηλαδή, τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ) ἐκτίσθη τά πάντα» (Κολ. 1,16).

(β) Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τόν Γιαχβέ Θεό, τόν Νομοθέτη τοῦ Ἰσραήλ στό ὄρος Σινᾶ, καί περί τῆς νομοθεσίας αὐτῆς ὁμιλεῖ ὁ προφήτης Βαρούχ ὅταν λέγει περί τοῦ Θεοῦ «ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ» (Βαρ. 3,37). Ὁ λόγος ὅμως αὐτός, ὅπως ἑρμηνεύει ὡραῖα ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί ὁ προφήτης Βαρούχ λέγει περί τοῦ Νομοθέτου Θεοῦ στήν συνέχεια (στίχ. 38), ὅτι «μετά ταῦτα ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»! Καί βεβαίως ὁ λόγος αὐτός ἀναφέρεται στόν Χριστό, γιατί Αὐτός ἐσαρκώθη καί «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» καί ὄχι ὁ Πατήρ! Ἄρα, κατ’ αὐτήν τήν ἑρμηνεία, ὁ Ἰησοῦς Χριστός Αὐτός εἶναι ὁ Νομοθέτης τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτός χορήγησε τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γι’ αὐτό καί ἔχει τό δικαίωμα νά τόν διορθώσει (νά τόν συμπληρώσει), ὅπως καί τό κάνει στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, λέγοντας «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν...» (Ματθ. 5,22) (βλ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον ΙΣΤ΄, δ΄. MPG 57,244).

(γ) Κατά τήν πορεία τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο, σέ δυό περιπτώσεις πού ἀναφέρονται εἰς Ἐξ. 17,5-6 καί Ἀριθμ. 20,7-11, ὁ Μωυσῆς κτύπησε μέ τήν ράβδο του τόν βράχο καί βγῆκαν ἀπ’ αὐτόν ὕδατα καί ἤπιε ὁ λαός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύει καί τίς περιπτώσεις αὐτές χριστολογικῶς καί λέγει εἰς Α΄ Κορ. 10,1-4 γιά τούς προγόνους του Ἰσραηλῖτες ὅτι «ἔπινον ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδή, ἀκολουθοῦσε τούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο σάν μία ἀόρατη πνευματική πέτρα καί τούς ἐφρόντιζε. Ἀκόμη ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Χριστό στήν ἔρημο καί «ὑπό τῶν ὄφεων ἀπώλοντο» (Α΄ Κορ. 10,9), ἄν καί εἰς Ψαλμ. 77,18-20 λέγεται ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Γιαχβέ. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπως ἀναφέραμε τόν λόγο του, ὅτι ὅσα ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα, αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος τά ἀνάγει στόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χρυσόστομος, καί πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σάρκωσή Του ἀποκαλύπτεται καί δρᾶ στήν Παλαιά Διαθήκη: «Καί πρό τῆς παρουσίας τῆς ἐνσάρκου πάντα αὐτός (ὁ Χριστός) ᾠκονόμει καί πάντα αὐτός ἔπραττε, νομοθετῶν, προνοῶν, κηδόμενος, εὐεργετῶν» (Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἐστί Θεός ὁ Χριστός, MPG 48,815).

(δ) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται μέ τήν ἔκφραση «ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου» (Mal’ak-Jahve, ὅπως λέγεται στό Ἑβραϊκό κείμενο) ἕνα μυστηριῶδες Πρόσωπο, τό ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς Θεός καί ὀνομάζεται ρητῶς «Γιαχβέ». Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· αὐτός στό χωρίο Ἠσ. 9,6 ὀνομάζεται «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», στό δέ Μαλ. 3,1 χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἄγγελος τῆς διαθήκης». Ὀνομάζεται δέ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «Ἄγγελος», ἐπειδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος, «τήν πατρικήν ἡμῖν ἀνήγγειλεν βουλήν, κατά τήν αὐτοῦ φωνήν» (MPG 81,296), ἐπειδή δηλαδή ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό Πατέρα γιά νά ἐξαγγείλει τήν βουλή Του.

Ἔχουμε πολλές ἐμφανίσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γεν. 22,11.12 καί Ἰωάν. 8,56. Γεν. 31,11. Ἐξ. 3,2-21. Ἰησ. Ν. 5,13-15. Κριτ. 2,1-5), ὁ τρόπος δέ μέ τόν ὁποῖο γίνεται λόγος περί τοῦ Προσώπου αὐτοῦ δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται, πραγματικά, γιά Πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἀφοῦ καί τό Πρόσωπο αὐτό ὀνομάζεται «Γιαχβέ».

Ἀλλά ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμόφωνα ἑρμηνεύουν ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη Ἄγγελος Κυρίου εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι δηλαδή ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἑρμηνεύει λανθασμένα ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί τοῦ ἀκτίστου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γίνεται βεβαίως λόγος σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί κτιστῶν ἀγγέλων, ἀλλά στίς περιπτώσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ πού μνημονεύσαμε πρόκειται γιά θεῖο Πρόσωπο, πρόκειται γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἀντίληψη τοῦ Αὐγουστίνου προέρχεται ἀπό τό λάθος του ὅτι δέν ἔκανε διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί ἑπομένως ἡ θεοφάνεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ θά ἐσήμαινε γι’ αὐτόν φανέρωση τῆς θείας οὐσίας. Καί αὐτό βεβαίως εἶναι ἀδύνατο, γιατί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. 1,18). Εἶχε δέ ἀκούσει ὅτι οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν τήν ἰδέα ὅτι οἱ δίκαιοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔβλεπαν τήν θεία οὐσία καί ἐπειδή δέν ἐγνώριζε ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται διά τῶν θείων ἐνεργειῶν, ἀπέρριπτε τήν δυνατότητα τῶν θεοφανειῶν. Ἡ ἑρμηνεία δέ αὐτή τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί θείου Προσώπου, ἔγινε βάση τῆς θεολογίας τῶν Φραγκολατίνων καί ἔτσι ὑποτιμήθηκε ἀπ’ αὐτούς ἡ Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεύουν, λοιπόν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἠθικολογικά. Ὅπως τονίζω καί στίς πανεπιστημιακές μου παραδόσεις στούς προσφιλεῖς Φοιτητές, ὡς μία κυρία αἰτία ὑποτιμήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τό ὅτι τήν εἴδαμε ἱστορικῶς (ὡς ἁπλῶς μία ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ) καί ἠθικολογικῶς (ὡς ἕνα καλό βιβλίο, ὡς τά βιβλία τῶν φιλοσόφων) καί ὄχι χριστολογικῶς.

Ἡ περί ἱστορίας διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Ὁ Μεσσίας λοιπόν ἀποτελεῖ τό κύριο θέμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι τό «τέλος», δηλαδή ὁ σκοπός τῆς ἱστορίας αὐτῆς. Πραγματικά, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἱστορία της, ἀλλά καί γενικῶς ἡ καθόλου ἱστορία, δέν εἶναι μία τυχαία πλοκή γεγονότων, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνεται ἀπό Αὐτόν σέ ἕναν τελικό σκοπό, τήν σωτηρία τοῦ κόσμου διά τοῦ Μεσσίου. Ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τῆς ἱστορίας, γιατί σ’ αὐτήν τήν διδασκαλία πλέκεται σχεδόν ὅλη ἡ θεολογία της.

Κατά τήν διδασκαλία αὐτή ὁ Θεός συνδέεται μέ τήν ἱστορία, γιατί Αὐτός εἶναι πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο καί πρέπει λοιπόν σάν ἠθικός καί δίκαιος Θεός νά ἐπεμβαίνει στόν κόσμο γιά νά φυλάγει τήν τάξη αὐτή. Ὑπάρχουν δύο ἔννοιες τοῦ Θεοῦ: (α) Εἶναι πρῶτον, ἡ ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, τοῦ κυριάρχου τῆς φύσεως καί αὐτή ἡ ἔννοια ἀπορρέει ἀπό τήν ἔννοια τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὡς δημιουργός τοῦ κόσμου ὁ Θεός εἶναι ἀσφαλῶς κυρίαρχος αὐτοῦ. (β) Καί εἶναι ἔπειτα ἡ ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ Θεοῦ, πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο. Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου, τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ, ἀποσποῦσε Αὐτόν ἀπό τόν κόσμο. Ἡ ἔννοια ὅμως τοῦ ἠθικοῦ Θεοῦ τοῦ θέσαντος καί ἐποπτεύοντος τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο, ἔφερε τόν Θεό πλησίον αὐτοῦ καί μέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοια ἔχουμε τήν σύνδεση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἱστορία.

Τώρα θά ποῦμε ὅτι στό Ἰσραήλ ὑπάρχουν δύο τύποι, δύο πάλι ἔννοιες συνδέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἱστορία καί οἱ ἔννοιες αὐτές ἔχουν ὡς βάση κάποια θεολογία.

(α) Ἡ πρώτη ἔννοια ξεκινᾶ ἀπό τήν βάση ὅτι ἡ Ἰσραηλιτική θρησκεία, στήν ἀρχή της τοὐλάχιστον, φέρει ἐγκόσμιο χαρακτήρα. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ἡ Ἰσραηλιτική θρησκεία, λόγω τοῦ πολέμου της κατά τῆς νεκρομαντείας – ἡ ὁποία νεκρομαντεία προϋποθέτει πίστη στήν μεταθανάτια ζωή – δέν ἀνέπτυξε στά πρῶτα χρόνια τήν πίστη αὐτή στήν μετά θάνατο ζωή καί γι’ αὐτό, ξαναλέγουμε, φέρει ἐγκόσμιο χαρακτήρα. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσραήλ εἶχε ἀρχικῶς ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ὅπως εἴπαμε, ἐπιστεύετο ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται στόν κόσμο τοῦτο παρέχοντας ὑλική ἀμοιβή καί εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί στέρηση καί δυστυχία στόν ἀσεβῆ. Κατά τήν ἀρχική αὐτή ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας στό Ἰσραήλ ἡ ἐξωτερική εὐτυχία ἑνός ἀνθρώπου εἶναι δεῖγμα τῆς εὐσεβείας του καί ἡ δυστυχία κάποιου θεωρεῖται δεῖγμα τῆς ἁμαρτωλότητός του.

Ὁ πρῶτος αὐτός τύπος τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας παρουσιάζει προτερήματα, ἔχει ὅμως καί ἀδύνατα σημεῖα. Πράγματι, κατά τόν τύπο αὐτόν ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα πεδίο στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία μάλιστα δέν παρουσιάζεται ὡς αὐθαίρετη, ἀλλά κινεῖται κατά δίκαιο τρόπο, ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά εἶναι τά προτερήματα.

Ἀλλά ἀκριβῶς τό σημεῖο τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς ἐννοίας αὐτῆς τῆς ἱστορίας, πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὄχι ὡς ἐλευθέρα ἀλλά ὡς ρυθμιζομένη ἀπό τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἄλλο σημεῖο πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὡς ἀπολύτως καταληπτή ἀπό τόν ἄνθρωπο, γιατί κινεῖται ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, αὐτά τά δύο φαίνονται ὡς ἀδύνατα σημεῖα τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.

Καί ἡ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πάλι σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας μᾶς παρουσιάζει τήν ἱστορία χωρίς κανένα ἀπώτερο σκοπό· γιατί μᾶς τήν παρουσιάζει σάν μία συνεχῆ ἐναλλαγή τιμωρίας καί ἀμοιβῆς τῶν ἀνθρώπων καί τόν Θεό ὡς δεμένο σ’ αὐτήν τήν μηχανική ἀνταπόδοση.

Ἀλλά καί τό ἄλλο ἀκόμη, τό σοβαρώτερο, τό ὁποῖο ταλαιπώρησε κατά τήν πρώτη αὐτή καί παλαιά σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται στόν κόσμο αὐτό ἀμείβουσα τόν εὐσεβῆ μέ εὐτυχία καί τιμωροῦσα τόν κακό μέ δυστυχία: Εἶναι τό πρόβλημα τῆς «θεοδικίας». Πῶς δηλαδή ἑρμηνεύεται ἡ παρατηρουμένη δυστυχία τῶν εὐσεβῶν καί ἡ εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν, πῶς ἑρμηνεύονται οἱ κίνδυνοι καί ἡ καταστροφή τέλος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ κράτους; Τά συμβαίνοντα αὐτά ἐφαίνοντο ὡς ἀντίθετα πρός τήν τεθεῖσα ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ τύπου αὐτοῦ: Ὅτι ὁ Θεός παρέχει εὐτυχία στόν τηροῦντα τίς ἐντολές Του, τιμωρεῖ δέ τόν παραβαίνοντα αὐτές. Κατά τήν παλαιά ἀντίληψη τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ὁ Θεός συνδέεται μέ τό σύνολο γενικά (Kollectivismus) καί ἔτσι οἱ ἁμαρτίες πατέρων μεταβαίνουν στούς ἀπογόνους, ἐξηγεῖται κάπως τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας· γιατί ἡ δυστυχία ἑνός εὐσεβοῦς ἠμποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ ὅτι προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες κάποιου προγόνου του. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἡ παλαιά αὐτή ἀντίληψη τοῦ «καθολικοῦ» τύπου τῆς θρησκείας ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ καί νά ἀκούεται ἡ ἄλλη διδασκαλία τῆς «ἐξατομικεύσεως τῆς θρησκείας», ὅτι δηλαδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι αὐτός μόνος ὑπεύθυνος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τότε τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας συνεκλόνιζε, πράγματι, καί ἔθετε σέ κίνδυνο τήν πίστη στόν Θεό (βλ. λ.χ., Μαλ. 3,14-18. 2,17).

Στήν Παλαιά Διαθήκη γίνονται πολλές προσπάθειες γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος τῆς θεοδικίας. Κινοῦνται ὅμως οἱ προσπάθειες αὐτές στό πλαίσιο τῆς πρώτης ἐννοίας συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἡ θρησκεία παρουσιάζεται μέ ἐγκόσμιο χαρακτήρα καί οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ θεωροῦνται ὡς ἀπολύτως καταληπτές ἀπό τόν ἄνθρωπο, κατά τόν τύπο: Ὑλική εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί τιμωρία στόν ἀσεβῆ. Ὡς καλυτέρα φαίνεται ἡ λύση πού δίδει ὁ προφήτης Ἰερεμίας. Ὁ προφήτης ἔθεσε στόν ἴδιο τόν Θεό τό δύσκολο πρόβλημα, «τί ὅτι ὁδός ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθύνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;» (Ἰερ. 12,1), γιατί δηλαδή εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπήντησε μέ τόν ἑξῆς περίεργο στίχο:

«Ἐάν ὁ δρόμος μέ πεζούς ἀνθρώπους σέ κουράζει,
τί θά κάνεις ὅταν ἀγωνίζεσαι μέ ἄλογα;
Ἐάν στήν ἀσφαλῆ γῆ δέν εἶσαι ἀσφαλής,
τί θά κάνεις στίς ζοῦγκλες τοῦ Ἰορδάνου;» (12,5).

Εἶναι φανερό ἀπό τόν στίχο αὐτόν ὅτι ὁ Θεός δέν λύνει τό πρόβλημα, ἡ ἀπάντησή Του ὅμως δεικνύει ὅτι ὁ προφήτης πρέπει νά μένει σταθερός στήν πίστη του καί νά ἑτοιμάζεται γιά μεγαλύτερα συγκλονιστικά γεγονότα καί πρός αὐτόν καί πρός τό ἔθνος του, στά ὁποῖα ὅμως δέν πρέπει νά ἀμφιβάλει γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν αὐτή δέν φαίνεται σαφῶς σ’ αὐτά. Γενικῶς, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, ἡ θέση του στό πρόβλημα τῆς θεοδικίας εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά ταρασσόμεθα γι’ αὐτό, οὔτε νά ἀμφιβάλλουμε γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν εἶναι καταληπτές ὅλες οἱ πράξεις Του. Ὅτι καί στά γεγονότα τῆς ἀτομικῆς μας ζωῆς καί γενικῶς τῆς ἱστορίας, στά ὁποῖα δέν φαίνεται νά λάμπει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει καί ἐκεῖ ἀκόμη ἡ ἐνέργεια τοῦ δικαίου Θεοῦ. Λέγουμε ὅμως τώρα ὅτι ἡ λύση αὐτή τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, πού θεωρεῖ ὡς ἀδύνατη τήν κατανόηση τῆς θείας ἐνεργείας στήν ἱστορία, ἀντίθετα δηλαδή ἀπό τήν μέχρι τώρα κρατοῦσα ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός κατευθύνει τήν ἱστορία μέ πράξεις, τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κατανοεῖ, ἡ λύση αὐτή, λέγουμε, εἶναι εἰλημμένη ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί ἔχει τήν ρίζα της σέ ἄλλη, σέ μιά δεύτερη ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.

(β) Κατά τήν ἔννοια αὐτή τό ἔργο τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία δέν εἶναι καταληπτό, ὅπως κατά τήν πρώτη ἔννοια.

Ἡ πρώτη ἀντίληψη περί ἱστορίας ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ καί δικαίου Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε. Ἡ δεύτερη ὅμως ἐδῶ ἀντίληψη βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπης. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή ἡ ἱστορία ἀρχίζει μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πού ἔφερε στόν ἄνθρωπο τήν ἀπώλεια τοῦ παραδείσου καί τήν διαστροφή τῆς φύσεώς του πρός τό κακό. Ὁ Θεός ὅμως ἀπό ἀγάπη ἐπεμβαίνει στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γιά τήν σωτηρία του, ἐκλέγει ἕνα λαό, τόν Ἰσραήλ, καί συνάπτει μαζί του διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ, ἀποκαλύπτοντας σ’ αὐτόν τό θέλημά Του, γιά νά ἐργασθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, σ’ αὐτήν τήν δεύτερη ἔννοια τῆς ἱστορίας ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀπόλυτος κύριος καί ρυθμιστής της, χωρίς νά περιορίζεται στά στενά ὅρια τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὅπως στήν πρώτη ἔννοια, καί κατευθύνει τήν ἱστορία σέ ἕνα τελικό σκοπό: Τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Καί κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ὅλα τά γεγονότα ἔχουν τό νόημά τους καί συνδέονται μεταξύ τους, συντείνοντα ὅλα στόν τελικό αὐτό σκοπό τῆς ἱστορίας. Ὁπωσδήποτε δέ θά πραγματοποιηθεῖ ὁ σωτηριολογικός σκοπός τῆς ἱστορίας, γιατί κατευθύνεται ἀπό Αὐτόν τόν παντοδύναμο Θεό καί γι’ αὐτό θά ἔχει τό τέλος του, τήν πραγματοποίησή του, τήν ἀνάκληση δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων ἐκ τῆς πτώσεως, τήν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τοῦ παραδείσου. Ἔτσι ἄρχισε νά διαμορφώνεται στό Ἰσραήλ ἡ ἐσχατολογία, ἡ διδασκαλία δηλαδή περι τῶν ἐσχάτων τῆς ἱστορίας ἡμερῶν, κατά τήν ὁποία ἡ ἱστορία θά καταλήξει στήν ἐπικράτηση τῆς θείας βουλῆς.

Κατά τήν πρώτη περί τῆς ἱστορίας ἀντίληψη αὐτή προσλαμβάνει ὁρισμένο τύπο, τήν ἀμοιβή τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ρυθμίζεται ἀναλόγως τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς πλήρως κατανοητή. Κατά τήν δευτέρα ὅμως παραπάνω ἀντίληψη ἡ ἱστορία κατευθύνεται ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δρᾶ ἐλευθέρως, γι’ αὐτό καί δέν εἶναι κατά πάντα κατανοητή. Γι’ αὐτό καί ἡ ἱστορία κατά τήν ἀντίληψη αὐτή δέν γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς, ἀλλά πίστεως, τά δέ γεγονότα τῆς ἱστορίας προσλαμβάνουν διάφορες σημασίες καί θεωροῦνται ὡς μυστηριώδεις πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἐξυπηρετοῦν τόν γενικό τῆς ἱστορίας σκοπό, τήν σωτηρία δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Οἱ προφῆτες ἐκήρυτταν, πράγματι, ὅτι ἡ ἱστορία δέν εἶναι πάντοτε κατανοητή, διότι βαίνει κατά θεῖο σχέδιο: «Θαυμαστή εἶναι ἡ βουλή αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), μεγάλη ἡ σύνεσις αὐτοῦ», ἀναφωνεῖ ὁ Ἠσαΐας θαυμάζοντας τήν πλοκή τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας (28,29 κατά τό Ἑβραϊκό). Καί τό ἀκατανόητο τῆς ἱστορίας ἐκφράζων ὁ ἴδιος προφήτης λέγει: «Παράδοξο εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, περίεργη εἶναι ἡ πράξη του» (28,12) καί παρεισάγει τόν Θεό νά λέγει στούς ἀνθρώπους: «Οὐ γάρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαί ὑμῶν, οὐδ’ ὥσπερ αἱ ὁδοί ὑμῶν αἱ ὁδοί μου» (55,8).

Πρός τήν πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς στήν ἱστορία προσκόπτει ἡ ἑδρεύουσα στόν ἄνθρωπο ἁμαρτία, ἡ ὁποία βεβαίως δέν προέρχεται ἀπό τόν ἅγιο δημιουργό Θεό, ἀλλά ἔχει τήν ἀρχή της στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ἐξασθένηση τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς προφῆτες, ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριαρχήσει τόν ὅλο ἄνθρωπο τοῦ γίνεται δευτέρα φύση του, ὥστε αὐτή νά μή δύναται πλέον νά μεταβληθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πάρδαλη, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰερεμίου, δέν δύναται νά ἀλλάξει τό χρῶμα της (Ἰερ. 13,23). Δέν δύναται ὅμως ἡ ἁμαρτία νά ματαιώσει τό καθορισθέν ὑπό τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ σωτηριολογικό σχέδιο, πού ἀποτελεῖ τό τέλος, τόν σκοπό τῆς ἱστορίας. Ἡ νίκη δέ κατά τῆς ἁμαρτίας ἐπέρχεται ὄχι διά τῆς μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐπιστροφῆς του πρός τόν Θεό, ἀλλά διά θαύματος ἐξ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ λυτρωτοῦ Μεσσίου, τόν ἐρχομό τοῦ Ὁποίου μέ πάλλουσα καρδία ἀναγγέλλουν οἱ Προφῆτες.

Ἡ λύση αὐτή γιά τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ μόνη δυνατή, ὅπως αὐτό φαίνεται σαφῶς ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία καί δή τήν ἰσραηλιτική ἱστορία, ἀπό τήν ὁποία βλέπουμε πόσο ἄκαρπο ἀπέβαινε τό κήρυγμα τῶν προφητῶν περί ἐπιστροφῆς ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί πόσο δύσκολο εἶναι ὁ ἀπό τήν ἁμαρτία κυριευθείς ἄνθρωπος νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό αὐτήν. Γι’ αὐτό καί ἀπό ἐνωρίς σχηματίζεται στό Ἰσραήλ ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία, ὅταν πλέον ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τόν ἄνθρωπο, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐπιφέρει τήν πώρωση, ὥστε μέ τήν τέλεια αὐτή ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας νά τιμωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τό ἄκαρπο τοῦ κηρύγματός τους στούς Ἰσραηλῖτες οἱ προφῆτες τό ἀποδίδουν σέ πώρωση, σέ βαθύ ὕπνο, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἠσαΐου, ἐπιβληθέντα ὑπ’ Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ (29,10· βλ. καί 6,10 κατά τό Ἑβραϊκό). Ἡ διδασκαλία αὐτή περί τῆς προόδου τῆς ἁμαρτίας καί περί τῆς πωρώσεως ἐφαρμοσθεῖσα ὑπό τῶν προφητῶν στό σωτηριολογικό θέμα προπαρασκεύασε τόν Ἰσραήλ νά δεχθεῖ τήν διδασκαλία περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου· γιατί ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας στόν Ἰσραήλ ἐγίνετο σαφές ὅτι δέν μποροῦσε αὐτός νά σωθεῖ διά τῶν ἰδίων του δυνάμεων. Και ἄν αὐτό ἦταν ἀδύνατον γιά τόν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τόν Νόμο, πολύ περισσότερο δέν ἦταν δυνατόν νά λυτρωθοῦν ἀφ’ ἑαυτῶν τά ἔθνη. Ἔτσι ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη ἐξυπηρέτησε τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς λυτρώσεως, ἄνοιξε θύρα εὐσπλαγχνίας στά ἔθνη. Κατά τά παραπάνω δυνάμεθα νά νοήσουμε κάπως τους λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «συνέκλεισεν ὁ Θεός τούς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τούς πάντας ἐλεήσῃ» (Ρωμ. 11,32) καί τό ὅτι ὁ αὐτός Ἀπόστολος καλεῖ μυστήριο τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν διά τῆς πωρώσεως τοῦ Ἰσραήλ, λέγων: «Οὐ γάρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τό μυστήριον τοῦτο... ὅτι πώρωσις ἀπό μέρους τοῦ Ἰσραήλ γέγονεν ἄχρις οὗ τό πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ» (Ρωμ. 11,25).

Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας

Ἐπειδή τό θέμα μου εἶναι Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θέλω ἐν κατακλείδι νά παρουσιάσω κάτι ἀπό τήν ὑψηλή της διδασκαλία ὡς ὀρεκτικό πρός μελέτη της. Σέ ὅποιον μοῦ ζητοῦσε νά τοῦ πῶ κάποιο σπουδαῖο λόγο ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά προτιμοῦσα τήν περικοπή Μιχ. 6,6-8. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ προφήτου Μιχαίου (8ος αἰών) ἀναζητοῦσαν μέν τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶχαν σωστή ἔννοια Θεοῦ. Καί ἐνόμιζαν ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται μέ παχυλές θυσίες κριῶν καί μόσχων καί μέ προσφορές ἐλαίου ἤ – τό ἀκόμη πολύ χειρότερο – γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐνόμιζαν ὅτι πρέπει νά θυσιάσουν τό πρωτότοκο παιδί τους. Ἔτσι εἶχαν διδαχθεῖ ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες. Ἀλλά ἐρώτησαν τόν προφήτη Μιχαία:

6,6 Μέ τί πρέπει νά παρουσιασθῶ στόν Γιαχβέ,
νά προσκυνήσω τόν ὕψιστο Θεό;
Πρέπει νά παρουσιασθῶ μέ ὁλοκαυτώματα,
μέ ἐνιαύσιους μόσχους;
7 Εὐαρεστεῖται ὁ Θεός σέ χιλιάδες κριῶν
καί σέ μυριάδες ποταμούς ἐλαίου;
Πρέπει νά προσφέρω τόν πρωτότοκό μου γιά τήν ἁμαρτία μου,
τό γέννημα τοῦ σώματός μου γιά τήν ἀνομία τῆς ψυχῆς μου;

Στά ἐναγώνια αὐτά ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, γιά τό πῶς θά βροῦν τόν Θεό καί θά τόν εὐαρεστήσουν, ὁ προφήτης Μιχαίας ἀπαντᾶ:

8 Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό
καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα.
Τίποτε ἄλλο, παρά δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκεῖς
καί νά πορεύεσαι ταπεινόφρονα πρός τόν Θεό σου!

Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ προφήτου Μιχαίου εἶναι ὕψος! Εἶναι ἡ οὐσία τῆς θρησκείας! Θρησκεία, κατά τόν ἀθάνατο αὐτό στίχο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Μιχ. 6,8, εἶναι αὐτά τά τρία: α) Νά εἴμαστε δίκαιοι πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους· β) νά ἀγαπᾶμε ὅλους· καί γ) νά φερόμαστε μέ εὐλάβεια ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας.

Ἄς προσέξουμε ὅτι ὁ προφήτης στήν ἀπάντησή του εἶπε τό: «Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα». Πραγματικά αὐτά τά τρία πού λέγει ἐδῶ ὁ προφήτης στόν ἐρωτῶντα αὐτόν λαό, τοῦ τά εἶχαν πεῖ καί οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτόν προφῆτες, γι’ αὐτό ὁ προφήτης μας λέγει «σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε». Πρίν ἀπό τόν προφήτη Μιχαία προφῆτες μέ γραπτά κείμενα ἦταν ὁ προφήτης Ἀμώς πρῶτα, ὁ ὁποῖος ἐτόνισε πολύ τήν δικαιοσύνη (βλ. Ἀμ. 2,6 ἑξ. 5,11. 4,1 ἑξ. 3,10. 5,7.10.12.15 κ.ἄ.)· ἔπειτα ἔχουμε τόν προφήτη Ὠσηέ, πού ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς ἀγάπη καί παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει ἐκεῖνο τόν ἀθάνατο λόγο στούς τυφλούς Ἰσραηλῖτες τῆς ἐποχῆς του, πού ζητοῦσαν καί αὐτοί νά βροῦν τόν Θεό μέ παχυλές θυσίες: «Ἀγάπη θέλω καί ὄχι θυσίες, γνώση Θεοῦ καί ὄχι ὁλοκαυτώματα» (Ὠσ. 6,6)· καί μετά τόν Ὠσηέ ἔχουμε χρονολογικῶς τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς «καδώς», δηλαδή ὡς «ἅγιον», μέ τήν ἔννοια τοῦ παντοκράτορος, ἔναντι τοῦ Ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά αἰσθάνεται δέος, ταπείνωση καί εὐλάβεια καί νά ὑπακούει στό θέλημά Του (Ἠσ. 6,3.5. 2,10. 8,11 ἑξ. 30,15 κ.ἄ.). Ὁ προφήτης Μιχαίας ἀποδεικνύεται ἕνας καλός μαθητής τῶν προηγουμένων τριῶν διδασκάλων του προφητῶν καί σέ ἕνα λόγο του συνάπτει τήν οὐσιαστική τους διδασκαλία γράφοντας τόν ὑπέροχο πράγματι 6,8 στίχο τοῦ βιβλίου του.

Ὁ στίχος αὐτός τοῦ προφήτου Μιχ. 6,8, ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τίποτε ἄλλο, παρά «δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκοῦμε καί πρόθυμοι νά εἴμαστε καί μέ εὐλάβεια νά φερόμαστε στόν Κύριο τόν Θεό μας», εἶναι μία ὑψηλή κορυφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπ’ ὅπου φαίνονται οἱ καθαροί οὐρανοί τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἄς μελετοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά ἀπολαμβάνουμε τήν διδασκαλία Της, πού ἔρχεται ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, αἰώνων βάθη.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Οι Αγιασμοί και τ’ Άγιο Χεράκι

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

'Ατιτλη ξυλογραφία του Γιάννη Γουρζή, έργο 2003
Ο λαμπερός, καυτός, σεπτεμβριάτικος ήλιος, λίγο πριν το γιόμα, δεν έδινε την εντύπωση ότι θα επέτρεπε στο κουδούνι να διεγείρει το βάρβαρο συναγερμό του. Κι όμως, εκείνο απτόητο και άκαρδο, ως άψυχο, σήμανε παρατεταμένα το τέλος των διακοπών!

Μαθητές και μαθήτριες, βαριεστημένα, μαζεύονταν κοντά στο σκηνικό, το ίδιο σαν τις άλλες χρονιές: Το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και το βάζο με τα λουλούδια, ο βασιλικός για το αγιασμένο ράντισμα, το μικρόφωνο, τα καρβουνάκια με το λιβάνι, τ΄ ασημένιο κουτί στο κέντρο του τραπεζιού, ο αρχιερέας με τους ιερείς που στόλιζαν το μαύρο τους φόντο με τα χρυσαφένια πετραχήλια, το σκήπτρο, το ωμοφόριο, πάνω από το επικαλυμμαύχιο, κάτω από τις μεσημεριανές ακτίνες… Τοπικοί άρχοντες με τα μαύρα γυαλιά και το σοβαρό προσωπείο, δίπλα στο μαύρο ράσο, επαναλάμβαναν από μέσα τους όσα σχεδίασαν να εκφωνήσουν την ώρα που θα έπαιζαν το δικό τους ρόλο, σαν τους μαθητές της σχολικής γιορτής. Κανένας εκπρόσωπος από τη δημοτική αρχή, ανατινάχτηκε νοερά και στη συνείδησή μας, εκείνη την ημέρα της απόπειρας εμπρησμού στο Ξενία. Στολές, σύμβολα, τίτλοι, αξιώματα, εξουσία, ευλογία, ευταξία, ιδρώτας, ύμνοι, ικεσίες, κηρύγματα, νουθεσίες, εναγκαλισμοί, υποσχέσεις… Οι μαθητές παρατάχθηκαν κατά τάξεις και οι καθηγητές, ντυμένοι με τα καλά τους, διασκορπίστηκαν ανάμεσά τους για την πρώτη τους επαφή κατά τη νέα σχολική χρονιά.

Οι ψαλμωδίες κόντευαν να φτάσουν την ώρα του αγιασμού των υδάτων, όταν ο Γιώργος από την πρώτη τάξη με ρώτησε ευγενικά για το λαμπερό κουτί πάνω στο τραπέζι, την ώρα ακριβώς που έψαλαν το απολυτίκιο του Αγίου Διονυσίου: «Της Ζακύνθου τον γόνον κι Αιγίνης τον πρόεδρον…». Είναι, βλέπεις, φιλομαθής μετανάστης και δε γνώριζε για το «Άγιο Χεράκι», όπως το έλεγε η θεία - Τζόγια και σταυροκοπιόταν κάθε φορά που εκείνο περιδιάβαινε τις γειτονιές της Ζακύνθου για να κάμει το θαύμα του, να παρηγορήσει, να ενδυναμώσει στις δυσκολίες και τις ασθένειες της ζωής…

Αστραπιαία πέρασαν από μπροστά μου εκείνες οι χειμωνιάτικες στιγμές που το «Άγιο Χεράκι» έμπαινε σαν ύστατη βοήθεια στην κάμαρη του γλυκύτατου μπάρμπα-Γιάννη Γαρδέλη που χαροπάλευε, νέος πατέρας, στην καρδιακή ανημπόρια… Το κρατούσε ευλαβικά στην αγκαλιά του ο παπα-Νικήτας, νεοχειροτονημένος τότε παπάς στο μοναστήρι, μέσα στο απαστράπτον από τα γυαλισμένα νικέλια και τα κόκκινα φανάρια στ΄ ανασηκωμένα φτερά του, μοναδικό τεράστιο αμερικάνικο ταξί, μάρκας Ford, του Γιάννη του Λουρέντζου. Υποκλινόντουσαν οι Λιθακιώτες καθώς περνούσε, σταυριοκοπιόντουσαν και προσευχόντουσαν να τον κάμει καλά…

Ήταν εκεί γύρω στο 1717, όταν η Μεσόγειος έβραζε από πλοία και στο Ιόνιο έπεφτε βαριά η απειλητική σκιά των Αγαρηνών. Τότε τουρκικά πλοία με αρχηγό τον αιμοδιψή πειρατή Μουστή ή Μοστρίνο, αγκυροβόλησαν στο λιμάνι των Στροφάδων και λεηλάτησαν το Μοναστήρι. Σύμφωνα με μια πηγή, μεταξύ των άλλων βανδαλισμών οι ληστοπειρατές έκοψαν τα χέρια από το λείψανο του Αγίου Διονυσίου και το υπόλοιπο το έβαλαν πάνω σ΄ ένα βαρέλι με πυρίτιδα προκειμένου να το ανατινάξουν. Ο Άγιος έκανε το θαύμα του και το μπαρούτι δεν έπιασε φωτιά. Άλλη πηγή αναφέρει ότι τα χέρια έκοψαν τέσσερις ευλαβείς χριστιανοί, αιχμάλωτοι των Τούρκων για αγιασμό τους. Όταν έφυγε η τουρκική μοίρα από τα Στροφάδια ο Μοστρίνος στοχάστηκε ότι θα μπορούσε να αποκτήσει χρήματα από την πώληση των χεριών του Αγίου, τα πήρε μαζί του και τα πώλησε στη Χίο. Τα χέρια επιστράφηκαν, αργότερα, στα Στροφάδια από ευλαβείς Χριστιανούς.

Το αργυρόγλυπτο κουτί με το θαυματουργό χέρι του Αγίου Διονυσίου είναι και αυτό έργο του Διαμαντή Μπάφα. «δια χειρός διαμαντή μπάφα καλαρυτιότου, 1820», αναγράφεται στις αργυρόγλυπτες συνθέσεις που υπάρχουν στο τέμπλο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου καθώς και στη λάρνακα του Αγίου (1829). Αληθινό κομψοτέχνημα το κουτί, ανάλογο με την ανεκτίμητη αξία του περιεχομένου του. Στο επάνω πλαίσιο, παριστάνει τον Άγιο της συγγνώμης, ντυμένο αρχιερατικά, στην Κοίμησή του, ενώ στις πλευρές εικονίζονται μικρογραφικές παραστάσεις από τη ζωή και τα θαύματα του Ιεράρχη.

Οι αγιασμένες σταγόνες, με άρωμα βασιλικού, που περιμέναμε να δροσίσουν τα πυρωμένα μας μέτωπα δεν έφτασαν ποτέ. Παραδόθηκαν κι εκείνες νωχελικά στη μεσημεριάτικη ζέστη και στους σύντομους, ευτυχώς, συνηθισμένους λόγους. Καμία συγγνώμη για το κατάντημα της χώρας, του νησιού και της δημόσιας εκπαίδευσης από τον κόσμο των μεγάλων. Πώς να κοιτάξουμε τα παιδιά μας στα μάτια; Πώς να πεισθούν για την αξία της γνώσης στα χρόνια της απαξίωσής της; Μεγάλωσαν στην εποχή της βασιλεύουσας ύλης, της εικονικής πραγματικότητας, της αδιαφορίας, της διαφθοράς και της δανεικής ευμάρειας. Με ποια μέσα και ποιο περιεχόμενο σπουδών θα γίνουν ανθρωπινότεροι, όταν πολλοί χλευάζουν ακόμα και αυτή την πατροπαράδοτη παρουσία του Αγίου, αναμφισβήτητου συμβόλου της υπέρβασης, στερώντας κάθε ελπίδα μεταφυσικής εκδοχής της πραγματικότητας; Πόσα τέτοια έχει ακούσει το «Άγιο Χεράκι» κι όμως φωτοβόλο δείχνει το δρόμο της συγχώρεσης σαν το μοναδικό όπλο κατά της κακίας.

Απαιτεί συστολή, εσωτερική συντριβή, συνειδητή εσωτερική αυτομαστίγωση και προσευχή η μετάνοια και η ειλικρινής αίτηση συγγνώμης. Η παραπλάνηση, ο εγωισμός, η έπαρση, ο φόβος αφαιρούν τη δυνατότητα αναγνώρισης των λαθών, των αμαρτημάτων, της αστοχίας των πράξεων και των ενεργειών μας. Εξίσου και η συγχώρεση, ακρογωνιαίος λίθος του χριστιανισμού, χαρακτηρίζει ανθρώπους ιδιαίτερης καλλιέργειας, παιδείας και πίστης, που μπορούν να κοσμηθούν με το φωτοστέφανο της αγάπης εκδυόμενοι το μανδύα των ποικίλων συμπλεγμάτων υπεροχής ή μειονεξίας. Έτσι σπάζουν τα δεσμά της εσωτερικής απομόνωσης και δουλείας, επισκευάζονται ή και ανοίγονται οι νέοι δρόμοι που βγάζουν από τα αδιέξοδα και συγκολλούν θραυσμένους δεσμούς και παντοειδείς κοινωνικές σχέσεις.

«Αγάπης τω δεσμώ συνδεθείς θεοφόρε, διέλυσας τρανώς, την κακίαν της έχθρας…. Και το έγκλημα, σου αδελφού φονοκτόνω, συνεχώρησας, κατά Θεόν ως οικτίρμων…», υμνολογείται ο Άγιος Διονύσιος κατά Άγγελο Συμμάχιο την ημέρα της μνήμης της κοίμησής του (17Δεκεμβρίου).

Χωρίς πραγματική αγάπη για τον άνθρωπο, τους νέους και τον τόπο, μα και χωρίς τον πρέσβη μας Άγιο πώς να αισιοδοξήσουμε, να ενδυναμώσουμε τις σχέσεις μας, μα κυρίως ν΄ αντιδράσουμε και να χτίσουμε γερά θεμέλια στο νέο «σεισμόπληκτο» ζακυνθινό τοπίο;

Μου φάνηκε χαρούμενο το εικονιζόμενο ανάγλυφο πρόσωπο του Αγίου πάνω στο αστραφτερό κουτί. Θα ΄ναι γιατί βρέθηκε ανάμεσα στα παιδιά κι ας μην του έδωσαν σημασία. Ποιος να τους μάθει! Άλλωστε, είχαν πολλά να πουν μεταξύ τους τα παιδιά, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Μόνο παλαμάκια χτυπούσαν. Πόσος κόπος, πόσος χρόνος, για να κρίνουμε και να επιλέγουμε πότε θα χτυπάμε παλαμάκια με τα δυο μας τα χεράκια!

Θ’ ακολουθήσουν κι άλλοι αγιασμοί, εκείνοι οι «αστείοι» που γίνονται στα εκλογικά κέντρα (κορυφαία υβριστική πράξη!), κι όπου να ΄ναι φτάνουν οι εκλογές! Ίσως και να ξαναμπεί στα σπίτια των αρρώστων το «Άγιο Χεράκι». Η μείωση της κοινωνικής μέριμνας στην κρίση του ελληνισμού και του καπιταλισμού θα δημιουργήσει στρατιές αρρώστων και δραματική έλλειψη της στοιχειώδους υποδομής για υγειονομική περίθαλψη.

«Άγιε μου Διονύσιε, βάλε το χεράκι σου να φτιάξουμε τα πράγματα, να μη λιώσουν κι άλλα παγόβουνα και μας αφανίσουν. Βοήθα μας κι εμάς τους δασκάλους να βρούμε δύναμη και φαντασία, τρόπους καλής επικοινωνίας, υπομονή κι επιμονή, να μη χαθούμε στην πλημμύρα, να δείξουμε στους μαθητές μας τους τρόπους ανάβασης σε υψηλότερους κόσμους».

Ζάκυνθος, 13-9-2010

Βιβλιογραφία: Ντίνου Κονόμου, Άγιος Διονύσιος ο Πολιούχος Ζακύνθου, Αθήνα 1969.
Related Posts with Thumbnails