© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Από τη σεισμοπυρκαϊά στον σύγχρονο homo Zakynthius

Τρία κείμενα και ένα αντι-κείμενο για τη Ζάκυνθο και τους σεισμούς του 1953 ή, αλλιώτικα, η αξιοπρέπεια ενός χαμένου πολιτισμού

Γράφει ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΖΕΡΜΠΙΝΟΣ / Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ | Κυριακή 24 Αυγούστου 2003 

Αν σήμερα, 50 χρόνια μετά τον σεισμό του 1953, γινόταν ένας παρόμοιος, δεν είναι καθόλου πιθανό ότι οι χρονογράφοι θα είχαν να πουν τα ίδια ή κάποια άλλα ανάλογα συγκινητικά μ' εκείνα που γράφτηκαν τότε για τη Ζάκυνθο και τον χαμένο πια πολιτισμό της.

H μελαγχολική αυτή σκέψη σήμερα παραμένει αδιαπραγμάτευτη, έστω κι αν άνετα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η οδυνηρή εμπειρία έχει πλέον αμβλυνθεί, η ζωντανή θύμηση, μέρα με τη μέρα, γίνεται δυσεύρετη, η παναιωνίως γνωστή μέθοδος αναπαραγωγής της ζωής εμπλουτίζεται με... νέες τεχνικές και η σφαιρική επέτειος επιβάλλει τα... συνηθισμένα: μνήμες, μνημόσυνα, εκθέσεις, αφιερώματα, ημερίδες, συνέδρια, συμπεράσματα, προτάσεις και φυσικά προβληματισμούς. Τι έχασε η Ζάκυνθος, τι έχει, τι της πρέπει!

Αν αληθεύει το αξίωμα ότι κάθε εποχή για να απολαύσει τα επιτεύγματά της πρέπει η ίδια να καταγγείλει και να ανατρέψει το παρελθόν, η 50ετία που διέρρευσε από τους σεισμούς του 1953 ως σήμερα, στη Ζάκυνθο τουλάχιστον, δεν θα μπορούσε να καυχηθεί ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, αφού όχι μόνο για καταγγελία του παρελθόντος δεν συντρέχει λόγος αλλά πολύ περισσότερο επειδή ούτε και επιτεύγματα διαθέτουμε προς... απόλαυση. Κάπως έτσι φαντάζομαι μπορώ να δικαιολογήσω τον τίτλο ενός αφιερώματος όπως το παρόν, που πέρα από την προσφορά στην επέτειο ενέχει και την ελπίδα μιας γενικότερης αυτοκριτικής. Επιφυλασσόμενος για την τελευταία, θα επιχειρήσω κατ' αρχήν μιαν αναφορά στον γραπτό λόγο δύο ξεχωριστών Ζακυνθινών που, πέρα από τις όποιες διαφορές τους και τις πολύ περισσότερες συγκλίσεις τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξαν απαράμιλλα αντιπροσωπευτικοί της συλλογικής συνείδησης των Ζακυνθίων μπροστά στην τραγικότητα των ημερών εκείνων.

Γνωστοί και οι δύο για την πολυμερή πνευματική και κοινωνική τους προσφορά προς στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, ο μεν πρώτος ως κορυφαίος των γραμμάτων και dilletante της πολιτικής, ο δε δεύτερος ως επαγγελματίας πολιτικός και χαρισματικός χειριστής του λόγου. Και οι δυο τους όμως, ανεξάρτητα από το μέτρο της αναγνώρισής τους, μέσα από το συνολικό τους έργο, παραμένουν αδιαφιλονίκητοι εκφραστές του ζακυνθινού εκείνου πνεύματος που συμπυκνώνει την αγάπη για τον γενέθλιο τόπο και την παράδοσή του, από τη μία μεριά, και τη δυνατή βίωση στο ρομαντικό ιδεώδες, από την άλλη.

Αναφέρομαι στον Διονύση Ρώμα και στον Τάλμποτ (Μπούμπη) Κεφαλληνό.

Από τα 26 σχετικά με τους σεισμούς χρονογραφήματά του πρώτου, τα οποία δημοσιεύει στην πρώτη πάντα σελίδα της αθηναϊκής «Ελευθερίας» και αργότερα θα συγκεντρώσει (μαζί με άλλα) στην έκδοση των «Ζακυνθινών» του (εκδόσεις «Εστία»), και τα 54 περίπου του δεύτερου, τα οποία δημοσιεύονται στην τοπική εφημερίδα «H Αλήθεια», που εκδίδει ο ίδιος, ασκώντας παράλληλα και μαχητική πολιτική δημοσιογραφία, επιλέγω δύο. Σε αυτά τα γραπτά τους (όπως άλλωστε και σε άλλα) φαίνεται να ταυτίζουν την τέχνη με τη ζωή και ίσως αυτό, για εκείνες τουλάχιστον τις δύσκολες μέρες, μπορεί να σήμαινε κάτι.

Το πρώτο είναι κυριολεκτικά καταλυτικό. Το δημοσιεύει ο Ρώμας στις 14 Αυγούστου 1953, τη μεθεπομένη δηλαδή του μεγάλου και αποτελειωτικού σεισμού. Αν και αναδημοσιευμένο πολλές φορές, νομίζω πως αξίζει για μιαν ακόμη φορά η παράθεσή του, στο σημερινό επετειακό:

«ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Το Χάσμα π' άνοιξ' ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη ξανάκλεισε προχθές! Πεντακόσιων χρονώνε ιστορία έσβυσε με μια τρελλή μονοκοντυλιά της Μοίρας. Με τα μάτια βουρκωμένα κυττάζω μια φωτογραφία του ερειπωμένου Τζάντε, παρμένη από αεροπλάνο. Προσπαθώ μ' αγωνία μέσα στα συντρίμμια και τους καπνούς ν' αναγνωρίσω αγαπημένες μου τοποθεσίες. Αδύνατο! Ολα είναι θαμπά, γκρεμισμένα, ακατάληπτα και για τον θερμότερο ακόμα εραστή αυτής της γης. Αυτής της γης που το χώμα της φέρνει ακόμα τα χνάρια του Σολωμού, του Κάλβου, του Φώσκολου, του Τερτσέτη, των Λομβάρδων, των Ρώμα, του Καρρέρ, του Τσακασιάνου, των Μόσχων, του Κουτούζη, του Καντούνη και όλων των πνευματικών της παιδιών. Ψάχνω με πόνο μη συνατήσω όρθια τη Φανερωμένη, τους Αγίους Πάντες, την Παναγία των Αγγέλων ή καμμιά τουλάχιστον άλλη από τις τόσες και τόσες γεμάτες μεταβυζαντινούς θησαυρούς εκκλησίες... Αδύνατο! Ολα είναι θαμπά, γκρεμισμένα, σκεπασμένα από καπνό... Ακατάληπτα και για τον θερμότερο ακόμα εραστή αυτής της άγιας γης! Τι απομένει από τη "Φλωρεντία της Ελλάδος", όπως κάποιοι σωστά την ονομάσανε; Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα!...

Μου μιλάνε για ανοικοδόμηση - ναι! Οι άνθρωποι, οι δυστυχισμένοι αυτοί αδελφοί μου, μπορεί ίσως να ξαναποκτήσουν κάποτε ένα ταβάνι για να μη βρέχονται. Ποιος όμως θ' ανοικοδομήσει την γκρεμισμένη μας πια παράδοση; Ποιος θα ξαναβάλει στη θέση του το τέμπλο της Φανερωμένης; Την Κοίμηση της Θεοτόκου του Ηλιού Μόσχου; Τους Βίτορες του Βυζαντινού Μουσείου; Τους Τζάννηδες; Τα 300 ξυλόγλυπτα τέμπλα των γκρεμισμένων εκκλησιών; Ποιος θα μας ξαναδώσει τους θησαυρούς που κλείνανε τα παλιά αρχοντικά; Ποιος... Αλλά τι κάθουμαι και γράφω; Αδιόρθωτος εραστής της γης αυτής και των μνημείων της, κλαίω τ' άψυχα και λησμονώ τους ανθρώπους! Τους πληγωμένους, γυμνούς, αλλόφρονες ανθρώπους, που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να καταστρέφεται η ζωή τους, ο μόχθος των πατεράδων τους και το μέλλον των παιδιών τους...

Κάποτε θα ηρεμήσουμε πάλι! Θα ηρεμήσουμε και 'μείς και η τρελλή Μοίρα που κυνηγάει την Εμμορφιά. H κουρασμένη γη θα παραμείνει ακίνητη για κάμποσες δεκαετίες. Τότε μονάχα θα καταλάβουμε στ' αλήθεια τι χάσαμε! Στα νοτισμένα μνήματα θάχει ανθίσει μολοχάνθη και τις πληγές της γης και των ανθρώπων θα καλύψουνε ουλές... Ολα θα ξεχασθούνε! Και το πένθος και ο τρόμος και η αγωνία και ο σπαραγμός. Από την προχθεσινή ημέρα δεν θα περισσέψει παρά μια σκληρή κι απλή διαπίστωση: H Φλωρεντία της Ελλάδος δεν υπάρχει πια! Το Χάσμα π' άνοιξε κάποτε ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη ξανάκλεισε συνεπαίρνοντας στα σκοτάδια της λησμοσύνης πέντε ολόκληρους αιώνες ζωής μεστής από πολιτισμό. Σ' εκατό χρόνια, ίσως κανένας αλαφροΐσκιωτος νυχτερινός διαβάτης ν' ακούσει τα φεγγαρόλουστα Αυγουστιάτικα βράδυα καμμιά λησμονημένη καντάδα, ν' αναδύεται μέσ' από τα παλιά χώματα και ν' αντηχεί στ' αυτιά του σαν Αγγέλων Ωσαννά! Φτωχά μου αδέλφια, ήταν γραφτό κι αυτό, να ζήσουμε να δούμε το θάνατο του χρυσαφένιου περιβολιού της Ανατολής. Το Τζάντε μας δεν υπάρχει πια! Αιωνία του η Μνήμη!».

Τη λέξη «διαβάτης» του Ρώμα χρησιμοποιεί και ο Μπούμπης σαν ψευδώνυμο στα χρονογραφήματα της «Αλήθειας» του, τα οποία αργότερα θα επανεκδώσει στη συλλογή με τον τίτλο «Εδώ ερείπια».

Σε χρονογράφημα της 17ης Δεκεμβρίου 1954 (μνήμη Αγίου Διονυσίου) ο Μπούμπης δίνει το χρονικό της ημέρας, ισοζυγιάζοντας τις συναισθηματικές δόσεις ανάμεσα στα βιώματα του τοπικού εθίμου και στη μελαγχολική μετασεισμική επικαιρότητα, έναν χρόνο και πλέον μετά τον σεισμό:

«ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ

Στην άκρη της μπαράκας, καθησμένος στην κασσέλα που πήρε τη θέση της αναπαυτικιάς πολυθρόνας του αρχοντικού του, ο σορ Νιόνιος θυμάται και νοσταλγεί.

Ήταν Αγίου και τ ό τ ε. Νιόπαντρος καμάρωνε στο μπαλκόνι του, δίπλα στην "κυρά", την ώρα που περνούσε η λιτανεία, ενώ χιλιάδες ζευγάρια μάτια ζηλιάρικα τον κύτταζαν.

Και τι δεν είχε αλήθεια εκείνο τον καιρό!!!

Νιάτα, πλούτια, δύναμη.

Ο Λομπάρδος κι ο Ρώμας, ναι μα τον Αγιο κι οι δύο, ενωρίς, ενωρίς, φτάνανε στο σαλόνι του για να του πούνε τα χρόνια πολλά. Ξέρανε πως σαν άνοιγαν οι κάλπες και κατέβαινε με τους σέμπρους στον Πλατύφορο την έπαιζε την εκλογή. Οσο για γλέντια, άλλο τίποτα. Ολη η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας χόρευε στο σπίτι του κι άδειαζε βαρέλια ολάκαιρα βερντέα πίνοντας στην υγειά του.

Κι οι πιο φημισμένοι καναταδόροι της Ζάκυθος, στ' αρχοντικό του "την αράζανε" μόλις βράδιαζε, για να "την πούνε" του αφέντη τους του χρυσού.

Κι άνοιγε το πουγγί και μοίραζε χρυσάφι.

Αραδιασμένοι στους τοίχους οι πρόγονοι τον κυττούσαν και τον καμάρωναν κι αυτοί. A! όλα κι όλα, κανένας δεν μπορούσε να τούχει παράπονο. Ως και τα χρέη που τ' άφησαν, κάτι υποθήκες που καίγανε, τάσβυσε μέσα σε λίγα χρόνια από τότε που πήρε τη διαχείριση στα χέρια του.

Αλήθεια... πώς ήταν εκείνο τον καιρό!! Και πως θάταν, όσο κι αν γέρασε, όσο κι αν χάθηκε ο Λομπάρδος κι ο Ρώμας, όσο κι αν τα φεστίνια άλλαξαν όψη, όσο κι αν θες οι αναποδιές, θες οι προίκες, θες εκείνη η άτιμη η κατοχή, άδειασαν τα σκρίνια και τα μετζάα... Και πώς θάταν αν...

Ενας κόμπος σφίγγει το λαιμό του σορ Νιόνιου κι άθελα σκεπάζει με τα δυο του χέρια τα μάτια του, σαν να θέλει να διώξει τ' όραμα το φριχτό που ζωντανεύουν οι θύμησες...

Παλεύει να σβύσει από τη σκέψη κι από τα μάτια του την εικόνα τη φριχτή, μα του κάκου.

Ενας σπασμός ταράζει το κορμί του, και το πατρικό του, μ' ολανοιγμένα τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες, ξεπροβάλλει μπροστά του ζωσμένο στις φλόγες...

Κάποτε ο σορ Νιόνιος σταμάτησε να κλαίει. Σταμάτησε όχι γιατί κουράστηκε κι όχι γιατί στερέψανε τα δάκρυα. Σταμάτησε γιατί το θέλησε.

Κάποιος ήχος καμπάνας δειλός δειλός είχε φτάσει ως της μπαράκας του την άκρη φέρνοντάς του το μήνυμα πως "έβγαινε ο Αγιος".

Στηρίχτηκε στην κασσέλα του και σηκώθηκε. Εκαμε το σταυρό του, τον ξανάκαμε και, ζωντανεύοντας το παληκάρι εκείνου του καιρού, έπνιξε τη νοσταλγία στην ελπίδα ψιθυρίζοντας: "Και του χρόνου... και του χρόνου"».


Μέσα και από τα δύο αυτά χρονογραφήματα (και όχι βέβαια τα μόνα) αναδύονται ο πολιτισμικός απόηχος της παλιάς Ζάκυθος και ο πλούσιος ψυχισμός του μέσου Ζακυνθινού, για να λειτουργήσουν σαν συναισθηματικοί ενισχυτές της ανα-οικοδομητικής προσπάθειας.

Κι ένας τρίτος Ζακυνθινός, μικρότερης, εννοείται, λογοτεχνικής εμβέλειας αλλά της αυτής ψυχοσύνθεσης με τους προηγούμενους, ο Διονύσιος X. Στραβόλεμος, αναδεικνύεται πολύτιμος χρονογράφος της καταστροφής του '53, με το βιβλίο-ντοκουμέντο «H Ζάκυνθος υπό τα ερείπια και τας φλόγας». Με συναισθηματική φόρτιση κι αυτός αλλά και μ' έναν επιβαλλόμενο ρεαλισμό, χρονογραφεί την πεντάμηνη περίπου περίοδο από τους σεισμούς μέχρι τέλους του '53, για να καταλήξει σε διαχρονικά, όπως μπορούμε να πούμε σήμερα, βαρυσήμαντα συμπεράσματα:

«Επί του πτώματος της νεκρωμένης πόλεως Ζακύνθου επέπεσαν σαν αχόρταγα και πεινασμένα όρνεα υπό μορφήν εργατοτεχνιτών, ξυλουργών και εργολάβων, διαφόρων ποιοτήτων και επαγγελμάτων άνθρωποι εκ πολλών χώρων της Ελλάδος και ιδίως της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας. Και ήρχισεν η κατασκευή των ξυλίνων παραπηγμάτων εις τους συνοικισμούς κατά τρόπον προοιωνίζοντα τας ατελείας και τα μειονεκτήματα που αργότερα επαρουσίασαν...

Ολα γίνονται και εκτελούνται αψυχολόγητα, πρόχειρα, άπονα, βεβιασμένα, αμελέτητα, άσωτα. Στο κράμα αυτό των αθλιοτήτων εστηρίχθη η πρόχειρη στέγασις του δεινοπαθήσαντος και κατατεμαχισθέντος πληθυσμού της πόλεως...

Οι μπουλντόζες και οι ξένοι προς την Ζάκυνθο, προς την ιστορία της και τον πολιτισμό της άνθρωποι που επέδραμαν "για να δουλέψουν" δεν εσεβάσθησαν τίποτε. Λαξευμένοι λίθοι, που επί αιώνες είχαν χαρίσει το θαυμάσιο εκείνο αρμονικό και καλλιτεχνικό σύνολο που ενεφάνιζε η πόλις της Ζακύνθου (αγκωνάρια των Ναών Φανερωμένης, Αγίων Πάντων, Ιεροσπουδαστηρίου Ιησουητών, μεγάρου Κομούτων, Νομαρχίας και άλλων), εσύρθησαν και ερρίφθησαν στη θάλασσα...».

Ισως αυτά (ή περίπου αυτά) να έγραφα κι εγώ, αν από τότε μέχρι σήμερα δεν είχε μεσολαβήσει η διαρρεύσασα 50ετία. Σήμερα όμως που η αδρότητα με την οποία διαπλάσσεται η πολιτιστική ζωή στη Ζάκυνθο πραγματώνει μιαν αρνητική υπέρβαση ανάμεσα στο εφικτό και στο ευκταίο, η θέση του γράφοντος, παρά την προμετωπική ένθεση της γνώμης του σπουδαίου βιεννέζου στοχαστή, επιβάλλει την αποβολή κάθε στοιχείου μεταφυσικής. Ζώντας και σκεπτόμενος (και αμφιβάλλοντας βέβαια), κατά την καρτεσιανή εκδοχή και αντιφάσκοντας προς το κλασικό Dum spiro, spero, δεν διατηρώ καμία ελπίδα ότι θα με καταλάβει ποτέ ο σύγχρονος homo Zakynthius. Του οποίου η οποιαδήποτε σχέση ή ομοιότητα με τα πνεύματα που, κατ' ιδεατήν αναφοράν, μπορεί (πεπλανημένα μάλλον) να πλανώνται πάνω από τις στάχτες της Ζακύνθου, μετά το 1953, είναι ανύπαρκτη έως τυχαία.

Πίσω από ένα παρόν που εξελίσσεται αρνητικά, ευτελίζοντας ή εκφυλίζοντας τις αξίες, η οπτική του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να είναι δυσοίωνη. Αν την ίδια παρατήρηση έκανε κάποιος μετά το τέλος μιας άλλης καταστροφής, του B' Παγκοσμίου Πολέμου ας πούμε, θα είχε ασφαλώς άδικο. Γιατί ανεξάρτητα από τα δεινά που είχε επισωρεύσει στην ανθρωπότητα ο πόλεμος αυτός, η επούλωση των πληγών και οι προοπτικές της ανασυγκρότησης ήταν υπαρκτές, και η έλλογη δρομολόγηση της πραγμάτωσής τους ήταν ικανή να στηρίξει την ελπίδα.

H μεταφορά του παραδείγματος στη μετά σεισμούς ζακυνθινή πραγματικότητα δεν θα ήταν εύστοχη. Γιατί, πέρα από αδρομολόγητες προοπτικές και την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η καταστροφή από το επίσημο κράτος, εξέλιπε η συνείδηση της συνέχειας του χαμένου πολιτισμού. Και για την απώλεια αυτή δεν έφταιξαν μόνο οι σεισμοί και η κρατική πρόνοια.

Με τη σεισμοπυρκαϊά δεν καταστράφηκε μόνο ο 500χρονος υλικός πολιτισμός της πόλης της Ζακύνθου, στο πρόσωπο της οποίας άλλωστε αντανακλούσαν όλη του η καλλιέργεια και η ιστορική του δομή. Δεν καταστράφηκαν μόνο τα μνημεία της τέχνης, τα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα, οι ρυθμοί των εκκλησιών, η πνευματική κληρονομιά, οι βιβλιοθήκες, τα έργα της διανόησης, η αστική λαϊκή κουλτούρα. Ολα αυτά με την πάροδο του χρόνου (και της όποιας διάρκειάς του) θα μπορούσαν να ξαναγίνουν. Καταστράφηκε όμως και κάτι μη αποκαταστάσιμο: ο ψυχικός δεσμός του Ζακυνθινού με τη μάνα του την πόλη. Μιλώ για την πόλη γιατί εκεί κυρίως συντελέστηκε η καταστροφή και εκεί ακριβώς επισημαίνονται οι πολιτισμικές της συνέπειες.

Ο,τι στα τελευταία 500 χρόνια αποτέλεσε γνώρισμα της ζακυνθινής ψυχοσύνθεσης (η αγάπη για τη γενέθλια πόλη, ο «σπουργιτισμός» των Ζακυνθίων, αν θέλετε, η υγιεινή αγωγή της εθιμολατρίας, η ποιοτική αντίληψη του πολιτισμού, η ευπροσηγορία της καθημερινότητας, μεταλλάχθηκαν μέσα στη σκληράδα του μπετόν και την έλλειψη αναστολών του νέου πληθυσμού.

H art de vivre που χαρακτήριζε την προσεισμική (αστική) κοινωνία της Ζακύνθου (πλούσιους και φτωχούς) παραμένει πια απολίθωμα πομπηιανής τοιχογραφίας και νοσταλγικό όνειρο αθεράπευτων ρομαντικών, και συγγνώμη από τους τυχόν διαφωνούντες.

Κι αν όλα αυτά μπορεί να πει κανείς ότι έτσι κι αλλιώς θα συνέβαιναν, είτε με σεισμούς είτε χωρίς, και αποτελούν αναπόφευκτες συνέπειες της... εξέλιξης, εγώ δεν θα διαφωνήσω. Δεν θα παύω όμως να τα επισημαίνω ως συμπτώματα πολιτισμικής παρακμής και ως ιστορικά τεκμήρια της εποχής που ζούμε, ώστε, αν κανείς κάποτε τα διαβάσει, να θυμηθεί τη ρήση του Wittgestein που προτάχθηκε στην αρχή του παρόντος.

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

Το μισοάδειο και το μισογεμάτο

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Το μέτρο του κόσμου. Έργο Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Η λέξη «ερασιτέχνης», σύμφωνα με το «Μείζον Ελληνικό Λεξικό» των εκδόσεων «Τεγόπουλος - Φυτράκης», που έχω εμπρός μου και ανοίγω, αλλά και όλων των άλλων, πιστεύω, προέρχεται ετυμολογικά από το αρχαίο ρήμα «εράω - ερώ», η οποία ερμηνεύεται «αγαπώ» και το ουσιαστικό «τέχνη». Σημαίνει, δηλαδή, σύμφωνα πάντα με το παραπάνω σοβαρό πόνημα, αυτόν που ασχολείται «με την τέχνη ή την επιστήμη πάρεργα, όχι επαγγελματικά».

Τέτοιους «ερασιτέχνες» ιστορικούς ή ιστοριοδίφες, αν προτιμάτε, για να μην θιχτούν οι αρμόδιοι, ανέδειξε από παλιά το νησί μας, η Ζάκυνθος και όλη η Επτάνησος γενικότερα. Είναι αυτοί, που όχι για λόγους επαγγελματικής αναγνώρισης ή επιβίωσης στην συντεχνία, αλλά κυριολεκτικά για δική τους ανάγκη και «ξεφάντωση των φίλων», έσκυψαν πάνω στα πολύτιμα αρχεία μας, συνέλεξαν, σαν αληθινές μέλισσες, πληροφορίες και μαρτυρίες και τις διέσωσαν στα κείμενά τους, βοηθώντας την κατανόηση της καταγωγής μας και το ξεκαθάρισμα της δικής μας, ιόνιας, ταυτότητας. Είναι αυτοί που διέθεσαν τον χρόνο τους σε κάποιου άλλου είδους ψυχαγωγία, ευφραινόμενοι, κυριολεκτικά, όταν ανακάλυπταν κάτι και αξιοποίησαν το μουχλιασμένο χαρτί, δίνοντάς του ψυχή και διάρκεια.

Μετά τον καταραμένο, μάλιστα, εκείνο Αύγουστο του 1953, που τα πολύτιμα Αρχεία του τόπου μας έγιναν στάχτη, αποκόπτοντάς μας από τις ρίζες και την ιστορία μας και αφήνοντάς μας έρμαιο στα χέρια και τις ορέξεις του κάθε φιλόδοξου και αγράμματου τυχοδιώκτη, ο οποίος το πολύ να είχε φυλαγμένο το στεφανοχάρτι της νόνας του σε κάποιο συρτάρι ή μπαούλο, μα και συχνά πίσω από το κόνισμα, οι εργασίες των σημαντικών αυτών και ευαίσθητων ανθρώπων, έγιναν ακόμα πιο πολύτιμες και αναγκαίες, επειδή αντικατέστησαν το οριστικά χαμένο Αρκίβιο και είναι σήμερα πηγή έρευνας και προβληματισμού.

Την σημασία και την πολυδιάστατη αξία του έργου τους αποδεικνύουν οι σημερινές, επιστημονικές εργασίες των μελετητών και ερευνητών, οι οποίοι αναγκαστικά σε αυτό καταφεύγουν και από τις σελίδες των παραπάνω αντλούν πληροφορίες για ό,τι θαυμαστό και ουσιώδες έγινε σε τούτο το νησί και αποτέλεσε αιτία πολιτισμού και δημιουργίας.

Για σκεφθείτε, για παράδειγμα, τι θα γινόταν αν δεν υπήρχε το πολύτιμο και πολύπλευρο «Λεξικόν» του χαλκέντερου Λεωνίδα Χ. Ζώη ή τα σημαντικά, παρ’ όλα τα κάποια λάθη τους, βιβλία του Ντίνου Κονόμου. Τα χέρια μας τότε θα ήταν δεμένα και δύσκολα θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Αν μάλιστα με αυτά η πτώση είναι τόσο ραγδαία, φαντασθείτε το τι θα συνέβαινε αν και τούτα έλειπαν ή δεν είχαν ποτέ γραφτεί.

Δεν μπορεί, βέβαια, κανείς να απορρίψει την προσφορά των εκτός Επτανήσου μελετητών και ερευνητών στο θέμα της δικής μας ιστορίας και γραμματολογίας. Πώς να το κάνουμε, όμως, όλοι αυτοί είναι δύσκολο να καταλάβουν και να κατανοήσουν την δική μας νοοτροπία και αντίληψη, την ζυμωμένη κάτω από εντελώς διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες και παραμέτρους από την δική τους, συχνά και σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και εκ μέτρου αντίθετες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι το κλειδί και το μυστικό, που αποκαλύπτουν την ξεκάθαρη αλήθεια.

Μια μεγάλη ιστοριοδιφική σχολή δημιουργήθηκε στα Επτάνησα γενικότερα και την Ζάκυνθο ειδικότερα και αυτό αποτελεί γεγονός αξιοσημείωτο και ένα, επιπλέον, δείγμα αυτού που ονομάστηκε, όχι χωρίς λόγο, ιόνιος ή επτανησιακός πολιτισμός. Εκτός από τους δύο παραπάνω αξιοπρόσεκτους και μεγάλους, τον Ζώη και τον Κονόμο, έτσι πρόχειρα θυμίζω τον πολύ Ερμάνο Λούντζη, τον πολυσυζητημένο, αλλά αναγκαίο Παναγιώτη Χιώτη, τον αφοσιωμένο Σπυρίδωνα Δε Βιάζη, τον αξιοπρόσεκτο Αντώνιο Μπισκίνη, αλλά και τόσους άλλους «χαμωλόγους», κατά τον ποιητικό χαρακτηρισμό συμπάθειας του Διον. Ρώμα, ο οποίος και ο ίδιος πρόσφερε πολλά σε αυτόν τον τομέα, οι οποίοι θεμελίωσαν και συνέχισαν μια παράδοση αιώνων και είναι σήμερα, γι’ αυτό, ιδιαίτερα απαραίτητοι και αναγκαίοι.

Στις μέρες μας η παράδοση συνεχίζεται, ευτυχώς, αλλά όχι, δυστυχώς, συστηματικά. Μετά τον θάνατο του Ντίνου Κονόμου το είδος φαίνεται να έχει εκλείψει. Οι άνθρωποι των γραμμάτων μας, όμως -ο χαρακτηρισμός δεν μου αρέσει, αλλά στην περίπτωσή μας είναι αναγκαίος- και κυρίως οι περισσότεροι από τους ποιητές μας, παράλληλα με το κύριο έργο τους, ασχολούνται και με την έρευνα του πολιτισμού και της ιστορίας μας και τις περισσότερες φορές έχουν δώσει άριστα δείγματα γραφής και μελέτης. Είναι και αυτό ένα δείγμα της διαβίωσης της επτανησιακής νοοτροπίας και μια αφορμή συνέχειας. Υπάρχουν, βέβαια, και δείγματα επιστημονικής παρουσίας, σαν αυτά του καθηγητή Διονύση Ζήβα και του Δημήτρη Αρβανιτάκη, αλλά αυτά δεν μπορούμε, πιστεύω, να τα εντάξουμε στην περίπτωση που αναφέρουμε. Είναι επαγγελματίες και όχι ερασιτέχνες, σαν τους προαναφερόμενους.

Όλες αυτές οι σκέψεις ήρθαν στο νου μου τρεις, σχεδόν, μήνες, μετά το τελευταίο Πανιόνιο Συνέδριο των Παξών. Ο αποκλεισμός των «ερασιτεχνών» από αυτό πολλά έκανε να γραφτούν και περισσότερα να ειπωθούν. Το θέμα είναι, βέβαια, το πώς βλέπεις και αντιμετωπίζεις το θέμα. Αν δηλαδή βλέπεις το ποτήρι «μισοάδειο ή μισογεμάτο».

Αν οι αρμόδιοι βλέπουν την περίπτωση σαν τρόπο έρευνας και ερμηνείας του ιόνιου πολιτισμού, τότε καλά έπραξαν και ουδείς ψόγος. Αν όμως θέλουν την προώθηση της έρευνας και την συνέχιση της πανιόνιας νοοτροπίας, τότε έκαναν ατόπημα. Βοήθησαν και αυτοί ακούσια και χωρίς να το πολυσκεφτούν στην επίφοβη αφομοίωση των ιόνιων νησιών και στο να νεοεξελληνισθούν και αυτά, χάνοντας πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα τους. Για να δοθεί η απάντηση σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ερευνηθούν, πρώτα, οι σκοποί της θεμελίωσης και της δημιουργίας αυτού του θεσμού και μετά το τι σήμερα επιδιώκει.

Αυτόν τον καιρό δουλεύω συστηματικά, λόγω της αργίας του καλοκαιριού, διάφορα παλιά κείμενα, από αυτά που έχουν απομείνει και διασωθεί από την θεομηνία και την ανθρώπινη αδιαφορία. Αυτό που έχω αποκομίσει από την ενασχόλησή μου μαζί τους είναι πως όσο παλιότερα είναι και όσο πιο αγράμματοι είναι οι συντάχτες τους, τόσο πιο ευανάγνωστα γίνονται. Μπορεί να έχουν λάθη ορθογραφικά και γραφικά δημιουργικές ασυνταξίες, κακογραφίες, μουντζούρες, αλλά σου αποκαλύπτονται περισσότερο εύκολα από αυτά των γνωριζόντων, οι οποίοι με το θάρρος και το θράσος της γνώσης τους τις πιο πολλές φορές θυμίζουν συνταγολόγια ή πιο σωστά γραφές γιατρών και γίνεται αρκετά επίπονη η ανάγνωσή τους.

Το ίδιο, ίσως, συμβαίνει και με τους ερασιτέχνες ερευνητές. Έχοντας την ευθύνη της μη επιστημοσύνης τους, προσέχουν περισσότερο, σαν τους παλιούς γραμματικούς των κωδίκων, και το αποτέλεσμα συχνά είναι χρήσιμο και «ευανάγνωστο».

Είναι και αυτοί απαραίτητοι και αναγκαίοι. Ας γίνουν και αξιοπρόσεκτοι.

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Η παλιννόστηση της Κρύπτης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Στην σημερινή, θλιβερή τις περισσότερες φορές, πραγματικότητα του νησιού μας λίγες είναι οι ανάσες και οι γνήσιες στιγμές, όπου μας προσφέρονται και σε πείσμα της φθοράς μας κάνουν να ελπίζουμε και να ευελπιστούμε. Είναι μέσα στο τόσο ψέμα και την επικράτηση του εφήμερου και του επίφοβου οι ελάχιστες επιμονές της αλήθειας και - γιατί όχι - και οι ευλογημένες εμμονές για ό,τι δημιουργικό και ψυχωφελές. Γιατί, όπως ακούγαμε παλιότερα, όταν τα τραγούδια είχαν ακόμα διάρκεια και δεν κυκλοφορούσαν, όπως αυτόν τον καιρό, με ημερομηνία λήξεως, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Εμείς όμως, με την κατάρα του «μωραίνει Κύριος» κάναμε «την τρίχα, τριχιά» και κομπορρημονούμε κυριολεκτικά τραγουδώντας κενότητα, ενώ τα πάντα γύρω μας καίγονται και γίνονται στάχτη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γιατί καταδικασμένοι σε μια συνεχή και δίχως επιστροφή πτώση, στηρίζουμε το εφήμερο - στηρίζοντας αυτούς που το στηρίζουν - και, για «να μην χαλάσει η πιάτσα» - συγχωρήστε μου την λαϊκή πτώση - κυνηγάμε το σωστό και απορρίπτουμε το μεγάλο, μια και - σαν την κολοβή αλεπού του αισώπειου μύθου - ερμηνεύουμε κατά το δοκούν τον μύθο και πιστεύουμε στην ισοπεδωτική ισότητα.
Μια από αυτές τις ανάσες στον χώρο του πολιτισμού ήταν παλιότερα και ο πολιτιστικός χώρος «Κρύπτη» στο ριζοχώρι Μαχαιράδο, όπου δημιουργήθηκε από την αγάπη και την ευαισθησία του γνωστού συμπατριώτη μας ζωγράφου Διονύση Παπαδάτου, ο οποίος αφού έκανε μια ζηλευτή καριέρα εκτός νησιού - κανένας προφήτης δεν δοξάζεται στον τόπο του - επέστρεψε στην γενέθλια γη και στο πατρικό του κτήμα δημιούργησε μια όαση καλλιτεχνικής εστίας, όπου συχνά έφερνε τους από παντού πυρπολούμενους Ζακύνθιους σε επαφή με την αληθινή και γνήσια τέχνη, κυρίως στην εικαστική της έκφραση, αλλά όχι μόνο, και τους γνώριζε το πού βρίσκεται σήμερα και το πόσο έχει προχωρήσει η δημιουργική ελευθερία.
Ο κόσμος, αυτοί που ακόμα αντιστέκονται και επιμένουν και φαίνεται να είναι πολλοί, περισσότεροι σίγουρα απ’ ότι περιμέναμε και ελπίζαμε, αγκάλιασε την προσπάθεια και την πλαισίωσε με στοργή και αγάπη. Είναι σημαντικός και παρήγορος ο αριθμός αυτών που βρήκαν σ’ αυτήν καταφυγή και αποτελεί δείγμα παρηγοριάς το ότι τόσοι παρέμειναν άφθοροι και ζήτησαν στον φιλόξενο και φιλότιμο αυτό χώρο όχι μόνο διαφυγή δροσιάς από τους καυτούς μήνες του Καλοκαιριού, αλλά και προστασία από τους ανίερους βομβαρδισμούς αυτών που μιλούν για πολιτισμό και «έχουν μπερδέψει τα σώβρακα με τις γραβάτες», πιστεύοντας πως οι λικνισμοί στην πίστα και το τηλεοπτικό γυαλί μπορεί να ονομαστούν πολιτιστική δημιουργία.
Ο απλός κόσμος στήριξε την «Κρύπτη», αυτοί όμως που έχουμε εκλέξει να κάνουν κουμάντο στον τόπο μας και τη ζωή μας και είμαστε εντελώς υπεύθυνοι για την ύπαρξη και την επικράτησή τους, αδιαφόρησαν και γύρισαν αλλού την προσοχή τους, προωθώντας ό,τι βολεύει και ό,τι πραγματικά αποκοιμίζει. Έτσι μέσα στον γλυκό, γι’ αυτό και επίφοβο, βαθύ μας ύπνο, δεν καταλάβαμε πώς έγινε και ο πολύπλευρος αυτός χώρος έκλεισε, αναγκάζοντας τον δημιουργό του, σαν γνήσιο καλλιτέχνη, να ζητήσει αλλού διαφυγή και οδηγούμενος, ίσως, από ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, να επιστρέψει στους χώρους που τον ενέπνεαν και τον βοηθούσαν να συνεχίσει την αναζήτηση και την έκφρασή του.
Φαίνεται, όμως, πως ο Διονύσης Παπαδάτος, σαν γνήσιος ζακυνθινός σπουργίτης, έτσι όπως συνέλαβε τον χαρακτηρισμό ο Γιάννης Τσακασιάνος, αγαπά πραγματικά τον τόπο του και όσο και αν έχει αναγνωριστεί και αγαπηθεί εκτός του, σ’ αυτόν θέλει να προσφέρει και να δώσει.
Έτσι, για το καλό αυτού του νησιού, που για την παράδοση και την ιστορία του και μόνο, δικαιούται μια καλύτερη και πιο ουσιαστική καθημερινότητα, επέστρεψε στην γη του και ξανάνοιξε τον χώρο του και χώρο μας, για μια αντίσταση και πάλι και μια ελπίδα σωτηρίας στον επικείμενο χαμό του 4 Χ 4.
Το βράδυ της Κυριακής, λοιπόν, 18 Ιουλίου και ενώ το Καλοκαίρι είχε για καλά σταθεροποιηθεί και προχωρήσει, εκεί στην ρίζα του Βραχιώνα έγινε η παλιννόστηση της «Κρύπτης» και ο χώρος απέκτησε και πάλι ζωή και διάρκεια.
Αυτό που πέρυσι τον Σεπτέμβρη παρουσιάστηκε στην αποκτώσα, τελευταία ζωή Πάτμο, η οποία εκμεταλλεύεται δημιουργικά την ιστορία της, σε αντίθεση με μάς, επέστρεψε στον χώρο της δημιουργίας του και εκτέθηκε εκεί ακριβώς όπου έγινε η σύλληψη και η εφαρμογή του. Κυρίαρχο σύμβολο της βραδιάς και πρωταγωνίστρια η πανάρχαια και πολυπρόσωπη σπείρα και αυτή από όλες σχεδόν τις εκφράσεις της εικαστικής αναζήτησης κυριάρχησε και προβλημάτισε όλους αυτούς που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και δεν έχασαν σε κενότητες και εφήμερες καταστάσεις τον χρόνο τους.
Για μια ακόμα φορά ο Διονύσης Παπαδάτος απέδειξε πως ο κάθε αληθινός δημιουργός, σε αντίθεση από τον απλό καλλιτέχνη, μπορεί να νεάσει ελπιδοφόρα, δίχως να σοκάρει και να προκαλέσει ειρωνείες παλιμπαιδισμού και πως η ανανέωση είναι αυτή που συντηρεί τη ζωή και αναγκάζει όσους την ακολουθούν να διασώζονται και να ξεφεύγουν.
Η Ζάκυνθος, δίχως καμιά αμφιβολία, στον χώρο της τέχνης έχει μια μεγάλη και πλούσια παράδοση, που κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει. Ακόμα και αυτοί που της προσάπτουν δυτική επιρροή, δεν μπορούν να την αρνηθούν και γνωρίζοντας την παγκοσμιότητα της τέχνης, απλά και μόνο τονίζουν την αμάθειά τους με την εμμονή τους στον περιορισμό της εφήμερης αντίδρασης. Σταυροδρόμι ρευμάτων και εκφράσεων, χωνευτήρι απόψεων και πολιτισμών, επιβίωσε στον χώρο της και ταυτόχρονα διεκδίκησε και κέρδισε μια διεθνή συνύπαρξη.
Αυτό, μεταξύ άλλων, προσπαθεί να επαναφέρει και η «Κρύπτη». Γνωρίζοντας το μεγαλείο του χθες, αλλά και το επίφοβο της στείρας και δίχως σκοπό επανάληψής του, μπολιάζει αυτό που δικαιωματικά υπάρχει με την σύγχρονη αναζήτηση και ελπιδοφόρα κοιτάζει το μέλλον, που μπορεί να γίνει και πάλι δημιουργικό και αξιοσημείωτο, αν ξανά μπορέσει να παντρέψει, να συνενώσει και να συνεχίσει. Να γιατί πρέπει να αγκαλιαστεί απ’ όλους, να διατηρηθεί και να επιβιώσει. Γιατί η ύπαρξή της δεν είναι θέμα δικό της, αλλά δικό μας και η παρουσία της δεν αποτελεί θέμα αυταρέσκειας, αλλά αιτία και δικαιολογία της προσωπικής μας συντήρησης.
Ο έλληνας Πατροκοσμάς έλεγε πως «όταν κλείνει ένα σχολείο, ανοίγει μια φυλακή». Εγώ σαν συνειδητός Επτανήσιος θα παραλλάξω πως όταν σφραγίζει ένας χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης και δημιουργίας, ανεπαίσθητα καβαφικά τείχη υψώνονται γύρω μας και η ζωή μας γίνεται περισσότερο ασφυκτική.
Και έχουμε ανάγκη από αιτίες ζωής. Ας τις διατηρήσουμε.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Ελληνική Δημοτική Μουσική Παράδοση

Γράφει η Ευαγγελία-Αγγελική Πεχλιβανίδου

Τα δημοτικά μας τραγούδια, τα ποιήματα και οι δημοτικοί μας χοροί έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα. Είναι μια αλυσίδα καταγωγής. Κρίκοι που οδηγούν πίσω στον Όμηρο, στους τραγωδούς, στους αρχαίους Έλληνες. Ο λαός μας ήδη από τη βυζαντινή εποχή, συνεχίζοντας την ομηρική παράδοση είχε τεχνουργήσει πολλά τραγούδια που αναφέρονταν σε διάφορα ιστορικά γεγονότα ή πρόσωπα. Μόνο σ αυτά μπορούμε να βρούμε την ιστορική συνέχεια της Ελλάδας. Στην παράδοση του τόπου, στη λαϊκή ζωή, στα ήθη και στα έθιμα, στους εθνικούς μας χορούς και στο δημοτικό μας τραγούδι. Εκεί βρίσκεται η ιστορία μας. Σ΄ αυτό που χορεύουν και τραγουδούν
για να γλεντήσουν,
«-Τραβώδ’ Γαβρά, Τραβώδ’ Γαβρά, νε Γαβροκωνσταντίνε….»
για να θρηνήσουν,
«Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα και μαύρα μοιρολόγια ,
ας πά’ στα κάστρα του Μωρεά, στης πόλης τα καντούνια…»
για να συμβουλεύσουν, να παροτρύνουν, να ζητήσουν συγγνώμη,
«Αν ίσως με τα λόγια μου σήμερα πείραξά σε
Λησμόνησε το σφάλμα μου και πλειο μην το θυμάσαι …»
να σατιρίσουν,
«Εμέν η μάνα μ’ είπε με, υιέ μ’ ντο έν’ το χάλι σ’
με το νυχτοπερπάτεμαν, έφαες το κιφάλι σ’»
να αγαπήσουν,
«αυτά τα μάτια Δήμο, τα έμορφα, τα φρύδια τα γραμμένα,
αυτά με κάνουν Δήμο κι αρρωστώ, με κάνουν κ’ απεθαίνω»
να επικοινωνήσουν,
«εβγάτε αγόρια ‘σ τον χορόν, κοράσια ‘σ τα τραγούδια,
να ιδείτε και να μάθετε πως πιάνεται η αγάπη…»,
Για να υμνήσουν την αντρειοσύνη. (Πως ο ακρίτας πάει να ζωστεί τα άρματα)
«Πριχού τα πιάσει (τα άρματα) πιάνουττο, πριχού τα σείσει, σειόττο
Πριχού τα βάλει πάνω του, εκείνα περπατειόττο»
Για να μη ξεχνούν.
«Εμίσευσες και μ’ άφηκες ένα υαλί φαρμάκι
Και το καλόν σου γύρισμα όλο φιλιά κι αγάπη…»

Τα δημοτικά μας τραγούδια έχουν τον αυθορμητισμό ενός ανώνυμου λαού και την αρχή τους σε κάποιον ανώνυμο δημιουργό, όχι λογοτέχνη αλλά απλό άνθρωπο του λαού, προικισμένο με ταλέντο και καλλιτεχνική ευαισθησία. Γρήγορα υιοθετούνται από το κοινωνικό σύνολο, γίνονται κτήμα του λαού και προφορικά παραδίδονται από στόμα σε στόμα, από εποχή σε εποχή και από περιοχή σε περιοχή. Με την ευρύτερη διάδοσή τους δουλεύονται ταυτόχρονα μέσα στο χωνευτήρι του λαού, που τα τροποποιεί και τα παραλλάσσει πολλές φορές, από το αρχικό ποίημα.
«Εγώ ‘χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια
Για να’ βγω να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι.»
Ή σε παραλλαγή
«Εγώ ‘χω ατσάλι στην καρδιά και σιδερένια μπράτσα
Κι έβγα να πολεμήσουμε, μαζί να σκοτωθούμε.»

Σαν ποιητικά δημιουργήματα τα δημοτικά τραγούδια ξεχωρίζουν για τη ζωντανή και παραστατική απεικόνιση του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου που εκφράζουν, καθώς και για τη λιτότητα και την πυκνότητα του λόγου. Έχουν τολμηρές προσωποποιήσεις . Τα ζώα, τα δέντρα, τα βουνά, τα πουλιά μιλούν και συμπάσχουν με τους ανθρώπους. Το άλογο ήταν αγαπητό θέμα στα τραγούδια.
«Κι ένας γρίβας (το άλογο), παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος
Κείνος απολογήθηκε γυρίζει και μου λέει.
-Εγώ είμαι γέρος κι άχαρος ταξίδια δε μου πρέπουν
Μα για χατήρι της κυράς θα μακροταξιδέψω
Οπού μ’ ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της
Κι οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της.»
Και αλλού
«Όλα τα κάστρα χαίρονται κι όλα βαρούν παιγνίδια
Το Νάπλι κι η Μονεμβασιά κάθονται μαραμένα
-Νάπλι γιατί δε χαίρεσαι , τι δε βαρείς παιχνίδια;
-Τι καλόν έχω να χαρώ και να βαρώ παιχνίδια
Μένα με πλάκωσε Τουρκιά, στεριά και του πελάγου…»
Στα 400 χρόνια της σκλαβιάς του στον τούρκικο ζυγό ο λαός μας τραγούδησε τους καημούς του και τους πόθους του. Με τα κλέφτικα τραγούδια ύμνησε τον ηρωισμό των κλεφτών και αρματωλών, με τα μοιρολόγια θρήνησε τον πόνο του χαμού.
«Τη λευτεριά λαχτάρισα, δε θέλω να ’μαι σκλάβος.
Θ ανέβω πάνω στα βουνά, πάω να γίνω κλέφτης.»
Και χόρευε ο λαός μας τραγουδώντας, κυρίως στα πανηγύρια όπου μπορούσαν να συγκεντρωθούν όλοι χωρίς φόβο να προκαλέσουν υποψίες στον κατακτητή.
Όλη η ιστορία της Ελλάδας, οι πόλεμοι, οι καταστροφές, η κατοχή, η πείνα και η στέρηση, η αδικία, η κάθε απελευθέρωση, το κάθε πολιτικό γεγονός, έγινε δημοτικό τραγούδι, στην καρδιά, τη ζωή και τη μνήμη του λαού.
Τον πιο έγκυρο χαρακτηρισμό στα δημοτικά τραγούδια έδωσε ο Κολοκοτρώνης που τα χαρακτήρισε «εφημερίδες στρατιωτικές» αφού πέρα από την ψυχαγωγία που πρόσφεραν ήταν και μέσα Εθνικής παίδευσης και διατήρησης της Εθνικής μνήμης.
Κι όταν ήρθαν οι μοντέρνοι καιροί και οι φουστανέλλες αντικαταστάθηκαν από τα ευρωπαϊκά ρούχα, και η λύρα και το κλαρίνο και η φλογέρα, το κανονάκι, το λαούτο και το ούτι αντικαταστάθηκαν από το πιάνο και την κιθάρα και το συνθεσάϊζερ, τότε άρχισε και η αλλοίωση και η περιθωριοποίηση της μουσικής μας ρίζας, άρχισε η παράδοσή μας να περνάει σε δεύτερη μοίρα, άρχισε η λησμονιά και η αποκοπή ενός ομφάλιου λώρου δυόμισι χιλιάδων ετών .
Το «καμπανάκι του κινδύνου» το άκουσαν κάποιοι άξιοι πατριώτες έλληνες και μη (ενδεικτικά θα αναφέρω το Σοφοκλή Δημητρακόπουλο, τη Δώρα Στράτου, το φιλέλληνα Κλωντ Φωριέλ), και αρκετοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι, που κατέγραψαν όσα μπόρεσαν δημοτικά τραγούδια και χορούς. Αυτή τη μουσική και ποιητική μας παράδοση, είναι χρέος όλων μας να την κρατούμε ζωντανή και να τη διδάσκουμε στα παιδιά μας. Θα ήταν ευχής έργον εάν διδάσκονταν σαν κύριο μάθημα στα σχολεία και το λέω εγώ που υπήρξα καθηγήτρια επί σειρά ετών και πονούσα αφάνταστα με τη διαπίστωση ότι δυστυχώς τα παιδιά μας «περί άλλων τυρβάζουν» και δε φταίνε μόνο αυτά. Και όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός βοήθησε να διατηρηθεί η ιστορία και η γλώσσα μας με τα κρυφά σχολειά έτσι και η πολιτεία σήμερα οφείλει να κάνει τα σχολεία, κρυφά σχολειά της διατήρησης της παράδοσής μας, για να πάψουνε τα παιδιά μας και εμείς να είμαστε μιμητικά όντα μιας γιουροβίζιον με μόνους στόχους το shake dance και το brake dance το τσιφτετέλι dance …. κ.α.π. (δεν έχουμε καν το θάρρος να πάμε με τη δική μας αυθεντική λαλιά και λεβεντιά και ας μην κερδίσουμε, αρκεί που θα τους αφήσουμε τη σφραγίδα μας) Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είμαστε απλά ευρωπαίοι πολίτες, αλλά έλληνες, ευρωπαίοι πολίτες.
Τα δημοτικά μας τραγούδια γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στις απομονωμένες κλειστές κοινωνίες σαν η πιο γνήσια έκφραση της λαϊκής ψυχής. Και μέσα από τους αιώνες δόθηκαν σε μας σαν μια κληρονομιά ζωντανή, συγκλονιστικών βιωμάτων των προγόνων μας που μιλούσαν και μιλούμε την ίδια περήφανη ελληνική γλώσσα.
Και οφείλουμε να την παραδώσουμε στα παιδιά μας πλουσιότερη, έτσι ώστε σε όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκονται, όταν ακούν αυτές τις απλές και μεστές προτάσεις της δημοτικής ποίησης, που κουβαλούν όλο το έθνος μας, όλο το «βιός» μας, να νιώθουν όλη την ιστορία τους να πάλλει την ψυχή τους. Και όταν ακούν λύρα ποντιακή ή κρητική, ή κλαρίνο ή άλλο παραδοσιακό όργανο να ζωντανεύει η λεβεντιά στις φλέβες τους και στα κορμιά τους. Αυτή είναι ιερή υποχρέωση όλων μας.

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

Αρχιμανδρίτου Διονυσίου Λυκογιάννη: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΩΝ ΝΑΩΝ ΤΟΥ ΜΠΑΝΑΤΟΥ

 [Διάλεξη - ανακοίνωση κατά την 500ετηρίδα Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ενορίας του Μπανάτου Ζακύνθου, 25 Ιουλίου 2010]

Το Μπανάτο ή εξελληνισμένα Βανάτο υπήρξε έως πρόσφατα ένας μικρός και ήσυχος συνοικισμός, ο οποίος δεν απασχόλησε τους κατά καιρούς ιστοριογράφους. Στους μέχρι τώρα γνωστούς χάρτες της Ζακύνθου του 16ου και 17ου αι. δε γίνεται μνεία της κώμης, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει και την ανυπαρξία του οικισμού. Οι κάτοικοι κατά το πλείστον ασχολούμενοι με αγροτικές εργασίες, στο διάβα των αιώνων δημιουργούσαν και ανακατασκεύαζαν ιερές στέγες στην περιοχή τους και φρόντιζαν για τη διακόσμηση και τον πλουτισμό τους με καλλιτεχνήματα, κάτι που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.

Δυστυχώς, οι αιώνιοι εχθροί των μνημείων του νησιού μας, οι σεισμοί, η αδιαφορία, η εγκατάλειψη, αλλά και η εσκεμμένη καταστροφή των αγαθών του παρελθόντος, υπήρξαν η κύρια αιτία των λιγοστών απόηχων και της μπανατιώτικης πολιτιστικής δημιουργίας. Μετά τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 και την καταστροφή του Αρχειοφυλάκιου, οι μόνες μαρτυρίες που έχουμε για το Μπανάτο είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που διέσωσαν οι ιστοριοδίφες και ερευνητές, εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε τον Λεωνίδα Ζώη και τον Ντίνο Κονόμο και κυρίως, όσον αφορά την εκκλησιαστική τέχνη, από τα ίδια τα έργα με τα όποια αποτυπώματα αυτά έχουν.

Η παρούσα ομιλία έχει κυρίως σαν σκοπό, ευσύνοπτα να παρουσιάσει τα σημαντικότερα καλλιτεχνήματα των δύο ενοριακών ναών του Μπανάτου, με τις αντίστοιχες αρχειακές (1) και ιστορικές μαρτυρίες, καθώς και τα νεώτερα στοιχεία που προήλθαν από την πρόσφατη καταγραφή των εκκλησιαστικών κειμηλίων. Αυτή πραγματοποιήθηκε το 2009, μετά από μητροπολιτική εγκύκλιο, η οποία όριζε τον Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Λυκογιάννη, Ιεροκήρυκα της Μητροπόλεως Ζακύνθου, σε συνεργασία με τους συντηρητές έργων τέχνης Ανδρέα και Μάριο Θεοδόση, τότε υπαλλήλους του εργαστηρίου συντήρησης της Μητροπόλεώς μας, να προβούν στην καταγραφή των εκκλησιαστικών κειμηλίων των ενοριακών ναών μετά των παρεκκλησίων τους, σε όλη τη Ζάκυνθο (2).

Αποτυπώθηκαν φωτογραφικά οι αρχιτεκτονικές όψεις των ναών και ο εσωτερικός τους καλλιτεχνικός διάκοσμος. Στη συνέχεια, ακολούθησε η λεπτομερής καταγραφή και φωτογράφηση όλων των κειμηλίων, βάζοντας ως ορόσημο ως προς την επιλογή, τη χρονολογία 1953. Αυτό συνέβη, διότι, μετά τους σεισμούς του 1953, τα αντικείμενα που εισήλθαν στους ναούς δεν παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο ιστορικό - καλλιτεχνικό ή αρχαιολογικό ενδιαφέρον, και συνήθως, ιδίως τα έργα της μεταλλοτεχνίας, αποτελούν προϊόντα μαζικής παραγωγής.

Είναι παρήγορο ότι παρατηρείται, παρά την εμφανή μείωση των Ζακυνθινών καλλιτεχνών που επήλθε με την οικονομική δυσπραγία στο νησί κατά τον 20ού αιώνα και παρά τις όποιες δυσκολίες, μια προσπάθεια διατήρησης της τοπικής μας καλλιτεχνικής παράδοσης, ιδιαίτερα στον τομέα της ξυλογλυπτικής και της εικονογραφίας - ζωγραφικής. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι κυρίως η έλλειψη καλλιτεχνικής παιδείας, η οποία οδηγεί μερικές φορές σε καταστάσεις τραγελαφικές, όταν αυθαιρέτως αντικαθίστανται παλαιά εκκλησιαστικά αντικείμενα ή στολίζονται ναοί, οι οποίοι έχουν διασώσει τον καλλιτεχνικό υφολογικό τους χαρακτήρα, με ξυλόγλυπτα και αγιογραφίες που διασπούν την στιλιστική τους αρτιότητα και ομοιογένεια.

Στον τομέα της μικροτεχνίας και ιδιαίτερα στην τόσο έντονη και παραγωγική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής αργυρογλυπτικής, με παράδοση τεσσάρων τουλάχιστον αιώνων, με λύπη διαπιστώνουμε ότι τα σκαλισμένα ασημένια βατσέλια - δίσκοι, τα καλύμματα των Ευαγγελίων με φόντο το ανάλογα με την εορτή χρώμα βελούδο, οι επηρεασμένες από τη Δύση αργυρές καντήλες, τα φουντώματα των σταυρών αγιασμού και οι καλυμμένοι με ασημένια ανάγλυφα πάμφυλλα σταυροί λιτανειών, αποτελούν πολύτιμη παρακαταθήκη καλλιτεχνικής δημιουργίας, μιας και η αργυροχοϊκή εκκλησιαστική τέχνη έσβησε στη Ζάκυνθο στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το υλικό, που είχαν στη διάθεσή τους οι παλαιοί κτίστες, την πέτρα δηλαδή, για να οικοδομήσουν τις ιερές στέγες, ακολουθώντας τις οδηγίες και τα σχέδια μηχανικών και αρχιτεκτόνων, αντικατέστησαν μετασεισμικά από το τσιμέντο. Τα σκαλιστά θυρώματα με τις μπαρόκ και τις νεοκλασικές τους γλυφές, ανάλογα με τα καλλιτεχνικά κριτήρια της εποχής και την επιδεξιότητα του σκαλιστή, που πολλές φορές νομίζεις κοιτώντας τα ακόμη όπου διασώζονται, ότι βρίσκονται σε μια αντιπαλότητα με τη στασιμότητα του κτιρίου και προσπαθούν να αποτινάξουν το λίθινο όγκο τους με τις καμπύλες, τα οριζόντια και κάθετα ανοίγματά τους, σε συνδυασμό με το έξεργο ανάγλυφό τους, διαδέχτηκαν οι γύψινες ή τσιμεντένιες κακόγουστες κατά το πλείστον απομιμήσεις.

Στο Μπανάτο σώζονται ελάχιστα, σε σχέση με αυτά που θα πρέπει να υπήρχαν στις δώδεκα περίπου ιερές στέγες που αναφέρονται στην ευρύτερη περιοχή και που κάποιες από αυτές είτε διατηρούν τη λειτουργική τους ιδιότητα ως κτίσματα ανακατασκευασμένα (Παναγία επονομαζομένη Παναγούλα, Παναγία η Φανερωμένη, Άγιος Νικόλαος και Ταξιάρχες, Ευαγγελίστρια, Άγιος Νικόλαος των Καρκαναίων, Παναγία η Βλαχέραινα, Προφήτης Ζαχαρίας του Ζελοχοβίτη) είτε στη θέση τους υπάρχει ένα προσκυνητάρι (Άγιοι Θεόδωροι, Άγιος Νικόλαος του Στραβοπόδη, Άγιος Βλάσιος) ή έχουν χαθεί εντελώς από τη μνήμη των κατοίκων και διασώζονται μόνον ως αρχειακές αναφορές (Ανάληψη, Άγιος Λουκάς).

Η καταγραφή περιορίστηκε στους δύο ενοριακούς ναούς της Παναγούλας και της Φανερωμένης, μιας και οι υπόλοιποι σωζόμενοι αποτελούν είτε ιδιωτικά παρεκκλήσια είτε είναι νεόδμητοι με σύγχρονα αντικείμενα (ναός Αγίου Νικολάου και Ταξιαρχών). Όλοι οι ναοί είναι μονόκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές, όπως οι περισσότερες εκκλησίες της Ζακύνθου των νεωτέρων χρόνων. Ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός φαίνεται ότι υιοθετήθηκε ως ο καταλληλότερος για το σεισμογενές περιβάλλον της περιοχής μας και συνάμα ο πιο οικονομικός.

Ο ναός της Παναγούλας.
Ο ναός της Παναγίας, της επονομαζομένης Παναγούλας, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μαρτυρείται αρχειακά από τις πράξεις του συμβολαιογράφου Αλεξάνδρου Ραφτόπουλου (3). Αναφέρεται το 1510 η ύπαρξη μοναστηριού της Παναγίας, το οποίο ανήκε στον Ανδρέα Μάρκο και το έδινε στον ιερέα Δημήτριο Μάζη. Η αναφορά μοναστηριού υποδηλώνει πέρα από το ναό και παρουσία παραπλήσιων κτισμάτων. Αυτά ήταν το κελί - δωμάτιο του ιερέα και διάφοροι άλλοι αποθηκευτικοί χώροι. Φαίνεται πως η χρήση του όρου μοναστήρι ή Μονή δεν περιοριζόταν στα οργανωμένα κοινόβια ή ιδιόρρυθμα μοναστηριακά συγκροτήματα, αλλά συνηθιζόταν παλαιότερα για τους λατρευτικούς χώρους, όπου υπήρχε κατοίκηση δίπλα στον ευκτήριο οίκο και ήταν υποχρεωμένος να μένει συνήθως κάποιος άγαμος ή έγγαμος κληρικός με την οικογένειά του, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά παρεκκλήσια, που ανεγείρονταν είτε δίπλα σε οικίες ευγενών οικογενειών είτε στους αγρούς.

Ο ναός ακόμη και σήμερα φαίνεται πως αποτελούσε την κεντρικότερη εκκλησία του Μπανάτου, μαζί με αυτόν της Παναγίας της Φανερωμένης. Μετά τους σεισμούς του 1953 ανοικοδομήθηκε μεγαλύτερος εκ θεμελίων. Η νότια κύρια είσοδος του ναού διαμορφώνεται με μνημειώδες αξονικά τοποθετημένο θύρωμα και με τέσσερα συμμετρικά τοποθετημένα παράθυρα, ενώ οι άλλες πλευρές δε διαθέτουν κάποιο διακοσμητικό στοιχείο. Τα διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία της κύριας εισόδου και των θυρωμάτων εν πολλοίς αντιγράφουν αυτά του προσεισμικού ναού του Αγίου Λουκά της πόλης της Ζακύνθου, ο οποίος ανοικοδομήθηκε το 1822, συνδυάζοντας υφολογικά το νεοκλασικισμό με το ρομαντικό απόηχο του μπαρόκ. Παρά την έλλειψη λιθοδομής αποτελεί μια από τις καλύτερες προσπάθειες αποδόσεως μορφολογικών στοιχείων, που μιμούνται προσεισμικά πέτρινα ανάγλυφα.

Ο ναός φαίνεται από τις αρχειακές μαρτυρίες (4) ότι κατά τον 19ο αιώνα έπαθε αρκετές φορές ζημιές από σεισμούς και χρειάστηκε να επισκευαστεί ή ξαναφτιαχτεί. Από το 1828 και για δύο τουλάχιστον χρόνια, σύμφωνα με μαρτυρία του ιερέως Ιωάννη Καποδίστρια, ο ναός επισκευαζόταν και η εικόνα της Παναγίας είχε μεταφερθεί στο ναό της Βλαχέραινας και μετά στη Φανερωμένη. Το 1846 δίνεται άδεια στους Επιτρόπους να πουλήσουν το ματεριάλε (5) της μικρής εκκλησίας όπου ανήκει στον Γεώργιο Μερκάτη και αυτός την χάρισε στο ναό της Παναγούλας, για να κτιστεί ή διορθωθεί εκκλησία ή το κελί εφημερίου.

Σε αίτηση επικύρωσης του χρηματικού εξόδου προς το Επαρχιακό Συμβούλιο Ζακύνθου με χρονολογία 16 Ιουλίου 1862, αναφέρεται ότι σε έγγραφο του 1858 οι κάτοικοι υποχρεωθήκαν χάρην ευλαβείας να καταβάλλουν ο καθένας ό,τι χρειάζεται ούτως ώστε να ανοικοδομηθεί ο ναός. Το κτίσμα, όπως αναφέρει η επιστολή, προσεγγίζει εις την τελειοποίησίν του, μένει μόνον να κατασκευασθεί τo υπερώον (6) και το ταμούζο (7). Για τον λόγο αυτόν κάλεσαν ξυλουργό ο οποίος εκτίμησε το έργο 500 τάλληρα δίστηλα.

Η Αποκαθήλωση. Θωράκιο του Τέμπλου στην Παναγούλα.
Το επιχρυσωμένο (περασμένο μετασεισμικά με μπρουτζίνα) ξυλόγλυπτο τέμπλο, είχε ήδη κατασκευάσει ο αρχιτέκτονας και ινταγιαδόρος - ξυλογλύπτης Διονύσιος Τορτορέλης με τη συνεργασία του Παναγιώτη Μιχαλάκη και Διονυσίου Τρίχα, το 1860 σε σχέδιο του Ιωάννη Π. Καταιβάτη (8), αντί του ποσού των 610 τάλληρων διστήλων.

Οι εικόνες όλες του τέμπλου καθώς και τα βημόθυρα έχουν αποδοθεί στο χρωστήρα του Παναγιώτη Νίκα Πλέσσα (1799-1867) (9). Η τρίτη ζώνη, η επίστεψη του εικονοστασίου πρόκειται για μετασεισμική προσθήκη. Το επίσης ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο αρτοφόριο είναι δημιούργημα του Σπυρίδωνα Ι. Τορτορέλη (10) (1844-1908), ενώ ο δεσποτικός θρόνος, σύμφωνα με χαραγμένη επιγραφή, κατασκευή του Ζακυνθινού Αναστασίου Δ. Βλάχου το 1911.

Η εκφραστικότατη ελαιογραφία του Εσταυρωμένου, αναφέρεται ως έργο του ιερέως Νικολάου Καντούνη (11).

Ίδε ο Άνθρωπος. Ελαιογραφία Κ. Φραγκόπουλου στην Παναγούλα.
Το 1925 ο Κωνσταντίνος Ν. Φραγκόπουλος, πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, όπως ο ίδιος αναφέρει στις υπογραφές του, δόκιμος ζωγράφος, ακόλουθος της ζωγραφικής παράδοσης του νησιού, όπως αποτυπωνόταν την περίοδο εκείνη από τον Σπύρο Πελεκάση και τον υιό του Δημήτριο, ζωγράφισε για το ναό της Παναγούλας έντεκα ελαιογραφίες με θέματα από τον χριστολογικό κύκλο και σκηνές από το βίο της Αγίας Βαρβάρας, στολίζοντας εσωτερικά το βόρειο και νότιο τοίχο καθώς και το στηθαίο του γυναικωνίτη.

Στο ναό υπάρχουν επίσης έντεκα αγιογραφίες του Χρήστου Ρουσέα, έξι στα καμπυλωμένα άκρα της ουρανίας, τρεις στην πρόσοψη του γυναικωνίτη και δύο φυλάσσονται επίσης στο γυναικωνίτη. Απεικονίζουν τον Ιησού καθήμενον και ευλογούντα, τη μετάσταση της Θεοτόκου, την Αγία Τριάδα, Προφήτες και Ευαγγελιστές. Πιθανόν, ήταν τοποθετημένες στην προσεισμική ουρανία της εκκλησίας.

Στη βάση της ζωγραφισμένης καθέδρας - προσκυνηταρίου της σύγχρονης εικόνας της Αγίας Βαρβάρας, στην οποία απεικονίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου και μάλλον προέρχεται από το ναό της Φανερωμένης, βρίσκεται η επιγραφή 1805 Διά χειρός παϊσίου ιερομονάχου του βούτου. Τελευταία στην αναφορά μου στα ζωγραφικά έργα της Παναγούλας, άφησα τις δύο εικόνες που θεωρώ ότι είναι και οι πιο σημαντικές σωζόμενες καλλιτεχνικές δημιουργίες στο Μπανάτο.

Η λιτανευόμενη περίπυστη Εικόνα της Παναγούλας.
Η πρώτη είναι η λιτανευομένη εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας στον τύπο της Οδηγήτριας, καλυμμένη με ασημένιο πάμφυλλο και τοποθετημένη σε ξυλόγλυπτη επιχρυσωμένη καθέδρα του 19ου αι.  Παρόλο που η εικόνα δεν έχει συντηρηθεί ούτος ώστε να μας αποκαλύψει τα μυστικά της, κάτω από την αργυρή επένδυση, που θα πρέπει να χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 18ου αι., στην πίσω ζωγραφισμένη με φυτική διακόσμηση και σταυρό όψη, πάνω στο τρέσο υπάρχει η επιγραφή 1742. ΧΕΙΡ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΕΡΓΗ. Εξετάζοντας υφολογικά και χρωματικά, παρά το ότι επαναλαμβάνω η εικόνα είναι ασυντήρητη, τα ακάλυπτα ζωγραφικά μέρη και την υπογραφή, θεωρώ ότι θα πρέπει να αποδοθεί στον πιο σημαντικό αγιογράφο του α΄ μισού του 18ου αιώνα ως γνήσιο δημιούργημά του. Αυτό βέβαια θα το αποδείξει η περαιτέρω επιστημονική έρευνα και συντήρηση του έργου.

Η Εικόνα της Ελεούσας πριν τη συντήρηση.
Η δεύτερη εικόνα, καλυμμένη κι αυτή με παλαιό ασημένιο πάμφυλλο, είναι και η αρχαιότερη του Μπανάτου. Βρισκόταν φυλαγμένη από τον εφημέριο και κατά την καταγραφή επισημάνθηκε η παλαιότητα και σημαντικότητά της. Αμέσως, συντηρήθηκε στο εργαστήριο της Μητροπόλεως Ζακύνθου από τους αδελφούς Θεοδόση. Καθαρίσθηκε από το βερνίκι και το μαύρο παχύ στρώμα σκόνης που την κάλυπτε, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που είχαν επιφέρει αρκετές απώλειες στο ξύλο, έγιναν οι απαραίτητες στερεώσεις, για να αποκαλυφθεί η μορφή της Παναγίας στον τύπο της Οδηγήτριας με την επονομασία ΕΛΕΟΥCΑ.

Η ανωτέρω Εικόνα μετά τη συντήρηση.
Κρατεί με το αριστερό χέρι το παιδί Ιησού, γέρνοντας ελαφριά προς το μέρος του, βυθίζοντας το βλέμμα της πέρα από τον προσκυνητή, ενώ φέρει το δεξιό χέρι μπροστά στο στήθος της δείχνοντας προς το μέρος του Ιησού. Ο Χριστός κάθεται με όρθιο κορμό, στρέφει το πρόσωπο προς τη μητέρα του και ευλογεί με το δεξί χέρι ενώ με το αριστερό κρατεί κλειστό ειλητάριο ακουμπισμένο στο γόνατό του. Ο βαθυκύανος πλουμισμένος με αστέρια χιτώνας που φορεί, ίδιο χρώμα με τον χιτώνα και τον κεφαλόδεσμο της Παναγίας, η τοποθέτηση της παράστασης μπροστά από χρωματικές λωρίδες καφέ χρώματος, αποχρώσεων του γαλάζιου και του άσπρου για να δηλωθεί το φυσικό τοπίο, το σχέδιο του στικτού φωτοστέφανου και των δύο μορφών, φανερώνουν επιδράσεις της ιταλικής τέχνης σε εικόνα που ακολουθεί κρητικά πρότυπα. Χρονολογικά θα μπορούσε να τοποθετηθεί με επιφύλαξη, διότι χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, καθώς σε υπέρυθρες λήψεις υπάρχουν ενδείξεις για επί μέρους επιζωγραφήσεις στα πρόσωπα, στην περίοδο των πρώτων αναφορών για το ναό, δηλαδή τον 16ο αιώνα.

Στα ελάχιστα αργυρόγλυπτα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον θα πρέπει να επισημάνουμε δύο άγια Ποτήρια, μια ασημένια με μερική επιχρύσωση λαβίδα, το παλαιό θυμιατό, οι επενδύσεις του τυπωμένου στη Βενετία το έτος 1768 Ευαγγελίου, τα αργυρά πάμφυλλα των δύο λιτανευτικών εικόνων της Παναγίας, καθώς και τα τέσσερα καντήλια του τέμπλου, χρονολογούμενα όλα τον 18ο αιώνα. Σε δύο καντήλια από αυτά υπάρχει η χρονολογία 1751 και η επιγραφή ΤΙC ΠΑΝΑΓΟΥΛΑC ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΤΟ.

Αξιοσημείωτα είναι και τα τέσσερα αντιμήνσια που φυλάσσονται στο ναό. Δύο από αυτά είναι ζωγραφισμένα σε λινό ύφασμα με απεικονίσεις του νεκρού σώματος του Χριστού στον τάφο και τους Ευαγγελιστές στις τέσσερις γωνίες, χρονολογούμενα το πρώτο το έτος 1808 και το δεύτερο χωρίς χρονολογία, επί αρχιερατείας του Μητροπολίτη Κεφαλληνίας - Ζακύνθου Ιωαννίκιου Αννίνου (1783-1817).

Τα δύο άλλα είναι τυπωμένες σε ύφασμα χαλκογραφίες με απεικονίσεις του επιτάφιου θρήνου και τη ζωή του Χριστού. Η παλαιότερη έχει χαραχθεί από τον ιερομόναχο Ιγνάτιο στις Καρυές του Αγίου Όρους το έτος 1842 και καθιερωθεί επί Μητροπολίτου Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη το 1846. Υφολογικά ανήκει στα αγιορείτικα εργαστήρια χαρακτικής, με απλοϊκή τεχνοτροπία, λιτή και λίγο άκαμπτη. Του ίδιου χαράκτη στη Ζάκυνθο εντοπίζονται και άλλα αντιμήνσια. Το νεώτερο έχει χαρακτεί από τον ιεροδιάκονο Γεώργιο Στεφανόπουλο στις αρχές του 20ού αιώνα, επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου (διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος τα έτη 1902-1917 και 1920-1922).

Τα τελευταία χρόνια στο ναό της Παναγούλας, χάρη στις προσπάθειες του εφημερίου π. Παναγιώτη Καποδίστρια, των κατά καιρούς εκκλησιαστικών Συμβουλίων και βεβαίως την αρωγή των ενοριτών και απανταχού Μπανατιωτών, καταβάλλεται προσπάθεια να ολοκληρωθεί ο εσωτερικός καλλιτεχνικός διάκοσμος του κυρίως ναού. Ο βόρειος και νότιος τοίχος, αφού καλύφθηκαν με ξύλινες σανίδες στις οποίες προσαρτήθηκε ξυλόγλυπτος διάκοσμος, έργο των αδελφών Διονυσίου και Γεωργίου Τσουκαλά, συναφής υφολογικά με την περίοδο κατασκευής του τέμπλου και του γυναικωνίτη, στολίστηκαν παράλληλα με τις ελαιογραφίες του Φραγκόπουλου και με σύγχρονες του Νικολάου Μπιάζη. Ο κυρίως ναός συμπληρώθηκε εικονογραφικά από τον Διονύσιο Πάλμα, ενώ την περίοδο αυτήν ολοκληρώνεται η ζωγραφική και η επί μέρους επιχρύσωση της ξύλινης διακόσμησης της βορεινής πλευράς από τον ίδιο ζωγράφο.

Ο ναός της Φανερωμένης.
Για τον δεύτερο ενοριακό ναό του Μπανάτου, αυτόν της Παναγίας της Φανερωμένης, δεν υπάρχουν πολλές αρχειακές μαρτυρίες. Το 1706 αναφέρεται ότι οι νέοι Επίτροποι δεν παρέλαβαν κανένα βιβλίο του ναού, με αποτέλεσμα να γράψουν οι ίδιοι κάποια περιουσιακά στοιχεία (12). Φαίνεται πως το κτίριο, είτε με τους σεισμούς του 1893 είτε του 1912, υπέστη μεγάλη ζημιά και ανοικοδομήθηκε ή τουλάχιστον εσωτερικά στολίστηκε εξ αρχής με ξυλόγλυπτο και ζωγραφικό διάκοσμο. Μετά τους σεισμούς του 1953 επισκευάστηκε η τοιχοποιία του ναού και αντικαταστάθηκε το παλαιό καμπαναριό, που ήταν απλό και όχι πυργοειδές όπως σήμερα.

Το τέμπλο, τα ξύλινα σκαλίσματα των τοίχων του κυρίως ναού και του γυναικωνίτη θα πρέπει να τοποθετηθούν στις αρχές του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία η εργασία του γυναικωνίτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1925 και 1935 από τον Μαχαιραδιώτη μάστορα Αντώνιο Βόσσο ή Ντόμη και τον Μπανατιώτη μαθητή του Τάση Καποδίστρια ή Καρκάνια (13). Έργα του Ντόμη είναι ακόμη ο επιτάφιος και το τέμπλο (14), το οποίο χρυσώθηκε σύμφωνα με επιγραφή από τον Σπυρίδωνα και τον υιό του Αντώνιο Πανταζή. Ο τελευταίος επίσης, επιχρύσωσε και το ξυλόγλυπτο αρτοφόριο της Αγίας Τράπεζας το 1931.

Το Τέμπλο της Φανερωμένης.
Με την κατασκευή του υπάρχοντος τέμπλου, που αντικατέστησε παλαιότερο του 18ου αιώνα, αν κρίνουμε από την τεχνοτροπία των βημοθύρων που διασώζονται με παραστάσεις δεομένων αγγέλων, θεωρήθηκε ότι οι παλαιές εικόνες θα έπρεπε να καλυφθούν με ζωγραφισμένους μουσαμάδες, οι απεικονίσεις των οποίων θα ταίριαζαν υφολογικά με το νέο εικονοστάσιο και το καλλιτεχνικό αισθητήριο της εποχής. Οι δεσποτικές εικόνες του Προδρόμου και του Χριστού καθώς και τα δύο βημόθυρα καλύφθηκαν (15) από ελαιογραφίες του Δημητρίου Ροπακά.

Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ελαιογραφία του Δ. Ροπακά στη Φανερωμένη.
Έργα του άγνωστου αυτού ζωγράφου έχω συναντήσει μόνον στην εκκλησία της Φανερωμένης στο Μπανάτο και σύμφωνα με μαρτυρία του εφημερίου υπάρχουν άλλα δύο στον Άγιο Νικόλαο των Καρκαναίων. Συγκεκριμένα, ο Χριστός Μέγας Αρχιερέας, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, οι Άγιοι Βασίλειος, Χρυσόστομος και Γρηγόριος είναι δημιουργίες του Δ. Ροπακά, φτιαγμένες στη Ζάκυνθο το 1924, σύμφωνα με επιγραφές πάνω στα έργα και φυλάσσονται μετά την αφαίρεσή τους από τις αντίστοιχες παλαιές εικόνες στο γυναικωνίτη. Στον ίδιο καλλιτέχνη θα πρέπει να αποδοθούν η δεσποτική εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου και οι ελαιογραφίες των τεσσάρων θωρακίων του τέμπλου με τις μορφές του Προφήτη Συμεών και των Ιεραρχών Βασιλείου, Γρηγορίου και Χρυσοστόμου.

Ο Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος ζωγράφισε για το ναό δώδεκα έργα. Συμπλήρωσε εικονογραφικά τη δεύτερη ζώνη του εικονοστασίου με τις απεικονίσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, του Ιησού και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σε φορητές εικόνες απεικόνισε τον Άγιο Χαράλαμπο με χρονολογία 1925, την Αγία Τριάδα, την Υπαπαντή, την Πεντηκοστή και καλλιτέχνησε ένα υφασμάτινο λάβαρο με την Παναγία Πλατυτέρα στη μια όψη και τα Εισόδια της Θεοτόκου με χρονολογία 1926 στην άλλη.

Αυτός όμως που κυριολεκτικά στόλισε την εκκλησία ζωγραφικά είναι ο Χρήστος Ρουσέας. Φιλοτέχνησε είκοσι επτά πίνακες (16), οι οποίοι τοποθετήθηκαν ο ένας στην πρόθεση και οι υπόλοιποι στον κυρίως ναό, σφραγίζοντας με το ύφος και τις χρωματικές του συνθέσεις τη ζωγραφική φυσιογνωμία του ναού. Αν και αχρονολόγητες θα πρέπει να τις εντάξουμε στην περίοδο που αναφερόμαστε τη δεκαετία δηλαδή 1925-1935.

Απαντάται ακόμη μια ελαιογραφική σύνθεση της μετάστασης της Θεοτόκου με την επιγραφή Δ. Σ. Πελεκάση (1)919 στην πίσω πλευρά της καθέδρας της Παναγίας. Ο Παναγιώτης Νίκας Πλαίσας συμφώνησε τον Ιανουάριο του 1931 με τον εφημέριο Χαράλαμπο Κοντονή και τους Επιτρόπους να αγιογραφήσει τέσσερις εικόνες προσκυνηταρίου αντί του ποσού των 3.000 δραχμών. Πρόκειται για τις μικρές εικόνες μπροστά από τις δεσποτικές του τέμπλου. Ακόμη τον Φεβρουάριο του 1933 συμφώνησε την αγιογράφηση του Αμνού, του ξύλινου ομοιώματος δηλαδή του τεθνεώτος Ιησού που τοποθετείται στον επιτάφιο, αντί του ποσού των 400 δραχμών (17).


Η εφέστια εικόνα της Φανερωμένης.
Από τις παλαιότερες εικόνες του ναού, μαζί με τις ήδη αναφερθείσες του τέμπλου, είναι και η εικόνα της ΚΥΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ, όπως αναφέρει η επιγραφή στην αργυρή επένδυση. Πρόκειται για απεικόνιση της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο, βαστώντας με τα δυο χέρια της τον Χριστό, ο οποίος κρατεί κλειστό ειλητάριο και ευλογεί με το δεξί του χέρι, περιστοιχισμένη εκατέρωθεν από δύο σεβίζοντες αγγέλους.

Το ασημένιο πάμφυλλο έχει τις επιγραφές, 1806 ΕΠΙΤΡΟΠΙ ΦΗΛΙΠΟΣ ΤΟΥΡΚΑΚΙC ΠΑΒΛΟΣ ΠΑΠΑΔΑΤΟS ΤΖΙΟΡΤΖΙC ΔΡΟΝΓΓΙΤΙC ΧΡΗCΟΧΟΟS ΓΕΩΡΓΙΟS ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟS ΠΟΤΕ ΙΩΑΝΟΥ ΕΚ ΠΕΛΟΠΟΝΙCOY. Στα λιγοστά αργυρά του ναού οφείλουμε να αναφέρουμε και το παλαιό θυμιατό, που χρονολογείται στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αι. και τον δίσκο με την απεικόνιση της Οδηγήτριας στον ομφαλό του, ο οποίος παραγγέλθηκε στον Παντελή Τζίρο το 1862 αντί του ποσού των 78 τάλληρων δίστηλων (18). Ο δίσκος έχει χαραγμένη τη χρονολογία 1863.

Συλλογή τεσσάρων αντιμήνσιων έχουμε και στο ναό της Φανερωμένης. Το ένα είναι ζωγραφισμένο με παραστάσεις της αποκαθήλωσης και των τεσσάρων Ευαγγελιστών, καθιερωμένο επί αρχιερατείας Διονυσίου Λάττα το 1835. Τα άλλα τρία είναι χαλκογραφίες τυπωμένες σε ύφασμα. Δύο είναι όμοια ΔΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΩΑΣΤ ΧΕΙΡ ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΣ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, καθιερωμένο το ένα από αυτά το 1867 επί Μητροπολίτου Νικολάου Κοκκίνη και το τέταρτο καθιερώθηκε επί Διονυσίου Πλαίσα το 1911.

Ο ναός της Παναγίας της Φανερωμένης διαπιστώνει κανείς πως αποτελεί ένα αδιασάλευτο και ολοκληρωμένο δείγμα εσωτερικής καλλιτεχνικής διακόσμησης ναού της ζακυνθινής υπαίθρου των αρχών του 20ού αιώνα, πλημμυρισμένος από απαλές ζωγραφικές αποχρώσεις, βγαλμένες από τον χρωστήρα του Χρήστου Ρουσέα. Μόνη νεώτερη προσθήκη αποτελούν οι πρόσφατες τοιχογραφίες του ιερού Βήματος, έργα του Νικολάου Μπιάζη.

Για να καταστεί ακόμη πιο σαφής η αγάπη των κατοίκων του Μπανάτου προς τις ιερές στέγες και τα λατρευτικά τους εικονίσματα, σε όποιες εκκλησίες κι αν αυτά βρίσκονται, παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα εγγράφου από το Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου (19), με χειρόγραφη αναφορά του ιερέα Ιωάννη Καποδίστρια και χρονολογία 28 Ιουνίου 1830, επιδί τον ιούνιον ευρέθι να φαμπρικαριστί ο θίος ναός τις υπεραγίας θεοτόκου ονόματι παναγούλα εις το άνοθεν χορίον ι επίτροπι του ιδίου ναού νικόλαος ροδίτις Γιάννις σαρκάδις εκουβάλισαν τιν αγίαν αυτού ικόνα εις τον ναόν τις βλαχέρενας που απαρθενέβι τις κλιρονομίας του ποτέ κιρίου ευγενίν κόμιτος Λορέντζου Μαρκάτι…τιν ιμέραν τον χριστουγένον εκουβάλισαν τιν αγίαν ικόνα ι αυτί επίτροπι εις τον ναόν τις ριθίσας υπεραγίας φανερωμένης όθεν έος τιν σίμερον ευρίσκετε χορίς κανένα βάρος τον αυτόν επιτρόπον διά τιν θείαν τις γιατρίαν… .


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στο σημερινό Αρχειοφυλάκιο της Ζακύνθου σώζεται φάκελος με χειρόγραφα που αφορούν τους ναούς της Παναγούλας και της Φανερωμένης στον φάκελο 7β2, υποφ. 8 και 9.
2. Βλ. Διονύσιος Λυκογιάννης, «Χριστιανικές επιγραφές των ιερών ναών της πόλης της Ζακύνθου», στον τιμητικό τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σσ. 563-564.
3. Ντίνος Κονόμος, Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 115.
4. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 8.
5. Μάλλον εννοείται το οικοδομικό υλικό. Ο ναός φαίνεται πως γκρεμίστηκε, διότι αλλού αναφέρεται ότι οι Επίτροποι έχτισαν το 1845 μια κολόνα – προσκυνητάρι στη θέση της εκκλησίας.
6. Γυναικωνίτης.
7. Ξυλόγλυπτο ταβάνι ή ουρανία.
8. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, ό.π.
9. Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, τ. Α΄, Αθήνα 1998, σ. 119.
10. Ντίνος Κονόμος, ό.π.
11. Ντίνος Κονόμος, ό.π.
12. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ.7β2, υποφ. 9.
13. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, Σημειώματα εκκλησιαστικής ιστορίας από το Μπανάτο Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2003, σ. 26.
14. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ό.π.
15. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφημερίου.
16. Πρβλ. π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ό.π., σ.σ. 19-26.
17. Οι δύο αυτές μαρτυρίες προέρχονται από αδημοσίευτο χειρόγραφο παραγγελιών έργων του αγιογράφου, ευρισκόμενο σήμερα στην κατοχή ιδιώτη.
18. Βλ. στο Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, φακ. 7β2, υποφ. 8, …ως προς το σημαντικότερον της προαποκτήσεως του σκεύους έτυχον τούτου παρά τω αργυροχώυ Παντελή Τζιρώ ποτέ Ιωάννου υποσχόμενου να κατασκευάση αυτός τον δίσκον τούτον επί πληρωμή τάλλαρα δύστυλου ενός και ημίσεως ανά πάσαν ογγιάν βαρους…
19. Βλ. Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου, ό.π.
Related Posts with Thumbnails