© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

"Σχολικόν ενθύμιον"



Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου χρόνου. Παρ’ ότι από τις γιορτές έχει ήδη περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο επιμηκύνει ακόμα περισσότερο το γεγονός του πρώιμου Καρναβαλιού, μια και φέτος το Μεγαλοβδόμαδο αρχίζει τις τελευταίες μέρες του Μάρτη, ο απόηχος αυτής της απαρχής ή έστω αυτού που συνηθίζουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε σαν νέο ξεκίνημα και συμπίπτει με την εντελώς εικονική Πρωτοχρονιά, κρατά ακόμα έντονος και παρότι την επόμενη Κυριακή, πρώιμο και αυτό, μπαίνει το Τριώδιο, συνεχίζουμε να ευχόμαστε ακόμα «Καλή χρονιά» και ν’ ανταλλάσσουμε γιορταστικές ευχές.
Είναι αλήθεια πως την φοβερή αυτή χρονιά, η οποία μόλις λίγες μέρες πριν άρχισε, ενώ ακόμα σε κάμποσες βιτρίνες υπήρχαν έλατα στολισμένα, ψεύτικα κι αυτά όπως οι περισσότερες από τις ελπίδες μας, ιδίως στο νησί μας, σε κάποιες άλλες, γειτονικές και παράλληλες, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι μάσκες και οι σερπαντίνες, περνώντας μας κυριολεκτικά από τον ένα γιορταστικό κύκλο στον άλλο, επαναφέροντας, για να δούμε και τα καλά της υπόθεσης, την παλιά, τοπική μας συνήθεια, αυτήν η οποία ήταν ένα ακόμα δείγμα της τζαντιώτικης ιδιοσυγκρασίας και ήθελε το αποκριάτικο ξεφάντωμα ν’ αρχίζει αμέσως μετά την εκπνοή του Δωδεκαημέρου, την επόμενη, δηλαδή, των Φώτων.
Πόρισμα, το οποίο προκύπτει απ’ όλα αυτά, η σχετικότητα του χρόνου, αλλά και η εύκολη προσαρμογή μας σε διαφορετικές, κάθε φορά, συνθήκες και σε καινούριες επιβολές. Άλλες χρονιές απολαμβάναμε αμέριμνοι, τέτοια εποχή, τα μεθεόρτια. Σήμερα νοιώθουμε περισσότερο τα προεόρτια και σε αυτά δίνουμε όλο το βάρος και τη σημασία. Είναι αυτό που κάνει την κάθε παραμονή της προσμονής περισσότερο γιορταστική από την κυριώνυμο ημέρα και την επομένη ανιαρή και κουραστική, γιατί και εδώ, όπως και στον έρωτα, το ταξίδι μετρά και λιγότερο ο προορισμός, μετά τον οποίο αρχίζει πάντα, θέλουμε δεν θέλουμε, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, η αντίστροφη μέτρηση. Γιατί ο χρόνος είναι αναμφισβήτητα ανελέητος και ας τον λέμε, παρηγορητικά «γιατρό».
Αυτός, όμως, ο «φθονερός», ασπρομάλλης γέρος, ο «πάντων εχθρός», κατά την ποιητική και δημιουργική συντόμευση του συντοπίτη μας ωδοποιού ποιητή, του μεγαλωμένου στην γειτονιά της σκοντράδας του Αγίου Νικολάου των Γερόντων, Ανδρέα Κάλβου, μπορεί να ξεγελαστεί, αν όχι και να νικηθεί, σε μερικές σπάνιες και σημαντικές περιπτώσεις. Τότε επαληθεύεται ο λόγος του άλλου κορυφαίου, του Αλεξανδρινού τεχνίτη της λιτότητας του λόγου, του πολύ Κωνσταντίνου Καβάφη, ο οποίος με την σοφία που πάντα τον διέκρινε και με το θάρρος ενός μεγάλου δημιουργού, εντόπισε και μας παρέδωσε απλόχερα «πως ποτέ του / μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».
Μια τέτοια πράξη αντίστασης ενάντια στην φθορά, είναι, κατά τη γνώμη μου, και το «σχολικόν ενθύμιον», το οποίο εξέδωσαν και μας χάρισαν, σαν παρηγορητική ευλογία για το 2010, οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Γερακαρίων του νησιού μας, δίνοντας υποσχέσεις για το καινούριο ξεκίνημα και συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, η οποία έχει πολλά να προσφέρει και στον εκδοτικό τομέα, αλλά και σε παρόμοιες ενέργειες. Γιατί η έκδοση αυτή δεν είναι μια απλή, σαν τις τελευταία καθιερωμένες, φωτογραφίες της λήξης μιας σχολικής περιόδου, αλλά η απαρχή μιας νέας, μια και πρόκειται για ένα κομψό και προσεγμένο ημερολόγιο του νέου ενιαυτού, το οποίο επαναφέρει θύμισες και συγχρόνως θεμελιώνει το μέλλον.
Στο εξώφυλλό του μια μαυρόασπρη φωτογραφία μιας μαθήτριας με την καθιερωμένη, τότε, σχολική της στολή, την «ποδιά», όπως την έλεγαν, την απαραίτητη και αναγκαία, το λευκό της γιακαδάκι, κατάλευκο, μια και η «πάστρα είναι μισή αρχοντιά», την κορδέλα στα μαλλιά της, το σήμα του σχολείου κυκλικό στο στήθος και το ουσιαστικό στυλό στο χέρι της, με το οποίο γράφει σε επιμελώς ανοιγμένο τετράδιο, μας υποδέχεται, κοιτάζοντας με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια το αύριο, που ίσως είναι παρόν ή έχει γίνει κιόλας παρελθόν και συγχρόνως παρέχοντας την σιγουριά, η οποία προκύπτει από την συντήρηση του χθες. Πίσω της ένας χάρτης, της Ευρώπης θα πρέπει να είναι, μια και κάπου διαβάζουμε την επιγραφή «Βόρειος Θάλασσα», στην μια μεριά και στην άλλη την κατάληξη του «Εύξεινος Πόντος», αναγκαίος στα σχολικά ενθύμια, αλλά και στην διακόσμηση της τάξης, επαναφέρει οικείες σκηνές. Φόντο της φωτογραφίας γράμματα και αριθμοί. Η ίδια αξίζει να σημειωθεί πως είναι κομμένη μ’ εκείνον το παραδοσιακό τρόπο με τα δοντάκια, έτσι απλά για να θυμίζει και να δημιουργεί νοσταλγία.
Μα και οι άλλες φωτογραφίες, που συνοδεύουν την επισήμανση των δώδεκα μηνών του 2010 τον ίδιο ρόλο παίζουν και την ίδια σημασία υπηρετούν. Παλιοί δάσκαλοι, με παλιούς μαθητές του σχολείου, στην τάξη ή σε εκδρομές, σχολικές γιορτές με σκετς και απαγγελίες, γυμναστικές επιδείξεις, καταθέσεις στεφάνων στο Ηρώον του χωριού και για το τέλος, τον ζεστό, παρότι στο καταχείμωνο, Δεκέμβρη, μια Φάτνη, με ζωντανή την Παναγία και γύρω της έναν Μάγο και κάμποσους απτούς αγγέλους. Το εικαστικό μέρος ή πιο σωστά το για πρώτη φορά δημοσιευόμενο, ανέκδοτο, αρχειακό υλικό, συνοδεύουν, για μια σύνδεση, πιθανόν, με το σήμερα, αποσπάσματα από ιδιαίτερα αγαπητά στα παιδιά και όχι μόνο κείμενα των Ρενέ Γκοσινί - Ζαν Ζακ Σανπέ («Ο μικρός Νικόλας»), Κυριάκου Ντελόπουλου («Ο Άλκης και οι άλλοι»), Έλλης Αλεξίου («Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή» και «Γ΄ Χριστιανικό Παρθεναγωγείο»), Νίκου Καζαντζάκη («Αναφορά στον Γκρέκο»), Ευγενίας Φακίνου («Αστραδενή»), Μενέλαου Λουντέμη («Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»), Ζώρζ Σαρή («Ε. Π.») και Λευτέρη Παπαδόπουλου ( «Οι παλιοί συμμαθητές»).
Στην δεύτερη σελίδα του, σαν πρόλογ, διαβάζουμε: «Δημιουργώντας ένα ημερολόγιο για το 2010 που να αφορά στη σχολική ζωή, ένα “σχολικόν ενθύμιον”, αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς πρέπει να προβάλει. Μήπως τη νοσταλγία για την παιδική ηλικία, την εμπειρία της σχολικής ζωής, ένα ταξίδι στα περασμένα μέσα από αγαπημένες φωτογραφίες; Μια γιορτή, η παρέα μιας ολόκληρης τάξης, στιγμές όπως φυλακίστηκαν από το φωτογραφικό φακό. Το ζωντάνεμα μνήμης. Τα κείμενα που επιλέχτηκαν υπηρετούν τον ίδιο σκοπό και θέλουν να φωτίσουν με διαφορετικό τρόπο τα χρόνια αυτά τα άγουρα μα σκληρά και να τα προσεγγίσουν με ευαισθησία και τρυφερότητα. Ένα ημερολόγιο που αποδεικνύει ότι το παιδικό χαμόγελο μένει αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο. Το ίδιο όπως μένουν αναλλοίωτες και οι ανάγκες των παιδιών: η χαρά της συμμετοχής, η προσμονή του παιχνιδιού ή μιας εκδρομής, η ικανοποίηση από την αποδοχή ή τον έπαινο. Όλα αποτυπωμένα στο βλέμμα των παιδιών, σ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες, μαζί με την πίστη στις αξίες που αντιπροσωπεύει το σχολείο και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Ένα ημερολόγιο κειμήλιο, μαρτυρία μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, αλλά δε χάθηκε, όσο θα έχουμε τη δυνατότητα να τη θυμόμαστε με αγάπη».
Είναι αλήθεια πως αυτό που θυμόμαστε συνεχίζει να ζει και εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό μας το διατύπωσε άριστα ο δικός μας, ιόνιος ποιητής, Λορέντζος Μαβίλης, στην συνοπτική και αιωνόβια «Λήθη» του. Υπάρχει, όμως, και άλλο ένα μυστικό, εξίσου σημαντικό και αξιοσημείωτο. Τίποτα δεν εξαφανίζεται, αν τυπωθεί και γίνει κτήμα του κοινού.
Αυτό ακριβώς έκαναν οι μαθητές και οι δάσκαλοι του δημοτικού σχολείου των Γερακαρίων. Συγκέντρωσαν ό,τι σώθηκε από πολέμους, σεισμούς, πυρκαγιές και την ανθρώπινη αδιαφορία και το αποθανάτισαν στις σελίδες ενός ημερολογίου. Γι’ αυτό η αξιέπαινη και αξιοζήλευτη έκδοσή τους αποτελεί περισσότερο εορτολόγιο.
Και αυτός ο χρόνος, που πριν λίγο άρχισε, θα περάσει, θέλουμε δεν θέλουμε. Το ανθρώπινο ημερολόγιο, με την ευκολία που το διακρίνει, θα σημειώσει 2011, 2012, 2013, 2014, 2015 και πάει λέγοντας. Η προσπάθεια των παιδιών μας, όμως, θα μείνει. Θα νικήσει το χρόνο ή έστω θα τον ανακόψει.
Να γιατί είναι των παιδιών η βασιλεία.
Τα ευχαριστούμε.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Η μελαγχολία του βουβού τσιμαδόρου


γράφει ο παύλος φουρνογεράκης

Ροδοκόκκινα σύννεφα της Ανατολής ζωγράφιζαν το νυσταγμένο θόλο και οι δροσοσταλιές ποζάριζαν θρονιασμένες στις λεπτές αγκάλες του χειμερινού χαλιού, κάτω από τις αιωνόβιες ελιές με τις μεγάλες κουφάλες. Τα ξινόχορτα πρόβαλαν με τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου έτοιμα να ζεστάνουν τις ρίζες των δένδρων στις κρύες νύχτες του χειμώνα. Έπλεξαν ένα παχύ καταπράσινο στρώμα κι έντυσαν από τη μία άκρη ως την άλλη τους ελαιώνες, σαν τις μοκέτες που στρώνουν στα δάπεδα των σπιτιών και κρύβουν τα παγερά πλακάκια.
Επένδυσα με γάντια εργασίας τα αδέξια και τρυφερά μου χέρια, φόρεσα τις αδιάβροχες γαλότσες μου και έψαξα να βρω κατσουριδέλι [1] ανάμεσα στα εργαλεία των φίλων αγροτών που μάζευαν τις ελιές. Μάταιη προσπάθεια, δεν υπήρχε ούτε και στα δίχτυα που ήταν απλωμένα πάνω από το επίσημο φυσικό χαλί, κάτω από τα φορτωμένα κλαδιά των ψηλών δένδρων.
Καλημέρισα, πιέζοντας τον αέρα με δύναμη ανάμεσα στις φωνητικές χορδές, μήπως και η ευχή μου σπάσει το φράγμα του βενζινοκίνητου ήχου από τα πριόνια που έκοβαν ασταμάτητα και το τιναχτικό μηχάνημα που έξαινε τις τσίμες με το λαδερό καρπό. Μόνο ο «τσιμαδόρος» έγνεψε με ελαφρό τραχύ μειδίαμα και καλωσόρισε την άφιξή μου.
Είχα χρόνια να λάβω μέρος στη συγκομιδή του ελαιοκάρπου κι ένιωθα ότι βρισκόμουνα έξω από τα νερά μου. Πώς άλλαξε ο τρόπος και τα εργαλεία, το υλικό τους και η χρήση τους, οι πηγές της ενέργειας, η συνεργασία και η εθνoλογική σύσταση των ανθρώπων, η σχέση και τα αισθήματα προς τα δέντρα και τους καρπούς, οι διατροφικές συνήθειες!
Αλουμινένια κοντάρια, που στην άκρη έφεραν κάτι σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα, χτυπούσαν τις ελιές στα ψηλά κλαδιά, εκεί που το αλυσοπρίονο δεν μπορούσε να φτάσει. Στα στρωμένα δίχτυα ένας κυλινδρικός μηχανισμός χτένιζε τις τσίμες που είχαν επιμελώς κοπεί από ένα δεύτερο γερασμένο πριόνι που αγκομαχούσε και γέμιζε την υγραμένη ατμόσφαιρα με λαδωμένο καυσαέριο. Τρεις ξετρελαμένες εξατμίσεις καπνού και κραυγής μετάλλων βούβαιναν την ανθρώπινη λαλιά κι έκαναν τα καμαρωτά κοκκκινολαίμια και τα νευρικά μαυροκέφαλα πουλάκια να πετάξουν τρομαγμένα στους παρακείμενους ελαιώνες. Πέταξαν και οι παραδοσιακές κατσουρίδες1 που με το διχαλωτό τους σχήμα χτυπούσαν ευλαβικά και ρυθμικά τις ελιές κι εκείνες έπεφταν τραγουδώντας σαν τις στάλες της βροχής, πάνω στα κατάλευκα λιόπανα που έστρωναν άλλοτε περιμετρικά στις μεγάλες ριζολιές.
Οι αχτίδες του ήλιου παιχνίδιζαν τρυπώνοντας ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά κι έκαναν τα φύλλα από τα ξινόχορτα ν' αντανακλούν αστραφτερές ματιές σαν εκκεντρική βελούδινη τουαλέτα σε φωτισμένη βιτρίνα του Κολωνακίου. Τα γεμισμένα σακιά από καφετί καναβάτσο, όρθια ή ξαπλωμένα, άλλαζαν στάση και χρώμα από τις πινελιές του ήλιου, και έμοιαζαν με κορμούς απολιθωμένου δάσους που ξαφνιάζεται από την επίσκεψη περίεργων τουριστών. Έτσι ξαφνικά με είδε ο φίλος μου ο Μαρίνος, όταν ύστερα από αρκετή ώρα τέλειωσε την αναρρίχηση και κατέβηκε καταϊδρωμένος ανάβοντας ταυτόχρονα το απολαυστικό του τσιγάρο. Η συνομιλία σύντομη. Το συνεργείο θέλει οργάνωση, τα μεροκάματα ακριβά και η τιμή του λαδιού δημιουργεί έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Μου ανατέθηκε η ειδικότητα του «τσιμαδόρου»! Αλάφρωνα με το τιναχτικό μηχάνημα τις τσίμες από το βάρος του φουσκωμένου καρπού τους και τις πετούσα στην άκρη. Εκείνες στέκονταν σαν ηλικιωμένες κυρίες, που η κομμώτρια είχε ισιώσει τα αραιωμένα σγουρά τους μαλλιά. Ένιωθα τη μονοτονία της βουβής μελαγχολίας στην τρίωρη ρουτίνα του «τσιμαδόρου» κι ο λογισμός μου έπαιρνε τις διαδρομές στα σοκάκια των παιδικών μου χρόνων. Δεν ήταν μόνο τα βαμβακερά λιόπανα που κάθε χρόνο λευκαίνονταν σε μπουγάδες με αλισίβα, σαπούνισμα και ξέπλυμα στα ρυάκια της λίμνης του Κεριού και στον Κορνό (και τι μαγεία όταν πρωτο-στρώνονταν στο καταπράσινο χαλί, έμοιαζαν με νυφικό κρεβάτι στο σουρεαλισμό της υπαίθρου). Χάθηκε το γλυκόλαλο καλάιδισμα της κατσουλιέρας και του τσίπου, το κρώξιμο του κοράκου, χάθηκε και το τραγούδι των ανθρώπων, η συνομιλία, τα καλαμπούρια, τα κουτσομπολιά, οι πολιτικές αναλύσεις, τα μαλώματα, η συνεργασία των οικογενειών και των φίλων με το δανεικό μάζεμα, τότε που όλοι το πονούσαν το δέντρο και το φρόντιζαν, γινόταν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους. Πρόσεχαν το χτύπημα με τα λαμιά [2] και τις κατσουρίδες1 να είναι απαλό κι έντεχνο, να μη σπάσει το κλαδί, να μη λαβωθεί και πονέσει. Παρθένα και ερεθιστική οσμή της ελιάς και του χόρτου άνοιγε την όρεξη στο λιτό ψωμοτύρι με τη λακέρδα, το νιο λάδι και τις βλαστάδες στο μεσημεριανό ξαποστάσι.
Αναπάντεχη σιωπή του τιναχτικού μηχανήματος άφησε τον ήχο κινητού τηλεφώνου να κυλήσει από το μυώδες μπράτσο της διπλανής ελιάς που είχε σκαρφαλώσει ο Νιόνιος και δόθηκε το σύνθημα διαλείμματος μεσημβρινού φαγητού. Η κυρά-Σοφία τού τηλεφώνησε, ότι εντός ολίγου κατέφθανε φαγητό: κοκκινιστό κουνέλι με μακαρόνια, λαδοτύρι και δυο μπουκάλες κρασί μαστελάδο στρώθηκαν σε αυτοσχέδια τραπεζάκια-τσουβάλια και στα σταυρωμένα πόδια της βουδιστικής μας στάσης. Όλοι έσπευσαν ν' απολαύσουν απερίγραπτες ζακυνθινές γεύσεις. Μόνο και μόνο αυτό το φαγητό πάνω στο μαλακό μαξιλάρι των κιτρινοπράσινων φυτών άξιζε τον κόπο της εμπειρίας. Μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά σε στρογγυλό σχηματισμό και θα περίμενε κανείς την ευθυμία και τους αστεϊσμούς να δεσπόζουν και ν΄ αντηχούν στο αστραφτερό σταχτοπράσινο τοπίο. Ούτε συστάσεις, ούτε κουβέντες, σαν ταινίες βουβού κινηματογράφου περνούσε ο χρόνος. Οι εργάτες αλλοδαποί: Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι … πώς να συνομιλήσεις και τι να πεις. Οι φίλοι μου αγχωμένοι και κουρασμένοι από την υπερπαραγωγή έργου (είχε να βρέξει δυο μήνες και δεν έχουν ξεκουραστεί) άφησαν τις συζητήσεις για κάποια άλλη φορά….
Ακούμπησα την πλάτη μου σε καλόβολη ριζολιά και άφησα το μαστελάδο να περιλούσει τη σώμα και την ψυχή μου. Ευθύμησα με το τρίτο ποτήρι κι άρχισα να κάνω τσουλήθρες σαν μικρό παιδάκι στον παρακείμενο όχθο, μήπως κι απαλλαγώ από τη μελαγχολία της βουβαμάρας και των θλιβερών σκέψεων που άρχισαν πάλι να με κατακλύζουν.
Πόσο άλλαξε τον άνθρωπο η εισβολή της μηχανής! Πόσο τον έκλεισε στον εαυτό του και απαίτησε την πλήρη προσαρμογή-υποταγή, στη μαζική-απρόσωπη παραγωγή και συγκομιδή προϊόντων, όπου ο εργάτης δε συμμετέχει στο σχεδιασμό (πόσο μάλλον και στα κέρδη), αλλά ούτε και στη χαρά της μονότονης εργασίας! Μα κι ο αφέντης πόσο αγχωμένος ζει από το βάρος της οργάνωσης, του προγραμματισμού και της διαχείρισης σ΄ ένα τόσο έντονο ανταγωνιστικό πεδίο! Πότε συναντιούνται οι αγρότες να συνομιλήσουν για να διεκδικήσουν, να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους ή τουλάχιστον να συμπαρασταθούν και να εκτονωθούν;
Θυμήθηκα πάλι, τέτοια εποχή, πιτσιρικάς να παίζω στο λητρουβείο του Λουρέντζου που βρισκόταν στη γειτονιά μου. Γεμάτο ανδρικό πληθυσμό έσφυζε από ζωή, ιδιαίτερα τις ατέλειωτες βραδινές ώρες του χειμώνα. Στη ζεστασιά των μηχανών του μαζεύονταν οι χωρικοί να μάθουν και να συγκρίνουν την παραγωγή, να στιμάρουν τις τιμές, ν' αστειευτούν, να γλυκάνουν τη βαρυχειμωνιά και να μάθουν τα νέα από εκείνους που τα άκουγαν από τα λιγοστά ραδιόφωνα του χωριού.
Απόψε πάλι όλοι θα κλείσουν γρήγορα τα πατζούρια τους και θα στυλωθούν στον πλασματικό κόσμο της τηλεόρασης και των διαφημίσεων. Μήπως γι' αυτό αυξήθηκε η χρήση ηρεμιστικών και αγχολυτικών φαρμάκων, η φυγή στον κόσμο των ναρκωτικών, τα διαζύγια και η διάλυση των οικογενειών; Αυξήθηκε επικίνδυνα ακόμα και αυτός ο αριθμός των αυτοκτονιών στους μονήρεις ανθρώπους που ο χαρακτήρας τους, οι συνθήκες της εργασίας και της ζωής τούς απομακρύνουν από τις πολυπόθητες ανθρώπινες σχέσεις.
Η πολιτεία και η εκκλησία με τα θεσμικά τους όργανα γιατί δεν αντισταθμίζουν το έλλειμμα της ψυχικής ευφορίας με τα έργα του πολιτισμού και του ανθρωπισμού που αποτελούν την παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας και συμφιλίωσης με τον εαυτό μας και τους άλλους; Ο καθένας από μας πόσο προσπαθεί και επιζητά την ανθρώπινη επαφή, προσφέρει τη συντροφιά του σ΄ εκείνους που καταλαβαίνει ότι την έχουν ανάγκη, εκτιμά και σέβεται το μόχθο της χειρωνακτικής εργασίας, συμπαραστέκεται στα αιτήματα των εργαζομένων και των ανέργων και δεν απομονώνεται στην αυταρέσκεια της πρόσκαιρης αυτάρκειάς του;
Δέθηκα με τη ζώνη ασφαλείας του αυτοκινήτου μου, άνοιξα το ραδιόφωνο στο 2ο πρόγραμμα και σιγοτραγουδούσα με τον Παντελή Θαλασσινό απολαμβάνοντας την όμορφη φιδωτή διαδρομή στους αιωνόβιους λιθακιώτικους ελαιώνες:


Ν' αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα,
τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους,
τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα,
και πολύ ν' αγαπάς τους ανθρώπους.

Τα θεριά ν' αγαπάς και τ' ανήμερα,
τα νησιά, τα ποτάμια, τ' αστέρια.
Κι αν ποτέ σε πληγώσουν κατάστηθα
φίλοι, αγρίμια, λευκά περιστέρια,

ν' αγαπάς, να ξεχνάς και να χαίρεσαι
τη δική σου γαλήνη και κείνα
που μ' αγάπη το νου μας φωτίζουνε,
και βλασταίνουν αμάραντα.

Ζάκυνθος 12-1-2010


Λεξιλόγιο:
1 κατσουριδέλι = μικρή κατσουρίδα, ξύλινο εργαλείο από ελιά μήκους μέχρι ένα μέτρο, με μικρή διχάλα στο επάνω μέρος για το ράβδισμα της ελιάς.
2. Ράβδος από κυπαρίσσι μήκους από δύο έως τρία μέτρα περίπου, για το ράβδισμα της ελιάς στα ψηλά κλαδιά.



Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

"… εν κυμβάλοις ευήχοις …"



Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Αυτές οι γιορτές, που πριν λίγες μέρες έκλεισε ο κύκλος τους, ο οποίος άρχισε στις 16 του Δεκέμβρη, την παραμονή της χειμωνιάτικης και κυριώνυμης γιορτής του Αγίου μας και τέλειωσε με την επέτειο του Προδρόμου, με τους ατέλειωτους Γιάννηδες, στις 7 του Γενάρη, ήταν οι πιο μουσικές, που έζησε το νησί μας.
Εκτός από την καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη συναυλία, την οργανωμένη από τους δραστήριους «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», με την οποία ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο κείμενό μας, την ίδια ώρα - γι’ αυτό και δεν την παρακολουθήσαμε και δεν ασχοληθήκαμε, ως εκ τούτου, μαζί της, ενώ το άξιζε αναμφίβολα - πραγματοποιήθηκε στο νεοαποκτηθέν και αξιοζήλευτο για μάς τους υπόλοιπους αδικημένους γηγενείς, πολιτιστικό κέντρο Σαρακηνάδου, παρόμοια εκδήλωση, από την νεοσύστατη και πολλά υποσχόμενη χορωδία, η οποία πολύ σωστά και τιμητικά φέρει το όνομα του πολλά προσφέροντος στα μουσικά δρώμενα του Τζάντε Κωνσταντίνου Σαμσαρέλου.
Επίσης μουσικές ομάδες είπαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, κατά την πρέπουσα τάξη και όχι με τριγωνάκια ή… νταούλια, το βράδυ της υποδοχής του 2010, καλωσoρίζοντας το νέο χρόνο και συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να την αφήσουμε να σβήσει, υποχωρούντες σε άλλες, ξένες νοοτροπίες και φρεσκομπασμένες αλλότριες παραδόσεις, τις οποίες επιβάλουν οι καιροί, η τηλεόραση και η αμάθεια.
Τέλος το βράδυ του Αγιασμού, την παραμονή των Φώτων, «του Φωτώνε», όπως τα λέμε στη Ζάκυνθο, η άλλη δραστήρια και απαραίτητη χορωδία του ιστορικού ναού της Φανερωμένης της πόλης μας, είπαν τα πατροπαράδοτα κάλαντα της ημέρας, τα γνωστά «Φώτα», στον επίσκοπο του νησιού, σε μια ζεστή τελετή, που κληροδοτημένη από τους αιώνες, έγινε στο Μητροπολιτικό μας Μέγαρο, συνεχίζοντας και θυμίζοντας.
Ιδιαίτερα, όμως, σ’ αυτό το κείμενό μας θα σταθούμε σε μιαν άλλη μουσική εκδήλωση, η οποία έγινε δύο φορές, λόγω της μεγάλης συμμετοχής - και αυτό αποτελεί παρηγοριά και υπόσχεση - στην άλλη, την καθολική Μητρόπολη του Τζάντε, τον επίσης ιστορικό Άγιο Μάρκο, ο οποίος από αιώνες, με αλλαγές και παραλλαγές, βρίσκεται, θυμίζοντας και παραδειγματίζοντας, στην κεντρική, ομώνυμη πλατεία μας. Η συναυλία αυτή πραγματοποιήθηκε την προπαραμονή και την επόμένη της Πρωτοχρονιάς, στις 30 δηλαδή Δεκεμβρίου και στις 2 Ιανουαρίου και με τον τρόπο αυτό και οι δύο καθεδρικοί ναοί του νησιού μας, οι οποίοι πάντα αρμονικά συνυπήρχαν και συμβάδιζαν, εφαρμόζοντας σε πολλά την αρχή της αλληλοδιδασκαλίας, ύμνησαν την λυτρωτική για το ανθρώπινο γένος Θεία Γέννα και υπενθύμισαν στους νεότερους Ζακύνθιους, το τι ήταν και το τι τούς πρέπει.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτήν την πανδαισία των ήχων ήταν η ορχήστρα δωματίου “Gruppo D’ Archi Veneto”, η οποία, όπως και τ’ όνομά της δηλώνει, ήρθε από την μακρινή, αλλά όχι και άσχετη με τον τοπικό μας πολιτισμό, πλωτή πόλη, την φημισμένη, κατά πολλούς τρόπους, Βενετία και μας χάρισε ακουστικά αριστουργήματα των G. F. Haendel, A. Corelli, A. Vivaldi, A. Marcello και J. S. Bach.
Η εκκλησία, όπως και πριν αναφέραμε, και τα δύο βράδια ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Στην τελευταία επανάληψη μάλιστα - και αυτό μας δίνει διασωστικό θάρρος- πολλοί φιλότεχνοι -να, που υπάρχουν και αυτοί, άλας ζωής, μέσα στην τόση ξεραΐλα- έμειναν «εκτός του νυμφώνος» -και εδώ δεν παρομοιάζουμε, αλλά κυριολεκτούμε- επειδή, δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για εμάς τους ελπίζοντες - δεν βρήκαν εισιτήριο. Όλα αυτά μεταφράζονται, πως ο κόσμος θέλει και απαιτεί, αλλά οι ιθύνοντες δεν το κατανοούν αυτό και δεν μπορούν να του το δώσουν. Επίσης, πως το κοινό δεν θέλει λαϊκισμό, αυτός μάς καθίζει στο σβέρκο τον κάθε κιτς, ατάλαντο και απαίδευτο μωροφιλόδοξο, που καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει, αλλά μπορεί να χαρεί και την γνήσια και υψηλή τέχνη, η οποία αγαπιέται, παρά την επίφοβη ισοπέδωση, αυτήν που παρεξηγώντας μια ισότητα και μιαν ελευθερία, θέλει όλα τα δάχτυλα του χεριού -και του ποδιού συχνά- ίδια, ενώ δεν είναι και προσφέρει στο λαό, όχι μόνο μασημένη, αλλά συχνά αναμασημένη τροφή και όχι εκείνο που δικαιωματικά του αξίζει.
Και η νύχτα -ή μάλλον οι νύχτες- του Αγίου Μάρκου, όπως και αυτή του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ήταν έναστρη και φωτεινή, όπως ταίριαζε στις ημέρες, αλλά και την βαριά παράδοση και την ιστορία του τόπου, όπου πραγματοποιήθηκαν. Το κοινό τις αγκάλιασε και ο πήχης ανέβηκε, τόσο, ώστε πολλοί, εξουσία ή πολιτιστικοί παράγοντες, να πρέπει να σκέφτονται πια, για το τι ετοιμάζουν και το τι προωθούν και σερβίρουν.
Στον χώρο, που στο προαύλιό του πριν λίγα χρόνια, η κακώς εννοούμενη αντιγραφή, με την καθαρά επαρχιώτικη μίμηση, είχε μετατρέψει την ιστορία σε παρωδία, με την υπερβολή του κιτς και την χυδαιότητα της προχειρότητας, για κάποια δήθεν χριστουγεννιάτικη μεταμόρφωση, νότες θεόπνευστες, από τους μεγαλύτερους και πιο επώνυμους δημιουργούς ταιριασμένες, ήρθαν να ξορκίσουν το κακό και πρόσφεραν στους πολλαπλά ταλαιπωρημένους κατοίκους αυτού του νησιού γνώση και ποιότητα.
Εφτά βιολιά, δύο βιόλες, δύο βιολοντσέλα, ένα κλαβιτσέμπαλο, ένα όμποε και μια κιθάρα, μας ξύπνησαν εκείνο το βράδυ μπαρόκ καταγωγές και μας ξενάγησαν σε μαγείες ήχων. Ήταν μια γνήσια προσευχή, στον νεογέννητο Χριστό και στο μεγάλο Ευαγγελιστή, που το λείψανό του, μεταφερόμενο σε περιόδους ακμής στην Βενετία, την πόλη του μουσικού σχήματος της εκδήλωσης, πέρασε από τα μέρη μας και -σύμφωνα με την παράδοση- ήταν η αιτία να χωρίσουν τα Στροφάδια.
Σίγουρα και τις δύο αυτές βραδιές χάρηκε η εξόριστη και πάντοτε νοσταλγός ψυχή του Ούγου Φώσκολου, ο οποίος σ’ αυτήν την ιερή στέγη βαπτίστηκε, εκεί εκτελούσε μικρός τα πρώτα θρησκευτικά του καθήκοντα και εκεί άκουσε το δημιούργημά του και τον πνευματικό του διάδοχο και συνεχιστή, τον ισαπόστολο Διονύσιο Σολωμό, να του απαγγέλλει το περίφημο και μοναδικό «Εγκώμιο». Όσοι καλοπροαίρετα αλαφροΐσκιωτοι μάλιστα έχουν παραμείνει και επιμένουν στις απόψεις τους θα τον είδαν και τις δύο φορές να έχει αποδράσει από την τιμητική για τον ίδιο εκκλησία του Τίμιου Σταυρού της Φλωρεντίας και να επιστρέφει στην «μητρική του γη», που τόσο πόθησε, μα τόσο στερήθηκε. Γιατί και ο ίδιος χάρηκε που το νησί του, τα χώματα που φιλοξένησαν τα πρώτα και σημαντικά βήματα της ζωής του, τα τόσο σημαντικά για το μέλλον του, προσπαθεί και πάλι να ορθοποδήσει και που οι συμπατριώτες του ξαναθυμήθηκαν, μετά τους τόσους ακουστικούς ρίπους, που τους επιβλήθηκαν «ανεπαισθήτως», το πότε πρέπει να χειροκροτούν και το πόσο διαφέρει η μετριότητα από την ποιότητα.
Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, όπως μια σχεδόν βδομάδα πριν και αυτή του Αγίου Νικολάου των Ξένων, αλλά κάποιες βραδιές Βαΐων και η φημισμένη, όσο πληγωμένη, Φανερωμένη, άνοιξαν και πάλι τις πόρτες τους, όχι για μια εκδήλωση, αλλά για μια διαφορετική προσευχή και μιαν αλλιώτικη λειτουργία. Γιατί η τέχνη, η γνήσια τέχνη, όπως και να το κάνουμε, είναι αναμφίβολα έκφραση λατρείας και τρόπος επαφής μας με το θείο. Ας ισχυρίζονται κάποιοι προβληματικοί και σκληροπυρηνικοί το αντίθετο.
Αυτό εξάλλου ήταν πάντα και πρέπει να παραμείνουν τα Επτάνησα και ιδιαίτερα το νησί μας, η Ζάκυνθος: γέφυρα πολιτισμών, σταυροδρόμι ρευμάτων, υπόδειγμα ανεξιθρησκίας και αποδοχής και κοιτίδα, ως εκ τούτου, δημιουργίας.
Ό,τι είχε δημιουργηθεί τους προηγούμενους αιώνες, είχε θεμελιωθεί σε ποιότητα και γνώση. Αν αυτά αποκτηθούν και πάλι, υπάρχει ελπίδα. Διαφορετικά ματαιοπονούμε.
Ας γίνει, όμως, αυτό που και στο προηγούμενο κείμενό μας υποστηρίξαμε. Οι εκδηλώσεις αυτές να μην είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Ας μην προσφέρονται αραιά και που, αλλά ταχτικά και με πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό θα γίνουν συνήθεια και το κοινό θα προσαρμοστεί στο καλό, έχοντας το δικαίωμα επιλογής και το προνόμιο της κριτικής.
Η ποιότητα, τέλος, δεν στοιχίζει, ούτε απαιτεί τεράστιους προϋπολογισμούς και υψηλές επιχορηγήσεις. Απλά είναι θέμα επιλογής.
Μακάρι να ξαναμπεί στη ζωή μας. Το νησί μας αξίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση. Τέτοιες προσπάθειες το ανασταίνουν από τον λήθαργό του και το βγάζουν από το τέλμα του.
Περιμένουμε την επικράτησή τους. Είναι η μόνη μας λύση.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Η Γιορτή της Μαμμής ή Γυναικοκρατία

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Στις 8 Ιανουαρίου, μέσα στο χώρο των εορτών του Δωδεκαήμερου, ύστερα από τη θεϊκή Γέννηση και τη θεϊκή Βάπτιση στις περιοχές κυρίως της Μακεδονίας αλλά και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο γιορτάζεται η το έθιμο της «Μπάμπως». Αφορά ιδιαίτερα τη Μαμμή της συνοικίας ή του χωριού. Η Μαμμή, ως γνωστόν, αποτελεί ένα πανανθρώπινο συμβολικό πρόσωπο, που δεν λείπει κι από τις εικονικές παραστάσεις των «Γεννήσεων», κατά το λουτρό του Θείου Βρέφους. Η εκκλησία ετίμησε τον ανάδοχό (νουνό) του Άγιο Ιωάννη, στις 7 Ιανουαρίου. Γιατί να μην τιμήσουν κι οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι μητέρες, τη Μαμμή, για τις ως τώρα και τις έπειτα γέννες τους, που είναι η αρχή του νέου έτους;
Ο Γεώργιος Μέγας μάς έχει δώσει μια παραστατική περιγραφή και (την προαναφερθείσα) ερμηνεία της «Ημέρας της Μαμμής» στην Επετηρίδα του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Είχε λάβει αφορμή από παλαιότερη δημοσιογραφική πληροφορία (1929) του Κ. Φαλτάιτς, ότι «εις χωρία της Κεντρικής Μακεδονίας , όπου μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδος και Βουλγαρίας (1923) εγκαταστάθηκαν Έλληνες χωρικοί εξ ανατολικής Ρωμυλίας, την 8η Ιανουαρίου από το πρωί, οι γυναίκες κάθε χωριού βρίσκονται σε συναγερμό. Ντύνονται με τα καλύτερα ρούχα των και περνούν στο λαιμό τους φλωριά. Αποβραδίς έχουν ετοιμάσει καλά φαγητά και κρασί, και το πρωί, παίρνοντας μαζί μια μεγάλη πλάκα-σαπούνι, πηγαίνουν με τα εφόδια αυτά στο σπίτι της Μαμής του χωριού τους. Εκεί περιμένει τις γυναίκες, ντυμένη με τα καλύτερά της ρούχα, (για ν΄ αρχίσει στο σπίτι της, κάτι τελετουργικό):
Κάθε νεοφερμένη πλένει (συμβολικά) τα χέρια της Μαμής, με το σαπούνι που έφερε, και της το αφήνει, ώστε έτσι η Μαμή να εξασφαλίζεται από σαπούνι για όλο το χρόνο. Έπειτα οι γυναίκες στολίζουν με τα φλωριά τη Μαμή και την κάνουν χρυσοστόλιστη. (Τα φλωριά, μετά το τέλος της γιορτής, επιστρέφονται στις κατόχους τους). Κι αρχίζει το γλέντι.
Η Μαμμή έχει μαγειρέψει κι αυτή τα φαγητά της. Το τραπέζι είναι απέραντο. Τα φαγητά ορεκτικά και άφθονα. Το κρασί, τρέχει χωρίς τελειωμό και οι γυναίκες διηγούνται διάφορα ανέκδοτα, που δεν επιτρέπεται ν΄ ακούσει αφτί ανδρός.
Όταν ανάψει το γλέντι, αρχίζει ο χορός. Η Μαμμή τραβά εμπρός κι ακολουθούν οι άλλες. Και το γλέντι διαρκώς γίνεται ζωηρότερο. Τις απογευματινές ώρες η διασκέδαση φθάνει στο κατακόρυφο. Τα τραγούδια των γυναικών χαλούν τον κόσμο.
Έπειτα, το σπίτι της Μαμμής εγκαταλείπεται και ο χείμαρος των γυναικών, με τη Μαμμή εμπρός , ξεχύνεται στους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Ακριβώς τότε, κανένας άνδρας δεν τολμά να φανεί στην αγορά. Μόνον τα καφενεία είναι ανοιχτά, κι απ΄ όλους τους άνδρες μόνον οι καφετζήδες «απολαμβάνουν ασυλίας» (είναι ελεύθεροι στο έργο τους).
Ο χορός τα τραγούδια, η διασκέδαση, συνεχίζονται στην πλατεία, στην αγορά και στα καφενεία… Αργά το βράδυ οι γυναίκες γυρίζουν κατακουρασμένες στα σπίτια τους, και από την άλλη ημέρα κι αυτές και οι άνδρες αναπιάνουν τα έργα τους.»
Με αφορμή «των αναβιώσεων» αυτών, ο Μέγας ανέτρεξε σε περιγραφικά στοιχεία από τις παλιές πατρίδες των προσφύγων της Θράκης, ιδιαίτερα σε χειρόγραφο του 1866, στα Αρχεία του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας, γραμμένο από τον λόγιο Συμ. Μανασσείδη, όπου περιγράφεται η «Γιορτή της Μαμμής», όπως γινόταν στην ελληνο-βουλγαρική συνοικία της Αδριανούπολης. Ο ίδιος μελετητής έχει συγκεντρώσει από το 1937 δώδεκα αυθεντικές περιγραφές από τα χωριά των προσφύγων αλλά και παρόμοιες γιορτές ευρωπαϊκών λαών (Βέλγιο, Γερμανία, Δανία, Ελβετία κ.α.) καθώς και τις αρχαίες ελληνικές, τα Θερμοσόφια, τα Αλώα και τα Ελευσίνεια που έχουν ομοιότητες. Έτσι ο Μέγας συνοψίζοντας κοινά στοιχεία του εθίμου, το θεωρεί κυρίως «γιορτή της γυναίκας», με σκοπό την τεκνογονία και με συμβολικά τιμώμενο πρόσωπο τη Μαμμή.
Η περίοδος αυτή του μετα-δωδεκαημέρου, που είναι και «καρναβαλική» οδηγεί επίσης σε μεταμφιέσεις και ελευθεριότητες, που τις δέχονται ή τις υφίστανται «ευγονικά» και οι άντρες. Έτσι φτάσαμε στη σημερινή «Γυναικοκρατία», που τουρίστες και απληροφόρητοι δημοσιογράφοι τη βλέπουν ξεκρέμαστη, σαν τάχα ένα φεμινιστικό κίνημα Αριστοφανικό.
Η Μαμμή του χωριού με τις παλιές παραδοσιακές υπηρεσίες της σε μυριάδες γενεών, τιμάται επάξια με βασιλικές (έστω και παρωδημένες σκόπιμα) διακρίσεις και με προσφορές κοινής προθυμίας.

Ζάκυνθος 8-1-2010


Βιβλιογραφία:
Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης, εκδ. Φιλιππότη 1985.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Η χαρά της προσπετίβας του "Φλαμπουριάρη"



Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η συναυλία το βράδυ των Χριστουγέννων, οργανωμένη πάντα από τους δραστήριους και πια καθιερωμένους «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», έχει γίνει ήδη θεσμός ή πιο σωστά, για να μην ξεχνάμε και την δική μας, ξεχωριστή διάλεκτο, αντέτι, το οποίο γράφουμε, όπως διαπιστώνετε, για πολλούς και ποικίλους, αλλά εποικοδομητικούς λόγους, χωρίς εισαγωγικά και όλως παραδόξως δεν το κοκκινίζει ο υπολογιστής μας.

Όπως κάθε χρονιά, λοιπόν, έτσι και φέτος το με πολυδιάστατη προσφορά μουσικό αυτό συγκρότημα ετοίμασε για το κοινό της Ζακύνθου και μόνο, μια και δεν βρισκόμαστε σε τουριστική περίοδο και αυτό αποτελεί αληθινή και ουσιαστική προσφορά, μια νύχτα αληθινά φωτεινή, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, ισοφαρίζοντας τον από τηλεοπτικής οθόνης ηχητικό, νεοελληνικό εξευτελισμό, με έργα των J. Haydn, W. A. Mozart, Cesar Franck, G. Caccini, Alessandro Stradelle, Adolphe Adam, Bach / Gounod, αλλά και των δικών μας, ζακυνθινών ή πολιτογραφημένων ζακυνθινών, Κώστα Σαμσαρέλου, Νίκου Γράψα, Παναγιώτη Μαρίνου και του αγαπημένου στο νησί και ακουστικά οικείου, στον εκκλησιαστικό χώρο, Θεμιστοκλή Πολυκράτη. Επίσης το βράδυ εκείνο ακούστηκαν ύμνοι και κάλαντα της μεγάλης γιορτής από τον ελληνικό χώρο, αλλά και την Ευρώπη.

Τα οφέλη από αυτήν, την απαραίτητη πια για όλους μας και αναγκαία, όσο η «χριστοπαραμονιάτικη» κουλούρα μας, εκδήλωση είναι πολλά και σίγουρα κανένας καλοπροαίρετος δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει. Στο σημερινό μας κείμενο, το πρώτο του 2010, έτσι σαν για το καλό και για να σπάσουμε συμβολικά ένα πλούσιο σε σπόρους ρόιδο στο κατώφλι της νέας χρονιάς, όπως απαιτεί το δικό μας έθιμο, το δίχως βασιλόπιτες και σκουλικάρες, θα απαριθμήσουμε και θα εντοπίσουμε μερικά από αυτά και με τον τρόπο αυτό, αναφέροντας δηλαδή κάτι το ποιοτικό και αξιόλογο, θα προσπαθήσουμε να ξορκίσουμε το κακό, που τελευταία βασιλεύει στον τόπο μας και θα πιστέψουμε πως από εδώ και πέρα τα πράγματα θα καλυτερεύουν όσο περνά ο καιρός.

Πρώτο και καλύτερο όφελος ήταν και είναι, μια και τίποτα δεν σβήνει, ούτε χάνεται οριστικά, η επιλογή του χώρου. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στον μητροπολιτικό ναό της πόλης μας, ο οποίος μάλιστα στο πρόγραμμα και την πρόσκληση ήταν, πολύ σωστά και με άποψη, γραμμένος με την παλιά, σωστή του ονομασία, δηλαδή Άγιος Νικόλαος των Ξένων, δημιουργώντας έτσι συνέχεια και μη αποκόπτοντας από τις πανάρχαιες ρίζες μας όλους εμάς τους πολλαπλά σεισμόπληκτους.

Η επιλογή αυτή δεν ήταν χωρίς νόημα και προεκτάσεις. Βυθισμένοι και εμείς στην στις περισσότερες εκφράσεις και απόψεις της κοντόφθαλμη και «τα σκαιά φορούσα», όπως θα έγραφε και ο Ποιητής, νεοελληνική νοοτροπία, κινδυνεύουμε, συν τοις άλλοις, να εξαφανιστούμε από την μιζέρια του δογματισμού, κάτι που ποτέ δεν υπήρχε ως τώρα στον ιόνιο χώρο, άρα και στο φημισμένο κάποτε «Φιόρο του Λεβάντε», που για όχι άσχετους με τα παραπάνω λόγους ονομάστηκε επάξια και «Φλωρεντία της Ανατολής». Έχοντας, παρά την τόση ισοπέδωση και τις επιδημίες, οι οποίες προκύπτουν από την ισοπέδωση των συγκοινωνούντων δοχείων, κάποια ίχνη ακόμα στο αίμα μας από την ευρωπαϊκή μας ιστορική συγγένεια, δεν θεωρούμε αμαρτία την «εν χορδαίς και οργάνοις» μουσική έκφραση, αλλά, αντίθετα, την αισθανόμαστε, σύμφωνα και με τον ιερό Αυγουστίνο, δύο φορές προσευχή. Γι’ αυτό τέσσερις φορές το χρόνο, την παραμονή και την ημέρα της απόδοσης των γιορτών του Αγίου μας, προσευχόμαστε σ’ αυτόν, τον πολιούχο και μοναδικό προστάτη, με την συνοδεία της μπάντας μας, η οποία εισέρχεται στο ναό και συμψάλλει, όχι μόνο δίχως κανέναν να ενοχλεί, αλλά αντίθετα βοηθώντας να γίνει πιο ζεστό εκείνο το δάκρυ, το οποίο αυτή τη στιγμή κυλά από τα μάτια του κάθε ζακυνθινού, πιστού ή άπιστου, και ίσως και από το ίδιο το μάτι του Σιγουρόπουλου, που άγιασε και σίγουρα, όσο κανένας άλλος, καταλαβαίνει τους συμπατριώτες του. Το ίδιο, επίσης, συμβαίνει και στην όμαιμη Κέρκυρα, όπου εκεί, την ημέρα της μνήμης του Αγίου Σπυρίδωνα, την ώρα της λειτουργίας μπαίνει στο ναό η μπάντα για ένα επτανησιακό συλλείτουργο, αποδίδοντας τα πρέποντα στον πάτρωνα των Κορυφών, για την σωτηρία του νησιού και της πόλης.

Ο ναός, βέβαια, αισθητικά, τουλάχιστον, παρότι ο μητροπολιτικός του νησιού μας, δεν είναι ο πλέον κατάλληλος χώρος για παρόμοιες εκδηλώσεις, απλά και μόνο επειδή και αρχιτεκτονικά και εικαστικά, με τις άτεχνες και άσχετες με την παράδοσή μας τοιχογραφίες του, τις οποίες ευτυχώς επιδιορθώνει ο πανδαμάτωρ και παρέχων δικαιοσύνη χρόνος, δεν μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο και απαιτούμενο πλαίσιο για μια παρόμοια συναυλία. Η ύπαρξη, όμως, του τέμπλου του Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη και κάποιες άλλες λεπτομέρειες, όπως αυτή της εικόνας της θείας Γέννησης, την οποία η καλαίσθητη φροντίδα του π. Παναγιώτη Σπουργίτη, του πάντα ακαταπόνητου εφημέριου της εκκλησίας, είχε τοποθετήσει στο κλασσικό τετράποδο με τις απαραίτητες μερτίες και τον πορφυρόχρωμο, από βελούδο φτιαγμένο Ουρανό, αποτελούσαν μια ελπίδα και μες στους κάμπους της ακαλαισθησίας ήταν μια παρηγοριά, η οποία εναρμονιζόταν τέλεια, για όσους μπορούσαν να ξεχωρίσουν, με τους ήχους της βραδιάς.

Το δεύτερο σημαντικό όφελος της εκδήλωσης αυτής ήταν η ικανοποίηση που νοιώσαμε όλοι εμείς που αγαπάμε αυτόν τον τόπο και πάντοτε περιμένουμε και ευχόμαστε την πρόοδό του και την τύχη, η οποία του αξίζει από την ιστορία του, σαν είδαμε μπροστά μας να ερμηνεύουν όλες αυτές τις κατακτήσεις της παγκόσμιας τέχνης ζακυνθινόπουλα με γνήσιο ταλέντο, αλλά προπάντων με σπουδές λαμπρές στο χώρο, τα οποία, κυριολεκτικά, δίδαξαν τους συντοπίτες τους. Γι’ αυτό το λόγο ένοιωσα την άμωμη Λεχώνα να χαμογελά στην προσπετίβα, πίσω από το αναμμένο της, ασημένιο καντήλι, το κατάλοιπο μιας δικής της αισθητικής και όχι αγορασμένο από το Μοναστηράκι, σαν άκουσε το Ave Maria από τα χείλη του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη ή το Pieta Signore, την λιτή στην επέτειο των επιλόχειών της του τενόρου Αλέξανδρου Αμανατίδη. Μα και οι άλλες δεσποτικές αγαλλίασαν με τις σοπράνο Στέλλα Μικρούλη, Λένα Σουρμελή και Ανδριάνα Λυκούρεση, γιατί πραγματικά, είτε από την εκκλησία του «Τράφου» είχαν διασωθεί, είτε από το χέρι του καλλίφωνου ζωγράφου και χορωδού Χρήστου Ρουσέα είχαν συμπληρωθεί, γνώριζαν από μουσική και χαίρονταν όχι μόνο για την σωτήρια Γέννηση, αλλά και για την αναγέννηση του τόπου, που τις ιστόρισε.

Το τρίτο και επίσης σημαντικό όφελος της βραδιά ήταν η ανταπόκριση του κόσμου, που αν την χαρακτήριζες αθρόα, σίγουρα θα την αδικούσες, αποδίδοντάς την με τετριμμένη και από ευτελείς σκοπούς χρησιμοποιημένη λέξη, ενώ άλλα πιο απλά επίθετα, όπως φιλική και ζεστή, θα της άρμοζαν καλύτερα. Αληθινά ο μητροπολιτικός μας ναός του Αγίου Νικολάου των Ξένων, που εκείνο το βράδυ μπορούσε και πάλι να ονομαστεί αβίαστα Duomo, γέμισε ασφυκτικά και κυριολεκτικά «δεν χωρούσε βελόνι». Αυτό δείχνει πρώτον πως ο κόσμος διψά για κάτι καλό και δεύτερον πως δεν χρειάζεται να του προσφέρεις, κατά την άτυχη, επικρατούσα άποψη, «μασημένο φαΐ», αλλά μπορεί να καταλάβει πολύ περισσότερα και πιο ποιοτικά. Γιατί η τέχνη δεν πρέπει να κατέβει στο λαό, αλλά ο λαός να ανέβει στην τέχνη.

Παραλείψαμε να αναφερθούμε στους οργανωτές με λεπτομέρεια. Αυτό, όμως, το έχουμε κάνει και άλλες φορές και εκ των πραγμάτων εξυπακούεται. Ο «σπαργανωμένος ήλιος», όπως ονόμασε την εκδήλωση ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ο οποίος έγραψε και τα ποιήματα, τα οποία την συνόδευαν και αποδόθηκαν από την ηθοποιό Λετίτσια Μουστάκη, δεν ζέστανε μόνο τις καρδιές μας εκείνο το γιορταστικό βράδυ, αλλά θεμελίωσε και ελπίδες.

Τέτοιες εκδηλώσεις αν γίνουν θεσμός και επαναλαμβάνονται συχνά, ώστε να αποκτήσει ο σημερινός Ζακυνθινός και πάλι μουσική παιδεία, έχουν πολλά και ουσιαστικά να προσφέρουν.

Καλή μας χρονιά και γεμάτη τέτοιες ευκαιρίες. Το φως της τέχνης ας «αξαίνει» γύρω μας. Αρκετά κράτησε η πτώση μας.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Γιώργου Σκαμπαρδώνη, ΤΟ ΦΙΔΙ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ (διήγημα)

Η Ζέφη, δασκάλα στο Σχολείο των Κωφών, τριάντα πέντε ετών, δυο χρόνια χωρισμένη, οδηγεί το Φιατάκι της, ανεβαίνει στις κοντινές, χιονισμένες λοφοπλαγιές έχοντας δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, τον κουβά. Οδηγεί σχετικώς ψύχραιμα – σκέφτεται: πόσες πιθανότητες είχε αυτό να συμβεί;

Ξεκίνησε σήμερα πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, μαζί με το παιδί, το αγοράκι της τον Χρήστο, που είναι δυόμισι χρόνων, και φτάσανε στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσουν, να γυρίσουνε και μετά να πάνε να κοινωνήσουν. Πήρε η Ζέφη ένα καρότσι απ’ τη σειρά, κι άρχισε να βάζει μέσα τρόφιμα. Στο τέλος σκέφτηκε να πάρει και ένα μικρό τσουβάλι πατάτες – τις θυμήθηκε βλέποντας τα σακιά στη γωνιά. Μικρά τσουβαλάκια από κίτρινο νάιλον, δικτυωτό. Πήρε ένα σακί, το έβαλε πάνω απ’ όλα τα τρόφιμα μέσα στο καρότσι, και μετά, σήκωσε το παιδί και το απόθεσε πάνω στο τσουβάλι, κάτι που πάντα του άρεσε όταν πηγαίνανε στο σούπερ μάρκετ. Το ’βλεπε σαν βόλτα. Ο μικρός χοροπηδούσε πάνω στο τσουβαλάκι και χαιρόταν – η Ζέφη έκανε μερικές γύρες ακόμα μήπως ξέχασε τίποτε.

Κουβάλησε τα ψώνια στο σπίτι κάπως γρήγορα για να προλάβουνε να πάνε και στην εκκλησία. Το παιδί, με το που ξαναμπήκανε στο αμάξι άρχισε να κλαίει. Με ένα περίεργο κλάμα. Η Ζέφη το καθησύχαζε, νόμιζε ότι ήταν η συνηθισμένη γκρίνια του. Το μάλωνε, το χάιδευε. Εκείνο σώπαινε και μετά άρχιζε πάλι να κλαίει.

Απ’ την στιγμή που μπήκαν στο ναό, το παιδί αποχαλινώθηκε. Το κρατούσε η Ζέφη στην αγκαλιά σφιχτά και δεν μπορούσε να το κάνει ζάφτι. Χτυπιότανε, τσίριζε, ούρλιαζε, έκλαιγε. Κάτι ήθελε να πει και δεν τα κατάφερνε. Ο κόσμος ενοχλούνταν αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – είχε πλησιάσει η ώρα της μετάληψης. Η σειρά είχε στηθεί κιόλας μπροστά τους και ο παπα–Μακάριος της εκκλησιάς του Αγίου Χαραλάμπους, ιερέας ψηλός, με ευγενική μορφή, σοβαρός, με βαθιά, υπέροχη φωνή, είχε βγει με το Αγιο Δισκοπότηρο και με το κουταλάκι και είχε αρχίζει να μεταλαβαίνει τον κόσμο.

Όσο μίκραινε η σειρά τόσο το παιδί αλλοφρονούσε. Ξέφυγε, μια στιγμή, απ’ τη μάνα του, έπεσε κάτω με δαρμοσπασμούς και μαγουλοσύρθηκε στο δάπεδο του ναού. Αλλά όλοι έκαναν υπομονή – σκέφτονταν πως το παιδί κάτι έχει και το έφερνε η μάνα του να μεταλάβει, μήπως και βοηθηθεί. Δυσανασχετούσαν, γύριζαν το κοίταζαν αλλά δεν μιλούσαν – κάποιος είπε χαμηλόφωνα τη λέξη «δαιμονισμένο».

Ο ιερέας είχε εντοπίσει από νωρίς το παιδί και το παρατηρούσε κάθε τόσο, εντελώς γαλήνιος.

Φτάσανε στα δυο βήματα. Η Ζέφη κράτησε το παιδί πιο γερά, προσεκτικά.

Ο παπάς έτεινε το κουταλάκι με την μεταλαβιά – ο μικρός Χρήστος ήρθε σε παραλήρημα, χτυπιότανε ολόκληρος, τραβιότανε πίσω, δεν ήθελε. Κι όπως ο ιερέας έσκυψε λίγο παραπάνω, χτυπάει, το παιδί, μια, με το χέρι του και με απρόσμενη δύναμη, το Αγιο Δισκοπότηρο, το ρίχνει κάτω και όλη η μετάληψη χύνεται στο πάτωμα της εκκλησίας κι απλώνεται σαν μεγάλη κηλίδα αίμα – όσοι περίμεναν στην σειρά είδαν την εικόνα αυτή κι ένιωσαν σαν να δέχτηκαν μια μαχαιριά στο στήθος.

Η Ζέφη άρχισε να κλαίει. Τραβήχτηκε με το παιδί πιο εκεί και κάθησε σε ένα στασίδι κρατώντας το αγκαλιά.

Ο παπάς, ήρεμος πάντα, γαλήνιος, σήκωσε κι άφησε πίσω του σε ένα τραπεζάκι το Αγιο Δισκοπότηρο και το κουταλάκι και έπεσε στα τέσσερα. Σύρθηκε στο δάπεδο κι άρχισε να γλείφει τη μετάληψη μαζί με τα σκουπίδια και τα χώματα, τη σκόνη και τα υπολείμματα των παπουτσιών του κόσμου. Σχολαστικά, επίμονα, σαν ατάιστο σκυλί. Πόντο πόντο, γουλιά γουλιά, γιατί το δόγμα απαγορεύει να σκουπίσεις το αίμα του Χριστού. Το ήπιε όλο ο ιερέας. Μετά στάθηκε να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε μπρούμυτα, εξουθενωμένος. Εμεινε έτσι ακίνητος, για λίγο, μέσα στην βουβή εκκλησία, σαν θα ’λεγες, για να κοιμηθεί, εκεί, στο δάπεδο, επιτόπου.

Όλοι κρατούσανε την αναπνοή τους. Κοιτούσανε σαν χαμένοι.

Ο παπάς ανασηκώθηκε, αργά, σαν να ξύπνησε. Ξεσκόνισε τα ιερά του άμφια, κι έκανε ήρεμα το σταυρό του, μουρμουρίζοντας.

«Η γέννησή σου, Χριστέ ο Θεός...»

Έριξε μια πλάγια ματιά στο παιδί που ησύχαζε στην αγκαλιά της μάνας του. Υστερα έστρεψε κι έφερε απ’ το Ιερό ένα μπουκάλι γεμάτο με καθαρό οινόπνευμα και το έριξε ραντιστά στο δάπεδο, σ’ όλο το μέρος όπου είχε πέσει η μετάληψη. Μετά έβγαλε απ’ τα ράσα του σπίρτα, άναψε ένα κι έβαλε στο οινόπνευμα φωτιά, που τινάχτηκε ψηλά, με ένα μπαφ! μέσα στον ναό, προς τον τρούλο, φωταγωγώντας τον.

Το εκκλησίασμα τραβήχτηκε τρομαγμένο προς τα πίσω, φρικίασε.

Ο ιερέας έκαψε ό,τι απόμεινε απ’ την μετάληψη στο δάπεδο, ενώ δεν άφηνε κανέναν να πατήσει εκεί, πριν σβήσει η φλόγα, πριν καθαριστεί απόλυτα το μέρος, εντελώς.

Με το που έσβησε μόνη της, σιγά σιγά, η φωτιά, ο παπάς πήγε μέσα στο Αγιο Βήμα, να βάλει φρέσκο κρασί και ψίχα στο Δισκοπότηρο, για να συνεχίσει την μετάληψη – εκείνη τη στιγμή η Ζέφη ένιωσε το παιδί να λιποθυμάει στην αγκαλιά της. Εβγαλε μια κραυγή, βγήκε τρέχοντας έξω, μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας με άγχος, κλαίγοντας, τράβηξε προς το Κέντρο Υγείας, που ευτυχώς δεν απείχε πάνω από ένα πεντάλεπτο. Οι γιατροί πήραν το παιδί μέσα γρήγορα, το εξέτασαν – δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Μια νοσοκόμα το γύμνωσε και τότε είδε ένας γιατρός στο αριστερό μπούτι του παιδιού τις δυο μικρές τρύπες και το μεγάλο οίδημα γύρω γύρω.

– Φίδι, είπε. Το δάγκωσε φίδι. Οχιά.

Του έκανε αμέσως ένεση ατροπίνης και το έβαλε στον ορό. Το παιδί ήταν σε κώμα.

– Πρέπει να φύγει αμέσως για το νοσοκομείο, είπε ο γιατρός. Κινδυνεύει, το δηλητήριο έχει προχωρήσει.

Πήραν γρήγορα το αγοράκι με το ασθενοφόρο – η Ζέφη το συνόδευσε. Έκλαιγε, σπάραζε.

Προς το μεσημέρι άρχισε σιγά σιγά το παιδί να συνέρχεται. Αλλά το κράτησαν εκεί, στο νοσοκομείο, προληπτικά.

Η Ζέφη γύρισε σπίτι. Μπήκε στην κουζίνα – τα φωτάκια απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο παραληρούσαν ρίχνοντας χρωματιστές, διακεκομμένες δέσμες σ’ όλο το σπίτι. Και βλέπει την γάτα τους (που τόσο την αγαπάει ο μικρός) να είναι μπροστά στο τσουβαλάκι με τις πατάτες που ψώνισε το πρωί, με σηκωμένη τρίχα και να το κοιτάζει επίμονα. Η Ζέφη παρατηρεί, τότε, κάτι να κινείται μέσα στο σακί – μετά διακρίνει την μικρή οχιά: να κουλουριάζεται και να κρύβεται καλύτερα. Η γάτα πλησιάζει και με μιαν αστραπιαία κίνηση χτυπάει το φίδι, που πετάγεται στο δάπεδο. Το νυχιάζει ακόμα μερικές φορές, παίζοντας, κι όχι για να το σκοτώσει. Η Ζέφη ανατρίχιασε ολόκληρη. Πάει και παίρνει τη μασιά απ’ το τζάκι για το λιώσει. Αλλά, τελευταία στιγμή, μετανιώνει. Το λυπάται. Παγώνει. Και θυμάται ότι είναι Χριστούγεννα σήμερα. Κι αυτό, ένα πλάσμα Θεού – μάνα το γέννησε. Στέκει αμήχανη. Μετά πάει, φέρνει μια μεγάλη πετσέτα, την πετάει πάνω του – είναι λιποθυμισμένο. Το αρπάζει μαζί με την πετσέτα και το βάζει σ’ έναν κουβά. Από πάνω χώνει σφιχτά, πατικώνει και το βαρύ μπουρνούζι της.

Και τώρα ανεβαίνοντας με το αυτοκίνητο, μακριά απ’ τον οικισμό, στις μισοχιονισμένες λοφοπλαγιές του Χορτιάτη, σταματάει. Διστάζει. Βλέπει γύρω. Χιόνια κι ερημιά. Ψυχή δεν βλογάει πουθενά. Ανοίγει το τζάμι του συνοδηγού, παίρνει τον κουβά και τον αδειάζει απέξω, πετσέτα, μπουρνούζι και φίδι μαζί – ένα ρίγος τρέχει στην πλάτη της. Μετά σκύβει δισταχτικά και βλέπει την οχιά να σέρνεται μαιανδρίζοντας ζαβά, ζαλισμένη ακόμα, και να χώνεται σε ένα θάμνο. Σκέφτεται πως το φίδι θα είχε μπει στο τσουβαλάκι μετά την ενσάκκιση, κι είχε πέσει, κρυμμένο στις πατάτες, σε χειμερία νάρκη. Με το που κάθησε πάνω το παιδί, η οχιά ζεστάθηκε, ξύπνησε, ζορίστηκε και... Βγάζει η Ζέφη το κινητό, να τηλεφωνήσει στον τέως άντρα της – το αναβάλλει.

Στρίβει και τραβάει προς την εκκλησιά, πριν ξαναπάει στο νοσοκομείο. Μπαίνει πάλι στην πόλη. Κόσμος πολύς στους δρόμους, κρατώντας ψώνια, χαρούμενος. Φωταψία παντού. Αστράφτουνε, ανύποπτες, οι βιτρίνες, τρέχουν, αμέριμνα, τα παιδιά φωνάζοντας, γλιστρώντας, πετώντας μεταξύ τους χιονόμπαλες.

Η Ζέφη μπαίνει στο ναό. Προχωρεί, παίρνει κι ανάβει ένα κερί. Νιώθει εντελώς μόνη, αδύναμη, άδεια. Στο έλεος. Βουρκώνει – μετά τα μάτια της αρχίζουνε να τρέχουνε ανεξέλεγκτα. Και τραυλίζοντας ψιθυρίζει, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, απ’ την εφηβεία της, αυθόρμητα, ασυναίσθητα, τις ξεχασμένες λέξεις:

«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει...».


Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και εικονογραφήθηκε από τον Μιχάλη Μαδένη για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της Εφημερίδας Καθημερινή (25.12.2009).

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Μάρως Δούκα, ΡΟΛΟΓΑΚΙ ΧΕΙΡΟΣ (διήγημα)

Παραμονές Xριστουγέννων. Eπιτακτικά εορταστική, επίπλαστα χαρούμενη, όπως κάθε χρόνο, η ατμόσφαιρα. Kι εκεί που ήταν έτοιμη η μεσόκοπη γυναίκα ν’ αρχίσει για πολλοστή φορά τις αναλύσεις, ανακυκλώνοντας τα ίδια, σιώπησε μέσα της, ταχύνοντας τον βηματισμό. Πολύξερη κι εσύ, σαν τον πατέρα σου, άκουσε τη φωνή της μάνας της. «Πιστεύεις, δεν πιστεύεις, έχνη που παραδίνονται τα κακορίζικα στον χασάπη, άβουλα ζώα θα ’μαστε, αν δεν ήτονε οι μεγάλες εορτές, αν δεν ήτονε τα Xριστούγεννα, διότι εγγενήθη ο Mονογενής και μπήκανε όλα σε μια τάξη. Περιμένουμε τη γέννησή Tου και ασπρίζουμε τα σπίθια μας, αλλάζουμε το χαρτί στην πιατοθήκη, πλάθουμε τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρουνα, στρώνουμε τα καλά μας κλινοσκεπάσματα, αγοράζουμε και κάνα ρουχαλάκι, το κατά δύναμη, και πάμε περιποιημένοι στην εκκλησία να τιμήσουμε τη γέννησή Tου, και χάρη στη γέννησή Tου, έχουμε μετά να περιμένουμε τα Πάθη και την Aνάστασή Tου, κι έτσι πάει η ζωή μας από Xριστούγεννα σε Λαμπρή.»

Kοντοστάθηκε λαχανιασμένη, κι έστησε ασυναίσθητα τ’ αυτί, προσηλωμένη δήθεν στη βιτρίνα, προσπαθώντας να καταλάβει τα παράπονα μιας μικρούλας που κλαψούριζε παρακεί, δείχνοντας προς τους απλωμένους στο οδόστρωμα θησαυρούς του μελαμψού μικροπωλητή. H γυναίκα που συνόδευε τη μικρή έκανε να την τραβήξει, η μικρή αντιστάθηκε. Ξαφνικά η γυναίκα άφησε μια πνιχτή κραυγή. H μικρή την είχε μόλις κλοτσήσει στο καλάμι του ποδιού. H γυναίκα έκανε μια κίνηση να τη χαστουκίσει, η κίνησή της όμως κατέληξε σε χάδι στο κεφάλι της μικρής. Aπότομα μαλάκωσε, τα γαλάζια μάτια της φωτίστηκαν. Kι άρχισε να παζαρεύει σε σπαστά ελληνικά με τον μικροπωλητή ένα πορτοκαλί ρολογάκι. H μεσόκοπη απομακρύνθηκε βιαστικά, βουρκωμένη, δεν άντεχε να δει τη συνέχεια.

«Έλα, πιάσε μου το χέρι, βοήθα με, έλα, όλο δεν μπορείς, έλα». Όσο που δεν άντεχε, άφηνε αναστενάζοντας στη μέση τη λάτρα του σπιτιού η μάνα της, κάθιζαν δίπλα δίπλα στο τετράγωνο τραπέζι. Tο ριγωτό τετράδιο ανοιχτό, να και η γόμα, να και το καλοξυσμένο μολύβι. Kαι αρχίζανε. Kαι απορούσε φωναχτά και καμάρωνε η μάνα της, ως τη δευτέρα μόλις του δημοτικού την είχαν στείλει οι γονιοί της, κι απέ την είχαν στο σπίτι δουλικό να τους μεγαλώνει τα παιδιά, και να την τώρα, με αυτά τα ελάχιστα, δασκάλα τώρα υπομονετική στην κορούλα της. Aπορεί και με την όρεξη της κορούλας της να μάθει τα ψηφία, ακόμη δεν επήγε στην πρώτη του δημοτικού και θέλει όλα να τα μάθει, και να μετράει ξέρει και τους αριθμούς αναγνωρίζει, ώς και την ώρα στο επιτραπέζιο ρολόι έμαθε, μια φορά τής την έδειξε προ μηνός ο πολύξερος ο πατέρας της, και αμέσως την κατάλαβε.

«Σ’ εμένα, γυναίκα, έμοιασε, ευτυχώς, δε λες, σκέψου το, να ’μοιαζε σ’ εσένα το ζωντόβολο», και κουβέντα την κουβέντα απολίγο να λογοφέρουνε.

«Δεν είναι η μάνα μου ζωντόβολο, δεν είναι, δεν είναι», φώναζε η μικρή και χτυπούσε τα πόδια της στο τσιμέντο, όσο που τον πιάσανε τα γέλια τον αγέλαστο, «δεν είναι, σώπαινε, αλλά την ώρα να τη μάθει η μάνα σου το αποκλείω».

Κι από την άλλη το μεσημέρι την είχε από δίπλα η μικρή τη μάνα της, «θα σου μάθω την ώρα, θέλεις δε θέλεις». Kαι της την έμαθε. Ξεροκατάπινε έπειτα ο πολύξερος, μέσα του όμως, δεν μπορεί, όσο και να καμωνόταν τον ψυχρό, μέσα του θα καμάρωνε.

«Άντε τώρα κι εγώ», της είπε ένα απόγευμα βροχερό, με τον μεγάλο δείχτη του ρολογιού να δείχνει στο έξι και τον μικρό στο οχτώ, «να σε βοηθήσω να πιάνεις το μολύβι, να σου δείξω κι εγώ πώς κάνουνε τα κουλουράκια και τα μπαστουνάκια».

Kι αρχίσανε μάνα και κόρη να γραντζουνούνε το χαρτί.

Tι το ’θελε; Kι ας είχε ευκολία με την ώρα η μικρή, με τη γραφή είχε δυσκολία μεγάλη.

Γιατί αδύνατο να πιάσει με το δεξί χέρι το μολύβι.

«Θα σε ξυλοκοπανεί η δασκάλα στο σχολειό μεθαύριο, πρέπει εξάπαντος να πιάσεις το μολύβι με το δεξί», της έδειχνε και της ξανάδειχνε υπομονετικά η μάνα.

Aνεπίδεχτη όμως μαθήσεως η κορούλα. Mόνο με το ζερβό μπορούσε, και να βαστά το μολύβι μόνο με τα δυο δάχτυλα και να της τρέχουνε τα σάλια απ’ τον ζόρε και να της βγαίνουνε τα κουλουράκια και τα μπαστουνάκια θεόρατα και θεόστραβα. Kι ύστερα να νευριάζει, ίδια στον χαρακτήρα με τον πατέρα της, και να σκίζει την κόλλα, να κλοτσά τα πόδια του τραπεζιού, να κλαίει, κι ύστερα πάλι από την αρχή και πάλι από την αρχή. Kακός μπελάς.

Ώσπου έστρωσε με τα πολλά, το ’πιασε επιτέλους το μολύβι με το δεξί κι όσο να έρθει η ώρα για την πρώτη δημοτικού ήξερε να κουτσογράφει και να κουτσοδιαβάζει χάρη στη μάνα της την αναλφάβητη.

Περνούσαν έτσι τα χρόνια, μαντινάδα τη μαντινάδα στο επιτοίχιο ημερολόγιο φεύγαν και οι μέρες. Oδυνηρά ολόιδιες, αμετάκλητα άλλες. H μικρή δεν ήταν πια μικρή. Kαι ήταν ορφανή πατρός. Mαυροφορεμένη, μαντιλοδεμένη και η μάνα. Kι έπρεπε να ξενοδουλέψει, εφόσον των αδυνάτων αδύνατο μόνο με τη συνταξούλα του IKA που τους άφησε ο μακαρίτης να ζήσουν. H δουλειά δεν είναι ντροπή. Nτροπή είναι να σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Nα παραδίνεσαι.

Tην άκουγε και δεν την άκουγε τη μάνα της, ονειροπολώντας τα δικά της. Kαι κάθε Xριστούγεννα από τον γυναικωνίτη της εκκλησίας τούς έβλεπε όλους από ψηλά, σαν φιγουρίνια στα ίδια επίκαιρα, και τους περιεργαζόταν με περιγελαστική διάθεση.

Aλλά ώς πότε; Δεκαπεντάχρονη πλέον. Nα μην έχει το ένα, να μην έχει το άλλο, ζωή είναι αυτή; Kι ας ήξερε ότι η φτώχεια τους είναι απόλυτη, θα ήθελε έστω να έχει, σαν όλες τις συμμαθήτριές της, ένα ρολογάκι χειρός, δεν την αντέχει τη ζωή χωρίς ένα ρολογάκι. Kαι κλαψούριζε για ώρα θεατρινίζοντας εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα. Αχνα η μάνα της.

Aρχές Δεκέμβρη, μαθεύτηκε στη γειτονιά ότι στο κοντινό πορτοκαλοχώρι ζητούσαν μαζώχτρες. Xωρίς καθόλου να το συζητήσει η μάνα, έφευγε καθημερινώς προτού χαράξει, πήγαινε πρώτα στα δικηγορικά γραφεία που καθάριζε, κι ύστερα έπαιρνε τον δρόμο για το πορτοκαλοχώρι με τα πόδια. Γύριζε σούρουπο κατάκοπη. Φορτωμένη και με μια σακούλα ζουμερά μανταρίνια.

Ήρθανε πάλι τα Xριστούγεννα.

«Άσε, μάνα», είπε, «εγώ θα ασπρίσω φέτος, θα αλλάξω και το χαρτί στην πιατοθήκη, θα σε βοηθήσω και στα μελομακάρουνα, εγώ θα τα πάω στον φούρνο, θα σε βοηθήσω και στο σιρόπιασμα».

Aνήμερα της εορτής ξεκίνησαν κι οι δυο φρεσκολουσμένες για την εκκλησία, τα περσινά επίκαιρα, σκεφτόταν σαρκαστικά, αλλά και με τη σκέψη της στη θρυλική «Σταχομαζώχτρα». Aς της είχαν πάρει τα μυαλά ο Kαζαντζάκης και ο Kαραγάτσης. Ενα θαύμα μόνο από τον Παπαδιαμάντη το περίμενε.

Έπειτα κάθισαν στο τραπέζι σιωπηλές. Σαν αποφάγανε, τρεμούλιασε ελαφρά το πιγούνι της μάνας κι έβγαλε με συστολή από την τσέπη της μαύρης φανελένιας ρόμπας ένα μικρό κουτάκι δεμένο σταυρωτά με λεπτή κόκκινη κορδελίτσα.

«Nα το, κόρη μου, το ρολογάκι χειρός που ήθελες».

Άνοιξε βουρκωμένη το κουτάκι. Στρογγυλό, χρυσό, ελβετικό, με το καφετί δερμάτινο λουράκι του. Tο κούρδισε, το ’βαλε στη σωστή ώρα, το φόρεσε. Kι είδε μεμιάς τον εαυτό της στο θρανίο να ανασηκώνει το μανίκι της μαθητικής ποδιάς, αλλά με τρόπο, μην την περάσει η διπλανή της, κόρη εισαγγελέως, παρακαλώ, για καμιά χωριάτα που επιδείχνεται.

«Mανούλα μου, μανούλα μου», φώναξε χαρούμενη.

Xάζεψε, όσο χάζεψε, τις βιτρίνες, θυμήθηκε όσα μπόρεσε να θυμηθεί, και πήρε έπειτα το μετρό για το σπίτι. Aπέναντί της, δυο στάσεις μετά, ήρθαν και κάθισαν η γυναίκα με το κοριτσάκι. Στην αρχή ταράχτηκε. Οχι που θα τη γλίτωνε τη συνέχεια. Aντέχεις, δεν αντέχεις, κυρία μου, αυτοσαρκάστηκε, η συνέχεια θα σε ακολουθεί.

«Mανούλα μου, μανούλα μου», ψιθύριζε το κοριτσάκι, έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι στον ώμο της γυναίκας, καμαρώνοντας το πορτοκαλί ρολογάκι στον δεξί της καρπό.

«Mανούλα μου, μανούλα μου», φώναζε και η μεσόκοπη έπειτα από σαράντα πέντε χρόνια, όταν την πήραν τη μάνα της τυλιγμένη σ’ ένα σεντόνι και την κατέβασαν από το διαμέρισμα οι δυο του γραφείου κηδειών.

Κάτι ρώτησε η γυναίκα το κοριτσάκι, χαϊδεύοντάς το τρυφερά στο κεφάλι.

«Έξι παρά είκοσι», είπε το κοριτσάκι.

«Έξι παρά είκοσι», επανέλαβε η γυναίκα συλλαβιστά.

Στην επόμενη στάση η μεσόκοπη έπρεπε να κατεβεί. Λίγο πριν σηκωθεί, χαϊδεύοντας τη μικρή στο μάγουλο, έκανε να ευχηθεί Kαλά Xριστούγεννα, αλλά δεν είχε φωνή. Xαμογέλασε μόνο, και η ξανθιά, ωραία γυναίκα τής ανταπέδωσε θλιμμένη το χαμόγελο.


Το διήγημα γράφτηκε από τη Μάρω Δούκα και εικονογραφήθηκε από τη Μανταλίνα Ψωμά για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της Εφημερίδας Καθημερινή (23.12.2007).

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Με αφορμή την κουλούρα της Γκιόστρας


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Το δραστήριο Σωματείο του νησιού μας “Giostra di Zante”, πιστό, όπως αρμόζει στην ταυτότητά του και μη παρασυρόμενο από ξένες προς την ιστορία και την ιδιοσυγκρασία της Ζακύνθου συνήθειες, θα κόψει και φέτος, όπως κάθε χρόνο, την Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου, στις 7 το απόγευμα, στην πάντα φιλόξενη αίθουσα της ιστορικής Λέσχης «Ο Ζάκυνθος», στην πάνω πλατεία, του Αγίου Μάρκου, την πατροπαράδοτη χριστουγεννιάτικη κουλούρα του, σε μια καθαρά οικογενειακή συγκέντρωση, στην οποία θα παραβρεθούν, εκτός από τα μέλη του Διοικητικού του Συμβουλίου, όλοι οι συμμετέχοντες - που δεν είναι και λίγοι -, οι αρχές του τόπου - όσοι συνηθίζεται να πηγαίνουν σε παρόμοιες ποιοτικές εκδηλώσεις - αλλά και όλοι οι φίλοι των γνωστών πια και λαμπρών ιπποτικών αγωνισμάτων της Ζακύνθου, που κάθε χρόνο, την περίοδο καρναβαλιού, αναβιώνουν στην φημισμένη κάποτε «Φλωρεντία της Ανατολής».

Η πράξη αυτή του Σωματείου δεν είναι μια απλή εκδήλωση. Όντας καθαρά Τζαντιώτικο, με καταβολές παλιές και ρίζες στέρεες, προ πάντων, όμως, στηριγμένο στην ιστορική έρευνα, δεν συνεχίζει απλά μια πανάρχαια και κοσμαγάπητη συνήθεια των εορταστικών αυτών ημερών, αλλά συγχρόνως - και αυτό κυρίως συμβαίνει - αντιστέκεται σε μια νεόφερτη και αβασάνιστη μόδα, όπως τόσες και τόσες άλλες τελευταία, που σαν λαίλαπα, μας έχει προκύψει, απειλώντας την εξαφάνισή μας και από προτροπή, πιθανώς, της Βέφας ή του Μαμαλάκη, μας έχει εισαγάγει και την άσχετη με την παράδοσή μας βασιλόπιτα, η οποία μάλιστα κόβεται στείρα και μιμητικά ως και τις Απόκριες και από «πολιτιστικούς» [;] δυστυχώς συλλόγους, οι οποίοι πιστεύουν πως συνεχίζουν την παράδοση, όπως ακριβώς κάποια χορευτικά συγκροτήματα, που μετά το άλλοθι ενός «συρτού ζακυνθινού» ή ενός «κυνηγού», αποκαλύπτονται με καλαματιανούς, πεντοζάλια, χασαποσέρβικα και … ζεϊμπέκικα.

Η Γκιόστρα, λοιπόν, επιμένει και εμμένει στην κουλούρα της και σίγουρα δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Αυτή η «χριστοπαραμονιάτικη», όπως την χαρακτηρίζει ο αμίμητος και μοναδικός Γιάννης Τσακασιάνος στους περίφημους «Σπουργίτες» του, τοπική μας συνήθεια, είναι εκείνο που ενώνει την ζακυνθινή οικογένεια και λιτά, όπως αρμόζει σε καλλιεργημένους - γιατί οι άξεστοι συνηθίζουν να φορτώνουν την αισθητική και την ζωή τους - γιορτάζει την θεία ενανθρώπιση, την γενομένη στην ταπεινή Φάτνη και υμνημένη αριστουργηματικά από έναν πολυτάλαντο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στα μοναδικά του εορταστικά διηγήματα, με συμβολισμούς και αναπαραστάσεις. Γιατί αυτό ακριβώς είναι, φίλοι μου, η ζακυνθινή κουλούρα και σ’ αυτό βασικά διαφέρει από την ξενόμπαστη βασιλόπιτα.

Επειδή, λοιπόν, σήμερα είναι παραμονή «Χριστού» -αυτή είναι η παλιά, ζακυνθινή ονομασία της αυριανής, μεγάλης γιορτής- εμείς και φέτος -μια και άλλες φορές στο παρελθόν το έχουμε ξανακάνει- θα ξαναθυμίσουμε όλο αυτό το τελετουργικό και θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε τα δρώμενα της βραδιάς, όπως μας τα κληροδοτούν, σαν παρακαταθήκη και συμβουλή ο αξέχαστος και αδαπάνητος Λεωνίδας Χ. Ζώης και ο χαλκέντερος και παραγωγικός Ντίνος Κονόμος στα ανάλογα γραπτά κείμενά τους.

Νωρίς το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων όλη η οικογένεια, αλλά και οι τυχόν ξένοι ή καλεσμένοι συγκεντρώνονται γύρω από το γιορταστικό τραπέζι, που στο κέντρο του βρίσκεται το παραδοσιακό άρτυμα, η περί ης ο λόγος κουλούρα. Ο οικογενειάρχης την σηκώνει επιβλητικά και όλοι οι παρευρισκόμενοι την κρατάνε με σεβασμό. Την πηγαίνουν στην γωνιά, δηλαδή το φουρνέλο της κουζίνας, όπου εκεί γίνεται η ιεροτελεστία. Επάνω σε δύο αναμμένους δαυλούς, οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί σε σχήμα σταυρού, όλοι κρατούν το εύγεστο αυτό κατασκεύασμα και ο αρχηγός - θύτης ρίχνει στη φωτιά, από το κενό του κέντρου, κρασί και λάδι, τα δύο βασικά, δηλαδή, αγροτικά προϊόντα του νησιού μας, ενώ όλοι ψάλλουν το γνωστό απολυτίκιο της δεσποτικής γιορτής που ξημερώνει: «Η Γέννησίς Σου Χριστέ ο Θεός ημών…». Την ίδια στιγμή πυροβολούν από το παράθυρο στον αέρα λέγοντας «Για τον Ηρώδη», εκδικούμενοι πιθανόν, τον ιστορικά άτυχο μονάρχη, που, θέλοντας να μην χάσει τον θρόνο του και την γλυκιά εξουσία του, διέταξε και έσφαξαν όλα τα αναίτια νήπια της Βηθλεέμ, συνδέοντας το όνομά του με κάθε βρεφοκτονία.

Με την ίδια τάξη και σχεδόν λιτανευτικά η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι. Εκεί γίνεται το μοίρασμά της σε ίσια κομμάτια. Το πρώτο κομμάτι βγαίνει για το σπίτι, το δεύτερο για τον φιλόχριστο (δηλαδή για τον φτωχό) και στην συνέχεια για όλα τα άλλα μέλη της οικογένειας, παρόντα και απόντα. Τα κομμάτια των ξένων και των καλεσμένων υποχρεωτικά έπονται, όσο και αν αυτοί είναι επίσημοι και αγαπημένοι. Κύριο πιάτο του νηστίσιμου, αλλά γιορταστικού αυτού δείπνου είναι τα βραστά μπρόκολα, τα οποία μάλιστα αυτές τις μέρες, λόγω ζήτησης, είναι και πανάκριβα. Παλιότερα περνούσαν από τα σπίτια και διάφορες παρέες τραγουδιστών και κανταδόρων, οι οποίες διασκέδαζαν τους συνδαιτυμόνες. Με τον τρόπο αυτό οι γνήσιοι ζακυνθινοί γιόρταζαν και γιορτάζουν τα δικά τους Χριστούγεννα και προετοιμάζονταν για την μεγάλη επέτειο.

Αξίζει, όμως, να θυμηθούμε και τους διάφορους, αξιοσημείωτους συμβολισμούς του εθίμου, στηρίζοντας, έτσι, την ανάγκη της συνέχισής του και το απαραίτητο της επικράτησής του, σε αντιπαράθεση με την φρεσκοφερμένη και χωρίς κανένα τελετουργικό βασιλόπιτα.

Η κουλούρα, σύμφωνα με παλιά τοπική παράδοση, συμβολίζει το λαμπρό άστρο της Βηθλεέμ, που οδήγησε τους τρεις μάγους στο ιστορικό Σπήλαιο με την σωτήρια Φάτνη. Το ήβρεμα (μερικοί το γράφουν «ηύρεμα») είναι το Θείο Βρέφος και γι’ αυτό ποτέ δεν πρέπει να το μπερδεύουμε με το φλουρί, όπως συχνά τον τελευταίο καιρό συμβαίνει, ακολουθώντας περισσότερο από την δική μας φωνή και ψυχή, την επιβολή της επίφοβης - στα περισσότερά της - τηλεόρασης. Οι αναμμένοι δαυλοί, που το είδος τους (ελιά, πεύκο, πουρνάρι, κυπαρίσσι κ. ά.) διαφέρει από τόπο σε τόπο και από χωριό σε χωριό, αναπαριστούν εύστοχα και ποιητικά τους προπάτορες Αδάμ και Εύα, οι οποίοι, τιμωρημένοι για το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο τους στέρησε τον παράδεισο, καίγονται στην φωτιά της κόλασης, περιμένοντας την θεϊκή Θυσία του Σταυρού, να τους λυτρώσει και να τους απαλλάξει από το φρικτό βάρος της πρώτης ανυπακοής. Το κρασί και το λάδι που χύνει ο αρχηγός της οικογένειας στη φωτιά από το άνοιγμα της κουλούρας, σχετίζονται με τα δώρα των Μάγων, χρυσό, λίβανο και σμύρνα, τα οποία προσφέρθηκαν στον νεογέννητο βασιλιά για να δείξουν τις τρεις βασικές του ιδιότητες. Η στιγμιαία φλόγα, που σχηματίζεται όταν το λάδι ριχτεί στη φωτιά, συμβολίζει την Ανάσταση του Χριστού και την απολύτρωση των Πρωτοπλάστων, αλλά και όλου του ανθρώπινου γένους. Τέλος ο πυροβολισμός που πέφτει από το παράθυρο είναι η εκδήλωση αγανάκτησης του κάθε χριστιανού για τον πρώτο καταχθόνιο διώκτη του ιδρυτή της θρησκείας του.

Την οικογενειακή αυτή εκδήλωση, όπως ήδη αναφέραμε, ύμνησε ο ποιητής των ζακυνθινών αντετιών Γιάννης Τσακασιάνος, στους «Σπουργίτες» του, με τους παρακάτω περιεκτικούς στίχους:

«Πού αλλού σε κόβουν με χαρές, με σμπάρα και με ούρα
χριστοπαραμονιάτικη του τόπου μου Κουλούρα;»


Επίσης ο άλλος αμετανόητος ζακυνθινός, ο τεχνίτης του χρωστήρα Χρήστος Ρουσέας, έχει, ανάμεσα στα πολλά έργα του, ζωγραφίσει και έναν θαυμάσιο πίνακα, στον οποίο απεικονίζεται και διαιωνίζεται το έθιμο, δίνοντας, έτσι, υλική μορφή στον λόγο του μπαρμπέρη - ποιητή.

Γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω είναι δύσκολο να προδώσεις το δικό μας αντέτι και να κόψεις, μία βδομάδα μετά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μια, για τη Ζάκυνθο και μόνο, βέβαια, άσχετη με την ιδιοσυγκρασία μας βασιλόπιτα.

Γι’ αυτό η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante” εμμένει και επιμένει. Πιστή στην ιδέα που αναβιώνει, παραμένει πάντα πούρα ζακυνθινή. Αντιστέκεται και υποδεικνύει. Νοσταλγεί και προσδοκά. Μακάρι ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά της και όλα τ’ άλλα πολιτιστικά σωματεία του τόπου μας.

Ραντεβού, λοιπόν, την ερχόμενη Δευτέρα, στις 7 το βράδυ, στην ζεστή αίθουσα της Λέσχης «Ο Ζάκυνθος», για μια βραδιά ξεχωριστή, γνήσια τζαντιώτικη και δίχως ίχνος νεοπλουτισμού. Και λίγο αργότερα, την Κυριακή της Τυρινής, στις 14 Φλεβάρη, μια και φέτος το Πάσχα είναι πολύ πρώιμο, συνάντηση στην πλατεία μας, για το πατροπαράδοτο, ιστορικό αγώνισμα.

Προς το παρόν η κλασσική για την ημέρα ευχή: «Χρόνια πολλά και αύριο με καλό».

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Ρωμανός ο Μελωδός και ο Ύμνος της Γέννησης

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

«Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει,
Και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι,
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι' ημάς γαρ εγεννήθη
Παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός»
(Ταπεινός Ρωμανός)



Ένα αξιόλογο δείγμα ποιητικής δημιουργίας του σημαντικότερου και πολυγραφότερου ίσως υμνογράφου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Ρωμανού του Μελωδού, αποτελεί ο Ύμνος που απευθύνεται στη γέννηση του Χριστού.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει το Συναξάριό του ο Ρωμανός γεννήθηκε στην Έμμεσα (σημερινή Χομς) της Συρίας στα τέλη του 5ου αιώνα, εποχή της μαχόμενης Ορθοδοξίας. Η στιβαρή ελληνική του μόρφωση δεν αποκλείει να υπήρξε τρόφιμος της ονομαστής Σοφιστικής Σχολής της Βηρυτού. Η κλίση του ήταν βέβαια προς την Εκκλησία και υπηρέτησε ως διάκονος στον κεντρικό ναό της Αναστάσεως, ενώ αργότερα έφτασε στη βασιλίδα των πόλεων (Κων/πολη) προς ολοκλήρωση της πορείας του. Τούτο έγινε στα χρόνια της βασιλείας Αναστασίου Α΄ (491-518). Ο Ρωμανός διέμεινε στη Μονή της Θεοτόκου εν τοις Κύρου. Εκεί λειτουργούσε και συνέθετε με πάθος το πλήθος των ύμνων του μέχρι την κοίμησή του και την ταφή του. Φαίνεται, ότι εκεί βρήκε το ιδεώδες περιβάλλον για την ανάπτυξή του, και προφανώς καλούς αποδέκτες για το έργο του, αν κρίνουμε από τη φήμη του και φυσικά από τις παραγγελίες που πρέπει να δεχόταν από μοναστήρια και ναούς για τη σύνθεση των «ύμνων». Στο Ρωμανό αποδίδονται χίλια κοντάκια (ύμνοι) και μάλλον είναι συμβατικός αριθμός που δείχνει το μεγάλο όγκο της ποιητικής δημιουργίας του. Σήμερα του αποδίδονται γύρω στα 85, κατά προσέγγιση πλήρη ή αρκετά ολοκληρωμένα, κοντάκια.

Ο Ρωμανός άνθισε σε εποχή δόξας και μεγαλείου. Στο θρόνο ηγεμόνευε ο Ιουστινιανός και η αυτοκρατορία βρίσκεται στη φάση της πολυδύναμης ανάπτυξης. Εδαφική εξάπλωση και οικονομική ακμή, θεσμική συγκρότηση και νομοθετική στερεότητα, θεολογική ανασύνταξη, μνημειώδη κτίσματα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες μια εποχή προς την οποία έπρεπε να αντιστοιχεί ένας μεγαλόπνοος ποιητής. Ήταν ο «Ελληνοσύρος μάγος», όπως δικαιολογημένα τον χαρακτήρισε ο Ελύτης. Έλληνας στη γλώσσα που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της στιγμής. Το βάθος της ψυχής και το ταλέντο του, ενισχυμένο από το θεολογικό του εύρος, μαζί με την άνεση, τα ερεθίσματα και την αποδοχή της εποχής, τον έκαναν ικανό να προχωρήσει τον ύμνο πέρα από το σημείο που τον είχαν αφήσει οι παλαιότεροι. Το έκανε με μαστοριά και τον οδήγησε στη μορφική τελειότητα κι εκλέπτυνση, του προσέδωσε περισσότερη χάρη και πλαστικότητα. Έγραψε και στοχάστηκε ελληνικά, οδήγησε τη γλώσσα σε στιγμές μοναδικού κάλλους ως κύριος εκφραστής του κέντρου του βυζαντινού πολιτισμού.

Ο λόγος του Ρωμανού είναι μυρωδάτος κι ερωτικός. Η θέρμη της ανάσας του αποτελεί δόλωμα με το οποίο συλλαμβάνει τη λαϊκή ψυχή του θείου στοιχείου. Οι Άγιοι παρουσιάζονται ως άνθρωποι με αισθήματα και εντάσσονται στη ζωή με γήινο πραγματισμό. Καθώς η χριστιανική σκέψη κινείται έντονα στο χώρο των προσώπων (σύμφωνα με το Γ. Φλωρόφσκι) και η ποίηση χρησιμοποιεί λέξεις, είναι φυσικό να θεωρήσουμε ότι Ρωμανός χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν να είναι πρόσωπα. Η φυσικότητα, η αμεσότητα, η χάρη της επικοινωνίας προσφέρονται μέσω της φυσικότητας των θεατρικών δρωμένων. Ο Ρωμανός αναλύει εικονοληπτικά τα θεολογικά του διδάγματα χωρίς να καταφεύγει στο δογματισμό. Η θεολογία διατυπώνεται ποιητικά, γίνεται υψηλή θεολογική λειτουργία, καθώς η ποίηση υπερέχει του άκαμπτου δογματικού λόγου. Η σταθερή του προσήλωση στην Ιερή Παράδοση και το πνεύμα των Γραφών δεν τον εμποδίζει να δανείζεται συμπληρωματικά στοιχεία από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και να προεκτείνει τα επεισόδια με φανταστικούς διαλόγους. Τα πρόσωπα του Ρωμανού (ακόμα και ο Άδης) πάλλονται από μια εσωτερική θέρμη και μιαν οικειότητα που εγγίζει την ουσία του «φιλανθρώπου» στοιχείου , όπως το ενσαρκώνει ο Χριστός.

Η παράδοση θέλει το Ρωμανό θεόπνευστο. Όπως η Αθηνά βγαίνει με τ' άρματά της από το κεφάλι του πατέρα της έτσι και ο Ρωμανός καταπίνει τόμο χάρτου και η θεία έμπνευση εισέρχεται στο σώμα του ποιητή… Με άλλα λόγια ο Ρωμανός γεννήθηκε Ποιητής, ετάχθη να ακολουθήσει το δρόμο της υμνογραφικής δημιουργίας.




Ο περίφημος ύμνος των Χριστουγέννων «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», που οροθετεί την ποιητική έκφραση του Ρωμανού (δεν μπορεί να είναι πρωτόλειος) είναι ο πλέον μακροχρόνιος μέσα στους αιώνες. Ο ύμνος δεν προοριζόταν για ανάγνωση αλλά για ψαλμωδία. Χάρη στη σύζευξη του λόγου με τον ήχο αποκτούσε ο ύμνος την πραγματική σημασία και την υπόστασή του. Η σχέση του υμνωδού με το εκκλησίασμα ήτανε μυστική, γινόταν το γλυκύφθογγο όργανο που εξέφραζε τα αισθήματα των πιστών. Ο ύμνος των Χριστουγέννων ανήκει στα δεσποτικά και θεομητορικά κοντάκια, είναι ιδιόμελο και ψάλλεται σε ήχο πλάγιο β΄.

Η γλώσσα του ποιητή με την καθαρότητα του λόγου, τη διαύγεια των αισθήσεων και των αισθημάτων, μένει πιστή στο πλαίσιο της λειτουργικής παράδοσης της εποχής του και προσπαθεί να γίνει όσο μπορεί περισσότερο κατανοητή από τους πιστούς προς τους οποίους απευθύνεται.

Στο Ρωμανό απονεμήθηκε η ύψιστη τιμή. Το Πατριαρχείο τον συγκατέλεξε ανάμεσα στους αγίους της Εκκλησίας και η μνήμη του τελείται την 1η Οκτωβρίου. Μια υμνογραφία όμως του 6ου αιώνα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ημερών μας , τις λατρευτικές και τις θεολογικές.
Σήμερα γίνονται φιλότιμες προσπάθειες μετάφρασης των ύμνων. Η ουσία της μετάφρασης είναι να μεταφέρει σε μια άλλη γλώσσα τους ρυθμούς, τη λεκτική ακρίβεια , τις εσωτερικές ροές και τις εντάσεις του κειμένου. Όλα αυτά όμως έχουν εξαιρετική δυσκολία. Παραθέτουμε εδώ μια μεταφραστική προσπάθεια του προοιμίου του Ύμνου των Χριστουγέννων από τον Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη:

Η Παναγία σήμερα στον κόσμο φέρνει ως άνθρωπο τον
Άκτιστο Θεό,
Και η γη το Σπήλαιο στον Απροσπέλαστο παρέχει.
Άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούνε
Και μάγοι έρχονται στο δρόμο με τ΄ αστέρι.
Αφού προς χάρη μας γεννήθηκε
Νέο Παιδί, ο Άχρονος Θεός.



Είναι γεγονός ότι κάθε εποχή έχει τα δικά της ταλέντα που πρέπει να αξιοποιούνται. Υπάρχουν και σήμερα αξιόλογοι υμνογράφοι που πιθανόν να μπορούν να ανταποκριθούν σε ένα αντίστοιχο κάλεσμα με εκείνο που έγινε στο Ρωμανό το Μελωδό. Ας ευχηθούμε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας να αντιληφθεί ότι αυτό αποτελεί επείγουσα αναγκαιότητα για έναν σύγχρονο τρόπο λατρείας και προσευχής έτσι ώστε να μην καταντήσει ο χώρος των εκκλησιών αυτό που είχε στηλιτεύσει ο ιερός Χρυσόστομος «ως θέατρον προς τέρψιν» και μάλιστα των ολίγων.

Καλά Χριστούγεννα!
Ζάκυνθος 15-12-2009


Βιβλιογραφία:
(1). Ρωμανού του Μελωδού, Τρεις Ύμνοι, εισαγωγή και μετάφραση Κυρ. Χαραλαμπίδης, εκδ. Άγρα 1997,
(2). Ρωμανού Μελωδού, Ύμνοι, εκδ. Χ.  Μπούρας 2000.
Related Posts with Thumbnails