© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Γιάννη Ρηγόπουλου: "ΠΕΡΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΙΣΚΟΝΤΗ"

Παρουσίαση ανέκδοτου δοκιμίου που περιέχεται στον κώδικα: Αδάμ Κιουζόλ, Περί των εντολών της ζωγραφίας, Ζάκυνθος 1820

 
[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 821-850]

 
Σε ανέκδοτο χειρόγραφο κώδικα του Νικολάου Βισκόντη που βρίσκεται στην Εταιρεία του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α.) περιέχονται:
1. Μετάφραση του ιταλικού εγχειριδίου του Adamo Chiusole, De’ precetti della pittura libri IV in versi, Vicenza 1781 «ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝΤΩΛΩΝ / ΤΗΣ / ΖΩΓΡΑΦΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟΝ Α΄. συντεθέντων μεν πόνω και επιμελεία παρά / του περιφήμου / ΙΠΠÉΟΣ ΑΔÁΜ ΚΙΟΥΖÓΛ / ΙΤΑΛΟΥ. VICENZA 1781 / Nella Stamperia Turra. Nυν δε πρώτον μεταγλωτισθέντων και πλουτισθέντων μετά τινων νέων αναγκαιοτάτων υποσημειώσεων του μεταγλωτιστού, ως εν τοις γράμμασι φαίνονται, παρά του ταπεινού εν Ζακύνθω Νικολάου Βυσκόντι, και / αφιερωθέντων τη κοινότιτη των της Ζωγραφίας Μαθη/τών των εν τη Ζακύνθω, και όλλων του Γένους ημών. / ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ 1820 και


2. Μελέτη του Νικολάου Βισκόντη περί χρωμάτων: ΒΙΒΛΙΟΝ Β΄/ ΠΕΡΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ / . Τουτέστιν, σύντομος περιγραφή Χρωμάτων τινών μετά της / σημασίας των Συμβόλων αυτών εκ διαφόρων βι/βλίων και Λεξικών Ελληνικών, Ιταλικών τε και / Γαλλικών, και το νόημα αυτών, ως εν τη Σημειωτι/κή Επιστήμη δεδήλοται, άτινα ανήκουσιν και εν τη / Ζωγραφία χρειωδεστάτων, και μάλλον προς / νουθεσίαν και σαφήνειαν των αρχαρίων Μαθη/τών και τινας λέξεις της ζωγραφίας αναγκαίας και άλλας διηγήσεις. / Συντεθέν και Φιλοπονηθέν, και συνερρανισθέν / παρά / ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΥCKONTH / και αφιερωθέν τη Κοινότιτη των Αρχαρίων. / Εν Ζακύνθω ,αωκ, 1820.
Σ’ αυτό το στάδιο της έρευνας παρουσιάζεται επιλεκτικά το δοκίμιο περί χρωμάτων. Τα παρατιθέμενα χωρία του χειρογράφου παρουσιάζονται ως έχουν, χωρίς διορθωτικές παρεμβάσεις στη συντακτική τους διατύπωση, την ορθογραφία, τη στίξη και τον τονισμό των λέξεων. Προβλέπεται εκτενέστερη διαπραγμάτευση. Εδώ περιοριζόμαστε σ’ έναν πρωτοβάθμιο πραγματολογικό σχολιασμό.

Στην παρούσα τιμητική προσφορά στο Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Χρυσόστομο θα παρουσιάσουμε μόνον σύντομα το περιεχόμενον του δεύτερου μέρους, τη μελέτη του Νικολάου Βισκόντη περί χρωμάτων.
Η μελέτη αυτή επιμερίζεται στα εξής κεφάλαια:
1. Προτάσσεται η σελίδα 217 με τον τίτλο του βιβλίου: Βιβλίον Β΄. Περί χρωμάτων σύντομη διή[γη]σις Νικολάου Βυσκόντη.
2. Στη σελίδα 218 παρουσιάζεται ανεπτυγμένος ο τίτλος του βιβλίου Β΄ (βλ. πιο πάνω).
3. Το Προοίμιο καταλαμβάνει τις σελίδες 219-221.
4. Κεφάλαιον Α΄: “Περί του λευκού χρώματος” (σσ. 222-226).
Κεφάλαιον Β΄: “Περί του μελανού χρώματος, το καλούμενον κοινώς Μαύρο” (σσ. 226-228).
Κεφάλαιον Γ΄: “περί του κιανούν Χρώματος, του καλουμένου ιταλιστί: «αντζούρο», «αzzurro»” (σσ. 229-234).
Κεφάλαιον Δ΄: “Περί του Πρασίνου Χρώματος” (σσ. 235-238).
Κεφάλαιον Ε΄: “Περί του Ερυθρού Χρώματος ήγουν το Κόκκινον” (σσ. 238-240).
Κεφάλαιον ΣΤ΄: “Περί του Πυρρού, ή Πυρόχροος, δηλαδή το κίτρινον, ή και το Κοκκινοκίτρινον” (σσ. 240-243).
Κεφάλαιον Ζ΄: “Περί του Κυανόχρων χρώματος, ήγουν του Πορφυρού, το οποίον ιταλιστί purpureo Colore” (σσ. 243-247).
Κεφάλαιον Η΄: “Περί της Ώχρας” (Terra Gialla) (σσ. 247-251). Στο όγδοο κεφάλαιο προσθέτει ο Ν. Βισκόντης σύντομη οδηγία «περί του τρόπου εις το να κολλά το χρυσάφι επάνω σε κάθε πράγμα , ήγουν τα γυαλιά, εις Μάρμαρα, και εις βερνίκια, και εις δουλίας γεναμένας με το Λινόλαδον» (σ. 251). Ύστερα από τη σύντομη διήγηση περί χρωμάτων ακολουθεί η εξαιρετικού ενδιαφέροντος βιβλιογραφία την οποία προτείνει και συνιστά ο Ν. Βισκόντης για τους μαθητές της ζωγραφικής (σσ. 252-253).
Το δοκίμιον περί χρωμάτων ολοκληρώνεται με την «είδηση» (σ. 254) στην οποία γνωστοποιεί ο Ν. Βισκόντης ότι θα εξηγήσει περιφραστικά και απλά κάποιες λέξεις αναγκαίες για να γίνεται κατανοητή η σημασία και το νόημά τους και προσθέτει «και μιαν ετέραν διήγησιν τινών Συγγραφέων Παλαιοτάτων, συλεγμένων από το βιβλίον Proprinomio, τα οποία ονόματα αυτά ο Κιουζόλ (1) διά συντομίαν δεν τα έθεσεν εις το πόνημά του, και θέλει αρέσουσιν (2) κατά πολλά των Μαθητών, και άλλων των αναγινωσκώντων» (αυτόθι) (σσ. 254-284).
Η συμβολή μου στον τιμητικό αυτό τόμο κλείνει με αναφορά στο αξιόλογο μεταφραστικό έργο του Ν. Βισκόντη.
Στο Προοίμιο (σσ. 219-221) εκθέτει συνοπτικά το περιεχόμενο των 8 κεφαλαίων:
«Εύλογον νομίζω και ωφέλημον πράγμα εις το να παραστήσω εν συντόμο την διαφοράν τινών κυριωτέρων χρωμάτων εκ διαφόρων βιβλίων και λεξικών, τα οποία έχουσιν διασκορπισμένως μίαν σύντομον διήγησιν, και τινάς ειδήσεις των αυτών χρωμάτων μετά των Συμβόλων ομού του κάθε ενός, ως εστί σύστημα και συνήθειαν εν τη Σημειωτική η οποία τα αυτά ερμηνεύει μετά τινών γραμμών ως εν αυτή τη Σημειωτική Επιστήμη φαίνονται».
Σημειωτική εξηγεί ο Ν. Βισκόντης είναι η Εραλδική Επιστήμη, η οικοσηματολογία (blasone, ouvero Araldica [σ. 219]).
Και συνεχίζει: «Ταύτα τα σύμβολα μεν κατά το είδος και χρήσιν του κάθε χρώματος και κατά την αληγορικήν εξήγησίν του, έχει δε το προσήκον αυτού σύμβολον, μάλιστα εν πρώτοις το Λευκόν, το οποίον είναι χρώμα σημαίνων την καθαρότητα και αθωότητα... Διά τούτο και εις τας Ιεράς γραφάς αναγινώσκωμεν περί ενδυμάτων Λευκών και Λευκοφόρων Αγίων Αγγέλων, και Σωματικών Αγίων, όχι μόνον διά την λευκήν στολήν, ως όντως κόσμημα καθαρόν, αλλ’ ενοών την αυτήν καθαρότητα και άγνοιαν.
... Τα δε έτερα χρώματα, ωσάν λόγου χάριν το Πορφυρόν, το χρυσόχρωον, και κυανούν, γλαυκόν, και άλλα, είναι ομοίως έτερα σύμβολα προς αρετάς, και ετέρας σημασίας κατά το νόημα» (σσ. 219-220).
Την πλατιά ενημέρωση του Βισκόντη πάνω στη λειτουργία, τη σύσταση και τη συμβολική αλλά και την επιστημονική σημασία των χρωμάτων, δείχνει και η συνέχεια του προοιμιακού κειμένου (σ. 220): «Τα φυσικά όμως χρώματα, τα μετά του πρίσματος θεωρούμενα, αυτά απαιτούσιν βαθυτάτην σπουδήν της Φυσικής Επιστήμης, το οποίο πράγμα δεν περιγράφωμεν εις το παρόν βιβλίον, ως ποίημα υψηλής θεωρίας».
Και ενώ θεωρεί απαραίτητη τη σπουδή της Φυσικής Επιστήμης για να καταλάβει κάποιος τη φύση των χρωμάτων (αυτόθι) δεν έχει την ίδια γνώμη για τις «φιλοσοφικές θεωρίες» «αι οποίαι όχι μόνο είναι ανωφελείς, αλλά κατά αλήθειαν ικαναί να συγχήζουσιν τους Νέους, και τους Ζωγράφους» (αυτόθι).
Περιορίζεται λοιπόν ο Βισκόντης στην περιγραφή απλών ειδήσεων «προς σαφήνειαν, όσα πλέον ουσιοδώς είναι χρειαζώμενα τοις Αρχαρίοις Μαθηταίς της Ζωγραφίας, διότι, εάν περιγράψωμεν κατά το σύστημα του Νεύτονος, πρέπει να μεταφράσωμεν κατά πλάτος την Κριτικήν Γραφήν του Κυρίου Αυγουστίνου Σάντου Πουπιένη (3) Ιταλού οπού εν Σελίδα 52, τόμω ζ΄ περί των χρωμάτων σοφότατα διακρίνει, και μάλιστα των του Πρίσματος, ήθελεν ήμεσθεν πολλά εκτεταμένοι μάλλον, και εις υψηλά δίσκολα νοήματα. Δεχτείτε λοιπόν ευμενώς και την παρόν μου σύντομον περιγραφήν η οποία είναι διά να σας ανοίξη μόνον την θύραν εις το να έμβεται μόνον εις μίαν επιπόλαιαν ιδέαν, και με την σπουδήν σας φθάνεται εις το τέλειον παρατηρώντας τα βιβλία των Συγγραφέων διά το τέλλειον της Τέχνης». Ο Ταπεινότατος Δούλος υμών πάντων / Νικόλαος ο Βυσκόντης» (σ. 221).
Παρουσιάζω με μεγάλη συντομία το περιεχόμενο των οκτώ κεφαλαίων:

Κεφάλαιον Α΄. Περί του Λευκού Χρώματος.Το λευκό οι Έλληνες καλούν ψίμμυθον και υποκοριστικώς ψιμμύθιον. Οι Ιταλοί το λευκό ονομάζουν Biaca, Μπιάκκα και οι Λατίνοι Cerusa, Τζερούζα, «καθώς τζερούσα και οι Ιατροί την καλούσιν, και γίνεται από μόλυβδον, ήγουν βολήμι» (σ. 224).
Επειδή το λευκό χρώμα είναι καθαρό, γι’ αυτό το λόγο είναι «όντως το Σύμβολον της Καθαρότητος και Αθωότητος» (αυτόθι).
«Το ψιμμύθιον της Λόνδρας, και Βενετίας είναι εξαίρετον, μάλιστα έχει και το όνομα Cerusa di Venezia, και είναι όντως διά την λεπτήν Ζωγραφίαν των εικόνων. Αν λοιπόν ενώσομεν Λευκόν με το μελανόν, λαμβάνει την λέξιν ταύτην “Λευκόφαιον”, και γίνεται ωσάν την στάκτην» (αυτόθι).
Το ρήμα «ψιμμυθίζω» συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι, «όταν με το λευκόν αυτό δήδουσιν κάποιους κτίπους εις τας ζωγραφίας, διά να φαίνονται τα σχήματα πλέον λαμπρά και ζωηρά, μάλιστα εις τας αγίας εικώνας της Εκκλησίας, και είναι αυταί αι καλούμεναι “λεπτοκοντιλιαί, ψιμμυθίσματα”» (αυτόθι).
Για τους τεχνικούς αυτούς όρους και τη χρήση τους στη ζωγραφική, τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή, βλ. Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, εν Πετρουπόλει 1909, σποράδην. Για την εφαρμογή των τεχνικών αυτών στην προσωπική ζωγραφική του Βισκόντη διαθέτουμε μόνο τη Λιτανεία, που είναι επικολλημένη στο γυναικωνίτη του ναού της Αναφωνήτριας στο Σκουλικάδο (4).
Κλείνοντας το Α΄ κεφάλαιο αναφέρεται ο Βισκόντης στα παράγωγα της λέξης λευκό: «Αι λέξεις οπού παράγωνται από το λευκόν, ιδού κάποιαι ακολούθως: Λευκοβραχίων, Λευκογραφήσας, όποιος ζωγραφίζει, ή σημαδεύει με λευκόν χρώμα... Λευκοπάρηος, όποιος έχει τας παρηάς, ήγουν τα μάγουλά του λευκά, και είναι η λέξις η εναντία του “Μιλτοπαρήου” ο οποίος έχει τα μάγουλά του κόκκινα, καθώς θέλει οιδούμεν» (σ. 225).
«Λευκοπάρυφος, όποιος είναι ενδεδυμένος με φορέματα λευκά» (αυτόθι).
«Λευκοφαής, είναι εκείνος οπού φαίνεται εις το πρόσωπον άσπρος, και πολλόταται άλλαι λέξεις σύνθεται» (αυτόθι).
Το λευκό χρώμα που φανερώνει την καθαρότητα και την αθωότητα αρμόζει στην ιερατική στολή «και μάλιστα το Στιχάριον το οποίον πρέπει να είναι λευκόν, και όχι άλλον χρώμα, και ιδού η σημασία του». «“Το Στιχάριον λευκόν ον της Θεότητος του Χριστού την αίγλην εμφαίνει” έλεγεν εις το περί Μυστικής θεωρίας ο Μακάριος Γερμανός» (σ. 225).
Αξιοσημείωτη είναι η βιβλιογραφική ενημέρωση του Βισκόντη πάνω στα θέματα που τον απασχολούν. Αυτό θα φανεί καλύτερα, όταν πιο κάτω θα μνημονεύσουμε τη βιβλιογραφία που προτείνει για τους σπουδαστές της ζωγραφίας. Για τα χρώματα «περί του Λευκού και Μελανού, και άλλων, κατά πλάτος γράφει τας σημασίας ο Ιταλός Συγγραφεύς, καλούμενος “Πατήρ Κάρμελης” εις τον α΄ Τόμον, κεφ. ιβ΄, εντελώς μετά την κοινήν γνώμην εις αυτά, των τε Εβραίων, Ελλήνων, Λατίνων, και Αράβων». Tomo I. Degli antichi costumi sino a noi pervenuti del P. Carmeli» (σσ. 225-226) (5).

Κεφάλαιον Β΄. Περί του Μελανού χρώματος, το καλούμενον κοινώς Μαύρον.Το μαύρο χρώμα στη Σημειωτική είναι σύμβολο της λύπης και της φρονήσεως. «Μεταφορικώς δε το μελανόν χρώμα όχι μόνον σημαίνει Λύπην και φρόνησιν, (το οποίον ήδη και των Ιερέων και την Φρόνησιν εμφαίνει), αλλά είναι ακόμη και εις σημασίαν κακού και δοιλεί ελλαττώματα και κακίας, δισφημίας, και παρανομίας, καθώς εις τους Συγγραφείς αναγινώσκωμεν» (σσ. 226-227).
«Ιδού και τινας Λέξεις περί του Μελανού ή μαύρου: αμαυρόβιος, το να ζη τινάς με αμέλειαν, ή αδυναμίαν ή διστυχίαν, και οκνηρίαν» (σ. 227).
«Αμαυρός, ήγουν σκοτενός, δυστιχής, πτωχός, και λυπηρός, ή καταφρονεμένος» (αυτόθι).
Αναφέρει ακολούθως ο Βισκόντης τις περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται το μαύρο χρώμα.
«Διά τούτο και εις τα επιταφήους Πομπάς, και κοινώς εις θάνατον κρατείται η συνήθεια του μελανού χρώματος ως σημείον λύπης, και εξ εναντίας το λευκόν εις χαράς, και αγαλειάσεις, και πανυγίρεις, καθώς εις την ζωηφόρον Ανάστασιν του Σωτήρος ο εν λευκοίς καθήμενος Άγγελος ιματισμένος» (αυτόθι). «Οι Κινέζοι όμως στη χαρά φορούν μαύρα και στη θλίψη λευκά» (αυτόθι).
Ο Βισκόντης διευρύνει τη χρήση της αλληγορικής σημασίας και πέραν των χρωμάτων, όπως στα φυτά, τα δέντρα και τα ζώα. Τα σχετικά παραδείγματα δανείζεται (ο Βισκόντης) από το έργο που προαναφέραμε, του Κάρμελη. Το κυπαρίσσι συμβολίζει το θάνατο, επειδή, όταν το κόβουν, δεν ξαναγεννιέται πια, όπως και η ζωή του ανθρώπου, «όταν δηλαδή το πνεύμα αναχωρίση, πλέον εκείνο το σώμα δεν αυξάνει, αλλά μένει νεκρόν και αναίσθητον» (σ. 228). Αντίθετα, τα φύλλα της δάφνης, είτε ξερά είτε χλοερά, είναι πάντοτε πράσινα, έτσι και η φήμη και η δόξα του νικητή ή των Σοφών και των Ηρώων και αγίων «μένει αείμνηστη και αθανάτου ονόματος» (αυτόθι).

Κεφάλαιον Γ΄. Περί του Κιανούν χρώματος, του καλουμένου ιταλιστί «αντζούρο», azzuro ή Gemma turchiese ή Turchese.Το χρώμα αυτό σχετίζεται με το γλαυκό, δηλαδή το γαλάζιο, μ’ αυτό που ιταλικά ονομάζεται celesto «τζελέστε», δηλαδή «ουρανόγχρωον» (σ. 229), αλλά είναι και παρόμοιο με το χρώμα της θάλασσας όπως φαίνεται αυτή στον ορίζοντα, όταν δύει ο ήλιος. Επί πλέον το κυανούν ως γλαυκόχρωον είναι παρόμοιο με το αργυρό χρώμα, «όταν μάλιστα τούτο ενωθή με τον ψίμμυθον» (σ. 229).
Το επίθετο «κυαναυγής» αποδίδει ο Βισκόντης με τη λέξη «μαυρομπλαβάδα». Έτσι τη φράση «κυαναυγέσιν οφρύσι» μεταφράζει «μαυρόμπλαβα οφρύδια» (αυτόθι). Ή «κυανέοι άνδρες μεταφορικώς οπού πάει να ειπή μαυρόμπλαβοι άνδρες, ως είναι οι Αιθίωπες. Ούτος θέλει ήτον και εις την όψιν ο Δυνάστης Κανδάκης της Βασιλίσσης, οπού εις τας Πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκεται» (σ. 229-230) (Πράξεις Αποστόλων 8, 26-40).
Στη Σημειωτική το κυανούν είναι σύμβολο της δικαιοσύνης, της εμπιστοσύνης και της γλυκύτητας «και τούτο όντως, διότι και το στερέωμα του Ουρανού είναι κυανούν ιαρόν, όπου και η της Θεότητος δικαιοσύνη και η αλήθεια κατοικεί, και απανταχού διηκεί» (σ. 232). Πιο κάτω επανέρχεται στο συμβολισμό του κυανού χρώματος εμπλουτίζοντάς το και με παραδείγματα: «Το κυανούν λοιπόν εις την Σημειωτική έχει και αυτό τα Σύμβολά του, δηλαδή είναι σημείον της Δικαιοσύνης, εμπιστοσύνης και της Επιείκειας, δηλαδή Γλυκήτιτος, με το οποίον ενδύονται οι βασιλείς της Γαλλίας, και έτερα διά το τοιούτον σύμβολον, καθώς και εις τας Ιστορίας αναγινώσκονται» (σ. 233) (6).
Εκπλήσσουν ο προβληματισμός και η ειδική και η πλατιά γνώση και ενημέρωση του Βισκόντη πάνω στις λειτουργίες, τους συνδυασμούς των χρωμάτων, την αλληγορική και συμβολική τους σημασία, την ονοματολογία τους και την απόδοσή τους στα ελληνικά, στα λατινικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά. Συναφές είναι και το πρόβλημα-θέμα που αφορά τις πηγές (βιβλιογραφικές) από τις οποίες αντλεί τις πληροφορίες του και η μεταγλώττισή τους στα ελληνικά. Εν μέρει αναδεικνύεται και φωτίζεται το ζήτημα αυτό, της μετάφρασης, πιο κάτω όπου παρουσιάζουμε τις μεταφράσεις του Βισκόντη, αλλά και της βιβλιογραφίας που συνιστά στους μαθητές της ζωγραφικής.
Για να ενισχύσω τη διαπίστωση και εκτίμησή μου για την πλούσια και ποικίλη πληροφόρηση του Βισκόντη στα ζητήματα που αφορούν τα χρώματα, παραθέτω ένα κειμενικό απόσπασμα σχετικό με το κυανούν χρώμα (σ. 230):
«Το χρώμα τούτο λοιπόν (ενν. το κυανούν) ονομάζεται καθ’ αυτό, όταν δεν παρομοιάζει ολίγον τι εντελώς της θαλάσσης, διότι εις πολλάς περιστάσεις η θάλασσα κατά τους καιρούς, και κατά την αντανάκλασιν των νεφών και του Ηλίου, πρασινίζει, πότε πολλύ, πότε ολίγον, πότε μετέχει και εκ των δύο χρωμάτων, δηλαδή του κυανέος, και του πράσινου, και τούτο εκ του πρίσματος, αποδείχνεται, διότι η ένωσις του φωτός του Ηλίου όντας κίτρινη, και η θάλασσα γλαυκή λαμβάνη εις τοιαύτην περίστασιν το αυτό χρώμα, και διά τούτο τότε λαμβάνει την λατινικήν λέξιν “τζερούλεουμ” Caeruleum, και όχι την λέξιν “κυανούν” οπού και αυτοί οι Λατίνοι δηλαδή “τζιάνους” ονομάζουσιν, cyanus et viridis, δηλαδή και πράσινον, και εις την Ιταλικήν Γλώσσαν verde-mare, “βέρδε-μάρε”, επειδή και το μη πρασινίζων, κυανούν ονομάζεται, οπού ιταλικά καλείται όντως azzurro, αντζούρον, μάλιστα ή εις το ινδικόν, indico, το λουλάκι τουρκιστί ή και εις τον μπλου της Προυσσίας, (blu di Prussia) το Turchino ή Turchese ιταλιστί, ως άνωθεν είπαμεν, και τούτο έχει την αληθήν αναφοράν με το του ουρανού χρώμα, ος τις λαμβάνει το πρασινοπόν, όσπερ η θάλασσα είναι υποκείμενη, όντας το ύδωρ διαφανές. Τούτο το χρώμα ανταποκρίνεται πολλά εις την βλέψιν πλησίον του πορφυρού, και τούτο εις πολλούς τόπους των Συγγραφέων περί της σχέσεως ταύτης, καθώς και εις τον Όμηρον, ος τις εν τη Βατραχωμειομαχία, και ο Περρώτ ο Γάλλος εις τα Ποιητικά του, και ο Γάλλος Σαλλινιάκ εις τον Τηλέμαχόν του, και άλλοι, καθώς ταύτην την παρατήρισιν εις το ζ΄ κεφάλαιον θέλει ανέγνωται εις κάποιους στίχους αυτών κατά αναφοράν τούτων των δύο χρωμάτων, και περί του χρυσοχόου χρώματος...» (σσ. 230-231) (7).
Κατά τον Βισκόντη «είναι και πολλών λογιών κυάνεα χρώματα», όπως το γλαυκό, το λεγόμενο στα ιταλικά celeste, και απλώς γαλάζιο. Το γλαυκό αντιστοιχεί και στις λέξεις των Λατίνων, Caesius Glaucus, Coeruleus color.
Ο Βισκόντης αναφέρει και ένα άλλο είδος κυανού χρώματος το οποίο οι Γάλλοι ονομάζουν Outre mer «ουτρεμέρ» και οι Ιταλοί Oltremare «ολτρεμάρε» «και είναι ένα χρώμα γλαυκόν οραιότατον, και λάμπει κατά πολλά το ιαρόν του χρώμα, το οποίον είναι κατά πολλά χρειαζόμενον εις τους Ζωγράφους διά πολλάς χρήσεις των εργασιών των. Λέγουσιν τινές ότι τούτο το καλούμενον “ολτρεμάρε” είναι και εις την Μινηατούραν χρειαζόμενον και εις το του λινολάδου...» (σ. 233).
Αντιγράφει από το γαλλικό λεξικό του Ρυσσελέτ (8) τη λέξη outremer και τη μεταφράζει στα ελληνικά: “Outre-mer, sorte de couleur bleuë fort-nécessaire aux peintres. On la nomme outre-mer, parce qu’elle vient du Levant. (Outre-mer fort beau• Vrai Outre-mer.) Τουτέστιν εις την γλώσσαν μας, εξηγείται ούτω: Όλτρε-μάρε, είναι ένα είδος χρώματος κυανέου πολλά χρειαζόμενον των Ζωγράφων. Το καλούσιν ολτρεμάρε, το οποίον ελληνιστί θέλει να είπη “πέραν της θαλάσσης”, διότι αυτό από του Λεβάντε τα μέρη το φέρνουν εις την Ιταλίαν, και αλαχού. Έπειτα λέγει, οραιότατον ολτρεμάρε, και αληθές όλτρεμε, διότι είναι κάποιον οπού παρομοιάζει εις το χρώμα, αλλά είναι ψευδή και πλαστόν. Περιπλέον είναι και ακριβόν πολλά εις την τιμήν, σχεδόν ώσπερ χρυσίον» (σ. 234).
Στο τέλος του Γ΄ κεφαλαίου παρατηρεί και εκτιμά ο Βισκόντης ότι ο ζωγράφος έχει χρέος να γνωρίζει «και αυτάς τας ονομασίας των ποικίλων χρωμάτων, καν εις την γλώσσαν του, διότι (ως μου φαίνεται) είναι άπρεπον, ένας να μεταχειρίζεται την τέχνην των χρωμάτων, και την ονομασίαν αυτών να μην γινώσκει, και είναι όμοιον τούτο, ώσπερ ένας να αναγινώσκη ένα βιβλίον μιας διαλέκτου, χωρίς να την καταλαμβάνει, το οποίον πράγμα, δεν λαμβάνη καμμίαν χαροποίησιν!» (σ. 234).

Κεφάλαιον Δ΄. Περί του Πρασίνου Χρώματος.
Ετυμολογεί ο Βισκόντης το πράσινο χρώμα από το φυτό «πράσον» και «ο Πλάτον λέγει “πράσιον χρώμα”, και ό,τι μετέχει του κιτρίνου και του μελανού, και τούτο κατά αλήθειαν, διότι αν ενώσωμεν το μαύρον και το κίτρινον έχωμεν βέβαια πράσινον χρώμα...» (σ. 235). Ο Πλάτων αναφέρεται στο «πράσιον» στον Τίμαιον 68c: «... κυανού δε λευκώ κεραννυμένου γλαυκόν, πυρρού δε μέλανι πράσιον»: Αν στο κυανούν προστεθεί άσπρο, γίνεται το «γαλάζιο», και αν στο πυρρόξανθο προστεθεί μαύρο, το «πράσινο» (Πλάτων, Τίμαιος. Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1999, σσ. 280-281).
«”Το πράσιον”... είναι το καλούμενον ιταλιστί verde-rame και γαλλιστί Verd de gris...» (σ. 235).
Ο Νικόλαος Μυρεψός ονομάζει το πράσινο στο Γραικολατινικό Λεξικό (9) “aeruginem”: “Sic et aeruginem vocat Nicolaus Myrepsus, quae officinis vulgo verd de gris”, τουτέστιν: Ούτω και η του χαλκού σκουρία (ή χαλκού σκυρία;) καλείται από τον Νικόλαον Μυρεπσόν, και ομοίως οι Αποθηκάριοι, ήγουν οι σπετζέριδες το ονομάζουσιν, ήγουν οι γάλοι ”βερδεγρί”, οι δε Ιταλοί verde rame”» (σ. 235).
Στη Σημειωτική το πράσινο είναι σύμβολο της αγάπης και της τιμής αλλά και της ελπίδας και της μεγαλοπρέπειας.
Για την «κοινήν ιδέαν» και αντίληψη που έχουν τα διάφορα έθνη για το πράσινο και τις χρηστικές εφαρμογές του παραπέμπει ο Βισκόντης σε κείμενο του Π. Κάρμελη, κεφ. ΣΤ΄το οποίο μεταφράζει: «Κατά πολλά πρέπει να ερευνήσωμεν και την αρχήν εις κάποια ήθη παλαιά, οπού έως την σήμερον τα περισσότερα είναι κοινά και εις ημάς, και καθημερινώς τα βλέπωμεν, αλλά δεν προσέχωμεν όμως εις το να τα καταλαμβάνωμεν, επειδή και ωφελεί, μάλιστα εις πολλά και της ημώς (sic) αληθούς πίστεως. Όθεν, εάν εις τινά εκκλησίαν γίνεται εορτή, βλέπωμεν και στολήζουσιν με στεφάνια γεναμένα από πρασινάδας διάφορας φυτών και μυριστικών, και άνθη, και άλλα. Ομοίως και εις τα Παλάτια των Αυθεντών και Κριτών, και τους στολίζουσιν με αυτά τα “στεφάνια” τα οποία “ghirlande, γγιρλάνδες” καλούσιν οι Ιταλοί, και με “εορτάσιμα” τα οποία Festoni καλούσιν “φεστόνια” (στεφάνια από άνθη, απόδοση δική μου), και ταύτα εις σημείον αγαλιάσεως, και χαράς της εορτής... και ταύτα με ένοιαν... και ότι τα στεφάνια, σημειώνουσιν (ενν. σημαίνουν) μεγαλειότητα, και μεγαλοπρέπειαν, και αυτό φανερόν, διότι και οι Αυτοκράτορες, και οι Ποιηταί ακόμη εστολίζοντο με στεφάνια από πράσινην δάφνην, περί τα οποία ο ποιητής λέγει:
Arbor victoriosa e trioufale
Anor d’ Imperadori e di Poeti,
τουτέστιν: Ω δένδρον τροπαιοφόρον και θριαμβευτικόν, / Τιμή Αυτοκρατόρων και των Ποιητών, και τούτο της δάφνης είναι το έπαινον» (σσ. 236-237).
Η συνέχεια της μετάφρασης του κειμένου του Κάρμελη αναφέρεται στη σημασία των γεωμετρικών σχημάτων που «έχουσιν και αυτά την ένοιάν του επί καλού και κακού, και δόξης, και τιμής» (σ. 237). Όθεν (κείμενο του Κάρμελη): «Αυτά τα στεφάνια δηλούσιν ένοιαν διά το Σχήμα του Κύκλου, και περί τούτου όλλα τα έθνη είχαν την κοινήν γνώμην, ότι ο Κύκλος είναι το πλέον εντελέστατον σχήμα εις τα μαθηματικά και Γεωμετρίαν» και λέγει (ενν. ο Κάρμελης): «Συνηθήζουσιν να το σχηματίζουσιν αυτό το στεφάνι με αυτά τα φυτά, ωσάν ένα κύκλον, το οποίον Σχήμα ως τέλειον και χωρίς γωνίας, είναι Σύμβολον της Θεότητος. Όθεν περί τούτου γράφει ο Κύρκερος, ότι εις την περιφέρειαν ήγουν κύκλον, και εις την σφαίραν, σημειώνεται αυτή η αιώνιος και άπειρος ουσία του Παντοδυνάμου Θεού, καθαρά και απλή, και δεν περιτρυγυρίζεται, ουδέ στενοχορείται από κανέναν σύνορον, και πέρας» (τέλος του κειμένου του Κάρμελη. Ακολουθεί επεξηγηματικό κείμενο του Βισκόντη:) «Τούτο κατά αλήθειαν είναι, ότι ο κύκλος συμμά εις τους Μαθηματικούς, είναι το απόλυτον, και πλέον εντελές σχήμα από όλα τα άλλα, και τον τετραγωνισμόν αυτού, αδύνατον είναι ίσως ποτέ κατά χρέος να τον καταλάβουσιν» (σσ. 237-238).
Σε υποσημείωση (α) μεταγράφει ο Βισκόντης το λατινικόν ρητόν του Κυρκέρου (10) και το εξηγεί στη συνέχεια: “Per globum et circulum sphaeram significavi aeternam illam, et immensam Dei essentiam puram et simplicem nullisque terminis definitiva” και η εξήγηση: «“Με τον Κύκλον και Γύρον, ή και την Σφαίραν σημειούται η αιώνιος αύτη και άπειρος ουσία του Θεού, καθαρά και απλή, και από ουδένα πέρας περιοριζομένη”. Ιδέ ταύτα κατά πλάτος εν τω βιβλίω του Κάρμελη» (σ. 238 του κώδικα).
Κεφάλαιον Ε΄. Περί του Ερυθρού Χρώματος ήγουν το Κόκκινον.
Αυτό που λέμε στα ελληνικά κιννάβαρ ή κινάβαρι αντιστοιχεί σ’ αυτό που οι Ιταλοί ονομάζουν cinabron ή cinapro, «τζίναμπρον», «και είναι χρώμα κόκκινον πολλά ζωντανόν...» (σ. 238).
Τα κόκκινα είναι πολλών λογιών, όπως ο μίλτος τον οποίο οι Ιταλοί minio, μίνιον καλούν. Υπάρχει ακόμη «και η Σινωπική μίλτος» (σ. 238). «Περί τούτου του Μίλτου ο Πλίνιος α΄πολλά και πολλά περιγράφει» (αυτόθι). Βλ. σχετικά Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής. 35ο βιβλίο της «Φυσικής Ιστορίας». Μετάφραση από τα λατινικά: Τάσος Ρούσσος-Αλέκος Λεβίδης. Πρόλογος-Σημειώσεις. Επιμέλεια ύλης: Αλέκος Βλ. Λεβίδης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1994, στη σελίδα 552 βλ. τον τεχνικό όρο Μίλτος (rubrica). «Περί της κοκκίνης καιομένης ώχρας» κάνει λόγο ο Διοσκουρίδης (11).
«... και “Μίλτος” είναι γεννικώς ένα όνομα των χρωμάτων, όσα είναι κάθε λογής κόκκινα...» (αυτόθι). Στη Σημειωτική είναι το σύμβολο «της Δικαιοσύνης και της Αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον, και πολλά άλλα τα οποία διά συντομίαν τα αφήνομεν» (αυτόθι).
«Είναι προσέτι σύμβολον της Ανδρείας, και Μεγαλοψυχίας, διά τούτο και εις τους Ανδρείους και αδαμαντίνους Μάρτυρας του Κυρίου Ιησού Χριστού, ως επί το πλείστον δίδεται αυτό το κόκκινον ένδυμα, ως παραδείγματος χάριν και του αίματος όμοιον τη όψει. Ομοίως και των Παλαιών Ηρώων και Αθλητών εις τους εθνικούς αποδίδεται» (σσ. 239-240).

Κεφάλαιον ΣΤ΄. Περί του Πυρρού ή Πυρόχροος, δηλαδή το κίτρινον, ή και το κοκκινοκίτρινον.
Στην αρχή του κεφαλαίου ΣΤ΄ δίνει ο Βισκόντης τις διάφορες ονομασίες του κόκκινου (πυρόχροον, κοκκινοκίτρινον, χρυσόχροον και ξανθόν και «Eλληνιστί μεν πύροχρως και Λατινιστί flavus, rufus, rutilus, κ.λπ.» (σ. 240). Στην ελληνική γλώσσα το κοκκινοκίτρινο λέγεται και «πυρράκης και πυρρανής» και στα ιταλικά il color di fuoco, ediovo (σ. 241). «Είναι πολλών λογιών κίτρινα, και πυρρόχρωα, και χρυσόχροα, και χρησιμεύουσιν εις την Ζωγραφίαν κατά τας περιστάσεις, και κατά την μήμησιν της φύσεως» (αυτόθι).
Αξίζει, νομίζω, να αναφέρουμε τους διάφορους συμβολισμούς των χρωμάτων που βρίσκει ο Βισκόντης στη Σημειωτική (για τους οποίους συμβολισμούς κατά περίπτωση έχει γίνει ήδη λόγος). Έτσι το αργυρό χρώμα το οποίο ιταλικά καλείται color argentino στη Σημειωτική είναι «σύμβολον της πάστρας, και ακακίας, και της καθαρότητος, και αθωότητος» (σ. 242), επειδή η ελληνική λέξη «αργός» σημαίνει λευκό, άσπρο (σ. 241). Το γλαυκό και στα ιταλικά «τζελέστε» είναι σύμβολο της εμπιστοσύνης και δικαιοσύνης, ενώ το χρυσαφί χρώμα συμβολίζει την ελεημοσύνη, την αγάπη, τη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια.
Όπως οι διάφορες αρετές συνδυάζονται μεταξύ τους «ούτω και τα χρώματα αναμεσώντους έχουσιν τινά αρμωνίαν, και προσήκοντα συνδυασμόν» (σ. 242): «Το χρυσίον καθ’ αυτό, και το χρυσόχροον χρώμα, ή και το αυτό κίτρινον είναι σύμβολον μεγαλοπρεπείας, σημαίνων την του πλούτου λαμπρότητα, και εννωμένον, ήγουν συνδυαζόμενον μετά του Πρασίνου, τότε λαμβάνει διπλήν την σημασίαν, και εννωήται Μεγαλοπρέπειας, και πλούτου σύμβολον» (αυτόθι).
Οι σύνθετες λέξεις των χρωμάτων απαιτούν, κατά την άποψη του Βισκόντη, μια «μεγαλοτάτην σκέψιν, διατί έχουσιν μίαν συμπεπλεγμένην σχέσιν αναμεσών τους τόσον δεινήν, οπού πρέπει να λάβη τινά κόπον και μάθησιν...» (σσ. 242-243) και επειδή «η σύνθετος λέξις μεταβάλλει την σημασίαν του απλού χρώματος» (αυτόθι). Και συνιστά τη σύνταξη λεξικού στο οποίο εκτός από την αλφαβητική κατάταξη των χρωμάτων θα αναγράφεται και η αληθινή τους σημασία.

Κεφάλαιον Ζ΄. Περί του Κυανόχρων χρώματος ήγουν του Πορφυρού το οποίον ιταλιστί purpureo colore.Αναφέρεται στην προέλευση του πορφυρού, δηλαδή του κοκκινόμπλαβου χρώματος από την πορφύρα ή κογχύλη «η οποία ευγάζει από το αίμα της» (σ. 243). «1. Μαλάκιο με επίμηκες ή παχύ όστρακο και αδένα που εκκρίνει βαθυκόκκινη ουσία και 2. (συνεκδ.) η παραπάνω βαθυκόκκινη ουσία που χρησιμοποιόταν στην αρχαιότητα ως χρωστική για τη βαφή ενδυμάτων» (Λεξικό Μπαμπινιώτη). Και ο Βισκόντης αναφέρεται στην ιστορία και τις χρήσεις της πορφύρας: «Λέγουσιν δε, ότι έβαπταν με το αίμα αυτής της θαλασσίας κογχύλης οι αυτοκράτορες, και οι της Δύσεως Εκκλησίας Αξιωματικοί τα μεγαλοπρεπεί αυτών ενδύματα, και χλαμύδας, τας οποίας πορφύρας με μίαν βελόναν οι βαφιάδες εσπούσαν την φούσκαν αυτήν της κογχήλης, και εύγαζαν αυτήν την εξαίρετον βαφήν» (σσ. 243-244). Για να εξηγήσει την παραγωγική αυτή διαδικασία της χρωστικής αυτής ουσίας καταφεύγει ο Βισκόντης στο Γαλλικόν Λεξικόν του Π. Ρισσελέτ από το οποίο μεταφράζει το σχετικό λήμμα: «Ότι να εύγαζαν δύο λογιών υγρά από την κογχύλην, ήγουν εις το υποκάτω της μέρος εύγαινεν κόκκινον, και κατά το μέρος του λαιμού, πλέον μαυριδερόν. Περιπλέον λέγουσιν οι Φυσικοί, ότι γεννάται χωρίς σμήξιμον αρσενικού μετά θυληκού, και χωρίς αυγά, όθεν, ότι η φύσις αυτομάτως με κάποια(ς) αρχάς και αιτίας την γεννά» (σ. 244) (Richelet, τ. ΙΙ, σσ. 200-201) και συνεχίζει ο Βισκόντης: «από το οποίον πράγμα συμπεραίνομεν ότι είναι το υγρόν αυτής (ενν. της πορφύρας) πολύτιμον και παρθενικόν, και οραιόχρομον, και γλυκόν εις την βλέψιν, και διά να έχη ταύτην την ένοιαν οι Θεολόγοι μεταχειρίζονται λέξεις διαφόρους εις τα τροπάρια της Θεοτόκου, καθώς εις την δ΄ Ωδήν του Ακαθίστου ύμνου εις το τρίτον τροπάριον, όπου λέγει “Χαίρε κογχύλη πορφύραν θεία βάψασα εξ αιμάτων σου τω Βασιλεί των Δυνάμεων”» (σ. 244) «από το οποίον καταλαμβάνομεν, ότι είναι κοινή γνώμη και εις τους θεοφόρους πατέρας, και εις τους εξωτερικούς Διδασκάλους διά το τοιούτον υγρόν πορφυρούν της Κογχύλης. Και πάλιν ο Ανδρέας Κρίτης εις τας Ωδάς της τεσσαρακοστής, “Η Νοητή Πορφυρίς του Εμμανουήλ”, και πολλά άλλα» (αυτόθι).
Το πορφυρούν χρώμα στη Σημειωτική είναι σύμβολο της Πίστεως, και της Αγάπης, της Ελεημοσύνης, της Εγκράτειας και της Ευσέβειας (αυτόθι). Και μεταφορικά χρησιμοποιείται η λέξη «πορφύρα», όταν πρόκειται να εξαρθεί η αξία «μεγάλων ανθρώπων, και ευγενών, ωσάν βασιλέων, Μιτροπολυτών, και μεγάλων Κριτών» (αυτόθι).
Κάνοντας λόγο ο Βισκόντης για την αρμονία των χρωμάτων, του πορφυρού και πυρρού, αλλά και του χρυσόχροου και του κίτρινου και του κυανού χρησιμοποιεί ένα ποιητικό δίστιχο από τα ποιήματα του Perrault για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο ο Ήλιος ζωγραφίζει τον ορίζοντα την ώρα που βασιλεύει:
«Εσκέπασεν τον ορίζοντα με ένα χρυσίον
καθαρόν και λαμπρόν
Διά να χύση έπειτα εις αυτόν το πορφυρούν
και γλαυκόν (ήγουν κυανούν)»
(σ. 245 του κώδικα)
«και γαλλιστί Il couvrit l’horison d’un or luisant et pur
pour y repandre ensuite et le pourpre et l’azur (Perraut, γράφε Perrault), poésies etc.» (12) (αυτόθι).
Εκτός από το μεταφραστικό ενδιαφέρον θα άξιζε τον κόπο να σχολιάσουμε και τις αξιολογικές εκτιμήσεις του Βισκόντη που αφορούν τόσο την ποίηση όσο και τη ζωγραφική για μια κοινή λειτουργική ιδιότητα και ικανότητά τους, να ζωγραφίζουν δηλαδή τα αντικείμενα με τέτοια τελειότητα «ωσάν να είχαμεν προ οφθαλμόν αυτά» (αυτόθι).
Παραθέτω όλο το σχετικό κείμενο: «Από τους ρηθέντας στίχους καταλαμβάνομεν, ότι η Ποιητική με τους στίχους μάς ζωγραφίζει τα αντικείμενα με όλλην την τελειότητα, ωσάν να είχαμεν προ οφθαλμόν αυτά, καθώς και ο περίφημος Ζωγράφος με όλην την σωστότητα και μήμησιν μετά των χρωμάτων, παρασταίνει με τέχνην Ζωγραφικήν τα αυτά αντικείμενα, και όταν είναι ζωγραφισμένα με τελειότητα, καθώς είναι με τους ποιητικούς στίχους, τότε και αυτή η Ζωγραφία είναι και αυτή τέλεια, και εις τούτο οι Ζωγράφοι ας προσέχουσιν καλώς διά να μημούνται τελείως την πρώτην φύσιν» (αυτόθι). Ο Βισκόντης φαίνεται ότι γνωρίζει και αναγνωρίζει στην ποίηση την «εκφραστική» δυνατότητα να λειτουργεί ως «έκφρασις». «Έκφρασίς εστι λόγος περιηγηματικής εναργώς υπ’ όψιν άγων το δηλούμενον» κατά Θέωνα (Rhetores Graeci ex recognitione L. Spengel, Lipsiae 1966, τ. II, 118, 6), ενώ ο Νικόλαος ο Σοφιστής επισημαίνει τη διαφορά της έκφρασης από τη διήγηση: «Η μεν (ενν. διήγηση) γαρ ψιλήν έχει έκθεσιν πραγμάτων, η δε (ενν. έκφραση) πειράται θεατάς τους ακούοντας εργάζεσθαι» (Rhetores Graeci, ό.π., τ. ΙΙΙ, 4, 9, 26-27). Ορισμός εδώ της «εκφράσεως» αφορά κείμενα, ποιητικά ή πεζά που περιγράφουν έργα τέχνης. Είναι πολύ πιθανόν το κείμενο του Βισκόντη που παραθέσαμε πιο πάνω να αποτελεί αναλυτική διατύπωση της περίφημης φράσης «Ut picturα poesis» από την Ars poetica του Ορατίου• άποψη του ρωμαίου ποιητή σύμφωνα με την οποία η ζωγραφική έχει τις ίδιες «εκφραστικές» δυνατότητες με την ποίηση (βλ. πρόχειρα Γ. Ρηγόπουλος, Ut pictura poesis, Αθήνα 1991, σ. 37 κ.ε.) (13).
Στη Βατραχομυομαχία, την οποία θεωρεί ο Βισκόντης έργο του Ομήρου (14), παραπέμπει για να δικαιολογήσει τη χρήση του πορφυρού χρώματος: «... Νίξει τερπόμενος Φυσιγνάθου... αλλ’ ότε δη ρα κύμασι πορφυρέοις επεκλύζετο πολλά δακρύων» (στίχ. 68-69), και το εξής ήγουν, Όταν ο ποντικός εχαιρότουν το πλεύσιμον του βατράχου (=Φυσιγνάθου) καλώς, αλλά όταν είδεν αυτός (ο ποντικός) οπού επερικλείετο, και εσκεπάζετο με “πορφυρά νερά” και κύματα, εδάκρυσεν, και τα λοιπά» (σ. 246 του κώδικα).
Με ενδιαφέρουν οι μεταφραστικές δοκιμές του Βισκόντη, κυρίως οι ποιητικές (15). Στο κεφάλαιο πιο κάτω για τις μεταφράσεις του Βισκόντη μας δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα για τις μεταγλωττίσεις του.

Κεφάλαιον Η΄. Περί της Ώχρας (Terra Gialla).
Η ώχρα είναι γήινο χρώμα κίτρινο βαθύ και αντιστοιχεί στη λατινική λέξη luteum «λούτεουμ». Υπάρχουν δύο είδη ώχρας, «δηλαδή ιαρά, και βαθύ, chiara e oscura» (σ. 247). Ο Διοσκουρίδης λέει ότι βγαίνει στην Ισπανία αλλά και σε άλλους τόπους. Υπάρχει η ιταλική ώχρα, η τέρρα τζάλλα (Τέρρα-Ντζάλλα) και η γαλλική που καλείται ώχρα ντε Βερί (ocre de Beri) «η οποία είναι πολλά εξαίρετη, και είναι εκείνη οπού συνηθάται εις τας λεπτάς εργασίας» (αυτόθι). Η ώχρα αυτή η γαλλική ίσως είναι αυτή που εμείς λέμε Ρωμάνα και είναι και η ώχρα ντε ρουτ, ocre de Rut που εμείς τη λέμε «τερραντζάλλα σκούρα», terragialla oscura που οι Γάλλοι «και δια καλιωτέραν σαφύνηαν» «καλούσιν ζων-μπρουν (jaûne Brun) (σσ. 247-248). Είναι ακόμη και η κόκκινη ώχρα που προέρχεται από την Ιγγκλτέρραν (Αγγλία), και οι Γάλλοι την καλούν Μπρούνταγγλετέρ, Brun d’Angleterre, και οι Ιταλοί Bruno d’Inghittera» (αυτόθι).
Τα χρώματα υπόκεινται σε μεταβολή η οποία οφείλεται στο λινόλαδο (λινέλαιο). Για τη μέθοδο καθαρισμού του λινόλαδου, για τα βερνίκια και τα χρώματα των εικόνων και άλλα συναφή ζητήματα τεχνικής φύσεως παραπέμπει ο Βισκόντης στο βιβλίο του Guidotti Alberto, Metodo facile per formare qualunque sorta di Vernici col moda di sciogliere la gomma copale (σ. 251). Από το βιβλίο αυτό μεταφράζει ο Βισκόντης το πιο κάτω κείμενο που αφορά τον καθαρισμό του λινόλαδου: «Έπαρε Λινόλαδον λόγου χάριν καρτούτζα δύο, και βάλε τα εις ένα αγγείον χονδρόν, ή γυάλινον, ή χωματένιον καλά βαμένον, και τέσσερα καρτούτζα νερόν γλυκόν, και δύρε το καλά, έως οπού να ενωθή το νερόν με το λάδι αυτό, και έπειτα έχε κοπανισμένας ογγίας 3 άσπριν στίψιν, και μίνιον ογγίας δύο, ομού το μίνιον με την στίψιν κοπανισμένα, καλά καλά, και ρίψε αυτήν την σκόνην και πάλιν ανακάτωσε καλά έως το πρώτον, ώστε να ενωθώσιν όλλα, και έπειτα βούλοσον αυτό το αγγείον, έως οπού να μην ξεθυμαίνη, και βάλε το εις τον ήλιον αφήνοντάς το ημέρας 25 έως 30, και κάθε αυγήν αυτό το νερόν να το αλλάζης, και να βάζης παστρικόν, και με τούτον τον τρόπον καθαρίζεται, και γίνεται εξαίρετο. Αι δε άλλαι ετυμασίαι είναι πλέον κοπιαστικαί, ή και περιτταί» (σ. 250).
Στο όγδοο κεφάλαιο προσθέτει ο Βισκόντης, όπως γράψαμε πιο πάνω, σύντομη οδηγία «περί του τρόπου εις το να κολλά το χρυσάφι επάνω σε κάθε πράγμα, ήγουν εις γυαλιά, εις Μάρμαρο, και εις βερνίκια, και εις δουλίας γεναμένας με το λινόλαδον» (σ. 251).

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιβλιογραφία την οποία προτείνει ο Ν. Βισκόντης και με την οποία κλείνει «η σύντομος διήγησις περί χρωμάτων» (σσ. 252-253): «Ιδού όσα βιβλία ευρίσκονται εις την τυπογραφίαν της Βενετίας, τα οποία χρησημεύουσι διά τα της ζωγραφίας και άλλα της Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής τα οποία όποιο[ς] έχει ευχαρίστησιν, από την Βενετίαν μυνάει και έρχονται ως ακολούθως»:
Bartoli Francesco, Le Pitture, Sculture, et Archittetture della Città di Rovigo in 8 figurato, ivi, 1793, Li... 6
Βάρτολις Φραγγίσκος, Αι Ζωγραφίαι, Γλυφείαι, και Αρχιτεκτονικαί της πόλεως Ρωβίγγο. Εις η΄ με σχήματα, ομού, 1793 και πωλείται... Λίτρας... 6.

Becattini ab. Francesco, Compendio universale di tutte le Scienze e belle Arti, e di quanto è necessario Sapessi nel mondo per uso della Gioventà; in 8. Trieste, 1795... L. 5.
Μπεκατίνης αμπ. Φραγγίσκος, Σίνοψις κοινή όλλων των επιστημών, και οραίων Τεχνών, και όσον χρειάζεται να ηξεύρη τινάς εις τον Κόσμον, προς χρήσιν της νεώτητος. Εις η΄. Εν Τριεστίω 1795... Λ. 5.

Branca Giovanni, Manuale di Architettura, con figure in rame incise da Filippo Vasconi; in 8. Roma, 1757... L. 8.
Βράγκας Ιωάννης, Εγχειρίδιον της Αρχιτεκτονικής με σχήματα τυπωμένα από τον Φίλιππον Βασκόνην, εις η΄. Ρώμη 1757. Λ... 8.

Dizionario delle Belle Arti, che contiene quanto è più rimarchevole nella Pittura, Sculturra, Intaglio, Poesia, Architettura, ec; in 8, 1781, L. 3,10
Λεξικόν των οραίων Τεχνών, στο οποίον περιέχει όσον είναι το πλέον αξιοθεώριτον εις την Ζωγραφίαν, Γλυπτικήν, και το «Ιντάγιο», και η Ποιητική, και Αρχιτεκτωνική, εις η΄. 1781. Λίτρ. 3,10.

Malaspina m..…, Saggio delle Leggi del Bello, applicate alla Pittura, ed Architettura; in 8. Pavia, 1791. L. 9
Μαλασπίνα μ....., Δείγμα των Νόμων του Οραίου, διά την Ζωγραφίαν, και Αρχιτεκτωνικήν, εις η΄. Παβία, 1791. Λ. 9.

Mariotti Annibale, Lettere pittoriche perugine, ossia rag[g]uaglio di aluene memorie storiche ri[s]guardanti le Arti del disegno in Perugia, scritte al Sigr. Baldassar Orsini, collerisposte dello stesso, in 8, tomi 2, Perugia [1788], L. 12.
Μαριώτης Αννήβαλ, γραφαί Ζωγραφικαί Περουγγίνιαι, ήτοι κάποιαι ενθυμήσεις ιστορικαί, αι οποίαι θεωρούσιν διά την Τέχνην εις το Σχεδίασμα εν τη Περουγγία, γεγραμμέναι του Κ. Βαλτάσαρ Ορσίνη, με τας αποκρίσεις του αυτού, εις η΄. Τόμ. 2. Περουγγία. Λίτρ. 12.

Valle (della) p. Guglielmo, Vite de’ Pittori Antichi, Greci, e Latini; in 4 fig. Siena, 1795. L. 22.
Βάλλε (της) π. Γούλιελμος, οι Βίοι των Ζωγράφων των Παλαιών Ελλήνων, και Λατίνων. Εις 4 με σχήμ. Σιένα, 1795. Λ. 22.

Vasari Giorgio, Le Vitte de’ più eccellenti Pittori, scultori, e architetti. Editione arricchità più di tutte le altre precedenti, di rami aggiunte e correzioni, in 8 figur., tomi II, Siena, 1791 ή 1799. L... 116.
Βαζάρις Γεώργιος, έγραψεν τους Βίους των πλέον εξαιρέτων Ζωγράφων, αγαλματοποιών, ή Γλυπτών και Αρχιτεκτονών(sic). Έκδωσις πεπλουτησμένη από όλλας τας άλλας, με σχήματα, προσθήκας, και διορθώσεις, εις η΄. Τόμοι ΙΙ, Εις Σιέναν, 1791. Λ. 116 (16).

Vignola Jacopo Barozzio, I cinque ordini di architettura, in 8 fug. L... 3.
Βινιόλας Ιάκωβος Μπαρότζιος, αι πέντε τάξεις της Αρχητεκτωνικής εις η΄ με σχήμ. Λ. 3, χωρίς τόπο και χρονολογία έκδοσης (πρώτη έκδοση 1562• άλλες εκδόσεις: Βενετία 1570, 1582, 1596, 1603, Ρώμη 1602 και 1607, Σιένα 1635 και άλλες ως πρόσφατα και σε άλλες γλώσσες: γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, αγγλικά. Ο Βισκόντης πληροφορεί ότι μετέφρασε το βιβλίο του Βινιόλα (βλ. σ. 7 στο χειρόγραφο κώδικα).

Vinci Gio. Battista, Saggio d’Architettura civile, con aluene coguizioni comuni a tutte le belle Arti, in 8, Venezia 1795. L.2.
Βίντζης Ιωάν. Βαπτιστής, δείγμα της Αρχητεκτωνικής της πολιτικής, με κάποιας κοινάς ειδήσεις εις όλλας τας τέχνας, εις ή, εν Βενετία 1795. Λ. 2.

Vitruvio Marco, L’Architettura Generale, vidotta in compendio dal Sigr. Perrault, coll’aggiunta della Tavola, e le regole del piedestallo; in 8. Venezia 1794. L. 6 (17).
Βιτρούβιος Μάρκος, η Γενηκή Αρχητεκτωνική, καταστημένη εις συντομίαν από τον Κν Περάουλτ, και με προσθεττωμένους Πίνακας, και κανώνας του Πιεδεσταλίου, εις η΄, εν Βενετία 1794. Λ. 6.

Winkelmann Giovanni, Storia delle arti del disegno presso gli antichi, con note originali degli editori; in 4, tomi 2, Milano 1779... L. 24.
Βουϊνκελμάν Ιωάννης, Ιστορία των τεχνώς (sic) του Σχεδιάσματος σιμά εις τους Παλαιούς, με χάρτας πρωτοτύπους των Εκδοτών. Τόμους 2, Μιλάνον 1779. Λ. 24 (18).

«Τα παρόντα βιβλία», σημειώνει ο Ν. Βισκόντη, «είναι αρκετά, αγγαλά και να είναι και άλλα Γαλλικά και Λατινικά. Ταύτα έβαλλα προς είδησιν των μαθητών της Ζωγραφίας» (σ. 253).
Στην είδηση (σ. 254) με την οποία τελειώνει το δεύτερο μέρος γνωστοποιεί ο Ν. Βισκόντης ότι θα εξηγήσει περιφραστικά και απλά κάποιες λέξεις αναγκαίες για να γίνεται κατανοητή η σημασία και το νόημά τους και προσθέτει «και μιαν ετέραν διήγησιν τινών Συγγραφέων Παλαιοτάτων, συλεγμένων από το βιβλίον Proprinomio, τα οποία ονόματα αυτά ο Κιουζόλ διά συντομίαν δεν τα έθεσεν εις το ποίημά του, και θέλει αρέσουσιν κατά πολλά των Μαθητών, και όλλων των αναγινωσκώντων» (αυτόθι).
Αρχίζει με τη λέξη Ζωγραφία, την ετυμολογία της και τα παράγωγά της: «Λοιπόν η λέξις Ζωγραφία είναι ελληνική και η ετυμολογία της είναι οπού θέλει να ειπεί “ζώα γραψάμενος”, ήγουν όποιος με το πινέλλον, ή χρώματα, ή με το κονδίλιον παρασταίνει τα της φύσεως ζωντανά, και τα άψηχα, και όλλην την φύσιν. Όθεν η λέξις “Ζωγραφία” είναι ελληνική και είναι λέξις σύνθετος από το “γράφω” και από το “ζώον”, δηλαδή παρασταίνω με την τέχνην εις τα ομμάτια πράγματα όμοια με εκείνα όπου έχουσιν ζωήν. Λοιπόν καλώς εις την γλώσσαν μας λέγομεν Ζωγραφίαν και όχι “Πιτούρα”, pittura, διότι “πιτούρα” είναι ιταλική λέξις. Όθεν παράγονται αι ακόλουθαι λέξεις:
– Ζωγράφειον, είναι το Σχολίον όπου οι Μαθηταί μανθάνουσιν και διδάσκονται μεθοδικώς την Ζωγραφίαν.
– Ζωγραφέω ελληνικά, και κοινώς εις την γλώσσαν μας ζωγραφίζω θέλει να ειπεί ότι γράφω πράγματα ως ζωντανά παρομοιάζωντα.
– Ζωγραφήματα, ή εικώνες, είναι κάθε πράγμα ζωγραφισμένον ή εις σανίδια ή πανία ή εις τείχους σχήματα, ή το σμάλτον, και άλλα, και ιταλικά λέγονται “πιτούρε” Pitture.
– Zωγραφικός και τέλος ζωγράφος είναι όποιος κάνει την τέχνην της ζωγραφίας και ιταλικά “Πιτόρ” ή “Πιτόρε” και ημείς φθαρτά λέγομεν “Πιτόρος”, τον ιταλινισμόν μιμούμενοι, Pittore» (σ. 255).
Ύστερα επεξηγεί τη λέξη «Ντισένιο» και «Ντισενιάρο». Ελληνικά καλείται το «ντισένιο» Σκιαγραφία ή και Σχεδιασμός (Disegno), όθεν «Ντισενιάρω», πρέπει να λέγωμεν «σχεδιάζω, ή Σκιαγραφίζω, ή Σκιαγραφώ, και όχι τον ιταλιανισμόν «ντισενιάρο» (σσ. 255-256).
Για τη λέξη «κιάρο σκούρο» κάνει ευρύ λόγο. Γράφει «κιάρο σκούρο» είναι η ιταλική λέξις Chiaroscuro και είναι σύνθετη λέξη με δύο επίθετα ονόματα, δηλαδή το «κιάρο» θέλει να πει λαμπρό , φωτεινόν, και «σκούρο» σημαδεύει (δηλαδή σημαίνει) «σκοτεινόν», όθεν με τούτην την λέξιν εννοούμεν «ζωγραφίαν μονόχροον με βαφάς λαμπράς και ομού σκοτεινάς του ιδίου χρώματος και ότι η λέξις είναι ανταποκρίνουσα εις το «Μονοχρώματος» την ελληνικήν, διατί και «μονόχρωος» είναι ζωγράφισμα με το ίδιο χρώμα και το λαμπρόν και το σκοτεινόν... (σ. 256). «Αν θελήσωμεν και ημείς εις την γλώσσαν μας πρέπει να το καλέσομεν «Λαμπρο-σκιόδες» ή Σκιαγραφία ή Σκιογραφία. Όθεν όταν λέγομεν “Σκιογραφία” είναι καθ’ αυτό η ίδια η λέξη “κιαροσκούρο” των Ιταλών» (σ. 257).
Στη συνέχεια αποδίδει το ιταλικόν: «mezzatinte» και «mezzetinte» τις «μεντζαντίνες» με τις λέξεις «μισοβαμένα», και «μεσοβαφές» και «μεσοβάματα». Πρόκειται δηλαδή για τη φωτιστική ή χρωματική διαβάθμιση ή τη διαβάθμιση του φωτός και της σκιάς «και όσα βαθμυδών χαμηλόνουνται, υπάγει το φως ολιγω(σ)τεύωντας» (σ. 258), καθώς γράφει χαρακτηριστικά.
Αλλά «ο έμπειρος Ζωγράφος διδάσκει των μαθητών και αρχαρίων» (σ. 259), να προσέχουν πώς να αποδίδουν και «τας περιστάσεις» και τα πάθη: και ιδού το νόημα: «Περίστασις είναι λόγου χάριν, αν ένας θέλει να ζωγραφήσει τον Μυστικόν Δείπνον του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όθεν ως Δείπνον έγινεν εσπέρας με το φως της λυχνείας. Το φως λοιπόν του πυρός απαιτεί ότι αι όψεις και αι σκιαί, και το λαμπρόν να γίνεται ως το βλέπωμεν οφθαλμοφανώς, και όχι καθώς είναι την ημέραν τα αντικείμενα, λοιπόν και ο χρωματισμός αλεωτρόπως. Τα πάθη είναι ότι ο Ιησούς Χριστός, στέκεται με πρόσωπον προσοχής εις το να διδάσκει και να φανερώνει των Αποστόλων τα μέλλωντα αυτώ συμβαίνειν, και οι Απόστολοι να στέκονται με προσοχήν και ταπείνωσιν να τον ακούουσην κτλ., τα οποία πράγματα καλούνται ιταλιστί atteggiamenti «ατεγγιαμέντοι» και η εξήγησις «ατεγγιαμέντοι» είναι ούτω: «atteggiamento» «ατεγγιαμέντο», σχηματίζω ήγουν εμψυχώνω διά των χρωμάτων μια εικόνα, με εκείνα τα σχήματα τα οποία είναι αρμόδια κατά την υπόθεσιν, περίστασιν, και πάθος των σχημάτων» (σ. 259).
Προτείνει να λέμε αντί για τη λέξη «πριμηδούρα», που προέρχεται από την ιταλική imbrimitura και που σημαίνει την «προετοιμασίαν των σανιδίων ή πανίων, και άλλων πραγματων», την ελληνική λέξη «προϋποστυφή» «με την οποίαν οι μεν Έλληνες καλούσιν όλας τας προτήτερας ετοιμασίας επάνω εις τας οποίας μέλλει να βαλθώσιν τα χρώματα στην ζωγραφίαν» (σ. 259). Η αρχική σημασία της προϋποστυφής είναι «η προ της βαφής συστολή του ερίου διά δριμέων εμβαμμάτων, προπαρασκευή αυτού προς βαφήν» (Λεξικό Δημητράκου). Αντίθετα, στο Τετράγλωσσον Λεξικόν του Γεωργίου Κωνσταντίνου εξ Ιωαννίνων, Βενετία 1786 (19), προϋποστυφαί είναι «τα πρώτα θεμέλια των χρωμάτων» και λατινικά «prima colorum fundamenta». Φαίνεται ότι ο Ν. Βισκόντης έχει υπόψη του το Λεξικό του Γεωργίου Κωνσταντίνου, επειδή χρησιμοποιεί και τον ελληνικό ορισμό και τον λατινικό του Λεξικού «αι προϋποστυφαί είναι το πρώτον ή τα πρώτα θεμέλια των χρωμάτων, και κάθε άλλον πράγμα στρωμένον υποκάτω, διά να βάνεται επάνω το χρώμα ή και να στερεώνεται η βαφή» (σσ. 259-260).
Για τη λέξη “προπλασμός”, την οποία θα μπορούσε να την προτείνει ως συνώνυμη και ισοδύναμη της λέξης «προϋποστυφαί», σημειώνει: «Περί πλέον ήκουσα να λέγουσιν οι Ζωγράφοι οπού με τα νεροχρώματα ή με τον κροκόν του αυγού δουλεύουσιν τας αγίας εικώνας, την λέξιν ταύτην “προπλασμόν” και η έννοιά της είναι μια λογής χρώμα διά να βάλλουσιν έτερα χρώματα επάνω, όμως τούτην την λέξην δεν την εύρικα εις κανένα βιβλίον ελληνικόν, ουδέ εις το εξαίρετον Λεξικόν του Ιωάννου Κρισπίνου» (σ. 260) (Θωμά Ι. Παπαδοπούλου, Ελληνική βιβλιογραφία: Crispinus Ioannes: Lexicon Graecolatinum, ό.π., αρ. 1811). Ασφαλώς αγνοεί την Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης του Διονυσίου του εκ Φουρνά· εξάλλου κυκλοφορούσε η Ερμηνεία ως τότε σε χειρόγραφη μορφή και στο Άγιον Όρος.)
Για τη λέξη «πινέλλα» και «πινέλλον» που είναι ιταλική συσταίνει τη χρήση των λέξεων «Γραφίς» και «Γραφείον», αλλά τη λέξη γραφείον δεν τη βρήκε σε λεξικό (σ. 260).
Ενδιαφέρουσες είναι και οι παρατηρήσεις του που αφορούν τη λέξη άγαλμα και τα παράγωγα και τα συνώνυμά της.
«Άγαλμα είναι εκείνο όπου με Λατινό-ιταλική φονήν λέγωμεν “Στάτουα”».
Αγαλματοποιός είναι εκείνος όπου κάμνη τας στάτουας, αγγαλά και οι Έλληνες και με άλλας ακόμη λέξεις τον καλούσιν· ούτως: χειρουργός αγαλμάτων, αγαλματουργός, θεοποιός, θεοπλάστης. Η τέχνη όμως αύτη εις το να κάμνουσιν τα αγάλματα καλείται ελληνιστί «Γλυφίς» και ιταλιστί «Σκουλτούρα» Scultura, και υποδιαιρείται τούτη η τέχνη εις άλλας λέξεις ανάλογα με το υλικό που χρησιμοποιεί: εικώνα γλυπτή, ή γλυμμένη ή τορνευμένη εις ξύλον – εις το χάλκωμα χαραγμένη (και χαλκοχαράκτης) – εις το μάρμαρον γλυμένη – ζωγραφισμένη ή γραμμένη εις το πανί ή σανίδι (σ. 260 κ.ε.).
Ύστερα από την επεξήγηση της σημασίας λέξεων, από τις οποίες παρουσίασα ένα μικρό δείγμα, ακολουθεί σε αλφαβητική σειρά η ονομασία των χρωμάτων: αποχραίνω, άσπρον χρώμα, βαθύχρους, Γαλακτόχροος, γαλάζιο, δαερόν είναι ελληνιστί το μαύρον, έγχλωρος, ιοειδής είναι το χρώμα ωσάν το σήδιρον μαυριδερόν, κίτρινον, καστόριον είναι το πορφυρό χρώμα, κηροειδής, κίλιον χρώμα αυτό που μοιάζει με του γαϊδάρου το δέρμα, κινναβάρινον χρώμα είναι το λαμπρό κόκκινο. «Οι παλαιοί ονόμαζαν “κινάβευμα” εκείνο το σχεδίασμα που έκαμαν επάνω στα γυψομένα σανίδια με το κινάβαρι, διά να ζωγραφίσουσιν έπειτα, καθώς την σήμερον συνηθούσιν να τα ανοίγουσιν με το βελόνι ανθίβολα, κινναβαρίζω, όταν ζωγραφίζω με το κιννάβαρι – κόκκινο είναι πολλών λογιών: κόκκινο ως κιννάβαρι, κόκκινο ως σκαρλάτον, κόκκινον ως πορφυρόν, κόκκινον ως αμμώνιον κ.ά.
«Μείλινος, και Μειλινόεις, είναι χρώμα, είναι εκείνο οπού παρομοιάζει του μέλιτος...» (σ. 268). «Εις το Γράμμα Ν. ουδέν περί χρωμάτων, πάρεξ οι έλληνες «Νωφαίον» καλούσιν, ένα πράγμα σκοταδερόν (oscuro) (σ. 269). «Οινοπέπαντος, είναι το χρώμα παρομοιάζων του κρασιού, οπού οι ιταλοί καλούσιν, colore di vino…» (σ. 270). Πβ. Λεξικόν Δημητράκου, σ. 5063: «Οινοπέπαντος, ον, μεγν. επί βοτρύων, ο ώριμος προς παραγωγήν οίνου...». «Πανποίκιλος ή παντοποίκιλον, συνηθούσιν οι Έλληνες να καλούσιν, το πολυχρώματον...» (σ. 271). «Στοά η Ποικίλη», διατί ήτον ζωγραφισμένη με διάφορα ζωγραφήματα, και χρώματα, και καθώς έχομεν εις την ιστορίαν, την εζωγράφισεν ταύτην την Στοάν ο καλούμενος Πολύγνωτος, ζωγράφος εξαίρετος...» (σ. 271). «Σανδαραχίζειν... είναι και ένα είδος βαφής, καλουμένη, «Σαρδιανικόν βάμμα, και είναι κόκκινον, ωσάν τον πολύτιμον λίθον ος τις ονομάζεται σαρδόνιος λίθος, και είναι εις το χρόμμα κοκκινοπόρφυρος» (σ. 272) και άλλα.

Το τελευταίο κεφάλαιο του κώδικα (σ. 275 κ.ε.) αποτελεί σύντομο λεξικό «περί τινών Παλαιοτάτων Ζωγράφων, αγαλματοποιών και αρχιτεκτονών (sic) μεταγλωτισθέντων εκ του ιταλικού από το «Proprinomio» (βλ. πλήρη τον τίτλο, σημ. 1):
Aπελλής, Απολλώδορος ζωγράφος και Απολλώδορος αγαλματοποιός, Αγοράκριτος, Ανδρέας Μαντένιας, Βιτρούβιος Πολλίον, Δημήτριος, Ζευσίς είναι όπου ήλθεν εις λογομαχίαν με τον Παράσιον. Και διά την ανάμνησιν πάλιν λέγω ότι ο Παράσιος εστάθη ο πρώτος όπου έδωσεν την συμμετρίαν εις την Ζωγραφίαν, και την οξύτητα, και την τέχνην εις το «στόμα» και την ωραιότητα εις τα μαλλία..., Καράτζης, Κορρέγγιος, Κάλλιαρις καλούμενος Παύλος Βερονέζες, Λεωνάρδος Βύντζης, Λύσιππος Σικυώνιος αγαλματοποιός εξαίρετος ο οποίος έκαμεν περίπου εξακόσια αγάλματα, Νικόλαος Πούσινος γάλλος, ήγουν Φραντζέζος, Ραφαήλ κ. άλλοι πολλοί (σσ. 276-284).

Μεταφράσεις

Αξιόλογο είναι το μεταφραστικό έργο του Ν. Βισκόντη. Μετέφρασε:
1. Το έργο του Adamo Chiusole, De’ precetti dela pittura. Libri IV in versi. Vicenza 1781 (Αδάμ Κιουζόλ, Περί των εντολών της Ζωγραφίας, Zάκυνθος 1820).
2. Για άλλες μεταφράσεις ή μεταφραστικές δοκιμές ή για μεταφράσεις που θα επρόκειτο να εκπονήσει πληροφορεί ο ίδιος στο χειρόγραφο κώδικα που παρουσιάζουμε: «Εμεταγλώττησα εις την κοινήν γλώσαν μας την μιξοβάρβαρον» (σ. 7 του κώδικα) του Jean Cousin (Κουζίν), Βιβλίο προοπτικής, [Παρίσι 1560], «το οποίον με οραίον και σύντομον τρόπον, με το μέσον των Γεωμετρικών γραμμών, και τετραγώνων, τα πάντα περί αναλογίας του σώματος ανδρός ή τε και γυναικός, και παιδίων, μάλιστα περί των συνεσταλμένων σχημάτων οραίως και ευμεθόδως διδάσκει. Είναι όμως αυτό το βιβλίον μια γενική “Προβολή” (Projezione) η οποία διδάσκει εντελώς, καθώς ομοίως» και
3) την Αρχητεκτονική του κυρίου Βαροτζίου δα Βυνιόλλα η οποία και αυτή διά μέσου των γραμμών σχεδιάζει τα μέλη των πέντε Τάξεων αυτής, καθώς φαίνεται, την οποίαν εκ του ιταλικού εις την μυξοβάρβαρον απλήν μας γλώσσαν εμετάφρασα (υπογράμμιση δική μου)» (αυτόθι). Ο ιταλικός τίτλος του βιβλίου του Βαροτζίου δα Βυνιόλλα είναι ο εξής: Vignola, Jacopo Barozzi da (1507-1573): Regole delli cinque ordini d’architettura in 32 tavole. Πρώτη έκδοση 1562. Η δεύτερη έκδοση γύρω στα 1570 με 36 πίνακες• άλλες εκδόσεις του έργου στη Βενετία (1582, 1596, 1603), στη Ρώμη (1602), στη Σιέννα (1635) και άλλες εκδόσεις (Schlosser, σ. 421). Στη βιβλιογραφία που προτείνει ο Βισκόντης για τους μαθητές της ζωγραφικής στο χειρόγραφο (σσ. 252-253) αναφέρει και το εν λόγω βιβλίο του Βινιόλα στα ιταλικά και ελληνικά (βλ. εδώ σσ. 13-14), αλλά δεν αναγράφεται ο τόπος και η χρονολογία έκδοσής του. Αγνοούμε επίσης την τύχη της μετάφρασης αυτής•κάηκε ή λανθάνει; Το ίδιο ισχύει ως τώρα και για το βιβλίο του Jean Cousin που προαναφέραμε. Χρήσιμο θεωρώ να μεταφέρω την εξής πληροφορία που αφορά το βιβλίο του Βινιόλα στη Ζάκυνθο: στην κατοχή του Διονυσίου Καλανδρέα που κατοικεί στο χωριό Άγιοι Απόστολοι, στο Μεγάλο Γαλάρο Ζακύνθου υπάρχει το βιβλίο του Βινιόλα με τίτλο: LI CINQVI ORDINI DI/ARCHITETTVRA ETAGIVNTA DE L’OPERE DEL ECCMO M GIACOMO BAROCIO DA VIGOLA NEGOTIO REMONDINI. Σύμφωνα με πληροφορία του κατόχου το βιβλίο αυτό βρίσκεται στην οικογένεια των προγόνων του ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Φαίνεται ότι οι κάτοχοι χρησιμοπούσαν το βιβλίο του Βινιόλα και για δικές τους αρχιτεκτονικές εργασίες• ήσαν οι ίδιοι κτίστες και είχαν εργαστεί στο Σκουλικάδο. Να πρόκειται για το ίδιο βιβλίο που μετέφρασε ο Βισκόντης; Δεν αποκλείεται η μελλοντική έρευνα να απαντήσει κάπως στο ερώτημα αυτό!
4. Μεταφράζει μεγάλο αριθμό τεχνικών όρων από το γαλλικό λεξικο του Pierre Richelet. Προτάσσει το γαλλικό κείμενο και επιτάσσει την ελληνική μετάφραση. Αντιγράφω τον τεχνικό όρο «γλυπτική» στα γαλλικά και την ελληνική μετάφρασή του από τον Βισκόντη (σσ. στον κώδικα 7-8): “Sculpture, sculture. C’est un art qui ôtant le superflu de la matière sur quoi il travaille donne à cette matière la forme de corps que le sculpteur s’est proposé. Le mot de “sculpture” signifie aussi une ouvrage fait par les mains du sculpteur. (La sculpture est un tres bel art. La sculpture est belle quand elle répresente naturellement ce qu’elle doit représenter et qu’il y a un proportion juste et naturelle entre toutes les parties de la figure. Voyez Vasari, Traité de l’Architecture et sculpture, chap. 8), στο Richelet, σ. 353, δηλαδή: η Γλυπτική είναι μια τέχνη η οποία ευγάζει όλα τα περιττόματα της ύλης επάνω της οποίας δουλεύει τινάς, και της δίδει ταύτης το σχήμα του σώματος είτινος βούληται. Η Λέξις της «Γλυπτικής» σημειώνει (ενν. σημαίνει) ακόμη την εργασίαν εκ της χειρός γινομένης παρά του τεχνίτου. Η Γλυπτική είναι οραία τέχνη. Η Γλυπτική είναι οραία όταν αυτή παρασταίνει φυσικώς εκείνο οπού αυτή πρέπει να παραστήση και να έχη μίαν δικαίαν αναλογίαν μεταξύ όλων των μελών και μερών του σώματος, και του σχήματος. Περί της Γλυπτικής, ας θεωρίσωμεν εις τον Βαζάρι, όπου ομιλεί περί Αρχιτεκτονικής και Γλυπτικής, κεφ. 8». Και σχετικά για τον Βαζάρη γράφει στη συνέχεια (σ. 8 του κώδικα): «Ομοίως ο Βαζάρις ο ειρημένος έγραψεν ιταλιστί εις Τρεις Τόμους την ζωήν των εξαιρέτων Αγαλματοποιών, των Χαλκοχαρακτών και των εξόχων Ζωγράφων». Το έργο του Βαζάρη προτείνει στους σπουδαστές της ζωγραφικής στη βιβλιογραφία (σελίδα χειρογράφου 253 και εδώ σ. 13).
5. Από το βιβλίο Proprinomio (βλ. σημ. 1) μεταγλωττίζει ο Βισκόντης λήμματα σχετικά με ζωγράφους, αγαλματοποιούς και αρχιτέκτονες όπως Απελλής, Απολλώδορος, Μαντένιας, Βιτρούβιος Πολλίον κ.ά. (σσ. 276-284 στον κώδικα). Μεταγράφω τα λήμματα: «Απελλής», «Απολλώδορος», «Κλεισίδης» και «Λύσιππος Σικυώνιος αγαλματοποιός».
«Απελλής: Ζωγράφος εξαιρετότατος. Ήτον από την Κόο, ήγουν Κο (Νησίον) του Αρχιπελάγου, ήτον λοιπόν Έλλην. Τούτος υπερέβει όσους και αν εστάθησαν πρωτήτερα, και ύστερα από αυτόν, και έδωσεν το όνομα, και την ωφέλειαν εις την Ζωγραφίαν, και ομογνώμως (sic) περί τούτου, όλοι οι ιστορικοί περιγράφουσιν. Περί του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου του Μακεδώνος, είπαμεν (στη σελ. 32, σημ. γ΄ του κώδικα), ότι εις όλλους τους Ζωγράφους απηγόρευσεν να μην του κάμουσιν το ομοίωμά του, έξω από τον Απελλήν...» (σ. 276 στον κώδικα).
«Απολλώδορος έτερος: εστάθη ένας περίφημος αγαλματοποιός, και κατά πολλά επιμελέστατος εις την τέχνην, και μάλιστα εις το να ερευνά σωστά τας εργασίας του εις τόσον όπου έγινεν εχθρός του εαυτού του, διότι συχνά ετζάκιζεν τα αγάλματα οπού έκαμνεν μην έστωντας πληροφορημένος κατά χρέος και τέλεια εις την τέχνην του ότι αυτά να ήτον τελειώτατα γενναμένα και διά τούτο επονομάσθη τρελός, και ωσάν τρελόν, του έκαμεν το άγαλμα ο Κιλλαμίον άλλος αγαλματοποιός...» (σ. 277 στον κώδικα).
«Κλεισίδης» (σ. 283): «Κλεισίδης, Ζωγράφος εξαίρετος (κατά τον Πλίνιον Βιβ. 35, κεφ. 11) ος τις διά να κάμμη ύβριν και ατιμήαν της Βασιλίσσις Στρατωνίκης, επειδή και δεν εκαταδέχθη να του κάμμη καμίαν τιμήν, την εζωγράφισεν αγγαλιαζωμένην με έναν ψαράν, τον οποίον ενόμιζον, ότι αυτοί να τον αγαπά. Ταύτην την Σανίδαν την εκρέμασεν εις τον Λιμένα της Εφέσου, και έπειτα από εκεί έφυγεν, και εμήσευσεν. Η βασίλισσα όμως δεν ηθέλησεν ότι απ’ εκεί να εύγη η αυτή Σανίδα, διότι θαυμασίως της ομοίαζεν, και ήτον με τέτοιαν τέχνην γινομένη. Μίαν παρόμοιαν έκαμε ο Περίφημος Ζωγράφος Βουοναρρώτης, του Βλασίου εκκλησιαστικού (Di Messer Biagio Cerimoniere) ζωγραφίζοντάς τον εις την Καπέλλαν της Ρώμης όπου είναι της Κρίσεως, και φαίνεται ότι αυτός ο Κύριος Βλάσιος τιμωρήται από τους Διαβόλους εις την φλόγαν της Κολάσεως». Πρόκειται για την περίφημη Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Αγγέλου.
Και «Λύσιππος Σικυώνιος αγαλματοποιός: εξαίρετος ο οποίος έκαμεν περίπου από εξακόσια αγάλματα, και κάθε ένα από αυτά του έκαμεν μεγάλην τιμήν, και ως λέγει ο Κουϊντιλιανός (Quintiliano) ομοίαζεν κατά πολλά το φυσικόν...» (σσ. 283-284 στον κώδικα).
6. Στη σελίδα 203 και στην υποσημείωση (α) του Βισκόντη διαβάζουμε: «θέλει δόσω εις φως και το βιβλίον της Αρχιτεκτονικής εις την ιδίαν απλήν παρόν φράσιν, το οποίο είναι και αυτό όντος αναγκαίον εις τους Ζωγράφους, και εις τους Αρχιτέκτονας...». Η υποσημείωση αναφέρεται στα αρχιτεκτονικά βιβλία του Βινιόλα και του Παλλάδιου• το πιθανότερο φαίνεται ότι το βιβλίο αρχιτεκτονικής που θέλει να δώσει «εις φως» και «εις την ιδίαν απλήν παρόν φράσιν» δεν είναι το βιβλίο του Βινιόλα στο οποίο ήδη έχει αναφερθεί, αλλά στο βιβλίο του Παλλάδιου• πρόκειται δηλαδή για το βιβλίο του Andrea Palladio, I quatro libri de l’Architettura, Venise 1570. Αλλά δεν γνωρίζουμε αν ο Βισκόντης υλοποίησε την πρόθεσή του• να δημοσιεύσει δηλαδή την Αρχιτεκτονική του Παλλάδιου.
Την κατανόηση όσων μεταφράζει δείχνει ανάμεσα στα άλλα και η ακόλουθη (σ. 204 του χειρόγραφου) διήγηση την οποία παρουσιάζει ως υποσημείωση στο κείμενο του Κιουζόλ που αναφέρεται στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και συγκεκριμένα στο δωρικό: «Εδώ εις την Ζάκυνθον ερχόμενος ένας μέγας Αυθέντης Βρετανός και θέλωντας να δόση ένα Δείπνον μέγαν των τε αρχόντων και των οφφικιάλων του στρατού, διά να είναι ο τόπος ευρίχωρος, εδιάλεξαν την όχθην συμμά εις τους Αγίους Πάντας του εξοχοτάτου Φορέστη, και ο Λούτερμαν ο Δημόσιος Βασιλικός Αρχιτέκτων (Ingegnere) έλαβεν ως σοφός άνδρας την επιστασίαν ταύτην. Λοιπόν όλλην την Πρόοψιν οπού εσχεδίασε εις αυτό το πλαστόν οσπίτιον με χαρτούς, ήτον με τάξιν Δορικήν (υπογράμμιση δική μου), Dorico ordine, και μονοχρόματον, δηλαδή ώσπερ μάρμαρον το χρώμα, και όντος ήτο νοστιμότατον, και οραίον, διότι τα τριγλύφα αυτά, και αι κορωνίς και αι στύλαι, και πάσα η τάξης είχεν τελείαν συμμετρίαν, και αναλογίαν, επειδή και εις το διάστημα της κορωνίς, το καλούμενον Φρέγγιο, Fregio, είναι αρμόδιον εις το να παρασταίνη τινάς όσα στολίσματα θέλει, ή επιγραφάς γραμμάτων, και άλλα, όσσα και εν τοις Αρχιτεκτονίοις βιβλίοις βλέπωμεν, επειδή και εις την Δορικήν τάξιν, περισσότερον συνηθούνται αυτά, πάρεξ εις τας άλλας τέσσαρας, δηλαδή τάξεις, διότι αυτί (ενν. η δωρική τάξη) εις τον τόπων των Μετόπων, metope, βάνωμεν τα παράσημα ή τα σημεία εις τα τρόπαια, ή την περιγραφήν τινός προς δόξαν, και άλλας». (Βλ. σχέδιο του δωρικού ρυθμού στο βιβλίο του Βινιόλα στην έκδοση του 1841: Gli ordini d’Architettura Civile di M. Jacopo Barozzi da Vignola intagliati in rame a semplici contorni publicate da Giuseppe Vall negli anni 1814 e 1832, Milano M. DCCCXLI [1841] Capitolo Quarto dell’ordine Dorico, Tavola VI, ό.π.). «Όθεν από την ρηθείσαν διήγησιν, έρχομαι να ειπώ ότι αυτός ο Δημόσιος Βασιλικός “Ιντζενιέρις”, επεριπάτησεν τόσους και τόσους τόπους, και ήτον και τέτοιος περίφημος εις πολλάς επιστήμας, άλλην τάξιν αρχιτεκτονικήν δεν επεχειρίσθη πάρεξ ταύτην την Δορικήν. Λοιπόν είναι το όντι αυτή εις την άνω υπόθεσιν, οπού εφανέρωσα, και αν λάχουσιν και έτεραι παρόμοιαι, πρέπει με αυτήν ο Ζωγράφος, ή και ο Αρχιτέκτων να μεταχειρισθή. Η δε σύνθετος τάξις, εις τα νικητήρια και δόξαν είναι αρμόδια (κατά τους Ρωμαίους)». Διευκρίνιση: η «σύνθετος τάξις» είναι μία από τις πέντε τάξεις της αρχιτεκτονικής. Γράφει ο Κιουζόλ και μεταφράζει ο Βισκόντης (σσ. 202-203): «Πέντε εισιν αι τάξεις της Αρχιτεκτονικής: Αύται αι τρεις τάξεις καλούνται: Δορική, Ιωνική και Κορινθεία, και ταύται εστάθησαν από τους Έλληνας εφευρεμέναι. Το δε Τοσκανικόν, ήγουν της Ιταλίας, από τους ιδίους Τοσκάνους, και το Σύνθετον, το Composito παρά Ιταλοίς, και Ρωμαίοις, το εφεύρηκαν οι Ρωμαίοι, το οποίον, ήγουν η οποία τάξις μετέχει μέρος από το Ιονικόν, και μέρος από το Κορίνθιον (ως και ημείς βλέπωμεν εις τα Βινιόλλα και Παλαδίου βιβλία), και με τούτην την τάξιν εμεταχειρίζοντο εις τους θριάμβους και κόσμημα αυτών».
Σχόλιο: Η διήγηση αυτή και το γεγονός που παρουσιάζεται θα χρονολογηθούν βέβαια πριν από το 1820, χρονολογία της μετάφρασης. Το πρόσωπο για το οποίο ετοιμάστηκε το Μέγα Δείπνο δεν μπορεί να ταυτιστεί με βεβαιότητα• πρόκειται για τον Thomas Maitland, τον αρμοστή των Ιονίων νήσων; Δεν είμαι σε θέση να το επιβεβαιώσω. Σύμφωνα με τον Λ. Ζώη (Λεξικόν, σ. 381) ο Μαίτλαντ έφτασε στη Ζάκυνθο στις 7 Απρίλη του 1816. Ο «εξοχότατος Φορέστης», «Σπυρίδων Θεοδώρου Φορέστης [υπήρξε] Πρόξενος της Αγγλίας και φίλτατος αυτής» (Ζώης, Λεξικόν, σ. 683). Στο αρχοντικό του Φορέστη στα ρεπάρα στήθηκε το σκηνικό το οποίο περιγράφει ο Βισκόντης. Βλ. ανατολική πλευρά του αρχοντικού αυτού στη μελανογραφία του Αναστασίου-Sargint Ζάκυνθος 1855 (Ντ. Κονόμος, Ζάκυνθος, Πεντακόσια χρόνια [1478-1978], τ. τρίτος, Πολιτική Ιστορία [τχ. Γ΄1815-1864], σ. 85). Η περιγραφή του σκηνικού αυτού που έγινε με τάξη δωρική, “Dorico ordine”, προϋποθέτει την αυτοψία του Βισκόντη.
7. Στη σελίδα 16 του χειρόγραφου κώδικα πληροφορεί ο Βισκόντης: «Την κριτική ταύτην Γραφήν του Άνωθεν Ιταλού Συγγραφέως, θέλει την μεταφράσω, και την δημοσιεύσω προς χρήσιν των Μαθητών της Ζωγραφίας, και των Σπουδαζώντων ταύτην μετά τινας υποσημειώσεις και προσθήκας, όσας ημπόρεσα εν συντόμω να συνάξω εκ των βιβλίων των Γαλλικών, και άλλων...». Η Κριτική Γραφή είναι το βιβλίο: Lettere Critiche για το οποίο βλ. τη σημ. 3. Άγνωστο αν πράγματι δημοσίευσε την Κριτική Γραφή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κριτική Γραφή αποτελείται από 8 τόμους (ό.π., σημ. 3).
8. Γνωστοποιεί επίσης ο Βισκόντης στη σελίδα 41 του κώδικα ότι θέλει να δώσει εις φως βιβλίο για τα χρώματα με πληροφορίες που συνάθροισε από κάποια λεξικά διαφόρων γλωσσών. Να εννοεί το βιβλίο περί χρωμάτων που παρουσιάζουμε εδώ;
Συμπερασματικά θα καταλήγαμε στη γενική διαπίστωση ότι ο κώδικας στο μεγαλύτερο μέρος αποτελεί ένα μεταφραστικό άθλο κειμένων ιταλικών, γαλλικών, αρχαίων ελληνικών, λατινικών• εγχείρημα δυσχερέστατο στο οποίο δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας, μιξοβάρβαρη τη χαρακτηρίζει ο Βισκόντης, να βρει τα γλωσσικά ισοδύναμα των ξένων γλωσσών, και σε κείμενα με τεχνικούς όρους. Προσπάθεια που είχε αναλάβει ένα σχεδόν αιώνα νωρίτερα ο Παναγιώτης Δοξαράς, για την οποία ανάμεσα σ’ άλλα βλ. τη σημαντική διατριβή της Ντενίζ-Χλόης Αλεβίζου, Ο Παναγιώτης Δοξαράς, Το «Περί Ζωγραφίας κατά το αψκστ΄» και οι άλλες μεταφράσεις: Τα τεκμήρια, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2005. Η συγκριτική εκτίμηση των μεταφράσεων του Βισκόντη μ’ εκείνες του Π. Δοξαρά θα δείξει ότι η προσπάθεια του νεότερου δεν ήταν ήσσονος σημασίας. Θα εκπλαγεί ο αναγνώστης του κώδικα με το εύρος και την ποικιλία του μεταφραστικού τολμήματος του Βισκόντη και την πλατιά ενημέρωσή του επάνω σε ζητήματα των Καλών Τεχνών και του πολιτισμού. Στην προβλεπόμενη έκδοση ολόκληρου του κώδικα θα επιχειρηθεί να φωτιστεί με μεγαλύτερη επάρκεια η πολύπλευρη προσωπικότητα του Βισκόντη. Θα τονιστεί η συμβολή του στην προαγωγή των καλλιτεχνικών πραγμάτων και στην εικαστική μόρφωση των σπουδαστών της ζωγραφικής υποβοηθώντας τη πρωτοβουλία αυτή με μεταφράσεις σπουδαίων εγχειριδίων τέχνης για τις πλαστικές τέχνες (ζωγραφική, πλαστική, αρχιτεκτονική κ.ά.) ή με την πρόταση σπουδαίας βιβλιογραφίας. Είναι μάλλον βέβαιον ότι τα βιβλία που προτείνει ο Βισκόντης για τους σπουδαστές της ζωγραφικής (ό.π., σσ. 12-14), αλλά και εκείνα που χρησιμοποιεί στη συγγραφή του δοκιμίου του περί χρωμάτων και στις υποσημειώσεις του που προσθέτει σχολιάζοντας τις σημειώσεις του εγχειριδίου του Α. Chiusole του πρώτου βιβλίου, ήσαν στην κατοχή του, στην προσωπική βιβλιοθήκη του. Είναι απορίας άξιο ότι δεν διασώθηκε τίποτε από τη βιβλιοθήκη αυτή! Υπάρχουν, καταστράφηκαν ή λανθάνουν; Αν υπάρχουν, στην κατοχή τίνος βρίσκονται;
Θα κατανοήσει ο αναγνώστης τη σημασία της βιβλιοθήκης αυτής, της ειδικής βιβλιοθήκης αυτής στο χωριό Σκουλικάδο(!), της ειδικής όσον αφορά τη μελέτη της ιστορίας της τέχνης, και μάλιστα σε μια τόσο πρώιμη εποχή, αρχάς του 19ου αιώνα, αν είναι πληροφορημένεος για τη συμβολή μερικών κυρίως από αυτά τα βιβλία, όπως του Βινιόλα, του Βαζάρη, του Βιτρούβιου, του Βίνκελμαν, στη διαμόρφωση θεωρητικών και ερμηνευτικών τάσεων στη σπουδή των καλλιτεχνικών μορφών (20).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Μεταγράφω τον τίτλο του βιβλίου όπως τον δίνει ο Βισκόντης: Proprinomio Istorico, Geografico, e Poetico, delizie de Spititi Curiosi, e consacrato al Molto illustre Francesco Galante etc. In Venezia M.DC.LXXVI [1651]. Συντομογραφικά Proprinomio και Κυριονόμιο σύμφωνα με τη μεταγλώττιση του Βισκόντη. Πβ. την έκδοση του 1713: Barezzi, Barezzo <1560ca.-1643>, Il Proprinomio historico, geografico, e poetico; in cui per ordine d’alfabeto si pongono quei nomi proprii per qualche singolarita piu memorabili, che nell’historia, nella geografia, & nelle favole de’ poeti registrati si titrovino: e con l’occasione de’ nomi succintamente si racconta tutto cio, che di notabile a ciascuno d’essi s’appartiene. Raccolta con somma diligenza da’scritti de’piu classici, & approvati auttori. Con nuova aggiunta, Venezia: per Domenico Lovisa, 1713.
2. Ο Βισκόντης στο δοκίμιό του περί χρωμάτων παραπέμπει συχνά στο πρώτο μέρος του κώδικα, δηλαδή στη μετάφραση του βιβλίου του Adamo Chiusole (ό.π., σ. 1).
3. Ο ιταλικός τίτλος της Κριτικής Γραφής, όπως τον αντιγράφει ο Βισκόντης, εναι ο εξής: Lettere Critiche, Giocose, Morali, Scientifiche, ed Erudite, Del Conte Agostino Sancto Puppieni, osia dell’ Avvocato Giusepp’ Antonio Constantini… Tomo Settimo. In Venezia M.C.CCL, XXX [1760]. Appresso Giuseppe Lorzi. Con privileggio etc.
Πβ. την έκδοση του 1762: Constantini, Giuseppe Antonio <1692-1772>, Lettere critiche, morali, scientifiche, ed Erudite, alla moda, ed al gusto del secolo presente, del conte Agostino Santi Pupieni, osia dell’ avvocato Giuseppe Antonio Costantini… Tomo (-ottavo), in Napoli: Per Guiseppe de Bonis, 1762.
4. Γιάννης Ρηγόπουλος, «Η καταγραφή εκκλησιαστικών έργων στη Ζάκυνθο και η γονιμοποίησή της», Επτανησιακά Φύλλα, τόμος ΚΗ΄ (2008), σ. 658.
5. Αγνοώ σε ποια έκδοση παραπέμπει ο Βισκόντης. Εν πάση περιπτώσει η πρώτη έκδοση είναι του 1750 και έχει τον εξής τίτλο: Storia di vari costumi sacri e profani degli antichi sino a noi pervenuti (Padova 1750), τόμοι 2/Michelangelo Carmeli. Πβ. νεότερη έκδοση: Storia di vari costumi sacri e profani dagli antichi sino a noi pervenuti/Michelangelo Carmeli; a cura di Domenico Isabella; introduzione: Alberto Mario Cirese. Vicenza: N. Pozza, C2001, Stampa 2002.
6. Αντιγράφει ο Βισκόντης τη λέξη «Azur» από το γαλλικό λεξικό του Pierre César Richelet (1631-1698), Dictionnaire François contenant les mots et les choses, à Genève M.DC. LXXIX (1659] και ανατύθπωση 1994, τ. I-II στην οποία και παραπέμπω: “Azur. Ce mot est une couleur du blason. Il répresente le bleu, et est le simbole de la justice, de la fidelité et de la douceur” (Richelet, τ. I, σ. 81).
7. Βλ. πιο κάτω κεφ. ζ΄.
8. Richelet, τ. IΙ, σ. 104.
9. Crispinus Ioannes (Jean Crispin), Lexikon Graecolatinum ex variis Authorum, Ceneva M.D.LXVIII, τ. 2 λέξη: πράσιον, ου το: (χωρίς σελίδα): «... Sic et aeruginem vocat Nicol. Myrespus, quae officinis verd de gris». Η λέξη vulgo που γράφει ο Βισκόντης δεν υπάρχει στο Lexikon Graecolatinum (Θωμάς Παπαδόπουλος, Ελληνική Βιβλιογραφία [1466 ci. - 1800], τόμος πρώτος, Αθήναι 1984, αρ. 1811. Βλ. αυτόθι, αριθ. 3596).
10. Το Κύρκερος αποτελεί μεταγλώττιση του Kircherus: Athanasius Kircherus. Η μεταγλώττιση ανήκει στον Βισκόντη ο οποίος γνωρίζει τον Kircherus από το βιβλίο του Carmeli (ό.π.).
11. Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, κεφάλαιο γ΄, βιβλίον Ε΄, «Περί κοκκίνης Ώχρας» (σ. 239 του κώδικα).
12. «Perraut (γράφε Perrault), poesies etc.». Ο Βισκόντης αντέγραψε τη λέξη “pourpre” από το Λεξικό του Richelet, τ. ΙΙ, σ. 201: “Pourpre. Ce mot se dit en parlant des couleurs dont le soleil peint le ciel… [exemple, il couvrit…”. Στο Λεξικό δε γράφεται το όνομα του Perrault, αλλά το πιθανότερο φαίνεται ότι πρόκειται για τον γνωστό Charles και όχι για τους Claude, Pierre, Nicolas Perrault. O Charles εκτός από τα γνωστά του παραμύθια που τιτλοφορούνται Histoires ou Contes du temps passé avec des moralités (1697), τον Παπουτσωμένο Γάτο, την Κοκκινοσκουφίτσα, τον Κυανοπώγονα και τη Σταχτοπούτα, είχε σημαντικό ρόλο στη Διαμάχη Αρχαίων και Μοντέρνων (La Querelle des Anciens et des Modernes) στη Γαλλία το 17ο – 18ο αιώνα (βλ. το βιβλίο La Querelle des Anciens et des Modernes precédé d’un essai de Marc Fumaroli, Gallimard, 2001, σσ. 256-273, 361-383 και σποράδην) κυρίως με το έργο του: Parallèle des Anciens et des Modernes en ce qui regarde les arts et les sciences. Dialogues avec le poème du siècle de Luis-le-Grand et une épitre en vers sur le genie (1688) κ.ά. (ό.π.). Είναι γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατόν να εντοπίσω στο ποιητικό έργο του Charles Perrault τους στίχους που αντιγράφει ο Βισκόντης (ό.π.).
13. Ο Σαλινιάκ είναι ο François de Salignac de La Motte-Fenelon, συγγραφέας του έργου: Les aventures de Telemaque, fils d’Ulysse (1717). Το έργο μεταφράστηκε ελληνικά το 1743: François de Salignac, Τύχαι Τηλεμάχου, μετφρ. Α. Σκιαδά, Βενετία 1743, τόμοι Α΄- Β΄. Για μεταγενέστερες εκδόσεις σε μετάφραση Δ. Π. Γοβδελά στη Βουδαπέστη 1801 και στη Βενετία 1803 αλλά και στη Βενετία επίσης 1830, τυπογραφείο Ανδρεόλα βλ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σ. 534, σημ. 19 και Φίλιππος Ηλιού, Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου. Εκδοτική φροντίδα Άννα Ματθαίου-Στρατής Μπουρνάζος-Πόπη Πολέμη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, σ. 220, 430 και σποράδην. Βλ. ακόμη Διά του Γένους τον Φωτισμόν Αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων. 1734-1821. Από τα κατάλοιπα του Φιλίππου Ηλιού. Επιμέλεια Πόπη Πολίτη. Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη. Ιστορία 5, Μουσείο Μπενάκη 2008, σσ. 157-164 και 231-233.
Παρατηρεί ο Βισκόντης στη σελίδα 205 του κώδικα: «Ομοίως και ο Σαλλινιάκ (εννοεί όπως και ο Charles Perrault πιο πάνω) ο Γάλλος διδάσκαλος όστις με σοφίαν εσύναξε από την Οδυσέαν (γράφε Οδύσσεια!) του Ομήρου, έχει εις το πεζόν διηγήσεις οραίας περί του Ορίζοντος, και θαλάσσης εις τα αυτά της φύσεως χρώματα προξενούμενα από την ανατολήν και δύσιν του Ηλίου». Δεν είμαι σε θέση να υποδείξω συγκεκριμένη έκδοση που είχε υπόψη του ο Βισκόντης. Να πρόκειται για το γαλλικό κείμενο ή για μετάφρασή του στα ελληνικά; Οποιαδήποτε όμως έκδοση και αν χρησιμοποίησε, ο Βισκόντης δεν είδε το έργο του Fenelon ως δίαυλο πολιτικής κριτικής (Κιτρομηλίδης, ό.π., σ. 534) ή ως παράγοντα που βοήθησε στον πνευματικό αναπροσανατολισμό του Ελληνισμού τον πρώιμο δέκατο όγδοο αιώνα (αυτόθι). Δεν εμπίπτει εξάλλου στα πλαίσια της έρευνάς μας η εξέταση του Τηλέμαχου του Fenelon για την επιρροή του στην συγγραφή παιδαγωγικών μυθιστορημάτων το 18ο και 19ο αιώνα (Gilbert Highet, Η κλασική παράδοση. Ελληνικές και Ρωμαϊκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988, σσ. 461-466, 852-853 και σποράδην).
14. Η Βατραχομυομαχία γράφτηκε πιθανόν τον 1ο αι. π.Χ. και διηγείται σε 303 δακτυλικούς εξάμετρους μια επική σύγκρουση μεταξύ βατράχων και ποντικών. Εκδίδεται στον T. W. Allen, Homeri Opera V. Σχολιασμένη έκδοση από τον R. Giel (Frankfurt a M κ.α. 1984 BLG 253-254). Για την απόδοση της Βατραχομυομαχίας στον Πίγρητα τον Αλικαρνασέα βλ. Η. Wölke, Untersuchungen zur Batrachomyomachie (Meisenheim 1978), σσ. 54-58 Heinz-Günther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιότητα, τόμος Α΄, Αρχαία Ελλάδα. Επιμέλεια Δανιήλ Ι. Ιακώβ - Αντώνης Ρεγκάκος, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2001, σσ. 179-180. Αντιγράφω το δίστιχο από το αρχαίο κείμενο «... Νήξει τερπόμενος Φυσιγνάθου• αλλ’ ότε δή ρα / κύμασι πορφυρέοισιν εκλύζετο πολλά δακρύων».
15. Αντιγράφω από τον κώδικα τη μετάφραση από τον Βισκόντη ενός σονέτου του Jean Cousin (σελίδα 6 του χειρόγραφου κώδικα). Προτάσσω το γαλλικό κείμενο και επιτάσσω την ελληνική του μετάφραση.

Sonnet
Le vaisseau sans Nocher, sans rames et sans Boussole
A beau vocher sur mer s’il n’ arrive à bon port,
Lorsqu’il pense toucher à l’arene du bord,
La tempête et le vent lui montre un autre pole

L’enfant sans precepteur, sans livres, sans escole,
En l’ignorance trouve et l’oubly et la mort.
Le pelerin se perd, qui sans conduite sort,
Et sans aîles l’oiseau qui dedans l’air s’envole:

Ainsi quiquonque vent en son art être expert,
Sans l’Art de pourtraecture en son oeuvre se perd:
Car la pourtraecture est son Nocher et son livre,
La conduite, son aisle et avec que elle il peut
Vogher, savoir, courir, voler où son coeur vent,
Et faire son esprit en son ouvrage vivre.
Μετάφραση
Το πλοίον χωρίς Ναύκληρον, χωρίς κωπήα και ναυτικού πυξίου
Όταν πλέει εις την θάλασσαν, αν δεν φτάση εις καλόν λιμένα
και νομίζοντας να εγγύση εις την άμμον του αιγιαλού,
η ανεμοζάλη και θαλασσοταραχή του δεικνύουσιν άλλον πόλον.

Το παιδίον χωρίς Διδάσκαλον, χωρίς βιβλία και σχολίον,
βυθήζεται εις την αμάθειαν, και ευρίσκει και αλησμονίαν και θάνατον.
Και ο Ξένος χάνεται, ος τις χωρίς οδηγόν ευγαίνει,
ομοίως και το πουλίον όπου με χωρίς πτερά απετά εις τον αέρα.

Τοιουτοτρόπως, όποιος θέλει εις την τέχνην του να είναι έμπειρος,
χωρίς του κανόνας της Ζωγραφίας, εις την εργασίαν του χάνεται:
Διατί αυτοί οι κανόνες ταύτης είναι ο Ναύκληρος και το βιβλίον του
Ο οδηγός, οι πτέρυγαίς του, και με είτοι δύναται να κωπηλατή,
να ηξεύρει, να τρέχει, να απετά όπου η καρδιά του επιθυμεί,
και να κατασταίνη το πνεύμα του να ζωωγονούσιν τας εργασίας του.

16. Η έκδοση αυτή που είδε το φως της δημοσιότητας στη Σιένα το 1799 (και όχι το 1791 όπως γράφει ο Βισκόντης) είναι η έκτη και θεωρείται η καλύτερη, αν και δεν λείπουν τα λάθη (Schlosser, ό.π., σ. 343). Η πρώτη έκδοση είναι του 1550 και η δεύτερη του 1568 (Τζόρτζο Βαζάρι, Οι βίοι των πλέον εξαιρέτων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων. Οι Δύο Αφιερώσεις και το Προοίμιο, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1997. Για τον Βαζάρη στην Ελλάδα, στο ίδιο, σσ. κε΄- κστ΄. για νεότερες εκδόσεις του έργου του Βαζάρη, στο ίδιο σσ. κστ΄- λ΄).
17. Perrault είναι ο Claude Perrault, ο οποίος μετέφρασε και σχολίασε το εγχειρίδιο της Αρχιτεκτονικής του Βιτρούβιου στα 1673 (2η έκδοση πολύ αυξημένη το 1684). Claude Perrault, Abrégé des dix livres d’architecture de Vitruve, Coignard, 1673. Για τις θεωρίες που ανέπτυξε ο Claude Perrault, οι οποίες αντιτίθενται σ’ εκείνες του Βιτρούβιου, βλ. Wolfgang Hermann, La Théorie de Claude Perrault, Mardaga 1980.
18. Το έργο αποτελεί μετάφραση του γερμανικού πρωτοτύπου: Geschichte der Kunst des Alterstums, Dresde 1764. Πβ. νεότερη έκδοση, 1991: Winckelmann, Johann Joachin <1717-1768>, Storia delle arti del disegno gli antichi/di Giovanni Winkelmann; tradotta dal tedesco con note originali degli editori, prefazione di George Uscatescu, έκδοση: S. Cristina Gela; Edizioni librarie siciliane, 1991. Η έκδοση αυτή αποτελεί ανατύπωση της έκδοσης 1779 την οποία συσταίνει και ο Βισκόντης στη βιβλιογραφική του υπόδειξη στους μαθητές της ζωγραφικής (σ. 14).
19. Κωνσταντίνου Γεώργιος, Dictionarium quatuor linguarum… Opera… Λεξικόν τετράγλωσσσον... Τόμος πρώτος... Ενετίησι, παρά Δημητρίω Θεοδοσίου, σ. 703... 1786 (Θωμά Ι. Παπαδοπούλου, Ελληνική βιβλιογραφία [1466 ci. - 1800], Αθήναι 1984, αριθ. 3152).
20. Εννοείται ότι δεν επιμερίζω την αξιολογική μου εκτίμηση και δεν παρουσιάζω εδώ έστω και στοιχειωδώς τη συμβολή εκάστου (Βαζάρη, Βιτρούβιου, Βινιόλα, Βίνκελμαν κ.ά.) σε επιμέρους τομείς της ιστορίας της τέχνης. Θα μ’ ενδιέφερε, αντίθετα, να εξηγήσω, στο βαθμό που είναι εφικτό, τις συνθήκες και το πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμόρφωσε ο Βισκόντης τις θεωρητικές του απόψεις για ζητήματα που αφορούν τις καλλιτεχνικές μορφές. Ακόμη να δικαιολογήσω τις βιβλιογραφικές επιλογές και προτιμήσεις του Βισκόντη για συγγραφείς και εγχειρίδια τέχνης, όπως για το έργο του Βαζάρη, που το γνωρίζει στην έκδοση του 1799 και το συνιστά στους μαθητές της ζωγραφίας, ενώ στην Ελλάδα οι αναφορές στον Βαζάρη είναι λιγοστές και γενικού χαρακτήρα πριν από το 1938, χρονιά κατά την οποία ο Τζούλιο Καΐμη θα επιχειρήσει να μεταφράσει μερικά αποσπάσματα από το έργο του Βαζάρη στο περιοδικό Τέχνη (βλ. και τη σημ. 16). Ένα άλλο θεμελιώδες έργο που φαίνεται ότι κατέχει είναι το βιβλίο του Βίνκελμαν, Ιστορία της τέχνης της Αρχαιότητας (ό.π., σ. 11) που το έχει σε ιταλική μετάφραση του 1779 (ό.π., σημ. 18). Ο Στέφανος Κουμανούδης στο βιβλίο Πού σπεύδει η τέχνη των Ελλήνων την σήμερον, Εν Βελιγραδίω 1845, θα μεταφράσει δύο πραγματίες του Βίνκελμαν, του Ιωάννου Βινγκελμάνου: 1) Συμβουλή προς τον θεώμενον τα της τέχνης, σσ. 35-50 και 2) Περί της χάριτος εν τοις έργοις της τέχνης, σσ. 51-61. Για μερικά από τα ζητήματα που απασχόλησαν τον Βίνκελμαν παραπέμπω, ενδεικτικά και μόνο, στο βιβλίο του Ēdouard Pommier, Winckelmann, inventeur de l’histoire de l’art, Gallimard, 2003, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Βλ. και Schlosser, ό.π., σσ. 670-672.


Βιογραφία του Νικολάου Βισκόντη
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, στο χωριό Σκουλικάδο(;) στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής του στο Σκουλικάδο, στο γυναικωνίτη του ναού της Περναριώτισσας όπου και εργαζόταν (Ντ. Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967, σ. 136 και Σπυρίδων δε Βιάζης, «Έλληνες Καλλιτέχναι, Νικόλαος Βισκόντης», Τα Ολύμπια, έτος Β΄, 19 Γενάρη 1897, αρ. 3, σ. 32). Μετέβαινε συχνά στο χωριό Φαγιά της Ζακύνθου. Ως εξάγεται από τα βιβλία της εκκλησίας του εν λόγω χωριού (Φαγιά), πέθανε στις 15 Αυγούστου του 1833. Τα βιβλία αυτά σώζονταν στο αρχειοφυλακείο Ζακύνθου (αυτόθι).
Υπήρξε αγιογράφος και δάσκαλος της αγιογραφικής τέχνης, αλλά και της ελληνικής, γαλλικής και ιταλικής γλώσσας, καθώς και της μουσικής.
Από τον αγιογράφο και χρυσωτή Παναγιώτη Πλαίσα Νίκα το νεότερο πληροφορήθηκε ο Δε Βιάζης (αυτόθι) «ότι ο Βισκόντης κατεγίνετο ου μόνον εις το πρακτικόν της ζωγραφίας αλλά και εις το θεωρητικόν της τέχνης ως δήλον γίνεται εκ χειρογράφου “περί ζωγραφίας”, όπερ σώεται εκ τύχης και κατέχει ο ίδιος ο κ. Πλαίσας (δηλαδή ο Παναγιώτης Πλαίσας Νίκας ο νεότερος)...
Το πόνημα δεν εδημοσιεύθη από τον Βισκόντη και περιήλθεν το χειρόγραφον εις τον αοίδημον αγιογράφον και χρυσωτήν Παναγιώτην Πλαίσαν Νίκαν» (Γι’ αυτόν βλ. Σ. δε Βιάζης, «Παναγιώτης Πλαίσας Νίκας», Παλιγγενεσία, Αθηνών, αρ. 10, 070). Πρόκειται για τον Παναγιώτη Πλαίσα Νίκα τον παλαιότερο στην κατοχή του οποίου ήταν αρχικά ο κώδικας που παρουσιάζουμε. Ο δε Βιάζης γνώρισε ως κάτοχο του κώδικα τον Παναγιώτη Πλαίσα Νίκα το νεότερο, ο οποίος και του παραχώρησε το χειρόγραφο για μελέτη. Δεν αποκλείεται να βρίσκονται στην κατοχή των κληρονόμων του Πλαίσα Νίκα του νεότερου που ζουν στη Ζάκυνθο και άλλα έργα του Βισκόντη, όπως μεταφράσεις ιταλικών και γαλλικών εγχειριδίων τέχνης. Η πληροφορία του Ζώη (Λεξικόν, σ. 534) ότι ο Παναγιώτης Πλαίσας Νίκας ο νεότερος «ετελειοπήθη διά της μελέτης ιταλικών συγγραμμάτων περί τέχνης» έχει να κάνει πιθανόν με τα βιβλία που προέρχονται από τη βιβλιοθήκη του Ν. Βισκόντη (βλ. Διονύσης Φλεμοτόμος, «Καλλιτεχνικές πληροφορίες για την προσεισμική Ζάκυνθο» από ένα κώδικα του ζωγράφου Παναγιώτη Πλαίσα Νίκα του Νεότερου», περιοδ. Περίπλους, 1990, τχ. 24-25, 198 κ.ε.).
Της αγιογραφικής δραστηριότητας του Ν. Βισκόντη το μόνο γνωστό σήμερα έργο του είναι η λιτανεία της εικόνας της Παναγίας της Αναφωνήτριας (εικ. 1). Ο πίνακας αυτός στον οποίο αναγράφεται η χρονολογία 1828 είναι τοποθετημένος στην ημικυκλική εσοχή του γυναικωνίτη της εκκλησίας της Παναγίας της Αναφωνήτριας στο χωριό Σκουλικάδο.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

«…κι αυτή τη θεία ζωγραφιά του Χάση…»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Σε τούτο το νησί τα μεγάλα πνεύματα δεν περιορίζονται στους πολύ επώνυμους μόνο. Εκτός από τον Φώσκολο, τον Κάλβο και τον Σολωμό, αξίες δίχως πολλές κουβέντες αναμφισβήτητες, δημιουργούς με παγκόσμια και πανελλήνια αποδοχή και επίδραση, ιδιαίτερα ο πρώτος για την πρώτη και ο τελευταίος για την τελευταία, υπάρχουν και άλλοι, των οποίων το έργο και η προσφορά έρχεται δεύτερη, αν μπορεί ποτέ να γίνουν αβίαστα τέτοιες διακρίσεις ή συγκρίσεις, απλά και μόνο επειδή ατύχησαν ή και πιο σωστά ευτύχησαν να γεννηθούν και ν’ ανδρωθούν σε μέρος, όπου η σκιά των κορυφαίων, που είναι και πολλοί και όχι ένας, είχε ήδη βαρύνει την κορυφή και η σύγκριση, η οποία αλλού θα απένειμε χρυσό έπαθλο, κατ’ ανάγκη και πιθανόν και άδικα, δίνει δευτερεύουσα θέση, ενώ το μέγεθος είναι τεράστιο.
Δεν πρόκειται για χαμηλότερα αναστήματα -εξάλλου, ποιος τολμά να κάνει τέτοιες συγκρίσεις;- ούτε για χωρίς σταυρό στην μέρα της γιορτής τους δημιουργούς της γραμματολογίας μας, αλλά για μεγέθη ισοδύναμα, τα οποία δεν στέκουν ευχάριστα και ικανοποιητικά στο πρώτο καβαφικό μονοπάτι, το οποίο είναι αλάθητα η κατάκτηση, αλλά στο τελευταίο της κλίμακας, λίγο πριν το κεφαλόσκαλο και μπρος από την ορθάνοιχτη και γι’ αυτούς θύρα του παράδεισου.
Οι «δεύτεροι» αυτοί της Ζακύνθου -και είναι πάμπολλοι- αλλού θα είχαν τα πρωτεία. Έχουν την ευλογία, όμως, ανατρέποντας, σαν γνήσιοι ποιητές και όχι επαρχιώτες λόγιοι ή ανέραστοι γραφιάδες μουχλιασμένων σελίδων με εκθέσεις ιδεών, το κατεστημένο και αυτήν ακόμα τη λαϊκή σοφία, να είναι «κάλιο δεύτεροι στην πόλη, παρά πρώτοι στο χωριό».
Σ’ αυτά τα μεγάλα, εκτός μαρκίζας, αναστήματα, πρωταρχική και ουσιαστική θέση, πιστεύω και μάλλον δεν κάνω λάθος, κατέχει και ο πολύς Δημήτριος Γουζέλης για το όλο έργο του, μα προ πάντων για τον αθάνατό του
«Χάση».
Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγηθώ και εξοστρακιστώ, αν και το τελευταίο δεν είναι και τόσο επίφοβο στις μέρες και τον τόπο μας, αλλά μάλλον αξία σου δίνει. Γράφοντας και χαρακτηρίζοντας «αθάνατο» το αριστούργημα αυτό της τοπικής και όχι μόνο θεατρικής μας δημιουργίας, την απαρχή, ίσως, του νεοελληνικού θεάτρου, δεν κάνω κατάχρηση λέξεων ή εκμετάλλευση χαρακτηρισμών, σκορπώντας άπλετα λιβάνι, σαν κάποιους κενούς εκφωνητές πανηγυρικών ή και ηθικολογιών του δεκάρικου, αλλά στην ουσία κυριολεκτώ. Το θεωρώ να νικά την φθαρτότητα επειδή τον ιστορημένο από τον αγωνιστή και ποιητή Θοδωρή Καταπόδη τον βλέπω καθημερινά κοντά μου. Τον συναναστρέφομαι, ακούσια ή εκούσια, πίνω καφέ μαζί του, συχνά και εσπρέσο, τον συνδιαλέγομαι, έστω και χωρίς ιδιωματισμούς τώρα που όλα αλλάζουν και προ πάντων τον ανέχομαι να ρυθμίζει τη ζωή μου.
Δεν έχει πια τσαγκαράδικο. Τα Τσαρουχαρέικα έχουν καταντήσει λήμματα τοπικών λεξικών μονάχα, στις σελίδες του Ζώη, του Κονόμου, του Τζαγκλαρά και του Πομώνη και τα γνωρίζουν απλά, αλίμονο, οι αμετανόητοι και οι γραφικοί. Αντίθετα έχει και αυτός προσαρμοστεί στις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα του καιρού μας και προσπαθεί να στήσει στην γεμάτη τετράτροχα και δίτροχα ρούγα, που προ πολλού έγινε «οδός», για να ταιριάζει με το «του μαρτυρίου», μπρος από το ανακαινισμένο και ανανεωμένο μαγαζί του, το ψεσινοβράδυνο επεισόδιο της τηλεοπτικής του σειράς και ανίας ή και την πραμάτεια του, για να εμποδίζει την πεζοπορία και να διατρανώνει την καταπίεσή του.
Ο «μαντρογάιδαρος» ο Γερόλυμος, ο γιος του -που με ποιον «σιορ Κουμούτο» μπορεί να χαρακτηριστεί πια;- υπάρχει και αυτός και περισσότερο σαν κομπάρσος ή πιο σωστά σαν φόντο, παρά σαν πρωταγωνιστής διακρίνεται, αλλά επιβιώνει. Το ίδιο και ο Ποντήλιος, η Αγγέλω, οι βαστάζοι και όλοι οι άλλοι ήρωες της κωμωδίας, που στην ουσία τραγωδία είναι, σαν καθημερινά παίζεται εκτός σκηνής.
Όπου και να ταξιδέψεις, όπου και να κοιτάξεις, ένας «Χάσης» σε πληγώνει. Μόνο που λείπει ο Γουζέλης. Ένας σεισμός, διόλου σωσμός, εξαφάνισε και αυτά το κόκαλά του από το πρόσωπο της γείτονος γης και η ταφή του εξακολουθεί να είναι «αδάκρυτη».
Ο ένας Θοδωρής Καταπόδης, δεν έχει ανοίξει βιβλίο στη ζωή του, δεν ξέρει ποιος είναι ο Μπρεχτ, τι δουλειά έκανε ο Παζολίνι, με τι είχε ασχοληθεί ο Μότσαρτ, πώς πέρναγε την μέρα του ο Τόμας Μαν, τι περίπου σκάρωνε ο Καβάφης και κάνει πολιτισμό. Ο άλλος συνονόματός του, Καταπόδης και αυτός, πολιτεύεται, κάνοντας τον κινηματογραφικό Μαυρογιαλούρο, όχι μόνο πρύτανη, αλλά και ηγετική μορφή. «Η εσχάτη πλάνη, χείρων της πρώτης».
Ο Καραγκιόζης, έγραφε κάποτε, εκεί κατά τα εφηβικά μου χρόνια, η πολυδιάστατη Ελένη Βλάχου σ’ ένα κείμενό της, το οποίο, τότε, όπως και τώρα, μου προξένησε μεγάλη εντύπωση, είναι ευτυχισμένος, όταν έχει την φασολάδα του, επειδή δεν γνωρίζει πως υπάρχουν και άλλα πιάτα, πιο εύγεστα και πολύ πιο θρεπτικά. Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτό συμβαίνει προπάντων επειδή δεν θέλει να τα μάθει. Απλά και μόνο επειδή βολεύεται. Επειδή μπορεί ανέξοδα και δίχως κόπο να επιβιώνει. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον κεντρικό ήρωα του τζαντιώτη συγγραφέα.
Ο ενεστώτας του ρήματος «συμβαίνει» δεν είναι καθόλου τυχαίος, αλλά επιλεγμένος, σκωπτικός και επιτηδευμένος. Το «συνέβαινε» ίσως να ήταν μια κάποια σωτηρία, μια παρηγοριά ή έστω μια ελπίδα. Μ’ αυτό, δυστυχώς, δεν ανήκει στην τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο Χάσης σήμερα δεν είναι παπουτσής, που θεωρεί τον εαυτό του κόντε. Έχει άλλες, περισσότερο επιζήμιες και επιβλαβείς για το σύνολο ενασχολήσεις. Γράφει δύο αράδες ή και, φευ, περισσότερες, και σαν την μυλωνού που έβαζε «τον άντρα της με τους πραματευτάδες», θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα ή ποιητή -αλήθεια, τι ταλαιπωρία τραβά τελευταία ο στίχος!- κάνοντας μάλιστα σαματά, αν κυκλοφορήσει ανθολογία ή συλλογικός τόμος χωρίς το έρμο του το έργο. Ταλαιπωρεί το τελάρο με μπογιές και κορδώνει σαν πιτόρος. Ανοιγοκλείνει ω ιχθύς άφωνος, στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη βλασφημώντας τις Μούσες, το στόμα του και πιστεύει πως δίχως την πάρτη του δεν μπορεί να στηθεί χορωδία. Έκανε λάθος στο στάβλο του, μην μπορώντας ποτέ «να μοιράσει δύο γαϊδουριώνε άχυρα» και θέλει να ηγηθεί και να σώσει τον περιούσιο λαό του.
Ο Θοδωρής Καταπόδης, ο επιλεγόμενος «Χάσης», υπάρχει ακόμα στην καθημερινότητά μας και από αυτόν κινδυνεύουμε. Επειδή, μάλιστα, το γραφικό δεν μπορεί να επιβιώσει, επειδή η μάντζια έχει προ πολλού εκλείψει και η σάτιρα κυκλοφορεί λάιτ, η επάνοδός του από την σκηνή στην με γκρι χρώμα καθημερινότητά μας, δεν μπορεί να προβληματίσει, ούτε να διδάξει, απλά και μόνο επειδή το θεατρόφιλο κοινό όσο πάει όλο και εκλείπει και επειδή τα θέατρα που συνήθως γεμίζουν και κάνουν ουρές, έχουν τηλεοπτικές μεταγραφές, πολυδάπανες και πολυεπίφοβες.
«… Θεία ζωγραφιά του Χάση …» ονόμασε ο μπαρμπέρης, ποιητής και εκδότης περιοδικού Ιωάννης Τσακασιάνος το νησί μας και νησί του και φαίνεται πως δεν είχε καθόλου, μα καθόλου άδικο. Μόνο που στον καιρό του αυτός ο χαρακτηρισμός έκρυβε ένα μεγάλο βαθμό περηφάνιας, εγκυμονούσε μια ζεστασιά για ιδιαιτερότητα, λεπτότητα και καλλιέργεια. Μέσα στην ειρωνεία του φύλαγε σαν σπίθα μες τη στάχτη μια ευδαιμονία για παιδεία, γνώση και αγάπη σ’ ό,τι ανεβάζει και ανορθώνει. Σήμερα, αντίθετα, είναι επίφοβος και επιζήμιος.
Όταν ο ποιητής των ζακυνθινών αντετιών και ολονύχτιος υμνωδός της κιθάρας ονόμαζε το Τζάντε του με τον τίτλο του έργου του προγόνου του ποιητή, έδινε την πιο συνοπτική περιγραφή και την πιο πειστική εικόνα για έναν λαό, ο οποίος, όπως κάπου αλλού γράφει, ξυπνούσε, εκούσια, με τις καμπάνες του Αγίου και τα «ολόμπλαβα γιούλια» και νανουριζόταν με καντάδες και αρέκιες.
Τότε ο «Χάσης» ήταν απλά γραφικός και δημιουργικός.
Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο ήρωας του Γουζέλη, στην προέκτασή του και την αναβίωσή του στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν γελοιοποιείται επί σκηνής, για να παραδειγματίσει και να προβληματίσει τους θεατές του, αλλά χτυπά πένθιμά το καμπανάκι, όχι για το αντέτι του δειλινού της Τυροφάγου, όπως ακουγόταν κάποτε «αφ’ την Μερτιώτισσά» του, αλλά για να προειδοποιήσει.
Τυχεροί όσοι τον ακούσουν και τον αποφύγουν. Τουλάχιστον θα γλιτώσουν την γελοιοποίηση!

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Θεοδόση Πυλαρινού: ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΙΤΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΖΑΚΥΝΘΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΛΑΤΑ

[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 803-819]

Όταν η ζωή και το έργο ενός ιεράρχη γίνεται αντικείμενο λογοτεχνικού ενδιαφέροντος, είναι προφανές ότι έχει επιδείξει αυτός ιδιαίτερα θεοφιλή ζήλο ή έχει αναπτύξει λαοτελή προσφορά, ότι διακρίθηκε για τις χριστιανικές αρετές του ή ότι έχει προσφέρει στην παιδεία, τη φιλανθρωπία, την ελευθερία του χώρου της διαποίμανσής του. Διότι η λογοτεχνία δεν επιλέγει εική και ως έτυχε, δεν την ενδιαφέρει η εγκυκλοπαιδικής φύσεως πληροφορία ούτε η απλή ιστορική τοποθέτηση• έρχεται για να παραδειγματίσει, εξαίροντας ό,τι προκάλεσε αίσθηση στην κοινωνία, και για να προβάλει, με εύλογες δόσεις μυθοπλασίας, πρόσωπα ή γεγονότα με ιδιαίτερη ανθρωπιστική, κοινωνική ή εθνική προσφορά.
Η θεολογική συνάντηση δύο σημαντικών μορφών της Ορθοδοξίας του φθίνοντος 19ου αιώνα, του αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Λάτα (1835-1894) (1), εκδότη της πρωτοποριακής θρησκευτικής εφημερίδας Σιών, ο οποίος κατέλαβε τον επισκοπικό θρόνο της Ζακύνθου στα 1884, και του μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανού Οικονομίδη (1833-1886) (2), αποτέλεσε την αφορμή της διεξαγωγής ενός σύντομου αλλά ουσιαστικού διαλόγου, από τις στήλες της προαναφερθείσας εφημερίδας που εξέδιδε ο πρώτος. Ο επιστολικός αυτός διάλογος, εκκλησιολογικού χαρακτήρα, με ποιμαντικές, εκλαϊκευτικού και ηθοπλαστικού χαρακτήρα, απόψεις των δύο ιεραρχών, αποτέλεσε παράλληλα αφορμή για να γνωστοποιηθούν στην Κύπρο συγκεκριμένες θέσεις τους, και μέσω αυτών η φιλοπατρία, το ήθος και το ενδιαφέρον των δύο ανδρών για την πρόοδο του ποιμνίου τους.
Με κίνητρο τον διάλογο αυτό και για να προβληθεί η εκκλησιαστική πολιτεία τους και η φήμη που απέκτησαν από το όλο έργο τους, κυρίως δε η λαϊκή έξωθεν καλή μαρτυρία και αγάπη προς το πρόσωπό τους, θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια όσα γράφτηκαν για τον θάνατο του Κυπριανού αφενός, από τις κυπριακές εφημερίδες της Λεμεσού Αλήθεια και Σάλπιγγα, και αφετέρου διάφορες πληροφορίες των ίδιων εφημερίδων για τον Διονύσιο Λάτα, σχετικές με την Κύπρο, καθώς και λίγα για τον θάνατό του. Τα τελευταία απέρρευσαν από τη σχέση του με τον Κυπριανό, τα οποία και τον έκαναν γνωστό στον κυπριακό χώρο.
Πριν όμως παρακολουθήσουμε αυτά, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι τα κυπριακά έντυπα ανέκαθεν, από το 1878 και εξής, αντιμετώπιζαν ομοιοπαθητικά και οιονεί αγαπητικά τον επτανησιακό χώρο. Είτε η περίπτωση του Γλάδστωνα (3), που ευνόησε την Ένωση της Επτανήσου, είτε η ιδεολογία και η πολιτική του ριζοσπαστισμού (4), που προβλήθηκε από μερίδα των Κυπρίων ως μοντέλο για την επίτευξη της Ένωσης και της Κύπρου με την Ελλάδα, είτε οι αναφορές και οι νεκρολογίες (5) για μεγάλες μορφές του αγώνα των Ιονίων, είτε ακόμη η συμπαθητική στάση των Κυπρίων προς τους χειμασθέντες από τους καταστροφικούς σεισμούς Ζακυνθίους (6), καταδεικνύουν, σε κάθε περίπτωση, την ιδιότυπη εθνική σχέση Κύπρου και Επτανήσου, κατά την οποία τα Ιόνια Νησιά αποτέλεσαν φάρο ελπίδας για τους Κύπριους. Και πέραν τούτων όμως, είναι πολλές οι δημοσιεύσεις των κυπριακών εφημερίδων, οι αναφερόμενες για τους ίδιους λόγους στην ιστορία της Επτανήσου, ως προτύπου και πάλι, η μελέτη της οποίας θα μυούσε τους αναγνώστες τους στις επιτυχείς ενωτικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν στις δυτικές παρυφές του ελληνισμού.
Η βραχύβια, λόγω του θανάτου του Κυπριανού, αλληλογραφία των δύο αρχιερέων άρχισε με πρωτοβουλία του Κύπριου ιεράρχη. Γνωρίζοντας αυτός το ανανεωτικό πνεύμα της Σιών του Διονυσίου Λάτα (7), ιδίως δε τις θέσεις του περί παιδείας του κλήρου και αξιοπρεπούς διαβίωσης των κληρικών, έστειλε στις 13-8-1886 εκτενή επιστολή του στον Διονύσιο, αναφέροντας τις σκέψεις του, που τις καταχωρίζουμε περιληπτικά, αφού πρώτα αποδώσουμε αποσπασματικά τις κρίσεις της Σιών, οι οποίες προτάχθηκαν της επιστολής Κυπριανού (8):

Προ τεσσάρων μηνών ο Μητροπολίτης Κιτίου (Κύπρου) Κυπριανός έπεμψεν επιστολήν προς τον Αρχιεπίσκοπον Ζακύνθου Διονύσιον, τον και Συντάκτην της «Σιών» εν η εκτίθησι την επικειμένην ανάγκην τυπικών μεταρρυθμίσεων εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία. Συνεννοούμενος δε μετ’ αυτού προέτρεπεν αυτόν να προβή εις ώριμον σκέψιν και ούτω να διενεργήσωσιν αμφότεροι συνεννόησιν μετ’ άλλων συναδέλφων Αρχιερέων, και βαθμηδόν, πολλών συνεννοηθέντων, να καθυποβάλωσι τας σκέψεις αυτών εις τους αρχηγούς Πατριάρχας και τας Ιεράς Συνόδους και τοιουτοτρόπως να επέλθη πρακτικόν αποτέλεσμα. Αλλά μόλις αντήλλαξαν οι δύο ιεράρχαι [,,,] δύο επιστολάς, και επήλθεν ο άωρος θάνατος του Μητροπολίτου Κιτίου Κυπριανού. Τούτο ελύπησε σφόδρα τον Αρχιεπίσκοπον Ζακύνθου, επειδή εστερήθη η Εκκλ. λειτουργού όχι μόνον πεπαιδευμένου, αλλά και έμπλεω ευσεβών αισθημάτων και χριστιανικών αρετών, διανοουμένου σοβαρώς περί των εκκλησιαστικών ημών πραγμάτων, και ενδιαφερομένου σπουδαίως περί της ανυψώσεως της σχεδόν ήδη πεπτωκυίας υπολήψεως της Εκκλησίας. Μετά τον θάνατον του αοιδίμου Κυπριανού η «Σιών» κρίνει εύλογον να δημοσιεύση τας δύο ταύτας επιστολάς αμφοτέρων των Ιεραρχών […] εξ ων δύνανται οι αναγνώσται να λάβωσι πρακτικάς ιδέας περί της σημερινής καταστάσεως της Εκκλησίας, και περί του ενδιαφέροντος, το οποίον οφείλει πας ορθόδοξος χριστιανός και αληθής Έλλην να δεικνύη προ πάντων σήμερον υπέρ της σωτηρίας της Εκκλησίας εξ επικειμένου κινδύνου. […] Έκρινε δε εύλογον η «Σιών» να δημοσιεύση τας επιστολάς ταύτας εις το πρώτον φύλλον του Ζ΄ έτους της εκδόσεως αυτής, επειδή αι επιστολαί αύται δύνανται να θεωρηθώσι ως νέον πρόγραμμα της «Σιών», ανακεφαλαιούν, […]
τον σκοπόν, δι’ ον η εφημερίς αύτη από εξ ήδη ετών εκδίδοται, και θέλει εκδίδοσθαι εν όσω ο Συντάκτης αυτής υπάρχει εν τοις ζώσιν.

Καταχωρίσαμε το εισαγωγικό αυτό κείμενο για να φανεί η σοβαρότητα των προθέσεων της Σιών, ουσιαστικά του συντάκτη της αρχιεπισκόπου Λάτα• η ποιότητα των αλληλογραφούντων, αλλά και η σημασία μιας τέτοιας συνεργασίας που την διέκοψε ο πρόωρος θάνατος του Κυπριανού. Κυρίως όμως παρατέθηκε ως ερμηνευτικό, ως ευρέως νοούμενο περικειμενικό υλικό, από κοινού με τις επιστολές των ανδρών, για την κατανόηση του περιεχομένου των λογοτεχνικών κειμένων που θα ακολουθήσουν.
Η επιστολή Κυπριανού πέραν των ολίγων βιογραφικών στοιχείων (9) εστιάζει στα ακόλουθα «σπουδαιότατα ζητήματα», κεντρικός στόχος των οποίων είναι η συνένωση των δυνάμεων των ομοδόξων χριστιανών, στην Ελλάδα και την Κύπρο (10) για την επίτευξή τους. Επισημαίνει, λοιπόν, «την κενότητα των Ναών», που την αποδίδει α) στη μακρότητα των ακολουθιών και β) στο οχληρότατο ύφος των ψαλτών. Τη θρησκευτική αδιαφορία των καιρών του την αποδίδει, αιτιολογημένα πάντοτε και με παρρησία, στην απαιδευσία των κληρικών (11). Θεωρεί ως μέσο θεραπευτικό την προσέλκυση κληρικών μορφωμένων διά της καθιερώσεως αξιοπρεπών μισθών, ιδίως για τους εγγάμους οικογενειάρχες εξ αυτών. Και περαιτέρω όμως, προτείνει σύντμηση των ακολουθιών και περιορισμό των νηστειών (12), δείγματα αυτά της οξύνοιάς του, που τον έκανε να υπερβαίνει τους τύπους, αποβλέποντας στην ουσία. Προτείνει ακόμη και την περικοπή του μεγάλου αριθμού των εορτών (13).
Ο Κυπριανός, πολυσχιδής μορφή και νους πολιτικός (14), κινήθηκε με βήματα λελογισμένα, απευθυνόμενος στον Διονύσιο, γιατί διέβλεπε ότι τον διακατείχαν παρεμφερείς σκέψεις και αγωνίες. Διότι γνώριζε τις σκέψεις του από τη Σιών. Πολιτικές, ωστόσο, είναι οι κινήσεις του ως προς τον τρόπο ενεργείας. Τον απασχολεί α) να μη προκληθούν οι πιστοί, β) να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες με κέντρο την Αθήνα, γι’ αυτό και αφήνει τις πρωτοβουλίες στον Λάτα, και γ) μετά από σύντονο προγραμματισμό να απευθυνθούν και στην Κωνσταντινούπολη:

[…] Τοσαύτα, φίλη κορυφή, προς το παρόν. Δεν μοι επιτρέπει το εκτάκτως δι’ Αρχιερέα πολυάσχολον να προβώ εις λεπτομερείας περί του καταλληλοτέρου […] τρόπου της άνευ σκανδάλου εισαγωγής (15) της μεταρρυθμίσεως ταύτης• […] είσθε εντριβής περί τα ιερά ημών βιβλία, εξ ων θα αντληθώσι τα επιχειρήματα, άτινα θα εφησυχάσωσι τας θρησκευτικάς συνειδήσεις του λαού μας κατά την μεταρρύθμισιν ταύτην. […].

Η απάντηση του Διονυσίου Λάτα στα γραφόμενα και προτεινόμενα υπό του Κυπριανού έχει ενδιαφέρον για τις επιφυλάξεις του, διότι γνωρίζει μετά βεβαιότητος ότι θα εγερθούν από συναδέλφους τους αντιρρήσεις. Χαίρεται (16) διότι συμφωνούν με την αναγκαιότητα για αλλαγές (17), αλλά φοβάται τον πιθανό σάλο που μπορεί να ξεσπάσει
(18):

[…] Αλλ’ εκείνο το οποίον έχω να αντιτάξω, αφορών εις την επιτυχίαν και την πραγματοποίησιν της ιδέας, ην συνελάβετε, και ην εγώ και άλλοι προσέτι συνάδελφοι προ πολλού κατέχομεν και διατρέφομεν, είναι, ότι πολλοί, όχι ολίγοι των ημετέρων συναδ[έλ]φων, όχι μόνον δεν θα εννοήσωσιν ημάς, αλλά τουναντίον και θα αντιπράξωσι, λέγοντες και επιμένοντες, ότι τα της Εκκλησίας καλώς έχουσι. […]
αλλ’ όταν όχι μόνον δεν παρουσιάζη θέλγητρα, αλλά παρουσιάζη [η Εκκλησία] και ελλείψεις, τίνι τρόπω και ποία δυνάμει θα προσελκύση εις εαυτήν τους αποπλανηθέντας;
Αυτό είναι το σημείον
[…] εις το οποίον θα συγκρουσθώμεν, και εν τω οποίω θα ναυαγήσωμεν. […].

Ο Κυπριανός πέθανε το 1886, επάνω στη μεγάλη ακμή του. Η προσφορά του, ποιμαντική, κοινωνική και εθνική υπήρξε προφανώς τεράστια, αν κρίνει κανείς από τις εκδηλώσεις πένθους που έγιναν μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του, αλλά και από το λογοτεχνικό υλικό που συσσωρεύθηκε, πλούσιο ελεγειακό τεκμήριο, αφού η λογοτεχνία επισφραγίζει και δικαιώνει την κοινωνική παρουσία των μεγάλων μορφών. Η Σάλπιγξ της Λεμεσού ανήγγειλε
(19):

[…] την Τρίτην εις τας 10 και ¾ π.μ. εξεμέτρησε το ζην ο δημοφιλής ιεράρχης, ο ακάματος της πατρίδος προασπιστής, ο αήττητος υπέρμαχος του δικαίου, ο ιερός λάτρις των Μουσών, ο την ψυχήν του θύσας υπέρ της πατρίδος του. […] Απέπτη λοιπόν ο ιερός ούτος κύκνος ο αεννάως [sic] μέλπων χαρμόσυνα τη πατρίδι άσματα. Εσίγησε λοιπόν ο μελίρρυτος εκείνος λάρυγξ ο φρουρός της δικαιοσύνης και ο κήρυξ της αρετής. Εδεσμεύθη λοιπόν η ηδύφθογγος αύτη γλώσσα η κατακεραυνώσα την τυραννίαν κασι χαληναγωγούσα [sic] τον δεσποτισμόν. […]

Όσο και αν διακρίνει κανείς έντονη τη συγκινησιακή φόρτιση, όμως οι χαρακτηρισμοί για τον άνδρα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, γιατί αποδίδουν την εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη πολυσχιδία, την αρετή, το αδιάφθορο του ήθους και τον πατριωτισμό του. Οι αναφορές στο έργο του είναι πολλές στο κείμενο της Σάλπιγγος στη συνέχεια, αξίζει όμως να τονισθεί η επισήμανση των υποθηκών που άφησε ως θρησκευτικό και εθνικό πρότυπο στην Κύπρο ο Κυπριανός. Στο ρεπορτάζ από την κηδεία του καταφαίνεται η εντύπωση που προκάλεσε το απαίσιο συμβάν στη Λεμεσό, καθώς και όσα πένθιμα τελέσθηκαν κατ’ αυτήν (20). Αν αναζητήσει κανείς κάποιο παράλληλο, ίσως βρει ομοιότητες με όσα συνέβησαν στην Κέρκυρα, όταν αναγγέλθηκε δημόσια ο θάνατος του Διονυσίου Σολωμού, τα οποία και συνοδεύθηκαν από ποικίλα θρηνητικά ποιήματα για τον νεκρό (21). Τέτοια κείμενα γράφτηκαν και για τον Κυπριανό, επειδή ακριβώς ο ρόλος του είχε υπερβεί τα περιγεγραμμένα ποιμαντικά όρια και ως εκ των συνθηκών είχε λάβει εθνικό χαρακτήρα. Όσο και αν είναι επισφαλής αρωγός της λογοτεχνίας η επικαιρότητα, λόγω της έντονης συναισθηματικής φόρτισης που την διακατέχει, όμως δεν μπορεί να μη διακρίνει κανείς την αλήθεια των έμμετρων αυτών κειμένων, των ποικίλων ελεγείων που γράφτηκαν για τον νεκρό Κυπριανό, τα οποία και αποτελούν το κεντρικό σημείο της μελέτης μας αυτής.
Αρχικά θα παραθέσουμε δύο ποιήματα, τα οποία έφεραν οι δύο στέφανοι, ο πρώτος ελαίας και ο δεύτερος δάφνης, που κατέθεσαν στον τάφο του μεταστάντος οι μαθήτριες του Παρθεναγωγείου της Λεμεσού. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να λεχθεί ότι η σύνθεσή τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον κάλαμο της Πολυξένης Λοϊζιάδος, διευθύντριας του εν λόγω Παρθεναγωγείου, πρώτης σημαντικής γυναίκας ποιήτριας της Κύπρου και σπουδαίας παιδαγωγού. Στην κηδεία του Κυπριανού, πέραν της συμμετοχής της ως διευθύντριας του εν λόγω Παρθεναγωγείου, έφερε κατά την εξόδιο πομπή και το στεφάνι της διευθύντριας του Παρθεναγωγείου Σκάλας, ως αντιπρόσωπός της (22). Η ταύτισή τους είναι βέβαιη, εφόσον τα ποιήματα αυτά –τεκμήριο της ποιότητάς τους και της προτίμησης της Λοϊζιάδος- έχουν συμπεριληφθεί στη συλλογή ποιημάτων της Ίριδες (εν Αθήναις 1901) (23), συλλογή η οποία εμπεριέχει τα καλύτερα έργα τής προ του 1901 ποιητικής παραγωγής της, βραβεύθηκε δε στην Κυπριακή Έκθεση του 1901, στην Αθήνα
(24).
Επάνω στο στεφάνι της ελαίας (χωρίς τους τίτλους των ποιημάτων, οι οποίοι προστέθηκαν στην έκδοσή τους στις Ίριδες), στεφάνι που σηματοδοτούσε το ειρηνικό, το κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο του Κυπριανού, είχε αναγραφεί:

Το άστρον του μετώπου σου σβύνει κι’ ήλιος σκιάζει!
Την φρόνησίν Σ’, Αθάνατε, το σάβανον σκεπάζει!
Μ’ ολοφυρμούς η έρημος Πατρίς Σε στεφανόνει,
Με την φωτιάν του στήθους της Σ’ το δάκρυ της θα ληόνη.
Ως η ελαία θαλερά η μνήμη σου θα γίνη•
Το πένθος Σ’ αλησμόνητον εις γενεάς θα μείνη!
Κυπριανέ Αθάνατε! την Κύπρον πού αφίνεις;
Ο ήλιος σου σ αν έδυσε σβύν’ η ζωή κι’ εκείνης!!!


Και στο δίδυμό του στεφάνι της δάφνης είχε αναγραφεί το λαϊκότροπο -απολύτως σύμφυτο με τη δημοφιλία που απολάμβανε ο Κυπριανός- ποίημα, αυτή τη φορά με περιεχόμενο αλλά και με διακειμενικό υπόστρωμα καθαρά πατριωτικό:

«Για δες καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να τον πάρη»
Τώρα που η πατρίς ημών μόνον είχε καμάρι.
Και πρώτον είχε στήριγμα και παρρησιά ’ς τους ξένους
(25),
Και μόνον είχε τείχισμα σ’ ημάς τους ρημωμένους!
Σήκω λιοντάρ’ ατρόμητο! φίμωσε και τον χάρον!
Σήκω! και κάμ’ Αντίδωρον Ελευθεριάς να πάρω!
Αυτήν την δάφνην η Πατρίς με δάκρυ θα ποτίζη
Αιώνια ’ς το μνήμα σου αιώνια ν’ ανθίζη!
Κυπριανέ Αθάνατε! την Κύπρον πού αφίνεις;
Ο ήλιος σου σ αν έδυσε σβύνει ζωή κι εκείνης!!!
(26)


Και στη συνέχεια, όμως, η Μούσα δεν έπαψε να θρηνεί τον άωρο θάνατο του Κυπριανού. Λίγες ημέρες αργότερα, η Αλήθεια αναφέρθηκε στο μνημόσυνο που τελέσθηκε στη Λευκωσία (στις 14/26 Δεκεμβρίου 1886, ημέρα Κυριακή) για τον θανόντα ιεράρχη (27) και στην ίδια σελίδα του φύλλου αυτού δημοσιεύθηκε το επόμενο αρχαιοπρεπές επιτύμβιο του γνωστού δικαστή Βαρωσίων, λογίου, αρχαιολόγου και ποιητή Χρ. Παπαδοπούλου. Τίτλος του «Επιτύμβιον τω γεραρώ και αειμνήστω Ιεράρχη Κιτιέων Κυπριανώ» και τοπική ένδειξη: «Εν Βαρωσίοις»:

Αι, αι, κάτθανες, ω Κυπριανέ κλυτέ, κύδος Κύπρου,
Πιερίδων θεράπων πάσιν αειδόμενε,
Ος σοφίης λύχνω τηλαυγέι πάγχυ φαείνων,
Αχλύν αϊδρείης πουλύν απεσκέδασας,
Έμπης δε δνοφερόν θανάτου, φευ, άημ’ επιβρίσαν,
Έσβεσεν εξ απίνης σείο λύχνον βιότου.

Στο φ. 309 της Αληθείας (3/15-1-1887, σ. 3-4) δεν υπάρχουν ποιητικές καταθέσεις, αλλά δύο πολύ διαφωτιστικά και με λογοτεχνικές αξιώσεις πεζά κείμενα. Το πρώτο εκ Λονδίνου προερχόμενο και με τα αρχικά Ι.Κ. υπογραφόμενο, χρονολογημένο στις 15/27 10βρίου 86, με την προλογική αναφορά: «[…] ουδέ θα λήξη ατυχώς προ του βίου μας η περίοδος του να τον θρηνώμεν», αναφέρεται στην αρετή του Κυπριανού, στη βοήθεια που έδινε σε όλες τις κοινωνικές τάξεις (28), στην αμέριστη αρωγή του για την πρόοδο της παιδείας (29), στην επιστημοσύνη του (30). Και, ακόμη, στην προσήνεια και το φιλολαϊκό ήθος του, στην ικανότητα, τέλος, της επικοινωνίας που τον διέκρινε, με τον απλό κόσμο.
Το δεύτερο κείμενο είναι η ομιλία του διδασκάλου Πολ. Χρηστοπούλου, που εκφωνήθηκε στο μνημόσυνο του ιεράρχη στον ναό της Αγίας Παρασκευής στη Λάπιθο. Δεν θα εμμείνουμε στο κείμενο αυτό, θα παραθέσουμε όμως μόνο ένα χωρίο του, όπου καταγράφονται μονολεκτικά αλλά πολύ εύγλωττα οι αρετές του:

[…] Και όντως το πράον, το φιλάνθρωπον, το προσηνές, το φιλόπατρι, το πολύπειρον, το ευφραδές, το εμβριθές, το εύτολμον, το μεγαλοφυές, […] δι’ ων ην κεκοσμημένος ο αείμνηστος Ιεράρχης, ήσαν γνωστά ουχί μόνον παρά τοις εν Κύπρω ιθαγενέσι τε και ξένοις, αλλά και παρά άλλοις πέραν αυτοίς επισημοτέροις κύκλοις. […]
(31).

Ο Χρ. Παπαδόπουλος, πληθωρικός στην ποιητική παραγωγή του, επανέρχεται λίγο αργότερα στην απώλεια του ιεράρχη με ένα πολύ εκτενές σύνθεμά του, στο φ. 311, της ίδιας έγκριτης εφημερίδας της Λεμεσού (32). Ο θάνατος του Κυπριανού είναι ακόμη πρόσφατος. Το ποίημα, με τίτλο «Ο Σεπτός και αοίδιμος Ιεράρχης Κιτίου Κυπριανός και το λόγιον ‘Την πατρίδα αγαπάτε / και κινδύνους αψηφάτε’», είναι αφιερωμένο «Τη Ιερά και Θεσπεσία αυτού Σκιά». Το ενδιαφέρον του, ωστόσο, συνίσταται στο ενυπάρχον βιογραφικό υλικό:

Α΄
Εκ του βάθους του μνημείου, συμπολίται, την φωνήν μου,
Ανυψώ και θα σας δώσω τελευταίαν συμβουλήν μου
Αλλ’ αυτή δεν είναι νέα, είν’ εκείνη την οποίαν
Σας απέτεινα ζων έτι ως χρυσήν παραγγελίαν

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.

Β΄
Μη οδύρεσθε διότι η σκληρά μου πνευμονία
Με αφήρπασεν εξαίφνης εις μονήν την αιωνίαν.
Αν εκπνέων ηδυνάμην λέξεις δύο να λαλήσω
Με αυτήν την συμβουλήν μου έμελλον να ξεψυχήσω.

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.


Γ΄
Το απόφθεγμά μου τούτο, ως φιλόστοργος πατήρ σας
Σας κληροδοτώ και έστω ο γενναίος χαρακτήρ σας.
Εις του βίου τα πελάγη αταρβείς θαλασσοπόροι
Εις του κόσμου τας πλατείας διαβάται χριστοφόροι,

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.

Δ΄
Προσωπείον θα φορέση εύσχημον η αγυρτεία,
Και ευπάρυφος θα έλθη προς υμάς η γοητεία
Αλλ’, ω φίλοι συμπολίται, το συμφέρον προτιμάτε,
Και ουδείς εν τω παρόντι εν νηδύμω ας κοιμάται.

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.


Ε΄
Βεβυσμένοι σεις τα ώτα μεταξύ τοσούτων δόλων,
Διανύετε εμφρόνως τον του βίου δρόμον όλον.
Και αν άλλους την απάτην ποτισμένους απαντάτε,
Εις οδόν σωτηριώδη φιλαδέλφως αποσπάτε.

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.


ΣΤ΄
Τα προγονικά καλά σας αν τινές θα παραλύσουν,
Κ’ ελληνικήν καταγωγήν αυθαδώς θα πολεμήσουν,
Τότε, φίλοι συμπολίται, με την ούσαν δύναμίν σας,
Καταστήσατέ τα πάλιν εις αίδιον τιμήν σας.

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.


Ζ΄
Αν εχθροί της Πίστεώς μας μάχας μυστικάς κηρύξουν,
Αν ορμούν το πορφυρούν της ένδυμα να διαρρήξουν,
Αν ζητούν τους ζηλωτούς της να πλανήσωσι δολίως,
Τότε σεις τας πανοπλίας ενδυσάμενοι ανδρείως.

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.


Η΄
Ταύτα είναι πρώτη, μέση και εσχάτη συμβουλή μου,
Εμπνευσμέν’ υπό προνοίας πατρικής και ωφελίμου.
Εις την μνήμην σας ας μένη ο Κυπριανός ακόμη,
Αν εις μέλλον φίλων τέκνων του Πατρός συμβάλλ’ η γνώμη.

Την πατρίδα αγαπάτε
και κινδύνους αψηφάτε.



Θα καταχωρίσουμε άλλο ένα ποίημα που δημοσιεύθηκε στην Αλήθεια αρκετούς μήνες μετά τον θάνατο του Κυπριανού. Η αναφορά στην 3η στροφή, ότι ο παλμός της ψυχής του ιεράρχη συγκινεί ακόμη, αποδίδει, νομίζουμε, το κοινό αίσθημα και την ευγνώμονα λαϊκή μνήμη. Είναι γραμμένο στη Λευκωσία από τον Ιω. Μιχαηλίδη, φέρει τον τίτλο «Άνθη», ενδεικτικό της μεταθανάτιας τιμής προς τον νεκρό, και την περικειμενική δήλωση ότι «Αφιαιρούται (sic) τω Σεβαστώ μοι Ιεράρχη Κυπριανώ». Είναι εμφανές από τα συμφραζόμενα ότι έχει συντεθεί μετά τον θάνατό του (33):

Και πάλιν επανέρχομαι ’στον τάφον σου επάνω
Με τας σκιάς ν’ ανταμωθώ…
Την κρύα πέτρα ν’ ασπασθώ
Και μ’ άνθη να την ράνω.

Αν κι’ εβυθίζεσο συχνά ’στου χάρωνος τον σάλον
Στο έθνος έδιδες ζωήν
Κ’ εις τα αισθήματα πνοήν,
Πανσέβαστέ μοι, ψάλλων.

Και τώρα… πώς! εχώρεσε τολίγο τούτο χώμα
Την κοσμοάκουστη ψυχή,
Που ο παλμός της αντηχεί
Και συγκινεί ακόμα;

Αλλά τί βλέπω;… διατί ο τάφος σου σαλεύει
Κι’ αυτά τα άνθη μου κινεί;
Οποία πλάνη ποθεινή
Τον νουν μου κυριεύει!...

Δεν απατώμαι… αντηχεί σιμά μου η φωνή σου
Κι’ αύρα προσπνέει Παρνασού
[sic],
Ω ασπαστή τώρ’ αντί Σου
Η σεβαστή εικών σου.

Αφήσαμε τελευταία δύο ποιήματα που δημοσίευσε η Σάλπιγξ (34), επίκαιρα –είναι επιμνημόσυνα αμφότερα- αλλά ξεχωριστά. Το ένα εξ αυτών έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι ο δημιουργός του είναι ο εθνικός ποιητής της Κύπρου (35). Πρόκειται για το σύνθεμα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Επί τω θανάτω του σεβαστού μου Κυπριανού» (36), δημοσιευμένο προ του μνημοσύνου «εις Αγ. Νικόλαον υπέρ της ψυχής του αοιδίμου αρχιερέως Κυπριανού, ιερουργούντος του Πανοσιωτ.[άτου] εξάρχου Κ. Θεοφυλάκτου»:

Την πατρίδα σου με ζέσιν
αγαπούσεν η ψυχή σου•
είχες δυστυχώς τον βίον
ακανθώδη και μικρόν,
μόλις ήμισυ αιώνα
υπερέβη η ζωή σου
και θρηνούσα η πατρίς σου
σ’ εστεφάνωσε νεκρόν.

Θα σε έχ’ η ιστορία
ανεξάλειπτον σελίδα.
Είχες έξοχον το πνεύμα
και γενναίαν την ψυχήν,
κ’ εκουράσθης κοπιάζων
και μοχθών για την πατρίδα.
Έπρεπεν αλλού ν’ ακμάσης
και εις άλλην εποχήν.

Και εις στόματα ρητόρων
εις σου λόγος ήτο πώμα•
ήσο υπέρ του δικαίου
φόβητρον τοις φοβεροίς.
Είνε άδικος ο χάρων,
έπρεπε να ζης ακόμα
έως ότου αποκτήση
όμοιόν σου η πατρίς.

Σ’ έκλαυσεν όλ’ η πατρίς σου
ως αγαπητόν υιόν της
και διά ενθύμησίν σου
δεν χρειάζετ’ ανδριάς.
Αρκεί τούτο που αφήκες
τ’ όνομά σου ’ς τον λαόν της
βράχον αντικρύ του χρόνου
και λαμπρόν ως η Πλειάς.

Το δεύτερο ποίημα, «Ελεγείον κατ’ ακροστιχίδα εις τον Πολύκλαυστον Ιεράρχην Κιτιέων Κυπριανόν», είναι του Σ. Λυσανδρίδη και έχει συντεθεί στην καθαρεύουσα. Δεν το διαπερνά ασφαλώς η λεπτή χάρη και η χαρμολύπη, με τις οποίες έδωσε πνοή στον λόγο του ο τεχνίτης Μιχαηλίδης, χάρη στην απλή καθαρεύουσα που αξιοποίησε, εμπλουτίζοντάς την με στοιχεία του απλού καθημερινού λόγου και αποδίδοντας έτσι το λόγιο θεολογικό ήθος που άρμοζε στον νεκρό, απευθυνόμενος παράλληλα και στην ψυχή του ποιμνίου του ιεράρχη με την απλότητα και το απέριττο του ύφους του. Με βυζαντινόμορφο στιλ και με μικτή γλώσσα, ο Λυσανδρίδης θέλει να μιμηθεί τους ύμνους των μελωδών και τη θεολογική πρακτική, απευθυνόμενος με άλλο τρόπο αυτός στους αποδέκτες του δικού του ποιήματος
(37):

Κύπρος συ ήτις, υπέρ σου τοσούτον επροσπάθει
νυχθημερόν σκεπτόμενος τα ιδικά σου πάθη
Υψών αείποτε φωνήν κατά της αδικίας
γενναίως δε συνηγορών υπέρ της αληθείας
Πένθησον τον Σωτήρα σου, πένθησον τον Ποιμένα
τον την ψυχήν του θύσαντα προς το να σώσ’ εσένα
Ράνον με δάκρυα πικρά, τον τάφον του Κιτίου
μνημόνευε διά παντός Κυπριανού του θείου
Ίνα και ήδη άνωθεν, σε μόνον ενθυμήται
και διά σε τα αγαθά του πλάστου εξαιτήται.
Αν όμως συ αχαριστής, και λησμονής τα πάντα
στην κεφαλήν σου χείρονα θα πέσωσι συμβάντα
Νυν ότε παρευρίσκεσαι εις τελετήν αγίαν
εις ιερόν μνημόσυνον, εις θείαν λειτουργίαν
Όλη ψυχή και σώματι δεήθου του Υψίστου
να δώση γαίαν ελαφράν του Ιερού του Μύστου
Συ δε Πανάγαθε Θεέ, εν τω χορώ αγίων
κατάταξον Κυπριανόν, προστάτην των Κυπρίων.

Θα ασχοληθούμε στα επόμενα με τα δημοσιεύματα των κυπριακών εφημερίδων, για τον αρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο. Καθώς φαίνεται, αν και ο Διονύσιος ήταν γνωστός στον ελληνικό κόσμο, κυρίως λόγω της Σιών, η οποία έφθανε σε όλα τα τότε κέντρα του ελληνισμού, οι αναφορές των εφημερίδων ενισχύθηκαν και ο Διονύσιος έγινε ευρύτερα γνωστός στο νησί, μετά την αλληλογραφία των δύο ιεραρχών στη Σιών, την οποία και προκαταγράψαμε ως επαναδημοσιευθείσα στην Αλήθεια (38). Ο Διονύσιος, λοιπόν, ήταν ασφαλώς ευρέως γνωστός στην Ελλάδα, καθώς και στον εκτός αυτής ορθόδοξο ελληνισμό, και λόγω της εφημερίδας του, όπως προαναφέραμε, που είχε αντιπροσώπους και στο εξωτερικό, όπως μία άλλη πολύ γνωστή και διαδεδομένη περιοδική έκδοση με θρησκευτικό ενδιαφέρον, η Ανάπλασις, αλλά και λόγω της εν γένει χριστιανικής δράσης του, ως προσωπικότητα δε διακρινόταν από παρεμφερείς με τον Κυπριανό ανησυχίες και ευρύτητα ιδεών.
Μπορούμε, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε τις αναφορές στο πρόσωπό του μέχρι και αυτό τον θάνατό του, από όσες μαρτυρτίες των εφημερίδων αυτών συγκεντρώσαμε. Συγκεκριμένα, η Σάλπιγξ της Λεμεσού έχει διασώσει μία πληροφορία επικείμενης παρεπιδημίας του Διονυσίου στην Κύπρο, πληροφορία χρονικά γειτνιάζουσα με την επιστολιμαία γνωριμία των δύο ανδρών, του Κιτίου και του Ζακύνθου (39): «Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου […] σκοπεί, ως εμάθομεν, μετά την Λαμπράν να επισκεφθή την Ιερουσαλήμ και επιστρέφων θα διέλθη διά της νήσου μας, εις ην θα διαμείνη επί τινας ημέρας». Η συνέχεια βρίσκεται στο φ. 178 της Σάλπιγγος (40): «Την παρελθούσαν Τρίτην διήλθε διά της Λάρνακος προερχόμενος εξ Ιερουσαλήμ και κατευθυνόμενος εις Ζάκυνθον ο Μ. Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου κ. Δ. Λάτας. […]». Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου τον υποδέχθηκε, και στο σπίτι του Γρ. Κυζίδου όπου κατέλυσε, τον επισκέφθηκαν οι κληρικοί και οι έγκριτοι πολίτες της Λάρνακας. «Μετά ταύτα επορεύθη ο κ. Λάτας εις τον ναόν Αγ. Λαζάρου», όπου μπροστά σε πλήθος κόσμου «εκ του προχείρου το ευφραδές στόμα του δεινού τούτου ιεροκήρυκος ετόνισε λαμπρόν και κατανυκτικώτατον λόγον περί θρησκείας και εθνισμού». Δεν έμεινε στην πόλη, αλλά υποσχέθηκε ότι «μετά τινα καιρόν θα επισκεφθή την Κύπρον, και ότι επί 15 ημέρας θα διαμείνη, διά να επισκεφθή και την Λεμησσόν […]».
Μία ακόμη μαρτυρία για τον Διονύσιο προέρχεται από την εφημερίδα Φωνή της Κύπρου (41). Πρόκειται για πληροφορία, σχετική με συνέντευξη που έδωσε στην αμερικανική εφημερίδα The Morning Call για την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Όπως και στην περίπτωση του Κυπριανού, έτσι και με τον Διονύσιο, αφήσαμε την ποίηση να έχει τον τελικό λόγο, να συνοψίσει δηλαδή με τον ιδιαίτερο τρόπο της και να αναδείξει την προσφορά, να διαιωνίσει τη μνήμη, να αθανατίσει το πέρασμά τους από τη γη. Νομίζουμε ότι το ποίημα που ακολουθεί έχει ιδιαίτερη αξία, διότι εκκινεί εκ Κύπρου και μάλιστα ο συνθέτης του, ο Χριστόδ. Σ. Χουρμούζιος, γνωρίζοντας προφανώς τους παράλληλους βίους των δύο ανδρών, αλλά και τον σύντομο ιδιότυπο διάλογό τους εκ του μακράν και δι’ επιστολών, φροντίζει να διαλέγεται άτυπα το περί Διονυσίου σύνθεμά του με όσα συντέθηκαν κατά καιρούς μεταθανάτια για τον Κιτίου Κυπριανό. Η φράση, για παράδειγμα, «και Συ να κλίνης τον αυχένα» μας παραπέμπει στον πρότερο θάνατο του Κυπριανού. Επίσης, η όλη αρετολογία και η καταγραφή των προσόντων του Διονυσίου, όπως η ευφράδεια, η ποιμαντική χάρις, η λαϊκότητα του τρόπου, η παραμυθητική ικανότητα, η βαθιά θεολογική και γενική μόρφωση, παραπέμπουν σε ανάλογες αρετές του Κιτίου. Εύλογα, λοιπόν, ο λαός μένει βαρυάλγητος από την απώλεια τέτοιων ποιμένων και οδηγών, όπως αναφέρεται στο ποίημα που ακολουθεί:


ΕΠΙ ΤΩ ΘΑΝΑΤΩ
ΤΟΥ ΚΛΕΙΝΟΥ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΑΤΡΟΣ
ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΛΑΤΑ (42)

Ούτως, επέπρωτο και Συ να κλίνης τον αυχένα
εις την σκληράν και απηνή δρεπάνην του Θανάτου,
να απολέση δ’ ο λαός εν Σοι καλόν Ποιμένα,
αόκνως επισπεύδοντα εις πάντα τα δεινά του.

Έπαυσε πλέον λέγουσα η ευφραδής Σου γλώσσα,
και η γλυκίων μέλιτος αυδή Σου απεσβέσθη,
πλην εκ του τάφου Σου αυτού υπάρχει έτι ζώσα•
εντός των σπλάγχνων του λαού βαθέως εκαθέσθη…

Ήσο αστήρ, προορισθείς τον κόσμον να φωτίση•
και τον εφώτισας, σεπτέ, διά των διδαχών Σου•
αλλ’ ήλθε, φευ! πολύ ταχύς ο χρόνος να τον σβήση,
…και ούτω βαρυάλγητον αφήκες τον λαόν Σου…

Όστις, την μνήμην ιεράν τηρών του Διδασκάλου,
εγείρεται, αναφωνών εκ βάθους της καρδίας,
το: Γαίαν έχοις ελαφράν• μετ’ άλγους δε μεγάλου
δύο πυρώδη δάκρυα αφίνει ορφανίας!...


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


1. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ο συντάκτης της θρησκευτικής εφημερίδος Σιών μητροπολίτης Διονύσιος (Λάτας) ως εκλαϊκευτής θεολόγος και κατηχητής», Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου «Άγιοι και εκκλησιαστικές προσωπικότητες στη Ζάκυνθο», τ. Α΄, Αθήναι 1999, σ. 281-296.
2. Ο Κυπριανός καταγόταν από το Λευκόνοικο, σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίδαξε στην Κύπρο ως διδάσκαλος στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας, την οποία και διοίκησε ως σχολάρχης, έως το 1868, που εκλέχθηκε μητροπολίτης Κιτίου. Διατέλεσε από το 1883 έως το 1886 βουλευτής Λάρνακος και Αμμοχώστου. Από τους πρώτους και δυναμικότερους εκφραστές των προσδοκιών του κυπριακού ελληνισμού, σύρθηκε από τους Άγγλους στα δικαστήρια για την όλη φιλοπάτριδα δράση του, αδιάλλακτη και θαρραλέα στο πολιτικό ζήτημα της Κύπρου, η οποία στράφηκε κατά των υπερβάσεων και των πολιτικών αυθαιρεσιών τους. Βλ. Αριστείδης Λ. Κουδουνάρης, Λεξικόν Κυπρίων 1800-1920, Λευκωσία 2001 (4η έκδοση), σ. 161-162, όπου και βιβλιογραφία.
3. Βλ., ενδεικτικά, Αλήθεια, φ. 203 (1067), 21-8-1901, «Σελίδες τινές από την επτανησιακήν ιστορίαν. Ο Γλάδστων εν Επτανήσω», σε συνέχειες. - Αλήθεια, φ. 1499 (635), 1-1-1910, σ. 1-2, «Επί τη εκατονταετηρίδι του Γλάδστωνος. Ο Γλάδστων στην Οξφόρδη». Επίσης, σε λογοτεχνικό επίπεδο, το ποίημα του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, «Τω Γλάδστωνι», στην Αλήθεια, φ. 103, 4/16-12-1882, σ. 3, και στη Σάλπιγγα, φ. 387, 1-8-1892, σ. 4, ποίημα του Μιλτιάδη Γ. Χριστοφορίδη για την εκλογή του Γλάδστωνα. Επίσης βλ. και Φωνή της Κύπρου, φ. 456 (775), 10/22-11-1895, σ. 1, «Μας ειρωνεύεται και ο Γλάδστων», Φωνή της Κύπρου, φ. 207, 15/27-3-1886, σ. 1. Από πλευράς σχετικών κειμένων βλ. Αλήθεια, φ. 1180 (316), 7-11-1903, σ. 1, «Ο Γλάδστων και η Επτανησιακή Βουλή. Ο υπέρ της Ενώσεως αγών. Η νίκη του λαϊκού κόμματος από το τρίτομο έργο του John Morley, αναδημοσίευση από το Νέον Άστυ των Αθηνών, Αλήθεια, φ. 1181 (317), 14-11-1903, σ. 1, «Επιστολαί του Γλάδστωνος». «Ο Πάλμερστον και η Κέρκυρα», Αλήθεια, φ. 1503 (639) 29-1-1910, σ. 1, «Η Κύπρος και ο Γλάδστων», Φωνή της Κύπρου, φ. 283 (512), 15/27-7-1892, σ. 1, «Νίκη Γλάδστωνος. Κύπριοι θαρρώμεν».
4. Αλήθεια, φ. 64 (929), 23-12-1898, σ. 1, Πατρίς, φ. 345, 12/25-6-1914, «Κυπριακός ριζοσπαστισμός», Αλήθεια, φ. 51 (916), 24-9-1898, σ. 2, Ω., «Ριζοσπαστισμός και ραγιαδωσύνη», Πατρίς, φ. 41, 17/20-8-1908, σ. 1, «Εθνικοί και Ριζοσπάστες».
5. Ένωσις, φ. 188, 7/19-9-1888, σ. 3-4, για τον θάνατο του Κωνστ. Λομβάρδου, Αλήθεια, φ. 635, 29/11-5-1893, σ. 2, στη στήλη «Διάφορα» αναγγελία του θανάτου του Κυθήριου εργάτη της Ενώσεως Γεωργίου Μορμόρη, στα Κύθηρα: «[...] Ήτο εις εκ των υπογραψάντων το περί Ενώσεως ψήφισμα των γενναίων ημών αδελφών Επτανησίων, σθεναρώς και τελεσφόρως αγωνισθείς εν τω ευγενεστάτω αγώνι της εθνικής της πατρίδος του απολυτρώσεως. [...]», Σάλπιγξ, φ. 425, 8-5-1893, σ. 2, επίσης για τον θάνατο (με στοιχεία από τη ζωή του) του Γ. Μορμόρη.
6. Φωνή της Κύπρου, φ. 310 (539), 20/2-2-1893, σ. 3, για τους σεισμούς στη Ζάκυνθο, Σάλπιγξ, φ. 417, 13-3-1893, σ. 2, «Η υπέρ των Ζακυνθίων εσπερίς»: «Τω παρελθόντι Σαββάτω εσπέρας εδόθη καθ’ α προηγγέλθη παράστασις υπέρ των αδελφών Ζακυνθίων υπό της νεολαίας μας. Το κοινόν παρέστη αθρόον, και το συναθροισθέν ποσόν ανέρχεται μέχρι των 15 λιρών. Το παρασταθέν δράμα ην ‘η Χαρτομάντις’ άπαντες δ’ οι νέοι υπεδύθησαν τα μέρη των λίαν επιτυχώς, μελετήσαντες και συγγυμνασθέντες πολλάς νύκτας, αψηφούντες λίαν αξιεπαίνως χάριν του καλού και ψύχρας και βροχάς. Καθήκον επίσης θεωρούμεν να απονείμωμεν τον έπαινον προς πάντας μεν τους συντελέσαντας εις τον σκοπόν, αλλ’ ιδία δε προς τας κ.κ. αδελφάς Λοϊζιάδας, διευθυντρίας του Παρθεναγωγείου και λοιπάς διδασκάλους, αίτινες μετά πολλής της προθυμίας ειργάσθησαν υπέρ αυτού». Στη σ. 3 δημοσιεύεται και ποίημα της Πολυξένης Λοϊζιάδος με τίτλο «Η Κύπρος τη αδελφή Ζακύνθω». Στο φ. 416, 6-3-1893, σ. 2, στα «Διάφορα», βλ. «Παράστασις υπέρ των Ζακυνθίων», όπου αναγγέλλεται η παράσταση. Βλ., επίσης, Φωνή της Κύπρου, φ. 322 (551), 14/26-4-1893, σ. 3, περί σεισμών στη Ζάκυνθο, Σάλπιγξ, φ. 422, 17-4-1893, σ. 3.
7. Η Αλήθεια χαρακτηρίζει τη Σιών ως «σπουδαιοτάτη θρησκευτική εφημερίδα».
8. Βλ. Αλήθεια, φ. 312, 24/5-2-1887, σ. 3-4.
9. Για παράδειγμα, οι δύο άνδρες δεν γνωρίζονταν προσωπικά: «Προσφιλέστατέ μοι συνάδελφε! Δεν ηυτύχησα να γνωρίσω υμάς προσωπικώς, αλλά γινώσκω υμάς εκ των έργων, και ουδέν κωλύει να διακοινώσω υμίν τας σκέψεις μου επί σπουδαιοτ.[άτου] ζητήματος. […]». Αλήθεια, φ. 312, ό.π.
10. «[…] φρονώ όμως, ότι θα αποβώσι [οι αγώνες του Λάτα υπέρ της Ορθοδόξου και εθνικής Πίστεως] μάλλον καρποφόροι, εάν εκ συνεννοήσεως μετ’ άλλων ειλικρινών χριστιανών, εκ τε του Κλήρου και των πολιτικών ανδρών, τεθή ως αφετηρία βάσις τις ή αρχή των αγώνων τούτων νέα, και αναγνωρισθή η ανάγκη της επιδιώξεως του θείου σκοπού διά νέων μέσων […]». Αλήθεια, φ. 312, ό.π.
11. «[…] αλλά με την πρόοδον του χρόνου οι εκ του λαού προέκοπτον εις παιδείαν, ο δε πολύς Κλήρος εστρατολογείτο εκ των αγραμμάτων, και ως εκ τούτου ήρξατο περιφρόνησις των γραμματισμένων μας προς τους αγραμμάτους λειτουργούς το κατ’ αρχάς• βραδύτερον δε η περιφρόνησις αύτη εξηπλώθη μέχρι του επαγγέλματος αυτών, και έτι βραδύτερον μέχρι του έργου αυτών, ήτοι των ιερών Ακολουθιών, ας ‘ανεγίνωσκον μη γινώσκοντες’ […]».. Αλήθεια, φ. 312, ό.π.
12. «[…] Οι εν ταις πόλεσιν άνθρωποι από δεκαετηρίδων έπαυσαν νηστεύοντες, […]• ήδη δε προέβησαν και εις περιφρονητικάς και σαρκαστικάς κρίσεις επί των νηστειών• ο απλούς δε λαός των χωρίων ακούων τους επισκεπτομένους τα χωρία πολίτας […] ους θεωρεί φωστήρας, μόνον διότι είναι πολίται, ή και μόνον διότι ενεδύθησαν ευρωπαϊστί, και βλέπων αυτούς κρεωφαγούντας κατά τας νηστησίμους ημέρας, απομιμείται αυτούς οσημέραι περισσότερον. […]». Αλήθεια, φ. 312, ό.π.
13. «[…] ο μέγας δε αριθμός των εορτών ανάγκη να ελαττωθή, διότι ο αποχειροβίωτος λαός μας ου μόνον αργεί πολλάς ημέρας του έτους, αλλά καταδαπανά και το προϊόν της εργασίας των εργασίμων ημερών. […]». Αλήθεια, φ. 312, ό.π.
14. Παρά την πάγκοινη αποδοχή του και τη λαϊκή λατρεία προς το πρόσωπό του, που αναδείχθηκαν μεγαλειωδώς, όταν με τον θάνατό του έγινε αμέσως αισθητό το μεγάλο κενό που άφησε πίσω του, είχαν διατυπωθεί έμμεσα, κυρίως μετά τον θάνατό του σχόλια κατά της πολυμέρειάς του (όχι για να πληγεί ο ίδιος, αλλά για να προβληθούν συγκεκριμένα πρόσωπα ως διάδοχοί του). Βλ. Αλήθεια, φ. 318, 7/19-3-1887, σ. 3, Χ., «Κοινοτικά και ιδίως θρονικά και περί του μέλλοντος Αρχιερέως των Κιτιέων», φύλλο από το οποίο καταχωρίζουμε πώς θέλει συντάκτης εφημερίδος της εποχής τον νέο μητροπολίτη: «[…] Πρώτον και κύριον δεν πρέπει να είναι πολιτικός, λέγει, μήτε διπλωμάτης, μήτε πολυπράγμων (ως ήτο δηλ. ο προκάτοχος), αλλά να ήναι ποιμήν, να ήναι περιωρισμένος (ο νους του δηλ.) εντός του κύκλου του […]». Οι αντιρρήσεις του Χ. στα ανωτέρω εκφράζονται ως εξής: «[…] δεν δυνάμεθα να συμφωνήσωμεν […] καθό απαιτούντες παρά του διαδόχου του Κυπριανού να έχη το ελάττωμα να είναι και πολιτικός. Δεν θέλομεν Αρχιερέα μόνον να μας ιερουργή• εν ταις υποδούλοις ελληνικαίς χώραις έχει πολλά άλλα και μεγάλα καθήκοντα ο Αρχιερεύς, άπερ δεν ηγνόει ο αοίδιμος Κυπριανός και διά τούτο ήτο πολυπράγμων και είχε τον νουν αυτού υπό μυρίων μεριμνών περισπώμενον. […]».
15. Ο εμφατικός τονισμός των λέξεων στα παραθέματα είναι της εφημερίδας.
16. Βλ. Αλήθεια, φ. 313, 31/12-2-1887, σ. 3: «[…] με ηυχαρίστησεν [εννοεί την επιστολή Κυπριανού], επειδή αναγινώσκων ενόμιζον, ότι ήτο γραφή μεν της χειρός της Υμετέρας Πανιερότητος, υπαγόρευσις δε πιστή των ιδεών, τας οποίας και εγώ προ πολλού τρέφω εν τη καρδία μου.[…]».
17. Βλ. Αλήθεια, φ. 313, ό.π.: «[…] είναι αδύνατον να ορθοποδήσωμεν, εάν δεν επιδιορθώσωμεν τα της Εκκλησίας• αφού μάλιστα δεν πρόκειται περί δογματικών αντικειμένων, ούτε περί ουσιωδών μεταβολών. […]».
18. Βλ. Αλήθεια, φ. 313, ό.π.
19. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 102, 27/9-12-1886, σ. 2-3.
20. Εκτός από την Αλήθεια χαρακτηριστική είναι και η περιγραφή της κηδείας στην εφημερίδα της Λεμεσού Σάλπιγξ, φ. 103, 4/16-12-1886. Σε συνέχεια του φ. 102, υπό τον τίτλο «Η κηδεία του Μητροπολίτου Κυπριανού», δημοσιεύονται αναλυτικά τα της κηδείας. Θα ξεχωρίσουμε το πάνδημο και πρωτοφανές του λαϊκού πένθους, αλλά και τη συμμετοχή των Άγγλων στην τελετή. Εξάρθηκε, μάλιστα, ιδιαιτέρως η στάση του Άγγλου συνταγματάρχη Χάκκετ, η φιλορθόδοξη πολιτεία του οποίου στο μέλλον δεν μπορεί να είναι άσχετη από την εντύπωση που θα του προκάλεσε και η κηδεία αυτή. Αυτή τη στάση αποτιμά και δικαιώνει στις μέρες μας –προτέρημα της διαχρονικής εμβέλειας της λογοτεχνίας-, ο ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης στο ποίημά του «Τω αοιδίμω Ιωάννη Χάκκετ», στη συλλογή Μεθιστορία (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000 (2η έκδοση), σ. 56).
21. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 102, ό.π., σ. 3. Για τον Σολωμό βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ο θάνατος του Διονυσίου Σολωμού. Επικήδεια και επιμνημόσυνα κείμενα», Περίπλους, τχ. 46-47 (1998-1999).
22. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 102, ό.π., σ. 3.
23. Στις Ίριδες, με λίγες διαφορές και άλλη στιχουργική διάταξη, έχουν καταχωριστεί το ένα στις σ. 20-21 και με τίτλο «Εις τον νεκρόν του Σεπτού ημών Ποιμενάρχου του ‘Κιτίου’ Κυπριανού (επί τον στέφανον της δάφνης)», και το άλλο στη σ. 41, με τίτλο «Εις τον πολύτιμον νεκρόν του Ποιμενάρχου ημών, του ‘Κιτίου’ Κυπριανού (επί τον στέφανον της ελαίας)». Στα ποιήματα που αναπαράγουμε εδώ, ακολουθήσαμε τη γραφή της εφημερίδας, επειδή η μεταγενέστερη και προφανώς προτιμώμενη από την ποιήτρια δημοσίευσή τους είναι γνωστή.
24. Βλ. Αντ. Ιντιάνος, «Στοιχεία για τη βιογράφηση και το έργο της Πολυξένης Λοϊζιάδος (1855- ), στη στήλη «Κυπριακά σημειώματα» του περιοδικού Κυπριακά Γράμματα, τχ. 63 (Σεπτέβρης 1940), σ. 250-254: 253. Στην κριτική επιτροπή ήταν «οι Χατζηδάκις, Λάμπρος, [Ν.] Πολίτης, Μηλιαράκης, Κουρτίδης».
25. Για το πολιτικό κλίμα και το ενωτικό ζήτημα στην Κύπρο επί Κυπριανού και μετέπειτα βλ., πρόχειρα, στον τόμο Ο ελληνισμός στον 19ο αιώνα. Ιδεολογικές και αισθητικές αναζητήσεις (επιμ. Παντελής Βουτουρής – Γιώργος Γεωργής, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σ. 331-337), Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Το πρώιμο ενωτικό κίνημα στην Κύπρο της αγγλοκρατίας: πλαίσιο, ύφος, στρατηγικές».
26. Τα ποιήματα, όπως αναφέρεται στη Σάλπιγγα, απαγγέλθηκαν «υπό Ελένης Ελισσαίου μαθητρίας της ανωτέρας τάξεως».
27. Βλ. φ. 307, 20/1-1-1887, σ. 3, «Το εν Λευκωσία μνημόσυνον».
28. Βλ. Αλήθεια, φ. 309, ό.π.: «[…] Ποία τάξις δεν απώλεσε, ποίος κλάδος δεν εστερήθη και τί τέλος δύναται να είπη ότι τηρεί το στήριγμά του και ότι δεν διεσαλεύθη μετά μίαν τοιαύτην εκρίζωσιν δένδρου κολοσσιαίου, καθόλας τας διευθύνσεις διαπεράσαντος το έδαφος διά των ριζών του, εφ’ εκάστης των οποίων τόσοι ανέθαλον θάλλοι τρεφόμενοι εκ του χυμού του; […]».
29. Βλ. Αλήθεια, φ. 309, ό.π.: «[…] Μόλις η βαρυπενθούσα εκκλησία ποιείται του θρήνου την αρχήν και ιδού η παιδεία συμπαθούσα συνθρηνωδεί και το εμπόριον και η γεωργία συμπάσχοντα ολοφύρονται […]».
30. Βλ. Αλήθεια, φ. 309, ό.π.: «[…] Η νομική μετά της πολιτικής, η γεωργία μετά της βοτανικής και η θεολογία ερίζουσι περί της επιστημονικότητός του, ήτις ήτο τω όντι πολυδαίδαλος και αληθώς αγνοούμεν υπό ποίαν ιδιότητα δεν τον θρηνούμεν. […]».
31. Βλ. Αλήθεια, φ. 309, ό.π.
32. Βλ. Αλήθεια, φ. 311, 17/29-1-1887, σ. 2-3.
33. Βλ. Αλήθεια, φ. 334, 27/9-7-1887, σ. 4.
34. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 103, ό.π.
35. Που το υπογράφει με τον συνήθη τρόπο της αναγραφής των αρχικών του ονόματός του Β.Μ. και την τοπική ένδειξη «Λεμησσώ».
36. Βλ. τώρα Βασίλη Μιχαηλίδη, Άπαντα. Εκδ. Χρ. Ανδρέου, Λευκωσία 2002, σ. 102. Η πρώτη δημοσίευση στη Σάλπιγγα παρουσιάζει κάποιες διαφορές από τη συλλογική έκδοση των Απάντων. Καταχωρίζουμε τους τύπους «ήμισυ» (α΄ στρ.), «έχ’» (β΄ στρ.) και κυρίως «αφήκες» (δ΄ στρ.) αντί των «ήμισυν», «έχει» και «αφήκε» της έκδοσης του 2002.
37. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 103, ό.π., σ. 3. Το ποίημα συνοδεύεται από τη χωροχρονική ένδειξη του ποιητή: «Έγραφον εν Λευκωσία την 26 9βρίου 1886 μετά βαρυαλγούσης ψυχής».
38. Βλ. Αλήθεια, φ. 768, 17/29-11-1895, σ. 2, όπου πληροφορούμαστε από σχετική αναγγελία ότι φύλλα της Σιών του Διονυσίου Λάτα πωλούνται στην Αλήθεια. Αναφορά του ονόματός του γίνεται από την ίδια εφημερίδα, και στο ρεπορτάζ της από τους σεισμούς στη Ζάκυνθο. Βλ. Αλήθεια, φ. 623, 4/16-2-1893, σ. 1-2, «Οι εν Ζακύνθω σεισμοί».
39. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 155, 19-12-1887, σ. 2, στη στήλη «Διάφορα».
40. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 178, 3-6-1888, σ. 3.
41. Βλ. Φωνή της Κύπρου, φ. 363 (592), 29/10-2-1894, σ. 3, «Η Ένωσις των Εκκλησιών και ο κος Λάτας».
42. Βλ. Σάλπιγξ, φ. 491, 27-8-1894, σ. 3.

Related Posts with Thumbnails