© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος, "Επιστροφή από τους Δελφούς" (Μια ποιητική μεταφυσική)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

Δίπλα μας πάνω στo άρμα του, ταξίδευε ο Ηνίοχος.
Ακολουθούσαν πίσω μας οι Φαιδριάδες.
Αντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μες στη νύχτα,
μια νύχτα που δεν έμοιαζε όπως τις άλλες νύχτες
του κόσμου τόσο που, μπρος της, παραμέρισαν
ακόμα κι οι βασιλικές νύχτες των παιδικών μου χρόνων.
Ήτανε τόσο διάφεγγα όλα και ξεχωρίζαν
τα βουνά τόσο φωτεινά, πού έμοιαζε σάμπως κάποιος
συμπαντικός λαμπαδηφόρος, του Πυθίου Απόλλωνος
Αποσταλμένος, τρέχοντας στα ύψη, να μας συνόδευε
φωτίζοντας μ’ έναν πυρσό πάνω μας τον ορίζοντα.

Πάνω απ’ τα ελάτια του βουνού, ολόχρυσο, παιχνιδίζοντας,
έτρεχε ανάλαφρο μαζί μας το δρεπάνι του φεγγαριού,
σαν αλαφάκι, ώσπου έδυσε τέλος κι ο κόσμος άλλαξε
σάμπως να γύρισε ο Θεός σελίδα. Σάμπως νάγινε
πάνω μας μια παράξενη άνοιξη, ο ουρανός
έμοιαζε με κλαδί ανθισμένο. Όρθιος ο Ηνίοχος
στο πλάι μας πάντα, λάσκαρε κάθε τόσο τα γκέμια,
κοίταζε πάνω του το σύμπαν και χαμογελούσε.

Βλέπαμε ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι.
Δεν ξέραμε αν ήτανε νύχτα στη γη ή μέρα,
κάπου, σε κάποιον κόσμον άλλο. Και δεν ξέραμε
τι είχε συμβεί πάνω στη γη. Νιώθαμε την ψυχή μας
θησαυρισμένη μουσική. Φεύγαμε κι οι καρδιές μας
χτυπούσαν όπως το πρωί οι καμπάνες. Θα τελειώσει;
Μέσα μας ζούσαμε έναν φόβο. Τούτο το ταξίδι
μπορεί σε λίγο να τελειώσει; Θεέ μου, θα τελειώσει;
Και τι θα γίνει αυτό το φως όλο που αναδιπλώνεται
και ξεχειλίζει και κυλάει παντού, σε μιαν αδιάκοπη
άμπωτη, σαν να μη χωράει; Τα πάντα έλαμπαν σάμπως
να βγήκανε όλες οι άνοιξες των αιώνων στο στερέωμα
και βάδιζαν σιγά -σιγά βαστάζοντας αστέρια
και λουλούδια στα χέρια τους.
(Και για πρώτη φορά
νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν
ώρες που είναι έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις
πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες;
Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή).
                                                     Ας μη τελειώσει!
Χωρίς κουβέντα, χωρίς ψίθυρο, σα ’νάχαν
οι λέξεις όλες ειπωθεί, σα να μην έκανε,
σα να μη ξέραμε καμιά γλώσσα, όπως τ’ αστέρια
και τα έλατα του Παρνασσού, σιωπούσαμε. Ένα δάκρυ
είναι μια γλώσσα που μιλεί μ’ αναρίθμητες λέξεις,
κάτω απ’ την αγιοσύνη του στερεώματος,
όταν γυρνάς απ’ τούς Δελφούς, με μόλις
συγκρατημένους τους λυγμούς. Νομίζαμε
πως κάτι ακούονταν απαλά, σάμπως πάνω απ’ τ’ αστέρι της
να ’παιζεν η Σαπφώ τη λύρα της ενώ όλα σιωπούσανε
κι εμείς, και τ’ άστρα, κι οι ποιητές των αιώνων, και τ’ αγέρι
το κοιμισμένο στις ελιές πάνω και δεν ακούγονταν
παρά μόνο οι αντίλαλοι των Φαιδριάδων,
που βούιζαν κι αντιβούιζαν μέσα σε όλη τη νύχτα,
τη νύχτα αυτή την πιο όμορφη της ζωής μας που ποτέ
δεν θα ξανάρθει, αντίλαλοι που έμοιαζαν σάμπως κάποιος
πρωτάγγελος μες στη σιωπή, όρθιος, να επαναλάβαινε:

«Ω, μα τον Δία! Τι χρειάζονται οι λέξεις στην αγάπη;»

Πέφτουν σαν κρίνα οι διάττοντες, οι αντίλαλοι σαλεύουν
τις γιασεμιές των ουρανών. Δεν είχε μείνει πόρτα
κλειστή. Λουλούδι ολάνθιστο. Άστρο σβηστό. Χαμήλωνε
ντυμένη όλες τις χάρες της ἡ παντοδυναμία!
Και καθώς ταξιδεύαμε, νιώθαμε ως να μην ήταν
δρόμος κάτω απ’ τα πόδια μας και γης. Σαν να μάς πήγαινε
λικνίζοντάς μας πάνω του ένα τρελλό ποτάμι!

Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, όπου θέλεις πήγαινέ μας!


Το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «Επιστροφή από τους Δελφούς», ανήκει στην συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι που περιλαμβάνει ποιήματα των ετών 1952-1956. Αυτό σημαίνει πως ο ποιητής έχει επισκεφθεί τους Δελφούς όταν είναι μεταξύ 40 με 44 ετών, άρα στην κορυφή της ακμής της νιότης του και mutatis mutandis, στη μέση της ζωής του – γεννήθηκε το 1912- άρα στην καλύτερη ώρα για το γνώθι σ’ αυτόν· στο μεσοστράτι της ζωής του, όπως ο Δάντης στο μεσοστράτι της δικής του ζωής, στα τριάντα πέντε του, πέρασε τις πύλες τις α-πέραντες. Όλο το πριν διάστημα ήταν ο χρόνος προετοιμασίας, νηστείας και προσευχής, όπως φαίνεται από πολλά ποιήματά του. … και «Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε,/ δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω».
Το ποίημα γεννά τέσσερα βασικά ερωτήματα:
  1. Γιατί ο ποιητής επέλεξε να πάει τους Δελφούς;
  2. Γιατί περιγράφει την επιστροφή και όχι την έλευση;
  3. Γιατί ταξιδεύει νύχτα και όχι μέρα;
  4. Γιατί δεν μας λέει ποιοι είναι μαζί του στο ταξίδι;
Ελπίζω ότι η μελέτη θα ρίξει φως.
Το ποίημα είναι ένα οδοιπορικό ψυχής και αιτία του οδοιπορικού δεν είναι η επίσκεψη ενός αρχαιολογικού χώρου. Το τοπίο –οι Δελφοί- με το μέγα μύθο του, μένει πίσω· Ηνίοχος, Πύθιος Απόλλων, Φαιδριάδες. Σημασία έχει το ταξίδι, που είναι ταξίδι στον ουρανό, χωρίς να παραμερίζουμε το από πού, βεβαίως, αλλά και το πώς, επιστρέφει. Το γιατί πήγε εκεί. Και αυτό το γιατί έχει βαθιά αιτία που είναι οντολογικής κατηγορίας. Αυτός που πήγε στους Δελφούς πήγε να μάθει· ο Οιδίπους ποιος είναι· κι ο Βρεττάκος, παρεμφερώς, για να μάθει, αν είναι αυτό που θέλει να είναι· Ποιητής.
Ο Ηνίοχος δεν είναι ένα άγαλμα,, αλλά είναι ο ίδιος ο άγγελος προστάτης και παραστάτης, η υλική έκφανση του θεού των Δελφών. Κι αν τα αγάλματα -οι αρχαίοι μας πρόγονοι- είναι αναγκαίοι για να μας «αρμηνέψουν», όπως λέει ο Σεφέρης, τόσο το καλύτερο. Ο Ηνίοχος αυτό το ρόλο παίζει. Του οδηγού. Και ο λαμπαδηφόρος το ίδιο. Η επιλογή του τόπου, επομένως, έχει γίνει με περίσκεψη. Ο θεράπων της ποίησης, που ακόμη δεν είναι σίγουρος αν είναι ποιητής, αλλά δεν ξέρει και «αν είναι τίποτα άλλο», πήγε εκεί για να αποτίσει φόρο τιμής στον μουσηγέτη θεό του φωτός και της Ποίησης, Απόλλωνα, και επιστρέφει, χτυπημένος από την αποκάλυψη· νικητής, όπως και ο Ηνίοχος· πανευδαίμων. Τούτο καταμαρτυρεί ο μεταμορφωμένος κόσμος που μόνο με την εικόνα ενός εκστασιασμένου ανθρώπου μπορεί να παραβληθεί, ενός ανθρώπου που είδε το θεό και μίλησε μαζί του. Ακόμα και η πιο μικρή λεπτομέρεια μέσα στο ποίημα μάς πείθει για το πρόσωπο με το οποίο είχε συνάντηση. Ο ποιητής πήγε στους Δελφούς, όπως πηγαίνει ο Χριστιανός στους Αγίους Τόπους.

Η νύχτα τού είναι απαραίτητη γι’ αυτό το ταξίδι. Είναι μια σκηνοθεσία στημένη έτσι όπως μια εκστασιασμένη ψυχή την αντιλαμβάνεται. Γιατί, τελικά, το τοπίο είναι τοπίο ψυχής, που χρειάστηκε την εξωτερική σύμβαση, το milieu, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να εκφραστεί γι αυτό και τη σκηνοθετεί. Το ποίημα είναι δημιούργημα εσωτερικής ανάγκης και όχι υπαγορευμένο- σπρωγμένο από κάποια εξωτερική συγκυρία, όπως τα άλλα του ποιήματα με τον κοινωνικό προσανατολισμό, αν και, στο τέλος, και οι Δελφοί εκεί, με τον τρόπο τους, οδηγούν. Είναι, δηλαδή, αυτό το ποίημα ον εκ του μη όντος. Και ο αληθινός ποιητής, λέει ο Ελύτης, είναι αυτός που μεταπλάθει το τίποτα σε κάτι. «Το εκ του μη όντος ον λογαριάζει» (1). Αυτό που δίνει παρουσία σε κάτι που πριν δεν είχε. Είναι ένα νυχτερινό ποίημα που αναζητεί την κατάλληλη συνείδηση, για να υπάρξει. Και τέτοια συνείδηση διαθέτει μόνο ο ποιητής. Μια ώρα θαυματουργίας, μια ώρα που έρχεται σε επικοινωνία με το θείο.
Ας δούμε τις λεπτομέρειες. Το ταξίδι έχει αρχίσει «μια νύχτα που δεν έμοιαζε όπως τις άλλες» και δεν ξέρουμε με ποιους συνταξιδεύει ο ποιητής ούτε θα μας το πει καθαρά ποτέ. Τον Ηνίοχο, όμως, τον ξέρουμε· είναι το άγαλμα εκείνου που κέρδισε την αρματοδρομία και το βλέμμα του τρέχει πέρα, κερδίζοντας τους αιώνες, κρατώντας και ελέγχοντας σωστά τα ηνία, εφαρμόζοντας σωστά το μέτρο. Είναι ο μεσάζων, ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς προγόνους, των οποίων το δίδαγμα και η συμβουλή μάς είναι πάντα απαραίτητη. Ο Ηνίοχος μπορεί να λειτουργεί όπως ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου, όπως λέει ο Ελύτης στο Άξιον Εστί (2). Επίσης, έχουμε έναν ουρανό με ένα «δρεπάνι φεγγάρι», «ώσπου έδυσε, τέλος, κι ο κόσμος άλλαξε/ σάμπως να γύρισε ο Θεός σελίδα./ Σάμπως νάγινε/ πάνω μας μια παράξενη άνοιξη, ο ουρανός/ έμοιαζε κλαδί ανθισμένο». Αυτό το «δρεπάνι φεγγάρι» που έτρεχε μαζί τους μας πάει στο «λιγνό δρεπάνι» (3) του Σεφέρη. Το δρεπάνι εύκολα μας πάει σε επιθετική ενέργεια. Όμως, το συγκεκριμένο «έτρεξε ανάλαφρο μαζί μας… σαν αλαφάκι», εικόνα οικεία στον Βρεττάκο («ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου (4)). Με τη δύση του φεγγαριού ο ουρανός αλλάζει και γεμίζει άστρα. Ο ποιητής έχει αποφασίσει να τα δείχνει όλα ο ουρανός του, αυτή την νύχτα τη μαγική.
Έχουμε, λοιπόν, στον ουρανό τον Μέγα Διάκοσμο. Την παντοδυναμία «ντυμένη όλες τις χάρες της». Το continuum του γνωσιολογικού αρχαιo-ελληνικού τετράπτυχου που είναι η αριθμητική, η γεωμετρία, η μουσική και η αστρονομία (5). «Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει /τίποτε: Ούτε ουρανός έναστρος/ ούτε ρόδο. Προπαντός ένα ποίημα» («Οι μουσικοί αριθμοί»), λέει ο ποιητής.

Αφήνοντας στην άκρη τις μαθηματικές κοσμοθεωρίες και εστιάζοντας μόνο στη δική μας ποιητική κοσμοθεωρία που δεν απέχει πολύ από την άλλη που αφήσαμε στην άκρη, ο «διάκοσμος» διαμορφώνεται από τη δημιουργία του Θεού ή της Φύσης σε μια σχέση που θέλει να περιγράψει το απεριόριστο ή το ακαθόριστο των ψυχικών διαδρομών. Όταν ο Βρεττάκος βλέπει στον ουρανό τα αστέρια, σαν «κλαδί ανθισμένο», δεν μιλάει σαν αστρονόμος ούτε περιγράφει σαν φυσιολάτρης· μιλάει σαν μύστης - ποιητής. Ο κόσμος- διάκοσμος- κόσμημα του ουρανού εκτείνεται πάνω από το κεφάλι του έτσι όπως έχει αναπτυχθεί μέσα του, είναι το ανάλογο της εκστασιασμένης ψυχής του και του ενθουσιασμένου πνεύματός του (6). Το φυσικό φαινόμενο έξω του, δηλαδή, έχει ήδη αναπτυχθεί μέσα του. Αυτό που έχει πάνω από το κεφάλι του μόνο με την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν μπορεί να παραβληθεί, που όταν πια δεν του έφταναν -του Μπετόβεν- οι ήχοι, χρειάστηκε και την ανθρώπινη φωνή και γι’ αυτό πρόσθεσε στο τέταρτο μέρος της συμφωνίας του την «Ωδή στη χαρά» του Φρήντριχ Σίλερ. Ο Βρεττάκος στη δική του θεϊκή ενάτη προσθέτει τη δική του φωνή. Αυτός ο ανθισμένος ουρανός, λοιπόν, θα μπορούσε με την Έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ να παραβληθεί και πριν ακόμα και από τους δύο, με τον την Καπέλα Σιξτίνα, του «οροφουργού» Μιχαήλ Αγγέλου. Οροφουργό αποκαλεί ο ποιητής Παναγιώτης Καποδίστριας τον μεγάλο ζωγράφο της Αναγέννησης.
Κι ενώ ο έναστρος ουρανός και το φεγγάρι μας ειδοποιούν ότι το ταξίδι γίνεται νύχτα, ο ποιητής λέει: «Δεν ξέραμε αν ήταν νύχτα στη γη ή μέρα». Και πόσο διήρκεσε; «Μήνες; Χρόνια ; Αιώνες;». Η διάρκεια του ιερού χρόνου δεν μετριέται με τα κοινά μέτρα και ο χρόνος, εδώ μιλάει ο Αϊνστάιν, κυλά ανεξάρτητα από τους ανθρώπους και αυτό δεν αποτελεί απλώς μια διαπίστωση μαθηματική αλλά έναν συμπαντικό νόμο. Ο χρόνος όμως του ποιήματος δεν ανταποκρίνεται στον συμβατικό χρόνο και συμπαντικό νόμο. Ο κοινός άνθρωπος δεν ζει «Αιώνες», ωστόσο, ο ποιητής, μπορεί να τους συμπυκνώσει και να τους ζήσει μέσα σε μια μαγική νύχτα. «Σ’ ενός περάσματος αέρα εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα» (7) λέει ο Ελύτης, πράγμα που συνιστά αντινομία και η αντινομία αφορά τη συνύπαρξη του λίγου με το πολύ. Στο ασαφές, ωστόσο, «σ’ ενός περάσματος αέρα», που ισοδυναμεί σ’ ένα φύσημα, η ποιητική ιδέα πρόλαβε και γονιμοποιήθηκε: «εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα». Ο ποιητής ανάμεσα σε δυο συμβατικές στιγμές, ζει την ουσία- «την αληθινή του μέρα», τη μέρα που «παράπεσε» ανάμεσα Τρίτη με Τετάρτη και γλίστρησε έξω από τον καιρό, όπως μας λέει ο Ελύτης στη Μαρία Νεφέλη. Και τότε «για πρώτη φορά/ … νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν/ ώρες που είναι έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις/ πόσο διαρκούνε. …/Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή», λέει ο Βρεττάκος.

Στα τρία έργα, που αναφέραμε πιο πάνω, την 9η του Μπετόβεν, την Έναστρη νύχτα, την Καπέλα Σιξτίνα, υπάρχει η αναλογία, η γεωμετρία του κόσμου, η αρμονία του σύμπαντος. Κι έτσι αισθάνεται την Ποίηση ο Βρεττάκος. Είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ο αφανής μέσα στη μεγάλη δημιουργία, ο κόσμος ο μικρός μέσα στον κόσμο τον μέγα. Ο διάκοσμος, επομένως μπορεί να είναι μια λέξη που προσδιορίζει το στολισμό στην καθημερινή μας ζωή, είναι όμως μια λέξη που έχει την πηγή της στην απόλυτη δημιουργία και εξηγεί το σύμπαν. Αυτό κάνει ο Βρεττάκος, διακοσμώντας τον ουρανό του, και μας υποχρεώνει να υψώσουμε το βλέμμα, το βλέμμα της ψυχής, προς τα πάνω, προς τις Μεγάλες Ουσίες της ζωής, εκείνο το «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα … να ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν» που έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης. Τις αμυγδαλιές ο Σεφέρης, τα κρίνα και τις γιασεμιές ο Βρεττάκος, και τα αρώματα από τις πορτοκαλιές της Σπάρτης, για να συνδέσω τον ποιητή με τον γενέθλιο τόπο του. Στη Σπάρτη που γεννήθηκε ο άνθρωπος και στους Δελφούς που χρίστηκε ο ποιητής.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, σ’ ένα μικρό ποίημα -διαμαντάκι, κοιτάζοντας κάθε βράδυ τον έναστρο ουρανό και μελετώντας τις κινήσεις των άστρων, έπιασε κουβέντα με την Κυρά-Πούλια. Στον σύντομο, λιτό, φαινομενικά αφελή, πολύ σημαντικό διάλογο, όμως, που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους, η Κυρά τον «μέτρησε» κι αφού τον βρήκε άρτιο τότε του κάρφωσε στα μαλλιά «τη Μάγια την αστραφτερή». Και τότε ήταν που έλαμψαν γύρω τα βουνά και τα χέρια του πήραν φωτιά. Η σκηνή, η εικόνα και η αίσθηση αναλογούν στο ποίημα του Βρεττάκου: «Τα πάντα έλαμπαν σάμπως/να βγήκανε όλες οι άνοιξες των αιώνων στο στερέωμα/και βάδιζαν σιγά -σιγά βαστάζοντας αστέρια/και λουλούδια στα χέρια τους». Όμως η «επιστροφή από τους Δελφούς» δεν γίνεται στη γη· στον ουρανό γίνεται. Ο ποιητής δεν πατάει. Πετάει. Το ότι δεν πατάει στη γη εκφράζει την κοινή αίσθηση των συνταξιδιωτών: «βλέπαμε ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι». Επομένως ο ποιητής και η συντροφιά του δεν βρίσκονται σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι του κόσμου τούτου. Έρχονται ιπτάμενοι από ψηλά. Τα πράγματα, όπως τα περιγράφει, δείχνουν ότι οι λέξεις δεν του φτάνουν για να δώσει ό,τι θέλει. Γι αυτό μας δίνει την αίσθηση ότι προσπαθεί να κάνει αυτό που πέτυχε ο γιος του. Κινηματογράφο (9). Στο έτοιμο σκηνικό, ο ουρανός έχει απλωθεί σε όλη την παντοδυναμία του, τα πρόσωπα έχουν πάρει τη θέση τους, το τοπίο όλο βρίσκεται σε διέγερση. Ο ποιητής και η συντροφιά του φεύγει, ενώ «οι αντίλαλοι των Φαιδριάδων» «βούιζαν και αντιβούιζαν», σαν να λέμε, οι πυθικοί χρησμοί, δηλαδή η Ποίηση. Και οι ανάκουστοι ήχοι έχουν κι αυτοί ακουστεί: «Αντίλαλοι παράξενοι», «γύριζαν μες στη νύχτα», «οι καρδιές μας χτυπούσαν όπως το πρωί οι καμπάνες», «Νομίζαμε πως κάτι ακούονταν απαλά, σάμπως πάνω απ’ τ’ αστέρι της/ νάπαιζεν η Σαπφώ τη λύρα της», δηλαδή η ποιητική παράδοση. Μέσα σ’ αυτό το ηχητικό φόντο, που μόνο ο ποιητής αντιλαμβάνεται, μέσα σ’ αυτόν τον ηχητικό παράδεισο, έρχονται συμπληρωματικά να ανταποκριθούν το άρωμα των λουλουδιών, των κρίνων των γιασεμιών και τα δάκρυα των συγκρατημένων λυγμών. Η λατινική ρήση varietas delectat («η ποικιλία τέρπει») βρίσκει εδώ την εφαρμογή της. Και τότε ακούγεται ο στίχος, που ο ποιητής απομονώνει από το σύνολο του ποιήματος και μας τον δίνει με πλάγια γραμματοσειρά και μέσα σε εισαγωγικά:

«Ω, μα τον Δία! Τι χρειάζονται οι λέξεις στην αγάπη».

Και αυτή ήταν η λέξη η μαγική, αυτή που έχει μεταμορφώσει τα πάντα. Η «αγάπη». Και γιατί «Δίας» και όχι Θεός; Όχι για λόγους θρησκευτικούς, βέβαια, αλλά για λόγους Ελληνικούς. Για να είναι παρόντες όλοι οι αιώνες και οι πριν από τον Χριστό, όπως δηλώνει, άλλωστε, κι εκείνη η αρχική επιφωνηματική φράση «Ω, μα το Δία».
Όταν, λοιπόν, ρωτάει, για αυτόν τον ιερό χρόνο, χωρίς κανείς να απαντάει: Θα τελειώσει;/Μέσα μας ζούσαμε έναν φόβο. Τούτο το ταξίδι/μπορεί σε λίγο να τελειώσει; Θεέ μου, θα τελειώσει;/Και τι θα γίνει αυτό το φως όλο που αναδιπλώνεται/ και ξεχειλίζει και κυλάει παντού, σε μιαν αδιάκοπη/ άμπωτη, σαν να μη χωράει;», μιλάει για τον χρόνο του θαύματος, του έρωτα, της έμπνευσης, της ποίησης. Και τον ποιητή, που ζει μέσα σ’ αυτό το θαύμα, δεν τον έχει αγγίξει απλώς το δάχτυλο του Θεού αλλά τον έχει συναρπάσει τελείως τον έκανε αυτό που ήθελε να γίνει: έμπνους, αξιολογητής, αισθητής του μεγαλοπρεπούς θεϊκού σύμπαντος, που κλείνει όλον τον κόσμο της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της Τέχνης, για να παραστήσει τον Μέγα Διάκοσμο με λέξεις. Να γίνει Ποιητής.

Καταληκτήριος στίχος: «Ξέχειλη θάλασσα καρδιά, όπου θέλεις πήγαινέ μας!»

Τώρα πια είναι ελεύθερος στον κόσμο των ιδεών και της ομορφιάς που ξεχειλίζει μέσα του σα θάλασσα, μέσα στην οποία εκείνος είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Το ερώτημα είναι: ένας κοινός θνητός, θα μπορούσε να ζήσει μια ανάλογη εμπειρία; Αν ο κόσμος είναι έτσι, όπως τον περιγράφει ο ποιητής, τότε γιατί οι ταξιδιώτες της νύχτας κοιμούνται στο λεωφορείο, στο τρένο, στο αεροπλάνο; Μήπως η νύχτα αυτή ανήκει το όνειρο και ο ποιητής και δεν επιστρέφει, απλώς, από τους Δελφούς αλλά επιστρέφει από το όνειρο; Από το τοπίο της ουτοπίας;

Το ποίημα θα το χαρακτηρίζαμε Νυχτερινό, με την έννοια που ο όρος Νυχτερινό- Νοτούρνο- προσδιορίζει μια μουσική σύνθεση (τα Νυχτερινά του Σοπέν π.χ.) ή μια νουβέλα (τα Νυχτερινά του ΕΤΑ Χόφμαν π.χ.), χωρίς όμως τη γοτθική ατμόσφαιρα, χωρίς το δαιμονικό που κυριαρχεί στη βασιλεία της νύχτας, χωρίς μελαγχολία και θλίψη. Από τα χαρακτηριστικά των Νοτούρνο, Νυχτερινών, ο Βρεττάκος επιλέγει μόνο τη νύχτα, φεγγάρι και αστροφεγγιά, διαδοχικά. Το δικό του νοτούρνο δεν είναι καθόλου σκοτεινό και καθόλου μελαγχολικό. Το αντίθετο, μάλιστα, είναι φωτεινό, ενθουσιαστικό, μαγικό, ανάλογο με το μέγα γεγονός.

Ο Βρεττάκος, λοιπόν, πήγε στους Δελφούς για να κάνει προσκύνημα στον θεό της Ποίησης και του Φωτός. Πήγε στους Δελφούς για να καταθέσει την ταπεινότητά του στον θεό της Ποίησης, να του φιλήσει το χέρι κι εκείνος να τον χρίσει Ποιητή. Η «Επιστροφή από τους Δελφούς» είναι επιστροφή από τον ουρανό, από τον θεό, από τον κόσμο του θαύματος. Η Επιστροφή από τους Δελφούς μόνο με την επιστροφή του Μωϋσή από τον όρος Σινά μπορεί να παραβληθεί ή με την «Ιερά Οδό» του Σικελιανού. Μόνο που ο Σικελιανός πάει στην Ελευσίνα για να μυηθεί, ενώ ο Βρεττάκος έρχεται μυημένος. Γι’ αυτό και ο κόσμος είναι μεταμορφωμένος μέσα του.

Από τους Δελφούς επιστρέφει και ο Σικελιανός, αφού οργάνωσε μαζί με την Εύα Πάλμερ θεατρικούς και αθλητικούς αγώνες το 1927 και 1930. Και ο Καρυωτάκης, που τους παρακολούθησε εκστασιασμένος, ένιωσε, όπως γράφει «απόλυτον έκστασι, κάτι σαν πνοή αθανασίας» και «θείο ρίγος» (10). Ο Σικελιανός πήγε στα 1927-1930, για να μυήσει το παγκόσμιο κοινό, ο Βρεττάκος σχεδόν είκοσι χρόνια μετά έρχεται μυημένος. Ο καθηγητής Γιώργος Ανδρειωμένος αποφαίνεται ότι: «Καθίσταται σαφές πως ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν γεννημένος ποιητής, πως διέθετε ένα έμφυτο χάρισμα και μια σπάνια ευαισθησία» (11).
Μερικά διαθεματικά θα φωτίσουν κάτι που παραμένει σκοτεινό. Με ποιους συνταξίδευε: Το φεγγάρι είναι «ολόχρυσο» δρεπάνι και όχι αργυρό, ως είθισται. Το πολύτιμο μέταλλό του μας παραπέμπει στου «Απόλλωνος τα χρυσά δώρα», κατά τον Ανδρέα Κάλβο.
Στον στίχο του Βρεττάκου «Φωτίζοντας μ’ ένα πυρσό» παραθέτω τον στίχο του Ελύτη «Ψηλά μ' έναν πυρσό». Στο νυχτερινό τοπίο του Βρεττάκου παραβάλλω το νυχτερινό τοπίο με την «ασπροντυμένη κορασιά» του Σολωμού ή την «Φεγγαροντυμένη». Στου Σολωμού την «Φεγγαροντυμένη» του Κάλβου την «Οικουμένη», με τα σκοτεινά, ήσυχα, παγωμένα, «μεγάλα πτερά / της βαθείας νύκτας». Το 7ο νυχτερινό επτάστιχο του Οδυσσέα Ελύτη, «Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας» συμπληρώνει την σύνθεση, καθώς και του Σεφέρη ο «Ερωτικός Λόγος» που κατεβάζει τον ουρανό μέσα του: «Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα /ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια /με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα /ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια». Κάτι σαν ηλεκτρική εκκένωση, δηλαδή.
Όμως ακόμα δεν είπαμε με ποιους συνταξίδευε. Και αυτό που δεν μας ε’ίπε από τη βασιλική οδό θα μας το πει από την παρακαμπτήριο οδό της Ποίησης. Διαβάζω μερικούς στίχους από το ποίημα «Ο αγρός των λέξεων»:
«Ευχαριστώ τις μακριές σειρές/των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,/ την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν/νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως/ το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ’ έγινε/Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια/κι άλλα κοσμήματα».
Δανείζομαι και πάλι μια φράση του Ελύτη: «Ο ποιητής δεν επιβάλλει τη δική του φωνή αλλά διαβιβάζει τη φωνή που υπάρχει πάντοτε και αντηχεί για όλους» (12).
Με τους ποιητές των αιώνων, λοιπόν, ταξίδευε και γι’ αυτό ταξίδευε νύχτα γιατί «Τις νύχτες έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις» (13) και οι πεθαμένοι την έγερση.
Αυτοί ήταν οι συνταξιδιώτες- κοσμήματα που συνταξίδευε στον Μέγα Διάκοσμο ο Βρεττάκος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του Πλησίον, σελ. 34.

2. Βλέπε και Οδυσσέας Ελύτης, Τα Ετεροθαλή, «Ο Φυλλομάντης», « Όπως τότε νέος που προχωρούσα / Με τη θέση κενή στα δεξιά μου/ Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας / Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος». Ο Βρεττάκος συμπλέει με τον Ελύτη σε ό,τι αφορά τον υπερρεαλισμό και την προσπάθεια τους να αναδείξουν «την κληρονομιά των ελληνικών αξιών» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα Κείμενα», σελ. 381).

3. Θερινό Ηλιοστάσι Ι: «Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν / στο γλυκοχάραμα της μέρας / είσαι τα χείλια που άνοιγαν/ φύλλο το φύλλο. / Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό. / Φοβήθηκα μην τα θερίσει».

4. Βλέπε «Μεγαλυνάρι».

5. Βλέπε, « Οι μουσικοί αριθμοί» « Χωρίς τη μαθηματική τάξη, δεν στέκει / τίποτε: Ούτε ουρανός έναστρος, / ούτε ρόδο. Προπαντός ένα ποίημα. / Κι ευτυχώς ότι μ' έκανε η μοίρα μου / γνώστη των μουσικών αριθμών, / ότι κρέμασε μιαν αχτίνα επί πλέον / το άστρο της ημέρας στην όρασή μου / και κάνοντας τα γόνατά μου τραπέζι / εργάζομαι, ως να 'ταν να φτιάξω / έναν έναστρο ουρανό, ή ένα ρόδο».

6. Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 132: «Ο ιδανικός ποιητής ξεκινά από την πεποίθηση ότι μπορεί και πρέπει να προξενεί μέσα στο πνεύμα φυσικά φαινόμενα».

7. Φωτόδεντρο, «Τρεις φορές η αλήθεια» ΙΙΙ.

8. Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 126: «Ο ποιητής, χτυπημένος από μια φευγαλέα αποκάλυψη Το τέλειο που δεν αξιωνόμαστε παρεχτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που του χρειάζεται για ν’ ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα».

9. Βλέπε, Θανάσης Αγάθος, Ο Καζαντζάκης και ο κινηματογράφος, εκδ. Gutenberg, 2017, σελ. 26: Ο Καζαντζάκης εξομολογείται στον Πρεβελάκη ότι όταν επεξεργάζεται σενάρια το μυαλό του «πηδάει», με τη μια φτερούγα του όμως, γιατί του λείπει «η άλλη η technique». Η επιθυμία του είναι να μετατρέπει «σε εικόνα απλή, καθαρή την αφηρημένη έννοια». Ο PBien λέει ότι «ο Καζαντζάκης είχε την πεποίθηση ότι το σινεμά είναι το τέλειο όργανο οποιασδήποτε τέχνης».

10. Ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Δελφικής Εορτή» φαίνεται ότι ξεστήνει όλη τη μεγαλοπρέπεια που επιδίωξαν να δώσουν ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ. Όμως στο πεζό κείμενό του «Η Δελφικές Εορτές» επαινεί την προσπάθεια σε όλες τις λεπτομέρειές της και τη χαρακτηρίζει «μέγα καλλιτεχνικό γεγονός». Τελειώνει μάλιστα το κείμενό του με το εξής σημαντικό: «Σε δύο τρία σημεία ησθάνετο κανείς μίαν απόλυτον έκστασι, κάτι σαν πνοή αθανασίας, το θείο εκείνο ρίγος που εξιλεώνει την καθημερινή ασχημία και δικαιολογεί την ύπαρξη». Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις στην Αλεξανδρινή Τέχνη, στις 9-Αυγούστου του 1927. (Βλέπε, Κ. Γ. Καρυωτάκη, Ποιήματα και Πεζά, εκδ. Gutenberg, επιμέλεια του Δ. Δημηρούλη). Στο ερώτημα πώς ερμηνεύεται αυτή η αντίφαση ανάμεσα στο ποίημα και στο πεζό, η απάντηση αφορά «τα απίθανα πλήθη» που συνέρευσαν, σαν τουρίστες (η λέξη με την απαξιωτική σημασία που της δίνει ο Σεφέρης), για το θεαθήναι, ενώ το επιδιωκόμενο από τον Σικελιανό, ο ποιητής Καρυωτάκης το εισπράττει ως «έκστασι και πνοή αθανασίας». 

11. Γιώργος Ανδρειωμένος, Ανιχνεύοντας τον πρώιμο Βρεττάκο (Με αφορμή ένα μαθητικό τετράδιο), εκδ.Ποταμός, 2015, σελ. 53.
12. Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 105.
13. Οδυσσέας Ελύτης, Τα ελεγεία της Οξώπετρας, «Παρασκευή που πάντα βρέχει».

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΟ ΤΖΑΚΙ ΠΟΥ ΔΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΣ ΠΟΤΕ

Κάθε χρόνο αὐτὴ τὴ μέρα, τὴν ἡμέρα τῆς Γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ξανασκέφτομαι τὴν παλιά μας τὴν παραστιὰ, ποὺ σήμερα δὲν ὑπάρχει, ὡστόσο διατηρεῖται στὴν ψυχὴ ἀκέραια, φωτισμένη, νοικοκυρεμένη, μὲ τὰ σιωπηλὰ πρόσωπα γύρω της νὰ τὴ συντροφεύουν. Ὅμως, γιατὶ εἰδικὰ ἀπόψε, αὐτὴ τὴ σημαδιακὴ τὴ μέρα, ξαναγυρίζει ὁ νοῦς σὲ κεῖνο τὸ τζάκι; Ποιός ὁ λόγος ἄραγε ποὺ κλωθογυρίζει ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, τὸ εἶναι ὁλάκερο σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σπίτι, ποὺ σήμερα δὲν ὑπάρχει πιά;
Εἶναι ἀλήθεια, πὼς ὅλοι μας κρατᾶμε μέσα μας ζωντανὲς κάποιες στιγμὲς ποὺ ζήσαμε καὶ τὶς χαρήκαμε πραγματικά. Στιγμὲς δεμένες ἄρρηκτα μὲ τῆς «οἰκίας [τὸ] περιβάλλον» κατά τὸν ποιητή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸ κατοικοῦσαν καὶ τὸ συντρόφευαν.
Ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρὲς στιγμές, λοιπόν, ποὺ ζήσαμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς τὴν παλιὰ τὴν παραστιά ἦταν κ' ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Τότε δηλαδή, ποὺ γιόρταζαν ὁ παπποῦς κι ὁ πατέρας. Μεγάλη, ὄντως, ἡ εὐφροσύνη ποὺ ζούσαμε ὅλοι μας, καθὼς μὲ τ᾿ ἀπόβραδο ποὺ σίμωνε ἄρχιζαν οἱ λιγοστὲς οἱ ἐπισκέψεις τῶν συγγενῶν καὶ τῶν γνωστῶν, γιὰ νὰ ποῦν τὰ χρόνια πολλά, γιὰ νὰ εὐχηθοῦν «καλὲς εἰδήσεις» - ὁ πατέρας ἔλειπε τότε στὴν Ἀμερική, νὰ φᾶνε τὸ εὐωδιαστὸ τὸ ἀμυγδαλωτό, νὰ πιοῦν τὸ ρακί, νὰ ξαναευχηθοῦν «τοῦ Χριστοῦ μὲ ὑγεία» κι ὕστερα νὰ κινήσουν, βαδίζοντας ἀργὰ στὸ νυχτωμένο τὸ καλτερίμι, γιὰ τὸ σπίτι τους.
Ξεχωριστὴ ἀπόμεινε ὅμως ἡ εἰκόνα μέσα μου, καθὼς ἀναλογίζομαι τὰ πρόσωπα καθισμένα ἀπέναντι στὴ ζωηρὰ ἀναμμένη παραστιά, ποὺ ἄφηνε ἕνα χρυσαφὶ φῶς νὰ λούζει τὰ πρόσωπα ὅλων μας. Νὰ τὰ μεταμορφώνει, νὰ τοὺς χαρίζει μιὰ περισσή, ὑπέροχη ὀμορφιά. Σὰ νὰ τὰ βάφτιζε μέσα σὲ κόσμο ἁγιοσύνης καὶ καλωσύνης. Γιατὶ ἐκείνη ἡ ἡρεμία, μὲ τὰ λιτὰ τὰ λόγια-εὐχὲς τῶν ἁπλοϊκῶν χωρικῶν, ἡ ζεστὴ συντροφιά, ἡ ἀφτιασίδωτη γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὅλ᾿ αὐτά, λοιπόν, ποὺ σήμερα δὲν θὰ ἐπαναληφτοῦν, γέμιζαν τὴν ψυχή. Καὶ τώρα ξαναπροβάλλονται, γιὰ νὰ θυμίσουν πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο: Αὐτὸ ποὺ στερούμαστε σήμερα, ἀφοῦ ἡ ἁπλότητα κι ἡ εἰλικρίνεια μεταποιήθηκαν σὲ ἐπιδειξιομανία καὶ ψεύτικες διαπροσωπικὲς σχέσεις.
Στὸν κόσμο, λοιπόν, αὐτὸ τῆς εἰκονικῆς καὶ κίβδηλης πραγματικότητας ποὺ σεργιανοῦμε σήμερα, ἔρχεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα, μέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἐκείνη ἡ ἀναμμένη παραστιὰ νὰ φωτίσει πολλά... Ἀλλὰ καὶ νὰ ζεστάνει τὴν καρδιά μας στοὺς ψυχροὺς αὐτοὺς καιροὺς-ἀπὸ κάθε ἄποψη-ποὺ ζοῦμε.
π. κ. ν. κ. 6-12-2017  

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΕΥΩΔΙΑΣΤΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΖΟΥΠΕΣ

Αὐτὴν τὴν ἐποχή, ἐποχὴ συγκομιδῆς τοῦ ἐλαιόκαρπου καὶ τῆς παραγωγῆς τοῦ λαδιοῦ, νοσταλγικὰ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι ὁλάκερο ἐπιστρέφει σὲ χρόνια παλιά, ξεχασμένα σήμερα, ὅπου οἱ μικρὲς χαρὲς ποὺ ζούσαμε, ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ θεωροῦνται πολὺ πιὸ σημαντικές ἀπὸ πολλὰ ποὺ ζοῦμε σήμερα καὶ τὰ χαρακτηρίζει μιὰ ἀνούσια ρηχότητα.
Ἐπιστρέφει, λοιπόν, κι ὀσμίζεται καμμένη πυρήνα ἐλαιοκάρπου καὶ ἄρωμα τρυφερὸ φρεσκοβγαλμέnου λαδιοῦ, ποὺ ἀχνίζει πάνω στὸ χωριὸ σὰν καπνὸ ἰδιότυπου θυμίαματος - καρπὸ προσευχῆς. Καὶ μήπως δὲν ἦταν ὅλες αὐτὲς οἱ λαδιὲς καρπὸς προσευχῆς τῶν παιδεμένων ἐκείνων χωρικῶν; Οἱ ὁποῖοι ξέρανε πὼς μονάχα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ξεπερνοῦσαν τὰ ὅποια ἐμπόδια (καιρικὲς συνθῆκες, κόπο, ἀκόμα καὶ κρυολογήματα, ποὺ δὲν ἦταν ἀσυνήθιστα τότε..).
Μὲ περισσή, λοιπόν, νοσταλγία ἐπιστρέφει ἡ ψυχὴ τοῦτες τὶς μέρες τὶς σταχτιὲς τοῦ φθινοπώρου καὶ ξαναζεῖ σὲ μιὰ παλιὰ καλιάγρια ποὺ χάνεται στὸ μισοσκόταδο ἀπὸ τὸ γκρίζο τῆς μέρας καὶ τοῦ καπνοῦ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ μεγαλη τὴν παραστιὰ ποὺ καίει ἀκατάπαυστα ξύλα καὶ πυρήνα, γιὰ νἄχει μπόλικο ζεστὸ νερὸ τὸ καζανι ποὺ εἶναι πάνω της, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὸ κάθε στάμα ποὺ μπεῖ στὴ μηχανὴ νὰ στιφτεῖ.
Ὅμως αὐτὴ ἡ πανάρχαιη παραστιά, αὐτὸ τὸ τζάκι ἦταν ἐκεῖ καὶ γι᾿ ἄλλο σκοπό, ποὺ χάριζε στοὺς Κληματιανοὺς χαρὰ καὶ γεύσεις ἀτίμητες.
Ἐκεῖ, λοιπόν, σ᾿ αὐτὴν τὴν παραστιὰ καψαλίζονταν ἀμέτρητες «κομμάτες» ψωμί. Ψωμὶ Κληματιανό, καλοζυμωμένο, καλοψημένο στὰ ξύλα, μὲ κείνη τὴν παχιὰ καὶ εὐωδιαστὴ «κόρα»... Καψαλίζονταν μὲ προσοχὴ κι ὕστερα βουτοῦσαν αὐτὴ τὴν «κομμάτα» μέσα στὸ φρέσκο λάδι καὶ τὸ γεύονταν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση. Αὐτὴ ἦταν ἡ περίφημη ζοῦπα, ποὺ ἐδῶ καὶ πενήτα τόσα χρόνια ἡ εὐωδιὰ της ἀπομένει στὴν ψυχὴ ζωντανή, ἀξεπέραστη κι ἀλησμόνητη. Μάλιστα οἱ μεγαλύτεροι τὸ συνόδευαν καὶ μὲ ρακί ἤ κρασί, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τὸ τρώγαμε σκέτο, κλείνοντας πάντα τὸ μικρὸ αὐτὸ πρόγευμα μὲ ἕνα ἤ δύο πορτοκάλια, τὰ ὁποῖα ἦταν ἄφθονα στὴ γύρω περιοχή.
Μπορεῖ στὶς μέρες μας νὰ κάνουν κάποιοι προσπάθειες νὰ ἀντιγράψουν τὴν παλιὰ τὴ ζοῦπα, ὅμως ποτὲ δὲ θὰ καταφέρουν νὰ προσεγγίσουν ἐκεῖνες τὶς γευστικότατες, θρεπτικὲς καὶ μοναδικὲς παλιὲς ζοῦπες, ποὺ γίνονταν μὲ τόση ἁπλότητα, καλωσύνη καὶ ἀγαθὴ προαίρεση, προσφορᾶς πάντα...
Μὲ θαμπωμένα τὰ μάτια σκύβω κι εὐγνωμονῶ τὸ λαδωμένο ἐργάτη, ποὺ, γονατιστὸς στὴν παραστιὰ καψάλιζε τὸ ψωμί, τὸ βουτοῦσε ὕστερα στὸ φρέσκο λάδι καὶ μοῦ τὸ πρόσφερε. Δῶρο ἀνεκτίμητο, ποὺ εἶχε μέσα τοῦ πλοῦτο καλωσύνης κι ἀνθρωπιᾶς! Ἀλήθεια, τέτοια δῶρα λησμονοῦνται ποτέ;
π. κ. ν. κ.   

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Γιώργου Λέκκα: ΟΥΡΑΝΟΣ (νέο ποίημα)


Τόσο πολύ τη λάτρεψα την ομορφιά που ασχήμυνα.
Κι όμως ενώ εκτίω την ποινή μου διαρκώς
στη φυλακή των θελημάτων μου
-ο διχασμός ν’ αντιπαλεύω συνεχώς
την αγάπη που χρειάζομαι για να μένω ζωντανός-
κάθε στιγμή μ’ αναλογεί κι ένα κομμάτι ουρανός
ο φωτεινός και μακρινός.
Προχωρημένο το φθινόπωρο
κι όμως γιορτάζουνε της αναλήψεως τα δέντρα
που τώρα γίνηκαν ουρανοπαγίδες τα γυμνά κλαδιά τους.
Κοίτα. Κάθε στιγμή σ’ αναλογεί κι ένα κομμάτι ουρανός
ο μακρινός ή κοντινός.

14.11.2017

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας ζει, εργάζεται και διακονεί στις Βρυξέλλες]

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΤΑΝ ΔΑΨΙΛΩΣ ΕΣΚΕΠΕ Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ἤ, Ἀλησμόνητες εἰκόνες τοῦ χθές

«....οἱ ἄνθρωποι ὅλοι κατεκοιμήθησαν καὶ ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν μελαγχολικῶν Ἁγίων, ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας» (Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
Εἶναι ἀλήθεια πιά, πὼς στὶς μέρες μας, νυχτερινὲς σκηνὲς σὰν ατὲς ποὺ μᾶς διασώζει ἡ ἄχραντη γραφίδα τοῦ γείτονα λογοτέχνη, μοιάζουν σὰν ψεύτικες ἤ ἔστω τοῦ παραμυθιοῦ κάποιο κομματι. Κι ὅμως, ὅσοι τὶς ζήσαμε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, δοξάζουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεὰ αὐτή. Ἄλλωστε, πιστεύω πὼς κι ὁ Παπαδιαμάντης τυχαῖα δὲν τὶς ἀπαθανάτισε, καθὼς τὶς συνέκρινε μὲ κεῖνες τὶς λόφωτες θηναϊκὲς νύχτες.
Μὲ συγκίνηση, λοιπόν, θυμᾶμαι τὰ χειμωνιάτικα τὰ βράδυα στὸ χωριό μας, τὰ ἀχνοφωτισμένα παραθυρα νὰ ἀκτινοβολοῦν ἕνα λαρό, χρυσαφένιο καὶ γλυκὸ φῶς, ποὺ περίσσευε ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χάριζε μοναδικὴ ἡ λάμπα τοῦ πετρελαίου. Πάντα μὲ χαμηλωμένη φλόγα, ἴσα-ἴσα νὰ φέγγει -γιατὶ σὲ περίπτωση ποὺ ὑψώνονταν περισσότερο ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ σπάσει τὸ λαμπογυάλι. Κι ἦταν μεγάλη παραμυθία αὐτὴ ἡ ταπεινὴ φωτεινὴ ἀνάσα μέσα στὸ χειμωνιάτικο βράδυ γιὰ τὸν καθυστερημένο δοιπόρο, ποὺ βιάζονταν νὰ μαζευτεῖ στὸ φωχικό. Κι στερα, σὰν ψήλωνε πιὸ πολὺ ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι ἀνακατεύονταν μὲ τὸ ἀνεμόβροχο, τόχε χαμήλωνε στὸ ἐλαχιστο τὸ φῶς τῆς λάμπας ἤ κι ἔσβηνε γιὰ οἰκονομία καὶ στὸ σπίτι δέσποζε τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀπὸ τὴν ἑσπερινὴ τὴν ὥρα ἴσαμε ἀργὰ τὴ νύχτα. Ναί, ἐκεῖνο τὸ ἀσθενικὸ φῶς, τὸ λόχρυσο -λὲς καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ τὰ τὰ φωτοστέφανα τῶν Ἁγίων- ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ τρεμόπαιζε σὰ φοβισμένο ὅταν κροτάλιζε τὸ ἀνεμόβροχο τὰ πορτοπαράθυρα, ἦταν αὐτὸ ποὺ κράτησε συντροφιὰ στὸν ἄρρωστο, στὸ φοβισμένο παιδί, στὴν ἄγρυπνη μάνα ποὺ ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ γιό της ποὺ ταξίδευε, στὸν φτωχὸ πατέρα ποὺ συλλογιζόταν πς νὰ ἑτοιμάσει τὴν προίκα γιὰ τὴ θυγατέρα...
Ὅλους αὐτοὺς συντροφευε ἡ φτωχή, εἰρηνική κι ἅγια φλόγα τοῦ καντηλιοῦ, ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὶς ὅποιες κεσίες καὶ προσευχές τους, γαλήνευαν τὴ ψυχή, καὶ, περισσότερο, τῆς θεμελίωναν ὅλο καὶ βαθύτερα τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ Θεό. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν τοὺς σκέπει ἡ Χάρις Του;
π. κ.ν.κ.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

ἤ, Κοιτώντας τοὺς ξεθωριασμένους τοίχους μιᾶς παλιᾶς Κληματιανῆς καλιάγριας, μέρες ποὺ εἶναι...
Στὸν Βαγγέλη Θ. Τσουκαλᾶ, χαιρετισμός 

Σιμὰ στὰ λείψανα κατοικίας ἀνθρώπων στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα σώζονται καὶ κάποια ἄλλα λέιψανα ἀπὸ παλιὰ ἐργαστήρια, χρήσιμα στὴν ἐποχή τους ἐργαστήρια, ἐρείπια σήμερα, ὡστόσο γιὰ κάποιους ἀπὸ μᾶς, ποὺ τὰ ζήσαμε -καὶ μᾶς ἔζησαν ἐδῶ ποὺ τά λέμε- εἶναι καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστα κομμάτια ἑνὸς πολιτισμοῦ βαφτισμένου στὴν ἁπλότητα καὶ στὴ νοικοκυροσύνη.
Πρόκειται γιὰ τὶς παλιὲς τὶς καλιάγριες, τὰ ἐλαιοτριβεῖα τοῦ χωριοῦ ποὺ βρίσκονταν κάτω στὸ Ρέμα. Στὸν τόπο μὲ τὰ πολλὰ νερά, ἀφοῦ πρωτίστως το νερὸ χρειάζονταν γιὰ νὰ βγεῖ τὸ λαδι.
Ἄν καὶ κοντὰ πενήντα χρόνια σιωποῦν καὶ μὲ τὸ χρόνο ὅλο καὶ ἐρειπώνονται, ἐν τούτοις ἀκόμα κρατοῦν ἐκείνη τὴν παλιά γοητεία τους μὲ τὸ καλοχτισμένο οἰκοδόμημα. Ὅπως ἐπίσης φαίνονται ἀκόμα οἱ μεγαλες μυλόπέτρες ποὺ στέκουν ἀκίνητες, ἀφοῦ δεκαετίες ὁλάκερες ἔχουν νὰ «τρίψουν» ἐλιὲς... Οἱ μυλόπετρες, ποὺ ὁ μαστρο-Γιώργης ὁ Τσουκαλᾶς πῆγε καὶ τὶς «ἔκοψε»στὴ Ψαθούρα, ὅταν ἔστησε τὴν καλιάγρια στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ.
Πᾶνε χρόνια ὅταν σὲ μιὰ ἐπίσκεψή μου στὸ Ρέμα πρόσεξα σὲ κομμάτι τοίχου τῆς καλιάγριας τοῦ παπποῦ τοῦ Γ. Τσουκαλᾶ, ποὺ εἶχε πέσει τὸ ἕνα στρῶμα τοῦ ἀσβέστη, νὰ ὑπάρχουν κάποιοι λογαριασμοὶ γραμμένοι μὲ τὸ μολύβι στὴ λευκὴ ἐπιφάνειά του. Λογαριασμοὶ χρόνων παλιῶν, τότε ποὺ λειτουργοῦσε ἀκόμα ἡ καλιάγρια. Τότε, πρὶν ἀπὸ πενήντα-ἐξήντα χρόνια... Καὶ ποῦ νὰ ξέραμε ὅτι ἦταν οἱ στερνὲς μέρες ποὺ δούλεψε, ποὺ ἔβγαλε τὰ λάδια τῶν Κληματιανῶν. Γιατὶ ἦρθε μιὰ χρονιά, πού, ἀφοῦ ἔτριψε τὸ στερνὸ τὸ στάμα καί, ἀφοῦ μπῆκε στὰ τσουπιὰ τὸ λάμα, βγῆκε καὶ τὸ τελευταῖο λάδι. Κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ. Σφάλισε τὶς πόρτες της γιὰ πάντα. Καὶ μόνο ἡ ἐρημιὰ κι ἡ ἐγκατάλειψη ἀπόμειναν ν᾿ ἁπλώνονται, σὰν ἐπιδημία, μέσα στὸ μισοφωτισμένο κτίριο... Γιὰ νὰ θυμίζει μέρες ἀρχαῖες. Μέρες ποὺ μοσχοβολοῦσαν φρέσκο λάδι, καψαλισμένο ψωμί, κομμένο πορτοκάλι καὶ τηγανίτες μὲ πετιμέζι.
Κι εἶναι μεγάλο κρίμα ποὺ αὐτὰ τὰ μοναδικὰ ἐργαστήρια δὲ διασώθηκαν ὡς μουσεῖα, γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ νεότεροι ὅτι οἱ λαδιὲς ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἶχαν μεγάλο κόπο γιὰ νὰ βγοῦν. Κόπο στὸ κτῆμα, στὸ κουβάλημα, στὸ «τρίψιμο», στὸ βγάλσιμο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ θεωροῦσαν ἱερὸ καὶ πρόσεχαν μὴ τὸ σπαταλοῦν.
Γιὰ νὰ καταλάβει δὲ ὁ ἀναγνώστης τὸ πὼς δούλευαν οἱ παλιὲς ἐκεῖνες καλιάγριες παραθέτω τὴν ἀνεπανάληπτη περιγραφὴ τοῦ γείτονα Σκιαθίτη λογοτέχνη Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. 
«(…) Νὺξ παγερὰ τοῦ Δεκεµβρίου. Γαλήνη χιονώδης καὶ κρύα νηνεµία. Ὀµίχλη ἐλαιοκαπνοῦ, σύννεφον, σχηµατισθέν, ὡς ἀπὸ ἐστιῶν ἀπειραρίθµων λουκουµαδοπωλείων, κατεκάλυπτε τοὺς οἰκισµοὺς καί τὸν λιµένα, πυκνωθὲν εἰς µίαν ἀτµοσφαῖραν, ὄζουσαν ἐλαίου καί τηγανίτας (…). 'Ήδη τὰ ἐλαιοτριβεῖα εἶχον ἀρχίσει τὴν ἐργασίαν των, ἐκ τῶν πυραύνων τῶν ὁποίων ἐξήρχετο ὁ ἐλαιώδης καπνός, ἡ πνοὴ τῆς καιοµένης πυρήνας. Βαρέα τινὰ πατήµατα ὡς λαθρεµπόρων, ἠκούοντο εἰς τὰς στενωπούς, αἵτινες ἐβούιζον ὑποκώφως. Οἱ ἐργάται ἀπὸ τῶν οίκιῶν µετεκόµιζον εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα τὰς ἐλαίας πρὸς ἔκθλιψιν (…). Ὁ ἀρχιεργάτης µὲ λαδωµένον ὑαλίζοντα ὡς βαύκαλιν ὑψηλὸν κοῦκκον καὶ ῥυπαρὰν ποδιάν, ἁπτόµενος ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ τοῦ µοχλοῦ -τῆς µακρᾶς δρυΐνης µανέλλας- τῆς περιστρεφούσης τὸν κοχλιώδη σιδηροῦν ἄτρακτον, µόνον ἵνα διευθύνῃ τήν κίνησιν, ἐνῶ τρεῖς ἄλλοι νεανίαι ὡς λαδωµένοι ποντικοί, ἀκτένιστοι, χασµώµενοι, µόλις ἐγερθέντες -ἡ πρωϊνὴ φρουρὰ- ἐντὸς τῆς ὁµίχης, παραπλεύρως τῆς µηχανῆς, περιέστρεφον ἐπιµόχθως τὸν ἀργάτην τὸν προσέλκοντα τὸν µοχλόν, τὴν παχεῖαν µανέλλαν, διὰ χονδροῦ καραβοσχοίνου περιελισσοµένου περὶ αὐτόν. Καὶ ἠκούοντο οἱ τριγµοὶ τοῦ ἀτράκτου κοχλιουµένου ἐντὸς τοῦ ὄγκου τοῦ δρυΐνου βουρδουναρίου, ὅπερ ὡς ἀρχαῖον δωρικὸν ἐπιστύλιον, µὲ σιδηροὺς κρίκους περιεσφιγµένον, ἐπιστεγάζει τοὺς δύο κίονας τῆς ἐλαιοθλιπτικῆς µηχανῆς, τριγµοὶ φοβεροὶ ὡς µυκηθµοὶ σφαζοµένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγµοὶ ραγιζοµένης αἰωνοβίου δρυός, νὰ πέσῃ νὰ θραυσθῇ. Καὶ ὁ ἄτρακτος κατήρχετο ὁλονὲν συστρεφόµενος ἐν τῷ κoχλίᾳ συνθλίβων, πιέζων τὰς ὑπ' αὐτὸν τριχίνας πάνας, εἶκοσι τέσσαρας τὸν ἀριθµόν, κ' ἔρρεεν ἀπὸ τῶν ἀραιῶν πλεγµάτων αὐτῶν στάγδην τὸ ἔλαιον, ὕδατι θερµῷ ἀνάµικτον. Καὶ ὅσον συνεθλίβετο τὸ εἰς τάς πάνας ἔνδον περιτυλιγµένον λάµα -ἡ πολτώδης µᾶζα τῶν συντριβεισῶν ἐλαιῶν- τόσον αἱ σταγόνες µετεβάλλοντο εἰς ἐλαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, ἀναπέµποντας χρυσοπρασίνους µαρµαρυγὰς ἐν τῷ φωτί, τῆς ἀπὸ τοῦ ἐπιστυλίου κρεµαµένης µεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες καί πληροῦντες τὰ κοῖλα χείλη τοῦ τετραγώνου βάθρου τῆς µηχανῆς, ἔλαιον ἀχνίζον, ὡς τὸ αἷµα εἰς τοὺς βωµοὺς τῶν ἀρχαίων, εἰσρέον εἰς τὴν βαθεῖαν κοπάναν, δρυΐνην τετράγωνον λεκάνην. 
- Φόρτε! ἐκέλευσεν ὁ ἀρχιεργάτης, ὅταν συνεπληρώθη ἡ µία στροφὴ τοῦ ἀτράκτου, ἐκταθέντος τοῦ σχοινίου τοῦ µοχλοῦ. Οἱ νεανίαι ἔπαυσαν τότε νὰ στρέφωνται, ἀνέκυψαν. Εἷς ἐξ αὐτῶν ἀποτυλίσσει τὸ περὶ τὸν ἀργάτην σχοινίον, περιστρέφων αὐτὸν διὰ ταχείας κινήσεως ὡς σβούραν, ὁ δὲ ἀρχιεργάτης ἐκβαλῶν τὸν µοχλόν, τὴν µανέλλαν, ἔθηκεν ἤδη αὐτὴν εἰς τὴν ἄλλην ὀπὴν τῆς ἀτράκτου, ἵνα πάλιν ἀρχίσῃ νέα στροφὴ αὐτοῦ µετὰ φοβερωτέρου τριγµοῦ ὅλης τῆς µηχανῆς, τριγµοῦ καθελκυοµένου εἰς τὴν θάλασσαν πλοίου». 
(Πηγή: Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Τὰ Διηγήµατα, ἐπιµ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. «Γνώση καὶ Στιγµή», Αθήνα 1991, τ. Β, 100-102. Το ἀπόσπασµα εἶναι ἀπὸ τὸ διήγηµα, «Ο δεκατιστής»).
π. κ.ν.κ. 

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΞΕΩΝ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

ἤ, Ἐπιλογικὲς σημειώσεις ἀπὸ ἕνα Ἱερατικὸ Συνέδριο

«Σήμερον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγεν...» γιὰ τὴν ἐτήσια συνάντηση ἀνανεώσεως τῆς γνωριμίας μας (καὶ ὄχι μόνο), ἀλλὰ καὶ τῆς, ἐν εὐχαριστιακῷ σώματι, συνερχομένης εὐτάκτου συνάξεως τοῦ καθόλου ἱεροῦ κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ Ἐπισκοπῆς μας. Συνάντηση πραγματοποιουμένη στὴ γενέθλιο γῆ, στὴν ὁπόια ἔλαβαν τὸ μέγα τῆς Ἱερωσύνης Χάρισμα οἱ πλείονες τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἱεροδιακόνων. Γιατὶ εὐχαριστιακὴ εἶναι κι αὐτὴ ἡ σύναξις πάντων τῶν ἰερέων, ἱερομονάχων καὶ ἱεροδιακόνων ὑπὸ τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ Ἱεράρχου καὶ Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος συγκαλεῖ μὲν, ἀλλὰ καὶ καλεῖται συνάμα νὰ βεβαιώσει ὅλην αὐτήν, τὴν συναχθεῖσαν ἀπὸ τῶν περάτων τῆς Ἐπαρχίας του ὁμήγυριν, ὅτι εἶναι, καὶ παραμένει νὰ εἶναι, ὁ Ἐπίσκοπός των καὶ ἐκ παραλλήλου νὰ πείσει ὅτι ἀπέναντί τους δὲν ἔχουν ἕναν ἀπόμακρο προϊστάμενο μὲ ἄκαμπτο στάση καὶ ἐπιμονή, ἀλλὰ ἕναν πατέρα οἰκτιρμῶν, συνεργασίας καὶ φιλανθρωπίας, ποὺ ὅλη του ἡ βιοτὴ καὶ ἡ διακονία ἑδράζεται στὸν εὐαγγελικὸ τὸ λόγο: «ἐγὼ ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν» (ω. 10, 14). Γιατὶ αὐτὴ ἡ γνωριμία γεννᾶ τὴ συνεργασία, ἡ ὁποία γιὰ νὰ κυριαρχήσει ἀπαιτεῖ ὑπευθυνότητα καὶ εἰλικρίνεια. Κι ὅπως δίχως πιστοὺς ὁ ἱερέας ἀδυνατεῖ νὰ ἱερουργήσει, ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴ εὐρύτερη πνευματικὴ οἰκογένεια, τὴν Ἐπισκοπή, τὴ Μητρόπολη. Χωρίς τὴν παρουσία τοῦ ἑνὸς ἤ τοῦ ἄλλου, τὰ πάντα ὑπολειτουργοῦν, ἀποσυντονίζονται. Ἔτσι, χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου ἀπορφανίζεται ἡ πνευματικὴ οἰκογένεια-Ἐκκλησιαστική Ἐπαρχία, ὅπως καὶ χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ κληρου, ἀδυνατεῖ ὁ Ἀρχιερεὺς νὰ ταξιδέψει τὴ νοητὴ ὀλκάδα πρὸς τὰ Ἔσχατα. Καὶ τί πιὸ ἁπλὸ καὶ κορυφαῖο παράδειγμα μᾶς χαρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό!... Νὰ διανοηθοῦμε, δηλαδή, ποτὲ τὸν Κύριο, δίχως τοὺς μαθητές Του...
Ὡστόσο μὴ λησμονοῦμε πὼς αὐτὲς οἱ Συνάξεις ἔχουν βαθειὰ στὸν πυρήνα τους καὶ τὸ μέγα γεγονὸς τῆς προσδοκίας. Ποὺ ἴσως νὰ μὴν εἶναι ὁρατό, ὅμως, γιὰ ὅποιον σταθεῖ μὲ περίσκεψη καὶ στοχαστικότητα καὶ παρατηρήσει τὰ πράγματα, τότε συνειδητοποιεῖ πὼς ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς συναχθέντας κληρικούς, ἀκόμα καὶ ὁ Ἐπίσκοπος, ἀναμένει νὰ ξανα-ἰδεῖ τὰ πρόσωπα τῶν συνεργατῶν / συλλειτουργῶν του ἱερέων, ἱερομονάχων, ἱεροδιακόνων. Ὅπως ἐπίσης κι ἐκεῖνοι νὰ ξαναδοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἀλλὰ καὶ νὰ συνειδητοποιήσουν, καθὼς τὰ χρόνια περνοῦν, πὼς μπορεῖ αὐτὴ ἡ συνάντηση νὰ εἶναι κι ἕνας ἀποχαιρετισμός. Δηλαδή τὴν ἑπομένη χρονιὰ κάποιοι νὰ ἀπουσιάζουν... Ὅπως ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἀκούστηκαν στὴν ἐπιμνημόσυνο δέηση...
Γιατὶ πέρα ἀπὸ τοὺς λόγους, τὶς εἰσηγήσεις καὶ τὶς ἐνημερώσεις ἐκεῖνο ποὺ στέκει καὶ φωτίζει μὲ τὸν προβολέα τῆς συναντήσεως καὶ κάτι ἀκόμα: Ἡ ἐφημερία μας! Αὐτὸ τὸ πρόσκαιρο τῆς διακονίας, τῆς βιοτῆς, τῆς κάθε μας δραστηριότητας. Διότι, ἄν μὲ προσοχή, σοφία καὶ νήψη σταθοῦμε καὶ σὲ τούτη τὴ συνάντηση, θὰ προσέξουμε ὅτι ἔχει δύο ὄψεις. Ὅπως τὸ νόμισμα. Αὐτὴ δηλ. ποὺ εὐδιάκριτα παρατηροῦμε καὶ τὴν ἄλλη, τὴ ἀθέατη. Ναί, τὴν ἀθέατη, ὅπου ἐκεῖ εἶναι ὅλα τὰ ζητούμενα μαζεμένα, ὅλες οἱ προσδοκίες συμπυκνωμένες καὶ βαφτισμένες μέσα στὴν ἀχλὺ τοῦ Χρόνου, μὲ πρώτη τὴν ἐφημερία μας. Δηλαδή, ἄν καὶ πῶς θὰ διαβοῦμε τὸν ἡμερήσιο κύκλο καὶ θὰ φτάσουμε στὸ αὔριο. Γιατὶ ὁ Κύριος δὲν ἔθεσε τυχαῖα στὴν θεμελιώδη, γιὰ τὴν κατάρτισή μας, προσευχή Του, τὸ γνωστὸ δηλ. σὲ ὅλους μας «Πάτερ ἠμῶν» τὸ χωρίο: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δός ἠμῖν σήμερον...». Πολλὰ ἤθελε νὰ μᾶς πεῖ, νὰ μᾶς συμβουλεύσει. Κι ἀλήθεια, πόσοι ἔχουμε κατανοήσει τὸ ἐκρηκτικὸ περιεχόμενο τῆς λ. σἠμερον. Μιὰ λέξη μὲ τόσες προσδοκίες ταμιευμένες, μὲ τόσες ἐμπειρίες δομημένη...
Γιατὶ, ἄν σωστὰ προσέξουμε, μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ σήμερον γευτήκαμε κι αὐτὴ τὴ συνάντηση, ξαναζήσαμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας «ἐπὶ τὸ αὐτό» (Α΄ Κορ. 11, 20) συντονισμένοι σὲ μιὰν ἱερουργία: λόγου, διαλόγου, παραμυθίας, ἀλλὰ καὶ ποιμαντικῶν ἀδιεξόδων κάποτε. (Ἀλήθεια, «Ποιοὺς νὰ βραβεύσεις μὲ τὸν ἔπαινο / καὶ ποιοὺς νὰ συνετίσεις μὲ τὸν ψόγο» [Σ. Σ Χαρκιανάκης, Ἀρχ. Αὐστραλίας). Ποὺ κι αὐτὰ ἐνέχουν τὸ νόημά τους καὶ τὴν δικιά τους σημειολογία. Ἄλλωστε,
«Στὰ σχέδιά [μας] ἡ ἡμέρα/δείχνει ἀτελεύτητη» (Κικὴ Δημουλᾶ),
Μόνο ποὺ δὲν εἶναι... ( πρβλ. Ψαλμ. 103, 19-23)
......Κι ὅπως ὅλα, στὴν ἐπίγειο διαδρομή μας καὶ πορεία, ἐνέχουν -ὡς θεῖο δώρημα- καὶ τὴν κατάπαυσή τους, ἔτσι καὶ μὲ τὸ πέρας τῆς Ἱερατικῆς αὐτῆς συναντήσεως, οἱ πάντες ἀναχωροῦν πρὸς τὰ ἴδια. Κι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ κλῆρος ἅπας. Ἀναχωροῦν, λοιπόν, «αἵροντες τὸν σταυρόν Του [ὁ καθένας]» μὲ τὴν προσδοκία: Νὰ ἀνατείλει τὸ νέο ἔτος, γιὰ μιὰ νέα συνάντηση, τῆ μακροθυμίᾳ Του πάντα. Ἀμήν.

π. κ. ν. κ. Χαλκίδα 23, Σκόπελος 25 Ὀκτ. 2017

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Ιταλική βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Καλλιτεχνικές ανταποκρίσεις

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ


Οτορίνο Ρεσπίγκι, 1879-1936 (Πηγές της Ρώμης), Φραντς Λιστ, 1811- 1886 (Ισπανική Ραψωδία), Τζουζέπε Μαρτούτσι 1856-1909 (Νυχτερινό) και Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι 1840-1893 (Φραντσέσκα ντα Ρίμινι).

Αυτοί ήταν οι δημιουργοί και τα έργα που παίχτηκαν το βράδυ της Παρασκευής, 20 Οκτωβρίου 2017. Η συναυλία δόθηκε με τη συνεργασία του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών.

Το έργο του Ρεσπίγκι αναφέρεται σε τέσσερα σιντριβάνια. Το πρώτο ανήκει στην Ιουλία Έπαυλη, την αυγή, το δεύτερο στον Τρίτωνα, το πρωί, το τρίτο στη γνωστή σε όλους μας Φοντάνα ντι Τρέβι, το μεσημέρι και το τέταρτο στο σιντριβάνι της Βίλας των Μεδίκων, το δειλινό. Κάθε ένα και μια σημαντική στιγμή της μέρας. Η μουσική του Ρεσπίγκι, επηρεασμένη από τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό αλλά και από την ιταλική Αναγέννηση και το Μπαρόκ, συμμετείχε στην αλλαγή των ωρών με το ανάλογο ηχόχρωμα. Η κρήνη στην Ιουλία Έπαυλη να αποπνέει κάτι το βουκολικό, οπότε ανάλογη είναι η απόδοση των ήχων· κοπάδια που περνούν και χάνονται μες στην ομίχλη. Το κόρνο φέρνει το ξύπνημα της μέρας με τους Τρίτωνες και τις Νηρηίδες στη δεύτερη κρήνη. Στη Φοντάνα ντι Τρέβι είναι ο Ποσειδώνας με τους ιππόκαμπους, τις Σειρήνες και τους Τρίτωνες που ταράζουν τα νερά, πολύ πριν ο Φεντερίκο Φελίνι βάλει την Ανίτα Έκμπεργκ να περπατήσει μέσα στα ίδια αυτά νερά, σύγχρονη νύμφη και θεά, με την πλατιά τουαλέτα και το χείμαρρο των ξανθών μαλλιών, κάνοντας πασίγνωστη την πηγή και μεγαλειώδες τουριστικό αξιοθέατο. Όμως, ενώ η ωραία πρωταγωνίστρια ανήκει στο τώρα της ταινίας- La Dolce Vita-, η πηγή, που προηγείται και έπεται αυτής, ανήκει στο διηνεκές τώρα. Τα σημαντικά έργα τέχνης δεν έχουν ηλικία και δεν πεθαίνουν ποτέ. Η πηγή ή Κρήνη των Μεδίκων επειδή, η ώρα είναι, πλέον, δειλινή, αποδίδεται μουσικά με αιθέριους ήχους, καμπανάκια, τιτιβίσματα των πουλιών και θρόισμα των φύλλων που χάνονται σιγά σιγά μέσα στο σούρουπο. Η κρήνη αυτή, σήμερα, είναι συλημένη και απογυμνωμένη από τα ωραία γλυπτά που την κοσμούσαν κάποτε και όλα έχουν μεταφερθεί στο Μουσείο. Όμως, μια άλλη, η δίδυμή της, ας πούμε, βρίσκεται στον κήπο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, στο παλάτι του Λουξεμβούργου που η φλωρεντινή Μαρία των Μεδίκων, μητέρα του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ της Γαλλίας, έχτισε για να ξεκουράζεται, το 1630. Ο επισκέπτης, που θα κοιτάξει με προσοχή την κρήνη και τον περιβάλλοντα χώρο της, θα αναγνωρίσει αυτό που λέει ο Ρεσπίγκι, βρίσκοντας το ανάλογό του σε εικόνες και χρώμα, και ας μην είναι η πηγή της Ρώμης αλλά του Παρισιού. Τα δέντρα με τη σκιά τους κάνουν τα νερά μελαγχολικά, ήρεμα και γαλήνια, αποπνέοντας όμως συγχρόνως με την ομορφιά και θλίψη.

Την περίφημη αυτή κρήνη φιλοτέχνησε ο Ωγκύστ Οτέν (Auguste OttinΠαρίσι 1811 – 1890), Γάλλος γλύπτης, εκπρόσωπος του ρομαντικού κινήματος στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Γι’ αυτή την κρήνη, ο πολυταξιδεμένος, κοσμοπολίτης ποιητής Κώστας Ουράνης έχει γράψει ένα ωραίο δεκατετράστιχο, το οποίο ανήκει στη συλλογή Νοσταλγίες και φέρει φυσικά τον τίτλο «Fontaine de Medicis». Ο ευαίσθητος συμβολικός και νεορομαντικός ποιητής παρατηρεί ότι εκεί «είναι μαύρα τα νερά γιομάτα σάπια φύλλα / και ίσκιοι βαθυπράσινοι τα υγρά τους πέταλα γέρνουν /…/ κι είναι αγάλματα γυμνά που τα ’χει ντύσει η χλόη,’ μια ησυχία θανατερή - κι αδιάκοπα και μόνο. / μυστηριώδικων νερών τ’ αργό το μοιρολόι … / Εκεί είδα πάντα ανώνυμες και κίτρινες γυναίκες, / δίχως ζωή στα μάτια τους και δίχως ηλικία, / που άπλωναν στα γόνατα το αιώνιο κέντημά τους, / και νέους χλωμούς που κράταγαν στα χέρια τους βιβλία∙ / όμως κι αυτές δεν κένταγαν και κείνοι δε διαβάζαν, / μόνο, σκυφτοί, τ’ ακίνητα μαύρα νερά εκοιτάζαν». Ο ποιητής, επισκέπτης και παρατηρητής, κρατάει κι αυτός το δικό του βιβλίο ή το τετράδιο που γράφει το ποίημα. Ξανακοιτάζοντας τις πηγές στα χρονικά διαστήματα της ημέρας και συνυπολογίζοντας τους ήχους που επέλεξε ο Ρεσπίγκι για να τα δηλώσει, αντιλαμβανόμαστε ότι τα μέρη της σύνθεσής του αναλογούν στις ηλικίες ενός ανθρώπου, όπως γεννιέται, εξελίσσεται, θορυβεί και, τέλος, γαληνεύει. Η τελευταία κρήνη με τους ήχους που «χάνονται σιγά σιγά μέσα στο σούρουπο» με τα μελαγχολικά, ήσυχα, γαλήνια νερά αναλογεί στα «ακίνητα» και «μαύρα» νερά στο ποίημα του Ουράνη και την «νοσταλγία» του.

***

Την Ισπανική Ραψωδία του Λιστ την ακούσαμε σε μεταγραφή, για πιάνο και ορχήστρα, από τον Φερούτσιο Μπουζόνι (και έτσι εντάσσεται στην ιταλική βραδιά). Ο Λιστ εμπνεύστηκε αυτό το έργο από την Ισπανία, την οποία επισκέφτηκε το 1844-1845, όπου γνώρισε τους εγχώριους ήχους και αργότερα τους αξιοποίησε στη Ραψωδία του, σύνθεση για σόλο πιάνο στα 1858.

Αυτής της ραψωδίας η αφορμή με πήγε τριάντα χρόνια μετά τη σύνθεσή της και εκατόν τριάντα από σήμερα, όταν ο ποιητής, και συνοδοιπόρος του Κωστή Παλαμά, Γεώργιος Δροσίνης, βρέθηκε για σπουδές στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, από το 1885 ως το 1888. Κατά την παραμονή του εκεί, έστελνε ανταποκρίσεις στην εφ. Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη. Σε μία από αυτές κάνει λόγο για τον Οίκο του Λίστ στη Βαϊμάρη. Απλοποιώντας την καθαρεύουσα της εποχής μεταφέρω εδώ, εν συνόψει, πληροφορίες σχετικές με ό,τι αφορά το χώρο που έζησε και δημιούργησε ο μουσικός. Ο Δροσίνης περιεργάζεται λεπτομερώς το σπίτι, τη σκάλα, τα σαλόνια, τις βαριές κουρτίνες, τα χαλιά, τα πιάνα, το χρονόμετρο, το χρυσό καθρέφτη στον τοίχο και το αληθές ερημητήριον, τον κοιτώνα, όπου «συνελήφθησαν τα έργα που δόξασαν την ανθρωπότητα». Ακόμη είδε και θαύμασε τα δώρα των επιφανών και των ηγεμόνων, το εκμαγείο της δεξιάς χειρός του Λιστ στα 26 χρόνια του, το αγαπημένο του κλειδοκύμβαλον. Ο Ούγγρος συνθέτης είναι ο ηγεμών στη μουσική και το όργανο ο θρόνος του, γράφει ο ανταποκριτής Δροσίνης. Στη συνέχεια, στοχαζόμενος, με αφορμή τα πολύτιμα ενθύμια, τι απέμεινε από τον μεγάλο Ούγγρο μουσουργό, καταλήγει: «ούτω λήγουσι λοιπόν η ζωή, η δόξα, η τέχνη… Ματαιότης». Όμως, βγαίνοντας στο δρόμο, ήχοι πιάνου ακούγονται και από ένα παράθυρο, ένα όμορφο ξανθό κορίτσι παίζει και πάνω από το πιάνο του κρέμεται το πορτρέτο του Λιστ. Ο Δροσίνης αναγνωρίζει την Ουγγρική Ραψωδία και τότε σηκώνει με θάρρος την κεφαλή και διορθώνει την προηγούμενη σκέψη του: «όχι! η ζωή φθείρεται, η δόξα συντρίβεται, αλλ’ η Τέχνη ζη αιωνία και αθάνατος!…». Αυτή η παρατήρηση, που και πολλοί άλλοι την έχουν κάνει, φέρνει ισορροπία και παρηγορία στη ζωή.

Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών όμως, δεν είναι η Ουγγρική αλλά η Ισπανική Ραψωδία, που, όπως είπαμε εμπνεύστηκε στη φλογερή Ισπανία δεκατέσσερα χρόνια πριν τη σύνθεσή της. Αυτής της Ραψωδίας πρώτη ακούστηκε η μελωδία La Folia, σε τρίσημο μέτρο, κάτι που είχε εμφανιστεί στην Ιβηρία στα τέλη του 16ου αιώνα και έχει επηρεάσει επίσης και τους Μπαχ Λουλλύ, Κορέλι Ραχμάνινωφ και στη συνέχεια παίχτηκε ο, επίσης, τρίσημος, αλλά γρήγορος χορός, Jota, που έρχεται από την Αραγονία και επηρέασε, πέραν του Λιστ και τον Σαιν-Σανς, Μπιζέ και Γκλίνκα.

Ακούγοντας την Ισπανική Ραψωδία δεν είναι δυνατόν να μην αισθανθούμε την Ισπανία, όσο κι αν η απόσταση του χρόνου και του τόπου μας χωρίζει από την πηγή. Γιατί το αίσθημα δεν σταματά στη μουσική, αλλά μεταπηδά σε πρόσωπα και έργα που έβαλαν τις βάσεις στην παγκόσμια Λογοτεχνία. Τέτοιος είναι ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες με τον Δον Κιχώτη του, ο Λόπε ντε Βέγκα στο θέατρο και οι ποιητές Τίρσο ντε Μολίνα , Γκόγκορα και άλλοι. Ξεπροβάλλει, εν ολίγοις, όλος ο χρυσός αιώνας της Ισπανίας, El Siglo de Oro. Και στις καστανιέτες πλέον του Λιστ, προκλητικά πετάει τα δώρα της η Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ και του Προσπέρ Μεριμέ, κατεβαίνοντας από τα άγρια βουνά με τους ληστές και τους μαχαιροβγάλτες. Να την η απάντηση στο ερώτημα που έθεσε ο Δροσίνης, πριν από εκατόν τριάντα χρόνια, «τι απέμεινε από τον μεγάλο Ούγγρο μουσουργό». Τα πάντα. Η τέχνη, που είναι μακρά, και ας είναι ο βίος βραχύς.

***

Το Νυχτερινό του Μαρτούτσι. Ο Μαρτούτσι, δημιουργός με τριπλή ιδιότητα, συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός, αν και εκτιμούσε τον Βάγκνερ, στο Νυχτερινό του δεν παρουσιάζει επίδραση από τον μεγάλο Γερμανό. Ακολουθεί την παράδοση του Μπετόβεν, του Σούμαν και του Μπραμς και διατηρεί τη μελωδία, όπως την παρέλαβε από την ιταλική Σχολή. Το έργο που ακούσαμε το έγραψε αρχικά για σόλο πιάνο το 1891 και δέκα χρόνια μετά το ενορχήστρωσε. Ανήκει στα πιο προβεβλημένα έργα του, χάρη στον θρυλικό Αρτούρο Τοσκανίνι που το διηύθυνε, όπως και πολλά άλλα έργα του. Νυχτερινά έχουν γράψει πολλοί. Το Noturno, ως φόρμα, είναι μικρό σε έκταση και παίζεται στο πιάνο, έχει ρομαντικό χαρακτήρα και λόγω νυχτερινής ατμόσφαιρας προδίδει μια αίσθηση θλίψης.

Στην Ποίηση τα νυχτερινά είναι, επίσης, πολλά και όλα παρεμφερή ως προς την ατμόσφαιρα, με τη Σελήνη να κυριαρχεί κάπως περισσότερο από την αστροφεγγιά. Σ’ ένα τέτοιο νυχτερινό τοπίο, λουσμένο στο φως του φεγγαριού εμφανίζεται «η ασπροντυμένη κορασιά» ή «Φεγγαροντυμένη» του Διονυσίου Σολωμού. Παρόμοιο το τοπίο και το κλίμα και στου Ανδρέα Κάλβου τους στίχους: «Όλην την Οικουμένην / σκεπάζουν σκοτεινά, // ήσυχα, παγωμένα, /τα μεγάλα πτερά / της βαθείας νύκτας» και, τέλος (για κάτι που δεν έχει τέλος), στου Οδυσσέα Ελύτη, το έβδομο νυχτερινό επτάστιχο: «Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας… το μελαγχολικό / Σιωπητήριο».

***

Αν και ιταλική η βραδιά, η συμφωνική φαντασία του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, είναι ρωσικής προελεύσεως αλλά ιταλικής εμπνεύσεως. Η Φραντζέσκα ντα Ρίμινι, πηγάζει κατευθείαν από τον μεγάλο Δάντη Αλλιγκέρι. Στην Θεία Κωμωδία του και συγκεκριμένα στην «Κόλαση», πρωταγωνιστεί ένα ερωτικό ζευγάρι, παραδομένο στη θύελλα της τιμωρίας. Η Φραντσέσκα και ο Πάολο. Η καταδίκη τους ήταν η ίση ανταπόδοση στο μέγα αμάρτημά τους. Ερωτεύτηκαν, ενώ η Φραντσέσκα ήταν ήδη παντρεμένη με τον Μαλατέστα, μεγαλύτερο αδελφό του Πάολο. Κι όταν ο σύζυγος ανακάλυψε τη μοιχεία τους σκότωσε και τους δύο. Αυτά στα 1285. Ωστόσο, ο Δάντης πρέπει να λυπήθηκε τους δύο εραστές που δεν μπόρεσαν να χαρούν τον έρωτα τους στη ζωή, γι’ αυτό τους έβαλε μαζί για πάντα, στην κόλαση, όμως. Ωστόσο, μαζί. Ο μεγάλος ποιητής της Αναγέννησης είχε ανοιχτό μυαλό και έδειξε μεγαλοψυχία. Έτσι, με ένα σχήμα, ας το πούμε οξύμωρο ή αντινομικό, τους τιμωρεί και τους σώζει ταυτοχρόνως. Δείχνει τους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο αλλά και τους άλλους που κυβερνούν την καρδιά των ανθρώπων, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να τους παραβλέπουμε ή να κάνουμε πως δεν υπάρχουν.
Το επεισόδιο αυτό απέδωσαν με τον τρόπο τους πολλοί διάσημοι ζωγράφοι. Συγκλονίζει όμως το διάσημο Φιλί του μεγάλου γλύπτη Γκυστάβ Ροντέν, το πρώτο και μοναδικό φιλί που καταδίκασε τους δυο ερωτευμένους στην αιώνια κόλαση. Αυτή ήταν η μοιχεία που είχε διαπραχθεί. Σε μια προέκταση του συμβολισμού, λένε πως πρόκειται για το απελπισμένο «φιλί» του Ροντέν με την τραγικά ερωτευμένη μαζί του, μέχρι τρέλας κυριολεκτικής, Καμίλ Κλωντέλ.

Ο Τσαϊκόφσκι αξιοποίησε, μουσικά, το επεισόδιο αυτό της «Κόλασης» για να εκφράσει τα δικά του ψυχικά «δαιμόνια». Με τη Συμφωνική Φαντασία του έδωσε καλλιτεχνική υπόσταση στα δικά του πάθη και στη δική του κόλαση. Για να το φτάσουμε παραπέρα, υπάρχει μια εξαιρετική ταινία του Άγγλου δημιουργού Ρόλαντ Τζόφι με τον τίτλο Mission. Η Αποστολή (1986), όπου μια παρόμοια Φραντσέσκα ερωτεύεται τον νεαρό αδελφό του δουλέμπορου συζύγου της, κι όταν εκείνος το ανακαλύπτει σκοτώνει τον μικρό σε μονομαχία. Η συνέχεια είναι οι τύψεις και η αφιέρωση της ζωής του φονιά αδελφού σε μια Ιεραποστολή στα βουνά των ιθαγενών, τους οποίους προσπαθεί να εκχριστιανίσει, σαν να είναι η δική του εξιλέωση ο αγώνας για τη διάσωση της πρωτόγονης ζωής, κόντρα στα συμφέροντα των δουλεμπόρων αποικιοκρατών. 

Συνεξετάζοντας τα ανωτέρω βλέπουμε την ανταπόκριση των τεχνών σαν μεταγραφή της μίας στην άλλη, όπου τα αισθητήρια όργανα και ο νους συμμετέχουν στη μέθεξη της μουσικής και της φιλοσοφίας, με την έννοια που έδιναν οι Αρχαίοι μας και στη μία και στην άλλη. 

Στο πιάνο του Μεγάρου κάθισε ο διακεκριμένος Ιταλός πιανίστας Φραντσέσκο Νικολόζι και την Κρατική μας Ορχήστρα διηύθυνε ο πολλά υποσχόμενος μαέστρος Γεώργιος Μπαλατσινός.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Αντώνης Παπαβασιλείου: ΠΙΝΔΟΣ ΤΟ ΠΡΩΙ (νέο ποίημα)


Χιόνι στα βουνά.
Μια φέτα λευκή
ίσα ίσα 
για να γευματίσεις με εκπλήξεις.

Οι εξατμίσεις
των τροχών 
δεν ξέρουν από τέτοια.
Μεροδούλι μεροφάι.

Χιονίζει και μέσα
στα χαρτιά σου.
Λεπτό το χιόνι,
μνήμες και πονίδια.

Νιφάδες του χρόνου.
Το ρίχνει καλά
στις σκέψεις μας.
Θα στρώσει λογισμούς.

Γεώργιος-Νεκτάριος Λόης: «Το κράτος των Ρως (Ρώσων) και ο εκχριστιανισμός των Ανατολικών Σλάβων (9ος-10ος αιώνας)» [περιοδικό "Θεολογία"]


Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΠΕΡΙΟύΣΙΑ ΩΡΑ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Σκέψεις κι ἐκτιμήσεις ἑνὸς ἁπλοῦ ἐπαρχιώτη παπᾶ

Εἴχαμε, πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες καὶ πάλι Ἀρχιερατικὲς ἐκλογές,  μὲ κάποιους ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργοὺς ὑποψηφίους ν᾿ ἀγωνίζονται στὸ κοινὸ στάδιο  τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ν᾿ ἀναδειχθοῦν αὐτοὶ ποὺ μέλλει νὰ διακονήσουν στὶς Ἐπισκοπές, τίς ὁποῖες θ’ ἀναλάβουν. Καὶ νὰ ἐξηγούμαστε: Ἐδῶ δὲ μιλᾶμε γιὰ νικητὲς καὶ ἡττημένους· γιὰ κερδισμένους καὶ χαμένους· γιὰ ἐπιτυχημένους κι ἀποτυχημένους. Αὐτὰ ὅλα εἶναι τοῦ κόσμου παιχνίδια καὶ ἐφευρέσεις. Γιατὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνας ἀδυσώπητος ἀνταγωνισμὸς ποὺ λειτουργεῖ μὲ πνεῦμα πάλης καὶ ἀντιπαλότητας. Κάτι ποὺ δὲν πρέπει νὰ συμβαίνει μέσα στὴν Ἐκκλησία, γιατὶ τότε μεταποιεῖται τὸ ἱερὸ σὲ ἀνίερο, τὸ θεῖο σὲ χυδαῖο. Στὴν Ἐκκλησία, πρέπει νὰ ξέρουμε,  πὼς ὁ «νικητὴς» καὶ ὁ «ἡττημένος» εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Δηλαδή καὶ οἱ δύο ἀγωνιστὲς εἶναι καὶ κάτω ἀπὸ τὸ θέλημά Του πορεύονται. Ἐκεῖνος, λοιπόν, εἶναι ποὺ τὰ ἐπιτρέπει ὅλα «πρὸς τὸ συμφέρον» μας. Κι ἀκόμη,  πρέπει νὰ γνωρίζουμε, πὼς ὅλοι ἔχουν τὰ χαρίσματά τους, τό τάλαντο ποὺ τοὺς δόθηκε καί, φυσικά, τὴν ἐπίγνωση ὅτι διάκονοι εἶναι ὅλοι μέσα στὸν ἀμπελώνα Του κι ὄχι ἀφεντικά. Ἀφεντικὸ εἶναι μονάχα Ἐκεῖνος, στὸν Ὁποῖο καὶ βάζουμε μετάνοια, τὸν Ὁποῖον ἐπικαλούμαστε, ἀλλὰ κι ἐμπιστευόμαστε.  

Ὅταν ἕνας βυζαντινὸς λόγιος ἔγραψε τό, «Ἡγοῦμαι στεφανοῦσθαι νικώντων ἄλλων», πιστεύω ὅτι συμπύκνωνε, μὲ σὲ λίγες λέξεις ὅλο τὸ νόημα ποὺ ἔχει τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὁποῖο ἦθος ἑδράζεται καὶ στηρίζεται πάνω σ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἀξεπέραστο Ἁγιοπατερικὸ λόγιο ποὺ ἀκούγεται μιὰ φορὰ τὸ χρόνο στὴν πιὸ κορυφαία Ἡμέρα καὶ Γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας. «Φιλότιμος γὰρ ὤν ὁ Δεσπότης δέχεται τὸν ἔσχατον καθάπερ καὶ τὸν πρῶτον· ἀναπαύει τὸν τῆς ἐνδεκάτης ὠς τὸν ἐργασάμενον ἀπὸ τῆς πρώτης...» (Κατηχητικὸς Λόγος Ἰω. Χρυσοστόμου). Μὲ λίγα λόγια, ὅλοι ἔχουν θέση στὸν πάντιμο χῶρο τῆς Ἐκκλήσίας, ὅλοι χρειάζονται, ἀπὸ τὸν ἁπλὸ κανδηλάπτη μέχρι τὸν Πατριάρχη. Ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ διακόνημα ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ καθένας νὰ εἶναι πρὸς δόξαν Θεοῦ  κι ὄχι γιὰ αὐτοπροβολή. Νὰ εἶναι κάτι σὰν προσευχή, ἱερουργία ἔνθερμος, αὐτοπροσφορὰ  ἀνιδιοτελής. Γι᾿ αὐτὸ, καλὸν εἶναι νὰ μὴν «διαφημίζεται» προκλητικὰ τὸ καθετὶ ποὺ συντελεῖται σὲ ἐνορίες, ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες, Ἐπισκοπές, ὅτι δηλαδή εἶναι ἔργο τῶν χειρῶν τῶν ἀνθρώπων τους κι ὄχι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατὶ τότε ἡ ὅλη αὐτὴ ὑπόθεση θυμίζει ἐπιχείρηση. Κι ἀλίμονο ἄν μετατραπεῖ ἡ διακονία μας σὲ ἐπιχειρηματικὴ δραστηριότητα μὲ σκοπό τὸ κέρδος. [Γιὰ ὅσους δὲ στέκονται στὰ οἰκονομικὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία καὶ θεωροῦν οἰκονομικὴ δύναμη, μιὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση: ὅπως ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τὴν ὕλη γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὸ σωτήριο ἔργο Της, ἔτσι ἀναγκάζεται νὰ χειρίζεται χρηματικὰ ποσά, τὰ ὁποῖα ὀφείλει νὰ διαθέτει γιὰ σκοπούς ἱερούς π. χ. φιλανθρωπία, ἐνίσχυση ἀσθενῶν ὁμάδων, ἀνακούφιση πληγέντων, ἔκδοση ψυχωφελῶν ἐντύπων κ.λ.π.].   

Ἐντύπωση δημιουργεῖ, ὡστόσο, τὸ γεγονὸς τῆς φωτογράφησης μετὰ τὴν ἐκλογή. Ἐκεῖ, λοιπόν, παρατηροῦμε τὸ ἑξῆς παράδοξο: Νὰ φωτογραφίζονται οἱ ἐκλεγέντες μὲ τοὺς σύν αὐτοῖς οἰκείους καὶ μέλλοντας συνεργάτας. Καὶ μέχρι ἐδῶ ὅλα καλά, ὅμως καλύτερα θὰ ἦταν, ἄν καὶ οἱ τρεῖς συνυποψήφιοι φωτογραφίζονταν εἰς μνήμην ἀγαθήν, ὥστε νὰ τιμηθοῦν ἀμφότεροι. Γιατὶ ὅλοι ἐκοπίασαν... Καὶ δὲν θὰ πρέπει ὅλοι μας νὰ ξεχνᾶμε, πὼς οἱ μεγαλύτεροι ἀποτυχόντες μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Λκ. 9, 58), ἀλλὰ καὶ οἱ Ἅγιοι, ποὺ, ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ «κάνουν καριέρα» ἀρνούμενοι τὴν Πίστη τους, ἐν τούτοις ὡς «περικαθάρματα τοῦ κόσμου» ἐγενήθησαν (Α΄ Κορ. 4, 13). 

Κοιτώντας τώρα τὰ βιογραφικὰ τῶν Ἐπισκόπων ἤ καὶ τῶν ὑποψηφίων ἀκόμη, παρατηροῦμε νὰ γράφονται ἐκεῖ τὰ πλεῖστα ὅσα ἀφοροῦν στὶς σπουδές, τὶς ποιμαντικὲς δραστηριότητες, τὸ συγγραφικὸ ἔργο τους κ. ἄ. Κι εἶναι καλά καὶ ἐνημερωτικὰ ὅλ᾿ αὐτά. Γιατὶ περιγράφουν τὴν προσωπικότητα καὶ κοινοποιοῦν τὶς διάφορες περγαμηνὲς ἤ καὶ δραστηριότητές τους. Ὅμως δὲν εἶναι ἐκεῖ  τὸ ζητούμενο. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖται πρωτίστως καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλ’ αὐτά, εἶναι ἡ ἁγιότητα μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἐμφορεῖται ὁ κάθε κληρικός. Ἐπειδὴ αὐτὴ πρέπει νὰ ἀκτινοβολεῖ, νὰ καταυγάζει τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν, νὰ φωτίζει τὰ γύρω σκοτάδια. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ κόσμου καὶ οὐδεμία συνδρομὴ στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας προσφέρουν. Ἀντίθετα ἡ ἁγιότητα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναπαύει ψυχές, νουθετεῖ καὶ παραμυθεῖ, καθοδηγεῖ καὶ σώζει. Γιατὶ «ὁ ἅγιος φέρει μέσα του τὸν Χριστό καὶ τὴν ἀνίκητη δύναμη τῆς ἀγάπης Του, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων» (π. Δημήτριος Στανιλοάε).  

Ἀρχιερατικὲς ἐκλογές, λοιπόν. Μὲ νέα πρόσωπα στὸ πλήρωμα τῆς νοητῆς νηός, τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ταξιδεύει κλῆρο καὶ λαό, πρὸς τὰ ἔσχατα, πρὸς τὴν «ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Νέα πρόσωπα κι ἀπὸ τοὺς ἐκλεγέντες κι ἀπὸ τοὺς συνεχίζοντες νὰ διακονοῦν καὶ νὰ προσφέρουν, ἀγογγύστως πάντα. Ποῦ ἀλλοῦ; Μά, στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι δὲν πρέπει;  

π. κ. ν. κ.

Related Posts with Thumbnails