© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΚΛΗΜΑΤΙΑΝΗ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Μνήμη Σταματίου Π. Παλαιολόγου





πως νάφερα στ βιβλο μου γι τ Κλμα, νας π τος χρους σναξης τν παιδιν τ θεριν πβραδα ταν τ «κγκελα», πο βρσκονταν ξω π τ μαγαζ τς θεις Εανθας. ταν δ τπος ατς νας ξστης πο γνντευε κατ τ πλαγος, φραγμνος, λγω το ψους πο εχε μ κγκελα, γι᾿ ατ κα νομασα του.

Σημεο παρατρησης τν πλοων πο φθαναν στ Λουτρκι πγαιναν στν ντικρυν τ Σκιθο τ «κγκελα» ταν νας π τος χρους πο προτιμοσαν ν πισκεφτον ο Κληματιανο. Γιατ κα τ βρδυ εχε μι πανοραμικ θα, καθς φανονταν τ «γρ-γρ» στν «Πγκο», κοντ στ Πλαροννσι δηλαδ, φωτισμνη Σκιθος πναντι, λλ κα τ χωρι τς Βρειας Εβοιας. μως σ’ μς τ παιδι ρεσε πολ ν πηγανουμε κε, πειδ παζαμε μ τ Σταμάτη, τόν γι τς θεις Εανθας, πανξυπνο νθρωπο, λλ νπηρο.

Παζαμε λοιπν μ τόν Σταμτη χαρτι, τ λεγμενα «σκαμπλια», κυρως δ «μτο», παιχνδι μ τ ποο ποιος κρδιζε χτυποσε τν ντπαλ του στ μτη δυνατ μ τ χαρτι πο κρατοσε. καϋμνος Σταμτης δν βλεπε καλ κι τσι τν κερδζαμε πντα, γι’ ατ κα τν χτυποσαμε στ γαμψ τ μτη του κα λοι γελοσαμε, κμα κι κενος.

μως ατ πο θ μενει μσα μας χαραγμνο βαθει κα νεξτηλα εναι τ ξς:

Σταμτης ταν σπουδαιτατος παραμυθς. Δηλαδ μπνεταν διφορες στορες, τς ποες φηγετο σ μς, τ μικρ παιδι, μ θαυμσιο τρπο, λς κα τς διβαζε. Κουνοσε λοιπν τ κεφλι -ταν τς ναπηρας του κατλοιπο ατ τ συνεχς κονημα το κεφαλιο- κα λεγε διφορες στορες. Στ μνμη πομνει κτενς στορα πο φερε τν τιτλο « ναυαγς το μαρου Κκνου», μπνευσμνη σφαλς π τ Δ/Π «ΚΥΚΝΟΣ», πο ττε εχε πρωτομπε στ γραμμ τν Βορεων Σπορδων. Τν στορα δ ατ μς τν λεγε Σταμτης σ συνχειες κθε βρδυ, ταν μαζευμασταν στ κγκελα. Εχε δ φγησ του μι πειστικτητα κα ληθοφνεια, πο μες καθμασταν κα τν κογαμε μ κποια προσοχ. Μνο πο στορα ατ δν εχε ποτ τλος, γιατ καϋμνος Σταμτης, θλοντας ν χει συντροφι, πντα μπνεταν να πεισδια τς στορας, πο κποτε γινε βαρετ. ξχαστη μως μεινε, μαζ μ τς λμπες πο ψρευαν πναντι, μαζ μ τν ναστρο καθαρ οραν, πο δν τν σκιαζαν μτε τν διωχναν τ λεκτρικ τ φτα, φο ττε, στ τλη τς δεκαετας το 1950, ταν νπαρχτα, κενη τμσφαιρα κα συντροφι, μ τς φλεις της, τν ξεγνοιασι κα πνω π᾿ λα τν γντητ της.

Σ μνα πντως λαχε κλρος ν συνοδψω τ Μεγλη Τρτη το 1972 τν Σταμτη στ Βλο, ταν ρρστησε μητρα του κι κλεισε τ μαγαζ τους κα μαζ μ᾿ ατ κα να κομμτι π τ ζω μου. Γιατ τ μαγαζ, τ παντοπωλεο τς θεις Εανθας ταν γι μνα τ δετερο σπτι μου, πειδή μο ρεσε πολ ν πηγανω μσα, διατερα τ χειμωνιτικα βρδυα, που μαζεονταν κποιοι νοικοκυραοι το χωριο κα συζητοσαν, μσα στ μφως πο φηναν ο δύο-τρες λμπες πετρελαου, διφορα, κογοντας παρλληλα κα τ να, τς εδσεις δηλαδ π τ παλι τ ραδιφωνο, π τ σπνια πο πρχαν στ χωριό ττε.

Συνδεψα, λοιπν, τόν Σταμτη στόν Βλο, ν σ᾿ λο τ ταξδι προσπαθοσα ν το ξηγσω πς μητρα του θ γνει καλ κα θ ξανρχονταν στ χωρι ν ξανανοξουν τ μαγαζ. Κα τ πστευα ττε, γιατ δ μποροσα ν φανταστ τ μαγαζ κλειστ κα τόν Σταμτη ν κθεται λλο ξν πσω π τν πγκο, ν κνει π μνμης λογαριασμος κα ν δνει ρστα πό τ ψνια. Γελστηκα μως. Σταμτης δν ξανρθε στ Κλμα, τ μαγαζ κλεισε, ρμωσε, πουλθηκε σ ξνους... Μνο τ νειρα, ο μνμες κα τ πρσωπα ταξιδεουν, στω κα μ τ παισιδοξο σκαρ το «Μαρου Κκνου» κοντ πενήντα χρόνια...

Σκόπελος 16 Αγούστου, Μνήμη το γίου Νεομάρτυρος Σταματίου το ν Βόλ

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΡΟΣΙΖΟΥΝ...

ἤ, Τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνα ἡ πνευματικὴ ἀναψυχή
Στὴν ἀξιότιμη κυρία Μαρία Κοτοπούλη, ταπεινὸ εὐχετήριο γιὰ τὰ ὀνομαστήριά της

Βομβαρδισμένος καθὼς εἶναι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ λέξεις κι ἔννοιες περίεργες, ὅπως π. χ. οἰκονομικὸ κράχ, Grexit, Capital controls, μνημόνια, φορολογικὲς διατάξεις καὶ ἕνα σωρὸ ἀκόμη οἰκονομοτεχνικοὺς ὅρους, νομίζει ὅτι ἀσφυκτιᾶ καὶ ὅτι κυριολεκτικὰ τοῦ κόβεται ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ προοπτικὴ γιὰ ζωή καὶ δημιουργία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καταφεύγει ὕστερα σὲ διάφορες ἀγωγὲς καὶ ψυχοφαρμακευτικὲς συνδρομές, ὥστε νὰ ξαναβρεῖ -ἔστω καὶ μὲ δεκανίκια- τὴν ἡρεμία του. Μιὰ ἡρεμία ὡστόσο ἀμφίβολη, ἀφοῦ πάντα θὰ ὑπάρχουν οἱ εὐκαιρίες ἐκεῖνες ποὺ θὰ τοῦ ἀποσυντονίζουν τὴν διάθεση καὶ θὰ τοῦ καῖνε τὴν ψυχή.
Μάλιστα, ἄν λάβει ὑπόψιν του κάποιος καὶ τοὺς ἐξωτερικοὺς μετεωρολογικοὺς καύσωνες, ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἰκμάδα ἀπὸ τὸ εἶναι, ἰδιαίτερα γιὰ τὸν κάτοικο τῶν ἀστικῶν κέντρων, τότε διαπιστώνεται ἀκόμα περισσότερο τὸ πόση ἀνάγκη ἔχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας γιὰ μιὰ ἀναζήτηση ἀναψυχῆς, δρόσου δηλαδὴ ούσιαστικῆς καὶ μόνιμης, ποὺ θὰ ἀποδιώξει τὰ ὁποιαδήποτε «νέφη τῶν λυπηρῶν» καὶ τὴν ἀπελπισία ποὺ προέρχεται «ἐκ τῶν δεσμῶν τῶν τοῦ ᾅδου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐπιθυμώντας νὰ μεταποιήσει τὶς λέξεις τῆς καθημερινότητας, ποὺ συνθλίβουν τὴν ψυχὴ σὲ βιώματα χαρισματικὰ καὶ ἰαματικά, καλεῖ κάθε βράδυ, τώρα τὸν Δεκαπεντάυγουστο τοὺς ὅποιους πιστοὺς ἐπιθυμοῦν νὰ μετάσχουν στὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τῶν Παρακλήσεων, ποὺ ὡς ἄλλες προσευχὲς ἀναπέμπονται στὴν Κυρία Θεοτόκο. Τὴν Παναγία μας, ποὺ ἀναμφίβολα τὴ νοιώθουμε νὰ εἶναι ἡ Μήτηρ τῆς Ζωῆς: παναπεῖ τῆς αἰσιοδοξίας, τῆς προστασίας, τῆς γαλήνης: Ἀγαθῶν ποὺ μέσα στὴν καθημερινότητα ὅλο καὶ ἐκλείπουν, ὅπως ἐκλειπει ἡ ἀνθρωπιά, ἡ συναντίληψη κι ἡ ἀλληλοεκτίμηση στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις.
Κάθε ἀπόβραδο, λοιπόν, ὅλοι ἐμεῖς ποὺ καταφεύγουμε στὴν ἀνύστακτη παραμυθία Της, ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ ἀστείρευτο πηγάδι τῶν οἰκτιρμῶν Της δροσισμὸ καὶ κατάνυξη. Ναί, τὰ ἔχουμε ἀνάγκη αὐτὰ τὰ ἀγαθά, ποὺ τὰ στολίζουν οἱ εὐωδιὲς τοῦ βασιλικοῦ καὶ γιασεμιοῦ καὶ τοῦ θυμίαματος. Γιατὶ μὲ λέξεις ποὺ αἰῶνες τώρα φτερουγίζουν τέτοιες ὦρες πανίερες μέσα στοὺς χωνεμένους στὸ δειλινὸ τὸ φῶς ναοὺς νοιώθουμε νὰ μᾶς ραντίζει δρόσος οὐρανιος:
«Τὸν ποταμόν, τὸν γλυκερόν τοῦ ἐλέους σου, τὸν πλουσίαις δωρεαῖς δροσίσαντα, τὴν παναθλίαν καὶ ταπεινήν, πάναγνε ψυχήν μου, τῶν συμφορῶν καί τῶν θλίψεων, καμίνῳ φλογισθεῖσαν, μεγαλύνω κηρύττω, καὶ προστρέχω τῇ σκέπῃ σου σῶσον με»
Αἰῶνες οἱ πατέρες μας γεύτηκαν παράλληλα μὲ τὴν ἱεροπρεπῆ νηστεία καὶ τὴ συνδρομὴ τῶν λόγων πού, ὡς ἄλλοι προσεγμένοι καὶ δουλεμένοι μὲ προσοχὴ καὶ προσευχή λίθοι, ὕψωσαν τὸ ἄσειστο οἰκοδόμημα τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων. Γιατὶ «στοὺς ἱκετήριους ἤ παρακλητικοὺς Κανόνες στρέφεται ἱκετευτικὰ ὁ λόγος, ἐπικλητικὰ καὶ παρακλητικά, ὡς ἐκζήτηση ἔμπονη βοηθείας πρὸς ἐπίτευξη τῆς προσδοκώμενης θεραπείας» (Καθηγητὴς π. Νικόδημος Σκρέττας). Ἔτσι συμπλέκονται στὰ κείμενα αὐτὰ ἡ ἐκτενὴς δέηση μὲ τὴν ἐξομολόγηση, ἀλλὰ καὶ ἡ δοξολογία μὲ τὴν ἔκφραση εὐγνωμοσύνης.
«Πῶς ἐξειπεῖν, σοῦ κατ' ἀξίαν δυνήσομαι, τοὺς ἀμέτρους, οἰκτιρμοὺς ὦ Δέσποινα, τοὺς τὴν ἐμὴν πάντοτε ψυχήν, δεινῶς πυρουμένην, ὡς ὕδωρ περιδροσίσαντας; Ἀλλ' ὢ τῆς σῆς προνοίας, καί τῆς εὐεργεσίας, ἧς ἀφθόνως αὐτὸς παραπήλαυσα»!
Οἱ λέξεις μετασχηματίζονται σὲ δροσεροὺς ἀνασασμοὺς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς λειμῶνες τοὺς ἀθάνατους τῆς Κεχαριτωμένης. Λὲς κι εἶναι μυρωμένο μελτέμι ἀπὸ ἁρμύρα καὶ πεῦκο, ποὺ παραμερίζει τῶν παθῶν μας τὸν τάραχον καὶ τῶν ἐφιαλτικῶν λέξεων τὶς ἔννοιες καὶ σκιές.
Τώρα πιὰ ξέρουμε γιατὶ ζοῦμε. Καταλαβαίνουμε τὴν ματαιότητα τῆς ἐφημερίας μας καὶ στεκόμαστε στὸ κατώφλι Της, ὅπως τὰ παλιὰ τὰ θερινὰ τὰ ἀπόβραδα κάθονταν οἱ νοικοκυρὲς τὸ κατώφλι γιὰ ν᾿ ἀπολάψουν τὴ δροσιὰ ποὺ βημάτιζε μὲ τὸ πρῶτο σκοταδι, καὶ Τῆς ξαναθυμίζουμε: «Προστάτιν σε τῆς ζωῆς ἐπίσταμαι, καὶ φρουρὰν ἀσφαλεστάτην, παρθένε, τῶν πειρασμῶν διαλύουσαν ὄχλον, καὶ ἐπηρείας δαιμόνων ἐλάυνουσαν, καὶ δέομαι διαπαντός, ἐκ φθορᾶς τῶν παθῶν μου ρυσθῆναί με». Ἀμήν.


Δεκαπενταύγουστος 2015 

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου: ΙΚΕΣΙΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

«Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων….»
Εικασίας της Μοναχής. Ιδιόμελον, 9ος μ.Χ. αι.
Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Η υγρή αυγουστιάτικη ζέστη κάνει πιο δύσκολη την ανηφοριά. Επιταχύνει την αναπνοή και η αρμύρα του ιδρώτα στυφή στα χείλια. Το ρολόι της πόλης χτυπάει οχτώ. Οι στίχοι των Τροπαρίων του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα ξεγλιστρούν από τα παράθυρα της Παναγίας της Φανερωμένης, για να διαχυθούν στα στενά δρομάκια.
«Βλέψον ιλέω όμματί Σου και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχω…», παράκλητη η φωνή του ιεροψάλτη στα αφτιά. Επισπεύδω τα βήματά μου, γιατί διαπιστώνω ότι έχω αργήσει.
Μπαίνω στην μικρή μας εκκλησιά από τη δυτική είσοδό της. Καντήλια τρεμόφεγγα στο σιωπηλό εικονοστάσι. Ευάριθμο το εκκλησίασμα που το αποτελούν κυρίως γυναίκες. Φόρος τιμής στην «Πανύμνητη Μητέρα του ανατείλαντος το φως της γνώσεως» το κερί που ανάβω στο μανουάλι. Χώνομαι στο τρίτο, προς τα αριστερά μου, στασίδι. Κάτισχνη η ψηλή μαυροντυμένη δίπλα μου γυναίκα. Εύγλωττη η σιωπή που την τυλίγει και τα μαύρα της μάτια όπως εκείνα του πληγωμένου ζώου…
«Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον…» οι πρώτες λέξεις από τα μεγαλυνάρια αγκαλιάζουν το εκκλησίασμα. Σταυροκοπιούνται λυγίζοντας παράλληλα τη μέση τους- ένδειξη αφοσίωσης και ταπεινοσύνης- οι γυναίκες. Και εκείνη κατεβαίνοντας το σκαλοπάτι του στασιδιού της, από της ικεσίας την ανάγκη, χύνεται γονατίζοντας στα ασπρόμαυρα του δαπέδου της εκκλησιάς τσινιά. Ασήκωτο της δυσίατης αρρώστιας της το βάρος…
«Από των πολλών μου αμαρτιών ασθενεί το σώμα ασθενεί μου και η ψυχή…» ακούγεται ανατριχιαστικά η συγκλονιστική διαπίστωση του επόμενου μεγαλυναρίου! Συνταρακτική η στιγμή της ομολογίας της επίγνωσης του λάθους και της επίκλησης βοήθειας από των «Απηλπισμένων την ελπίδα»…
Σαρώνει τώρα, καθώς σέρνεται, το δάπεδο η «ικεσία του οικτειρήσαι»… Δακρύζει ανθοστολισμένη στο εικόνισμά της η Παναγιά. Απλώνει το χέρι της και γίνεται «θερμή Πρεσβεία» για να ανεβάσει στου παιδιού της το θρόνο την δακρύβρεκτη παράκληση. Λειώνουν από τη φλόγα της ικεσίας στα μανουάλια τα κεριά… Λειώνει και η καρδιά από της συγγνώμης του Θεού το ακατανόητο θαύμα!
Άγγελος σταλμένος από τον ουρανό φαντάζει το λευκοντυμένο κοριτσάκι που μόλις μπήκε στην εκκλησιά! Στη θέαση της ριγμένης στα πλακάκια μαύρης φιγούρας ανοίγει διάπλατα τα ματάκια του καθώς αδυνατεί να εξηγήσει αυτό που βλέπει μπροστά του… Γλυκαίνει η ψυχή στην σκέψη της καινούργιας ανθοφορίας που υπόσχεται το παιδί και η ευχή που ανεβαίνει αυθόρμητη: «μακάρι πνεύματος γλώσσες να γίνουν οι φλόγες των κεριών απάνω στα κεφαλάκια όλων των παιδιών μας»
Σήμανε την απόλυση του Παρακλητικού Κανόνα το «Δι’ ευχών» του καλού ιερέα καθώς έξω η νύχτα τύλιγε στα πέπλα της τη μικρή πλατεία.

Στη Σκόπελο 4-8-2015 

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΗΠΟΥΡΙΚΗΣ

(Προσωπικὲς διαπιστώσεις)

Ἄν καὶ σὲ προηγούμενο κείμενό μου ἀναφερόμουν στὴν ὀμορφιὰ ποὺ χαρίζει στὴν ψυχὴ ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κήπου, ἐδῶ θὰ προσπαθήσω, μὲ ὅσο γίνεται λιτὸ τρόπο νὰ ἐκφράσω τὰ βιώματά μου. Βιώματα, ποὺ ἐξάπαντος ἀποτελοῦν καὶ εἶναι ἀποτέλεσματα μιᾶς μακρᾶς ἐνασχόλησής μου μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Γιατὶ, στὸ περιθώριο τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων, τὸ διακόνημα αὐτὸ τῆς καλλιέργειας τοῦ κήπου γίνεται αὐτόματα γιὰ τὸν ποιμένα ἕνα ἄλλο σχολεῖο, ὅπου μαθητεύει: τὶ ἄλλο ἀπὸ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, καθὼς παρατηρεῖ μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία, ἐργασία καὶ κόπο νὰ μεταποιεῖται τὸ χέρσο ἔδαφος σὲ μιὰ σιωπηλὴ κοινωνία φυτῶν ποὺ μέρα τὴ μέρα, στιγμὴ τὴ στιγμὴ αὐξάνονται, ἀνθοφοροῦν, καρποφοροῦν, ἀλλὰ καὶ φθίνουν, χλομιάζουν, μαραίνονται καὶ στὸ τέλος ξηραίνονται. Ἕνα μεγαλεῖο εἶναι ἡ ὅλη αὐτὴ διαδικασία ποὺ δὲν περιγραφεται μὲ λόγια, ὡστόσο ὁμολογεῖται, γιατὶ κατανοεῖ ὁ κάθε πιστός -πόσο μᾶλλον ὁ ποιμένας- τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ νὰ στεφανώνει τὶς πράξεις αὐτὲς καὶ ἀσχολίες του. Ὅντως, «ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε..» (Ψαλμ.103, 24).
Ὡστόσο, δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονηθεῖ καὶ ἡ ἄλλη παράμετρος τῆς κηπουρικῆς ἐνασχόλησης. Αὐτῆς δηλαδὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς, τὴν ἀποφόρτωσή της καί, κυρίως, τὴν εἰρήνευσή της. Γιατὶ ἡ καλλιέργεια, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τότε γίνεται δοξολογία φωτεινή, ποὺ διανοίγει τοὺς κλειστοὺς τοὺς πόρους τῆς ψυχῆς καὶ τῆς χαρίζεται ἀφειδώλευτα τὸ ὀξυγόνο τῆς θείας εὐλογίας.
Θυμᾶμαι ἐδῶ μὲ συγκίνηση τὸν Γέροντα Μωυσῆ ποὺ μᾶς διηγεῖτο κάποτε γιὰ ἕνα ἐνάρετο γιορείτη μοναχό, ποὺ ζοῦσε στὴ Σκήτη τους κι ὁ ὁποῖος, ὅταν καλλιεργοῦσε τὸν κῆπο του, φοροῦσε πάντα τὸ κουκούλι του, γιὰ νὰ αὐτοσυγκεντρώνεται καὶ νὰ μὴν περισπᾶται.
Αὐτὴ τὴν αὐτοσυγκέντρωση βιώνει κι ὁ κάθε πιστὸς καλλιεργητής-κηπουρὸς μέσα στὴ σιωπηλὴ κοινωνία τοῦ κήπου του. Γιατὶ ἀφοσιώνεται στὸ ἀντικέιμενό του καὶ μὲ σπουδή, φιλοτιμία κι ργατικότητα προσπαθεῖ νὰ καλλιεργήσει καὶ φροντίσει τὰ φυτά του. Κι εἶναι ἀναμφίβολα ἐτούτη ἡ διακονία μάθημα θεοδίδακτο, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴ διαδικασία πληροφορεῖται καὶ διδάσκεται ἕνα πλῆθος ποιμαντικῶν θεμάτων, ποὺ τὸν ψυχωφελοῦν καὶ συνάμα τὸν συνδράμουν. Μὲ λίγα λόγια, δὲν εἶναι καὶ μικρὸ τὸ παράδειγμα τοῦ εὐπρεπισμοῦ ἀρχικὰ τοῦ χωραφιοῦ, πρὶν σκαφτεῖ καὶ στὴ συνέχεια φυτευτεῖ. Γιατὶ κάπως ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν ἴδια τὴν ψυχὴ τοῦ ποιμένα καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τοῦ κάθε πιστοῦ μέλους τῆς ἐνοριακῆς του κοινότητας. Ἄν, δηλαδή, τὸ χωράφι δὲν καθαριστεῖ ἀπὸ τὰ ξεράδια, τὶς πέτρες καὶ ἄγρια τὰ χόρτα, τότε δὲν εἶναι δυαντὸ νὰ γίνει τὸ πρῶτο τὸ βῆμα: τὸ προσεχτικὸ τὸ σκάψιμο, μὲ φροντίδα στε τὸ χῶμα νὰ γίνει πιὸ εὔφορο, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὰ σπόρια ἤ καὶ τὰ φυτά. Καὶ γιὰ νὰ καταστεῖ εὔφορη ἡ γῆ, θὰ πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦν τυχὸν ρίζες ποὺ ἀπόμειναν στὸ χῶμα, κρυμμένα λιθαράκια, ἀκόμα καὶ ἄλειωτοι σβόλοι ἀπὸ χῶμα. (Κάπως ἔτσι δὲν τὰ δίδαξε κι ὁ Χριστὸς στὴν ὑποδειγματική Του παραβολὴ τοῦ σπορέως; [βλ. Λκ.] Ἤ, γιὰ λέμε τὰ πράγματα μὲ τ᾿ ὄνομά τους, ἄν δὲν ἀρχίσει σωστὰ ἡ καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, τότε εἶναι ἀδύνατο νὰ καταστεῖ δεκτικὴ τῆς ἁγιοπνευματικῆς χάριτος).
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ λιπανθεῖ ὁ κῆπος κι αὐλακιαστεῖ, ἀρχίζει τὸ φύτεμα, ποὺ δὲν εἶναι καὶ εὔκολη ἐργασία, ἀφοῦ ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή, ἐπιμέλεια καὶ ὑπομονή. Τὸ φύτεμα ἀκολουθεῖ τὸ πότισμα, ποὺ κι αὐτὸ χρειάζεται νὰ γίνει μὲ φροντίδα κι ὄχι βιασύνη. Γιατὶ τὸ μέτρο πρέπει νὰ πρυτανεύει καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἐπειδὴ τὸ ἀπότομο νερὸ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὰ νεόφυτα. (Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπαιτεῖται μὲ προσεχτικὸ καὶ ἐπιμελημένο τρόπο νὰ προσλαμβάνουμε τὰ σα διδασκόμαστε καὶ νὰ τὰ φροντίζουμε, ὥστε νὰ αὐξάνεται μέσα μας ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται ὑπομονὴ κι ὄχι ἀπότομες κινήσεις. Κινήσεις, δηλαδή, ἐπιζήμιες, ὅπως ἡ βιασύνη καὶ ἡ ἀγωνία, συνοδευμένες ἐξάπαντος ἀπὸ τὸ ἄγχος νὰ φανοῦμε «τοῖς ἀνθρώποις» ὅτι τάχα προκόψαμε στὰ πνευματικά. Γιατὶ τότε ὅλα καταστρέφονται).
Ὅμως ἡ διαδικασία τῆς καλλιέργειας δὲ σταματᾶ μὲ τὸ φύτεμα καὶ τὴν ἀναμονὴ γιὰ λήψη τῶν καρπῶν. Ἀπαιτεῖται συνεχὴς ἐπίβλεψη, ὥστε νὰ φροντίζονται τὰ φυτά. Ἔτσι ἔχουμε τὸ σκάλισμα, τὸ ξεφύλλισμα, τὴν τοποθέτηση στηριγμάτων, ὥστε τὸ φυτό, καθὼς μεγαλώνει καὶ ὑψώνεται, νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ τοὺς βίαιους ἀνέμους καὶ νὰ εἶναι, κατὰ τὸ δυνατὸ, στερεωμένο καὶ δεμένο προσεχτικά.
Γιὰ τὴν ἀναπτυξή του τώρα ἀπαιτεῖται τὸ πότισμα κατὰ τὸ θέρος, ἡ τροφή του μὲ ζωικὴ λίπανση (κοπριά), ἀλλὰ καὶ ἡ προφύλαξή του ἀπὸ τυχὸν ἀσθένειες. Ἔτσι, κατὰ τακτὰ διαστήματα θειαφίζεται, γιὰ νὰ ἀπομακρύνονται τὰ μικρόβια. Φυσικὰ κάθε τόσο θὰ πρέπει νὰ «βοτανίζεται» ὁ κῆπος, δηλαδή, νὰ ἀποβάλλονται τὰ ζιζάνια, τὰ γριοχόρταρα, τὰ ὁποῖα αὐξάνονται μὲ ἐπιθετικὸ τρόπο, ὥστε νὰ κινδυνεύουν τὰ φυτὰ νὰ ἀσθενήσουν καὶ νὰ ἀτονήσουν μὴ δίδοντας καρπὸ στὸ μέλλον. Κι ἐδῶ ἔρχεται στὸ νοῦ, γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, ἡ ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ σπορέως, στὴν ὁποία ὑπάρχουν ὅλες οἱ παραπάνω ὑποδείξεις. Ὑποδείξεις ποὺ χρειάζεται νὰ τὶς ἀναγνώσει ὁ κάθε πιστὸς μὲ λεπτομερῆ τρόπο, ὥστε νὰ καταστεῖ ὁ κῆπος τῆς ψυχῆς του καρποφόρος κι πωροφόρος.
Ὅταν, τώρα, τὰ φυτὰ ἀρχίζουν νὰ μεγαλώνουν, χρειάζονται καὶ στήριγμα, γιὰ νὰ μὴν κινδυνέψουν νὰ ξεριζωθοῦν σὲ περίπτωση ποὺ θὰ ξεσπάσει κάποια θύελλα ἤ ραγάνι, γι᾿ αὐτὸ καὶ φροντίζει ὁ κηπουρὸς νὰ τὰ προφυλάξει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ νὰ τὰ στηρίξει.   

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Για το βιβλίο της Ελένης Λαδιά “Οι θεές” (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ 

«Σε ανασταίνω γράφοντας στηριγμένη σε λιγοστές αναμνήσεις» 

Η Ελένη Λαδιά μας έχει συνηθίσει σ’ έναν τρόπο γραφής, όπου το συναίσθημα βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, χωρίς να παραγκωνίζει τη λογική και χωρίς να στέκεται στην επιφάνεια. Πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής της και με αυτά παρατηρεί και καταγράφει την καθημερινή εμπειρία, εμβαπτισμένη στην πείρα την πικρή που έχει πια κατασταλάξει και έχει κατακάτσει σαν την τρύγα στο βαρέλι. Από εκεί αντλεί, ή καλύτερα, και από εκεί αντλεί, στο πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο Οι θεές. Και ποιες είναι αυτές; Η Δήμητρα και η Κόρη της η Περσεφόνη, αλλά και όλες εκείνες οι γυναίκες που ως κόρες, εγγονές, μητέρες έσπασαν τα σύνορα του κόσμου τούτου για να περάσουν στην αιωνιότητα. Και συμβαίνει να βιώνουμε περισσότερο τραυματικά την αναχώρηση της μητέρας, των γονιών μας γενικά, αν αυτή η αναχώρηση ήταν διαδικασία μακρά και δύσκολη, οπότε οι αναχωρούντες αγιοποιούνται και τότε «δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν», όπως λέει ο ποιητής και, φυσικά, ποτέ δεν θα πεθάνουν, γιατί «μας βαραίνουν», με την έννοια πως η καρδιά και το μυαλό μας βουλιάζει από τη μνήμη. Είναι αυτή η πλατιά και βαθιά και βαριά κληρονομιά μας. 

Η Λαδιά, έμπειρη συγγραφέας, ξέρει πώς να διευθετήσει το υλικό που έχει στη διάθεσή της. Και εκεί έγκειται και η πρωτοτυπία της αφήγησής της, η οποία έχει τριπλή μορφή. Είναι η αφήγησή της από μέσα, η αφήγηση απέξω και η αφήγηση από μακριά που βλέπει το ίδιο πράγμα από διαφορετική γωνία. Και ό,τι από το μακρινό και βαθύ παρελθόν φτάνει στον αφρό, όσο και αν φαίνεται κοινό, είναι προσωπικό. Είναι συναίσθημα που γεννιέται από την κοινή μοίρα. Υπάρχει κοινοκτημοσύνη και στις χαρές και στα πένθη. Και όταν το προσωπικό ανακατεύεται με την εμπειρία και την μακρόχρονη πείρα, το «κοντά» και «από μέσα» γίνεται «εγώ που πάσχω», το «απέξω» γίνεται «εγώ που παρατηρώ», και το «από μακριά» ισοδυναμεί με την εξ αποστάσεως φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου. 

Το θέμα είναι η μάνα. Η μάνα που πέθανε. Η ζωή της, η δική της μάνα και ο δικός της πατέρας, ο θείος, το χωριό, η φτώχεια, και, τέλος, η μακρά κατάκλιση, η ακινησία και το μυαλό χαμένο στον δικό του άγνωστο και αχαρτογράφητο κόσμο. 

Μέσα από την ιστορία της μάνας προβάλλει η ιστορία της Ελλάδας και η μοίρα της. Πόλεμοι, περιπέτειες, χαρακτήρες, άνθρωποι που οι συνθήκες της ζωής τους τούς επέβαλαν συμπεριφορά ακατανόητη, αν ελεγχθεί μέσα σε κανονικές συνθήκες. Κι όμως όλα τα αντέχει ο άνθρωπος και με όλα, στην ψυχή ή στην πλάτη του, ζει. 

 Η κόρη βιώνει τραυματικά την κατάσταση της μητέρας. Η φροντίδα, που εκείνη κατ’ αποκλειστικότητα ανέλαβε, είναι ένα χρέος αλλά παράλληλα είναι και τιμή, κι ας ομολογεί πως «κουράστηκε» από αυτή τη φροντίδα και την έγνοια. Όλα είναι φυσικά και το πιο φυσικό είναι το επίσης κουρασμένο σαρκίο να ξεκουραστεί. Η άλλη πλευρά του θέματος όμως μας δείχνει πως αυτός που έχασε άνθρωπο «κουρασμένο», όσο «κουρασμένος» και να ήταν, θα ευχόταν να τον είχε ακόμα, εκεί, ζωντανό, έστω και ταπεινωμένο, στο κρεβάτι του, έστω και φευγάτο από καιρό. Ο ορθολογισμός -«ξεκουράστηκε»- φυσικά και δεν ισχύει. Ο πεθαμένος δεν ξεκουράζεται. Δεν ζει για να καταλαβαίνει την «ξεκούραση». 

 Η συγγραφέας, λοιπόν, έζησε τα τελευταία χρόνια πλάι στη μητέρα της. Την φρόντισε η ίδια. Και όταν ήρθε η στιγμή του αποχωρισμού ένοιωσε σαν ορφανό παιδί που χάνει το στήριγμά του. Συγκλονίστηκε. Και τότε οι ψυχοσωματικές δυνάμεις σε συνεργασία, ανέλαβαν να την αναστήσουν. Η οδύνη από το θάνατο της μητέρας έφερε ωδίνες τοκετού στην κόρη. Είναι η σειρά της να γεννήσει τη μάνα, όχι όμως με το σώμα, αλλά όπως ο Δίας την Αθηνά, με το κεφάλι. Η προσπάθειά της τελεσφόρησε. Η μητέρα έγινε το κέντρο στο νεογέννητο βιβλίο και το έναυσμα για να ανταλλάσσει τη σκυτάλη με την Ελλάδα και έτσι να αναβλύσει η ιστορία της Ελλάδας, εντός και εκτός συνόρων, η Ελλάδα του χωριού και της πόλης, τα ήθη και τα έθιμα, οι νοοτροπίες και οι ιδεοληψίες, τα πάθη· εν τέλει η ζωή και ο θάνατος. Και τι προκύπτει από αυτήν την πλατιά και βαθιά περιδιάβαση; Η επανεπιβεβαίωση ότι η ζωή έχει περισσότερη φαντασία από την τέχνη ή αλλιώς ότι η τέχνη και η πραγματικότητα είναι συγκοινωνούντα δοχεία και δεν χρειάζεται να είναι κανείς υπερρεαλιστής για να το καταλάβει. 

Η συγγραφέας περνάει με άνεση από την αφήγηση των προσωπικών στα κοινά και από αυτά στον αρχαίο μύθο, στον Όμηρο, στην τραγωδία και στη λαϊκή παράδοση μέσα από τις «Μπάμπες», τις σοφές εκείνες γυναίκες που φορτώνονται όλη την ιστορική μνήμη. Γιατί οι «Μπάμπες», εν είδει ιντερμεδίων, αναλαμβάνουν το ρόλο της διερεύνησης της βιβλιογραφίας, της ανακάλυψης εκ νέου του σύμπαντος κόσμου και σύμπασας ιστορίας. Και από την περιφέρεια η αφήγηση επανέρχεται στο κέντρο και το αντίστροφο. Κεφάλαιο κεφάλαιο πλαταίνει και μαζεύει, ανοίγει και κλείνει, σαν ακορντεόν που ανασαίνει πλατιά για να συμπεριλάβει τον κόσμο και κλείνει πάνω στο στήθος, αφήνοντας ήχους που αγγίζουν τον ακροατή /αναγνώστη, αλλά βγαίνουν από την δεξιοτεχνία και το πάθος του παίχτη. Και αν τύχει και ο αναγνώστης έχει λίγο πολύ παρόμοιες εμπειρίες, τότε θα ανακαλύψει στο βιβλίο της Λαδιά πόσο το προσωπικό μας είναι γενικό και το μόρσιμον κοινή μοίρα, κληρονομιά της ανθρώπινης υπόστασής μας και υποταγή επιβεβλημένη άνωθεν. Εκεί ψηλά είναι που παίρνονται οι αποφάσεις. Η μονομαχία της Αθηνάς υφάντρας με την Αράχνη που επίσης ήταν καλή υφάντρα είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης. Η θεά τιμωρεί την ταλαντούχα αλλά αλαζόνα Κόρη, δείχνοντάς της ποιος έχει το πάνω χέρι. Διότι ισχύει πάντα το δίκαιο του ισχυροτέρου. Είναι κοινός τόπος στο μύθο και στη ζωή ότι όποιος πάει να σηκώσει το κεφάλι του στα αφεντικά, το τρώει τελικά. Ο ιστορικός, βέβαια, θα πει ότι «Δεν είναι φθονερό το θείο αλλά μεγάλη η ανθρώπινη ύβρις», που και αυτό σωστό είναι. Δεν πρέπει να παραβιάζουμε τα όρια και πρέπει να τηρούμε τις αποστάσεις (παρεμπιπτόντως, ο αγώνας της Αθηνάς με την Αράχνη απεικονίζεται στον γνωστό πίνακα του Γκόγια Οι υφάντρες). Η συγγραφέας επ’ ευκαιρία μας θυμίζει και τις άλλες υφάντρες του Μύθου· την Πηνελόπη, την Κίρκη και την η Καλυψώ στην Οδύσσεια, αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τον αργαλειό, αλλά και τραγούδια γνωστά μας, όπως το «τάκου τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι έρχεται ο καλός μου», πράγμα που δείχνει ότι στην παραδοσιακή κοινωνία, η κόρη «πλέκει τα προικιά» λέει ο Γιάννης Ρίτσος ή τα υφαίνει στον αργαλειό, περιμένοντας τον καλό της «για φιλί και για στεφάνι». 

Μιλήσαμε ήδη για την υφαντική. Αλλά και η αιώρα έχει τη θέση της και την αλήθεια που κρύπτεται πίσω από τον μύθο. Και από το μύθο πάλι στη σύγχρονη ιστορία. Οι πρόσφυγες, η παλιά μορφή της Αττικής με τα περιβόλια και τους κήπους, τις αυλές των σπιτιών και το πηγάδι. Το πηγάδι με την ιστορία, την προϊστορία και την ατίμωσή του. Το πηγάδι στόμα του Άδη για τους αρχαίους που έγινε τάφος άτιμος και φριχτός στον Εμφύλιο (δες και Φλώρα Αντωνακοπούλου, «Από το βαθύ πηγάδι στην αναθηματική στήλη», Διάστιχο 29 Μαρτίου 2015). Και φυσικά, ποιος ξεχνάει την όμορφη Γερακίνα που «έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε φωνή μεγάλη, ντρουμου ντρουμου ντρουμ». Και ο πόλεμος, οι Γερμανοί, η Βέμπο και τα τραγούδια της, ο Γλέζος και ο Σάντας που κατεβάζουν τη γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, οι θηριωδίες των κατακτητών, το Δοξάτο, το Ελ Αλαμέιν, όπου περιφερόταν έφιππος ο Άγιος Μηνάς, προστάτης του στρατού μας, η ερμηνεία του κονιορτού στη Σαλαμίνα, η ιστορία πίσω από τις ζωγραφιές στην Ποικίλη Στοά, η απεικόνιση της μάχης του Μαραθώνος και ο αγρότης που πολέμησε και σκότωσε πολλούς εχθρούς κι έπειτα εξαφανίστηκε, τα άλογα που ακούγονται τις νύχτες να χρεμετίζουν στη μάχη, το μεγάλο και λαμπερό φως στο Θριάσιο πεδίο και η δυνατή φωνή και ο κονιορτός πάνω από τα πλοία, ο σεισμός που έγινε. Στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπια οι Έλληνες αιχμάλωτοι των Άγγλων (δες και Ανδρέα Μήτσου Ο Κίτρινος Στρατιώτης, Καστανιώτης 2012). 

 Το βιβλίο της Λαδιά θα μπορούσε να διαβαστεί ως λαογραφικό, μελέτη ηθών και εθίμων, μυθολογία, ιστορία αρχαία, νεότερη και σύγχρονη, κοινωνιολογία. Έτσι προκύπτει από τα τρία διαφορετικά είδη της αφήγησης, τα οποία πηγάζουν από την προσωπική της μνήμη, τις θεολογικές και αρχαιολογικές σπουδές της. Μπορεί, όμως, και κυρίως, να διαβαστεί ως μνημόσυνο της κόρης για τη μητέρα. 

«Κάποτε στην Ελευσίνα διαδραματίστηκε το μέγα δράμα μεταξύ μητέρας και Κόρης, αποδεικνύοντας συγχρόνως την βαθειά τους αγάπη». Όσο για το ρόδι, αυτό το όμορφο στρογγυλό κόκκινο φρούτο, που κοσμεί και το εξώφυλλο, από το οποίο η Κόρη έφαγε ένα σπυρί, θα συμβολίζει πάντα την υποχρεωτική επιστροφή. Η συγγραφέας, κόρη, έγραψε αυτό το βιβλίο για να μιλήσει για τη μητέρα της, αλλά τελικά μίλησε για όλες τις μητέρες και κόρες. Και επειδή δεν αφήνει τίποτα στον αέρα, παραθέτει μια ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία, σαν να μας δείχνει ότι απομακρύνεται συναισθηματικά από κάτι που δεν έχει ακόμη κόψει τον λώρο και που πιστεύω πως ποτέ δεν θα κόψει.

Related Posts with Thumbnails