© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΘΕΙΑΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΣΤΟΥΤΓΚΑΡΔΗΣ]

Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ
Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Στουτγκάρδης

(10 Μαΐου 2014)

Ἱερώτατε καὶ ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας,
Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Μὲ μεγίστην χαρὰν καὶ συγκίνησιν ἀρχίζομεν τὴν ἐπίσημον πατριαρχικὴν ἐπίσκεψίν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Γερμανίας ἐντεῦθεν, ἐκ τῆς ἐνορίας τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Στουτγκάρδης καὶ τοῦ ὁμωνύμου ἱστορικοῦ τούτου ἱεροῦ ναοῦ.

Ἤλθομεν ἐνταῦθα ἐκ τῆς ἱερᾶς ἡμῶν καθέδρας καὶ τῆς πόλεως τοῦ Κωνσταντίνου μετὰ πολλῆς πατρικῆς ἀγάπης πρὸς ὑμᾶς, τέκνα προσφιλέστατα τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ σᾶς ἀπευθύνωμεν τὸν ἀναστάσιμον χαιρετισμὸν Χριστὸς Ἀνέστη καὶ νὰ ἀνταλλάξωμεν μετὰ πάντων ὑμῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, τὸν πασχάλιον ἀσπασμόν. Ἤλθομεν διὰ νὰ κομίσωμεν πρὸς ἐσᾶς διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν τὸ φαιδρὸν τῆς Ἀναστάσεως μήνυμα καὶ νὰ βεβαιώσωμεν ὅλους σας ὅτι ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου δὲν ἀποτελεῖ ἓν μόνον ἱστορικὸν γεγονὸς ἐπισυμβὰν ἅπαξ πρὸ εἴκοσιν αἰώνων ἀλλὰ τὴν διαρκῆ καὶ ζῶσαν ἐμπειρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἰδίᾳ δὲ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία, παρότι καθ᾽ ἡμέραν φέρει τὸν σταυρὸν τοῦ μαρτυρίου καὶ βαστάζει ἐν τῷ σώματι αὐτῆς τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου, ζῇ συγχρόνως καὶ τὴν χαρὰν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἀρχηγοῦ αὐτῆς Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν καὶ διακηρύσσει εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Μὲ αὐτὴν τὴν ἀναστάσιμον χαρὰν ἤλθομεν πρὸς ἐσᾶς διὰ νὰ ἴδωμεν τὰ προσφιλῆ πρόσωπά σας καὶ νὰ εὐλογήσωμεν τοὺς τιμίους κόπους καὶ τὰς εὐσεβεῖς προσπαθείας σας, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ λάβωμεν χαρὰν ἐκ τῶν ἐπιτυχιῶν καὶ τῶν ἐπιτευγμάτων σας, τόσον εἰς ἐκκλησιαστικὸν καὶ συλλογικόν, ὅσον καὶ εἰς προσωπικὸν ἐπίπεδον.

Γνωρίζομεν, βεβαίως, ὅτι ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Γερμανίας διὰ τῆς συνετῆς οἰακοστροφίας τοῦ Ἱερωτάτου ἀδελφοῦ Μητροπολίτου Γερμανίας κυρίου Αὐγουστίνου καὶ τῶν ἀξίων συνεργατῶν αὐτοῦ, ἐπισκόπων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, ἔχει παραγάγει ἀξιέπαινον καὶ ἀξιοθαύμαστον ἔργον, εἰς πλείστους ὅσους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας καὶ ποιμαντικῆς μερίμνης τῶν Ὀρθοδόξων ἐδῶ εἰς τὴν Γερμανίαν, ταὐτοχρόνως δὲ καὶ εἰς τὸν τομέα τῆς διορθοδόξου καὶ διαχριστιανικῆς συνεργασίας, «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς» (Β΄ Θεσ. γ΄, 1-2).

Ἀπόδειξιν τῆς ἀρίστης αὐτῆς συνεργασίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γερμανίας μετὰ τῶν ἄλλων ἐνταῦθα χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν ἀποτελεῖ, ὡς πληροφορούμεθα, καὶ ἡ κατὰ τὸ ἔτος 1996 παραχώρησις εἰς αὐτὴν ὑπὸ τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας τοῦ ναοῦ τούτου, τοῦ ἀνεγερθέντος μετὰ τὸ τέλος τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μὲ ὑλικὰ προερχόμενα ἐκ τῶν ἐρειπίων τῶν βομβαρδισθέντων κτηρίων τῆς περιοχῆς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχοντος μεγάλην συναισθηματικὴν ἀξίαν διὰ τοὺς κατοικοῦντας ἐδῶ, πρὸς χρῆσιν τῆς παλαιοτέρας ἐνορίας τῆς Στουτγκάρδης, τῆς ἐνορίας τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος.

Ἡ ἑορτὴ εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἀφιερωμένος ὁ παρὼν ἱερὸς ναὸς δίδει εἰς ἡμᾶς τὴν εὐκαιρίαν νὰ διατυπώσωμεν ὀλίγας σκέψεις, σχετικὰς μὲν πρὸς τὸν συμβολισμὸν καὶ τὴν σημασίαν τὴν ὁποίαν δύναται νὰ ἔχῃ ἡ τοιαύτη ἀφιέρωσις δι᾽ ἐσᾶς, ἐπικαίρους δέ, ἐφ᾽ ὅσον διανύομεν τὴν ἀναστάσιμον περίοδον καὶ ὁδεύομεν πρὸς  τὴν ἑορτὴν τῆς Θείας Ἀναλήψεως.

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου συνιστᾷ τὸ τελευταῖον γεγονὸς τῆς ἐπιγείου Αὐτοῦ παρουσίας. Ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάστασίν Του, ἐμφανίζεται εἰς τοὺς μαθητὰς Αὐτοῦ διὰ νὰ τοὺς διαβεβαιώσῃ περὶ τῆς ἀληθείας τῆς Ἀναστάσεώς Του, καὶ δίδει εἰς αὐτοὺς τὰς τελευταίας ὑποθήκας Του διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἀποστολήν των. Αἱ ἐμφανίσεις αὗται ὁλοκληροῦνται διὰ τῆς Ἀναλήψεως αὐτοῦ, ὅτε ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐξαφανίζεται πρὸς ἄγνωστον κατεύθυνσιν μετὰ τὸ τέλος τῆς συναντήσεως μετὰ τῶν μαθητῶν Του, ἀλλὰ ἀναλαμβάνεται εἰς τοὺς οὐρανούς. Πρὸ τῆς Ἀναλήψεώς Του ὅμως δίδει εἰς τοὺς μαθητάς Του μίαν ἐντολὴν καὶ μίαν ὑπόσχεσιν, ὡς μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Ἡ ἐντολὴ εἶναι «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», καὶ ἡ ὑπόσχεσις τὸ «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾽ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη΄, 20). Ἀμφότεραι, καὶ ἡ ἐντολὴ καὶ ἡ ὑπόσχεσις, ὡς καὶ ὅλα τὰ λεχθέντα ὑπὸ τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητάς Του, δὲν ἀφοροῦν μόνον εἰς τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς τὸν Χριστόν• ἀφοροῦν, μὲ ἄλλας λέξεις, καὶ εἰς ὅλους ἐσᾶς, εἰς ὅλους μας.

Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὡδήγησε τὰ διαβήματά σας πρό τινων δεκαετιῶν εἰς τὴν φιλόξενον αὐτὴν χώραν, ὄχι βεβαίως διὰ νὰ κηρύξετε ἐνταῦθα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ διὰ νὰ δώσετε καὶ σεῖς, ὁ καθεὶς ἀναλόγως πρὸς τὸ μέτρον τῶν δυνάμεων καὶ τῶν δυνατοτήτων του, τὴν μαρτυρίαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας εἰς μίαν χριστιανικὴν μὲν κοινωνίαν, ἀποστασιοποιηθεῖσαν δὲ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποστερηθεῖσαν κάπως διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ τοῦ πλούτου τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως καὶ τῶν ἁγίων της, τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν τέκνων αὐτῆς. Γνωρίζομεν δὲ καλῶς, ὡς καὶ σεῖς, ὅτι πολλοὶ ἐκ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἐνδιαφέρονται διὰ τὸ Ὀρθόδοξον βίωμα καὶ τὸν Ὀρθόδοξον τρόπον ζωῆς, διὰ τὴν Ὀρθόδοξον θείαν Λειτουργίαν, διὰ τὸν ἑορτασμὸν τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Χριστιανοσύνης, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς ἑλληνικὰς παραδόσεις, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά μας, καὶ διὰ τοῦτο προστρέχουν εἰς τοὺς ἱερούς μας ναούς, συμμετέχουν εἰς τὰς πανηγύρεις μας καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ γνωρίσουν τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἡ ὁποία διετήρησε καὶ διατηρεῖ τὴν πίστιν καὶ τὴν παράδοσιν τῶν πατέρων ἀναλλοίωτον ἀνὰ τοὺς αἰῶνας.

Τὸ τοιοῦτον ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων διαπιστοῦμεν καὶ ἡμεῖς, τόσον κατὰ τὰς ἀνὰ τὸν κόσμον Πατριαρχικὰς ἐπισκέψεις μας, ὅσον καὶ ἐκ τῶν ἐπισκέψεων πολλῶν ἐξ αὐτῶν ἀπὸ διαφόρους χώρας εἰς τὸ ἱερόν μας Κέντρον ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐπιδεικνυόντων εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον, τὸ ὁποῖον ἤρξατο ἐκ τῆς ἐπαφῆς αὐτῶν μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν χώραν εἰς τὴν ὁποίαν οὗτοι κατοικοῦν. Διὰ τοῦτο καὶ προτρεπόμεθα ὑμᾶς πατρικῶς νὰ φροντίζετε νὰ δίδετε καλὴν μαρτυρίαν περὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ Ἐκκλησίας μας, συγχρόνως δὲ καὶ περὶ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους, ὥστε νὰ γίνεσθε ἀφορμὴ τιμῆς καὶ ἐπαίνου τόσον τῆς Ἐκκλησίας ὅσον καὶ τῆς πατρίδος, ἀλλὰ καὶ ὠφελείας τῶν συνανθρώπων σας.

Εἰς τὴν προσπάθειαν αὐτήν, ὡς καὶ εἰς τὸν καθημερινόν σας ἀγῶνα μακρὰν τῆς πατρίδος διὰ τὴν πρόοδον καὶ τὴν ἐπιτυχίαν τήν τε προσωπικὴν καὶ τὴν οἰκογενειακήν, δὲν εἶσθε μόνοι. Μαζί σας εὑρίσκεται πάντοτε, κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν Αὐτοῦ ὅτι «μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν», ὁ Χριστός. Εὑρίσκεται ὄντως πλησίον σας καὶ ἐντὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ οἴκου ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ὑμῶν, διὰ νὰ σᾶς στηρίζῃ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύῃ εἰς τὴν ἐργασίαν σας, διὰ νὰ προστατεύῃ τὰ τέκνα σας, διὰ νὰ κατευθύνῃ τὰ διαβήματά σας, διὰ νὰ φωτίζῃ τὸν νοῦν σας εἰς ὀρθὰς ἐπιλογάς, διὰ νὰ σᾶς παρηγορῇ καὶ νὰ σᾶς ἐνθαρρύνῃ εἰς δυσκόλους, ἐνίοτε δὲ καὶ ὀδυνηράς, στιγμάς. Ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται πλησίον σας, ἡ δὲ παρουσία Του γίνεται περισσότερον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα Του καὶ τοῦ ὁποίου μέλη εἶσθε ὅλοι ἐσεῖς. Μείνατε ἡνωμένοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας. Μείνατε ἡνωμένοι μετὰ τοῦ Μητροπολίτου σας, ὁ ὁποῖος ἵσταται εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ, μετὰ τῶν ἐπισκόπων, τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν διακόνων, τοὺς ὁποίους ἔθετο ἡ Ἐκκλησία εἰς τὴν διακονίαν τῶν πιστῶν, καὶ μὴ παρεκκλίνετε εἰς «μωρὰς ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔριδας καὶ μάχας νομικάς», διότι εἶναι «ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι» (Τίτ. γ΄, 9), καὶ τὸ μόνον τὸ ὁποῖον ἐπιτυγχάνουν εἶναι νὰ σᾶς στεροῦν τὴν χαρὰν τῆς μετ᾽ ἀλλήλων ἐπικοινωνίας, τὴν χαρὰν τῆς μεταξύ σας ἑνότητος, ἡ ὁποία φέρει τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ. Μείνατε ἡνωμένοι καὶ μὲ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὰς εὐσεβεῖς παραδόσεις, διότι ἔτσι θὰ δυνηθῆτε νὰ παραμείνετε ἡνωμένοι μὲ τὸν Χριστόν, καὶ θὰ ἔχετε τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν Αὐτοῦ εἰς τὴν ζωήν σας, ὥστε νὰ προοδεύετε καὶ νὰ αὐξάνεσθε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ πρὸς χαρὰν καὶ δόξαν καὶ τιμὴν τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία σᾶς σκέπτεται καὶ σᾶς ἀγαπᾷ καὶ προσεύχεται πάντοτε διὰ σᾶς, ἀναμένουσα ὑμᾶς καὶ εἰς τὰς αὐλάς της μὲ πολλὴν μητρικὴν στοργὴν. Εὐχόμεθα δὲ ὅπως ὁ Ἀναστὰς Κύριος διαφυλάττῃ ἐσᾶς καὶ τὰς οἰκογενείας σας πάντοτε σώας ἀπὸ κάθε κακὸν καὶ εὐλογῇ τὰ ἔργα καὶ τὰς προσπαθείας σας ἐπ᾽ ἀγαθῷ, καὶ ἀπονέμομεν πρὸς ὅλους σας τὴν Πατριαρχικήν μας εὐχὴν καὶ εὐλογίαν.

Ἡ Χάρις τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος Αὐτοῦ εἴησαν μετὰ πάντων ὑμῶν.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: Η ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΝ ΚΡΙΣΙΝ


ΟΜΙΛΙΑ 
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ 
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗΝ ΑΥΤΟΥ 
ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΕΚΔΗΛΩΣΙΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΩΝ 
ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΒΑΔΗΣ - ΒΥΡΤΤΕΜΒΕΡΓΗΣ 
(10 Μαΐου 2014) 

Ἐξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ Βάδης-Βυρττεμβέργης κύριε Winfried Kretschmann μετά τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν σας, καί πάντες οἱ μετέχοντες εἰς τήν τιμητικήν ταύτην ἐκδήλωσιν διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί διά τήν ἡμετέραν Μετριότητα, 
Ἱερώτατε ἀδελφέ Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, 
«Πάντα τά ἔργα αὐτοῦ ἐν κρίσει... Ἐάν δέ ἴδῃς τόν οὐρανόν καί τήν ἐν αὐτῷ τάξιν, πίστεώς ἐστιν ὁδηγός· δείκνυσι γάρ τόν τεχνίτην δι᾿ ἑαυτοῦ... Τῇ τοῦ νοῦ δυνάμει διά τῶν ὁρωμένων τό ἀόρατον καθορῶμεν... Πολλάκις καί ἐν τοῖς μικροτάτοις ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καταφαίνεται», λέγει ἐπικαίρως ὁ Μέγας Βασίλειος (Εἰς τόν ΛΒ΄ Ψαλμόν, P.G. 30,329B-C), ὁ «τρανώσας τήν φύσιν τῶν ὄντων καί κατακοσμήσας τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων» (ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς του). 
Ἀνταποκρινόμενοι εἰς τήν ἐπιθυμίαν τῆς ὑμετέρας Ἐξοχότητος, ἀγαπητέ κύριε Πρωθυπουργέ, καί πάντων τῶν ἐκλεκτῶν παρισταμένων μας, ὅπως σᾶς ἀπευθύνωμεν λόγον ἐπίκαιρον περί τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῶν καταβαλλομένων ὑπ᾿ αὐτῆς προσπαθειῶν ὑπέρ τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, δανειζόμεθα τόν λόγον ἐκ τοῦ ἀκενώτου θησαυροῦ τῆς Πατερικῆς σοφίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. 
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύων, ἐπαναλαμβάνομεν, τήν «φύσιν τῶν ὄντων», τῆς Θείας δηλαδή δημιουργίας, ἐπικεντρώνει τήν οἰκολογικήν προσπάθειαν εἰς τρεῖς ἐννοίας: εἰς τήν δημιουργίαν ὑπό τοῦ Θεοῦ καί εἰς τήν ἐν ἁρμονίᾳ συνοχήν τῶν ὄντων πρός ἄλληλα, ἐν κρίσει, ἐν σοφίᾳ, καί ἐν δυνάμει. Τήν θεολογίαν ταύτην τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς δημιουργίας καί τῆς ἀναγκαιότητος οὐχί μόνον συντηρήσεως ἀλλά καί διατηρήσεως τῆς κτίσεως ἀλωβήτου ἀπό πάσης βλαπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπηρείας, θά ἐκθέσωμεν πρός τήν ἀγάπην σας, ἐνημεροῦντες ἐν συνόψει καί περιλήψει καί διά τάς ἡμετέρας προσπαθείας ἐπί τοῦ προκειμένου. 
Χαιρόμεθα, λοιπόν, πρωτίστως, διότι δίδεται εἰς ἡμᾶς ἡ δυνατότης ἐπικοινωνίας μαζί σας, μέ ἀφορμήν τήν ἐπίσημον ἐπίσκεψίν μας εἰς τήν ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Ἱεράν Μητρόπολιν Γερμανίας, τήν συμπληρώσασαν ἥμισυν αἰῶνα ζωῆς, μαρτυρίας καί προσφορᾶς πρός τόν ἐν Γερμανίᾳ Ὀρθόδοξον λαόν, πρός τόν Χριστιανισμόν καί τάς καταβαλλομένας προσπαθείας ὑπέρ τῆς ἑνότητος αὐτοῦ καί ἐν γένει πρός τήν Γερμανικήν κοινωνίαν, τόν πολιτισμόν καί τήν ἔρευναν, διά τῆς εὐρυτέρας διαφωτίσεως περί τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐλπίδος. 
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν, εἶτα, διά τήν φιλόφρονα καί τιμητικήν ὑποδοχήν σας καί διά τό ἐνδιαφέρον καί τόν σεβασμόν μέ τά ὁποῖα περιβάλλετε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀναγνωρίζοντες καί τιμῶντες ἐν τῇ πράξει τόν ρόλον καί τήν μακραίωνα εἰς πάντας τούς τομεῖς τῆς πνευματικῆς, κοινωνικῆς καί ἀνθρωπιστικῆς ζωῆς προσφοράν αὐτοῦ. 
Εἶναι εὐρύτερον ἀσφαλῶς γνωστόν εἰς τήν παγκόσμιον κοινήν γνώμην, ὅτι ἡ συμβολή εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ οἰκολογικοῦ λεγομένου προβλήματος ἐτέθη ὡς μία ἐκ τῶν ἀμέσων προτεραιοτήτων τῆς Ὀρθοδοξίας διά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος προσωπικῶς, συνεχισάσης τό ἤδη ἐπιδειχθέν ζωηρόν καί ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, δραστηριοποιηθέντος καί εἰς τοῦτο, μέ ἀποκορύφωσιν τήν ἀνακήρυξιν τῆς ἡμέρας ἐνάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου ἑκάστου ἔτους, ὡς ἡμέρας ἀφιερωμένης εἰς τήν προσευχήν διά τήν διάσωσιν τοῦ περιβάλλοντος καί εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς δημιουργίας. 
Διά τῆς διοργανώσεως διεθνῶν συνεδρίων ἐπί τῶν περιβαλλοντικῶν προβλημάτων τῶν θαλασσῶν εἰς Πάτμον, ἐν ἔτει 1995, καί Μαύρην Θάλασσαν, ἐν ἔτει 1997, ἀλλά καί ἑτέρων ἀναλόγων ἐν συνεχείᾳ προσπαθειῶν ἐν Βαλτικῇ, ἐν Ἀδριατικῇ, ἐν Ἀμαζονίῳ καί ἀλλαχοῦ, ἐνισχύσαμεν προσωπικῶς ἐξ ἀρχῆς τήν προσπάθειαν διαλόγου καί συνεργασίας τῶν θρησκειῶν καί τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, μέ στόχον τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισιν τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως. 
Τό ἔτος 1999, διά τοῦ τότε ἱδρυθέντος Οἰκολογικοῦ Ἰνστιτούτου τῆς Χάλκης, διωργανώσαμεν σεμινάρια, τά ὁποῖα εἶχον ὡς σκοπόν τήν ἐνίσχυσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν, δημοσιογραφικῶν καί ἐπιστημονικῶν κοινοτήτων διά τήν ἀπό κοινοῦ καί ἐν συντονισμῷ ἀντιμετώπισιν τῆς περιβαλλοντικῆς κρίσεως. 
Ἀκολουθοῦσαι τό παράδειγμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῇ παροτρύνσει καί προτροπῇ ἡμῶν προσωπικῶς, πολλαί ὑπαγόμεναι ὑπό τήν ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ Ἱεραί Μοναί ἀποδεικνύουν ἐμπράκτως τήν συμβατότητα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τῆς προστασίας τῆς φύσεως. Ἐπί παραδείγματι, εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Χρυσοπηγῆς εἰς Χανιά Κρήτης πραγματοποιοῦνται οἰκολογικαί καλλιέργειαι, ἡ διαχείρισις τῶν ἀνηκουσῶν εἰς αὐτήν δασικῶν ἐκτάσεων γίνεται μέ οἰκολογικάς μεθόδους, ἐνῷ ἐκ παραλλήλου ἐφαρμόζονται προγράμματα διαχειρίσεως ἀπορριμμάτων καί προωθεῖται ἡ περιβαλλοντική εὐαισθησία καί ἐκπαίδευσις. Ἀνάλογοι προσπάθειαι καταβάλλονται καί ὑπό ἄλλων Ἱερῶν Μονῶν διά τήν προστασίαν τοῦ μοναδικοῦ παγκοσμίως χώρου φυσικῆς, ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς κληρονομίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, περί τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐκδηλώσει ζωηρόν ἐνδιαφέρον πολλοί διεθνεῖς ὀργανισμοί. 
Σημειωτέον, ὅτι ἤδη ἀπό τῶν πρώτων ἐτῶν τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν διακονίας παρέσχομεν τήν συμβολήν ἡμῶν εἰς στοχευμένας σχετικάς οἰκολογικάς καί περιβαλλοντολικάς προσπαθείας. Ἐνδεικτικῶς, ἀναφέρομεν τήν ὑποστήριξιν τῆς κινήσεως τοῦ «Παγκοσμίου Ταμείου διά τήν Φύσιν», «WWF Ἑλλάς» ἐναντίον τῆς ἐκτροπῆς τοῦ Ἀχελώου, ἑνός μεγάλου ποταμοῦ εἰς τήν περιοχήν τῆς Θεσσαλίας, ἡ ὁποία θά εἶχε ἐπιπτώσεις εἰς τήν φύσιν. 
Ὅμως, πέραν τῶν δραστηριοτήτων τούτων, πάντοτε ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπομιμνήσκομεν πανταχοῦ καί πάντοτε, διά πράξεως καί θεωρίας, διά συγκεκριμένων ἐνεργειῶν ἀλλά καί δι᾿ ἡμετέρων ἑκάστοτε ὁμιλιῶν, τό πνευματικόν ὑπόβαθρον τῆς συγχρόνου περιβαλλοντικῆς κρίσεως καί ἐπισημαίνομεν ὅτι τό πρότυπον ζωῆς καί ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντησιν ἀλλά καί τήν λύσιν τοῦ προβλήματος, ἐφ᾿ ὅσον ἤθελε συνειδητοποιήσει ὁ κόσμος τάς τρεῖς ἀνωτέρω περιγραφομένας ὑπό τοῦ μεγάλου Πατρός Βασιλείου ἀρχάς τῆς φύσεως τῶν ὄντων, δηλαδή τῆς ἐν κρίσει, ἐν σοφίᾳ καί ἐν δυνάμει δημιουργίας αὐτῶν καί τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου ὅπως, ἐν κατανοήσει τῆς σοφίας καί τῆς δυνάμεως τῆς ἁρμονίας ταύτης συντηρήσῃ αὐτά ἐν συνέσει κρίσεως. 
Γνωρίζομεν ἐκ τῆς Βίβλου, ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν κόσμον ἐξ ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπον καί διά τήν εὐημερίαν καί εὐφροσύνην αὐτοῦ. Τόν ἐδημιούργησεν ὡς παράδεισον, δηλαδή τέλειον, μή ἔχοντα «σπῖλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (πρβλ. Ἐφεσ. ε΄ 27). Συγχρόνως ὁ Θεός ἔθεσε τόν κόσμον εἰς τήν διάθεσιν τοῦ τελειοτέρου τῶν δημιουργημάτων Του, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτόν» (Γεν. β΄ 15), μετά τῆς ἐντολῆς «ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ φάγῃ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (ὅ. π. β΄ 15-17). 
Παραλλήλως, ἐπαναλαμβάνομεν, ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν κόσμον ἐν σοφίᾳ καί ἐν ἁρμονίᾳ, διά μόνου τοῦ Λόγου Του, διά τῆς δυνάμεώς Του δηλαδή, τῆς ὑπερβαινούσης πᾶσαν γνῶσιν καί ἔννοιαν, ἀλλά καί ἐν κρίσει, ἐν συνέσει δηλαδή. 
Ἡ δημιουργική Θεία Δύναμις, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, καί ἡ Κρίσις τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν συγχρόνως καί μίαν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἐργάτην καί φύλακα τοῦ κόσμου ἄνθρωπον νά διαχειρίζηται τά τῆς περιβαλλούσης καί τρεφούσης αὐτόν «διά τῶν καρπῶν αὐτῆς» κτίσεως, καθορῶν ἐκ τῶν ὁρωμένων τόν Ἀόρατον, «τήν ἀϊδιον αὐτοῦ δύναμιν καί θεότητα», ἀλλά καί τήν κρίσιν Αὐτοῦ, ὅτι «ἐν σοφίᾳ», «ἐν συνέσει» καί «κρίσει ἀληθινῇ» ἐπήγαγεν ἡμῖν καί δι᾿ ἡμᾶς τά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «μεταλαβών τῆς εἰκόνος» (τοῦ Θεοῦ) καί μή φύλαξας» αὐτήν, ἐξέπεσε τῆς θείας δόξης καί τῆς θείας σοφίας, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστῇ «φθαρτός» καί «θνητός» καί νά περιορισθῇ εἰς τήν «πεπερασμένην» ἀνθρωπίνην γνῶσιν καί κρίσιν. Διά τοῦτο καί ὡς «φθαρτός» καί «μικρός» ὁ ἄνθρωπος φοβεῖται τόν θάνατον. Ἐκ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου κυριευμένος καί ἐν τῇ προσπαθείᾳ του νά «νικήσῃ τόν θάνατον», παρεμβαίνει συνεχῶς διά ἀσυνέτων ἐνεργειῶν αὐτοῦ, θανατηφόρως θά ἐλέγομεν, ἐπί τῆς ἁρμονίας τῆς κτίσεως ἀλλά καί τῆς ἀσφαλείας τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς καί ὑποστάσεώς του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχωμεν ὁδηγηθῆ σταδιακῶς εἰς τήν σημερινήν οἰκολογικήν κρίσιν, διά τήν προστασίαν καί διαφύλαξιν τῆς ὁποίας κτίσεως καί ὑποστάσεως καταβάλλομεν οἱ βουλόμενοι καί δυνάμενοι «προσπαθείας», «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». 
Ἡ προσπάθεια, λοιπόν, καί τό ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τό περιβάλλον εἶναι ἀπόρροια ἀγάπης καί ἐνδιαφέροντος διά τόν πάροικον –μόνιμος κάτοικος καί Κύριος "πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν" εἶναι ὁ Δημιουργός Θεός καί μόνον- πολίτην τῆς γῆς, τόν ἄνθρωπον, καί διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν του, αἱ ὁποῖαι πηγάζουν μέν ἀπό τήν συντήρησιν «τῆς σαρκός», ἀποβλέπουν ὅμως εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, «τῇ θείᾳ καί ζωοποιῷ ἐμπνεύσει». 
Ἀσφαλῶς, ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν, πρός ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ἐν εἰλικρινείᾳ καί ἐντιμότητι, ὅτι διά τήν ἀπειλουμένην οἰκολογικήν καταστροφήν δέν εὐθύνεται ἀσφαλῶς ἡ τεχνολογική πρόοδος, ἤ μόνον αὐτή, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ὁ ἀλλοτριωθείς ὑπό τοῦ πειρασμοῦ καί τῶν ἐνστίκτων κυριαρχίας ἐπί τῶν πάντων καί, ὡς ἐκ τούτου, «ξένος τοῦ Θεοῦ» καταστάς, ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, μετά τήν «πτῶσιν» καί τήν ἀποπομπήν ἐκ τοῦ «παραδείσου τῆς τρυφῆς», ἔχει ἀπολέσει τόν προσανατολισμόν αὐτοῦ καί τήν «ζωοποιόν πνεῦσιν» καί κινούμενος διά τῆς καί ἐκ τῆς «ἀ-λογίας» αὐτοῦ ἀναζητεῖ τήν ὁλοκλήρωσιν αὐτοῦ εἰς τό «κτᾶσθαι» καί εἰς τό «ἔχειν» καί ὄχι εἰς τό «εὖ εἶναι». 
Ἠχοῦν, λοιπόν, λίαν ἐπίκαιροι καί σήμερον οἱ λόγοι τοῦ ἑτέρου μεγάλου Πατρός τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «μή φοβηθῇς τήν πρόοδον[...] φοβήθητι τήν ἀλλοτρίωσιν» (Λόγος ΚΕ΄, PG 35, 1224). 
Δυστυχῶς, πολλοί τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τόν Θεόν ὡς δημιουργόν καί κυρίαρχον καί κυβερνήτην τοῦ σύμπαντος καί πηγήν τῆς ζωῆς αὐτοῦ, μέ τήν αἰτιολογίαν ὅτι δέν δύνανται νά Τόν συλλάβουν διά τῶν αἰσθήσεων αὐτῶν. Λησμονοῦμεν οἱ ἄνθρωποι τήν μόνην πραγματικότητα, τήν διά τοῦ ἐμπνευσμένου φθόγγου ἐκφραζομένην, ὅτι «τῇ τοῦ νοῦ δυνάμει διά τῶν ὁρωμένων τόν ἀόρατον καθορῶμεν». 
Τό φαινόμενον τοῦτο περιγράφει ἐπίσης ἀναγλύφως καί πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος διά τῶν ἑξῆς χαρακτηριστικῶν: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης, εἰς τό εἶναι αὐτούς ἀναπολογήτους, διότι γνόντες τόν Θεόν οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν, καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν.[...] οἵτινες μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας· ἀμήν» (Ρωμ. α΄ 20-26). 
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου αὐτήν τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν ἀλήθειαν κηρύττει καί διδάσκει. Οὐδέν πλέον. Καταβάλλει δέ προσπαθείας διά νά ἐπανέλθῃ ἡ συστενάζουσα καί συνωδίνουσα κτίσις, μαζί μέ τόν ἐπ᾿ αὐτῆς παροικοῦντα ἄνθρωπον, εἰς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τό ὁποῖον ἀπωλέσθη, νά ἐπανεύρῃ δηλαδή τόν πολύτιμον «θησαυρόν», ὁ ὁποῖος ἐχαρίσθη καί ἐδωρήθη εἰς τόν ἄνθρωπον. 
Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, σήμερον ὁ ἄνθρωπος νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν βασικήν αἰτίαν, ἡ ὁποία εὐθύνεται διά τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Καί ἡ αἰτία αὕτη εἶναι ὁ ἐγωκεντρισμός, ἡ ἁμαρτία εἰς τήν θεολογικήν γλῶσσαν. Δυστυχῶς, ἡ αἰτία αὕτη ὑπεισέρχεται ἐνίοτε καί εἰς τήν προσπάθειαν τῶν ἀνθρώπων νά ἀντιμετωπίσουν τήν κρίσιν αὐτήν. Ἐνῷ θά ἔπρεπε ἅπαντες νά συστρατεύσωμεν τάς δυνάμεις ἡμῶν καί νά ἀγωνισθῶμεν ἡνωμένοι πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς σωτηρίας ἐκ τοῦ μεγάλου τούτου κινδύνου, συχνάκις βλέπομεν τό φαινόμενον ἕκαστος καί τό αὐτονομοῦμεν εἰς τήν περιοχήν τῆς εἰδικότητος ἡμῶν, ἔχοντες τήν πεποίθησιν ὅτι μόνον ἐκ τοῦ ἰδικοῦ μας χώρου θά προέλθῃ ἡ σωτηρία· οὕτω δημιουργοῦμεν τήν ἰδίαν ἡμῶν γλῶσσαν καί τόν ἴδιον ἡμῶν χῶρον, εἰς τόν ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσέλθουν οἱ εἰδικοί ἄλλων περιοχῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργῆται ἡ σύγχυσις τῆς Βιβλικῆς Βαβέλ καί νά κυριαρχῇ πάλιν ὁ ἐγωκεντρισμός καί ἡ ἀσυνεννοησία. Δέν δυνάμεθα δηλαδή καί εἰς τόν τομέα τῆς προσπαθείας αὐτῆς νά τιθασεύσωμεν ἑαυτούς καί τό ὑπερφίαλον «ἐγώ» μας, τοποθετοῦντες ἑαυτούς ἐν τῇ ἀφελότητι ἡμῶν εἰς τήν θέσιν «τοῦ πάντα δυναμένου Θεοῦ». 
Φίλοι συμπορευόμενοι εἰς τόν ἀγῶνα τῆς προστασίας τῆς κτίσεως, 
Ὁ κόσμος μας, ἀτυχῶς, ζῇ καί πορεύεται εἰς μίαν περίοδον συγχύσεως καί ταραχῆς. Ὁ κυριαρχούμενος ὑπό τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ὑποκρισίας καί τοῦ ψεύδους, τῆς φιλαυτίας καί τῆς ἐλλείψεως πνευματικῶν ἀξιῶν καί ἠθικῶν ἀρχῶν ἄνθρωπος τοῦ πλανήτου μας, καθίσταται ὁσημέραι ἐπικίνδυνος διά τόν ἑαυτόν του, διά τόν συνάνθρωπόν του, ἀλλά καί διά τό περιβάλλον του. Ὁ κόσμος εὑρίσκεται καί ὁδηγεῖται καθημερινῶς, λόγῳ τῆς ἀκηδίας τῶν πολλῶν καί τῶν ἰθυνόντων τάς τύχας του ἡγετῶν καί τοποθετούντων ἑαυτούς εἰς τήν θέσιν «χειροποιήτων θεῶν», εἰς τό χεῖλος μιᾶς οἰκολογικῆς καταστροφῆς. Συγχρόνως ἔχουν ἀπελευθερωθῆ αἱ δυνάμεις ἐκεῖναι τοῦ σκότους, ὡς τάς περιγράφει τό Βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως, αἱ ὁποῖαι δύνανται νά φέρουν τόν πυρηνικόν ὄλεθρον, κατά τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «στοιχεῖα δέ καυσούμενα λυθήσονται, καί γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται» (Β΄Πέτρ. γ΄ 10). 
Ὁ κόσμος, ἐπαναλαμβάνομεν διά πολλοστήν φοράν, εἶναι ἔργον τῆς ἀγάπης, τῆς προνοίας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καί μόνον μέ τήν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν «ἐν κρίσει», δηλαδή ἐν συνέσει, χρῆσιν αὐτοῦ, -ὡς ἀπαύγασμα τῆς σοφίας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ-, δύναται νά σωθῇ καί νά ἐκπληρώσῃ τόν προορισμόν αὐτοῦ. 
Ἡ Ὀρθοδοξία παρέχει εἰς τόν ἄνθρωπον τήν δυνατότητα τῆς ἐξόδου ἀπό ὅλα τά προβλήματα, καί ἀπό τό πρόβλημα τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως, μέσῳ μιᾶς διαφορετικῆς θεωρήσεως τῶν πραγμάτων. Διαρρηγνύων τόν φαῦλον κύκλον τῆς ἐπιθυμίας διά τήν ἐγωϊστικήν ἀπόκτησιν πραγμάτων μέ σκοπόν τήν ἡδονήν, ἥτις ἀναποφεύκτως θά καταλήξῃ εἰς τόν πόνον καί εἰς νέας ἐπιθυμίας, ὁ ἄνθρωπος ἀναλαμβάνει μέ χαράν τόν ἑκούσιον πόνον, τόν ὁποῖον μετατρέπει εἰς πηγήν ἐπιθυμίας τῶν θείων πραγμάτων, ἐπιθυμίαν διαρκῆ καί αὐξανομένην ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἡ Ὀρθόδοξος ζωή καί ἄσκησις δέν εἶναι τόσον ἕν σύνολον ἐναρέτων πράξεων, ὅπως συχνάκις φρονοῦμεν ὅτι εἶναι ἡ χριστιανική ζωή, ὅσον εἷς νέος τρόπος ὑπάρξεως, ὅστις ἀποστρέφεται τήν ἕλξιν τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου, διά νά στραφῇ πρός τόν Θεόν. Ὅταν λοιπόν ἀσκῇ τις τήν νηστείαν καί τήν ἑκούσιον νέκρωσιν τῶν ἡδονῶν εἰς τήν ὀρθόδοξον πρακτικήν, ὡς τρόπον ζωῆς, δύναται νά ἐπανεύρῃ τόν παραδείσιον τρόπον ζωῆς, νά μιμηθῇ τό κατά δύναμιν τούς ἀσωμάτους ἀγγέλους καί νά ἀπαλλαγῇ ἀπό κάθε ἐπιβλαβές διά τήν κοινωνίαν καί τό περιβάλλον του πάθος. 
Αἱ συνέπειαι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς καταστρατηγήσεως τῆς φύσεως εἰς τήν «παρά-φύσιν» δέν περιορίζονται μόνον εἰς τόν διαπράττοντα αὐτήν ἄνθρωπον. Εἶναι ὀντολογικαί καί κοσμολογικαί καί ἐπηρεάζουν ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. 
Συνεπῶς, ἡ Ὀρθόδοξος ἀσκητική ζωή εἶναι ἀφ᾿ ἑαυτῆς μία τοποθέτησις καί μία ἀπάντησις εἰς τό λεγόμενον οἰκολογικόν πρόβλημα. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι, ἀρχίζοντες βεβαίως ἐκ τῶν χριστιανῶν, ἐγκολπωθῶμεν καί ἐφαρμόσωμεν τήν ζωήν ταύτην, δέν θά ὑφίσταται τοιοῦτον πρόβλημα. Ἡ ἄσκησις, μέσῳ τῆς ἑκουσίας καί ὄχι νοσηρᾶς κακοπαθείας, ἐμβάλλει «βιαίως» τόν κατά φύσιν ἔλλογον νόμον εἰς τό σῶμα, τό ὁποῖον πάσχει τόν «παρά φύσιν» νόμον τοῦ θανάτου καί τοῦ δίδει τήν δυνατότητα νά ἐπανεύρῃ τήν αἴσθησιν τῆς εὐταξίας καί τῆς ὡραιότητος τῆς δημιουργίας. Ἐξ ὁλοκλήρου ἐστραμμένος πρός τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαινιάζει μίαν νέαν σχέσιν μέ τό φυσικόν περιβάλλον αὐτοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι πλέον μία ἐκμετάλλευσις διά τήν ἱκανοποίησιν τῆς ἐπιθυμίας αὐτοῦ, ἀλλά μία ἁρμονική χρῆσις κατά τό μέτρον τῆς ἀναγκαίας χρείας. 
Ἡ συνετή αὐτή καί προσεκτική χρῆσις τῆς φύσεως καί τῶν δυνατοτήτων της, ἡ ἐγκράτεια καί ἡ λιτότης, ὁ σεβασμός εἰς τό περιβάλλον, ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἀπόρροια μιᾶς ἰδεολογίας, ἀλλά συνέπεια τῆς ἀλλαγῆς νοοτροπίας καί τρόπου ζωῆς καί τῆς ἐπιστροφῆς ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς εἰς συγκαταλλαγήν μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς δημιουργίας του. 
Τήν ἀρχήν ταύτην οὐδέποτε ἔχομεν παύσει μέχρι σήμερον νά διακηρύττωμεν καί νά ἐπισημαίνωμεν ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί διά τό φλέγον πρόβλημα τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία πλήττει σήμερον πολλάς χώρας τῆς Εὐρώπης, ἀπειλοῦσα τήν ἑνότητα αὐτῆς. Πάντοτε καί πανταχοῦ κηρύττομεν καί ἐπισημαίνομεν ὅτι διά τήν ἔξοδον ἐκ τῆς ὡς ἀδιεξόδου πολλάκις ἐμφανιζομένης ἤ παρουσιαζομένης κρίσεως ταύτης εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας καί ἤθους. 
Καί τοῦτο, διά τούς πολιτικούς ἄνδρας εἶναι κατανοητόν ὡς ἀποκατάστασις τῆς σχέσεως ἐμπιστοσύνης πολίτου καί κράτους, τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τοῦ συνδρόμου τῆς φοροαπαλλαγῆς, τῆς ἀποδόσεως εἰς τόν Καίσαρα τῶν τοῦ Καίσαρος. Σήμερον γίνεται μία τεραστία προσπάθεια διά νά ἀποκτήσουν οἱ πολῖται μίαν νέαν νοοτροπίαν εἰς τάς σχέσεις των μετά τοῦ κράτους, εἰς τήν ὁποίαν αἱ χῶραι τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, καί ἀσφαλῶς ἡ Γερμανία, ἀποτελοῦν ἀξιομίμητα ὑποδείγματα. Βεβαίως τοῦτο δέν εἶναι εὐχερές, διότι ὑπάρχουν καί τεράστιαι διαφοραί εἰς τάς ἱστορικάς καταβολάς, τάς κοινωνικάς συνθήκας κλπ. 
Ὅμως, τό βασικώτερον διά τήν ἔξοδον ἀπό τήν κρίσιν δέν εἶναι μόνον ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας ὡς πρός τάς σχέσεις μέ τό κράτος. Εἶναι ἡ ἀλλαγή τρόπου ζωῆς καί ἤθους. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει διδαχθῆ νά καταναλίσκῃ συχνάκις περισσότερον τῶν ὅσων χρειάζεται καί νά ἀποβλέπῃ ἀπλήστως καί ἀσυνέτως εἰς τό συνεχῶς «κτᾶσθαι» καί «ἀπολαμβάνειν» καί ὄχι εἰς τό ἁρμονικόν «εὖ εἶναι», προσπαθῶν διά τῆς ἀσυναισθήτου εἰς αὐτόν ἀδυναμίας του νά νικήσῃ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καί ἐν τῇ ἀ-σοφίᾳ του τήν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἥτις «ἐθεμελίωσε τόν οἶκον» (πρβλ. Παροιμ. θ΄ 1), τόν κόσμον μας. 
Ἐπί πλέον, λησμονεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅτι τό ὑπέρτατον ἰδανικόν δι᾿ αὐτόν δέν εἶναι ἡ οἰκονομική ἄνεσις καί ἡ εὐημερία, ἀλλά ἡ ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία, ὅταν εἶναι συνυφασμένη μέ τήν λύπην καί τήν δυστυχίαν, δέν εἶναι ἐλευθερία, ἀλλά δουλεία. Ἡ μεγάλη ἀλήθεια τήν ὁποίαν εὐαγγελίζεται καθ᾿ ἡμέραν ὁ Χριστιανισμός εἶναι ὅτι τά πάντα ἀξιολογοῦνται συμφώνως πρός τήν ἀξίαν των, ὄχι ἐκ τοῦ χρώματος ἤ τοῦ σχήματός των, ἀλλά ἀναλόγως πρός τό νόημά των καί κρίνονται ὄχι ὡς πρός τά ἐξωτερικά φαινόμενα, ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσίαν. 
Ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ὄχι ἐκ τῆς ἰδιότητος ἤ τῆς περιουσίας του, ὄχι «κατ᾿ ὄψιν» δηλαδή, ἀλλά «κατά τήν καρδίαν» αὐτοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «δικαία κρίσις». Ταυτίζεται, δηλαδή, μέ τήν ἐσωτερικήν ἐλευθερίαν, τήν ὁποίαν προσφέρει ἡ παραμονή πλησίον τοῦ Θεοῦ. 
Συνεπῶς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προτιμᾷ νά λύσῃ τό πρόβλημα τῆς προσωπικῆς εὐθύνης ἑκάστου ἀνθρώπου διά τήν οἰκολογικήν καί τήν οἰκονομικήν κρίσιν, τοποθετοῦσα τοῦτο εἰς τήν σωτηριολογικήν καί πνευματικήν αὐτοῦ διάστασιν. Ἡ συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν κίνησιν αὐτήν εἶναι μία σιωπηρά καί βιωματική μαρτυρία διά τήν δυνατότητα ἀποκαταστάσεως ἁρμονικῆς σχέσεως μέ τήν φύσιν, προσφέροντος τό παράδειγμα τῆς ζωῆς αὐτοῦ. 
Ἐνώπιον τοῦ ὄγκου τῶν ἐπικινδύνων δι᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ρυπογόνων παραγόντων μία καί μόνη δύναμις εἶναι δυνατόν νά ἀντισταθῇ: Ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησις εἶναι ἡ μόνη δύναμις, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ νά συγκρατήσῃ τόν ἄνθρωπον ἀπό τῆς διαπράξεως μιᾶς κρυφῆς ρυπογόνου πράξεως ἤ μιᾶς μικρᾶς ἤ μεγάλης καταστροφικῆς τοῦ περιβάλλοντος ἐνεργείας. 
Ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι νά εὐαισθητοποιήσῃ αὐτήν τήν συνείδησιν. Δέν ἔχομεν τήν δυνατότητα νά λάβωμεν διοικητικά ἤ νομικά μέτρα περιορισμοῦ τῆς βλάβης τοῦ περιβάλλοντος. Δέν ἔχομεν προφανῶς τά ὑλικά μέσα νά ἐπανορθώσωμεν τάς ἤδη γενομένας εἰς τό φυσικόν περιβάλλον βλάβας. Προσπαθοῦμεν λοιπόν νά ἀφυπνίσωμεν τήν συνείδησιν τῶν ἐχόντων τά μέσα καί τόν τρόπον συνανθρώπων μας καί τῶν ἐν ὑπεροχῇ ἐξουσίας ὄντων νά πράξουν ὅ,τι δύνανται, εἴτε μικρόν ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς ἀτομικῆς ἐνεργείας εἴτε μέγα ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς συλλογικῆς προσπαθείας μιᾶς Κυβερνήσεως ἤ ἄλλου διεθνοῦς καί τοπικοῦ φορέως. 
Καί κατακλείομεν τόν λόγον μέ τήν προσευχήν: «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου» ἐνώπιον τῆς ἀβεβαιότητος τῆς ὕλης, καί παρακαλοῦμεν τόν Δημιουργόν πάσης τῆς κτίσεως νά ἀνοίξῃ τήν κραταιάν Αὐτοῦ χεῖρα καί νά ἐπισκεφθῇ τόν κόσμον. Τότε, καί μόνον τότε, «τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. ργ΄ 28). Ἀμήν. 
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν ὑπομονήν καί εὐχόμεθα εἰς ὅλους τόν φωτισμόν τοῦ Θεοῦ διά νά συμβάλῃ ἕκαστος κατά τό μέτρον τῶν δυνατοτήτων αὐτοῦ εἰς τήν ἐπίλυσιν τοῦ ζωτικοῦ τούτου προβλήματος, μέ τήν ἐλπίδα νά ἀνατείλῃ ἕν καλλίτερον καί πλέον εὐοίωνον μέλλον διά τήν ἀνθρωπότητα, διά τάς γενεάς τοῦ αὔριον.

Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Χ. Ν. Τσιρώνη: ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ


i. Εισαγωγή
Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter, Google+, LinkedIn, Wordpress, Blogspot, Tumblr, YouTube κ.α.) και ο ρόλος τους στην καθημερινή ζωή και επικοινωνία του σύγχρονου ανθρώπου θέλγουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και ποικίλων επιστημονικών κλάδων, όπως της δημοσιογραφίας, της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης και φυσικά όλων των κοινωνικών επιστημών. Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα ως κάτι το καινοφανές προκαλούν αμφίσημες αντιδράσεις. Ο ενθουσιασμός από τη μια μεριά και η εντατική ενασχόληση με αυτά αποτελούν για κάποιους απτή απόδειξη προσωπικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού ενώ από την άλλη η επίδραση που έχει η εικονική υπόστασή τους στην εμπειρική πραγματικότητα περιγράφεται με όρους εφιαλτικής εισβολής στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ειδικότερα για το θέμα της επίδρασης που ασκεί η ανάπτυξη των μέσων αυτών στο λόγο και στη ζωή της Εκκλησίας οι αντιθέσεις είναι ακόμη πιο ισχυρές. Ας σημειωθεί προκαταβολικά ένα γενικευτικό –όχι όμως χωρίς βάση στα γεγονότα-παράδοξο: στη φαρέτρα των επιχειρημάτων όσων χρησιμοποιούν εκτεταμένα τα μέσα αυτά είναι η προβολή της αυθεντικότητας της Ορθοδοξίας και της κοινοτικής της εμπειρίας. Όσοι αντιτίθενται στις εξελίξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών συχνά κοινωνούν τις απόψεις τους με εντατική χρήση των μέσων αυτών. Μια απλή έρευνα σε μια ηλεκτρονική σελίδα αναζήτησης αναδεικνύει το πλήθος των σχετικών σελίδων: συντηρητικές και λιγότερο συντηρητικές φωνές στο εσωτερικό των θρησκευτικών ομάδων, λάτρεις και μαχητές της νεότερης τεχνολογίας επικοινωνιών, εκσυγχρονιστές και παραδοσιαρχικοί χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να εκθέσουν τις απόψεις τους σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.  Τα social media χρησιμοποιούν πλέον ο πάπας της Ρώμης, αλλά και η Εκκλησία της Ελλάδος, τοπικές μητροπόλεις, ενορίες και χριστιανικές κινήσεις. Παράλληλα, η blogo-σφαιρα βρίθει της παρουσίας θεσμικών και μη θεσμικών πρωτοβουλιών, προσωπικών κατά βάση ιστοσελίδων που συχνά όμως συνοδεύονται από τον τίτλο του κατόχου της ιστοσελίδας (π.χ. καθηγητής θεολόγος, αρχιμανδρίτης, νομικός κ.α.), γεγονός που από μόνο του επικαλείται πολύ περισσότερα από την απλή έκφραση προσωπικής γνώμης.

ii. Κοινωνικά Δίκτυα και Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία
            Παρόλο που τα Ηλ.Κοι.Δι. βασίζονται προφανώς σε πολύ σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, η ανάλυση του ρόλου που έχουν τα δίκτυα στην οργάνωση της κοινωνίας και ο χαρακτήρας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στις κοινότητες των ανθρώπων αποτέλεσαν κεντρικά αναλυτικά σχήματα στις κοινωνικές επιστήμες.  Ενώ λοιπόν τα «δίκτυα» είναι παλιές αναλυτικές κατηγορίες στην ανάλυση των κοινωνικών οργανισμών και συστημάτων, τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα ως κόμβοι άμεσης και συνεχούς επικοινωνίας, που εδράζονται στην εικονική –ηλεκτρονική πραγματικότητα και βασίζονται στην τεχνολογία των υπολογιστικών συστημάτων είναι μια ολοκαίνουργια πρόκληση.
Τις τελευταίες δεκαετίες η προσοχή στρέφεται στην άνοδο της Κοινωνίας των Δικτύων κατά τον γνωστό όρο του M. Castells. Ο Castells επισημαίνει ότι διαμορφώνονται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο σχέσεις και αλληλεπιδράσεις σε ένα δίκτυο οικονομικών ροών, όπου η πληροφορία και η γνώση είναι ό,τι πολυτιμότερο, ότι η ύπαρξη του παρόντος τεχνοοικονομικού συστήματος βασίζεται στη λειτουργία των δικτύων και αναπαράγει χαρακτηριστικά και δομές που εξυπηρετούν την απρόσκοπτη συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο των ηλεκτρονικών λειτουργιών τους.
Τα δίκτυα είναι λοιπόν ένα σύνολο κόμβων επικοινωνίας σε διασχεσιακό, εικονικό, και δια-τοπικό επίπεδο. Σε αυτά εμπεριέχονται διάφορες πτυχές επικοινωνίας, και αλληλεπίδρασης, υπάρχει σε κάποιο βαθμό μια ορισμένη αλληλεξάρτηση, εκφράζονται αξιακές αναφορές και πραγματοποιούνται ανταλλαγές δεδομένων και συναλλαγές. Η συνάρμοση όλων αυτών μοιάζει ή παρουσιάζεται ως να συγκροτεί ένα τέχνημα παγκόσμιας αναφοράς, μια ευθεία πρόκληση για την κοινωνική κατανόηση των τοπικών και χρονικών διαστάσεων στην ανθρώπινη εμπειρία, κάτι που ορισμένοι δεν θα δίσταζαν να περιγράψουν ως ένα universum technicus.
Ιδιαιτέρως το ζήτημα της νοηματοδότησης της κοινωνικής συμμετοχής στα δίκτυα απασχολεί τον κοινωνιολόγο Z. Bauman. Ο Bauman επισημαίνει τις ποικίλες αλλαγές στο χώρο των Ηλ.Κοι.Δικ. αποδίδοντάς τους κυρίως αρνητικό χαρακτήρα,  καθώς κατά την ανάλυσή του η αποκλειστική σχεδόν εστίαση σε ευέλικτα δίκτυα τείνει να υπερβεί την έννοια της κοινωνίας. Για αυτόν οι επιλογές της διαδικτυακής επικοινωνίας και της ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μια αντανάκλαση των προτύπων της Καταναλωτικής Κοινωνίας στον εικονικό κόσμο, καθώς «οι άνθρωποι προβάρουν, αλλάζουν, διορθώνουν εικονικούς εαυτούς ή εικόνες της προσωπικής τους ταυτότητας με απόλυτο σκοπό να δειγματίσουν θετικά στον εικονικό κόσμο τον εαυτό τους με τη μορφή ενός ευπώλητου αγαθού» (Τσιρώνης 2013a : 115).
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ορθόδοξη Εκκλησία η πρωταρχική πρόκληση είναι να προσδιοριστούν αρχές αποτίμησης του ρόλου των Ηλ.Κοι.Δι. στη ζωή, την αλληλεπίδραση και την επικοινωνία των πιστών τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Να γίνουν με άλλα λόγια κατανοητά τα χαρακτηριστικά των κοινοτικών δεσμών στην Κοινωνία των Δικτύων και να διευκρινιστούν οι έννοιες κοινότητα και (επι)κοινωνία σε αυτό το πλαίσιο.

iii. Εκκλησία και κοινωνικά μέσα δικτύωσης
Η ανάλυση της θεματικής Εκκλησία και Ηλ.Κοι.Δι. προϋποθέτει την αναγνώριση μιας σχεδόν παράδοξης συνθήκης: Η Ορθόδοξη Εκκλησία όχι μόνο έχει σημαντικές θεσμικές, κανονιστικές, δομικές και λειτουργικές αναφορές στο προμοντέρνο αλλά και σε πολλά θέματα αντιμετωπίζει το λιγότερο με καχυποψία, αν όχι με αντιπαλότητα, ποικίλες εξελίξεις της νεωτερικότητας. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι μετά από κάποια χρονική καθυστέρηση έχει ενταχθεί σε σημαντικό βαθμό στον κόσμο των διαδικτυακών κοινωνικών μέσων.
Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες λοιπόν διαθέτουν επίσημες ιστοσελίδες, κάνουν χρήση του twitter και του Facebook είτε με επίσημες αναρτήσεις είτε μέσα από κάποιες υπηρεσίες τους, ενώ παρά πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί χρησιμοποιούν αυτόν το χώρο για να αναρτήσουν υλικό που αποσκοπεί -κατά δήλωσή τους- στην ηλεκτρονική μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα πρόσωπα αυτά  μπορεί να είναι ιεράρχες, θεολόγοι, ανησυχούντες χριστιανοί, πιστοί με ενδιαφέροντα επικοινωνίας κ.α. Τα ερευνητικά ερωτήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κοινωνιολογική σκοπιά είναι με ποιες προϋποθέσεις γίνεται η χρήση των Ηλ.Κοι.Δι. από διαφορετικές κατηγορίες πιστών-χρηστών, ποια η σκοπιμότητα και ποια τα αποτελέσματα της χρήσης τους στην κοινωνική πραγματικότητα.
Η αναλυτική προσέγγιση των ζητημάτων αυτών μπορεί να γίνει μέσα από το πρίσμα δύο βασικών προκλήσεων, να ερευνηθεί δηλαδή α) ποια είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι κακόβουλων θέσεων και επιθέσεων και β) ποια είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι των μελών της που κάνοντας χρήση των δικτύων και διεκδικώντας για τον εαυτό τους την αυθεντική ορθόδοξη μαρτυρία, επιτίθενται στο εσωτερικό της κοινότητάς τους ή και έξω από αυτήν εκφράζοντας ακραίες θέσεις, φονταμενταλιστικές προθέσεις ή και διχαστικό λόγο. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία είναι η άνοδος του εξτρεμισμού (ως πρόθεση ή αντίδραση) σε παγκόσμιο επίπεδο και η συσχέτισή του με τις συνθήκες ανωνυμίας ή ισοπεδωτικής οχλοκρατίας που συχνά επικρατούν στο διαδίκτυο, ακόμη και στο χώρο των θρησκευτικών ιστοσελίδων. Αρκεί μια γρήγορη ματιά στα σχόλια που παρατίθενται κάτω από καταχωρήσεις διαφόρων ιστοσελίδων για να διαπιστώσει κανείς με πόση επιθετικότητα εκφράζονται θέσεις που παραπέμπουν σε λεκτική βία ή ωθούν ακόμη και σε φυσική βία. Πρόκειται για σχόλια που δεν θα γινόταν με τόσο μεγάλη ευκολία σε μια ενοριακή συνάντηση, σε μια εκκλησιαστική σύναξη, σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, σε μια τέλος πάντων κατά πρόσωπον συζήτηση. Θα μπορούσε ίσως κανείς να συνταιριάσει σε πρώτη φάση αυτήν την κατάσταση με ευρύτερες εξελίξεις στην Καταναλωτική Κοινωνία: Οι πύρινοι λόγοι βάζουν φωτιά στο δίκτυο, η ανακύκλωση σχολίων μεγιστοποιείται και με αυτόν τον τρόπο ένα ιστολόγιο μπορεί να χαρίζει στον ιδιοκτήτη του την ηδονή της μεγάλης επισκεψιμότητας, των ευάριθμων likes!, και των πολλών ακολούθων (followers) σε μια ιδιότυπη αρένα διαρκούς αναμέτρησης. Οι σελίδες αυτές μπορούν να κατασκευαστούν ως «χειροποίητες» με ελάχιστες τεχνικές γνώσεις και με μηδενικό σχεδόν κόστος, πράγμα που τις καθιστά απείρως ελκυστικά εργαλεία στο παίγνιο της αυτοπροβολής και της εμμονικής κατανάλωσης δεδομένων και εικόνων. Μία προσέγγιση όμως μόνο από την πλευρά της παρουσίασης της προσωπικής ταυτότητας ως ευπώλητο εμπόρευμα στην Καταναλωτική Κοινωνία  δεν είναι αρκετή.
Αυτή η κατάσταση μπορεί να επηρεάζει σε κάποιο βαθμό και τις λειτουργικές σχέσεις και τη θεσμική συγκρότηση των θρησκευτικών κοινοτήτων όχι μόνο στην εικονική πραγματικότητα αλλά και στον off line κόσμο. Δεν γνωρίζουμε για παράδειγμα πόσο ακριβώς αυτά τα μηνύματα των θρησκευτικά φανατισμένων χρηστών του δικτύου μπορεί να επηρεάζουν αποφασιστικά στην εκδήλωση θρησκευτικής βίας ή την πορεία της θρησκευτικής κοινότητας στον κόσμο δημιουργώντας κλίμα αντιπαράθεσης. Το πρώτο έχει περισσότερο σχέση με τους πολιτικούς νόμους, ενώ το δεύτερο με τις διδαχές και τη ζωή των θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η λειτουργία των Ηλ.Κοι.Δι. εδράζεται στις έννοιες της κοινοποίησης, του «κοινού» και του διαμοιρασμού των πληροφοριών και των ηλεκτρονικών δεδομένων. Δημιουργούνται κόμβοι επικοινωνίας και στη συνέχεια «ηλεκτρονικές κοινότητες» που αποσκοπούν στο να μεταδοθούν και να μοιραστούν στα μέλη της κοινότητας τα δεδομένα ως «κοινά» και «ευάρεστα», όπως προδίδει το εμβληματικό ιντερνετικό δίπτυχο «share- like!». Πώς εννοείται λοιπόν αυτού του είδους η κοινότητα, ποια τα κοινά και ευάρεστα και ποιες οι αρχές και προϋποθέσεις της συμμετοχής εκκλησιαστικών και θρησκευτικών φορέων στα Ηλ.Κοι.Δι.;
Καταρχήν προκύπτουν ζητήματα ταυτότητας και αυτοσυνείδησης για την Εκκλησία ως θεσμό και για τους πιστούς ως μέλη του σώματος. Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι ορθόδοξοι για την Ορθοδοξία στη νέα χιλιετία και πως νοηματοδοτείται αυτή η εικόνα μέσα στις ηλεκτρονικές λεωφόρους του διαδικτύου; Ας φανταστούμε προς χάριν αναλύσεως ότι κάποιος ερευνητής που δεν έχει καμιά εμπειρία ή γνώση για την Ορθοδοξία επισκέπτεται τις ιστοσελίδες, τα ιστολόγια και τα άλλα Ηλ.Κοι.Δι. και διαβάζει τόσο το υλικό τους όσο και τα σχόλια που ακολουθούν. Ειδικά τα σχόλια ως μια μη οργανωμένη, χωρίς παιδαγωγική στοχοθεσία, άμεση απόκριση στα αναρτηθέντα είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι αναδεικνύουν τον αληθινό παλμό της Ορθοδοξίας και ποιος είναι αυτός; Πόσοι ορθόδοξοι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το περιεχόμενο, το ύφος, το ήθος, την αισθητική και το πνεύμα του διαλόγου σε ιντερνετικές αντιπαραθέσεις που αναρτώνται καθημερινά σε θρησκευτικά και μη θρησκευτικά μέσα;
Παρά το γεγονός όμως ότι και στις πολιτικές εφημερίδες και στα ευρύτερου περιεχομένου μέσα η συζήτηση για τα ηθικο-θρησκευτικά ζητήματα παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά, ας εστιάσουμε σε Ηλ.Κοι.Δι με μεγαλύτερη θρησκευτική εστίαση. Ποια εικόνα λοιπόν θα σχημάτιζε ένας ερευνητής των ιστολογίων; Πρόκειται για την Ορθοδοξία των ανοιχτών οριζόντων, της αυτοθυσίας, της καταλλαγής και του πράου αγαπητικού πνεύματος; Είναι η Ορθοδοξία μια εμπειρία του ταπεινού και άφοβου Ευαγγελικού φρονήματος όπου βιώνεται το «η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορ 12:9); Μήπως ο μελετητής θα σχημάτιζε μια εικόνα για μια θριαμβεύουσα Ορθοδοξία ως θρησκεία με δύναμη και κρατικές προεκτάσεις, ανταγωνιστική, διεκδικητική, με θεσμική και εξουσιαστική αντίληψη; Ένα γεγονός κοινωνίας ή μια θρησκειοποιημένη πρόταση που είναι ή οφείλει να είναι κραταιά, απόλυτη, (αντι)μαχόμενη στις παρεμβάσεις της; Η αλήθεια είναι ότι μπορεί κανείς να βρει και τις δύο προοπτικές. Το πρόβλημα είναι πως όπως βρίσκονται όλες αυτές οι αναφορές αταξινόμητες και ανιεράρχητες στη διαδικτυακή θάλασσα των πληροφοριών και αφού όλοι μιλούν εξ ονόματος του πραγματικού πνεύματος της Ορθοδοξίας και με στόχο την προβολή της μίας αληθινής Ορθόδοξης Παράδοσης, ποια είναι τα μέτρα της διάκρισης, ποιοι και πως μπορούν να μιλήσουν στο σώμα για το σώμα εκ μέρους του σώματος των πιστών; Πώς διαχωρίζονται οι απόψεις από τη μαρτυρία της πίστης;
Σε αυτό το επίπεδο το μεγαλύτερο ζήτημα για τους χριστιανούς και την Εκκλησία είναι η σύγχυση μεταξύ του ιδιωτικού και θεσμικού λόγου και η ανάλογη προσπάθεια νομιμοποίησής του, η ισχνή σχέση μεταξύ κοινωνικής δικτύωσης και κοινωνικότητας και η θολή /αδιάκριτη αλληλεπίδραση μεταξύ του εικονικού-online  και εμπειρικού –offline κόσμου.  Υπό το φως αυτών των ερωτημάτων η χρήση των κοινωνικών μέσων από τα μέλη της Εκκλησίας μπορεί να λαμβάνει εκκλησιολογικές διαστάσεις στο θεολογικό κόσμο.
Ειδικά για το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ των προσωπικών θέσεων/αναρτήσεων και του λόγου της Ορθόδοξης Εκκλησίας χρειάζεται μια πιο ειδική έρευνα στο πεδίο της Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού. Ο λόγος της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι αποτέλεσμα μιας λεπτής και σύνθετης διαδικασίας που προκύπτει από την ιστορική ζύμωση της Παράδοσης, της εμπειρίας της κοινότητας στο παρόν και της εσχατολογικής της προοπτικής. Ενώ από τη μια μεριά στον κόσμο του Διαδικτύου και των Ηλ.Κοι.Δι ο χρόνος παίρνει νέες διαστάσεις, από την άλλη μεριά στο άμεσο, στιγμιαίο, άυλο, εικονικό παρόν κάθε σχολίου, κάθε ιστοσελίδας κάποιος χρήστης μπορεί να εμφανίζεται ότι παρουσιάζει την αναλλοίωτη, αληθινή, ανόθευτη και αιώνια αλήθεια της Ορθοδοξίας στο σύνολό της, να αντιπαραθέτει τη θέση του αυτή έναντι άλλων που «προδίδουν» ή «αλλοιώνουν» τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας και να διεκδικεί την απόλυτη νομιμοποίηση ως φωνή του σώματος των πιστών στο παρελθόν και στο σήμερα. Εάν στο παρελθόν η Εκκλησία ως Σώμα καλούνταν να κρίνει και να διακρίνει μεταξύ θέσεων και αντιθέσεων μέσα από χρονοβόρους ελέγχους, διάλογο και συναποφάσεις με στόχο την ομοφωνία, σημερινά δημοσιεύματα διεκδικούν το αυταπόδεικτο μέσα από την αυτο-αναφορικότητά τους.  Αυτό που θα είχε ενδιαφέρον να απαντηθεί είναι αν εκκλησιολογικώς θα μπορούσε μια δυναμική πρόταση –ακόμη και αν είναι  εμβριθής, έξυπνη, λόγια- να υποκαταστήσει τη συνείδηση του σώματος των πιστών ως ζώσα έκφραση της κοινότητας καθώς και τους τρόπους έκφρασής της ως θεσμική λειτουργία ενός οργανισμού όπως η Εκκλησία που η συγκρότησή του βασίζεται σε οργανωμένους και καταγεγραμμένους κανόνες. Σε ό,τι αφορά το βίωμα, την αλληλεπίδραση και την ευθύνη της κοινότητας να κρίνει, να επιλέγει, να ζει, όλα αυτά μαζί συναρμόζουν ένα τόσο πυκνό δίκτυο σχέσεων και νοηματοδοτήσεων, που και μόνο η αυτοανακήρυξη κάποιου ως ολιστικής, υπερχρονικής και υπερ-κοινοτικής έκφρασης του όλου στις συγχρονικές και διαχρονικές διαστάσεις αποτελεί μόνη της μια αναλυτική πρόκληση κατανόησης.
            Ας γίνει και μια ιδιαίτερη αναφορά στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρατηρούνται προβλήματα νομικής φύσεως, όπως για παράδειγμα περιπτώσεις συκοφαντίας, διασποράς ψευδών ειδήσεων, έκφρασης μισάνθρωπου ή και αντικοινωνικού λόγου. Βασική μου θέση αποτελεί ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν γενικές απαγορεύσεις ούτε και να διώκεται γενικώς και αορίστως η έκφραση γνώμης και η μετάδοση ειδήσεων. Η ελευθερία του λόγου είναι μια από τις πιο πολύτιμες κατακτήσεις του σύγχρονου κόσμου για να επιτραπεί να γίνει επίδικο εξτρεμιστών κάθε φύσεως. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι κατάλληλες νομικές ρυθμίσεις θα πρέπει πάντοτε να προστατεύουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή κάθε πολίτη. Θα μπορούσε πάντως να υπάρξει μια ευρεία συζήτηση και ως αποτέλεσμα αυτής μια σειρά από πρωτοβουλίες διαφάνειας και ρύθμισης του εκκλησιαστικού λόγου στα Ηλ.Κοι.Δι. Αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες βέβαια δεν είναι πρωτοφανείς. Στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών υπάρχουν ανάλογοι προβληματισμοί που ξεκινούν από παρόμοια ή ανάλογα προβλήματα, όπως για παράδειγμα ποιος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λογότυπο της UNESCO, να μιλά στο όνομα ενός διεθνούς οργανισμού ή να διεκδικεί τη νομιμοποίηση του προσωπικού λόγου με βάση το ηθικό βάρος που έχει ο οργανισμός. Μια διακήρυξη ηθικών αρχών και κανόνων για τη χρήση του χριστιανικού ή και θρησκευτικού λόγου στο διαδίκτυο θα ήταν ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των μελών της Εκκλησίας για τα ανάλογα θέματα και βεβαίως η σταθερή και προσεκτική παρατήρηση των εξελίξεων σε αυτόν τον τομέα από ειδικούς διαμορφώνουν μια δέσμη πρώτων ενεργειών.

iv. Καταληκτικές παρατηρήσεις
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση των νέων μέσων είναι αναγκαία στο πλαίσιο της σύγχρονης επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Αυτό που χρειάζεται είναι τα Ηλ.Κοι.Δι να αποτελούν αληθινούς διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου, ώστε να μεταφέρονται νέα, ενημερώσεις, προτάσεις, διδασκαλίες, παρατηρήσεις και να δημιουργείται προς όλους τους μετέχοντες ένα αμοιβαίο αίσθημα ευθύνης.  Στον εκκλησιαστικό χώρο αποφασιστικά μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι α) μια ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητας  (ποιος γράφει, τι/ποιους εκπροσωπεί η θέση που αναρτά κ.λπ) και β) μια σχετική φειδωλότητα στη χρήση –ταιριαστή άλλωστε στο ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας- και εθελούσια βραδυπορία στην αντίδραση. Εάν μιλά κανείς στο όνομα της Ορθόδοξης Κληρονομίας και των ορθόδοξων κοινοτήτων ανά την  Οικουμένη δεν χρειάζεται να μιλά συνέχεια, να λέγει πολλά και για τα πάντα και κυρίως είναι αναγκαίο να μην σπεύδει να αντιδράσει χωρίς να ζυγίσει τα γραφόμενα στη σοφία του χρόνου και στην αλήθεια της πράξης.


Αναστασίου Νεράντζη: [ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ MEDIA ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ]


Έχω μια πάγια άποψη, την οποία συνεχώς διατυπώνω, αλλά δεν είμαι μόνον εγώ που την πρεσβεύω.
          Θεωρώ απαράδεκτο, αν μη και αποκρουστικό, τον όρο «μαζικό», που προέρχεται από τον ωμό εξελληνισμό του “mass media”. Η έκφραση, όπως χρησιμοποιείται, αποπνέει περιφρόνηση προς το λαό, θέλει τους ανθρώπους αντικείμενα βιομηχανικής συνειδησιακής επεξεργασίας, από την οποία παρασκευάζεται αγέλη, έτοιμη ν’ απορροφήσει το μήνυμα και ν’ αντιδράσει αυτόματα και ομοιόμορφα. Ο Le Bon χαρακτηρίζει την μάζα, ως λαό δίχως κρίση, ενώ ο Nietsche ως όργανο των μεγάλων. Σήμερα, ο όρος «μέσα μαζικής επικοινωνίας» έχει χάσει ολωσδιόλου την αρχική του σημασία, δηλαδή «μέσα επικοινωνίας με τις μάζες, που προσφέρουν δηλαδή μέγιστο αριθμό γνώσεων σε μεγάλο αριθμό πολιτών». Κατήντησε τελικώς να σημαίνει «μέσα που μεταμορφώνουν τον πολίτη σε μάζα, τον μετατρέπουν σε πολτό».
          Το κοινό μυστικό γι’ αυτή την πολτοποίηση είναι η διαστροφή της βασικής λειτουργίας των «μέσων», δηλαδή της πληροφόρησης. Ενώ η αρχική έννοια του ρήματος «πληροφορώ» ήταν, όχι μόνον «παρέχω ειδήσεις», αλλά και «ικανοποιώ πλήρως τον ακροατή-αναγνώστη κλπ (γι’ αυτό και «πληρο-φορώ»)», σήμερα η πληροφόρηση συρρικνώνεται συνήθως στην «ικανοποίηση του εαυτού μου, παραποιώντας, λίγο ή πολύ, τα γεγονότα και παραπλανώντας τους άλλους».
          Υπό τα δεδομένα αυτά, που συχνά από πολλούς, Έλληνες και ξένους, έχουν επισημανθεί, θα ήταν επιτέλους, όχι απλώς προτιμότερο, αλλά και φρονιμότερο να μιλάμε για «μέσα συλλογικής επικοινωνίας», μια που, όπως παρατηρεί ο Georges Bernanos, «πολιτισμός υπάρχει ακριβώς, για να μη μπορεί να υπάρχουν μάζες, αλλά άνθρωποι, αρκετά άγρυπνοι για να μην αποτελούν ποτέ μάζες».
          Και κάτι τελευταίο επί του σημείου τούτου: είναι αλήθεια ότι έχει σημειωθεί πρόοδος, έχει αλλάξει ποσοτικά η λειτουργία των Μέσων Επικοινωνίας, όχι όμως και ποιοτικά. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί πλήρως ότι ο πολίτης και οι απόψεις του είναι το «υποκείμενο» των μέσων και όχι το «αντικείμενο», στηρίζονται απ’ αυτόν και προορίζονται γι’ αυτόν.
          Και τώρα ο άλλος πόλος που στηρίζει το αντικείμενο της προσέγγισης που επιχειρώ ενώπιόν σας, δηλαδή «Χριστιανισμός – Ορθοδοξία».
          Πολλοί από μας ζούμε την Ορθοδοξία συνθηματικά, ωσάν να πρόκειται για πολιτική παράταξη, με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Βέβαια, κάθε εκκλησία είναι και ένας ιστορικά περιγεγραμμένος κοινωνικός οργανισμός, ζωντανός και δραστήριος. Τούτο είναι οπωσδήποτε μοιραίο, αλλά και αναγκαίο. Είναι βέβαιο ότι η εκκλησία εργάζεται μέσα στο χρόνο, απ’ αυτόν όμως συγχρόνως κινδυνεύει να καταβροχθισθεί. Τούτο συντρέχουν περισσότερες πιθανότητες να συμβεί, όταν τα κηρύγματά της περί αιωνιότητας εκπέσουν σε συνθήματα. Κοντά στους άλλους διακηρυγμένους και προτεταγμένους κινδύνους της εκκλησίας μας (αιρέσεις, προσηλυτισμοί, μασονία, αθεΐα, καταστροφικές λατρείες κλπ), ελλοχεύει ένας άλλος, πιο ύπουλος και πιο δραστικός. Είναι ο κίνδυνος να περιπέσει η ίδια σε λησμονιά και να μη βιώνει το μήνυμα που κομίζει. Θα πηγαίνει και πάλι ο κόσμος στις εκκλησίες, θα διαβάζονται τα ευαγγέλια, θα σημαίνουν οι καμπάνες, αλλ’ αν όλα αυτά είναι απλώς λειτουργίες και όχι μεθέξεις αιωνιότητας, είναι μάταια. Από σωτηριολογική άποψη ένα είναι βέβαιο, πως μόνον η πίστη σώζει «στιν δ πίστις λπιζομένων πόστασις, πραγμάτων λεγχος ο βλεπομένων.», όπως διατυπώνεται στον ανθεκτικό ορισμό του Αποστόλου Παύλου, που καταφάσκει μια εσωτερική συνάφεια, μεταξύ φόβου και ελπίδας, αφού οι δυο αυτές ισχυρές διαθέσεις συνυπάρχουν στο θρησκευτικό βίωμα. Πίστις δεν είναι η απλή συμμόρφωση με τα παραδεδομένα.
          Έναντι λοιπόν όλων των κινδύνων που διατρέχει η Ορθοδοξία, κατ’ εξοχήν δε του τελευταίου,  αποτελεσματική περιτείχιση αποτελεί μόνο η επιστροφή στην γνησιότητα, την αυθεντικότητα, την πνευματικότητα. Δεν αρκεί να δηλώνουμε χριστιανοί (τώρα τα νέα δελτία της ταυτότητάς μας δεν μνημονεύουν το θρήσκευμά μας). Το μόνο που δικαιούμεθα να ισχυριζόμαστε είναι ότι αγωνιζόμαστε σκληρά, να γίνουμε χριστιανοί και λυπούμεθα βαθύτατα που δεν μπορέσαμε ακόμη. Ίσως αυτή η συντριβή να προκαλέσει τη Χάρη.
          Απαιτείται λοιπόν συναγερμός όλων των πνευματικών δυνάμεων (εκκλησιαστικών και κοσμικών) για ανάκτηση ή πρόσκτηση της πνευματικής γνησιότητας, για αυτοσυνειδησία, για το τί είναι ψεύτικο και τί αληθινό, για το ποιό στοιχείο έχει σωστική αποστολή και ποιό καταβαραθρώνει. Για το τί, τέλος, είναι μια απλή (σχεδόν μηχανιστική) κοινωνική λειτουργία και το τί είναι γνήσια πνευματική στάση.
          Πιστεύω, ότι αυτές οι σκέψεις, των οποίων δεν έχω την αποκλειστική πατρότητα, ούτε είναι οι μόνες επί του αντικειμένου, μπορούν να βρουν πεδίο εφαρμογής επί του θέματός μας.
          Τα Μέσα Συλλογικής Ενημέρωσης ενός χριστιανικού κράτους, με τις παραδόσεις και τα βιώματα της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να στοχεύουν στο να υπηρετήσουν και να εξυπηρετήσουν, διακριτικά και απέριττα, την ανάκτηση της Ορθόδοξης πνευματικής γνησιότητας. Απαιτείται να σταθούν στην οντολογία και να προσπεράσουν επιτέλους την άκρατη φαινομενολογία.
          Τα Μέσα Συλλογικής Ενημέρωσης και ο Χριστιανισμός απευθύνονται στο μεγάλο κοινό και προσπαθούν, με τον λόγο, να το πείσουν για κάτι ή και για κάποιους.
          Σ’ αυτήν την εποχή της παντοκρατορίας των Μέσων, αυτά δεν αποτελούν μόνο διδακτήριο για τους πολίτες, αλλά και δεσμωτήριο της κοινωνίας. Η ισότητα, η δικαιοσύνη, η προσήλωση στην αλήθεια, η ακρίβεια, η καταλλαγή, η αποφυγή της βίας, ο εξοστρακισμός της εξάρσεως των παθών, συνιστούν αρχές οι οποίες κυριαρχικά διατηρούν τον κορμό, τόσο του Χριστιανισμού όσο και των Μέσων, τα οποία μπορεί και πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά.
          Πουθενά, είναι αλήθεια δεν ισχύουν απολύτως και μάλιστα όλες μαζί αυτές οι αρχές. Το διακύβευμα πάντως είναι να περιορίσουμε και εδώ, την ένταση και την έκτασή τους, υπηρετώντας έτσι και την ενημέρωση και τον Χριστιανισμό.

Κώστα Μυγδάλη: [ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ - ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ MEDIA ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ]

 Θεσσαλονίκη, μεσημέρι 13ης Μαΐου 2014 


Η σύναξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών , η οποία συνήλθε στο Φανάρι της Κων/πολης από 6 έως 9 Μαρτίου του 2014, αποφάσισε την Σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας για το έτος 2016. Στο μήνυμα των προκαθημένων στην έκτη παράγραφο αναφέρεται:

6. Ἡ Σύναξις αὕτη τῶν Προκαθημένων συνιστᾷ δι᾿ ἡμᾶς μίαν εὐλογημένην εὐκαιρίαν, ἵνα ἐπαναβεβαιώσωμεν τήν ἑνότητα ἡμῶν διά τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας. Ἐπιβεβαιοῦμεν τήν ἀφοσίωσιν ἡμῶν εἰς τήν ἔννοιαν τῆς συνοδικότητος, ἥτις τυγχάνει ὑψίστης σημασίας διά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνωτιζόμεθα τήν ρῆσιν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι "τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα, οὐ χωρισμοῦ ἀλλ᾿ ἑνώσεως καί συμφωνίας ὄνομα". Ἡ καρδία ἡμῶν στρέφεται πρός τήν ἀπό μακροῦ ἀναμενομένην Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά νά μαρτυρήσωμεν τήν ἑνότητα αὐτῆς, ὡς καί τήν εὐθύνην καί τήν στοργήν της πρός τόν σύγχρονον κόσμον.

Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστική τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νά ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδική Διορθόδοξος Ἐπιτροπή θά ἀρχίσῃ τό ἔργον αὐτῆς ἀπό τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καί θά ὁλοκληρώσῃ αὐτό μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θά ἀκολουθήσῃ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀπόφασεις, τόσον κατά τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καί κατά τά προπαρασκευαστικά στάδια αὐτῆς, θά λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά συγκληθῇ ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 2016, ἐκτός ἀπροόπτου. Ἡ Σύνοδος θά προεδρεύηται ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν θά κάθηνται ἐκ δεξιῶν καί ἐξ εὐωνύμων Αὐτοῦ.

Η ανακοίνωση του σπουδαίου αυτού γεγονότος, της ευλογημένης αυτής απόφασης, έγινε με την συνήθη και αρμόζουσα για την περίσταση ευπρέπεια, χωρίς τυμπανοκρουσίες και  συνεντεύξεις. Η Εκκλησία μετά από πολύ κόπο μετά από μεγάλη προσπάθεια και με απόλυτη υπομονή και συγκατάβαση, υπακούοντας στην θέληση του ιδρυτή της Σωτήρα Χριστού αλλά και στα κελεύσματα των καιρών, η Εκκλησία έκανε το χρέος της . Απέδωσε στην κοινωνία και την ιστορία αν θα ώφειλε, επιβεβαιώνοντας έτσι την ενότητά της. Η κοινωνία , τώρα με την σειρά της καλείται να προσλάβει και να κατανοήσει την σπουδαιότητα της απόφασης, να την αναδείξει και να την διαφυλάξει. Να χτίσει το μέλλον της μέσα από την  ενότητά της. Η απόφαση δεν ήταν καθόλου εύκολη και πήρε πολύ χρόνο. Πενήντα χρόνια  δύσκολων και επίπονων ετοιμασιών και ενδοορθόδοξων διαλόγων. Είχα την μεγάλη τύχη να γνωρίσω και να με τιμήσει με την φιλία του ο μακαριστός μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός Παπανδρέου και να ακούσω τις δυσκολίες από το στόμα του. Τις δυσκολίες υπέρβασης ανυπέρβλητων προβλημάτων.  Επίσης τον μακαρίτη Εφέσου Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη. Ή τον επίσκοπο των Καθολικών τον συχωρεμένο Πέτρο Ντυπρέ. Γνώρισα επίσης των Φιλάρετο του Μινσκ που χειρίσθηκε θέματα συνεργασιών. Κάποιοι άλλοι είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον μεγάλο ιεράρχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου  Χαλκηδόνος Μελίτωνα Χατζή. Τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ο θεός να τους αναπαύσει, η Εκκλησία και η κοινωνία σύμπασα τους οφείλει πολλά. Φανταστείτε πως θα ήταν ο κόσμος μας αν κάνανε κάποια λάθη αν δεν διέθεταν την διάκριση, ιδιαίτερα την περίοδο του ψυχρού πολέμου. Γιατί γνωρίζουμε όλη ότι αυτή η προσπάθεια συνεννόησης στην περίοδο του ψυχρού πολέμου ανδρώθηκε. Τότε που η καθολική Εκκλησία καταδίκαζε και κήρυττε το ασυμβίβαστο κομμουνιστή και χριστιανού. Με το decsero που εξαπέλυσε το 1949 η Αγία έδρα, όπου έκρινε ως ασύμβατες τις ιδιότητες κομμουνιστή και χριστιανού και καλούσε τον χριστιανικό κόσμο σε συνεργασία για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού.  Αν τότε πέφταμε και εμείς στο ίδιο τρυπάκι που θα ήμασταν σήμερα.

Η ίδρυση πολλών και διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων κατά τους τρεις πρώτους αιώνες εδραίωσης του Χριστιανισμού δημιούργησε την ανάγκη ύπαρξης οργάνων επίλυσης θεμάτων κυρίως δογματικού και διοικητικού χαρακτήρα. Οι Σύνοδοι, που άρχισαν να συγκαλούνται ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., είχαν την ευθύνη επεξεργασίας ζητημάτων τόσο τοπικού και περιφερειακού, όσο και οικουμενικού χαρακτήρα. Από το σύνολο των Συνόδων αυτών, εκείνες που αφορούσαν αποφάσεις με θεμελιώδη σημασία για το παγκόσμιο εκκλησιαστικό σώμα ήταν οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Η σύγκλισή τους γινόταν μόνο από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, που κήρυττε την έναρξη και τη λήξη των εργασιών της εκάστοτε συνέλευσης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει τις Οικουμενικές Συνόδους ως την ανώτατη αρχή δογματικών, διοικητικών, δικαστικών και νομοθετικών ρυθμίσεων. Πιο συγκεκριμένα, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναγνωρίζουν από κοινού επτά (7) Οικουμενικές Συνόδους, που έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 325 μ.Χ. και 787 μ.Χ. Επιπλέον, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την Εν Αγία Σοφία Σύνοδο, καθώς και τη Σύνοδο του έτους 1341 μ.Χ. ως Συνόδους με αξία Οικουμενικών.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν μεγάλες συνελεύσεις των επισκόπων της χριστιανικής οικουμένης, προς κοινή συνδιάσκεψη και απόφανση επί σημαντικών δογματικών, θεολογικών και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων που αναφέρονταν σε όλη την Εκκλησία, από την οποία αναγνωρίζονταν και γίνονταν δεκτές οι αποφάσεις που λαμβάνονταν σε αυτές. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι έγιναν το όργανο της επίσημης διατύπωσης και διακήρυξης της διδασκαλίας της Εκκλησίας, της κοινής πίστης και παράδοσης που οφείλουν να ακολουθούν όλες οι κατά τόπους εκκλησιαστικές κοινότητες. Αποτελούν την ύψιστη αυθεντία της Εκκλησίας του Χριστού. Κύριος λόγος θέσπισης των Συνόδων αυτών ήταν βασικά δογματικά ζητήματα, που προκαλούσαν θρησκευτικές έριδες των καιρών. Σε αυτές συμμετείχαν Πατριάρχες, Έξαρχοι, Μητροπολίτες και απλοί Επίσκοποι, ενώ χωρίς δικαίωμα ψήφου παρίσταντο στις διαδικασίες και Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί και Λαϊκοί. Η αντιπροσωπευτικότητα στη συμμετοχή και η αποδοχή των αποφάσεων της κάθε Συνόδου είναι παράγοντες, οι οποίοι καθόρισαν και τον οικουμενικό της χαρακτήρα. Ταυτόχρονα οι Οικουμενικές Σύνοδοι καταδίκασαν τις διάφορες αιρέσεις, που παρουσιάστηκαν και απείλησαν την ενότητα της Εκκλησίας. Η κοινωνία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πάντα παρακολουθούσε τα δρώμενα των οικουμενικών συνόδων χωρίς να διαθέτει την ψηφιακή τεχνολογία. Με άμεση ενημέρωση απο τους συμμετέχοντες οι οποίοι μάλιστα φορές για να υποστηρίξουν τις απόψεις τους επιθετικότερα, είχαν απόλυτη ανάγκη της λαϊκής στήριξης. Φορές πάλι  ο λαϊκός παράγων συμμετείχε δημιουργικά στην επίλυση σπουδαίων θεολογικών προβλημάτων. Υπάρχει μια πολύ χαριτωμένη διήγηση που αφορά την Δ οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Χαλκηδόνα το 471 και ασχολήθηκε με το σημαντικό ζήτημα των φύσεων του Χριστού. Κατά την διήγηση λοιπόν σε φούρνο την Πόλης συνοδικός επίσκοπος που πήγε να αγοράσει ψωμί, ρωτήθηκε από τον Φούρναρη πως πάνε τα πράγματα. Και εκείνος απάντησε ότι έχουμε δυσκολία να περιγράψουμε με λίγες λέξεις τις δύο φύσεις του Ιησού και πως η μία συμμετέχει στην άλλη. Και τότε ο λαϊκός αυτό άνθρωπος που όπως φαίνεται γνώριζε σε βάθος την Ελληνική γλώσσα του είπε το καταπληκτικό ότι οι δύο φύσεις του Χριστού υφίστανται  ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως. [неслиянно, неизменно, нераздельно, неразлучно - inconfusedly, unchangeably, indivisibly, inseparably]. Δηλαδή η ανθρώπινη φύσις δεν συγχέεται με την θεία, η ανθρώπινη φύσις δεν μπορεί να μετατραπεί σε θεία ούτε η θεία σε ανθρώπινη και επειδή οι δύο φύσεις είναι ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Υιού του θεού, η ένωσις αυτή παραμένει αμετακίνητη, χωρίς ενδεχόμενο διαιρέσεως ή χωρισμού. Και αυτή η αλήθεια, ως επίσημο δόγμα της Εκκλησίας, παραμένει ακλόνητη και σταθερή.

Ζούμε στο 2014 και έχουν  περάσει 700 χρόνια από τότε, ενώ θα έπρεπε να συγκαλείται Οικουμενική  Σύνοδος τουλάχιστον κάθε πεντηκονταετία. Αυτό το έλλειμμα, αυτή η παράλειψη, αυτή η αδυναμία συσσώρευσε προβλήματα πολλά. Ευτυχώς ξεπεράστηκαν. Η απόφαση αυτή καθ αυτή ήδη πλουτίζει την ζωή μας και το πολιτιστικό μας περιβάλλον . Η απόφαση αυτή ελήφθη μέσα σε ένα περιβάλλον ανατροπής. Ζούμε εδώ και δύο δεκαετίες σε ένα περιβάλλον μιας μεγάλης ανατροπής. Της μεγαλύτερης από κτίσεως κόσμου. Δεν ξέρω αν έχουμε συνειδητοποιήσει στα σοβαρά την μεγάλη τύχη της γενιάς μας και αυτό που ζούμε στις μέρες μας. Είμαστε μέτοχοι της μεγάλης τεχνολογικής επανάστασης η οποία ανατρέπει χιλιάδες πράγματα και θα τα ανατρέψει όλα. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί. Ένα εργαλείο, η τεχνολογία , γίνεται παραγωγός πολιτικής, παράγει πολιτική και ιδεολογία η ίδια. Αν το άκουγε ο Μάρξ θα γελούσε με τις ώρες. Και όμως, νάτο, μπροστά μας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του νέου αυτού περιβάλλοντος είναι τα εξής: Η απόλυτη ελευθερία λόγου σκέψης έκφρασης αυτενέργειας αλλά και η απόλυτη δυνατότητα εκφοράς δημόσιου λόγου του οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου πολίτη και μάλιστα με πολύ χαμηλό οικονομικό κόστος. Προκειμένου λοιπόν  ένας πολιτικός , κοινωνικός πνευματικός χώρος να κατανοήσει την λειτουργία αυτής της σχέσης, να την προσλάβει και να εισπράξει τα θετικά της, θα πρέπει να έχει μια καθαρή και υπεύθυνη σχέση με τις έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην νέα αυτή κοινωνία των νέων τεχνολογιών θα επανακαθορισθούν, εκ των πραγμάτων, τα πλαίσια δράσης των θεσμών της κοινωνίας και του πολιτεύματος, αλλά και οι ίδιοι οι θεσμοί. Θα επανακαθορισθούν ακόμη τα πλαίσια λειτουργίας και δραστηριότητας των κοινωνικών ομάδων και οι κανόνες που τα ρυθμίζουν. Θα  επανεξεταστούν όλες οι λαθεμένες πολιτικές αφηγήσεις με βάση τις οποίες πορεύεται με τους αργούς οδυνηρούς ρυθμούς ο κόσμος. Σε μας έλαχε ο κλήρος και στην γενιά που ακολουθεί. Σε αμεσότερη δημοκρατία στηριγμένη στις νέες τεχνολογίες, όπου ο λαός θα εκφράζεται πιο συχνά και οργανωμένα, με τεχνολογία αιχμής, με διαδικασίες δημοψηφιστικού χαρακτήρα  για ζητήματα που τον αφορούν. Οι νέες τεχνολογίες αποτελούν μια πραγματικότητα, σωτήρια κατά την γνώμη μου για τον πολύπλοκο κόσμο μας Οι νέες τεχνολογίες θα αναδείξουν βέβαια τις προσωπικές αλήθειες του καθενός μας αλλά θα μας μάθουν να τις βάλουμε να συνεργάζονται. Με τρόπο άμεσο και πέρα από την σωτηριολογική -  θεολογική πρόταση κάθε θρησκείας οι πιστοί θα επικοινωνούν μεταξύ τους άμεσα και θα συνομιλούν για θέματα κοινού ενδιαφέροντος, προκαλώντας και τις ανάλογες εκτροπές, εξασκώντας αντίστοιχες πιέσεις προς του ημιεπίσημους και επίσημους εκφραστές της καθαρότητας του χώρου. Θα αρχίσει έτσι να διεξάγεται   ένας διαθρησκειακός διάλογος που θα μας οδηγήσει πέρα από την ανεκτικότητα, σε μια ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας.
Θα πρέπει να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επανασυνθέσουμε, να ενδυναμώσουμε και να αναδείξουμε της συλλογική μας συνείδηση μέσα από την Σύνοδο.

Δεν γνωρίζω την αναγνωσιμότητα την οποία θα έχει αυτή η Σύνοδος, ούτε μπορώ να υποθέσω την στάση που θα τηρήσουν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Αν θα την προβάλλουν αν θα την αναδείξουν αντικειμενικά και ελεύθερα διεθνών δεσμεύσεων και πιέσεων. Όμως το συνέδριό μας αυτό, αποτελεί νομίζω μια καλή ευκαιρία για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για το τι πρέπει εν προκειμένω να κάνουν οι δύο χώροι που αποφασιστικά επηρεάζουν την κοινωνική ζωή όπου γης. Ο χώρος την πολιτικής και ο χώρος των ΜΜΕ. Να αναδείξουμε από εδώ, από το συνέδριό μας σε μια πρώτη συμβολική κίνηση,  την σπουδαιότητα της απόφασης που ελήφθη στην Κωνσταντινούπολη από τους προκαθημένους. Αναδεικνύοντάς την, την ισχυροποιούμε και την καθιστούμε μη ανατρέψιμη. Όλοι μας γνωρίζουμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, υπήρξαν μεγάλες στιγμές,  μεγάλα βήματα προς τα εμπρός, μεγάλες αποφάσεις,  αλλά αυτές εσκοντάψανε, υπονομεύθηκαν και ενίοτε αναιρέθηκαν από συντηρητικές ομάδες ακραιφνών που εμφανίζονται ως η συνείδηση της ιστορίας. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία , ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες στο διάβα των αιώνων και  ιδιαίτερα στον σύγχρονο κόσμο έλαβαν ή δεν έλαβαν αποφάσεις που αφορά το παρών και το μέλλον της Εκκλησίας, πιεζόμενες από απόψεις ακραιφνείς και υπό την απειλή να θεωρηθούν ότι προδίδουν την ορθή πίστη και την παράδοση. Στους κόλπους κάθε επισκοπής ελλοχεύουν δυνάμεις έτοιμες να διαβρώσουν κάθε απόφαση και πράξη που βάζει σε κίνηση τα πράγματα και μας βγάζει από μια στασιμότητα που θέλουν να την ονομάζουν Παράδοση. Καιροφυλακτούν διάφοροι απίθανοι ψυχικά διαταραγμένοι τύποι, που εμφανιζόμενοι ως Ηρακλειδείς της καθαρότητας και του ανόθευτου της πίστης, είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν κάθε σύγχρονη φωνή μέσα στην Εκκλησία. Όλοι αυτοί βέβαια θα συνεχίσουν να ζουν και να κινούνται στο περιθώριο, στην σκιά, στο σκοτάδι της ιστορίας της ανθρωπότητας και να καταγράφονται σαν ιδεολογικά σκουπίδια, αν δεν υπάρχει ο τύπος τα ΜΜΕ για να αναδείξει τις παλαβές απόψεις τους. Και εδώ είναι η ευθύνη μας και η ευθύνη σας. Η απόφαση της Πόλης έχει πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να φτάσουμε στην ευλογημένη στιγμή της Συνόδου. Διάφοροι θα αντιπαρατεθούν, διάφορα συμφέροντα θα την υπονομεύσουν. Φοβούμαι πως πέραν του ότι όσοι ασχοληθούν με το θέμα από τις Εκκλησίες, τα στελέχη των Εκκλησιών δηλαδή, θα κατηγορηθούν για αίρεση, για ενδοτισμό και για ξεπούλημα των πατρώων ιστορικών κληροδοτημάτων της πίστης. Θα τους ελεεινολογήσουν και θα τους διαβρώσουν διάφοροι. Φοβούμαι ακόμη ότι παλαιοί εθνικισμοί, σκελετοί και ψευδεπίγραφα παλαιά διλήμματα, κλεισμένα στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, θα ξαναεμφανιστούν και θα ζητήσουν μερτικό στην διάβρωση και την υπονόμευση του μεγάλου αυτού γεγονότος. 
 
Η Προσπάθεια διοργάνωσης της Συνόδου, κουβαλάει μαζί της διάφορα μεγάλα ή μικρά συμφέροντα πολιτικά και οικονομικά. Το γνωρίζουμε όλοι μας. Τέτοια ιστορικής σημασίας γεγονότα πέραν όλων των άλλων έχουν τους δικούς τους συμβολισμούς μέσα στην ιστορία του κόσμου. Εάν λοιπόν εσείς, τα μέσα ενημέρωσης, δείτε αυτήν την προσπάθεια με όρους καθημερινότητας, αντιμετωπίσετε την πορεία προς την Σύνοδο με όλους τηλεθέασης ή ακροαματικότητας, αλλά και επιπλέον τείνετε ευήκοον ους σε δήθεν πατριωτικές φωνές που θα εμφανίζονται ως υπερασπιζόμενες τα όσια και τα ιερά των τοπικών εκκλησιαστικών συμφερόντων, αν αυτά συμβούν τότε θα συμβάλετε και εσείς στην αποδυνάμωση και ακύρωση αυτής της προσπάθειας. Πρέπει να έχετε καθαρή την σκέψη σας και συνείδησή σας για τον ρόλο των οποίον καλείστε εν προκειμένω να διαδραματίσετε. Να ουσιαστικοποιήσετε τον ρόλο σας και την λειτουργία σας ως παράγοντες ομαλότητας και σταθερότητας στον σύγχρονο κόσμο. Πρέπει να πληροφορήσετε τον λαό του θεού και όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως , για την σπουδαιότητα αυτής της Συνόδου και να αναδείξετε τα κοσμοσωτήρια στοιχεία της. Να συμβάλετε για μια επιστροφή του κόσμου στην Θεολογία και Εκκλησιολογία με όρους σύγχρονης εποχής. 

Related Posts with Thumbnails