© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

ΟΤΑΝ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΤΥΠΗΣΟΥΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ

  Σχόλιο για την πρόσφατη απόφαση του Πατριαρχείου της Μόσχας εναντίον των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου  

Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Φραγκουλάκη / Αννόβερο-Γερμανίας

Υπάρχει μια παροιμία υπό μορφή διαλόγου που λέει: 
«- Ποιος σου έβγαλε το μάτι; 
- Ο αδελφός μου! 
- Α! Γι’ αυτό είναι τόσο βαθειά βγαλμένο!». 
Αυτή η παροιμία μου ήρθε κατά νου διαβάζοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας διά της οποίας ουσιαστικά αμφισβητείται το πρωτείο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 
Έχουν βέβαια γραφεί πολλά και σπουδαία κείμενα γι’ αυτό το θέμα και το δικό μου κείμενο ίσως περιττεύει. Όμως θα επιχειρήσω να καταγράψω κι εγώ τις σκέψεις μου έτσι απλά, με τραχύτητα ίσως όμως με απόλυτη ειλικρίνεια. 
Εκείνο λοιπόν που μου έκανε εντύπωση, είναι το γεγονός ότι η κίνηση αυτή της Ρωσικής Εκκλησίας έγινε δεκτή με χαρά από όλους εκείνους οι οποίοι μάχονται το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 
Εντύπωση μου προξένησε και το γεγονός της συμπεριφοράς της αδελφής Εκκλησίας ή μάλλον για να ακριβολογούμε, της θυγατέρας Εκκλησίας (αυτή είναι η ιστορική αλήθεια), προς την μητέρα Εκκλησία. Τόσο καρδιακό και ακριβό δώρο για την νέα χρονιά πιστεύω να μην είχε από κανένα άλλο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Μητέρα Εκκλησία! 
Γνωρίζουμε όλη βεβαίως, ότι η Εκκλησία της Ρωσίας προβάλλει πάντα την αριθμητική της υπεροχή. Ε, και; Ο Χριστιανισμός δεν διαδόθηκε από τους πολλούς. Μικρός, πολύ μικρός ήταν ο αριθμός των Αποστόλων που κήρυξαν το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Οικουμένη. Ο Απόστολος Παύλος όταν καταδίωκε τον Χριστό χρησιμοποιούσε στρατό, όταν όμως τον δίδασκε ήταν μόνος του και όποτε είχε συνοδεία αυτή ήταν μικρή, πολύ μικρή. 
Το να αισθάνεται κάποιος ισχυρός, επειδή έχει την υποστήριξη της κοσμικής εξουσίας αυτό δεν αποτελεί οπωσδήποτε πλεονέκτημα, γιατί αφορά εξουσία επί της γης και είναι λυπηρό Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία να πολιτεύεται κατά κόσμον.
Όμως δεν θέλω να μακρηγορήσω, πολύ δε περισσότερο δεν έχω καμιά διάθεση να κάνω το δάσκαλο. Γι’ αυτό και κλείνω με τις εξής σκέψεις. 
Αφού η Εκκλησία της Ρωσίας δείχνει τόση προσήλωση και σεβασμό στα Δίπτυχα, μήπως ήρθε η ώρα να της δοθεί η κανονική της θέση σε αυτά; 
Γνωστό τοις πάσι ότι η Εκκλησία της Ρωσίας άρχισε να εμφανίζεται το έτος 988, με την υποστήριξη του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, ο οποίος ανακήρυξε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ ας πούμε η Εκκλησία της Κύπρου ιδρύθηκε από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεως του Χριστιανισμού, από τον Απόστολο Βαρνάβα και αναγνωρίζεται και από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431). Όμως στα Δίπτυχα, που επαναλαμβάνω, τόση προσήλωση επιδεικνύει η Εκκλησία της Ρωσίας, η Εκκλησία της Κύπρου είναι πιο κάτω από αυτήν της Ρωσίας. Εκτός κι αν πρόκειται για «προτεραιότητα τιμής». 

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Ο Γ. Σ. ΜΠΑΧ [1685-1750] ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΟΙ ΤΟΥ / ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Μεγαλύνει, η ψυχή μου, τον Κύριον»

Johann Sebastian Bach
Η χριστουγεννιάτικη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που έγινε στις 23 Δεκεμβρίου του 2013 στο Μέγαρο Μουσικής, άφησε άριστες εντυπώσεις τόσο για την επιλογή του προγράμματος, όσο και για την θαυμάσια ερμηνεία της!

Άρχισε με ένα από τα κορυφαία έργα του Μεγάλου Κάντορα, το «Βραδεμβούργιο Κοντσέρτο αρ. 1 σε φα μείζονα BWV 1046», το μοναδικό από τα έξη σε τέσσερα μέρη. Τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα,  συνέθεσε ο Γ. Σ. Μπαχ από το 1717-1721. Πήραν τον τίτλο, με τον οποίο είναι γνωστά, από την αφιέρωση που ο Μπαχ έγραψε στις παρτιτούρες του έργου του και ο  Γερμανός μουσικολόγος και βιογράφος του, Φίλιπ Σπίτα [1841-1894] υιοθέτησε. «Έξι Κοντσέρτα για πολλά όργανα αφιερωμένα στη Βασιλική Υψηλότητα, Κρίστιαν Λούντβιχ, γραμμένα από τον ταπεινότατο υπηρέτη Του Γ.Σ. Μπαχ, 24 Μαρτίου 1721». Ο Λούντβιχ, όμως, έβαλε τις παρτιτούρες στη βιβλιοθήκη του ώς τη στιγμή που ο Φέλιξ Μέντελσον ανακάλυψε την αξία τους και τις πρόσφερε στην ανθρωπότητα!

Τα κοντσέρτα έχουν τα χαρακτηριστικά του concerto grosso, με μία όμως καινοτόμο, αριστοτεχνική εξέλιξη στη φόρμα και στη χάρη του ιταλικού ύφους που τα κάνει μοναδικά. Κι ενώ, επειδή  ξεχωρίζουν για το χαρούμενο και ζωηρό τους χαρακτήρα, δίνουν την εντύπωση ότι είναι εύκολα και στην εκτέλεσή τους, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Αντίθετα, καλούνται όχι μόνο οι μουσικοί να υπερβούν τους εαυτούς τους αλλά και τα ίδια τα όργανα τις δυνατότητές τους. Σημειώσαμε πολύ καλές στιγμές στην ερμηνεία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, ανάμεσά τους το σόλο από το «μικρό» Βιολί,  τη μελωδικότητα των Όμποε και των Κόρνων, χωρίς να υστερήσουν τα Έγχορδα, το Φαγκότο και το Μπάσο Κοντίνουο.

Johann Christian Bach
Ακολούθησε το θρησκευτικό, κατανυκτικό έργο, «Si nocte tenebrosa CWF4a», σόλο μοτέτο για φωνή και ορχήστρα του Johann Christian Bach, [1735-1782], νεότερου γιου του Μεγάλου Κάντορα και της  Anna Magdalena Bach, σε μια εντυπωσιακή, δεξιοτεχνική  ερμηνεία από την υψίφωνο Ελπινίκη Ζερβού. Ο Johann Christian, μελέτησε με τον διακεκριμένο πατέρα του μουσική και μετά το θάνατό του συνέχισε με τον ετεροθαλή αδελφό του Carl Philipp Emanuel Bach. Έζησε στην Ιταλία από το 1756 και συνέχισε τις μουσικές σπουδές του με τον Padre Martini στη Μπολόνια. Έγινε οργανίστας στον Καθεδρικό Ναό του Μιλάνου το 1760 και ασπάστηκε τον Καθολικισμό, το 1762. Ταξίδεψε στο Λονδίνο και παρουσίασε τρεις όπερές του στο King’s Theatre.  Καθιερώθηκε ως μουσικός στη βρετανική πρωτεύουσα και επηρέασε βαθιά τα μουσικά της δρώμενα. Έζησε εκεί  ώς το θάνατό του και έμεινε γνωστός ως «Ο Μπαχ του Λονδίνου».

C.P.E Bach
Ο Carl Philipp Emanuel Bach [1714-1788] είναι το πέμπτο παιδί και το δεύτερο αγόρι του J. S. Bach και της Maria Barbara που επέζησε. Το δεύτερο όνομα τού δόθηκε προς τιμήν του Νονού του Georg Philipp Telemann [1681-1767], συνθέτη Μπαρόκ  Μουσικής και φίλου του Bach. O C.P.E Bach, βρίσκεται στο μεταίχμιο της μπαρόκ και της κλασικής και ρομαντικής μουσικής που ακολούθησαν. Γνωστός για το «ευαίσθητο στυλ» του προσπαθεί να εκφράσει τη φυσικότητα και την αλήθεια, ενσωματώνοντας στοιχεία δραματικά και ρητορικά στη μουσική δομή της σύνθεσης. Από τους πιο φημισμένους τσεμπαλίστες στην Ευρώπη την εποχή του, γίνεται μέλος της Βασιλικής Ορχήστρας του Φρειδερίκου του Μεγάλου της Πρωσίας. Επηρεάστηκε από τον πατέρα και δάσκαλό του, από τον Νονό του, αλλά και από συνθέτες  σύγχρονους,  όπως  ο Χαίντελ. Ο ίδιος επηρέασε συνθέτες σαν τον Χάυντν, τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Μέντελσον.

 Το Magnifikat (Μεγαλυνάριο), Ορατόριο από τα σημαντικότερα,  συνέθεσε  ο C.P.E Bach,  κατά την παραμονή του στο Πότσνταμ το 1749. Είναι εμφανής η επίδραση από το «Magnifikat BWV 243» του πατέρα του. Και τα δύο έργα στηρίζονται σε έναν ύμνο από τους εννέα παλαιότερους χριστιανικούς και πιθανότατα, πρώιμους ύμνους στην Παρθένο Μαρία. Τον συναντάμε στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο [κεφ. Α 45-56]: «Μεγαλύνει, η ψυχή μου, τον  Κύριον / και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ το Σωτήρι μου». Η πρωτότυπη γλώσσα είναι στην κοινή Ελληνική [Koine Greek], γνωστή και ως Alexandrian dialect. Ο Αρχιμουσικός Μάρκελλος Χρυσικόπουλος απέσπασε ερμηνείες εξαιρετικές, τόσο από την Ορχήστρα, όσο και από του τέσσερις  σολίστ∙ την υψίφωνο  Ελπινίκη Ζερβού, τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα, τον τενόρο Βασίλη Καβάγια, τον βαρύτονο Κώστα Μαυρογένη και τα δύο μέλη της χορωδίας,  αλλά ξεχώρισε η Παιδική και Νεανική Χορωδία «ROSARTE», ένα άρτιο φωνητικό σύνολο, δημιούργημα της Ρόζης Μαστροσάββα!

Το 2014 θα γιορτάσουμε τα 300 χρόνια από τη γέννηση του C.P. E Bach, που έμεινε γνωστός ως «Ο Μεγάλος Μπαχ», μετά το θάνατο του πατέρα του, τίτλος ενδεικτικός της αναγνώρισης  της αξίας και της προσφοράς του. Με αυτήν τη γιορταστική αφορμή ελπίζουμε να γνωρίσουμε περισσότερο το συνθέτη, για τον οποίο ο Μότσαρτ έλεγε ότι «Είναι ο πατέρας, είμαστε τα παιδιά» και ο Μπετόβεν έτρεφε μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό για τη «μεγαλοφυΐα του».

π. Δημητρίου Μπόκου: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ (διήγημα)


Ο άντρας καταγινόταν να παρκάρει, μα πριν ακόμα σβήσει τη μηχανή, τα δυο μικρά πετάχτηκαν απ’ τ’ αυτοκίνητο ακράτητα. Η γυναίκα κατέβηκε πίσω τους κουβαλώντας τις τσάντες, ασήκωτες απ’ τα ψώνια και τα χριστουγεννιάτικα δώρα. Ανέβηκε με κόπο τις σκάλες κι απίθωσε χάμω ό,τι κρατούσε για ν’ ανοίξει την πόρτα. Ώσπου να ξανασκύψει στα πράγματά της, ο μικρός της γιος μ’ έναν τεράστιο πήδο βρισκόταν κιόλας πάνω στο μακρύ καναπέ κι άνοιγε το σακουλάκι με τις λιχουδιές που κρατούσε. Σαν είδε τα βρεγμένα του παπούτσια πάνω στο καινούργιο της ριχτάρι, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της.
          - Τσακίσου αμέσως από ’κει! έμπηξε φοβερή φωνή. Ακόμα δεν τό ’βαλα και θα το κάνεις κιόλας άχρηστο;
          Η κόρη της εκμεταλλεύτηκε την περίσταση για να βγάλει τη γλώσσα της κοροϊδευτικά στον αδελφό της. Εκείνος της έριξε κατάμουτρα μια χούφτα λιχουδιές που σκόρπισαν αμέσως στο χαλί και τις πάτησαν, εκείνη τού ’δωσε μια σπρωξιά, τραβήχτηκαν, τσίριξαν, η γυναίκα έγινε ηφαίστειο.
          - Τι γίνεται πάλι με σας; έβαλε τις φωνές ο άντρας που ανέβαινε. Πότε προλάβατε να σκοτωθείτε;
          - Μπα! Ασχολείσαι και συ μαζί μας; Σ’ έπιασε πόνος τι γίνεται με μας; Δεν είναι ανάγκη! Εσύ κοίτα τις σπουδαίες σου δουλειές, φώναξε εκτός εαυτού τελείως η γυναίκα.
          Πέταξε με δύναμη τις τσάντες στον καναπέ και καταφουρκισμένη χώθηκε στο δωμάτιό της να ξεντυθεί.
          Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που δεν χαιρόταν τίποτε.
          Από καιρό τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η ζωή τους είχε αλλάξει κατά πολύ. Η σχέση της με τον άντρα της βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή. Τον έβλεπε να χάνεται κυριολεκτικά απ’ τη ζωή τους. Όλο και περισσότερο εξαφανιζόταν με τις παρέες του, όλο και λιγότερο τον έβλεπε το σπίτι του, όλο και συχνότερα ξενυχτούσε και γυρνούσε πιωμένος. Πράγματα που δεν τά ’ξεραν ως τότε στο σπίτι τους. Δεν τον αναγνώριζε πια. Τέτοια αδιαφορία! Και καλά γι’ αυτήν. Μα για τα παιδιά; Δεν μπορούσε να τον καταλάβει.
          Προσπάθησε να τον λογικέψει στην αρχή, μα η κουβέντα τους τέλειωνε πάντα σε καυγά. Κουράστηκε, τα νεύρα της έσπασαν. Ξεσπούσε με το παραμικρό. Σε τέτοιο κλίμα και τα παιδιά γίνονταν όλο και πιο νευρικά. Η ζωή τους ήταν πλέον μια κόλαση. Είχε φτάσει στα όρια της αντοχής της. Δεν ήξερε τι να κάνει πια.
          Τσακισμένη απ’ την απογοήτευση, αποκαμωμένη απ’ την κούραση, ράκος πραγματικό, έπεσε κάποτε στο κρεβάτι κι αυτή. Δεν περίμενε τίποτε απ’ τη μεγάλη μέρα που ξημέρωνε. Ο ύπνος δάμασε με κόπο τα κλονισμένα νεύρα της.
          Ένας χτύπος ακούστηκε τότε στην πόρτα τους. Τρόμαξε. Ποιος θα μπορούσε νά ’ναι τέτοια ώρα; Πριν προλάβει να κουνηθεί, η πόρτα άνοιξε μόνη της. Στο μισοσκόταδο φάνηκε μια άγνωστη γυναίκα. Μπήκε και προχώρησε μέσα στο σπίτι. Σαν έφτασε κοντά της, είδε το πρόσωπό της. Ήταν η μάνα της. Μα είχε συχωρεθεί εδώ και δέκα χρόνια! Πάγωσε κι ανατρίχιασε ολόκληρη.
          Η μάνα προχώρησε ίσια στα εικονίσματα, όπου τρεμόπαιζε το φως του καντηλιού. Έκαμε το σταυρό της, προσκύνησε κι ασπάστηκε. Στράφηκε στην κόρη της, την κοίταξε ήσυχα στα μάτια και είπε σιγανά:
          - Κόρη μου, ψάξε για το χαμένο εικόνισμα.
          Χωρίς να περιμένει απάντηση, προχώρησε προς την πόρτα και όπως ήρθε έφυγε.
          Με τον κρότο της πόρτας που έκλεισε μόνη της ξανά, η γυναίκα τινάχτηκε αλαφιασμένη κι ανακάθισε. Όνειρο ήταν, ευτυχώς! Μα τί σήμαιναν αυτά; Γι’ αρκετή ώρα συλλογιζόταν, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε. Έκαμε το σταυρό της και ξανάγειρε. Μα πού να την κολλήσει τώρα ύπνος!
          Σαν χτύπησαν οι καμπάνες σηκώθηκε. Ετοιμάστηκαν για τη νυχτερινή λειτουργία, μα όλα γίνονταν μηχανικά. Το μυαλό της ήταν στο όνειρο. Για ποιο εικόνισμα μιλούσε η μάνα της;
          Έψαξε στο παλιό μπαούλο όπου φύλαγε πράγματα της συχωρεμένης. Μάταιος κόπος. Έμεινε με την απορία της. Με τον καιρό ξεχάστηκε και τ’ όνειρο.
          Ένας χρόνος πέρασε. Έφτασαν πάλι τα Χριστούγεννα. Το βράδυ της παραμονής βλέπει ξανά στον ύπνο της το ίδιο όνειρο. Ακούει τα ίδια λόγια από τη μάνα της:
          - Κόρη μου, ψάξε για το χαμένο εικόνισμα.
          Ανησύχησε. Έμεινε πάλι με την ίδια απορία μέσα της. Όμως δεν είπε σε κανέναν τίποτε. Και η καθημερινή της ταλαιπωρία δεν της χάριζε την πολυτέλεια να το σκέφτεται συχνά.
          Από την άλλη, η ζωή τους δεν έγινε καθόλου καλύτερη. Το αντίθετο μάλλον. Η σχέση τους είχε φτάσει στο απροχώρητο. Μόνο που έβλεπε τον άντρα της την έπιανε κρίση. Η οποιαδήποτε συμπεριφορά του την εξόργιζε. Του μιλούσε σχεδόν πάντα με θυμό. Μα όσο κι αν φώναζε, δεν άλλαζε τίποτα. Ό,τι κι αν έλεγε, έπεφτε στο κενό. Στη δική της ένταση ξεσπούσε κι εκείνος ασυγκράτητος. Η δική της επιμονή γιγάντωνε το δικό του πείσμα. Δεν υπήρχε στιγμή ηρεμίας στη ζωή τους. Το ρήγμα όλο και μεγάλωνε. Σκεφτόταν πλέον σοβαρά την οριστική διακοπή του γάμου τους. Έβλεπε τη ζωή τους να θρυμματίζεται κι ένοιωθε απελπιστικά ανήμπορη ν’ αποσοβήσει την καταστροφή. Αυτό την έθλιβε βαθιά και σώριαζε μέσα της βουνό την αγανάκτηση.
          Ένας ακόμα χρόνος πέρασε. Ήρθαν Χριστούγεννα ξανά. Αποβραδίς στη σκέψη της ήρθε και κούρνιασε το όνειρο. Θα τό ’βλεπε άραγε ξανά; Μια κρυφή ανησυχία την ταλάνιζε και φόβος αδιόρατος τρύπωσε στην καρδιά της. Δείλιαζε να πέσει για ύπνο. Μα δεν γινόταν αλλιώς.
          Η νύχτα προχώρησε. Και να! Η πόρτα χτύπησε ξανά. Ήτανε ξύπνια; Κοιμόταν; Δεν ήξερε να πει.
          - Εμπρός! φώναξε ασυναίσθητα.
          Η πόρτα άνοιξε. Μα αντί για τη μάνα της, ένας άγνωστος που δεν ξεχώριζε το πρόσωπό του προχώρησε στο μισοσκόταδο. Σαν έφτασε απέναντί της σταμάτησε. Γύρισε προς το μέρος της. Η μορφή του πήρε να φωτίζεται, τα μάτια του έλαμπαν, ανταύγειες φωτεινές σκορπίζονταν γύρω του. Μια αίσθηση βαθειάς γαλήνης την τύλιξε, καθώς αντίκρισε το πρόσωπό του. Ο φόβος έφυγε τελείως από μέσα της, το σαγηνευτικό μυστήριο την αιχμαλώτισε. Κατάλαβε πως κάτι εξαιρετικό συνέβαινε. Δίπλα της κοιμόταν βαθιά ο άντρας της. Της ήρθε να τον σκουντήσει απότομα, πράγμα που το συνήθιζε, για να ξυπνήσει. Μα κάτι τη συγκράτησε.
          - Ψάχνεις για το χαμένο εικόνισμα; τη ρώτησε απαλά ο μυστηριώδης ξένος, κοιτάζοντάς την κατάματα με ιλαρό χαμόγελο που χάραζε ελαφρά τα χείλη του.
          Σαν κελάρυσμα νερού η φωνή του χάιδεψε τ’ αυτιά της, μα ταυτόχρονα την ένοιωθε ν’ αντηχεί πεντακάθαρη ως τα κατάβαθά της.
          - Νά ’το! συνέχισε ο άγνωστος και το φεγγοβόλο βλέμμα του κινήθηκε.
          Η γυναίκα ακολούθησε τη ματιά του, μα πόσο ξαφνιάστηκε, όταν αυτή σταμάτησε πάνω στον άντρα της! Κατάπληκτη είδε τότε τη μορφή του άντρα της ν’ αλλάζει. Πάνω στο πρόσωπό του σχηματιζόταν η μυστηριώδης, ακαταμάχητα γοητευτική, μορφή του ξένου. Γύρισε προς τον επισκέπτη. Ήταν εκεί, στη μέση του δωματίου και ταυτόχρονα έβλεπε τη μορφή του στο πρόσωπο του άντρα της. Πώς συνέβαινε αυτό; Τά ’χασε για τα καλά. Αυτοστιγμεί χάθηκε και η κακή διάθεση που βάραινε την καρδιά της.
          - Αυτό είναι το χαμένο εικόνισμα, μίλησε ξανά ο άγνωστος. Η δική μου εικόνα. Και μην την ψάχνεις αλλού. Στο πρόσωπο του διπλανού σου είναι κρυμμένη. Πάντοτε βρίσκομαι εκεί. Το θέμα είναι να το βλέπεις κι εσύ.
          Άκουγε ασάλευτη, εκστατική, χωρίς να είναι σίγουρη πως καταλάβαινε ό,τι γινόταν.
          - Ό,τι κάνεις σε άλλον, να θυμάσαι πως το κάνεις σε μένα, συνέχισε ο άγνωστος. Αυτός ο άλλος είμαι πάντα εγώ. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό.
          - Πώς γίνεται να το ξεχάσω τώρα πια; βρήκε κάποτε τη φωνή της και μίλησε.
          Ο ξένος χαμογέλασε ξανά.
          - Μην το νομίζεις εύκολο, της είπε. Αυτό που τώρα σε γεμίζει και το ζεις αυθόρμητα, από αύριο θα χρειαστείς αγώνα να το κάνεις. Σου δίνω τώρα χάρισμα το δώρο αυτό να το γευτείς, ώστε να ξέρεις για τι πράγμα πρόκειται. Μα αν το θέλεις, στο εξής θα τό ’χεις μόνο, αν προσπαθείς εσύ, και μάλιστα σκληρά.
          - Το θέλω οπωσδήποτε! Παράδεισος μου φαίνεται αυτό που τώρα ζω. Πώς θα ’θελα, ποτέ να μην το χάσω! ψιθύρισε κατανυγμένη η γυναίκα.
          - Δύσκολο θά ’ναι, μα όχι αδύνατο. Κάπου είχες χάσει την εικόνα μου. Καιρός να την ξανάβρεις πια. Να το θυμάσαι αυτό κάθε φορά, που ο άντρας σου δεν θά ’ναι αυτός που θά ’θελες εσύ να είναι. Να ψάχνεις τότε την εικόνα μου στο πρόσωπό του. Να του μιλάς όπως θα μίλαγες σε μένα.
          - Μη φεύγεις, Κύριε! της ξέφυγε αυθόρμητα, καθώς η άγνωστη μορφή κινήθηκε.
          - Κοντά σου θά ’μαι πάντα, μην ανησυχείς, κι ας μη με βλέπεις φανερά. Μα θα ξανάρθω πάλι μια φορά. Για να μου δώσεις λόγο τότε εσύ, για ό,τι τώρα σου ζητώ εγώ να κάνεις.
          - Ποιος είσαι, Κύριε; στερνή φορά αποτόλμησε η γυναίκα να μιλήσει. Ο νους και τα μάτια της κρατιόντουσαν ακόμα θαμπωμένα.
          - Μα είμαι το εικόνισμα που νόμιζες πως έχεις, κι ας είχε από καιρό χαθεί αυτό απ’ τη ζωή σου, απάντησε ο άγνωστος. Γνωρίζεις τώρα πια πού θα με βρίσκεις.
          Και με τα λόγια αυτά ο ξένος έστρεψε το πρόσωπό του. Προχώρησε ανάλαφρα, μάκρυνε από κοντά της. Τυλιγμένος στη γλυκειά απόκοσμη ανταύγεια, υψώθηκε από τη γη προς τη γωνιά που έλαμπε το καντηλάκι, μίκρυνε, χάθηκε τέλος μεσ’ στην εικόνα του Χριστού στο εικονοστάσι.
          Τότε τα μάτια της γυναίκας άνοιξαν, ξεθάμπωσαν. Ανασηκώθηκε. Όνειρο ήταν, ναι! Αλλά πιο ζωντανό απ’ την πραγματικότητα. Το μυαλό της καθάρισε. Κατάλαβε τα πάντα καλά. Έκαμε ευλαβικά το σταυρό της κι έπεσε στα γόνατα.
          - Προσκυνώ τον τόπο, όπου «έστησαν οι πόδες σου, Κύριε». Καταδέχτηκες απόψε να μ’ επισκεφθείς. Μα κι εγώ δεν θα ξαναχάσω την εικόνα σου. Μπροστά μου θα την έχω πάντα ζωντανή, … να, …εδώ! ψιθύρισε κοιτάζοντας συγκλονισμένη τον άντρα της.
          Η καρδιά της φτερούγιζε ακόμα, όταν η γιορτινή χριστουγεννιάτικη καμπάνα αντήχησε γλυκειά, χαρμόσυνη μέσα στη νύχτα.

Χριστούγεννα 2013

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2014

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΧΕΙΜΩΝΟΣ ΕΜΒΙΩΣΕΙΣ...

(ἤ,  Ἀπαντώντας σὲ κάποια ἐρωτήματα...)






«Κλειστοὶ Καιροί· κλειστοί, περίκλειστοι
Μακρὰν τῆς θέας τ᾿ οὐρανοῦ, παρατημένοι
Μὲ ἀνέμους,  θύελλες, χιόνια καὶ θολοῦρες...»
Τ. Κ. Παπατσώνης

Ν ζες ατς τς συνθκες ς κάτοικος μικρο νησιοεναι ντως  μι περιπέτεια, πο δν τν χουν φυσικ βιώσει ο τς στερες γς οκοντες. Ὡστόσο αὐτὴ ἡ περιπέτεια ἔχει τὴν ἄλλη, τὴν πλέον ἀληθινή της ὄψη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸ καὶ ν᾿ ἀμφισβητηθεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ σημειωθεῖ ἀπόλυτα μὲ λέξεις, γιατὶ τὰ βαθειὰ καὶ κορυφαῖα βιώματα ἐνέχουν καὶ μιὰν ἄλλη γλώσσα, ποὺ δὲ γράφεται: κατατίθεται στὴν ψυχή, ὅπως οἱ μνῆμες.
Ἡ ἄλλη, λοιπόν, ὄψη τῶν «κλειστῶν καιρῶν» εἶναι ἡ ἡσυχία, αὐτὴ ἡ ἀνεκτίμητη  προσφορὰ τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς ὁποίας μπορεῖ κανείς νὰ ξαναδεῖ τὸν ἑαυτό του κάνοντας ἔτσι μιὰ ἀπόπειρα αὐτογνωστικῆς ἐξετάσεως-ὅσο μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό-μὲ τὸν ἀπαράιτητο διάλογο: τόσο μὲ τὸν ἑαυτό του ὅσο καὶ μὲ τὸ Θεό. Μάλιστα, στὴν περίπτωση αὐτὴ βιώνεται σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ Γεροντικὸ λόγιο «Ἅμα δὲν πεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν καρδιά του ὅτι ἐγὼ κι ὁ Θεὸς ὑπάρχουμε μονάχα, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση». Καὶ τοῦτο,  γιατὶ στὴν προκειμένη πέριπτωση, ὅπου κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἔξω κόσμο διακόπτεται –πόσες φορὲς δὲν ὑπάρχει καὶπαροχὴ ἠλεκτρικοῦ, ἐπειδὴ καταστρέφεται ὁ ἀγωγὸς παροχῆς- τὸ μόνο σημεῖο ἀναφορᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἀλήθεια, πόσες φορὲς δὲ θυμᾶμαι ἐκείνη τὴ φράση, «Παναϊά μ᾿ στοὺ Πέλαγου!», τὴν ὁποία ἔλεγε ἡ γιαγιά μου, ὅταν σὲ χειμωνιάτικες νύχτες μὲ πηχτὸ σκοτάδι καὶ ἰσχυροὺς ἀνέμους συνοδευμένους μὲ βροχή ἀφουγκραζόμασταν τὴ μανιασμένη θάλασσα,  ποὺ πάσχιζε νὰ σαλέψει τὰ θεμέλια τοῦ νησιοῦ. Τότε, μικρὸ παιδὶ ποὺ ἤμουνα, δὲν ἔνοιωθα τὶ ἔλεγε. Σήμερα ὅμως καταλαβαίνω τὸν ἐκ βαθέων εἰπωμένο ἱκέσιο λόγο ἐκείνης τῆς ἀγράμματης, πόσο σοφὸς καὶ γνήσιος ἦταν. Καὶ τὸ πιὸ κύριο, πόσο διδάσκει κι ἐμένα τὸν ἴδιο  ποὺ τὸν θυμᾶμαι μὲ τόση συγκίνηση. Γιατὶ κι ἐγὼ βιώνω σήμερα κάτι τέτοιες στιγμές, μάλιστα, σὲ μέρες φορτωμένες ἀπὸ καταχνιὰ καὶ μὲ θάλασσα κυμαινομένη ἐπικίνδυνα... Κάτι ποὺ λίγοι μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν. Φυσικὰ σ᾿ αὐτὲς τὶς στιγμὲς ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἰσχυρή, γιατὶ, ὅπως λέει κι ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, δὲν βιώνεται ὁ Θεὸς μέσα στὴν ἀνάπαυση, ἀλλὰ μέσω τῆς διακινδύνευσης, ποὺ ἰσχυροποιεῖ τὴ σχέση καὶ δυναμώνει τὴν ψυχή, ὥστε νὰ λέει πιὸ ἀληθινὰ κι ἔντιμα τὴν κορυφαία φράση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν..», ποὺ λέει «Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου...», Κύριε. Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἔτσι;

Πρωτοχρονιά 2014

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΣΩ ΔΥΣΗ (10 ποιήματα)

[Περιοδικό Πόρφυρας, 149 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2013) 223-226]


Αφίξεις

Πώς δαπανώνται οι μεταξοσκώληκες
μαθαίνεις εδώ.
Μένουν στα δάχτυλά σου
των παθών τους οι κλωστές.


Απαγορευμένη Πόλη

Ακατάσχετες φωνασκίες χρωμάτων
διαιωνίζουν της αυτοκρατορικής μοναξιάς
                                                       το κίτρινο
η δε ομπρέλα των απαγορεύσεων το υποθάλπει
και ριγούν χαιρέκακα
                                     παλλακίδες
                                                          ευνούχοι.


Θερινά ανάκτορα

Τα υπέρτερα σφετεριζόταν πάντα ο γιος τ’ ουρανού
μα ξέρουν κι εκδικούνται τα ιδεογράμματα.

Νούφαρα σιωπής στ’ ανάκτορα του θέρους.
Μόνον οι αυτό-
                          κλητες τραγουδίστριες
τσιρίζουν ολόχαρες.


Σινικό Τείχος

Του τελεφερίκ οι τριγμοί
φοβιστικοί 
προδιαθέτουν
για τη λύση των δεσμών τής έσω δυναστείας.

Με βαρύ καιρό
σε νικώ στου Σινικού τον κατήφορο.
Από τα ψηλά εδώ απειρίζονται όλοι.


Πλατεία Τιεν Αν Μεν

Λαβάρων τάξη και βοές στην Τιεν Αν Μεν
μα βαθύτερα
η εξέγερση
το τανκ
του φιδιού το δάγκωμα.

Με τόσο πλήθος
τέτοιονε συνωστισμό
απλώνεις χέρι
κι αφαιρείς του πλησίον ό,τι κρύβει τιμαλφές

μετά εκείνος
εκ φύσεως κάτωχρος κι απ’ το ξαφνικό
στέκεται μπροστά στο τανκ
και λογίζεται ήρως.


Χουτόνγκ

Περιαγωγή μνήμης ταριχευμένης.
Με λίγα γουάν
απ’ τους ουρανοξύστες
                                        στους άθλιους γείτονες.

Στην οδό αυτή
των ψαριών τ’ απόνερα
φρούτα δυσώδη
γυναίκες και αγόρια προσκαλώντας σε μασάζ.

Σε κάθε πόρτα του χουτόνγκ
χαρτονένια γραμματόκουτα
για τις καλές ειδήσεις από την προπαγάνδα.

Τρώγλες τα σπίτια ανόνειρων ανθρώπων
που ελπίζουνε
στο πιο νέο ipad και στα ρητά του Μάο.


Καθημερινό Πεκίνο

Αδιάβροχοι στην πρωινή ψιχάλα οι περαστικοί
ώσπου
κάποιος θαυμάζει το ημέτερο μπρέκφαστ.

Της υπομονής κρανιοφόροι
τρώνε σουβλάκια σκορπιών
τρούφες αιθαλομίχλης
κι αισθάνονται αυτάρκεις
εξευμενίζουν με ασκήσεις τάι-τσι τον θάνατό τους
με τσάι θεραπεύουν την περιχαράκωση.

Τ’ άνθος του τσαγιού
τα υπόσχεται όλα τελειότατα
ροφήματα ιερά
κήπους ευδαιμονίας.

Τσάι γιασεμί προσποιείται η κόρη
                            για να μας πείσει
μ’ αμετάπειστοι εμείς σχεδιάζουμε αλλιώς.


Σανγκάη της ομίχλης

Τόσο τραγουδούν οι γρύλοι στα κλουβιά τους
                                              που ‘ρχεται βροχή
ραγδαίος ο μουσώνας πολύ μικρών συμβάντων.

Με καταστέλλει Σανγκάη της ομίχλης
ώς το κόκαλο
ο χειροπιαστός λυγμός της γοερής βροχής της.

Δεκάτου πέμπτου δωμάτιο
να βλέπει τις νεροποντές
τ’ ανθρώπινα μυρμήγκια
τη ζωή ως τρίκυκλο

πώς νοτίζονται αισθήσεις αγοραίες
                             και καταργούνται
πριν ωριμάσουν πολύ
σ’ ανεόρταστη πόλη.


Ποταμός Χουανγκπού

Ποταμόπλοιο νιώθω σε θολά νερά
και κατάφορτος
πρώτες ύλες των σιωπών
ή δράκοντες της νύχτας.

Ψόφια γουρούνια
                               οι επιθυμίες μας
επιπλέουνε
στις ροές του Χουανγκπού
και στα νερά του νου μας.


Αναχωρήσεις

Την άλλη φορά
σε τρίκυκλο ποδήλατο θα μπω ταξιτζής 

κόσμο θα μεταφέρω
                                    φθηνά
                                                 στην Έσω Δύση.

[Πεκίνο – Σανγκάη, 17-27 Ιουνίου 2013]



Related Posts with Thumbnails