© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Η Αγία του φωτός

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η Αγία Λουκία, της οποίας η μνήμη γιορτάζεται και από τα δύο δόγματα την μέρα του μαρτυρίου της, στις 13 Δεκεμβρίου, έχει, κυρίως στη Δύση, δεθεί με το φως και την κυριαρχία του. Οι αιτίες γι’ αυτό είναι δύο και εξηγούν το δέσιμο του ονόματος της αθλοφόρου αυτής γυναικείας μορφής της εκκλησίας μας με τον ήλιο και τα όσα απ’ αυτόν, λυτρωτικά και ζωογόνα, συνεπάγονται. Η πρώτη είναι η σχέση του ονόματός της (Lux σημαίνει φως) με την κυρίαρχη  μορφή της ζωής και η δεύτερη η ημερομηνία της γιορτής της. Για την τελευταία πολλά έχει να μας πει η λαογραφία. Στις μέρες του Δεκέμβρη και πριν το χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 21 του μήνα, οι μέρες είναι οι μικρότερες του χρόνου και κατά την λαϊκή αντίληψη ο ζωοδότης κυρίαρχος του ουρανού φαίνεται να κινδυνεύει. Για το λόγο αυτό, εκεί κατά το ηλιοστάσιο, άναβαν παλιότερα φωτιές πάνω στη γη, θέλοντας να τον βοηθήσουν και να τον ενισχύσουν. Κατάλοιπό τους ο γνωστός «Δωδεκαμερίτης», οι φωτιές των Γιορτών στην Βόρεια, κυρίως, Ελλάδα, αλλά και τα δικά μας δύο κούτσουρα, που καίνε την παραμονή των Χριστουγέννων, κάτω από την πατροπαράδοτη κουλούρα μας, την ώρα της κοπής της.

   Με την μεταβατική αυτή περίοδο είναι συνδεδεμένες και όλες οι γιορτές του μήνα. Ο πρώτος κύκλος του, τα γνωστά «Νικολοβάρβαρα» έχει δεθεί με την επικράτηση του σκότους και του Χειμώνα, αλλά και με την έξαρση των μολυσματικών νόσων. Έτσι η Αγία Βαρβάρα είναι αυτή που ιατρεύει από την επιδημία της βλογιάς και κρατά τα μυστικά της ίασής της. Η μνήμη της τιμάται με αυστηρή , γι’ αυτό, νηστεία στο νησί μας και παλιότερα γινόταν και λιτανεία της εικόνας της από την εκκλησία της των Κήπων, τόσο σε ανάμνηση διαφόρων σωτηριών, όσο και όταν προέκυπτε επιδημία. Στη συνέχεια ο Άγιος Σάββας, της επόμενης ημέρας, «σαβανώνει», κατά την λαϊκή αντίληψη, τη γη με χιόνι. Για να έρθει ο τελευταίος του εορταστικού τριήμερου, ο λαοφιλής Άγιος Νικόλαος «στα χιόνια φορτωμένος».

   Μα οι τρεις, συνεχόμενες αυτές γιορτές φαίνεται να είναι και οι τελευταίες της επικράτειας του σκότους. Απ’ ότι πιστεύεται και με παρετυμολογία των ονομάτων, στις 9 Δεκεμβρίου, με την σύλληψη της Αγίας Άννας, της μητέρας της Θεοτόκου, το φως «ανασαίνει» λίγο, ενώ τρεις μέρες αργότερα, του Αγίου Σπυρίδωνος, παίρνει ακόμα «ένα σπυρί». Έτσι φτάνουμε στις 22 του μήνα, σήμερα γιορτή της Φαρμακολύτριας Αγίας Αναστασίας, αλλά με το παλιό ημερολόγιο της Αγίας Άννας, που ζούμε την μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Μετά από λίγο και με την Γέννηση του «Ήλιου της δικαιοσύνης» Χριστού, «το φως αξαίνει» και η μέρα όσο πάει και μεγαλώνει.

   Από τον εορταστικό αυτό κύκλο της φθοράς και της επανόδου του φωτός δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και η Αγία Λουκία, της οποίας το όνομα, όπως ήδη αναφέραμε, θυμίζει τον κυρίαρχο των ημερών. Έτσι σε όλη σχεδόν την Ευρώπη θεωρείται η προστάτιδά του και έχει μάλιστα αντικαταστήσει την δική μας Αγία Παρασκευή, μια και εκεί θεωρείται των οφθαλμών η γιάτρισσα. Για το λόγο αυτό εικονίζεται να κρατά δύο μάτια και να θυμίζει στον κόσμο την ειδικότητά της.

   Επίσης την ημέρα της γιορτής της στην Εσπερία γίνονται γιορτές, οι οποίες έχουν σχέση με το φως και την επικράτειά του. Συνήθως τότε ανάβουν τα χριστουγεννιάτικα φώτα και τιμούν την Μάρτυρα με δεκάδες αναμμένα κεριά.

   Μα η λατρεία της τιμώμενης στην Βενετία, κυρίως, αυτής Αθλοφόρου, όπου εκεί ολόσωμο βρίσκεται και το σκήνωμά της, στον ομώνυμο ναό, φαίνεται να είναι γνωστή από παλιά στο νησί μας, τη Ζάκυνθο. Και αυτό ήταν φυσικό και επόμενο, αν αναλογιστούμε την μακραίωνη σχέση των Επτανήσων με την πλωτή πόλη.

   Απόδειξη γι’ αυτό η εκκλησία της, η οποία υπήρχε παλιότερα στην πόλη, η οποία για λόγους ασφάλειας, βρισκόταν, τότε, προφυλαγμένη μέσα στο Κάστρο. Ο ναός αυτός, βέβαια, ήταν καθολικός, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει και πολλή σημασία για τη νοοτροπία της εποχής. Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ζώη και μ’ αυτά που μας διασώζει στο «Λεξικόν» του, η ιερή αυτή στέγη, η οποία ήταν αφιερωμένη και στην Αγία Αναστασία, ανήκε στον ιερωμένο P. Cordoni. Το 1698 ο Εμμανουήλ Μόρμορης και η αδελφή του Ταρσία, παραχώρησαν ένα παρακείμενο μικρό οικόπεδο, για να κατασκευασθεί ένα σκευοφυλάκιο. Η εκκλησία αυτή φαίνεται να είχε καταστραφεί από παλιότερος σεισμούς και η ανάμνησή της και μόνο έχει μείνει στις μέρες μας.

   Μα και στην ορθόδοξη λατρεία του νησιού φαίνεται να πέρασε η λατρεία της Αγίας. Η μορφή της είναι μια από τις τρεις, που εικονίζονται στην δεσποτική εικόνα του τέμπλου της Τριμάρτυρος, στο Ακρωτήρι, μαζί με τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο και τον Αναστάσιο τον Πέρση. Το έργο αυτό έχει ιστορηθεί από τον μεγάλο Νικόλαο Καλ(λ)έγη και στην κάτω δεξιά πλευρά του έχει την χρονολογία: ΑΨΚΔ (1724).

   Την λατρεία της Αγίας στη Ζάκυνθο αποδεικνύουν και τα αρκετά γυναικεία ονόματα, τα οποία από παλιά υπήρχαν στο νησί και γιορτάζουν την ημέρα της μνήμης της.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Ανθούλας Δανιήλ: Για τα «Μονόφυλλα Συγκομιδής» του Διονύση Σέρρα

(Ποιήματα 1982-2012 / εκδ. Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2013)


Τα Μονόφυλλα Συγκομιδής είναι η δωδέκατη παρουσία του Διονύση Σέρρα στην ποιητική σκηνή. Και είναι το σημαίνον νούμερο που μας παραπέμπει, θέλουμε, δεν θέλουμε, στο παρασημαινόμενο της αρτιότητας, αλλά και στο θρησκευτικό, της  συγκέντρωσης των δώδεκα γύρω από τον Ένα. Αυτή, λοιπόν, η δωδέκατη συλλογή  περιέχει τριάντα πέντε ποιήματα. Και αυτό το νούμερo μας παραπέμπει στο «μεσοστράτι της ζωής» του Δάντη, ο οποίος ήταν τριάντα πέντε χρόνων, όταν άρχισε να γράφει τη Θεία Κωμωδία του. Και οι συμπτώσεις δεν σταματούν εδώ. Το πρώτο ποίημα της συλλογής έχει τίτλο «Γραφή λιτής για την ΕΙΡΗΝΗ». Και βέβαια «λιτή» είναι η πρεσβεία (βλ. Ι΄ραψ. Ιλιάδας, «Λιταί προς Αχιλλέα»), η παράκληση, η ικεσία. Και «Μεγαλυνάρι»  για την Ειρήνη έγραψε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, την οποία  στόλισε με όλα του ελληνικού τόπου και του ελληνικού ουρανού στολίδια και αρώματα.
Και τώρα ο Σέρρας συνεχίζοντας την παράδοση, γράφει τη δική του «λιτή». Γιατί ο  άνθρωπος, που έχει ζήσει κι έχει δει πολλά, ξέρει πως μέγα καλό και πρώτο κατά τον Σολωμό είναι η ζωή, αλλά, για να την απολαύσεις, πρέπει να έχεις Ειρήνη. Άρα και η Ειρήνη έρχεται από κοντά με τη Ζωή και την Ελευθερία. Σ’ αυτήν λοιπόν αναπέμπει τον ύμνο του, τη «λιτή» του, και γι’ αυτήν είναι η γραφή του. Και ενώ μοιάζει λιτή και απέριττη, είναι  πλούσια κεκοσμημένη, γραμμένη με κατάνυξη, με πίστη στην ουσία της, με τις ιστορικές μνήμες νωπές και με αισθήματα ευγνωμοσύνης για τα αγαθά της:

Όλες του κόσμου οι ερημιές
την πλάση σου χειροκροτούν
κ’ οι δείχτες όλοι αντηχούν
την ώρα σου, Ειρήνη.

Φέγγουν
στα βλέφαρα των ταπεινών
οι μνήμες των εσταυρωμένων

και τα σημάδια των παιδιών
σε  μυστικούς ορίζοντες
φωτίζουν τις αυγές.

Κοιτάζοντας τη συλλογή σελίδα σελίδα ή φύλλο φύλλο ανακαλύπτεις τι είδους είναι η «συγκομιδή» του Σέρρα και τι περιέχουν τα «μονόφυλλά» του. Σε κάθε σελίδα, σχεδόν, βρίσκεται κι ένα ποιητικό πορτρέτο, μια θεία εικόνα ανθρώπου που μετέστη κυρίως, αλλά και άλλων που ζουν και δρουν και γράφουν. Κι εδώ σ’ αυτό το ρήμα  - γράφουν - είναι κρυμμένη η ουσία. Αποθανόντων είναι τα «μονόφυλλα», φιγούρες εξαγιασμένες από τη γραφή τους και τη δράση τους. Από τη ζωή και το έργο τους. Ανάμεσά τους, με όλα να  διεκδικούν την πρώτη θέση, ξεχωρίζει το συγκινητικό «Από κελί μαθητείας», «γραφής αντιδώρημα», αφιερωμένο στον π. Παναγιώτη Καποδίστρια. Πρόκειται για ένα τρίπτυχο τριών πεζόμορφων ποιημάτων,  για να τιμηθεί ο  ομότεχνος, που φέρει και του ιερού το στόλισμα. Τα δύο πρώτα μέρη απευθύνονται  στον τιμώμενο, του οποίου  την προσφορά προσλαμβάνει ως «κήπου φυλλώματα σε κάτοπτρα μετα-ζωής», που γράφει το «είδωλο του Λόγου» με «πιο γλαυκό» μελάνι, που μετράει «φωνήματα για σωθικά», «σχεδιάσματα συνωδικά»,  που φέγγει «αποτυπώματα υγρά», «μες στα ησκιώματα της αγοράς», «Εγκώμια πνοής εωθινά», «με σύμφωνα ουρανικά»… και καταλήγει «για την Αφή να ευλογείς    και στη Σιωπή να κοινωνείς με της γραφής τα άγια».
Το τρίτο μέρος του τριπτύχου είναι μια μικρή αναφορά εις εαυτόν, σε πρώτο πρόσωπο, και χαιρετισμός. Με  κεφαλαία γράμματα και τα συνοδευτικά θαυμαστικά «ΑΙΕΝ!» και «ΩΣΑΝΝΑ!» και «ΔΟΞΑ ΣΟΙ!» και «ΧΑΙΡΕ!» αντιφωνεί ο ποιητής ως «Μύστης του οίστρου ελάχιστος», «της άνοιξης συμμαχητής» και «συν-αδελφός», κάνοντας προφανή τη σχέση που έχει με τον τιμώμενο αλλά και διακριτική τη σεμνότητά του.    
    Και μετά την «λιτή» για την Ειρήνη και το εγκώμιο για τον  ομότεχνο «συμμαχητή» και «συν-αδελφό», ακολουθεί ποίημα αφιερωμένο στο «Άνθος Ζακύνθου» Ούγο Φώσκολο, του οποίου το πλήρες «βιογραφικό» αρχίζει με το πλάνο των μετακινήσεων, στις δυο πρώτες τρίστιχες στροφές:

Από μύρου νησί / -με λαβές ποπολάρων/ και βόλια πνοής/

σε οίστρου ακτές/ για πάλης πυρώματα/ παραδίνεσαι

για να μας δώσει δείγμα  ακμής στην ξένη πατρίδα «με Χάριτες Λόγου την ηδονίζεις» (οι «Χάριτες» είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Φώσκολου), να θίξει το θεϊκό άγγιγμα της πέννας με την του  «Δάντη αφή» και μετά το αθάνατο «Κάλλος» να καταλήξει:

Άνθος Ζακύνθου/ μυρώνει αμάραντο/ στη Σάντα Κρότσε.

Και γιατί στη Σάντα Κρότσε; Γιατί εκεί αναπαύεται, ανάμεσα σε άλλους επιφανείς,  το σκήνωμα του ποιητή.
Φυσιολογικά, μετά τον Φώσκολο, έρχεται το ποίημα «Πεντάστιχα χοής για τον Ανδρέα Κάλβο». Πέντε είναι τα πεντάστιχα της «χοής», στα οποία «και με φως και με θάνατον» ο μέγας «φιλόπατρις» τιμάται ακαταπαύστως.
Στο επόμενο ποίημα,  «Αφής σημάδια - για επίμετρο» είναι η σειρά του Διονυσίου Σολωμού να απαντήσει σε επτά ποιήματα- ερωτήματα, τα οποία του απευθύνει ο Σέρρας και στα οποία ο αναγνώστης θα βρει ψήγματα της αθάνατης ποίησής του.
Πιο κάτω θα συναντήσουμε τον Γιώργη Παυλόπουλο κάτοικο του Πύργου κάποτε και τώρα «εγκάτοικο» για πάντα. Και πάλι ο Κάλβος και πιο πέρα ο Δημήτρης Παπαδίτσας και πάλι ο π. Καποδίστριας και ο Ερμάννος Λούντζης και άλλοι και άλλων τεχνών εκπρόσωποι που ο ποιητής αγάπησε κι εκτίμησε και δεν λησμόνησε. Είναι μεγάλος και υψηλός της ποιήσεως και της Τέχνης γενικά ο κατάλογος.
Ενδιαφέρον είναι και το ποίημα «Ριμάροντας για ποιητές», όπου στα εννέα από τα δέκα δίστιχα, σαν μικρή ανθολογία τιμώνται όλοι οι άγιοι των γραμμάτων και της ρίμας δημιουργοί. Τελευταίο ποίημα οι «Μαχητές» και ανάμεσά τους και ο γράφων μπροστά στις ανοιχτές (στη Δύση) Πύλες / ή στις γραμμές της απειλής και της εξόδου, με το σημαινόμενο ολοφάνερο.
Ο Σέρρας επιδιώκει στις συνθέσεις του να «μιμηθεί» δημιουργικά το ύφος και τον μουσικότροπο στίχο  του τιμώμενου, περιποιώντας τιμή στους ποιητικούς και επιφανείς προγόνους που η Ζάκυνθος γέννησε αλλά και η λοιπή Ελλάδα δεν υστέρησε, προσδίδοντας  όμως το συναισθηματικό ίχνος της δικής του  γραφής. Έτσι από κοντά και από απέναντι έρχεται ο Παυλόπουλος, από απέναντι και πιο ψηλά ο Καρυωτάκης (της Πρέβεζας), για να πάρουμε μόνο δυο παραδείγματα γειτνίασης με τα ιόνια νερά.
Φυσικά δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστη τη γλώσσα. Και είναι η γλώσσα του Σέρρα αλλιώς ελληνική. Επιλεγμένη η λέξη του, άτριφτη, μακρινή αλλά και κοντινή, σε απόσταση, αλλά και δική μας, σεμνή και επιβλητική που ξεπροβάλλει από τον ελληνικό θησαυρό για να υπηρετήσει τα υψηλά νοήματα και τις ποιητικές προθέσεις.   
Τελετουργικό το βάδισμα του στίχου, ανάλογο με το ύφος, με την περίσταση που γεννά το ποίημα, με τη στάση του ανθρώπου απέναντι στα πράγματα, με την αξία που προσδίδει στη ζωή και στην τέχνη.   
      Τα Μονόφυλλα Συγκομιδής είναι ευλαβικά αφιερώματα στα πρόσωπα του γενέθλιου τόπου, κυρίως, που με την τέχνη τους φύσηξαν σε όλη την Ελλάδα τις ιόνιες πνοές  τους και με καμάρι ο Διονύσης Σέρρας, γερός κρίκος, κρατάει σφιχτά την αλυσίδα της παράδοσης.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΡΗΓΙΝΟ, ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ (διήγημα)


Ἀναγκαία προσημείωση

Τὸ παρακάτω διήγημα μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἱστορία ποὺ ὑπόθεσε ὁ συντάκτης του, ὡστόσο ἡ πρώτη ὕλη της, δηλαδή ὁ ναὸς, τὰ πρόσωπα, τὰ τοπωνύμια, οἱ ἱστορικὲς μαρτυρίες καὶ οἱ συνήθειες εἶναι ὅλα ἀληθινά. Τώρα, ἄν συνέβησαν τὰ γεγονότα ὅπως περιγράφονται, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποκλείσουμε, γιατὶ οἱ παλαιότεροι ἐφημέριοι πήγαιναν, ὅπως καὶ τῆς Σκιάθου, στὶς μικρὲς ἀγροτικὲς κοινωνίες καὶ τελοῦσαν στοὺς ἐκεῖ γύρω ναοὺς τὶς μεγάλες γιορτές, Πάσχα, Χριστούγεννα, Δεκαπενταύγουστο κ.λ.π.. Κι αὐτὸ εἶναι διαπιστωμένο ἀπό διηγήσεις παλαιοτέρων. 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ παρακάτω γραπτὸ εἶναι ἀφιερωμένο στὴ σεπτὴ Μνήμη ἐκείνων τῶν παλαιῶν, μισογραμματισμένων, φτωχῶν, πλὴν ἱεροπρεπῶν καὶ εὐλαβῶν ἐφημερίων τῶν ἐνοριῶν τῆς Χώρας τῆς Σκοπέλου. Αὐτῶν δηλαδή,ποὺ μᾶς κατέλιπαν μεγάλη, σημαντικὴ καὶ φωτισμένη κληρονομιά. Τοὺς εὐγνωμονοῦμε κι ἡ  εὐχή τους ἄς μᾶς συνοδεύει...


π.κ.ν.κ

*          *          *
Ὁ παπα- Γιώργης ὁ πρωτόπαπας τῆς  μικρῆς καὶ ἀπόμερης ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ἀφοῦ ταχτοποίησε στό σακκούλι του τά ἱερά- τό δισκοπότηρο δηλαδή, τὸ θυμιατό, τὴν «ἀναλαλλαή»του καί φυσικά ὅ,τι ἀπαιτεῖται γιά νά τελεστεῖ μία Θεία Λειτουργία, κι ἀφοῦ συνεννοήθηκε μέ τόν μπαρμπα-Δημητράκη τόν παραπανίσιο ψάλτη τῆς ἐνορίας του, ξεκινᾶ ἀπομεσήμερα γιά τόν Πύργο, ποὺ εἶναι τρεῖς ὧρες δρόμο ἀπό τή Χώρα. Τό ζωντανό του ξέρει τό δρόμο, γιατί δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ παπᾶς πηγαίνει στή περιοχή τοῦ Πύργου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, Παραμονὴ τοῦ Χριστοῦ, πηγαίνει ἐκεῖ πάνω γιὰ νὰ λειτουργήσει στὸ πανάρχαιο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου, γιὰ νὰ χαροῦν τὰ Χριστούγεννα οἱ «χρόνο χρονικῆς» μόνιμοι κάτοικοι στὴν ἀγροτικὴ ἐκείνη περιοχὴ τοῦ νησιοῦ. Εὐτυχῶς πού δέ χιονίζει, γιατί θά ἦταν πολύ δύσκολη ἡ προσπέλαση. Μόνο σιγοβρέχει. Εἶναι βλέπεις ὁ καιρός στό γραιγολεβάντε κι αὐτός ὁ καιρός φέρνει πάντα βροχή. Ἀλλά δέ πειράζει. Τό καλύβι πού θά μείνει ἔχει καλή παραστιά γιά νά στεγνώσει, νά  ζεσταθεῖ καί ν᾿ ἀναπαυθεῖ.
          Γύρω στό σούρουπο φτάνει στό καλύβι τοῦ Γέρο Φιλιππή. Τόν δέχονται ὅλοι μέ ἀνακούφιση. Κατεβαίνει ἀπό τό ζῶο καί μπαίνει στό χωνεμένο στή νύχτα καλύβι, πού τό ἀχνοφωτίζει ὁ λύχνος πάνω στή "βγοῦ" τῆς παραστιᾶς. Τό κέρασμα εἶναι σῦκα ξερά καί ρακί. Ἡ φωτιά καίει περήφανα στό τζάκι, ἐνῶ στό καζάνι πού εἶναι πάνω στή τζιροστιά σιγοβράζει τό φαῒ γιά τήν αὐγινή τήν ἑορταστική τήν τράπεζα. Ξημερώνουν, βλέπεις, Χριστούγεννα.
          Ἔξω ἡ βροχή δυναμώνει. Μαζί της καί τό σκοτάδι. Μαζεύονται ὅλοι ἕνα γύρω σιμά στήν παραστιά καί ἀκοῦνε τόν παπά πού τούς ἐξηγεῖ, πώς θά σηκωθοῦν νωρίς τή  νύχτα γιά τήν ἀκολουθία. Καλό θά ἦταν νά εἰδοποιηθοῦν καί τ᾿ ἄλλα, τά γειτονικά τά καλύβια. Ὅμως ἐκείνη τήν ὥρα ἔρχεται ὁ γιός τῆς γριᾶς τῆς Μονοβασσῶς νά τοῦ πεῖ ὅτι ἡ Μάνα του ψυχομαχεῖ καί θἄθελε νά τή μεταλάβει. Τήν αὐγή, τοῦ ἐξηγεῖ ὁ παπᾶς, ἀπολείτουργα, γιατί δέν ἔχει μαζί του τόν Ἅγιο Ἄρτο τῆς Μεγάλης Πέμπτης.
          Ὁ ὕπνος εἶναι ἤρεμος μέσα στή θαλπωρή τοῦ καλυβιοῦ. Ἡ βροχή συνεχίζεται, ἡ νύχτα εἶναι πηχτή ὡσάν τή λάσπη, ἐνῶ ἡ παρηγοριά τοῦ λαδοκάντηλου μπροστά στίς παλαϊκές τίς εἰκόνες κλείνει τό δρόμο στήν ἀνησυχία.
          Εἶναι ἀκόμα βαθειά νύχτα πού σηκώνονται γιά τήν ἐκκλησιά. Ἀνάβουν τό λύχνο, ντύνονται γερά καί ξεκινοῦν μέ λαδοφάναρα, μέ ἀναμμένα δαδιά στά χέρια γιά τήν ἐκκλησία. Τό μονοπάτι γεμίζει κόσμο, πού εὔχονται χρόνια πολλά, μιά σειρά ἀπό μικρές φλόγες πού περπατοῦν μέ προσοχή μέσα στ᾿ ἀνεμόβροχο, ἀλλά καί μέ τό φόβο τῶν καλλικατζάρων, πού τέτοιες μέρες ἐμφανίζονται καί τά κάνουν ὅλα «ἀνακατωμένος ὁ ἐρχόμενος».
          Ἡ ἐκκλησιά εἶναι φωτισμένη ἀπό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. Ὁ ψάλτης, χωμένος στή βαρειά τήν πατατούκα, μισοκοιμᾶται ἀκόμα στό στασίδι. Ὅμως μέ τήν εἴσοδο τοῦ παπά ὅλα ξαφνικά ἀλλάζουν, ζωντανεύουν.
          πλώνει τ᾿ ἄμφιά του καί τά δισκοπότηρα στήν Ἁγία Τράπεζα καί τήν πρόθεση, ἑτοιμάζει τό φρεσκοψημένο πρόσφορο, τό μυρωδάτο μαῦρο νάμα καί τίς λαμπάδες τίς καμωμένες ἀπό ἁγνό μελισσοκέρι, παίρνει καιρό καί βάζει «Εὐλογητός». Ἡ ἐκκλησούλα γεμίζει κόσμο, πού ἔρχεται ἀπό τά γύρω καλύβια. Κόσμο, πού στό μέτωπό του διακρίνεις τόν κόπο καί τήν ἀγωνία γιά νά τά φέρουν βόλτα. Εἶναι ὅλοι τους ντυμένοι ἁπλά, ταπεινά καί δίχως τήν παραμικρή ἐπιτήδευση. Ἄς εἶναι τσαλακωμένη ἡ βράκα ἤ τό κολοβόλι. Ἀρκεῖ πού εἶναι καθαρά, ὅπως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι.
          Ἡ Ἀκολουθία προχωρεῖ. Δονίζεται ἡ ἐκκλησία ἀπό τό τροπάριο "Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν......." καί ὅλων τά μάτια καρφώνονται στήν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, πού εἶναι πάνω σ᾿ ἕνα ἁπλό δισκέλλι στολισμένη μέ βάγια, μυρτιά καί κανένα λουλουδάκι καλυβιώτικο.  Αὐτή εἶναι ἡ παρηγοριά, αὐτό εἶναι τό μοναδικό καί σίγουρο λιμάνι ὁποῦ προσφεύγουν σέ μύριες τοῦ σκληροῦ καθημερινοῦ τους βίου περιστάσεις τοῦτοι οἱ ἁπλοὶ κι ἄκακοι ξωμάχοι.
          Δέν τό ξέρω, μά ὑποθέτω πώς, ἄν ἐκείνη τήν ὥρα πάσχιζε κάποιος ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσει τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, θ᾿ ἄκουγε στεναγμούς ἀλαλήτους, γιά τό παιδί πού εἶναι μέ τό καράβι τοῦ καπετάν Ζαχαρία, γιά τά κορίτσια πού εἶναι τῆς παντριᾶς καί ἀνάγκη εἶναι νά γίνει ἡ πεντάρα λίρα, ὥστε νά ἑτοιμαστοῦν,  τό σπίτι πού φτιάχνεται στή Χώρα, τά προικιά, ἀλλά καί νά μαζωχτεῖ τό μέτρημα. Ὁ ἄλλος σκέφτεται τά παιδιά πού ἔθαψε ἀπό τίς ἀρρώστιες καί τό ἄλλο πού ἀπόψε χαροπαλεύει στό καλύβι ἀπό τόν πυρετό. Ἄλλος ἀκούει τή βροχή καί σκέφτεται τή σοδειά. Θά πάει καλά; Γιατί χρωστᾶνε στό τάδε τοκογλύφο τόσα λεπτά πού τά δανείστηκαν πέρσυ γιά νά περάσουν τή χρονιά. Ἀλλά κι ὁ ἴδιος ὁ παπάς μέσα στό ἱερό τό Βῆμα, πού ξέρει τούς καϋμούς καί τά βάσανα αὐτῶν τῶν συγχωριανῶν του καί εὔχεται, βάζει μαζί μέ τά δικά τους καί τά δικά του τά παθήματα καί τίς στεναχώριες. Κι αὐτός ἔχει κορίτσια γι᾿ ἀποκατάσταση. Τρία, ζωή νά ἔχουν καί καλό τυχερό. Κι οἱ γαμπροί λίγοι, ἀλλά καί φτωχοί. Τό σπίτι τῆς Μαρίας σχεδόν τελειώνει, ἐνῶ δίπλα της θά πρέπει νά θεμελιωθοῦν κι ἄλλα δύο. Στίς κεντῆστρες εἶναι δοσμένα τά λεπτά νά ἑτοιμάσουν τή στόφα τή νυφιάτικη, γιατί ὅπου νἄναι δένεται ἡ παντρειά μέ τόν Παντελή τόν καλαφάτη.
          Ἔξω ἀκούγεται μιά βουή ἀπό τόν ἀγέρα πού κατεβαίνει ἀπό ψηλά καί μπαίνει μέσα στίς πευκοσειρές καί τίς ἀναδεύει. Κάπου-κάπου τ᾿ ἀνεμόβροχο χτυπᾶ μέ δύναμη πάνω στήν πόρτα, λές καί θέλουν ὅλες οἱ κακές δυνάμεις καί τά πνεύματα τοῦ δάσους νά εἰσβάλουν στήν ἐκκλησιά καί νά καταστρέψουν τά πάντα. Τ᾿ ἀφουγκράζονται σιωπηλοί καί κατενυγμένοι οἱ χωρικοί καί κάνουν τό σταυρό τους «Στό πέλαγο Παναΐτσα μου», λένε καί περιμένουν νά φέξει.
          Σέ λίγο βγαίνει ὁ παπάς μέ τή θεία Μετάληψη καί οἱ περισσότεροι κοινωνοῦν ἀφοῦ πάρουν σχώρεση ὁ ἕνα ἀπό τόν ἄλλο. Ἀκόμα καί ἐκεῖνοι πού εἶναι μαλωμένοι, γιατί ἔτυχε ἡ γίδα τοῦ μιανοῦ νά μπεῖ στό χτῆμα τοῦ ἄλλου καί τοῦ φάει τά θλιάσματα. Ἀπόψε, μέρα πού εἶναι, τ᾿ ἀστοχᾶνε γιά λίγο, γιά νά τά ἐπαναλάβουν μετά ἀπό δυό-τρεῖς μέρες. Καϋμένοι ἄνθρωποι....
          Λίγο πρίν ἀπό τήν ἀπόλυση ἔρχεται κι ὁ γιός τῆς γριᾶς τῆς Μονοβασσῶς, ὁ Κωνσταντής μ᾿ ἕνα μεγάλο λαδοφάναρο νά τόν συνοδέψει ἴσαμε τό καλύβι τους, γιά κοινωνήσουν τή Μάνα του. Τοῦ παπά τρέμει ἡ ψυχή· πρῶτα-πρῶτα μήπως καί δέν προφτάσει ζωντανή τήν ἄρρωστη κι ὕστερα μήπως καί παραπατήσει μέ τ᾿ Ἅγια Μυστήρια στά χέρια. Ὅμως τ᾿ ἀποφασίζει, παρακαλώντας τό Θεό νά τοῦ δώσει κουράγιο νά ξεπεράσει ὅλα τά ἐμπόδια πού ὁπωσδήποτε θά παρουσιαστοῦν. Κάι πράγματι, τό τί παρουσίασε ὁ μισόκαλος μπροστά του δέ λέγονται. Πρῶτα ἡ σκοτεινιά, τό κακοτράχαλο τοῦ δρόμου, τ᾿ ἀνεμόβροχο πού τοὔκλεινε τά μάτια κι ὕστερα τό μούδιασμα στά χέρια πού δῶ πάνω στό βουνό μ᾿ αὐτή τήν παγωνιά δέν τά αἰσθανόταν. Κύριε, ψιθύρισε, βόηθα καί Σύ....
          Ὅταν ἔφτασαν στό Καλύβι τῆς ἄρρωστης πῆγε καί τήν κοινώνησε - πῶς τόν περίμενε ἡ κουρασμένη ἡ γριά τό Μονοβασσώ καί πόσο ἀναγάλλισε ὅταν κοινώνησε! Τήν εὐχή τοῦ Κστοῦ νάχεις παπά μου, μουρμούρισε κι ὕστερα ἔπεσε σέ λήθαργο. Τῆς διάβασε μιά εὐχή καί στάθηκε σιμά στή φωτά νά πάρει μιά πύρα πρίν ξεκινήσει γιά τήν ἐκκλησιά. Ὅταν ἔφτασε, ὅλοι σχεδόν τόν περίμεναν καθισμένοι στά στασίδια, ἐνῶ ἄλλοι εἶχαν περάσει στό διπλανό τό κελλί, ὅπου ἔμεινε τή νύχτα ὁ γέρο-ψάλτης, ξάναψαν τή φωτιά στό τζάκι καί κουβέντιαζαν πίνοντας φασκόμηλο μέ πετιμέζι. Τό χάρηκε αὐτό πολύ καί τό ἐκτίμησε ὁ παπάς .
          Τό γκρίζο σεντόνι πού ἁπλώνεται μέ τό χάραμα ἕνα γύρω στήν περιοχή δίνει στούς χωρικούς τή δυνατότητα νά ξεκινήσουν γιά τά καλύβια τους, ἀφοῦ εὐχηθοῦνε ὁ ἕνας στόν ἄλλο. «Κι τ᾿ χρόν᾿ νὰ εἴμαστι καλά. Καλὴ χρουνιά».
          Τελευταῖος ἀναχωρεῖ ὁ παπᾶς, ἀφοῦ μαζεύει τά ἱερά του καί κατευθύνεται γιά τό καλύβι. Εἶναι μόνος του μέσα τό μικρό ναΐσκο, πού ἀποπνέει μιά εὐωδία ἀγγελική, οὐράνια. Θά χάρηκε πολύ ὁ Ἅγιος χρονιάρα μέρα πού εἶναι καί Τόν λειτουργήσαμε, σκέφτεται καί τά μάτια του νοτίζονται ἀπό κατάνυξη καί εὐχαριστία, πού μπόρεσε καί φέτος νά συνεορτάσει μέ τούς Πυργιῶτες τά Χριστούγεννα. Πρίν ἀναχωρήσει ρίχνει μιά ματιά στό ἐσωτερικό τῆς ἐκκλησιᾶς καί παρατηρεῖ στό μισοσκόταδο τίς Μορφές τοῦ Ἁγίου, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, πού ἀχνοφωτίζονται ἀπό τό ἱλαρό τό φῶς τῶν λαδοκάντηλων. Τό ἀγαπᾶ ἰδιάιτερα αὐτό τό φῶς, γιατί ἡ γαλήνη του, ἡ καλωσύνη του, ἡ ὀμορφιά του σταλάζουν στή φρυγμένη τήν ψυχή εὐλογία.....
          Στό καλύβι φτάνει σχεδόν μουσκεμένος. Κάθεται δίπλα στήν παραστιά, στό μεντέρι καί πυρώνεται τρώγοντας τίς τηγανίτες μέ τό μπόλικο τό πετιμέζι καί πίνοντας ρακί.
          Σέ λίγο θά πρέπει ν᾿ ἀναχωρήσει. Ὅμως ἐκείνη τή στιγμή παρουσιάζεται ὁ Κωσταντής, ὁ γιός τῆς θειᾶς τῆς Μονοβασσῶς καί τοῦ ἀναγγέλει τό θάνατο τῆς Μάνας του, τώρα τά ξημερώματα. Μίλησαν καί μέ τούς ἄλλους τούς Πυργιῶτες καί συμφώνησαν νά τή θάψουν ἀπομεσήμερα, γιά μή φέρνουν πάλι αὔριο τόν παπά, μέρες πού εἶναι.
          Παράτησε μισιοπιωμένο τό ρακί. Στή γαβάθα εἶχαν περισσέψει δυό-τρεῖς τηγανίτες. Πῆρε τό πετραχήλι καί μισομουσκεμένος καθώς ἦταν πῆγε νά διαβάσει Τρισάγιο στή νεκρή. 
          Ἀπέναντι, ἀπό τή μεριά τῆς Ἀνάληψης καί τοῦ Ἅη-Γιώργη στήν Καρυά ἀνέβαινε μιά βαρειά συνεφιά, πού ἔφραζε τόν τόπο. Στάθηκε κι ἀγνάντεψε. Τοῦ εἶχε πεῖ ὁ παπα-Γιάννης ἀπό τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα ὅτι θά λειτουργοῦσε στό μοναστήρι, στόν Ἅη-Γιώργη στή Καρυά, γιά τούς Καρυῶτες πού μένανε ἀπέναντι καί κοίταζε μήπως διακρίνει καμμιά ἀνθρώπινη φιγούρα. Δέ φαινόταν τίποτε. Ὁ καιρός εἶχε γυρίσει στό χιονιά καί μιά κάπα ἀπό πηχτό γκριζόμαυρο σύγνεφο κατέβαινε ἀπό ψηλά μαζί μέ τ᾿ ἀνεμοσούρια καί τίς κραυγές τῶν πουλιῶν πού πήγαιναν νά κρυφτοῦν στίς φωλιές τους. Τόν γύρισε, παπά τόν καιρό. Σά δέ βγάλει κανένα χιόνι ἀπόψε! εἶπε σιγά ὁ Κωνσταντής κι ὕστερα σώπασε, γιατί τό μετάνοιωσε, ἐπειδή ἔπρεπε κι ὁ παπάς νά γυρίσει στή Χώρα. Κι εἶχαν καί τήν κηδεία... Ὁ παπάς τόν πρόσεξε, μά δέν εἶπε τίποτε, μονάχα τόν ἀκολουθοῦσε σιωπηλός, ὑπομονετικός κι ἥρεμος.
          Τή νεκρή τήν εἶχαν πάνω στό γιατάκι, στολισμένη καί καθαρή·  εἶχαν ἀνάψει μιά λαμπάδα καί τῆς εἶχαν κόψει λίγα λουλούδια ἀφημένα στά χέρια της. Νά τά πάει στόν πατέρα καί στ᾿ ἀδέρφια μου, εἶπε ὁ Κωνσταντής. Ὁ παπάς προσκύνησε, διάβασε τό Τρισάγιο κι ὕστερα κάθησε νά δώσει ὁδηγίες γιά τή νεκρώσιμη ἀκολουθία καί τήν ταφή.
          Τοῦ προσφέρανε σῦκα ξερά, λίγο καλό μαῦρο κρασί κι ἕνα κομμάτι ψωμί, γιά στυλωθεῖ. Φαΐ τό σπίτι αὐτό δέν ἔβρασε σήμερα κι ἄς ἦταν χρονιάρα μέρα.
          Καθώς ἔτρωγε σιγά καί διακριτικά κοιτάζοντας πρός τά ἔξω, κατά τή μεριά τῆς θάλασσας, πάσχιζε νά ξετυλίξει τό νῆμα τῆς ζωῆς τῆς θειᾶς τῆς Μονοβασσῶς, αὐτῆς τῆς παλιᾶς Πυργιώτισσας, πού ἐδῶ γεννήθηκε, ἐδῶ ἔζησε κι ἐδῶ κοιμήθηκε πληρώνοντας τό κοινό χρέος, ἐδῶ θὰ ταφεῖ, χρονιάρα μέρα, στό καταχείμωνο, στὸ χῶρο ποὺ ἔζησε καὶ τίμησε.. 
          Ἦταν ἀπό τίς ἀρχοντογυναῖκες τοῦ Πύργου ἡ θειά ἐτούτη. Φιλόξενη, φιλότιμη, πιστή στό Θεό καί στίς παραδόσεις καί, φυσικά, πολύ δουλεμένη. Τήν ἤξερε ὁ παπάς, γιατί αὐτός στεφάνωσε τά παιδιά της καί βάφτισε τά ἐγγόνια της καί πολλές φορές τοῦ εἶχε πεῖ τόν καϋμό της. Εἶχε γεννηθεῖ στά τέλη τοῦ 1800, εἶχε παντρευτεῖ τόν Νικολό τόν Μπαρμπεράκη, πού εἶχε κι αὐτός καλύβι, ἀμπέλια καί καρούτα στόν Πύργο, κοντά στή Παναΐτσα, πιό πέρα ἀπό τά καλογερικά κι εἶχε ἀποκτήσει ἑφτά παιδιά. Τέσσερα παλληκάρια καί τρία κορίτσια.
          Στά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ὁ ἄντρας της πῆγε μαζί μέ τό καράβι τοῦ καπετάν Κωνσταντή τοῦ Μανωλάκη, γιά νά βοηθήσει στόν Ἀγώνα. Ἐκείνη μέ τά παιδιά ἀπόμεινε στόν Πύργο νά στρεμματίζει, νά κλαδεύει, νά σκάβει καί νά κάνει ὅλες τίς δουλειές μέ τά παιδιά της. Μέχρι πού ἦρθε τό μαντάτο ὅτι ὁ ἄντρας της πνίγηκε σέ μιά φουρτούνα, ἀνοιχτά ἀπό τό Ὄρος. Τότε ἐκείνη ἔσφιξε τήν καρδιά, ζώστηκε περισσότερο στή δουλειά καί κοίταξε νά βολεύει τ᾿ ἀμπέλια τους, τά δικά της δηλαδή καί τοῦ σχωρεμένου.
          Κι ὑπῆρξαν χρόνια ἀβάσταχτης δυστυχίας, γιατί οἱ λιάπηδες κι οἱ πειρατές πολλές φορές κατάκλεψαν τή σοδειά τους, ἀπό τήν καρούτα ἀκόμα ὁπού ἔβραζε τό κρασί μέ τά στέφλα, ἔσφαξαν τά ζῶα καί ρήμαξαν τό καλύβι.
          Ἀλλά καί τό λιγοστό τό λάδι τῆς πῆραν ὅταν ἔσπασαν τίς πόρτες τοῦ καλυβιοῦ, ἀκόμα καί τά λίγα ροῦχα πού εἶχε μάζωξαν. Εὐτυχῶς γιά κείνη καί τά παιδιά της πού εἶχαν πάει στή Χώρα ἐκεῖνες τίς μέρες, γιατί πάντρευε τή μεγάλη τή θυγατέρα της, τή Γερακώ, μέ τόν Παναγή τόν Μπογιατζή κι ἔτσι γλύτωσαν.     
          Τή ζωή της ὁλάκερη τήν πέρασε στόν Πύργο, στό καλύβι. Ἐκεῖ εἶχε τά ζωντανά καί ὅλα τά καλά καί τά καλούδια. Μάζευε, λοιπόν, μέ αἱματηρή οἰκονομία τά χρήματα, γιά νά στήσει τά σπίτια, γιά νά ἑτοιμάσει τίς προῖκες, γιά νά δώσει καί τό μέτρημα. Ἔτσι τά εἶχε βρεῖ ἀπό τούς δικούς της καί τά συνέχισε, χωρίς ἀγκομαχητό καί ἀπελπισία. Τόν Ἅγιο Ρηγίνο τόν εἶχε παρηγοριά καί κάθε βράδυ πήγαινε καί τοῦ ἄναβε τό καντήλι στό ἐκκλησάκι θυμιάζοντας καί ἀφήνοντας τίς παρακλήσεις της νά σηκωθοῦν ἀπό μέσα της, ὅπως ὁ λιβανωτός ἀπό τό θυμιατήριο.
          Τῆς ἄρεσε νά πηγαίνει σέ ὥρα Ἑσπερινοῦ, τότε πού οἱ ἴσκιοι ξετρυπώνουν ἀπό τά διάσελα καί τίς πυκνές δεντροσειρές κι ἀνεβαίνουν μέ τό σκοτάδι πρός τά καλύβια. Αὐτή ἡ ὥρα, ἡ ὥρα τῆς σιωπῆς, τῆς κατάπαυσης τῶν ἔργων τῆς ἡμέρας, ἡ ὥρα πού ἀνοίγει τή θύρα στή νύχτα, ἔχει μιά περίεργη γοητεία. Γιατί σκάβει τήν ψυχή καί κατεβαίνει βαθειά μέσα της, ἀφήνοντας νά σηκωθοῦν οἱ θύμησες, πού τίς χτίζουν μέ σάρκα τά Πρόσωπα τά ἀγαπημένα πού μίσεψαν ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο. Ἰδιαίτερα τίς μέρες τοῦ χειμώνα μέ κεῖνο τό στερνό τό φῶς τοῦ ἥλιου πού στραγγίζει τή νοσταλγία του πάνω στόν κόσμο... Ἀλλά καί τίς παχνιασμένες ἀπό τήν ἀπόβροχη τή συγνεφιά δειλινές ὧρες πήγαινε στόν Ἅγιο προσέχοντας τή λευκόγκριζη τήν καπνιά ἀπό τή συγνεφιά, πού κατέβαινε πάνω ἀπό τή Δέλφη καί κύκλωνε ἕνα γύρω τόν τόπο. Τῆς φαινόταν τότε πώς τά σύνορα τοῦ κόσμου ἔφταναν μέχρι κεῖ, ὁπού ἔφραζε ὁ ἄϋλος ὁ τοῖχος ἀπό κείνη τήν καπνιά. Κι ὅλα γύρω της τἄβλεπε νά περιορίζονται σέ λίγα μέτρα, ὅπως περιορίζεται ἡ ζωή ὅταν περάσουν τά χρόνια καί μαζευτεῖ πιά τό κουβάρι της...
          Τἄξερε αὐτά ὁ παπα-Γιώργης, γιατί τοῦ τἄλεγε ἡ συγχωρεμένη ὅταν ἀνέβαινε στόν Πύργο νά λειτουργήσει ἤ νά πάει κι αὐτός στ’ ἀμπέλι του πού εἶχε παραπέρα, γιά νά τό κλαδέψει ἤ νά τό σκάψει, κάποιες μέρες πού δέν ἦταν γιορτή. Τό Μονοβασσώ τόν ἐκτιμοῦσε ὡς παπά καί ἄνθρωπο, γιατί ἦταν κι ἐνορίτισσά του. Ἔτσι, τόν καλοῦσε στό καλύβι της νά πιεῖ ἕνα ζεστό, νά φάει λίγο φαΐ, νά τόν φιλέψει λίγα σῦκα, λίγο τυρί καί μέλι ἄγριο. Ἐκεῖνος πάλι τή βοηθοῦσε σέ λογαριασμούς, σέ καμμιά δουλειά στή Χώρα, γιατί δέν ἤξερε γράμματα, οὔτε ἡ ἴδια οὔτε καί τά παιδιά της.
          Ἡ ὥρα περνοῦσε. Τόν γύρεψαν ἀπό τό καλύβι ὁπού τόν φιλοξενοῦσαν νά πάει νά φᾶνε. Τούς εἶπε ὅτι θά σήκωναν σέ λίγο τό λείψανο κι ἔτσι θά ἔμενε στό καλύβι τῆς Μονοβασσῶς.
          Ἔξω ἄρχισε ν᾿ ἀσπρίζει παράξενα ὁ οὐρανός. Ἀπό ψηλά, ἀπό τή Δέλφη κατέβαινε μιά λευκή, φουσκωμένη σκιά. «Θά χιονίσει», εἶπε ὁ γιός τῆς νεκρῆς. Καί πῆγε στ᾿ ἄλλα, τά γειτονικά τά καλύβια νά πεῖ στούς ἄντρες, μιά κι οἱ γυναῖκες συντρόφευαν τή νεκρή, νά βιαστοῦν, γιατί καιρός παίρνει τά πάνω του.
          Ἀπό μακρυά ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τοῦ Ἁγίου Ρηγίνου νά χτυπάει πένθιμα. Τό καλύβι τῆς Μονοβασσῶς ἄρχισε νά γεμίζει ἀπό Πυργιῶτες. Ὁ παπάς ἔβαλε τό πετραχήλι, διάβασε τό Τρισάγιο καί προέτρεψε τούς πιό νέους νά σηκώσουν τό λείψανο.
          Ἔφεραν μιά ξύλινη κοντή σκάλα, ἔστρωσαν οἱ γυναῖκες ὡραῖο κεντητό παλιὸ κιλίμι, ἔπιασαν τό λείψανο ἀπό τίς ἄκρες τοῦ σεντονιοῦ καί τό τοποθέτησαν στό πρόχειρο αὐτό νεκροκρέββατο. Βόλεψαν τό κεφάλι πάνω σέ καλό, κεντητό μαξιλάρι καί ξεκίνησαν.
          Βγαίνοντας ἀπό τό καλύβι ἀκούστηκε ἦχος ἐνός "ἀγγειοῦ" πού τό ἔσπασαν, γιά νά «σκάσει ὁ χάρος». Ὁ παπάς τό ἄκουσε καί χαμογέλασε, γιατί σκέφτηκε πώς μέχρι σήμερα, ἀπ᾿ αὐτό τό καλύβι ἔχει κηδέψει ἄλλα τρία πρόσωπα. Τούς γονιούς τῆς θειᾶς Μονοβασσῶς κι ἕνα παιδί της. Κάι πάντα τόν ἴδιο τόν ἦχο τοῦ σπασμένου ἀγγειοῦ ἄκουγε. Θυμήθηκε τότε ἐκεῖνο τό λόγο τοῦ Ὁσίου Σισώη τοῦ Μεγάλου, πού πάνω ἀπό τόν τάφο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διαλογιζόταν κι ἔλεγε. «Θάνατε, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε;»
          Τή νεκρώσιμη ἀκολουθία τήν ἔψαλαν στόν Ἅγιο Ρηγίνο, ταπεινά, ἁπλά καί μέ κατάνυξη. Μέ τό τέλος ἔγινε κι ἡ ταφή ἐκεῖ γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία, ὅπου συνήθιζαν νά ἐναποθέτουν τούς κεκοιμημένους.
          Δυό πανηγύρια, σκεφτόταν, καθώς ἑτοίμαζε τά ἱερά του μέσα στήν ἐκκλησιά ὁ παπα-Γιώργης, σήμερα. Τό ἕνα γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τό ἄλλο γιά τήν παρουσία τῆς θειᾶς Μονεμβασίας στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
          Ἔξω ἄρχιζε νά πέφτει πυκνό τό χιόνι. Ἕνας χαρτοπόλεμος ἀπό μικρά λευκά χαρτάκια. Τό νιόσκαφτο μνῆμα τῆς Μονοβασσῶς μεταβαλλόταν σιγὰ-σιγὰ σὲ λευκό τοπίο. Βιάστηκε νά ξεκινήσει γιά τή Χώρα. Προσκύνησε τόν Ἅγιο Ρηγίνο, πῆγε στό Καλύβι, ἀνέβηκε στό ζῶο, ἀφοῦ φόρτωσε τά πράγματά του καί τά φιλέματα τῶν Πυργιωτῶν, τυλίχτηκε καλά καί ξεκίνησε. Τό χιόνι ἔπεφτε μὲ ἀργὸ, ἀλλὰ σταθερὸ ρυθμὸ.
          -Ἄντε παπᾶ καὶ τοῦ χρόνου, τοῦ εὐχήθηκαν. Καί τόν συμβούλεψαν, «Τοὺ νοῦ σ᾿ στοὺ δρόμου μὴ κι κλείσ’ ἀπ᾿ τοῦ χιόν᾿».
          Παρέα μὲ τὸν μπάρμπα Δημητράκη, τὸν ψάλτη, κατέβαιναν προσεχτικά, καβάλα στα ὑποζύγιά τους. Γύρω τους μιά λευκή ὀθόνη κάλυπτε τά πάντα. Καί ἡ σιωπή πού ἁπλώνεται αὐτές τίς ὧρες τοῦ χιονιά ἔδινε τήν ἐντύπωση στόν παπά ὅτι ὅλος ὁ τόπος ἔχει ἀδειάσει. Ὅταν κατέβηκαν στὸ Διακόπι, εἶδαν κι ἔπαθαν μέχρι νὰ φτάσουν στὴ Ράχη, γιατὶ τὸ χιόνι εἶχε σκεπάσει τὸ μονοπάτι. Εὐτυχῶς τὰ ζά ἦταν μαθημένα καὶ ξέρανε τὸ δρόμο.
          Σὲ λίγο ἄρχισαν νὰ κατεβαίνουν πρὸς τὰ Καγκέλια γιὰ τοῦ Ἀλούπη. Τὸ χωριὸ χώνευε μέσα στὸ λευκόγκριζο κύμα τοῦ χιονιά, ποὺ τὸ σκέπαζε, ὅπως τὰ βράχια ἡ ἀγριεμένη θάλασσα κι ἀνακατεύονταν μὲ τὸν καπνὸ ποὺ ἄφηναν οἱ καναδόχοι τῶν σπιτιῶν. Ἀπέναντι τὸ Παλούκι κι  ἡ Εὐαγγελίστρια, τὸ Μοναστήρι, μήτε ποὺ φαίνονταν... Εἶχαν χωθεῖ στὴ καταχνά.
          -Ἄντε κουράγιο Δημητράκη καὶ κοντεύουμε, εἶπε ὁ παπᾶς στὸν σιωπηλό τὸν ψάλτη. Ἐκεῖνος δὲ μίλησε ἀλλὰ κούνησε τὸ χιονισμένο του κεφάλι βγάζοντας παράλληλα ἕνα στεναγμό.
          Ἔφτασαν μουσκεμένοι καὶ παγωμένοι στὴν πόλη, ποὺ ἄρχισε νὰ λευκοφορεῖ, ἐνῶ μιὰ παράξενη ἡσυχία ἁπλωνόταν πάνω της.
          Στό σπίτι του ὁ παπᾶς ἔφτασε λευκοντυμένος, παγωμένος καί μέ τήν κόπωση στό μεσόφρυδο, μόλις ἔμπαινε ἡ νύχτα. Μόνο ἡ ψυχή του ἦταν ζεστή, ἐλαφριά καί ἰκανοποιημένη. Γιατὶ εἶχε κάμει -ὅπως κάθε συνειδητὸς καὶ θεοπειθὴς παπᾶς- τὸ χρέος του.

3-11 Δεκ. 2004           

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ


Στὴν πανίερη Μνήμη τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Παπποῦ

Ὄχι, δὲν πρέπει ν᾿ ἀστοχήσεις νὰ περάσεις, νυχτωμένε ὁδοιπόρε, ἀπόψε ἀπ᾿ τὸ σοκάκι ἐκεῖνο τοῦ παλιοῦ μας τοῦ χωριοῦ, μέρα ποὺ εἶναι... Γιατὶ ἐκεῖ ἦταν τὸ σπίτι μας, ποὺ σήμερα δὲν τὸ γνωρίζει κανεὶς, ἀφοῦ τοῦ ἄλλαξαν τὴν ὄψη καὶ μέσα κι ἔξω, τὸ κάμανε ἀλλιώτικο, ξένο σῶμα λὲς στὴ γειτονιὰ ἐκείνη, ποὺ κάποτε εἶχε ζωὴ καὶ χάρη.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ προτρέπω, νοσταλγικὲ μου ὁδοιπόρε, νὰ περάσεις, σὲ ὥρ᾿ ἀπόβραδη ἀπ᾿ τὸ σοκάκι αὐτὸ, ἔτσι γιὰ νὰ φανεῖ μι᾿ ἀνθρωπίνη παρουσία ἐκεῖ ποὺ σὰν κι ἀπόψε, κάποτε, σ᾿ ἄλλα χρόνια, σεργιανοῦσαν ἄνθρωποι, καθὼς ἡ γιορτὴ μάζευε τοὺς λιγοστοὺς ἐπισκέπτες σ᾿ ἐκεῖνο τὸ ἀνώι, ποὺ εὐωδίαζε  καμμένο ξύλο καὶ καψαλισμένο ψωμὶ. 
Σιγοβρέχει κι ὁ οὐρανὸς στάζει γκρίζο δάκρυ... Μιὰ ἡσυχία ἁπλώνεται παντοῦ, μηρυκάζοντας ὄνειρα καὶ γεγονότα ἀπ᾿ ἕνα χτὲς ξεχασμένο γιὰ τοὺς περισσότερους. Τώρα πιὰ δὲν ἀκούγονται τὰ βαρειὰ βήματα τοῦ ἀργοπογημένου τσοπάνη, μήτε τὸ ἀργὸ καὶ ξερὸ βάδισμα τοῦ κουρασμένου μουλαριοῦ, ποὺ χτυπάει ρυθμικὰ τὰ πεταλωμένα του πόδια στὸ καλτερίμι. Μήτε τὰ βιαστικὰ βήματα τῶν παλιῶν Κληματιανῶν ποὺ κατεβαίνουν τὸ σοκάκι. Οἱ λάμπες σκούριασαν καὶ δὲν τὶς ἀναβουν πιὰ, ἀφοῦ δὲν τὶς χρειάζονται. Καὶ τὸ ἀνώι τοῦ φούρνου δὲν ὑπάρχει παρὰ μονάχα στὰ δικὰ μου τὰ ὄνειρα καὶ τὶς Μνῆμες ποὺ τὶς ἀνασύρω, κάθε χρόνο, τέτοια μέρα καὶ τὶς φέρνω σιμὰ μου μαζὶ μὲ τ᾿ ἀγαπημένα μου πρόσωπα, ὅσα ἀπόμειναν κι ὅσα τὰ συναντῶ στὴν ἀναπόληση καὶ στ᾿ ὄνειρο...
Γι᾿ αὐτὸ, νυχτωμένε ὁδοιπόρε, μὴ λησμονήσεις νὰ περάσεις ἀπόψε ἀπό κεῖ, γιατὶ μπορεῖ ν’ ἀκουστεῖ, προσευχὴ ἤ ὁμιλία θαρρῶ ἀπό κάποια ξεχασμένη σκιὰ ποὺ θρηνεῖ τὴν ἔξωσή της ἀπὸ κεῖ ποὺ ἔζησε...

Σάββατο 6-12-08, τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Τότε πού γράφονταν οἱ γραμμές αὐτές, ζοῦσε ἀκόμα ἡ Μάνα. Τό πατρικό τό σπίτι δέν ἦταν ὀρφανεμένο, ὅπως σήμερα, πού σιωπηλό ἀπομένει, παγωμένο καί σκοτεινό, σ᾿ ἐκενο τό χωριό, στό ὁποῖο ζωντανεύουν μονάχα οἱ μνῆμες καί οἱ σκιές. Φέτος λοιπόν ὑπάρχει ἄλλη μιά ἀπουσία. Ἐκείνη τῆς Μάνας, πού ἕνωνε τὸ χθές μέ τό σήμερα, πού ἄνοιγε δρόμους στό στοχασμό, πού κι αὐτός ἄρχισε νά μαραίνεται μέσα μου, ὅπως τόσα καί τόσα.
Τοῦ Ἁγίου Νικολάου σήμερα. Εὐτυχῶς πού θυμίζει τή γιορτή ὁ Νίκος μας, εὐτυχῶς πού στό ὄνομά του διασώζεται μιά παράδοση, μιά παρουσία ἀνθρώπων δικῶν σου, πού σιμά σ᾿ ἐκείνη τή γωνιά, τή γωνιά τῆς παραστιᾶς ἀπομένουν ἀκόμα σιωπηλοί καί ἀκίνητοι - ὅπως στίς φωτογραφίες. Γιατί κακά τά ψέμματα, στήν ψυχή μας τέτοιες φωτογραφίες ἔχουμε μαζέψει γιά νά τίς βλέπουμε, νά τίς τιμᾶμε, να συγκινούμαστε καί νά θυμόμαστε...

Τοῦ Ἁγίου Νικολάου, Πέμπτη 6-12-2012

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

«Άγιε Νικόλα βόηθα, μα κούνιε και τα χέρια»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Ο Ιεράρχης Νικόλαος, που γιορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου, είναι ίσως ο πιο λαοφιλής Άγιος του εορτολογίου μας. «Πανάγιο» τον χαρακτηρίζει στην ακολουθία της μνήμης του η επίσημη εκκλησία και ο λαός μας τον θέλει έφορο και κυρίαρχο «και τση γης και του πελάου». Όπως παλιά την Παλλάδα Αθηνά, την θεά της σοφίας, έτσι κι αυτόν τον επικαλείται διαρκώς, για κάθε του ανάγκη, αλλά υπενθυμίζει σοφά πως ο Επίσκοπος των Μύρων της Λυκίας βοηθά, αλλά κι εσύ «κούνιε και τα χέρια σου». Γιατί αλήθεια τίποτα δεν σου δίνεται από μόνο του, αλλά εσύ πρέπει να προσπαθήσεις.

Ιδιαίτερα ο ταπεινός αυτός Δεσπότης, που το 1087 πέρασε από την Ανατολή στην Δύση, με την μετακομιδή των λειψάνων του, φέρνοντας στην δεύτερη πλούτη και δώρα, θεωρείται ο διαφεντευτής του υγρού στοιχείου της θάλασσας, που κάποτε ήταν μέσο χωρισμού και ένωσης και γι’ αυτό το όνομά του το επικαλούνται ιδιαίτερα οι ναυτικοί, αλλά κι οι οικογένειές τους, που θέλουν να γυρίσουν κοντά τους οι δικοί τους ξενιτεμένοι.

Άπειρες είναι οι εκκλησίες του και πολλά τα εκκλησάκια του, κυρίως στα νησιώτικα και τα παραθαλάσσια μέρη κι η εικόνα του δεν λείπει από κανένα καράβι, μικρό ή μεγάλο. Πολλά μάλιστα φέρουν τιμητικά και διασωστικά το όνομά του και την μέρα της γιορτής του σταματούν τα ταξίδια τους για να τον γιορτάσουν και για να τον ευχαριστήσουν για την μεγάλη του συγκατάβαση και βοήθεια.

Πολλοί οι θρύλοι και πολλές οι παραδόσεις, που τον θέλουν να εμφανίζεται στα καράβια, τα οποία κινδυνεύουν, με βρεγμένα γένια κι άμφια, για να σταματήσει το κακό. Στις εικόνες του μάλιστα μοιάζει με τον αρχαίο θεό Ποσειδώνα, τον οποίο αντικατέστησε με την επικράτηση του χριστιανισμού και πήρε όλα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητές του.

Όπως συμβαίνει σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, έτσι και στο νησί μας, τη Ζάκυνθο, ο Άγιος Νικόλαος λατρεύεται και τιμάται ιδιαίτερα. Ανοίγοντας το βιβλίο του αξέχαστου Ντίνου Κονόμου «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο» και διαβάζοντάς το με στατιστική ματιά, διαπιστώνουμε πως ο Άγιος των θαλασσών κατέχει τα πρωτεία, αν εξαιρέσουμε βέβαια την Παναγία, την οποία με μικρή διαφορά συναγωνίζεται.

Ενδεικτικά θα αναφέρουμε πως στο κέντρο της Χώρας, εκεί τριγύρω από το Φόρο, υπήρχαν προσεισμικά τρεις φημισμένες εκκλησίες του, σε απόσταση λίγων μόνο μέτρων, από τις οποίες οι δύο ξαναχτίστηκαν μετά την θεομηνία του Αυγούστου του 1953. Ήταν η Μητρόπολη, με την επωνυμία «των Ξένων», επειδή εκεί ήταν ενορίτες και θάβονταν όλοι οι έποικοι, ο πασίγνωστος «του Μόλου», ο οποίος ανήκε κάποτε στην συντεχνία των ναυτών κι ο άλλος «των Γερόντων» ή «του Γέρου», στον οποίο βαφτίστηκε ο ποιητής των ωδών Ανδρέας Κάλβος, μια και ήταν ο φαμιλιακός ναός της οικογένειας της μητέρας του, των Ρουκάνη.

Μα αυτοί δεν ήταν οι μόνες της πόλης. Υπήρχε κι ο ναός του στα Καμίνια, με την επωνυμία «στις Αφάνες», καθώς και στο προάστιο των Κήπων, της συντεχνίας «των Μακελαραίων». Επίσης στο λοφάκι της Υπαπαντής, εκείνο που φιλοξενεί το Ακρωτήρι, μέσα σε σπηλιά βρισκόταν μέχρι πρόσφατα, που μια κατάρρευση έκλεισε την είσοδό του, μια εκκλησούλα του, που σε μια διπλανή σπηλιά έκαιγαν οι ζακυνθινοί τις παλιές εικόνες, καθώς και τα στέφανα των πεθαμένων ζευγαριών. Όσο για τα χωριά του νησιού τα περισσότερα έχουν κεντρικό ναό αφιερωμένο στ’ όνομά του και σ’ όλα υπάρχει έστω κι ένα εκκλησάκι του.

Την λατρεία των κατοίκων του νησιού μας προς το πρόσωπο του Εφόρου των υδάτων δείχνει και η καθιέρωση μια δεύτερης, τοπικής γιορτής προς τιμήν του, της 10ης Μαΐου, οπότε τιμάται η Πάροδος του Λειψάνου από την Ζάκυνθο, όταν αυτό μεταφέρονταν από τα Μύρα της Λυκίας στο Μπάρι της Ιταλίας. Η ανοιξιάτικη αυτή γιορτή, μάλιστα, είναι αφορμή πολλών πανηγυριών, τα οποία έχουν μια ιδιαίτερη επισημότητα, μια και η μνήμη του Αγίου, στην καρδιά του χειμώνα, δεν επιτρέπει λιτανείες και υπαίθριες εκδηλώσεις.

Κλείνοντας το εορταστικά επίκαιρο αυτό κείμενό μας, θα θυμηθούμε μια παράδοση του λαού μας, η οποία επεξηγεί και την λατρεία του γι’ αυτόν. Λέει, λοιπόν πως κάποτε ο Άγιος Κασσιανός, ο οποίος γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια, τα δίσεκτα, μια και η μνήμη του είναι στις 29 Φεβρουαρίου, παραπονέθηκε στο Θεό, επειδή αυτόν τον αγνοούν οι πιστοί, ενώ τον Άγιο Νικόλαο τον τιμούν, τον δοξάζουν και τον ξεχωρίζουν. Ο Πανάγαθος τότε του είπε να πάει να τον βρει, να τον φωνάξει και να κουβεντιάσουν και οι τρεις το πρόβλημα. Έψαξε ο Κασσιανός, ξανάψαξε τον Παράδεισο, αλλά πουθενά δεν μπόρεσε να βρει τον Ιεράρχη. Μετά από μέρες αυτός εμφανίστηκε καταπονημένος κι όταν ρωτήθηκε πού ήταν τόσο καιρό απάντησε πως έτρεχε διαρκώς για να σώσει θαλασσοπνιγμένους κι άλλους πιστούς που επικαλούνταν το όνομά του. Τότε ο Παντοδύναμος απάντησε: «Βλέπεις, Κασσιανέ, γιατί τον τιμούν;». Κι έτσι δόθηκε η λύση.


Με την γιορτή του Αγίου Νικολάου κλείνουν τα «Νικολοβάρβαρα» και μπαίνουμε στον καθαυτό Χειμώνα. Ας είναι όσο το δυνατόν πιο ήπιος. Να παρακαλέσουμε γι’ αυτό τη χάρη του, μα «ας κουνήσουμε και τα χέρια μας». Αρκετά αναπαυθήκαμε στον καναπέ μας!

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

"ΙΔΑΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ" ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΑΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΤΕ
επειδή «Η ποίηση είναι ανώτερη από όλες τις τέχνες»

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Καθώς ανοίγει η βελούδινη κουρτίνα του Μεγάρου Σταθάτου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ο αέρας αρπάζει τις σελίδες των ποιημάτων του Καβάφη, κλέβει τους στίχους του και τους αποτυπώνει στους τοίχους! Στίχοι στους τοίχους και δεν ξέρεις τι θα πρωτοθαυμάσεις, την λεπτή χάρτινη, αιωρούμενη σύνθεση που αναπτύσσεται στη νεοκλασική σκάλα του Μεγάρου όπου οδηγεί, πάνω, στον κόσμο των θαυμάτων, την καβαφική καλλιγραφία ή τη μαγεία του λόγου που προβάλλει μέσα από τα έργα τέχνης σε όλο το υψηλό αισθητικό και ιστορικό του μεγαλείο! Μεγαλείο που οι μελετητές του συνέλαβαν και μορφοποίησαν σε μια έκθεση σπάνιας ομορφιάς για τον Αλεξανδρινό.

Τιμώντας την επετειακή σύμπτωση της γέννησης (29 Απριλίου 1863) και του θανάτου (29 Απριλίου 1933) του Ποιητή, οι διοργανωτές επέλεξαν 27 ποιήματα όσα και τα χρόνια του καβαφικού Λεύκιου αλλά και της λειτουργίας του θαυμαστού Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, και πραγματοποίησαν τη σημαντικότατη έκθεση, «Ιδανικές Μορφές κι Αγαπημένες», εμπνευστής της οποίας είναι ο Καθηγητής Νικόλαος Σταμπολίδης. Η Έκθεση θα διαρκέσει από τις 27 Νοεμβρίου ως τις 30 Μαρτίου του 2014 και δε θα πρέπει να τη χάσουμε αν θέλουμε να κατανοήσουμε το Μεγάλο μας Ποιητή που όπως λέει ο Καθηγητής, «Ο Καβάφης είναι αυτός που είναι για το μυαλό του».

Ιδανικός αναγνώστης του Ομηρικού έπους και της ιστορίας ο Ποιητής, αλλά και ιδανικοί αναγνώστες της ποίησής του, ο Καθηγητής και οι εκλεκτές συνεργάτιδές του, Μαρία Δόγκα-Τόλια και Μιμίκα Γιαννοπούλου, φωτίζουν το πραγματικό νόημα των ποιημάτων και δίδουν στα Καβαφικά πρόσωπα και προσωπεία υπόσταση μέσα από τη γλυπτική, τη ζωγραφική, τη μικροτεχνία, το Φαγιούμ, ακόμα και μέσα από το σύγχρονο εργαστήριο γλυπτικής του Πραξιτέλη Τζανουλίνο, ενταγμένο αρμονικά στο ποιητικό καβαφικό σύμπαν!

Μέσα από την άρτια μουσειολογική μελέτη, τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της Μπέσσυ Δρούγκα και την καλλιτεχνική επιμέλεια του Στέλιου Κόη, γίνεται ορατός ο «Αόρατος Θίασος». Ακολουθώντας νοητά τα χνάρια του Καβάφη, ο καθηγητής και οι συνεργάτες του βαδίζουν στην αγαπημένη του Ποιητή Ελληνιστική εποχή, «την πιο ανήθικο και ελευθέρα». Εστιάζουν σε πρόσωπα πραγματικά, μυθικά και ιστορικά, σε γεγονότα και καταστάσεις για να ανακαλύψουν τι υπονοεί, τι περιγράφει, τι θέλει να «διδάξει» ο Ποιητής και προσπαθούν να ανασύρουν μέσα από την ποίησή του την «Εμορφιά»!

Η έκθεση αναπτύσσεται σε πέντε ενότητες, με μυθολογικού περιεχομένου ποιήματα, ιστορικού και ψευδο-ιστορικού, επιτύμβια και τέλος σε ποιήματα που παραπέμπουν στη λατρεία κατά την ύστερη αρχαιότητα με σαφείς αναφορές στις εθνικές και χριστιανικές πρακτικές.

Μπροστά σε κάθε έργο τέχνης θα βρει ο επισκέπτης και θα πάρει το αντίστοιχο ποίημα με τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα που το ενέπνευσαν. Η ματιά πέφτει αμέσως σε ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο νέου του 1ου αι. μ. Χ που κρατεί δάδες, πλαισιωμένο από καθρέφτες που εστιάζουν στην τέλεια βασανιστική «εμορφιά» που περιγράφει ο Καβάφης στο ποίημα,

ΕΤΣΙ ΠΟΛΥ ΑΤΕΝΙΣΑ
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα

Στο ποίημα ΤΡΩΕΣ, ένας Αττικός μελανόμορφος καλυκωτός κρατήρας, {530-520 π. Χ.} πιθανολογείται ότι προέρχεται από το εργαστήριο του Εξηκία, παραπέμπει στην Ιλιάδα του Ομήρου, πηγή έμπνευσης του ποιητή, και στην παρουσία του Αχιλλέα στην τάφρο, έξω από τα τείχη.

Μία Λευκή Λήκυθος του 460 π. Χ, στέκει «εν αρμονία» με το ποίημα Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΟΣ και συγκλονίζει.

Έξοχο συνταίριασμα το Θραύσμα μελανόμορφου λέβητα του Σοφίλου (580-570 π. Χ), με ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ.

ΣΤΑ 200 π. Χ. «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων». Τι άλλο από τη μαρμάρινη κεφαλή θεοποιημένου Αλεξάνδρου (2ος αι. μ. Χ.) θα μπορούσε να κοσμήσει καλύτερα τον ποιητικό καβαφικό λόγο;

ΛΑΝΗ ΤΑΦΟΣ και η μνήμη τρέχει στην σύνθεση του Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα με την περίτεχνη απόδοση του ποιήματος να κρατά αναλλοίωτη τη μορφή του νεκρού, όπως και το υπέροχο Φαγιούμ της Έκθεσης.

Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ. Επιλογή αριστουργηματική, η συνοδεία του ποιήματος από την πανέμορφη μαρμάρινη κεφαλή του Διονύσου, τον μαρμάρινο κυλινδρικό βωμό με την παράσταση του διονυσιακού θιάσου, τον Λάγυνο, με τις ανάγλυφες παραστάσεις σατύρων και μαινάδων, και το Μαρμάρινο αγαλμάτιο του Διονύσου από την Ελευσίνα.

ΔΙΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΟΣ. Μπροστά, στημένη σοφά η μαρμάρινη κεφαλή του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μ. Χ.) και πίσω του, ψηλότερα, η προτομή του Σέρβιου Σουλπίκιου Γάλβα, ίνα επαληθευθεί ο χρησμός του μαντείου των Δελφών, «Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται» και ήταν τότε ο Νέρων 30 χρονών και ο Γάλβας, που του πήρε την εξουσία, 73.

Ενδεικτικά αναφερθήκαμε σε ορισμένα από τα εκθέματα, όμως ο επισκέπτης της Έκθεσης «Ιδανικές μορφές κι αγαπημένες», θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει επιλογές εξαίσιες των μελετητών, όπως εξαίσιες είναι οι μουσικές στην ποίηση του Καβάφη. Πρωτοπόρο το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης τιμά τον Ποιητή καθώς του αξίζει, με σεβασμό στην μνήμη του, με ευαισθησία, λεπτότητα και άκρα καλαισθησία, επιβεβαιώνοντας, θαρρείς, την αριστοτέλεια ρήση «Η ποίηση είναι ανώτερη από όλες τις τέχνες»



Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Ντενίζ Παναγιωτοπούλου: ΔΥΟ ΣΟΝΕΤΑ


Μνήμη Ζώη Π.

Καλώς ήλθες πάλι αργοπορημένος
στου «Ταπίνη» το μικρό ουζερί
πάντα η παρέα εκεί σε καρτερεί
να δηλώσεις το παρόν θλιμμένος

Αναρωτιέμαι αν πρωτύτερα πενθούσες
και αν ποτέ σου ’κλεισαν το μάτι
του στενωπού σου δωματίου οι μούσες
Αλήθεια, σε άφησαν ποτέ να γράψεις κάτι;

Τι πάθος να κάνεις την ίδια διαδρομή
ακόμα κι όταν σ’ άφησαν οι φίλοι
θαρρετά αντικρίζεις τη ζωή ωμή.

Τίποτα να μη θυμίζεις, μήτε ύλη
Κι έτσι σκέπασαν τη δικιά σου προτομή
πολύ πιο πριν σου ανάψουν το καντήλι.

* * *

Μνήμη Δημήτρη Π.

Σαν τον Χριστό πίστεψες στην Ανάσταση
και ήσουν μικρός, εφτά χρονών αγόρι
κανείς δεν σ’ ακολούθησε, ούτε με το ζόρι
μονάχος ξεκίνησες την επανάσταση.

Για να πετύχουν την κρυμμένη σου συνείδηση
των γονέων σου εψιθύρισαν τα χείλη
να μην ξανάβγεις απ’ το σπίτι το δείλι
είκοσι μία του Απρίλη σου ’φεραν την είδηση.

Τη μοναξιά, ποτέ σου δεν εχώνεψες
ψάχνοντας παρηγοριά σε γυναικείες παρουσίες
ακόμα και με πουτάνες χόρεψες.

Η επανάσταση, πνίγηκε στις ουσίες
Παιδί της φωτιάς, όπως όπως τη βόλεψες
γάρα στον τάφο σου, τώρα οι απουσίες.

Related Posts with Thumbnails