© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Μιμίκα Σταμίρη: ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ (Συμμετοχή στον Μαραθώνιο Ποίησης 2013)

Σ’ ένιωσα στο ξεχασμένο φιλί
ένα πρωί  που μάτωσαν οι  κύκνοι τους υάκινθους.
Πέφτει ο ήλιος.
Στον κόρφο της Ελένης το μήλο
κι η Τροία μια μυθική ιστορία.
Τα βλέφαρα λάγγεψαν τα κυπαρίσσια
και πρασίνισαν τα’ άστρα
σαν μνήμες παλιές των λιμανιών.
Στην καρδιά σου τα χέρια μου
νεκρά περιστέρια.
Πέφτει το φεγγάρι.
Στους κάκτους τα πορτοκάλια
της πιο γαλάζιας ερημιάς.
Κι εγώ μια Ανδρομάχη.

Αλλάζει το σύννεφο
στο σκορπισμένο σου μίλημα
Η βλάστηση γέλασε
στο χαμόγελο του Εκτορίδη.
Καπνοί της αμάχης των μύθων
γαλούχησαν τους αιμάτινους κύκλους
κι η Πηνελόπη ξαναϋφαίνει στο πεσμένο φεγγάρι.
Η γαλάζια ερημιά εξαϋλωμένος αφρός
καμάκωσε το καΐκι του νόστου.
Κι ο Δυσσέας χαμένος στις Κίρκες και τους Κύκλωπες
αψηλώνει τ’ ολάνθισμα της ελπίδας.
Στο Θιάκι οι αγάπες μου
που με ξαστόχησαν καρτερώντας,
στις μυγδαλιές οι ανάσες μου
π’ έγειραν στο πρώτο φυλλοβόλημα.
Μες τους καπνούς της αμάχης των μύθων
εγώ, μια Ανδρομάχη

Ξαπλώνει το φως
στις αγκαλιές της ερημιάς των γλάρων
και τα’ άλογο καλπάζοντας στα τείχη
μάτωσε τους υάκινθους των κύκνων.
Το χτικιό της αδερφοσύνης σου
κουρέλιασε την περήφανη νιότη μου.
Στις μυρτιές λαβωμένα τα φίδια
Στο κρεβάτι του Αχιλλέα
ξεχασμένο λάφυρο η ομορφιά.
Δεν ήξερα πού πήγε η Ιφιγένεια
μήτε τα’ άστρο ότι χάθηκε στου Αίολου την πνοή.
Απίθωσα τα μάτια και τα χέρια μου
στο περιβόλι τα’ ανοιχτού σου πουκάμισου
την ίδια ώρα που σταλοβόλησε ο αφρός
στο νησί των Φαιάκων.
Στα τόξα και στις σαΐτες των πολεμόχαρων
ίδιος με κρίνο του πελάγου
τραγούδησες στα γλέντια των μνηστήρων.
Κι εγώ μακριά δε σε ξαστόχησα.
Μες τους καπνούς της αμάχης των μύθων
εγώ, μια Ανδρομάχη

Ξεψύχησαν τ’ ασφοδίλια
στη λαίμαργή σου αποκοτιά
σε κάθε νου που γλυκοτυραννιέται
βαμμένος στα χρώματα του τόξου.
Ήταν πικρό να καρτεράω δέκα χρόνια
το χαμογέλιο της λευτέρωσης των υάκινθων
στο ξωτικό νησί που μ’ είχαν ποτισμένη
ίδιο φαρμάκι, ίδιο κρασί
τ’ αλαργινά σου μάτια.
Ήμουν στο Θιάκι προξενήτρα
πεσμένο φεγγάρι στον κόρφο τ’ ουρανού.
Στις θάλασσες ένα πουλί που λησμονιέται
χτυπημένο απ’ το κατάρτι της τρικυμίας
ένα όνειρο που σταλοβολάει
σαν βροχομαργαριτάρι στα χείλη μου.
Απάγγιο του γλυκού τραγουδιού οι Σειρήνες
Στο γοργοκύλισμα του κυμάτου η θύμησή σου.
Κι εγώ μες τους καπνούς της αμάχης των μύθων
ίδια Ανδρομάχη

Ξύπνησε τ’ όνειρο
σε κάποια ακτή του Ήλιου
Στις σάρκες των βοδιών οι μέλισσες
Θρήνοι  Τρωάδων στα φεγγαρόφωτα λημέρια
-ένα πικρόηχο ανατίναγμα του γυρισμού–
Ατράνταχτος ο Δίας στη σύναξη των θεών
Κι η κόρη της σοφίας ντυμένη την ελιά
μαχαίρωσαν το δάκρυ μου στ’ ακρογιάλι.
Το πονεμένο σου τραγούδι στο τέλος της άνοιξης
γαρύφαλλο στο συρματόπλεγμα της απαντοχής
ξαστέρωνε τα βλέφαρα της βασίλισσας
όταν σε κάτεχε στα μαγικά της ξεφαντώματα.
Κουβάλισμα πικρό οι συντρόφοι
Του μερτικού της πείνας αετοί,
 ίδιοι λαός στις αλυσίδες του απρόσμενου
Κι εσύ τρανός.
Σ’ ένιωθα στο ξεχασμένο φιλί της καρυδιάς
που ‘γραφε τ’ όνομά μου.
Με λέγαν Ανδρομάχη.
                         
[Εικαστικό σχόλιο: Η Ανδρομάχη θρηνεί τον Έκτορα. Ζωγραφικός πίνακας του Ζακ-Λουί Νταβίντ]

Ανδρέας Γ. Λίτος: ΝΟΣΤΙΜΟΝ (Συμμετοχή στον Μαραθώνιο Ποίησης 2013)



Νόστιμο  τ’ άστρο 
νόστιμο,
μες στη  στεγνή του δρόμου
                             άσφαλτο...
Τα μάτια σου σπινθήριζαν
στα λόγια της αγάπης.
Κι ούτε λουλούδια ούτε ευωδιές…
Μόνο της πίκρας ο καημός
κι ο αναπαμός από το φως.

[Εικαστικό σχόλιο: Χέρμαν Φραντς Μπλάουτ (1939-2012]

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Αρχή της Άνοιξης στις 21 Μαρτίου και παγκόσμια ημέρα της ποίησης. Το νησί, λοιπόν, του Φώσκολου, του Κάλβου και του Σολωμού, αλλά και τόσων άλλων, που προετοίμασαν το έδαφος για τους παραπάνω κορυφαίους ή κράτησαν τη συνέχεια και την παράδοση, θα έπρεπε να γιορτάζει.
   Η Ζάκυνθος είχε την μοναδική τύχη να είναι η «μητρική γη» των μεγαλύτερων δημιουργών της νεοελληνικής γραμματολογίας και να χαρίσει στην τέχνη του λόγου τα σπουδαιότερα ονόματα της μεστότητάς του. Οι δύο από αυτούς, ο «Πρωτόκλητος και Πρωτοψάλτης» εμπνευστής των «Ωδών» και ο Εθνικός μας, όπως χαρακτηρίστηκε, όχι αδίκως, Βάρδος, κοιμούνται «εις την πατρίδα». Ο άλλος, ο εμπνευστής των «Τάφων», με «αδάκρυτη ταφή», συντροφεύει τους μεγάλους του πνεύματος και της τέχνης στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού της πολύκροτης Φλωρεντίας. Αλλά και πλειάδα άλλων υπάρχει, οι οποίοι κάτω από τη σκιά των προηγούμενων έρχονται «δεύτεροι», αλλά είναι και αυτοί σημαντικοί και σπουδαίοι και σ’ άλλο τόπο, με μικρότερη παράδοση, ίσως να ήταν από τα πρώτα αναστήματα.
   Ποιον να πρωτοθυμηθείς, αλήθεια; Τους Μαρτζώκηδες, τον Ιωάννη Τσακασιάνο, τον Μαρίνο Σιγούρο, τον Αντώνιο Μαρτελάο, έτσι για να αναφερθούμε σε λίγα, ενδεικτικά ονόματα, όπως πρόχειρα μας ήρθαν στο μυαλό ή σε όλους αυτούς, που πολύ εύστοχα ο Διον. Ρώμας χαρακτήρισε σ’ ένα χρονογράφημά του «χαμωλόγους», αξιοποιώντας άριστα μια λέξη της ζακυνθινής υπαίθρου, στους οποίους πολλά χρωστάμε και η παρουσία τους είναι η περίτρανη απόδειξη για μια ποιότητα ζωής και έναν μεγάλο πολιτισμό.
   Για τους μεγάλους μας έχουν γραφτεί πολλά και μέλει να γραφτούν περισσότερα. Μα και οι «ελάσσονες» αξίζουν την προσοχή και την αναφορά μας. Αυτοί συχνά είναι οι λίθοι, που στηρίζουν το οικοδόμημα.
   Σαν παράδειγμα θα αναφέρω κάποιον από αυτούς, ο οποίος αληθινά με ένα και μόνο ποίημά του, παρότι έχει γράψει και άλλα αξιόλογα, έχει κερδίσει μια θέση, στην τοπική, τουλάχιστον, γραμματολογία και ο λόγος του έχει κάνει μάτια και μάτια να δακρύσουν, κάτι που είναι η βασική επιδίωξη του κάθε δημιουργού, συχνά πιο σημαντική και από τα καλύτερα κριτικά κείμενα.
   Πρόκειται για τον Ιωάννη Τσιλιμίγκρα, ο οποίος έγραψε «Το θαύμα», ένα ποίημα εμπνευσμένο από την ίαση του τυφλού γιού της Κόμισσας Καπνίση, από τον Προστάτη και Πολιούχο του νησιού μας, τον Άγιο Διονύσιο.
   Θα  μπορούσα να γράψω πολλά γι’ αυτό το ποίημα, το οποίο εκφράζει άριστα την ζακυνθινή ιδιοσυγκρασία και είναι η ταυτότητα του κάθε Τζαντιώτη, αλλά, επειδή μιλάμε για ποίηση και μάλιστα γνήσια, θα σταθώ σ’ ένα περιστατικό, που ο ίδιος έζησα και πιστεύω πως είναι η πιο μεγάλη ένδειξη για την αξία των επτανησιακών αυτών στίχων.
   Ήταν λοιπόν η εποχή που έκανα ραδιόφωνο και μάλιστα στην πολυδιάστατη και πρωτοποριακή, τότε, Ε.Ρ.Ζ. Παραμονή της μεγάλης, χειμωνιάτικης γιορτής του Αγίου μας και –μην μπορώντας να γίνει αλλιώς– η εκπομπή θα έπρεπε να είναι δικαιωματικά αφιερωμένη στον Άγιό μας. Διάλεξα, γι’ αυτό, κάποια  ποιήματα, από τα πολλά, όπου του έχουν αφιερώσει (ανάμεσά του τα τρία του Σολωμού και απαραίτητα το επικολυρικό του Ανδρέα Μαρτζώκη: «Ο Γούμενος της Αναφωνητρίας») και επειδή πάντα μου άρεσε και «Το Θαύμα» του Τσιλιμίγκρα.
   Το αποτέλεσμα: όταν ακουγόταν, ο ηχολήπτης μου, ένα μοντέρνο παιδί της σύγχρονης ζωής και πραγματικότητας, δάκρυσε στο άκουσμά του και γυρίζοντας μου είπε: «Τι ωραίο ποίημα!». Αυτό, αναμφίβολα, ήταν η πιο σπουδαία αναγνώριση του δημιουργού του.
   Μα και ξεφυλλίζοντας παλιά περιοδικά και εφημερίδες του νησιού, μπορείς να βρεις αληθινά διαμάντια της ποίησης, γραμμένα από ονόματα, που δεν είναι τόσο γνωστά στο ευρύ κοινό, αλλά έχουν δώσει την ψυχή τους στην λεπτότητα του λόγου. Είναι «ο οβολός της χήρας» του Ευαγγελίου ή κάτι περισσότερο; Δεν έχει σημασία. Η ουσία είναι πως και μ’ ένα μονάχα ποίημα, ίσως και μ’ ένα μόνο καλό στίχο μπορείς να κερδίσεις τον παράδεισο.
   Μα και σήμερα υπάρχουν στο νησί πολλοί και αξιόλογοι ποιητές, που συνεχίζουν την παράδοση και αντισταθμίζουν την κακοδαιμονία μας. Στο χώρο αυτό η Ζάκυνθος καλά κρατεί ακόμα.
   Να γιατί η χθεσινή ημέρα, η 21η Μαρτίου, θα έπρεπε να ήταν ξεχωριστή για τον τόπο μας.
   Οι ποιητές μας (παλιότεροι και νεότεροι) είναι οι πιο αξιόπιστοι ικέτες μας. Αν τους αγνοήσουμε, θα γίνουμε παροικία.
   Ας τους μνημονεύουμε κάθε που μας βρίσκει το κακό, όπως συμβουλεύει ένας σύγχρονος ομότεχνός τους, ο Οδυσσέας Ελύτης.
   Έτσι θα σταθούμε στα πόδια μας.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Παύλος Φουρνογεράκης: ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (ποίημα)



Χαίρονται απόψε κι  οι ψυχές
στα κάδρα,
χορός μεταμφιεσμένων
ανθεί

Πρόεδροι, παπάδες, ποιητές,
μάσκες
στους τοίχους της σιωπής
μειδιούν

Απόγονοι με  ντεσιμπέλ
σπάζουν
το φράγμα του ψύχους
ηχηρά

Με ρυθμούς κι αρώματα
χρωματίζει
η άνοιξη τον ερχομό της
σκωπτικά.
Λιθακιά, 16-3-2013

ΥΓ. Μια υπέροχη καρναβαλίστικη χορευτική βραδιά μεταμφιεσμένων στο Πολιτιστικό Κέντρο της Εκκλησίας της Λιθακιάς. Έκτακτη συμμετοχή και οι επώνυμοι του χωριού (πρόγονοι και μακαρίτες οι περισσότεροι), μέσα από τα κάδρα τους… 

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Απόστολου Θηβαίου: ΤΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (Αναφορά στον Ελύτη)


Ουδέποτε κατόρθωσε να αφομοιώσει την ποιητική του. Διατήρησε βεβαίως ένα αμείωτο ενδιαφέρον για τη στιχουργική, τις πρωτοτυπίες, τον ψυχισμό που φλέγεται εν μέσω των εποχών και της ιστορίας. Ορισμένες φορές πληγώθηκε με την αδυναμία του αυτή, θεώρησε πως η ποίηση συνιστά μια άλλη διάσταση και απέδωσε στην έλλειψη μιας έμφυτης μουσικότητας την ανεπάρκειά του.Έπειτα στήριξε το έργο του στα ιδεολογήματα, εκτίμησε τα φαινόμενα, διέκρινε στις κοινωνικές μαρτυρίες το υλικό το πιο ενδιαφέρον για τον εμπλουτισμό της ποιητικής του. Έπαψε τους μακριούς περιπάτους στην ενδοχώρα, αφέθηκε συντριμμένος ανάμεσα στα μεγάλα κτίσματα των πόλεων. Λησμόνησε ορίζοντες και γοητευτικές φευγαλεότητες, χύθηκε μες στο σφυγμό της εποχής και των ανθρώπων της, όμως παρέμεινε φλεγόμενος, καθώς οι θαυμάσιες πυρκαγιές εν μέσω της νυκτός στους εβραϊκούς μύθους. Όταν δαπανήθηκαν τα χρόνια και είχε ξοδευτεί η ανησυχία της νεότητας πια με την πραότητα του παρελθόντος και με την ήμερη συνείδηση των παλιών οραμάτων αποφάσισε να εγκαταλείψει τις πολιτείες, επέλεξε να στραφεί εκ νέου στους συναρπαστικούς ρεμβασμούς, σαν μια αναζωπύρωση των παλαιών πυρκαγιών. Και εκδίωξε οριστικά εκείνη την παρενδυσία των αστικών οριζόντων και αποφάσισε πως επήλθε πια ο καιρός για να επαναλάβει με το αργό, συρτό βήμα των αιώνων τη νεανική εκείνη περιήγηση που είχε τόσο βάναυσα διακόψει η στεγανή πνευματικότης. 

Ταξίδεψε στα πιο ακριτικά μέρη, σε τόπους με σπουδαίες αρχαιοπρέπειες που κατοικούνταν μονάχα από ανθρώπους του μόχθου και της γης, άνδρες με υποθαλάσσιες φορεσιές και χαρακωμένες προσωπογραφίες. Ρωτήθηκε μέσα του, με την ίδια ένταση που τα αισθήματα παθαίνονται και οι ζωές βιώνονται, ρωτήθηκε μέσα του αν μπορεί να αντέξει μες στα θεμελιωμένα, ανεπανάληπτα μεσημέρια. Στάθηκε στο μέσον του πεδίου, στο βάθος κείτεται ο ερειπιώδης ναός, στο βάθος ένα μόρφωμα μαγνητικό τα αρχαία έτη, στο βάθος η γυναίκα και ο άνδρας και όλες οι φυλές και οι γλώσσες του κόσμου, να συνθέτουν τη βασική μας κοίτη. Απ΄εκεί αρχινούν όλες του κόσμου οι διάλεκτοι, απ΄εκεί ξεκινούν τα φύλα που θα γίνουν κάποτε λαοί με υψωμένες σημαίες και φθορές και απέραντα κοιμητήρια. Με βεβαιότητα ετούτα τα τελευταία θα ανακαλυφθούν όταν θα έχουμε πια οριστικά τελειώσει και με απορία κάποιοι θα αναρωτιούνται πώς και γιατί εχάθησαν όλες αυτές οι ελπίδες. Περπατά τώρα προς τον ορίζοντα αυτόν. Βρίσκεται στο μέσον ενός ελληνικού καλοκαιριού καταμεσήμερο, πυριφλεγή μεσημέρια μες στα χορτάρια και το καφέ ανοιχτό χρώμα της γης και όλα τα θαύματα για τα οποία δίστασε κάποτε εμπρός του απλωμένα. Και της Ελένης το πάθος και της Μήδειας η ανύπαρκτη λογική και ο ηρωισμός του Ορέστη και το μέτρο, η ύβρις και όλοι οι θεοί έκπτωτοι, κατώτεροι με το μπρούτζινο σώμα τους στοιβαγμένοι στις προκυμαίες με τα υπάρχοντα στοιβαγμένοι, καθώς προσμένουν το διωγμό. Και τίποτε δεν απομένει πια να ειπωθεί, τίποτε δεν απομένει να ελπίσει συλλογιέται, μόνο το μυστήριο της ζωής που αποκαλύπτεται με την απλότητα και το μεγαλείο του εμπρός στα ματωμένα μάτια, το μυστήριο που μετατίθεται από τη ζωή στην τέχνη και από εκεί στο μέλλον και από εκεί απλώνεται σαν νερό ποταμίσιο και είμαστε όλοι οι πιο παλιές θάλασσες με τις εκβολές μας και τα ψάρια και τις κοραλλιογενείς απελπισίες και τα πλεούμενα που σκίζουν τα νερά με τη βοή του θανάτου και μες στα αμπέλια να συνθλίβονται τα σταφύλια και στο χώμα όλοι οι πεθαμένοι που γυρνούν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες  σκάβοντας βαθύτερα τη ζωή, για εμάς τους ανυποψίαστους. Δίχως δαυλούς, δίχως φανούς, δίχως φως πορεύεται πια προς το βάθος, προσπερνώντας όλη την ιστορία, όλη την πρωτοπορία, ο κόσμος είπε είναι μια συλλογή από αναρίθμητες στιγμογραφίες. Οι φωνές τους, ακούς τις φωνές τους που ορθώνονται οροσειρές, με ηφαιστιογενείς προοπτικές με την καταγωγή από τις σπουδαίες αυλές της Ιωνίας, μες στα ερείπια εκείνης της γης τα σκοτωμένα παιδιά και πέρα χίλιες κορφές να εφάπτονται της θαλάσσης και να αναρωτιέται εκεί μες στα αρχαία βημόθυρα για τα λευκότατα σπίτια, τα ένστικτα, το τραγούδι του παράξενου πουλιού, το ασημένιο αργύριο του ζειν. Πώς έκλαψε τότε εκείνος, πώς έκαμε συνείδηση τα χαμένα χρόνια, πώς πλανήθηκε έτσι και δεν υποπτεύθηκε πως μες στα απλά μεσημέρια των ελαιώνων υφίσταται η ποίηση και η γεωμετρία, το τώρα, το παλαιό, το τρεμάμενο πρόσωπο του αγίου αχνό πίσω από τα αιώνια φρέσκα. Δεν υποπτεύθηκε πως η κορυφή εκείνη των φιλοδοξιών του δεν είναι άλλο από τη μεταφυσική του χώματος και της πανσέληνης νύχτας. Τέτοιο έρωτα πώς δεν τον αντιλήφθηκε, τα παιδιά δεν θυμήθηκε που περιφρονούν έτσι βάναυσα τα βιβλία. Στην αυλή με την αποθήκη και τη δεξαμενή και τους ανυπόταχτους βλαστούς στις ρωγμές του υλικού και της βραδιάς αφού τίποτε δεν έχει πια να πει, χαϊδεύει το μαλακό πηλό, προσδίδοντάς τους κατ΄επανάληψη την όψη των ληκύθων.
Το αγνό, το ακηλίδωτο, το διαυγές κρύσταλλο της γεωμετρικής σκέψεως, προς τούτο τείνουμε. Σε τούτη τη διαπίστωση του ζωγράφου και κριτικού Χατζηκυριάκου Γκίκα υφίσταται όλη η πνευματικότητα και η προοπτική της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη. Στην ίδια την πράξη της λογοτεχνίας μπορεί να συμπεράνει κανείς τη δυσχέρεια να καθοριστεί με επιτυχία μια ανάλογη πορεία, καθώς εκείνη του ποιητή. Πέρα από τη σύνθεση του ελύτειου έργου, πέρα από κριτικές και προσεγγίσεις υφίσταται μόνον η ευλογημένη αγωνία ενός ανάλογου βιώματος. Τίποτε άλλο δεν απομένει λοιπόν.

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

«ΜΑΓΙΚΟΣ ΑΥΛΟΣ» ΤΟΥ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ


ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Μουσική αλληγορία και λαϊκή όπερα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε  το αριστούργημα του Μότσαρτ Μαγικός Αυλός που παρακολουθήσαμε στις 9-3-2013 από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο θέατρο Ολύμπια. Μόνο ένας  Μότσαρτ που είχε ζήσει εκ των έσω τους Άρχοντες που όριζαν τις τύχες των Λαών της Ευρώπης θα μπορούσε να εμπνευστεί ένα έργο από το Λαό για το Λαό. Βαθιά διανοούμενος, ο Μότσαρτ, επηρεάστηκε από το μεγάλο κίνημα του Διαφωτισμού και από τις διδαχές της Αληθινής Αρμονίας κατά τη θητεία του στην Τεκτονική στοά, της οποίας  επίλεκτα μέλη εκτός του ιδίου ήσαν ο «πατέρας» Γιόζεφ Χάυντν [1732-1809], ο λιμπρετίστας του Μαγικού Αυλού Εμμάνουελ Σικανέντερ [1751-1812] και ο δημιουργός του Φάουστ Γιόχαν Βόλφγκανγκ Φον Γκαίτε [1749-1832]. Εκτός από το λαϊκό θέαμα, ο Μότσαρτ προκάλεσε, με την ιδιοφυή του γραφή, τους διανοούμενος της εποχής του και όχι μόνο, να αποκρυπτογραφήσουν τα υψηλά ουμανιστικά νοήματα, τους συμβολισμούς, τις πολυσήμαντες αναφορές γύρω από τις έννοιες Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα και την ανάδειξη των αιωνίων ανθρωπίνων αξιών.

Ο Μότσαρτ ξεκίνησε τη σύνθεση του Μαγικού Αυλού και την ολοκλήρωσε  το 1791, τελευταίο χρόνο της ζωής του. Παράλληλα επεξεργαζόταν το Κοντσέρτο για πιάνο [Κ. 595], το Κοντσέρτο για Κλαρινέτο [Κ. 622], το Κουαρτέτο εγχόρδων [Κ. 641], τη Μεγαλοψυχία του Τίτο και το Ρέκβιεμ [Κ.626]. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1791 δόθηκε η πρεμιέρα του έργου στο θέατρο Weiden της Βιέννης υπό την διεύθυνση του Μότσαρτ, με τον Εμμάνουελ Σικανέντερ στο ρόλο του Παπαγκένο. Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία και  έκανε 20 παραστάσεις σε ένα μήνα. Την επόμενη χρονιά παίχτηκε στην Πράγα, το 1793 στη Λειψία, Δρέσδη, Μόναχο και αργότερα στο Βερολίνο, στην Αγία Πετρούπολη και στο Παρίσι. 


Παρά τις αναφορές σε Ανατολή και Αίγυπτο δεν γίνεται καμιά άλλη μνεία στον τόπο και στο χρόνο που η όπερα εξελίσσεται. Οι  διάσημοι όμως σκηνογράφοι-αρχιτέκτονες της εποχής την τοποθετούσαν μέσα στον ιστό του Διαφωτισμού όπου και γεννήθηκε. Οι δε αγωνιστές έβλεπαν στο Μαγικό Αυλό πολιτική αλληγορία. Οι πρώτες θετικές εντυπώσεις της όπερας έδωσαν ένα φάσμα ερμηνειών για τα πρόσωπα των ηρώων. Ταύτισαν τον Πρίγκιπα Ταμίνο με το λαό της Γαλλίας και άλλοι με τον Ιωσήφ Β΄ και ανέδειξαν την Παμίνα σε σύμβολο της ελευθερίας, ενώ στη μοχθηρή Βασίλισσα της Νύχτας έβλεπαν το βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο τον ΙΔ΄ και άλλοι τη αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία.

Στον πυρήνα του λιμπρέτου εκτός από τις πολλές αναφορές σε Διαφωτισμό και Τεκτονισμό υπάρχουν και εκείνες των πλούσιων Γερμανικών παραμυθιών με νεράιδες και πνεύματα. Τα θέματα που κυριαρχούν είναι έννοιες αντίθετες και η πάλη για την επικράτησή τους, όπως: αγάπη και μίσος, ελευθερία και δουλεία, επιβολή του καλού έναντι του κακού, αλήθεια έναντι του ψεύδους, πάλη φωτός και σκότους, μεγαλοσύνη σιωπής έναντι φλυαρίας  και το κυριότερο, η αναζήτηση και η κατάκτηση της γνώσης και της αγάπης που ανάγεται στη σφαίρα των ιδεατού έχοντας περάσει μέσα από σκληρές δοκιμασίες.


Η Όπερα ξεκινά σαν παραμύθι. Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ο πρίγκιπας Ταμίνο καταδιώκεται από έναν δράκοντα [Η αλόγιστη, ζωώδης  δύναμη κατά την άποψή μας]. Τον σώζουν τρεις Νεράιδες σταλμένες από τη Βασίλισσα της Νύχτας. Την ίδια στιγμή φτάνει ο «κυνηγός των πουλιών», ο Παπαγκένο και με τα χαριτωμένα ψέματά του τον πείθει ότι εκείνος είναι ο σωτήρας του. Οι Νεράιδες τον τιμωρούν σφραγίζοντας το στόμα του με χρυσό λουκέτο και ζητούν από τον Ταμίνο καθώς του δίδουν την εικόνα της Παμίνα, κόρης της Βασίλισσας της Νύχτας, να τη σώσει από το μάγο Ζαράστρο που την κρατά έγκλειστη στο κάστρο του. Ο πρίγκιπας στη θέα της πανέμορφης κόρης θαμπώνεται, την ερωτεύεται αμέσως και αποφασίζει να τη σώσει. Θα περάσουν  οι δυο ερωτευμένοι μέσα από σκληρές δοκιμασίες που θα απειλήσουν τη ζωή τους αλλά η ηθική τους ακεραιότητα και η ψυχική τους ανωτερότητα γίνονται ασπίδες που τους προστατεύουν από όλα τα δεινά, έμμεση υπόμνηση των αγώνων των Λαών έναντι των δυνάμεων που τους καταπιέζουν. [Ας μη λησμονούμε ότι Γαλλική Επανάσταση είναι ακόμα επίκαιρο γεγονός όταν γράφεται ο Μαγικός Αυλός].      


Αξιοθαύμαστα, παίζει ο Μότσαρτ με τον συμβολικό αριθμό 3 [βαθμό μαθητείας] των Τεκτόνων. Τρία Αγόρια [σύμβουλοι του Ταμίνο και Παπαγκένο], Τρεις Κυρίες, Τρεις Ναοί, Τρεις επαναλαμβανόμενες μουσικές φράσεις, Τρεις συγχορδίες. Παίζει επίσης και με στοιχεία λαϊκά παρμένα από  καθημερινά τραγούδια τόσο οικεία: «λα, λα, λα, πα, πα, πα», και κερδίζει αμέσως το λαϊκό συναίσθημα. Κλίμα ευφορίας δημιουργεί ο Μαγικός Αυλός  του Ταμίνο, δώρο από τη Βασίλισσα της Νύχτας για να τον προφυλάσσει από το κακό, καθώς και ο Αυλός του Πανός που παίζει ο Παπαγκένο με την είσοδό του και βέβαια τα ασημένια κουδουνάκια του που ξορκίζουν το κακό! Ίσως θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ τα λόγια του Βάγκνερ: «Τι θεϊκή μαγεία πνέει σ’ αυτό το έργο, από το πιο λαϊκό τραγούδι ως τον πιο ευγενή ύμνο!» και εκείνα του Γκαίτε: «Αρκεί το γεγονός ότι ο κόσμος θα απολαύσει το θέαμα παρακολουθώντας το έργο ενώ ταυτόχρονα η υψίστη σημασία του δε θα διαφύγει της αντίληψης των μυημένων!». 

Θαυμάσια η απόδοση του κουιντέτο της πρώτης πράξης από τους Αντώνη Κορωναίο, Ταμίνο, Χάρη Ανδριανό, Παπαγκένο και τις  τρεις Κυρίες, Τζούλια Σουγλάκου, Γεωργία Ηλιοπούλου και Αγγελική Καθαρίου. Και οι πέντε καλλιτέχνες διακρίθηκαν για το υψηλό ερμηνευτικό τους επίπεδο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, όπως και ο τενόρος Χρήστος Κεχρής,  Μονόστρατος και η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη, Παπαγκένα. Τα «Τρία Αγόρια», μας έλειψε βέβαια η εμβληματική φιγούρα των τριών παιδιών, αλλά οι τρεις κυρίες που υποδύθηκαν  τα Αγόρια δεν υστέρησαν στις ερμηνείες τους ούτε και οι καλλιτέχνες των μικρότερων ρόλων της παράστασης.

Με λαμπερό ήχο και εντυπωσιακή έκταση φωνής ερμήνευσε η υψίφωνος  Βασιλική Καραγιάννη τη  Βασίλισσα της Νύχτας. Μέσα από τις δύσκολες άριες  ανέδειξε την αντίθεση ανάμεσα στην Ιταλική σοβαρή όπερα και στην κωμική παραδοσιακή  Γερμανική όπερα που εκπροσωπούν τα τραγούδια του Παπαγκένο, έξοχα ερμηνευμένα από το βαρύτονο Χάρη Ανδριανό, ο οποίος  πρόβαλε άριστα εκτός από τα λαϊκότροπα στοιχεία και το αυθόρμητο παιχνίδισμα της γραφής του Μότσαρτ!


Με συναίσθημα απέδωσαν η υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου  Παμίνα, και ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος  Ταμίνο, τις λυρικές τους άριες και εξωτερίκευσαν με δραματικότητα το εσώτερο πάθος  και την ψυχική τους ευγένεια. Με τελετουργική επισημότητα και επιβλητικότητα ερμήνευσε τον Ζαράστρο ο βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος και υπογράμμισε τη σοφία, την αρχοντιά και τη βαθειά του συμπόνια.  

Την αναβίωση της σκηνοθεσίας του Γάλλου Αρνώ Μπερνάρ επεχείρησε με επιτυχία ο Ίων Κεσούλης και έφερε στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια τη γοητευτική, παραμυθένια ατμόσφαιρα του Μαγικού Αυλού, με τη δημιουργική συμβολή του Μπρούνο Σβενγκλ στα σκηνικά και στα κοστούμια. Η Χορωδία της Λυρικής Σκηνής υπό την διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου  ερμήνευσε  εντυπωσιακά τα χορωδιακά μέρη και απέδωσε τον ιερουργικό τους χαρακτήρα. Ο Αρχιμουσικός Ηλίας Βουδούρης με την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όχι μόνο βοήθησε τους καλλιτέχνες στην ερμηνεία των ρόλων τους, αλλά ανέδειξε την πνευματική υφή του έργου και είναι αυτή που ξεχωρίζει καθώς ο θεόπνευστος Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ ενσωματώνει τα αμιγώς λαϊκά στοιχεία στη «φιλοσοφημένη» μοναδική μουσική  σύλληψη του αριστουργήματός του Μαγικός Αυλός!


Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Διονύση Α. Ζήβα, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ, έκδοση Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, Δεκέμβριος 2012


Της Κατερίνας Δεμέτη

Ο Καθηγητής Διονύσης Α. Ζήβας υπογράφει την πρόσφατη έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) με τίτλο: Αρχιτεκτονικός Οδηγός Αθηνών.
          Πρόκειται για μία εξαίρετη χρηστική καταγραφή που περιλαμβάνει, μέσα σε 144 σελίδες, όλα τα μνημεία της αρχαιότητας και των μέσων και νεοτέρων χρόνων της Αθήνας, όλα τα αξιόλογα δημόσιου χαρακτήρα κτήρια της πόλης (κρατικά, δημοτικά, των κρατικών Οργανισμών), τα κτήρια με πολιτιστικό χαρακτήρα (δημόσια και ιδιωτικά), τα κτήρια της εκπαίδευσης, κτήρια ιδιωτικά, όπως Τράπεζες, κτήρια Πρεσβειών, μεγάλα ξενοδοχεία και κτήρια γραφείων.
          Ο Οδηγός καλύπτει το τμήμα της πόλης που ορίζεται από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας προς Β., το Ολυμπιείο και την Διονυσίου Αρεοπαγίτου προς Ν., την Βασιλίσσης Σοφίας προς Α. και τους δύο σιδηροδρομικούς σταθμούς προς Δ. Με χρηστικό αλφαβητικό ευρετήριο, φωτογραφία και κάτοψη κάθε κτηρίου και αναλυτικό παράρτημα χαρτών, το βιβλίο καταφέρνει με ένα μοναδικό τρόπο να παρουσιάσει το αρχιτεκτονικό προφίλ της πρωτεύουσας.  
          Όπως σημειώνει ο κ. Ζήβας στον πρόλογο, με την έκδοση αυτή γίνεται μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της θέασης της πόλης, χωρίς παρεμβολές που διαστρεβλώνουν την εικόνα της και προέρχονται από οχήματα κάθε είδους, σήματα, πινακίδες, διαφημίσεις, φωτιστικά, καλώδια και ήχους, μέσα από μερικές βασικές πληροφορίες για τα σημαντικά κτήρια.
          Ο Οδηγός προσφέρεται τόσο για τους επισκέπτες της πόλης, όσο και για τους κατοίκους της, προκειμένου να μάθουν κάτι περισσότερο  για τα κτήρια, τους δρόμους και τις πλατείες, για τα μνημεία, τους  κήπους και τα πάρκα της πόλης, σε μια προσπάθεια επανεκτίμησης του αστικού περιβάλλοντος, στο οποίο ζουν. Στοχεύει δε πολύ περισσότερο στη γόνιμη συζήτηση που μπορεί να αναπτυχθεί για το πώς συγκροτείται και πώς λειτουργεί το αστικό περιβάλλον, για το πώς το μεταχειριζόμαστε και το τι θα μπορούσε να προσφέρει.
           Όπως σημειώνει η κ. Σοφία Στάικου, Πρόεδρος ΠΙΟΠ: «Στόχος του ΠΙΟΠ, αλλά και του συγγραφέα είναι, ο Οδηγός να βοηθήσει το σημερινό Νεοέλληνα να ανακαλύψει τις ομορφιές της Αθήνας, περπατώντας πολύ και ανατρέχοντας στα πολύτιμα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας για κάθε κτίσμα».
          Συγχαίρουμε τον κ. Ζήβα για την εξαίρετη εργασία του και του ευχόμαστε σύντομα να επιμεληθεί την μετάφραση της ανωτέρω έκδοσης και σε άλλες γλώσσες,  όπως επίσης και να επιμεληθεί έναν αντίστοιχης ποιότητας οδηγό και για το νησί μας, που δείχνει να έχει χάσει τελείως την αρχιτεκτονική του ταυτότητα και αισθητική μετά το σεισμό του 1953.



   
 Βιογραφικό Δ. Ζήβα

Ο Διονύσης Α. Ζήβας γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1928. Είναι αρχιτέκτων (1953), διδάκτωρ μηχανικός ΕΜΠ (1970), καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου από το 1973 και κοσμήτωρ της Σχολής κατά τα έτη 1979-1983 και 1989-1995. Από το 1997 είναι ομότιμος καθηγητής της Σχολής. Έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με τα προβλήματα προστασίας ιστορικών κτηρίων και πόλεων και έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 90 εργασίες (βιβλία, άρθρα, ανακοινώσεις) στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής και του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως Αισθητικής (2001-2004). Έχει τιμηθεί με το βραβείο Εuropa Nostra (1982) για τη μελέτη προστασίας της ιστορικής γειτονιάς της Πλάκας, στην Αθήνα, και με το βραβείο Gottfried v. Herder (1993) του Πανεπιστημίου της Βιέννης για το σύνολο του έργου του. Το βιβλίο του Πλάκα 1973-2003. Το χρονικό της επέμβασης για την προστασία της Παλαιάς Πόλεως Αθηνών (ΠΙΟΠ 2007), βραβεύτηκε το 2007 από την Ακαδημία Αθηνών. Από 12 Φεβρουαρίου 1989 είναι επίτιμο μέλος του  Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, του οποίου έκανε αφιλοκερδώς τα σχέδια για την επέκταση του κτηρίου που ευρίσκεται στην Πλατεία Αγίου Μάρκου, καθώς επίσης και τα σχέδια για το κτήριο της Βιβλιοθήκης Μητσάκη-Μέγαρο Σταύρου Νιάρχου, στην Παναγούλα.

Αντίλογος: Η Παράδοση πώς και γιατί…

Γράφει η ΜΙΜΙΚΑ ΣΤΑΜΙΡΗ


Η οικείωση και αξιοποίηση της παράδοσης αποτελεί, κατά την άποψή μας, σημαντικό ζήτημα για έναν τόπο με τόσο πλούσια πολιτιστική κληρονομιά. Σαφώς και  «οι καιροί ου μενετοί». Σαφώς και οι κανόνες και  η καλλιτεχνική λειτουργία ορίζονται από τις επιταγές του επίκαιρου. Από το χαρακτήρα, τη δομή, τις ανάγκες και τις αγωνίες των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτών, που δεν είναι «κλειστές», που δε λειτουργούν με κανόνες μιας απόλυτης ομοιογένειας χωρίς έξωθεν επιρροές και που δημιουργούν στηριγμένες στα στοιχεία που τις εκφράζουν στη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτές ή κάποιοι μέσα σ’ αυτές δημιουργούν με βιωμένη και απόλυτα αποδεκτή την παράδοση, αλλά συγχρονισμένοι στα θετικά ή αρνητικά που ορίζουν τη σημερινή πραγματικότητα.
            Αλλά, γιατί τόση εμμονή με τις «Ομιλίες»; Μήπως δε θα ‘πρεπε να τραγουδάμε καντάδες ή αρέκιες ως έκφραση μιας εσωτερικότητας που συγκινείται με τέτοια μουσικά είδη σε χώρους όπου σήμερα συχνάζουν τουρίστες, γιατί αυτό αλλοιώνει τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους; Μήπως η «Γκιόστρα» ή ο «Βενετσιάνικος Γάμος» δε θα ‘πρεπε να παρουσιάζονται με τόσο επιτηδευμένο και «φαμφαρόνικο» τελετουργικό, με το σκεπτικό ότι η παράδοση χρησιμοποιείται εδώ για λόγους εντυπωσιασμού και τουριστικής κατανάλωσης; Ή πόσο εκφράζουν κι αγγίζουν αυτά τα δρώμενα το σημερινό ζακυνθινό στη διαφορετική ιστορική και κοινωνική του πραγματικότητα; Ακούγεται και η άποψη ότι υπάρχουν στη συνείδησή του ως βίωση ενός παρελθόντος αριστοκρατικού και άκρως καταπιεστικού για το λαό.
Οι «Ομιλίες», με τις όποιες αναγκαίες προσαρμογές ή διαφοροποιήσεις κι ακόμα με την προσωπική κι όχι συλλογική δημιουργία, διακωμωδούν τα σύγχρονα ήθη και πάθη. Γι’ αυτό και απολαμβάνουν τέτοια αποδοχή. Είναι άκρως ενθαρρυντικό ότι, κυρίως, νέοι άνθρωποι ασχολούνται με το είδος σε μια εποχή αρνητισμού και φθοράς.  Ότι διαιωνίζοντας τα χαρακτηριστικά της ζακυνθινής ψυχής μπορούν να λυτρώνονται με τι σάτιρα.
Εν τέλει, πώς και από ποιους ορίζονται οι κανόνες της «σωστής» χρήσης της παράδοσης  σ’ έναν τόπο  που σήμερα αχνοφέγγουν κάποιες αχτίδες πνευματικής δημιουργίας; Σ’ έναν τόπο που «κλαίει στη θύμηση περασμένων πνευματικών μεγαλείων» πώς μπορούμε να εκτιμάμε τα πράγματα με μια ελιτίστικη προσέγγιση, θεωρώντας «μοντερνισμό» ή ακόμα και «αυθαίρετη  παρέμβαση»  την αναγκαία προσαρμογή και το συνταίριασμα του χθες με το σήμερα; Καλά τα παραμύθια για  τους κρυφούς έρωτες των αφεντάδων με τις λαϊκές υπηρέτριες. Αλλά, ποιος ζει σήμερα μόνο με αυτά; Βεβαίως και μας αγγίζουν ως ένα ιδιαίτερα τονισμένο παρελθόν που χρωμάτισε την ψυχή μας με τα χρώματα αυτής της επτανησιακής ιδιαιτερότητας. Όμως δε μας εκφράζουν. Γιατί σήμερα δεν είμαστε «εμείς» μέσα σ’ αυτά. Κι όλα αυτά συμβαίνουν όχι γιατί «έτσι μας αρέσει», αλλά γιατί «έτσι είναι».
Εξ άλλου, όπως λέει κι ο Γ. Σεφέρης στις «Δοκιμές»: «…ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να υπηρετήσει την αλήθεια παρά προσπαθώντας να εκφράσει τη δική του αλήθεια, αλήθεια μιας εποχής, που δεν αποκλείεται να είναι κι ένα κομμάτι αλήθειας άλλων εποχών…».

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ενώ η «Ομιλία» εξελίσσεται


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είδη του παραδοσιακού, Ζακυνθινού καρναβαλιού είναι αναμφίβολα και οι περίφημες «Ομιλίες», οι οποίες δίνουν ένα ξεχωριστό και ιδιόμορφο χρώμα στην εορταστική αυτή περίοδο, που διανύουμε και μας οδηγεί από το σκοτάδι στο φως και από τον Χειμώνα στην Άνοιξη και το Καλοκαίρι.
   Ευτυχώς και παίζονται ακόμα, με ιδιαίτερο ζήλο από τους κατοίκους του νησιού μας και κυρίως από νέους και γράφονται καινούριες, οι οποίες, μάλιστα, τυπώνονται και δεν διατρέχουν τον κίνδυνο να χαθούν, όπως συνέβη με πολλές άλλες, παλιότερες, των οποίων μόνο τα ονόματα ήρθαν ως τις μέρες μας, δίχως να γνωρίζουμε το κείμενό τους και πολύ συχνά και το περιεχόμενό τους.
   Οι σημερινές «Ομιλίες», βέβαια, καλώς ή κακώς – εδώ οι γνώμες διίστανται – έχουν τις περισσότερες φορές σύγχρονα θέματα και τις απασχολεί η τρέχουσα πραγματικότητα. Παίζονται αποκλειστικά πάνω σε πάρκα, με σκηνικά, συχνά χωρίς μάσκες και κάποιοι – ευτυχώς ελάχιστοι - χρησιμοποιούν και γυναίκες στις ερμηνείες τους. Επίσης η διάρκειά τους πολύ συχνά είναι μεγαλύτερη από το συνηθισμένο και αξιοποιούνται όλα τα μέσα, όπου διαθέτει η εποχή μας, όπως φωτισμοί και μικρόφωνα.
   Εμείς σήμερα, στο εορταστικά επίκαιρο αυτό κείμενό μας, θα επανέλθουμε, τονίζοντας την σημασία της σπουδαίας αυτής και πηγαίας έκφρασης του λαού μας, σε μια πρόταση, η οποία έγινε τον περασμένο Ιούνιο από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, στα πλαίσια των τετραήμερων εκδηλώσεών της για την «Γκιόστρα Ζακύνθου του 2012».
   Την δεύτερη, λοιπόν ημέρα των εκδηλώσεων και συγκεκριμένα την 1η Ιουνίου, παρουσίασε την «Ομιλία» του κλασσικού μας ρεπερτορίου «Η Χρυσαυγή», όπως ακριβώς παριστάνονταν παλιότερα και όπως ακριβώς την είχαν παίξει στο παρελθόν δεκάδες λαϊκοί θεατρίνοι, σαν αυτοί, που τους είχαμε δει στα παιδικά μας χρόνια.
   Δεν χρησιμοποιήθηκαν πάρκα και σκηνικά, κατά τα γραφόμενα και της πολυδιάστατης Μαριέττας Μινώτου-Γιαννοπούλου, αλλά το έργο παίχτηκε στους φυσικούς χώρους, κατά την προσταγή της παράδοσης, οι οποίοι είναι οι δρόμοι και οι πλατείες. Έτσι επαληθεύτηκε ή πιο σωστά επανήλθε στην σημερινή μας πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός των «Ομιλιών», που τις θέλει «θέατρο δρόμου».
   Οι παραστάσεις δόθηκαν τμηματικά στα κεντρικότερα σημεία της πόλης μας, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην εποχή της δημιουργίας και της ακμής του λαϊκού μας θεάτρου. Το εγχείρημα ξεκίνησε από το ιστορικό πλάτωμα της εκκλησίας της Φανερωμένης, συνεχίστηκε στον Άγιο Παύλο, την Ανάληψη και το Διοικητήριο και κατέληξε στην πολύβουη  - σε κάθε της έκφραση - πλατεία του Αγίου Μάρκου, τον γνωστό κάποτε Φόρο, όπου έγινε και το φινάλε.
   Σε όλες τις περιπτώσεις σχηματίζονταν κύκλος, όπως ακριβώς στο γνωστό σχέδιο του πολύτιμου και πολυτάλαντου Κονίδη Πορφύρη, ο τελάλης χτυπούσε την κουδούνα του και οι ηθοποιοί, που συνυπήρχαν με το κοινό, έπαιζαν τους ρόλους τους, πηγαίνοντας στο κέντρο, που είχε αφεθεί το κενό. Οι θεατές συμμετείχαν, είτε με ατάκες την ώρα της παράστασης, είτε φωνάζοντας τις παρ’ όλες τους από παράθυρα και μπαλκόνια, σαν ο περιφερόμενος θίασος διάβαινε το ιστορικό κέντρο της πόλης. Με τον τρόπο αυτό οι μνήμες έγιναν πραγματικότητα.
   Έπαιξαν μόνο άνδρες, ερμηνεύοντας και τους γυναικείους ρόλους του κλασσικού έργου και φυσικά χρησιμοποιήθηκαν μωρέττες, δίνοντας και χρώμα εποχής, αλλά και ελευθερία στους θεατρίνους, οι οποίοι έπαιξαν τους ρόλους τους με την γνωστή τραγουδιστή φωνή, που επιβάλλει η ιστορία. Με λίγα λόγια η παράσταση αυτή, η οποία κυρίως, όπως ξαναγράψαμε, ήταν μια πρόταση, είχε όλα εκείνα τα στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις κλασσικές «Ομιλίες» και επαλήθευε τα όσα οι διάφοροι ιστορικοί μας έχουν διασώσει για την ιδιότυπη αυτή και πολύτιμη λαϊκή μας έκφραση, χωρίς κανέναν μοντερνισμό ή αυθαίρετη παρέμβαση.
   Το όλο εγχείρημα είχε αναλάβει ο δάσκαλος, ιδρυτής της «Υακίνθης» και Γραμματέας της Εταιρείας “Giostra di Zante”, Νίκος Αρβανιτάκης και το έφεραν σε πέρας, με ιδιαίτερη επιτυχία, χάριν του ταλέντου τους, λαϊκοί θεατρίνοι από το χωριό Αγκερυκός.
   Ήταν κάτι, που χρόνια είχε να γίνει. Ας υπάρχει σαν μια άλλη εκδοχή.
    Η εξέλιξη είναι αναγκαία, αλλά δεν πρέπει να ξεφύγει και από τους κανόνες της πρωταρχικής παράδοσης.
   Η Πρόταση της «Χρυσαυγής» από το Σωματείο της Γκιόστρας επέμενε στα παλιά, για να οδηγηθούμε σωστά στα καινούρια.
   Καλό, πιστεύουμε, θα ήταν να βρει και άλλους μιμητές. Όχι πίσω στην παράδοση, αλλά μπροστά με την παράδοση. Τότε η ιστορία συνεχίζεται σωστά.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Σύγχρονη ζακυνθινή ποίηση – μια προσωπική διαδρομή


Γράφει ο συνθέτης ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ

Το ενδιαφέρον μου για τη σύγχρονη ζακυνθινή ποίηση ανάγεται στον καιρό της ανακάλυψης των νέων Επτανησιακών φύλλων, αυτών δηλαδή που ο Διονύσης Σέρρας συνέχισε να εκδίδει μετά το θάνατο του Ντίνου Κονόμου. Ήταν το 2000 όταν τον συνάντησα και μου πρόσφερε τα πιο πρόσφατα τεύχη του περιοδικού, μαζί με τους τελευταίους καρπούς της ποιητικής του τέχνης.

Το 2002 μετουσίωσα σε μουσική το ποίημα του Διονύση Φλεμοτόμου «Αναφωνήτρια», από τη συλλογή του Καφές σε χρόνο ενεστώτα (Περίπλους, 2000). Ακολούθησε η “Gloria” τον επόμενο χρόνο, και έτσι γεννήθηκε το έργο μου Δύο κομμάτια για κουαρτέτο εγχόρδων.

Στη συνέχεια ήρθε η γνωριμία με την ποίηση του Παναγιώτη Καποδίστρια. Το βιβλίο μάλιστα του ιδίου Ποιητικές αντοχές της Ζακύνθου (2002), που εμβαθύνει στο έργο τεσσάρων Ζακυνθινών ομοτέχνων του (του Σέρρα, του Φλεμοτόμου, της Μάχης Μουζάκη και της Λούλας Βάλβη-Μυλωνά) είναι από τα πιο ενδιαφέροντα που έχω διαβάσει.

Στην ίδια περίοδο (2000-2003) ανήκουν και τα εξαίρετα «ημερολόγια» (με τίτλο Ζάκυνθος) του Διονύση Μουσμούτη (άξια συνέχεια αυτών της Κρύστας Αγαλιώτου-Γιακουμέλου από τη δεκαετία του ’80). Μέσα από τα πονήματα του Μουσμούτη ήρθα σε επαφή με δύο σημαντικούς ποιητές, τη Λούλα Βάλβη-Μυλωνά και το Σαράντη Αντίοχο.

Βαθύτερη γνώση της ποίησης της Βάλβη-Μυλωνά απέκτησα από την ανθολογία που επιμελήθηκε και εξέδωσε ο Διονύσης Σέρρας το 2003 με τίτλο Στα μονοπάτια της Λούλας Βάλβη-Μυλωνά. Σημαντική προσφορά του Σέρρα ήταν και η έκδοση των ποιητικών απάντων του διαπρεπούς πνευματικού ανθρώπου Σωκράτη Καψάσκη, με τίτλο Διαδρομή, το 2002 (ακολούθησε αφιέρωμα στον Καψάσκη στα Επτανησιακά φύλλα την επόμενη χρονιά).

Χάρη στο Σέρρα γνώρισα επίσης το έργο του Ζαχαρία Στουφή. Η ποίηση του Στουφή είναι τόσο δυνατή που καταφέρνει να ξεπεράσει τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την αισθητική μου από τη δική του. Το αγαπημένο μου από τα έργα του είναι η Χαωδία, που το παραλληλίζω με του Αφορισμούς του Franz Kafka.

Το 2005 μελοποίησα για πρώτη φορά ένα σύγχρονο Ζακυνθινό ποιητή, και πιο συγκεκριμένα το ποίημα «Ακαΐα» του Διονύση Σέρρα (από την εξαιρετική ποιητική του συλλογή του 2004 Σήματα για την κρύπτη).

Το 2006 συνάντησα την ποιήτρια Μάχη Μουζάκη, η οποία ευγενικά μου χάρισε, εκτός από δικές της συλλογές, τη σημαντική εξαντλημένη ποιητική της «ανθολογία σύγχρονης ζακυνθινής ποίησης» (από το 1982). Μέσα από αυτήν γνωρίζω και γοητεύομαι από το έργο του Νίκου Σπάνια. Εν συνεχεία έρχομαι σε επαφή και αποκτώ ποιητικές συλλογές της Αθηνάς Βλαχιώτη, της Ελένης Δημάκου, του Σταύρου Αμπελά και, μέσω του τελευταίου, του εν Αθήναις Γιάννη Πομώνη. Επιλέγω και μελοποιώ από ένα ποίημα των Σωκράτη Καψάσκη («Έντεκα μικρά ποιήματα, X»), Νίκου Σπάνια («Χωρίς τίτλο»), Λούλας Βάλβη-Μυλωνά («Το Ψήλωμα»), Αθηνάς Βλαχιώτη («Αέρινο») και Ελένης Δημάκου («Ο άνεμος»). Τα παραπάνω τραγούδια, μαζί με την «Ακαΐα» του Διονύση Σέρρα, πρωτοπαρουσιάστηκαν από τη σοπράνο Διακεκτή Καμπάκου στην Αθήνα στις 25 Μαΐου του 2008.

Σημαντικός εκδοτικός σταθμός στάθηκε η ποιητική ανθολογία του διαμένοντα στη Μαδρίτη Σαράντη Αντίοχου, με τίτλο Προηγμένος κύκλος (εκδόσεις Μπάστα, 2008). Είχα μάλιστα τη χαρά να παραβρεθώ στην όμορφη παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό, στις 15 Μαΐου 2009, όπου γνώρισα και το συγγραφέα. Αξίζει να προσθέσω ότι εξίσου σημαντικές θεωρώ τις γλαφυρές μελέτες του Αντίοχου, όπως τις δημοσιευμένες στα Επτανησιακά φύλλα για τη «Διεθνή συνάντηση μεσαιωνικού και λαϊκού θεάτρου» (εμψυχωτής της οποίας υπήρξε και ο Αντίοχος, μαζί με την καίρια μορφή του Κ. Πορφύρη) καθώς και για τα χρόνια της διαμονής του Ανδρέα Κάλβου στην Αγγλία.

Το Δεκέμβριο του 2010 πραγματοποιήθηκε αφιέρωμα στη Βάλβη-Μυλωνά στο εντευκτήριο «Χρόνος» της Δώρας Παπαδάτου, για το οποίο μελοποίησα τα ποιήματα «Ιόνιο», «Έρωτας» και «Δημιουργία».

Στις 8 Αυγούστου του 2012 η σοπράνο Ανδριάνα Λυκούρεση ερμήνευσε 11 τραγούδια μου σε μελοποιημένη ποίηση, εκ των οποίων 3 σε ποίηση σύγχρονων Ζακυνθινών ποιητών (Βλαχιώτη, Βάλβη-Μυλωνά και Δημάκου). Αξιοσημείωτη ήταν και η πρώτη εκτέλεση της μελοποίησης μου από το 1999 στο σονέτο «Στη Ζάκυνθο» (“To Zante”) του Edgar Allan Poe (το διασημότερο ποίημα που έχει γραφτεί για τη Ζάκυνθο). Η ίδια ερμηνεύτρια εξάλλου απέδωσε τη μελοποίησή μου σε νεανικό σονέτο του Ούγου Φώσκολου (με τον υπότιτλο “Notturno”) σε αφιέρωμα στον ποιητή στις 26 του ιδίου μήνα (και οι δύο εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στο Λόφο του Στράνη).

Αξίζει να παρατηρήσω ότι η ομάδα των Ζακυνθινών ποιητών, εκτός της έντονης δραστηριότητάς της, αποτελεί το πλέον ηθικό καλλιτεχνικό και πνευματικό σώμα του νησιού. 

Σημειώσεις: 
1. Το κείμενο γράφτηκε ενόψει της Ημέρας Ποίησης (21 Μαρτίου) και 
2. Μελοποιημένη ποίηση, σε μουσική του Διονύση Μπουκουβάλα, μπορεί να ακούσει κανείς εδώ

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Απόστολου Θηβαίου: Ο ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

(5/3/1922-2/11/1975)

Το σπίτι κατέρρευσε με ένα κορυφαίο κρότο. Συνετρίβη απροσδόκητα καθώς κορυφωνόταν η μεγάλη βροχή ενός φθινοπωρινού απογεύματος. Κατέρρευσε περήφανο, δίχως σε τίποτα να αναστατώσει την υπέροχη γειτονιά με τους εραστές, τις αγοραίες γυναίκες, τους ερυθρούς λαμπτήρες και τους πολεμιστές που εξέρχονται των θαυμάσιων ερωτικών δωματίων, με μια ροδαλότητα στις παρειές, ενδεικτική του πόθου με τον οποίον δίνονται πάντα οι άνθρωποι στα ένστικτα. Απέμειναν μόνον ο βορινός τοίχος, φτιαγμένος κάποτε από πλίθρες και  η σιδερένια πόρτα. Ορισμένοι συλλογίστηκαν εκείνους που κάποτε επέζησαν σε τούτο το σπίτι. Ανακάλεσαν τις χαρούμενες, χριστιανικές εορτές, έπειτα λυπήθηκαν καθώς είχαν ακόμη περισώσει την εικόνα ενός ολοσκότεινου εσωτερικού με τη γυναικεία φιγούρα που βάδιζε με μια αιωνιότητα, καθώς εκείνοι που περιφέρουν τους συνοικιακούς επιταφίους. Έπειτα οι άνθρωποι του δήμου αποφάνθηκαν πως δεν χρήζει κίνδυνος κανείς για τη γενική ασφάλεια και στιγμάτισαν το ριγμένο σπίτι με μία πολύχρωμη κορδέλα και εγκατέλειψαν το ερειπιώδες κτίσμα, έχοντας πάντα κατά νου πως μια τέτοια αισθητική συγκλίνει απρόσμενα με την αισθητική της πτώσεως και δεν ασχολήθηκαν ποτέ με το συντριμμένο σπίτι και δεν υπαινίχθηκαν ποτέ πως το οίκημα ετούτο απαιτούσε μια ολοκληρωτική κατεδάφιση.

Οι νεότεροι σπουδαστές της σχολής του θεάτρου  όμως εντόπισαν στα πελώρια ερείπια μια θαυμάσια ευκαιρία να αναπαράγουν το αίτημα περί της καταστροφής του πολιτισμού εν γένει. Μάλιστα οργάνωσαν μια θεατρική παράσταση δίχως έξοδα που παίζεται μόνο τα πρωινά, εξυπηρετώντας ακόμα έναν συμβολισμό, μία ας πούμε αισθητική του φωτός, της βαρύτατης εξέλιξης που λαμβάνει χώρα τις βιομηχανικές, πρωινές ώρες. Αφιέρωσαν το έργο στην εργατική τάξη, υποκρίνονταν μάλιστα κάποιους στρατιώτες οι οποίοι επιτυγχάνουν την επαφή με έναν ακραίο σταθμό και εκεί διαπιστώνουν τις προοπτικές της διαφυγής από τον αναπόφευκτο, εξελικτικό μηχανισμό του πολιτισμού. Ένα κορίτσι αξεπέραστης ομορφιάς, πιθανόν από τα κόκκινα χωράφια της Οκλαχόμα, στέκεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της παράστασης γονατισμένη έξω από τη σιδερένια θύρα και οι στρατιώτες σχίζουν με μανία πρωτοφανή, εκ νέου τους κόκκινους χιτώνες και δεν ζωγραφίζουν, μήτε τραγουδούν, ούτε εξιστορούν κάποια μάχη, μία στρατιωτική επιτυχία ικανή να διασωθεί της ιστορικής λήθης. Φροντίζουν να διασκορπιστούν στις άκριες του παραπήγματος, με τις επανδρωμένες στολές τους, με τους μηχανισμούς αμύνης να συμβολίζουν εκείνη την ειρηνιστική γραφειοκρατία που με τόσο κόπο συντηρήσαμε. Το κορίτσι, ξανθό και υπέροχο, καθώς η φημισμένη Μέριλυν παραληρεί, γελά και περιγράφει τα οράματα της ιστορίας. Έπειτα υψώνει τα χέρια της που είναι δυο φίδια ναρκωμένα για πάντα, έπειτα μας κοιτά με απόγνωση, σχίζει το φόρεμά της, απομένει γυμνή και τούτο βεβαίως συνιστά μία πρόκληση για τους στρατιώτες. Όμως εκείνοι δεν διατηρούν πια καμία μνήμη για εκείνη την εποχή που κατείχαν τη συνείδηση της απολαύσεως, ιδεολογίες όπως ο έρωτας έχουν πια εγκαταλειφθεί οριστικά. Η κοπέλα εκείνη μπορούμε να πούμε πως θυμίζει κάποια Περσίδα ερωμένη που τελικά υποκύπτει στο αίσθημα της αφοσίωσης και έτσι χαράζει τις φλέβες της μες στα θερμά λουτρά και πίσω της σέρνονται ολοπόρφυρες χλαμύδες, χονδρού, αυτοσχέδιου χρώματος και τα παιδιά της σκοτωμένα για πάντα. Όσα επέζησαν από τους βραχύβιες, σαρκικές εμμονές της, θα ενδυθούν με το καφετί χρώμα του θειαφιού, με το γένος τους σφαγμένο θα απομακρυνθούν πολύ από τις ισχυρές, ηθικές πεποιθήσεις της μητρός τους. Η παράσταση ολοκληρώνεται τελικά με έναν από τους οπλίτες να κρατεί μες στον αττικό, εκτυφλωτικό ήλιο, έναν δαυλό και να κατευθύνεται προς την οδό Μαγνησίας, στο κέντρο των Αθηνών. Έτσι συνηθίζουν φυσικά οι τυχοδιώκτες σε όλες τις ιστορικές εποχές.

Η θεατρική παράσταση, η οποία τόσο δυσνόητη φάνηκε στους περιοίκους, κράτησε για αιώνες. Όταν γέρασε και κατέληξε το υπέροχο κορίτσι της εξώθυρας, όταν οι στρατιώτες εκτελέστηκαν μες στα κίτρινα απογεύματα των απειλητικών μουσώνων  η παράσταση έλαβε τέλος. Το σπίτι κατέρρεε μα διατηρούσε πια μια επιβλητικότητα σκηνική. Κατέστη γνωστό, έπειτα από επίμονες διερευνήσεις όσων παρασύρθηκαν και εννόησαν τη γοητευτική φευγαλεότητα του έργου, πως η πυρηνική ιδέα του βασίστηκε στην ποιητική αμφισημία του βάναυσα φονευθέντος Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ο Ιταλός σκηνοθέτης είχε με χάρη επεξεργαστεί το ανεκπλήρωτο, το βίωμα ενός πολιτισμού που νικήθηκε τελικά από τη βαρβαρότητα.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ 20.., ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΟ ΚΛΗΜΑ…



Ἀπὸ τὶς σιωπηλὲς τὶς γειτονιὲς τοῦ χωριοῦ ποὺ πέρασες σήμερα, δὲν ἀναδίνονταν μήτε ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ καπαμᾶ, μήτε τὸ ἄρωμα τῆς κολοκυθόπιττας, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ἡ ἀπαλὴ, ἡ εὐωδία τοῦ ρυζόγαλου μὲ τὰ ψήγματα τῆς βανίλιας νὰ τοῦ προσθέτουν ἄρωμα καὶ γευστικότητα. Πέρασες, λοιπὸν, καὶ τὸ μόνο ποὺ γεύτηκες ἦταν τὸ πασπάλισμα ἀπό τὶς ἀναμνήσεις, ποὺ σοῦ χτύπησαν, γι᾿ ἄλλη μιὰ φορά, τὴ θύρα τῆς ψυχῆς, ἄγγιξαν τὶς ἱερὲς τῆς εὐαισθησίας σου χορδὲς κι ὕστερα σοῦ ψιθύρισαν ὅτι ἔπρεπε νὰ κάμεις, ἀκόμα μὲ περισσότερη ἀντοχὴ, τὸ χρέος σου: νὰ πεῖς, δηλαδή,  δυὸ λογια, μέρες ποὺ εἶναι, γιὰ τὸ παλιό σου τὸ χωριό.
Οἱ παλιοὶ οἱ Κληματιανοὶ, τὸ γνώριζες πολὺ καλά, ὅτι σέβονταν ἀπεριόριστα τὴ μέρα αὐτὴ, ἴσως γιατὶ συνορεύει μὲ τὴ ἱερότητα τοῦ Ψυχοσάββατου, ποὺ ἀρχίζει ἀπό αὔριο τὸ ἀπόγευμα μὲ τὸν ἑσπερινό. Ἔτσι, μὲ τὸ σούρουπο, ἀφοῦ ἑτοίμαζαν τὸ φαῒ -κυρίως κρέας καπαμᾶ- τὸ ρυζόγαλο καὶ τὴν παραδοσιακὴ κολοκυθόπιτα, ποὺ εὐωδίαζε ἀπό τὴ κανέλλα, τὰ γαρύφαλα, τὸ γνήσιο γίδινο γάλα καὶ τὸν εὔγευστο σπιτικὸ τραχανᾶ, μαζεύονταν παρέες-παρέες στὰ σπίτια συγγενῶν ἤ καὶ φίλων καὶ τιμοῦσαν δεόντως τὴν ἡμέρα αὐτή. Τὴν τιμοῦσαν μὲ τὸ πλούσιο ἀποκριάτικο τραπέζι καὶ μὲ τὸ χορὸ, ποὺ τὸν συνέχιζαν ὅλοι μαζὶ πάνω στ᾿ ἀβέρτο τοῦ σπιτιοῦ ὅπου συνάζονταν, μὲ τὴ συναίσθηση πάντα τὸ τὶ γιόρταζαν. Καὶ τράνταζε τὸ πάτωμα ἀπό τὸ χορὸ, ἐνῶ τὰ τραγούδια ἀκολουθοῦσαν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. «Ἂχ χειλά-, ἄχ, χειλάκι μου  μου γραμμένο / σὺ μὲ ἔ-, σὺ μὲ ἔχεις τρελλαμένο….», «Ἀφοῦ καλέ, ἀφουγκραστίτι νὰ σᾶς πῶ, ἀφουγκραστίτι νὰ σᾶς πῶς τὶ ἔκαμι μιὰ χήρα...» καὶ ἄλλα ἀκόμα.
 Τὴν τιμητική τους εἶχαν αὐτή τὴ μέρα κι οἱ νεόνυμφοι ἤ οἱ ἀρραβωνιασμένοι, ἀφοῦ ἔπρεπε ὅλο τὸ σόι νὰ μαζευτεῖ καὶ ν᾿ ἀποκρέψει, σ᾿ ὅποιο σπίτι εἶχε μεγαλύτερο χῶρο, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἀπό τὰ σπίτια ἦταν πολὺ μικρὰ, σχεδὸν μονόχωρα.
Τὰ ἴδια  γλέντια γίνονταν καὶ στὸ Κάτω τὸ Χωριὸ, στὸ Κάτω Κλῆμα, κυρίως σὲ σπίτια, μὲ τὸ ἴδιο τὸ κέφι καὶ τὴ σεμνότητα, χωρὶς ἀκρότητες-αὐτὲς ἦταν μεμονωμένες καὶ γνωστὲς, γι᾿ αὐτὸ καὶ περιορίζονταν πάντα. Γιατὶ οἱ παλιοὶ Κληματιανοὶ ἦταν πάντα κεφάτοι καὶ γλεντζέδες, στὸ μέτρο φυσικὰ τοῦ δυνατοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμοῦσαν τὶς μέρες αὐτὲς, τὶς κορυφαῖες τοῦ χρόνου, σφραγίζοντάς τες μὲ μνῆμες τὶς ὁποῖες παρέδωσαν σὲ μᾶς γιὰ νὰ τοὺς θυμόμαστε καὶ παράλληλα νὰ μαθαίνουμε ὅτι μὲ τὶς λεγόμενες «πολιτιστικὲς» ἐκδηλώσεις δὲν ἀνασταίνεται ἐκεῖνο ποὺ εἶχε ζωὴ, εἰλικρινῆ σύνδεσμο, ἀπουσία συμφερόντων καὶ ὁπωσδήποτε μεγάλη καρδιὰ…
Πέρασες, λοιπὸν, ἔξω ἀπό σπίτια κλειστὰ καὶ μὲ ἐλάχιστα ἴχνη ἀπ᾿ τὸ χτὲς νὰ τὰ στεφανώνουν. Γιατὶ μόλις ἔφυγαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἴδια τὰ σπίτια λύγισαν, ἄλλαξαν ὄψη, πένθισαν τὴν ἀπουσία τῆς γιορτῆς, τὸ ἀντάμωμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν θὰ ξαναγίνει, μὲ τὴν ἴδια τὴ γνησιότητα, τὴν εὐπρέπεια καὶ σοβαρότητα, ἐπειδὴ ἔλειψαν οἱ αὐθεντικοὶ γλεντζέδες καὶ Ἄνθρωποι…….
Τσικνοπέμπτη 2012, Παλιὸ Κλῆμα

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Παύλου Φουρνογεράκη: ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ (ποίημα)




Γιατί να μη χαράξει η αυγή
κι ο ακάλυπτος
 με μιας να κρύψει το φως

Γιατί ο ανθός του σπορέα
να μην καρπίσει
 τους γόνους Νέας Ζωής

Πώς να συρθούν τα βήματα
της έλλειψης
κι η ανηφόρα ν΄ αλλάξει κλίση

Πώς να μη σκάψουν τα δάκρυα
της μήτρας
να μη ριζώσουν στην άβυσσο της θλίψης

Λάμψη της νιότης
αέναη
στα λευκά κουφέτα ανασαίνεις

Μυροβόλα κεράκια
λάμπουν
την κραυγή των αισθημάτων

Ζάκυνθος, Μάρτης 2013

ΥΓ. Για τη μνήμη της νιότης που βιάστηκε, μήνα Μάρτη, να τερματίσει! Με τα κεράκια της μνήμης πάνω στα λούλουδα και στα κόλλυβα του Ψυχοσάββατου  κρατάμε ζωντανούς τους νεκρούς μας…
Related Posts with Thumbnails