© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Ζαχαρία Στουφή: ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (δοκίμιο)



1)    Η τραγική ποίηση
Μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζει η τραγική ποίηση στις μέρες μας. Η απουσία του θανάτου από τα ποιήματα και η αποφυγή των περισσότερων ποιητών να καταπιαστούν με το θέμα, χαρακτηρίζει αυτόματα αυτούς που επιμένουν, ψυχοπλακωτικούς, θλιμμένους, μαύρους, σκοτεινούς κ.α. Υπάρχει μια γενικότερη τάση να μην αποδεχόμαστε την ύπαρξη της τραγικής ποίησης και όταν αυτήν την αναγνώσουμε, να απευθυνόμαστε με τελείως άσχετους χαρακτηρισμούς στον ποιητή.
            Τον καρδιοχειρουργό που σπάει το θώρακα του ανθρώπου για να του εγχειρίσει την καρδιά και τελειώνει το χειρουργείο, αιματοβαμμένος, με τα ποσοστά της επιτυχίας να αιωρούνται πάνω από το κεφάλι του ασθενή σαν λαιμητόμος, αβίαστα τον ̇ λέμε επιστήμονα˙ και είναι. Τον ποιητή που συνθέτει ένα τραγικό ποίημα με σκοπό να πραγματευτεί ή να επαναδιαπραγματευθεί την ηθική και τον ανθρώπινο πόνο, φτάνοντας τους ήρωες του στα άκρα των αντοχών τους, προκειμένου να γεννηθεί ο βιωματικός-γόνιμος φιλοσοφικός προβληματισμός, άνετα, κάποιος μπορεί να τον πει ψυχανώμαλο˙ χωρίς να είναι.
            Ο θάνατος αποτελεί βασικό στοιχείο της τραγικότητας γι’ αυτό και σχεδόν πάντα θα τον δούμε να έχει ρόλο καταλυτικό στην τραγική ποίηση. Η προσπάθεια του ανθρώπου να συνειδητοποιήσει την όποια πραγματικότητά του, δεν έχει παρά τραγικές διαπιστώσεις. Όταν λοιπόν, λέμε τραγική ποίηση, εννοούμε την ποίηση των Ελλήνων και το γεγονός ότι αυτή η αρχαία σχολή δεν καταγράφεται σήμερα και δεν εκδίδεται ούτε ένα εξειδικευμένο περιοδικό γι’ αυτό το είδος στη χώρα μας, σημαίνει πως η ποίησή μας πτωχεύει, χωρίς να έχει καταγραφεί και κατανοηθεί η πορεία της προς την πενία.

2)  Η σατιρική ποίηση
Η σύγχρονη ελληνική, έντεχνη ποίηση δείχνει να έχει απεμπλακεί από την σάτιρα. Από την αρχαιότητα μέχρι πρόσφατα η σατιρική ποίηση, έσπαγε κόκαλα και ταρακουνούσε τα νερά της εκμετάλλευσης και της παραπλάνησης. Πάντα οι σατιριζόμενοι ενοχλούντο και ο νόμος -ακόμα και σήμερα- τους επιτρέπει να προσφεύγουν στα δικαστήρια, ενάντια στους σατιρικούς καλλιτέχνες.
            Οι σύγχρονοι ποιητές εγκαταλείπουν την τέχνη που ενοχλεί θεούς και ανθρώπους και οι λυγιστοί εναπομείναντες που ασκούν σάτιρα, ανήκουν στην λαϊκή ποίηση που συνήθως είναι έμμετρη και ομοιοκατάληκτη. Κάθε τόπος στις μέρες μας έχει δύο- τρείς σατυρικούς ποιητές και συνήθως πρόκειται για παραλογοτέχνες, ενώ σπάνια συναντάμε αυθεντικούς λαϊκούς εργάτες της σάτιρας. Δε θα μπορούσα να μην αναφέρω το σπουδαίο λαϊκό ποιητή Άρη Μπιτσώρη με την σπάνια αυθεντικότητά του.
            Δυστυχώς, όμως, για τη χώρα μας  σατυρική ποίηση δεν υπάρχει και τα λιγοστά λαμπρά παραδείγματα της λαϊκής έκφρασης δεν καταγράφονται ούτε αξιολογούνται από κάποιο αρμόδιο περιοδικό, μιας και τέτοιο περιοδικό δεν υπάρχει. Η σάτιρα που γεννήθηκε μέσα στους κόλπους της αρχαίας ελληνικής ποίησης, σήμερα βρίσκεται εξόριστη στα τηλεοπτικά κανάλια, στις θεατρικές επιθεωρήσεις, στην αρθογραφία και την παραλογοτεχνία, ενώ οι ελάχιστες εξαιρέσεις, αποκρύπτονται επιμελώς.  
            Η ελληνική ποίηση σήμερα χωρίς την σάτιρα και με ενοχοποιημένη  τη λιγοστή τραγική της ποίηση στη σφαίρα του ταμπού,  μπορεί να είναι ποίηση;

3)   Η μέτρια ποίηση
Η μετριότητα των ποιητών είναι που έχει σαν συνέπεια τη γέννηση των μέτριων ποιημάτων, παρόλο που η ποίηση είναι το απόλυτο. Η μετριότητα προκύπτει πολλές φορές από τον φόβο μην ενοχληθεί ηθικά ή αισθητικά ο αναγνώστης τους και προπάντων μην κακοχαρακτηρίσει τον δημιουργό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην τολμούνε καμία υπέρβαση, ηθική, πολιτική, γλωσσική και πάνω από όλα ΠΟΙΗΤΙΚΗ.
            Όλος αυτός ο φόβος και ο κομπλεξισμός που καταβάλλει πολλούς ποιητές, κάνει τα μέτρια ποιήματά τους να μην έχουν καμία χρησιμότητα, δηλαδή να διαβάζεις ένα βιβλίο ποιημάτων και να μη σου μένει τίποτα, να μη θέλεις να αντιγράψεις ούτε ένα στίχο για να το δώσεις στην –στον σύντροφό σου, να μη σου βγαίνει ένας στίχος σύνθημα.
            Οι ποιητές, λοιπόν, είναι ερευνητές ακραίων φαινομένων, είναι οι ριψοκίνδυνοι ταυρομάχοι, σχοινοβάτες, πολεμιστές που τραγουδάνε τον ίλιγγο του θανάτου και το μέγεθος του πλατωνικού έρωτα. Αξίζει νομίζω να αναφέρω ένα απόσπασμα του ποιητή Αντρέα Πανταζή «φοβάμαι όλα αυτά, που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα». Αυτός ο στίχος, εκτός από σουξέ της εποχής του, πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, έγινε σύνθημα σε πανό καταλήψεων και διαδηλώσεων, γράφτηκε δεκάδες φορές στους τοίχους των πόλεων και μια νεαρή αυτόχειρας τον χρησιμοποίησε ως αποχαιρετιστήρια επιστολή.
            Δεν χρειάζεται λοιπόν μετριότητα γιατί ο μέτριος, ούτε ποιητής είναι ούτε ποιήματα γράφει και δυστυχώς στις μέρες μας έχουμε περίσσευμα.

4)   Τα λογοτεχνικά περιοδικά
Μεγάλο πρόβλημα για τη σύγχρονη ποίηση είναι η έλλειψη αξιοκρατίας από τα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και η απουσία των εξειδικευμένων περιοδικών από το χώρο.
 Σε ό,τι αφορά το θέμα της αξιοκρατίας, η κατάσταση εκτός από παράλογη είναι και άδικη. Καταρχήν, για τους ποιητές που δεν έχουν εκδώσει ποιητική συλλογή, όλες σχεδόν οι πόρτες είναι κλειστές, ενώ για να τύχει δημοσίευσης κάποιος «ενεργός» ποιητής θα πρέπει, ως συνήθως, να εισχωρήσει στην κλίκα–παρεούλα του εν λόγω περιοδικού. Αυτό έχει πολλές φορές σαν αντίτιμο την απομόνωσή του από τα άλλα περιοδικά και τις παρέες τους.
Τα περιοδικά τα ίδια είναι και αυτά σε πολύ άσχημη κατάσταση, τα περισσότερα γλείφουν κρατικούς αξιωματούχους, προκειμένου να επωφεληθούν από τα ψίχουλα των κρατικών επιχορηγήσεων με αποτέλεσμα να χάνουν βασικές ελευθερίες που αφορούν στην έκφραση, την θεματολογία κ.α. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα των περιοδικών είναι ότι σχεδόν τα μισά από αυτά που κυκλοφορούν, προάγουν την παραλογοτεχνία, ενώ τα λεγόμενα και σοβαρά περιοδικά επιδιώκουν να είναι ποικίλης ύλης χωρίς  κάποια ιδιαίτερη ειδίκευση, λ.χ. δεν έχουμε περιοδικό για την τραγική ή τη σατιρική ποίηση, ούτε καν για τη λαϊκή.
Η όλη κατάσταση που επικρατεί στα περιοδικά, έχει σαν αποτέλεσμα τη μη ανάδειξη της καλής- ποιοτικής ποίησης που γράφεται σήμερα. Για να εντοπίσει κάποιος την καλή ποίηση πρέπει να ψάχνει υπομονετικά στα σκουπίδια  ή να περιμένει να πεθάνει ο καλός ποιητής να γίνει γνωστός σε αυτή τη χώρα.

5)   Τα βραβεία
Τα βραβεία είναι η επιδημία των ποιητών, η κατά κράτος νίκη τους από το σύστημα που κάνει τους ποιητές να σέρνονται αιχμάλωτοι, πολλές φορές πίσω από γελοίους πολιτικάντηδες, αποβλέποντας (σαν ξεμωραμένοι γέροι) στην ύστατη αναγνώριση.
            Είναι γνωστή η τίμια τοποθέτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου απέναντι στα βραβεία όλων των κατηγοριών, ακόμα και των νόμπελ που πήραν οι έλληνες ποιητές. Κανένας ποιητής δεν θα έπρεπε να επιτρέπει σε τύπους καιροσκόπους και δόλιους να γίνονται τιμητές του έργου του. Ωστόσο, έτσι έχουν τα πράγματα. Οι ποιητές ορεγόμενοι τα διάφορα βραβεία ιδρυμάτων, υπουργείων, ακαδημιών, εταιριών, συλλόγων και πάει λέγοντας, βρίσκονται διαπλεκόμενοι και πολλές φορές εξαρτημένοι από κάθε καρυδιάς καρύδι.
            Αν συνδυάσουμε αυτήν τη στάση των ποιητών με τη θλιβερή κατάσταση των περιοδικών, τότε θα δούμε το μεγάλο ξεπεσμό της σύγχρονης ποίησης και των δημιουργών της.

6)   Οι εκδότες 
        Την εποχή που όλα εμπορεύονται και όλα είναι χρήμα, έτσι και οι εκδότες καπηλεύονται την ποίηση. Η ποίηση, όμως, δεν πουλάει στις μέρες μας και μάλλον δεν πούλαγε ποτέ στη χώρα που την έθρεψε. Σαν να μην της έφταναν τα υπόλοιπα προβλήματα, χρεώνεται και την εμπορική γενίκευση «η ποίηση δεν πουλάει» και έτσι αξιώνουν οι εκδότες από τους ποιητές την εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση των ποιητικών τους βιβλίων. Βάζουν σ’ ένα σακί νέους, γέρους, άσημους, διάσημους και τους αντιμετωπίζουν με την ίδια «ταρίφα». Πολύ λίγες είναι οι περιπτώσεις των καταξιωμένων ποιητών που εκδίδουν τα βιβλία τους χωρίς να πληρώσουν. Βέβαια, αυτά τα εκδίδουν οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, που σχεδόν πάντα βγάζουν κάποιο κέρδος και είναι αμφίβολο αν βλέπει ο ποιητής τα νόμιμα ποσοστά του επί των πωλήσεων.
Υπάρχουν, βέβαια, και εκδότες που αισχροκερδούν, όχι μόνο από τις πωλήσεις κάποιου βιβλίου που για ιδιαίτερους λόγους πήγε καλά, αλλά και από την «ταρίφα» της έκδοσης. Κάποιες φορές, εκμεταλλευόμενοι την ματαιοδοξία των ανθρώπων που βρέθηκαν στην εμμηνόπαυση και ταυτοχρόνως στη σύνταξη και βρήκαν καταφύγιο στην παραλογοτεχνία, οι εκδότες ορέχτηκαν το εφάπαξ τους και τους χρέωσαν τριπλάσια και πολλές φορές πενταπλάσια από την αξία του βιβλίου.
Γι’ αυτό πολλοί λογοτέχνες και πιο πολλοί ποιητές κατέφυγαν στις αυτοεκδόσεις, που εξ ορισμού αποκλείονται από τα εμπορικά ράφια των βιβλιοπωλείων και περιορίζονται στον στενό φιλικό και οικογενειακό κύκλο. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του ποιητή Γιώργη Παναγουλόπουλου, ο οποίος στην προτελευταία ποιητική συλλογή της ζωής του Ο ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ ΧΡΟΝΟΣ στην κάτω μεριά του εξωφύλλου έγραφε Εκδόσεις «ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ».

7)   Τα βιβλιοπωλεία
Μετά τους εκδότες, σειρά έχουν τα βιβλιοπωλεία. Σα να μη φτάνει που ο ποιητής πληρώνει τα μαλλιοκέφαλά του για να εκδοθεί το βιβλίο του. Δεν φτάνει που χάλασε ένα σωρό λεφτά σε γραμματόσημα για να το αποστείλει δεξιά και αριστερά με την ελπίδα πως κάποιος θα γράψει μια βιβλιοπαρουσίαση, μιας και η κριτική δεν είναι κάτι που συνηθίζεται˙ έχει να αντιμετωπίσει και τους βιβλιοπώλες, οι οποίοι ούτε θέλουν ποιητικά βιβλία στα μαγαζιά τους, αλλά και όταν αυτά τύχουν, δεν τους δίνουν χώρο στη βιτρίνα ή σε  εμφανή σημεία του μαγαζιού, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά από τους πελάτες τους. Με την αιτιολογία και αυτοί ότι «δεν πουλάει το είδος» εξορίζουν όλα τα βιβλία της ποίησης μαζί στο ίδιο ράφι, καταχωνιασμένα σε σημείο που δεν φαίνεται κιόλας. Αν κάποιος ρωτήσει που υπάρχει ποίηση, θα τον στείλουν στο ράφι που θα βρει θησαυρούς και σκουπίδια μαζί.
Αυτή, βέβαια, είναι η γενική κατάσταση που επικρατεί στα βιβλιοπωλεία. Υπάρχουν, όμως, λιγοστές λαμπρές εξαιρέσεις ακόμα και σήμερα, τόσο στην Αθήνα όσο και σε πολλές ελληνικές πόλεις: βιβλιοπωλεία που σέβονται την ποίηση και τους ποιητές.

8)   Ο κοινωνικός αποκλεισμός
Εκτός από τα προβλήματα που δημιουργούν οι ίδιοι οι ποιητές στον εαυτό τους και στο έργο τους, πέραν από τους εκδότες, τους βιβλιοπώλες και τα περιοδικά, παρατηρεί κανείς μια συντονισμένη επίθεση στην ποιητική τέχνη. Το κακό ξεκινάει από το σχολείο, αφού διδάσκεται με τέτοιο τρόπο η ποίηση ώστε να γίνεται απωθητική στα παιδιά και πολλές φορές να τους αφήνει τραυματικές εμπειρίες λόγω της βαθμολογίας. Οι υπεύθυνοι για το διδαχτικό υλικό του Υπουργείου Παιδείας τόσο πολύ κακομεταχειρίζονται και απεχθάνονται την ποίηση που αν ήταν  στο χέρι τους, πιστεύω πως θα καταργούσαν την ποίηση από τα φιλολογικά μαθήματα.
Μια άλλη συντονισμένη επίθεση που δέχτηκε η ποίηση ήταν από τον ελληνικό κινηματογράφο που γαλούχησε πολλές γενιές νεοελλήνων. Σε πολλές ταινίες οι τρελοί του έργου αυτοαποκαλούνται ποιητές, εξάλλου ο ποιητής Φαμφάρας είναι ο δημοφιλέστερος έλληνας ποιητής, μετά έρχεται ο Δ. Σολωμός λόγω Εθνικού  Ύμνου. Όλοι υποβιβάζουν και χλευάζουν τους ποιητές, αφού είναι οι «μαλάκες» της τέχνης. Ούτε διάσημοι γίνονται, ούτε πλούσιοι γίνονται, ούτε τους παίζει η τηλεόραση. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι έλληνες, όταν ακούνε για κάποιον πως είναι ποιητής, έναν στίχο ξεστομίζουν: «ποιητής εκ του προχείρου, έχει τη μορφή του χοίρου».
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει πάψει ο κινηματογράφος να διαπομπεύει τους ποιητές, ενώ πολλοί μουσικοσυνθέτες μελοποιούν καλούς ποιητές και έχουν φτιαχτεί δεκάδες εξαιρετικά τραγούδια. Ε, λοιπόν και τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια, η πλειονότητα του πληθυσμού ειρωνικά τα βαφτίζει κουλτουριάρικα. Σε τέτοιο σημείο έχουν συκοφαντηθεί οι ποιητές που πρέπει να το αποκρύπτουν από το επίσημο επάγγελμά τους, σαν να έχουν διπλή ζωή. Αν είσαι γιατρός και γράφεις ποιήματα, δεν σε εμπιστεύονται οι ασθενείς σου, αν είσαι δικηγόρος θα χάσεις πελάτες, αν είσαι ελεύθερος επαγγελματίας δεν θα σε προτιμήσουν, ενώ αν είσαι δημόσιος υπάλληλος, είσαι απλά βαρεμένος.

9)   Η κοινωνική αποδοχή
Οι καλοί αλλά και οι λιγότερο καλοί ποιητές, δεν πλουτίζουν από την ποίηση ούτε γίνονται βουλευτές, και αφού πίσω από τα λεγόμενά τους δεν κρύβεται κερδοσκοπία και η ψηφοθηρία, είναι, νομίζω, από τους πιο κατάλληλους ανθρώπους που μπορούν και πρέπει να παρεμβαίνουν στα δημόσια δρώμενα, καταρχήν με την τέχνη τους αλλά και με όποιο άλλο μέσο μπορούν. Αντ’ αυτού όμως σιωπούν. Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι. Σιωπούν όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επειδή με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο φοβούνται. Αυτή η φοβία προέρχεται πολλές φορές από τη διαπλοκή τους με διάφορες εξουσίες. Σιωπούν και η σιωπή τους τους κρατάει μακριά από τον λαό και τα προβλήματά του. Ο λαός από την άλλη δεν τους αναζητεί, αφού πολλές φορές με τη βοήθεια της τηλεόρασης, αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή τους.
Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο να γράφει ο ποιητής λαϊκή ποίηση ή σκυλάδικα για να κερδίσει την καρδιά του λαού και την κοινωνική του αποδοχή, αρκεί μονάχα να σταθεί στο πλευρό του. Βλέπε τους πολυτραγουδισμένους μας ποιητές που έφαγαν τη ζωή τους στις εξορίες. Βλέπε τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που τον εκτέλεσαν μαζί με πέντε αναρχικούς.

10) Το μεγαλύτερο πρόβλημα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ποίησης είναι η άρνηση των ποιητών να δουν καθαρά τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Δεν ισχυρίζομαι πως είναι μόνο αυτά που προανέφερα, σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα που απλώς δεν έχω αντιληφθεί, όμως αυτά τα προβλήματα είναι ίσως μία καλή αρχή, προκειμένου να αναλογιστούμε -ο καθένας σύμφωνα με την οπτική του φυσικά- τα προβλήματα της σύγχρονης ποίησης.
Για αυτά τα προβλήματα που δημιουργούν οι ίδιοι οι ποιητές στον εαυτό τους και στην τέχνη τους, μονάχα οι ίδιοι μπορούν να τα λύσουν και δεν εννοώ σε συλλογικό επίπεδο, είναι τεχνικά αδύνατο να συνδικαλιστούν οι ποιητές, «ευτυχώς;»  Εννοώ σε προσωπικό επίπεδο πως είναι στο χέρι του κάθε ποιητή να μη γίνεται μέρος του προβλήματος κι αν ακόμα βρίσκεται στη λάσπη να βγει από εκεί ή τουλάχιστον να κοιτάει τον ουρανό. Ο Καβάφης λέει «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις…».
Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της ποίησης και των δημιουργών της. Ούτε μπορεί ούτε θέλει να τα λύσει κανείς, γιατί μπορεί μην συμφέρει να λυθούν.


*** Εικονογράφηση του παρόντος δοκιμίου με κολάζ τού Cecil Touchon

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Νίκου Π. Καποδίστρια: Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΩΝ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ

[Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ 525 (Μάρτιος 2012) 64-71]


Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Οι σαράντα στρατιώτες και η Άνοιξη

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Mars, 1st century, found in the Forum of Nerva
(Capitoline Museums, Rome)
Ο Μάρτης, πρώτος μήνας της Άνοιξης, αλλά και του Βενετσιάνικου Ημερολογίου, που κάποτε είχε ισχύ και στο νησί μας, είναι ένας μήνας κατεξοχήν πολεμικός. Μ’ αυτόν άρχιζαν οι εχθροπραξίες, οι οποίες είχαν σταματήσει, λόγω των κακοκαιριών του Χειμώνα. Γι’ αυτό και τ’ όνομά του το χρωστά στον θεό της έριδας και της αναμέτρησης, τον Άρη, ο οποίος στα λατινικά λέγεται Mars.
Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, στην αρχή του κιόλας, να μην φιλοξενεί την γιορτή στρατιωτικών ιερών προσώπων, οι οποίοι με την παρουσία τους θα τιμούσαν και θα επαλήθευαν τη φήμη του. Αυτοί είναι οι Αγίοι Σαράντες, όπως λέγονται στο τοπικό ιδίωμα της Ζακύνθου, των οποίων η μνήμη είναι στις 9 του πρώιμα εαρινού αυτού μήνα και ο κοσμικός τους βίος ταιριάζει απόλυτα με την περίπτωση, μια και όλοι ήταν ένοπλοι και ένστολοι.
Ο μαγικός, για τον λαό μας, αριθμός τους ήταν συν τοις άλλοις η αιτία της εδραίωσης της γιορτής τους και το πρωτότυπο μαρτύριό τους στα νερά της παγωμένης λίμνης της Σεβαστείας, συγκίνησε απ’ την αρχή τους απλούς ανθρώπους, αλλά και πολλούς τεχνίτες του χρωστήρα, οι οποίοι το αποθανάτισαν μέσα από τα γνωστά, συχνά, έργα τους.
Στο νησί μας η λατρεία των Μαρτύρων έχει συνδεθεί με την εκδίωξη της θανατηφόρας ασθένειας της πανούκλας και σε ανάμνηση της διάσωσης του τόπου, μετά από θαυματουργική επέμβαση των Αθληφόρων, κτίστηκε ο ομώνυμος ναός της πόλης, ο οποίος έδωσε τ’ όνομά του στην περιοχή και - όπως πρόσφατα είχαμε σημειώσει - χώριζε την πόλη του προσεισμικού Τζάντε στην «Μέσα» και την «Όξω Μερία».
Εκκλησίες, όμως, των με μαγικό αριθμό Αγίων υπήρχαν στο προάστιο των Κήπων, αφιερωμένη και στην Αγία Πελαγία και στα χωριά Καταστάρι και Φιολίτης. Η τελευταία, μάλιστα, είχε την χαρακτηριστική ονομασία «Αι – Σαράντης», μιμούμενη το ντόπιο βαπτιστικό όνομα, που δίνουν οι χριστιανοί στα παιδιά τους, προς τιμήν των Μεγαλομαρτύρων, σε αντίθεση με το γνωστό στον υπόλοιπο χριστιανικό χώρο Σαράντος και συνοψίζοντας το πλήθος στη μονάδα, όχι τόσο αυθαιρετώντας, αλλά δημιουργώντας.
Σήμερα, μετά την πολλαπλή θεομηνία, δεν υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στ’ όνομά τους, αλλά για λόγους ιστορικούς οι Αθλητές της Σεβάστειας συστεγάζονται με την κεντρική και γειτονική τους Ανάληψη, στην οποία υπάρχει γι’ αυτούς δεύτερη αγία τράπεζα και στην γιορτή τους διοργανώνεται μικρό πανηγυράκι.
Η μνήμη των Μαρτύρων για το λαό μας ήταν και η απαρχή της Άνοιξης. Την ημέρα αυτή οι γεωργοί κλάδευαν τις κληματαριές και τ’ αμπέλια και οι νοικοκυρές έσπερναν τον βασιλικό, για να βγει, όπως έλεγαν, σαραντάφυλλος. Με την τιμητική αυτή για τους Αγίους πράξη, η οποία δεν ήταν παραβίαση αργίας, αλλά τρόπος ευλογίας της σοδειάς και της γης, άρχιζαν οι γεωργικές εργασίας και ετοιμαζόταν η καλλιέργεια των δύο από τα πιο βασικά προϊόντα του νησιού, του κρασιού και της σταφίδας.
Η γιορτή των Αγίων Σαράντων, όμως, η οποία σχεδόν πάντα συμπίπτει με την περίοδο της αυστηρής Μεγάλης Σαρακοστής, ήταν και μια ευκαιρία για ανάπαυλα και διασκέδασης, δίχως, αναμφίβολα, να ξεπεραστούν τα όρια και τα επιτρεπτά της προπαρασκευαστικής νηστείας. Έτσι ο λαός μας, για να τιμήσει τους Αγίους μαγείρευε ισάριθμα με τον αριθμό τους φαγητά, μη αρτύσιμα, βέβαια, και με τον τρόπο αυτό έδινε ένα εορταστικό χρώμα στο τραπέζι του. Επειδή, όμως, ήταν από δύσκολο, ως ακατόρθωτο να ετοιμαστούν σαράντα διαφορετικά εδέσματα, επικράτησε η συνήθεια να τρώνε την ημέρα αυτή παστέλι, το οποίο ήταν φτιαγμένο από μέλι, το οποίο για να γίνει, έπαιρναν οι μέλισσες νέκταρ, όπως πιστεύεται, από σαράντα διαφορετικά λουλούδια.
Μα την κατάλυση αυτή του πένθους της Σαρακοστής δεν την έχει ενστερνιστεί μόνο ο λαός μας. Την ακολουθεί και η επίσημη, τοπική εκκλησία, ιδιόρρυθμη συχνά στο τυπικό της και πολλές φορές διαφορετική από την υπόλοιπη του δόγματός της. Έτσι υπήρχε η συνήθεια, όπως πολλοί παλιοί ιερουργοί, άριστοι γνώστες της τοπικής παράδοσης, μας έχουν διασώσει, να μην φορούν οι ιερείς μαύρα άμφια, κατά την Προηγιασμένη λειτουργία, της γιορτής της αφιερωμένης στους Αγίους Σαράντες εκκλησίας της Χώρας, αλλά κίτρινα. Με τον τρόπο αυτό, όπως και οι απλοί άνθρωποι, έσπαγαν το βαρύ κλίμα, δίχως να φτάσουν στα άκρα. Είναι μια αξιοζήλευτη οικονομία και μια αξιοσημείωτη συγκατάβαση, μια συμπόρευση του κλήρου και του λαού του.
Σήμερα οι Αγίοι Σαράντες έχουν απομείνει στη θύμηση των νεώτερων Ζακυνθινών σαν ονομασία μιας πλατείας, που και πλατεία δεν είναι. Δεν χωρίζουν πια κοινωνίες, αλλά ούτε και ενώνουν. Το θαύμα της διάσωσης των κατοίκων του νησιού από το θανατικό έχει ξεχαστεί. Η γιορτή τους, όμως, εξακολουθεί, για όσους την θυμούνται, να είναι το κατώφλι της Άνοιξης και στην δεξιά άκρη της προσπετίβας της Ανάληψης, σε μια εικόνα, ιστορημένη από το πολυτάλαντο χέρι του Χρήστου Ρουσέα, υποβόσκει η παρουσία τους.
Καλή μας Άνοιξη!

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

ΕΥΘΥΜΗ ΧΗΡΑ ΤΟΥ FRANZ LEHAR [1870-1948] ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ


Παρά το ότι οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν στο κέντρο της Αθήνας την Τετάρτη 22-2-2012, η προσέλευση των πιστών φίλων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ήταν μαζική για να παρακολουθήσουν την πρεμιέρα της δημοφιλέστερης οπερέτας του 20ού αιώνα την «Εύθυμη Χήρα» του Φραντς Λέχαρ, που επανήλθε στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια ύστερα από 12 χρόνια.

Ο Αυστριακός συνθέτης, Φραντς Λέχαρ, Ουγγρικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Komaron της Αυστροουγγαρίας το σημερινό Komarno της Σλοβακίας. Πρωτότοκος γιος αρχιμουσικού Στρατιωτικής Μπάντας, ο Φραντς, σπούδασε βιολί και σύνθεση στο κονσερβατουάρ της Πράγας. Ο Ντβόρζακ ήταν εκείνος που τον ώθησε προς τη σύνθεση. Μετά το δίπλωμά του το 1899 γίνεται μέλος της ορχήστρας του πατέρα του στη Βιέννη και βοηθός μαέστρου. Το 1902 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ορχήστρας του Θεάτρου του Βην όπου και παίχτηκε η πρώτη του Οπερέτα. Έγραψε σονάτες, συμφωνικά ποιήματα, εμβατήρια και μερικά βαλς, όπως το γνωστό «χρυσός και ασήμι» για την Παυλίνα Μέττερνιχ το 1902. Όλα αυτά έπεσαν στην αφάνεια, αλλά και από τα επόμενα έργα του κανένα δε γνώρισε το θρίαμβο της οπερέτας του, «Εύθυμη Χήρα», η οποίο τον έκανε διάσημο. Με την επιρροή των φίλων του Πουτσίνι και Ρίχαρτ Στράους ασχολήθηκε με την Οπερέτα και έγινε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της, γνωστός ως «Μεγάλος μεταξύ των μεγάλων». Πέθανε στο απόγειο της δόξας του το 1948 στο Bad Ischl κοντά στο Salzburg όπου και ετάφη. Η σχέση του με το Γ΄ Ράιχ υπήρξε τεταμένη, διότι συνεργαζόταν με Εβραίους λιμπρετίστες και η σύζυγός του ήταν Εβραία. Ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τη μουσική του για προπαγανδιστικούς λόγους στο κατεχόμενο Παρίσι.


Οι συγγραφείς Βικτόρ Λεόν και Λεό Στάιν εμπνεύστηκαν το ποιητικό λιμπρέτο τους από την κωμωδία του Henri Meilhac, «Ο Διπλωματικός Ακόλουθος» [Παρίσι 1861]. Κρατώντας την πλοκή και τους χώρους του «Ακολούθου», οι δύο λιμπρετίστες, τοποθέτησαν την ιστορία της «Εύθυμης Χήρας» σε ένα φανταστικό κρατίδιο των Βαλκανίων, το Ποντεβέντρο. Η παράσταση αρχίζει με ένα λαμπρό χορό στο Παρίσι όπου γιορτάζονται τα γενέθλια του ηγεμόνα του Μεγάλου Δουκάτου του Ποντεβέντρο. Ο πρεσβευτής του κρατιδίου στο Παρίσι, βαρόνος Ζέτα, γνωρίζοντας τον όρο της διαθήκης του θανόντος βαθύπλουτου Γκλάβαρι, ότι για να εισπράξει το Δουκάτο τα χρήματα και να γλυτώσει τη χρεοκοπία, η σύζυγός του θα πρέπει να νυμφευθεί συντοπίτη της, σχεδιάζει να παντρέψει την ωραία χήρα Άννα με το γραμματέα της πρεσβείας, το γόη Ντανίλο Ντανίλοβιτς με τον οποίο η Άννα ήταν κάποτε ερωτευμένη. Ο Ντανίλο, παρά τα αισθήματά του, αντιμετωπίζει ψυχρά την παλιά του αγάπη για να μη θεωρηθεί ότι τη φλερτάρει για τα πλούτη της. Ο Βαρόνος, φοβούμενος τη γοητεία του Γάλλου Κόμη Καμίγ ντε Ροσιγιόν και αγνοώντας ότι ο Κόμης ενδιαφέρεται για τη δικιά του σύζυγο, Βαλεντίνη, κρατά μάλιστα στα χέρια του την βεντάλια της, που την έχει χάσει και την ψάχνει απεγνωσμένα, γιατί επάνω ο «εραστής» της, γράφει τη λέξη «σ’ αγαπώ», προσπαθεί να επισπεύσει το ειδύλλιο για το καλό της πατρίδος. Ο Ντανίλο, το μόνο που σκέπτεται είναι οι διασκεδάσεις στου Μαξίμ και αρνείται ακόμα και να την χορέψει. Δημοπρατεί όμως υπέρ της σωτηρίας του Ποντεβέντρο ένα χορό μαζί της, έναντι του ποσού των δέκα χιλιάδων φράγκων. Υπέρογκο ποσό για επίδοξους μνηστήρες, που αποχωρούν από τη δεξίωση κι έτσι το ζευγάρι, η Άννα και ο Ντανίλο, μένουν μόνοι και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Στη συνέχεια, δίδεται στην κατοικία της Άννας δεξίωση και οι προσκεκλημένοι προσέρχονται με την τοπική τους ενδυμασία. Οι άνδρες σχολιάζουν την δυσκολία που έχουν να καταλάβουν και να χειριστούν τις γυναίκες, καθώς η Άννα τούς αφηγείται την ιστορία μιας νύμφης των βουνών από το «Τραγούδι της Βίλιας». Ο Ντανίλο νιώθει να ερωτεύεται ξανά την πρώτη του αγάπη, ενώ ο Γάλλος κόμης παρασύρει τη Βαλεντίνη στο περίπτερο του κήπου. Ο σύζυγός της, αναζητώντας την κάτοχο της βεντάλιας, κοιτά από την κλειδαρότρυπα του περιπτέρου και αναγνωρίζει τη γυναίκα του, αλλά, όταν η πόρτα ανοίγει, βλέπει έκπληκτος την Άννα, που πήρε τη θέση της, για να τη σώσει και ανακοινώνει σε όλους ότι θα παντρευτεί τον Γάλλο Κόμη, εξοργίζοντας τον Ντανίλο, ενώ το Καν-καν καλά κρατεί.


Στην τελευταία πράξη η Άννα Γκλάβαρι έχει διακοσμήσει μια αίθουσα του Μεγάρου της όπως εκείνες του καμπαρέ Μαξίμ και καλεί τις κοπέλες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Βαλεντίνη να χορέψουν. Οι άνδρες ενθουσιασμένοι τις παρακολουθούν και η Άννα βρίσκει την ευκαιρία να εξηγήσει στον Ντανίλο τι έγινε χτες στο περίπτερο. Η παρεξήγηση λύεται και οι δυο ερωτευμένοι ξανασμίγουν στους ήχους του βαλς. Στο μεταξύ ο πρεσβευτής Ζέτα αποφασίζει να χωρίσει τη Βαλεντίνη, καθώς τη θεωρεί άπιστη και να παντρευτεί την Άννα, εκείνη όμως του αποκαλύπτει ότι όταν παντρευτεί, θα χάσει την τεράστια περιουσία της. Ο Ντανίλο μόλις την ακούει, σπεύδει να ζητήσει το χέρι της αφού δεν κινδυνεύει πια να θεωρηθεί προικοθήρας. Η Άννα δέχεται και αμέσως του εξηγεί ότι θα χάσει όλη της την περιουσία, αφού, σύμφωνα με τον όρο της διαθήκης, θα περιέλθει στο σύζυγό της. Την ίδια στιγμή η Βαλεντίνη δηλώνει ότι, παρά την πολιορκία του Καμίγ, είναι πιστή σύζυγος και σαν απόδειξη δείχνει τη βεντάλια της, πάνω στην οποία του γράφει «είμαι γυναίκα πιστή».

Με το αίσιο αυτό τέλος ολοκληρώθηκε η παράσταση μιας εντυπωσιακής οπερέτας που αποτυπώνει την ταυτότητα μιας άλλης εποχής μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, όπως του βαρύτονου Άκη Λαλούση, που χάρισε ωραίες στιγμές ως Βαρόνος Ζέτα με τη μοναδική φωνή του και την υποκριτική του. Θαυμαστός στο ρόλο του Ντανίλο ο διεθνούς φήμης τενόρος Ζάχος Τερζάκης εκμεταλλεύτηκε τη λαμπερή φωνή του και μεταμορφώθηκε σε γόη και ρέμπελο κατά τις περιστάσεις, σε ρομαντικό και τρυφερό ερωτευμένο άνδρα. Εξαιρετική στο ρόλο της Εύθυμης Χήρας η υψίφωνος Μαρία Μητσοπούλου απέδωσε με χάρη και γοητεία το ρόλο της. Εντυπωσιακή και σπινθηροβόλα Βαλεντίνη η Βασιλική Καραγιάννη. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο στάθηκαν οι ερμηνείες των, Αντώνη Κορωναίου, Χάρη Ανδριανού, Φίλιππου Δελλατόλα, Κώστα Ντότσικα και των άλλων Καλλιτεχνών. Καλαίσθητα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα. Έπαιξε με το χρυσό, το κόκκινο και το μαύρο. Έξυπνες οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού αναβίωσαν την παρισινή νυχτερινή ζωή του τέλους του 19ου αιώνα στο διάσημο καμπαρέ Μαξίμ, αλλά και τους φολκλορικούς χορούς των Βαλκανίων.

Όμως η μουσική είναι η πρωταγωνίστρια της παράστασης. Βαλς, Πόλκες, Μαζούρκες, Καν-καν, χοροί των Βαλκανίων, εμβατήρια σε μια πολύχρωμη μελωδική παλέτα έδωσαν την ευκαιρία στο Μαέστρο Νίκλας Βιλλέν, την Ορχήστρα και τη Χορωδία την Εθνικής Λυρικής Σκηνής να δείξουν το μέγεθος των δυνατοτήτων τους. Τέλος, αξίζει κανείς να διαβάσει τις εξαιρετικά εμπεριστατωμένες μελέτες του Νίκου Δοντά, που δημοσιεύονται, όχι μόνο στο πρόγραμμα της Εύθυμης Χήρας, αλλά και στα προηγούμενα λιτά προγράμματα της εθνικής Λυρικής Σκηνής, μα τόσο ουσιαστικά.

Θα θέλαμε να σταματήσουμε εδώ, παρά ταύτα λόγοι αντικειμενικής δεοντολογίας μάς επιβάλουν να τελειώσουμε με την εξής παρατήρηση: Θεωρούμε ότι, τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα υπέρτιτλων δεν συντρέχει κανένας λόγος να μεταφράζεται το λιμπρέτο, γιατί έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος της αλλοίωσης της μουσικότητας του λόγου. Μιας μουσικότητας, την οποία ο Συνθέτης λαμβάνει πάντα υπ’ όψιν του στη συνθετική διατύπωση και έκφραση. Ο συγκερασμός λόγου και μουσικής είναι το τελικό αποτέλεσμα που φτάνει στον ακροατή, πράγμα που θεωρούμε ότι προδόθηκε. Ανεξάρτητα από αυτή την παρατήρηση, η παράσταση ήταν καλή κι αν δεν είχε προηγηθεί η θαυμάσια παραγωγή του ΦΑΟΥΣΤ από την Λυρική Σκηνή, ισάξια, θα λέγαμε, με την εκθαμβωτική εκείνη παράσταση που παρακολουθήσαμε λίγες ημέρες πριν από τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ίσως να ήμασταν περισσότερο ενθουσιώδεις.

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΕΠΙΛΟΓΟΣ...


  ταν σέ καιρούς μίζερους καί χαλεπούς, πως εναι κα ξελίσσονται ο δικοί μας,  ποχαιρετς κάποιο πρόσωπο τρισόλβιο, πολυαγαπημένο, πρόσωπο δικό σου, πολύ οἰκεο καί κορυφαο μέσα στήν ψυχή σου, τό πρόσωπο τς Μητέρας, τότε καταλαβαίνεις πολύ καλά τι τό κενό πού σο φήνει εναι νομοτελειακό, σκληρό καί συνάμα πολύ διδαχτικό. Διδαχτικὸ, γιατ σο ὑπενθυμίζει ν πιτομῇ τ πρότερον το βίου σου, κι στερα σ εσάγει στν παγερή κα τολμηρ πραγματικότητα τς πλατώνειας / σωκρατικς ρμηνείας της. «Φιλοσοφία = Μνήμη θανάτου». Διδαχὴ, πο μέσα στν κκλησιαστικ πραγματικότητα λαβε τς διαστάσεις πο τς πρεπαν κα κυρίως μβιώθηκε μ εροπρεπ κα πεύθυνο τρόπο πό τος φίλους τος Θεο, τος γίους Του. Κι ατή τή διδαχή σπεύσανε νά μο κομίσουν, ς λλη ναψυχή, φίλοι ελικρινες καί ντιμοι, πού ψώνουν μαζί μου τίς προσευχές τους στόν Κύριό μας, λλά καί φιλεύουν πό τά βάθη τς ψυχς τους τήν καλωσύνη πού τούς προίκισε κενος...

Τος εγνωμον κα τος χαρίζω τν γάπη κα τν σεβασμό μου, γιατ τς ρες ατές, ρες πικρς κα χραντες, στω κα νοερ μο παραστέκουν ς λλοι γγελοι πό τν Οράνιο Θρόνο Του. δαφιαίως μετανίζω κα τος κετεύω ν εχονται γι τ Μητέρα μου στ ταξίδι της, τ δίχως πιστροφή. Ελογημένο ξάπαντος, θεοφιλς πανίερο κα μ τς προσευχές μας φροντισμένο ταξιδι στ πέλαγο τς Μ. Σαρακοστς. 

π.κ.,  26-2-2012

Το Κράτος είμαι Εγώ κι Εσύ κι Αυτός κι Εκείνος


 Γράφει η Ευαγγελία – Αγγελική Πεχλιβανίδου

Το Κράτος είμαι Εγώ (L’État, c’est moi), είπε ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄ αυταρχικά. Και τώρα, στην εποχή της Δημοκρατίας, που όλοι την επικαλούμεθα για ό,τι λέμε και κάνουμε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο καθένας με τον τρόπο του είναι ένας Λουδοβίκος 14ος, που επαναλαμβάνει τη ρήση εκείνου. 
Γιατί σήμερα τη Δημοκρατία, τη δημοκρατική σκέψη μας, τη δημοκρατική γλώσσα μας, τη δημοκρατική συμπεριφορά μας την κάναμε σαν το «φούρνο του Χότζα».  
Ο Χότζας λοιπόν έχτιζε κάποτε ένα φούρνο. Περνάει ένας γείτονάς του και του λέει: 
- Έκανες λάθος, Χότζα μου, ο φούρνος πρέπει να βλέπει προς τη Δύση. 
Χαλάει ο Χότζας το φούρνο και τον ξαναχτίζει προς τη Δύση. Περνάει τότε ένας άλλος γείτονας και του λέει:
- Μα, Χότζα μου, τι κάνεις; Ο φούρνος πρέπει να κοιτάει στην Ανατολή. 
Τον ξαναχαλάει ο Χότζας και τον χτίζει πάλι απ’ την αρχή έτσι ώστε να βλέπει προς την Ανατολή.  Σε λίγο νά σου ένας περαστικός. Βλέπει το Χότζα που έχτιζε το φούρνο και γυρίζει και του λέει: 
- Να με συμπαθάς, Χότζα μου, ο φούρνος πρέπει να είναι στραμμένος προς το Νότο. 
Θυμώνει τότε ο Χότζας, γκρεμίζει το φούρνο, πάει αγοράζει ένα κάρο που είχε βέβαια τέσσερις ρόδες και μια και δυο χτίζει τον φούρνο επάνω στο κάρο. Έτσι μπορούσε να γυρνάει το κάρο σε κάθε κατεύθυνση σύμφωνα με τη γνώμη και την επιθυμία όλων.
Έτσι κάναμε και μεις όλοι τη Δημοκρατία μας, την ψυχή μας, τις ενέργειές μας. Τις κάναμε αυτόνομες.  Και τις αλήθειες μας και τα ψεύδη μας και την ηθική μας. Και προσπαθούμε να επιβάλουμε τις δικές μας αλήθειες ως αντικειμενικές. Δεν αφήνουμε χώρο στην υποκειμενική άποψη ενός γεγονότος ή άλλου. Αυθαιρετούμε θεωρώντας ότι δεν μπορεί κάτι να είναι εν μέρει αληθινό, ότι μπορεί να έχουμε περιπέσει σε πλάνη από άγνοια όλων των γεγονότων ή από αδυναμία ή σκοπίμως στο βάθος της ψυχής μας, αν και στην τελευταία περίπτωση, έχουμε ήδη προχωρήσει στο πεδίο του ψεύδους. Και όλοι μας έχουμε τα επιχειρήματά μας και αγωνιζόμαστε  να τα υποστηρίξουμε. Και έτσι καταργούμε τους νόμους της ηθικής. Αυτοί κι αν δεν έχουν γίνει σαν το φούρνο του Χότζα»! Οι βασικές έννοιες της ηθικής, «καλό» ή «κακό», έχουν χάσει τον προσδιορισμό τους. 
Και δεν αναφέρομαι στους οπαδούς κάποιου κινήματος ή ιδεολογίας ή αιρετικής πίστης,  όπως, για παράδειγμα, ηδονισμός, Καντική ηθική που ήταν αυστηρά καθηκοντολογική, Αριστοτελική, που ήταν ηθική του μέτρου, του Μαξ Σέλλερ που ήταν καθαρά συναισθηματική, του Νίτσε που πρεσβεύει τον ηθικό μηδενισμό, και άλλων «φιλοσόφων» ή μη που παραπαίουν ανάμεσα στις έννοιες καλό – κακό, αλήθεια – ψέμα, και που δεν προσφέρουν πολλά ή και τίποτα ούτε στη δική τους ψυχή ούτε στη δική μας. 
Μιλάω για μας τους απλούς ανθρώπους, τους γονείς, φίλους, συνεργάτες, δασκάλους, αυτούς που έχουν εξουσία ή παραεξουσία, τους σημαντικούς και ασήμαντους, για μας που έχουμε ο καθένας κτίσει ένα φούρνο – πύργο δημοκρατίας πάνω στο κάρο – ψυχή μας. Και από κει εκφράζουμε τις απόψεις μας, τις σκέψεις μας. 
Στο κάτω κάτω λέω ό,τι θέλω, κάνω ό,τι θέλω, επειδή πιστεύω ότι αυτό είναι δημοκρατικό. Βρίζω από το βήμα των Μ.Μ.Ε. όποιον θέλω, επειδή πιστεύω ότι υπηρετώ τη Δημοκρατία. Γράφω ό,τι θέλω επειδή είμαι δημοκράτης. Αγωνίζομαι για κάτι που θεωρώ ότι με εκφράζει επειδή αυτό είναι δημοκρατικό. 
Εν ονόματι της Δημοκρατίας, θέλουμε όλοι να επιβάλλουμε τις απόψεις μας, να λειτουργούμε και να επιβαλλόμαστε λουδοβικικά. Ο κάθε ένας μας έγινε και ένας μικρός ή μεγάλος Λουδοβίκος που μέσα του πιστεύει στο «Το Κράτος είμαι Εγώ».
Γέμισαν Λουδοβίκους οι ζωές μας!
Πιστεύω ότι μετά την εποχή του Σόλωνα και του Κλεισθένη η Δημοκρατία άρχισε να παλεύει ανάμεσα στα κύματα της ανωριμότητας της Πολιτείας και της ανωριμότητας των πολιτών, του αγώνα για επιβίωση, επικράτηση, επιβολή και του αγώνα του ανώριμου Εγώ μας. 
Λησμονούμε ότι η Δημοκρατία είναι πανανθρώπινος πολιτισμός, είναι πολιτισμός της ποιότητας της ζωής μας, είναι ελευθερία, αυτοσεβασμός και σεβασμός προς τους συνανθρώπους μας. 
Η Δημοκρατία είναι εξουσία της ψυχής μας και δεν έχει υπηκόους ούτε σκλάβους.  Υπηρετεί ελεύθερους ανθρώπους.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Η πιστή φωτογραφία μιας γνήσιας ταυτότητας

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Το Καρναβάλι πέρασε κι ήδη μπήκαμε στην προπαρασκευαστική περίοδο της Σαρακοστής, περιμένοντας το Πάσχα, το οποίο παραμένει αναλλοίωτα ζακυνθινό κι η Μεγάλη του Βδομάδα, κυρίως, με τα μοναδικά της έθιμα και τις ξεχωριστές της συνήθειες, εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ιδιοσυγκρασία μας και να τονίζει την ουσία του ιόνιου πολιτισμού μας.

Λένε πως η περίοδος ετούτη, που απ’ αυτήν την εβδομάδα άρχισε, είναι αιτία περισυλλογής και αυτοκριτικής και πως τώρα, με την αρχή της Άνοιξης, μας δίνεται μια σημαντική ευκαιρία γι’ αυτοσυγκέντρωση και προβληματισμό. Κι αυτό είναι αλήθεια. 


Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, θα κινηθώ κι εγώ σήμερα κι επειδή η κάθε έννοια είναι πολυδιάστατη κι έχει πολλές προεκτάσεις, ο προβληματισμός μου θ’ αφορά τον χώρο, που από την αρχή της υπηρετεί η στήλη μας και δεν είναι άλλος από εκείνον του πολιτισμού και της αναζήτησης της δικής μας, της τζαντιώτικης ταυτότητας.

Στρέφομαι, ως εκ τούτου, πίσω, στην πρόσφατη, αποκριάτικη περίοδο και θυμάμαι δύο στιγμές της και δύο εκφράσεις της σημερινής μορφής του νησιού μας.

Η πρώτη είναι μια πρόσκληση, που είχα, εκεί λίγο πριν την Τσικνοπέμπτη, από τον πρόεδρο κάποιου πολιτιστικού συλλόγου, για μια μπαγόρδα, που θα γινόταν την πρώτη αυτή, ουσιαστικά, γιορτή της από αρχαιοτάτων χρόνων διασκεδαστικής και χαλαρωτικής περιόδου. Επειδή, μάλιστα, το πρόσωπο που με καλούσε σήκωνε κουβέντα και διάλογο, λόγω κυρίως της παιδείας του και της εν γένει, ως τώρα, ζωής του, αλλά κι επειδή ανήκει στον φιλικό μου κύκλο κι έχει προβληματισμούς κι αναζητήσεις, του έκανα, σε οικεία συζήτηση, την πιο απλή ερώτηση, που μου ήρθε στο νου.

«Γιατί», το ρώτησα, «να υπάρχει ένας σύλλογος, ο οποίος έχει σαν μόνο του σκοπό την κοπή μιας, ξένης με την παράδοσή μας, βασιλόπιτας στα τέλη του Γενάρη ή στα μέσα του Φλεβάρη και να διοργανώνει τσιμπούσια κάθε Πέμπτη της Αποκριάς, αντιγράφοντας και μη δημιουργώντας;».

«Μην είσαι παράξενος», μου απάντησε, «άσε τον πιεσμένο κόσμο να χαρεί και να ξεχάσει τις στερήσεις και τα προβλήματά του».

Σκέφτηκα πως ίσως ο συνομιλητής μου είχε δίκιο και πως εγώ, κλεισμένος στο γραφείο μου και στην αναζήτηση του ιστορικού παρελθόντος του τόπου μου, έχω χάσει την συνέχεια και πως δεν μπορώ να επικοινωνήσω με το σήμερα. Αληθινά προβληματίσθηκα.

Η έξοδος κι η διαφύλαξη ήρθε, όμως, μόνη της και την επόμενη μέρα μου δόθηκε η λύση κι η ποιότητα της ταυτότητας της παράδοσής μου.

Καλεσμένος, όπως έγραφα και στο προηγούμενο κείμενό μου, από τον πολιτιστικό σύλλογο «Μαρτελάος» του χωριού Αγκερυκός, για να παρακολουθήσω τις πρόβες της «Ομιλίας»: «Η Οβρεοπούλα» του αλησμόνητου Νιόνιου Αρβανιτάκη, έκανα βίωμά μου αυτό που επιγραμματικά και σοφά έχει περικλείσει ο μεγάλος μας Δημήτριος Γουζέλης σε μια μόνο, πυκνά ποιητική και, ως εκ τούτου, περιεκτική του φράση, την «ξεφάντωσι των φίλων».

Ναι! Στ’ αλήθεια αυτό που τις δυο – τρεις φορές, που πήγα στην προπαρασκευή της «Ομιλίας» του αλλιώς ονομαζόμενου χωριού Άγιος Κήρυκος γνώρισα, ήταν μια ποιοτική διασκέδαση και μια συνέχεια της ιδιοσυγκρασίας μου.

Όλο το χωριό ήταν εκεί κι –όπως μου είπαν, αλλά κι ο ίδιος διαπίστωσα– διασκέδαζε, συνεχίζοντας την μακραίωνη αυτή παράδοση του χωριού και του νησιού του. «Δεν βλέπουμε την ώρα», μου είπαν αρκετοί, «να φτάσει η στιγμή της πρόβας και να έρθουμε εδώ, για να περάσουμε καλά». Κι αυτό είναι, νομίζω, η πιο καλή μεταφορά στο σήμερα της παροιμιώδους φράσης του συγγραφέα του «Χάση» και μια ομόκεντρη μεταφορά του στις αρχές του 21ου αιώνα, που με τα καλά και κακά του, βιώνουμε.

«Να, τι στ’ αλήθεια είναι η Ζάκυνθος», σκέφθηκα και κάνοντας σύγκριση με την προηγούμενη εμπειρία μου, προβληματίσθηκα και χάρηκα που δεν έχει επέλθει παντού η αλλοίωση, αλλά υπάρχει κρυμμένη στη στάχτη η σπίθα, που μπορεί και πάλι να μας ζεστάνει με την φωτιά, την οποία θ’ ανάψει, δίχως τον κίνδυνο να μας κάψει.

Ζώντας μετά την πρόβα και το όλο κλίμα της αποκριάτικης περιόδου στο χωριό και συγκεκριμένα σ’ ένα του καφενείο, μαζί με τους αυτοσχέδιους θεατρίνους, όχι τυχαία βράδυ Τσικνοπέμπτης, είδα την συνέχεια και την αληθινή διασκέδαση. Όλοι οι συνδαιτυμόνες κουβέντιαζαν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τον δεκαπεντασύλλαβο της «Οβρεοπούλας» κι αποδείκνυαν έμπρακτα κι όχι λόγια πως στον τόπο τους τίποτα δεν έχει αλλάξει και πως οι παντός τύπου θεομηνίες δεν έχουν αγγίξει το χωριό τους, αλλά και το γνήσιο ζακυνθινό στοιχείο. Είναι στ’ αλήθεια παρήγορο να διασκεδάζεις και να ξεχνάς τα προβλήματά σου με τέχνη κι όχι τσικνίζοντας!

Στη μνήμη μου θα μείνουν ένας παλιός θεατρίνος, που λόγω κορέττου –δεν μεταφράζω την λέξη, βρείτε μόνοι σας την ερμηνεία της, όσοι την έχετε απεμπολήσει– δεν μπορούσε να παίξει, αλλά ερχόταν στις πρόβες και συμμετείχε κι αυτός με τον τρόπο του, θυμίζοντας και διδάσκοντας τον τραγουδιστό ρυθμό εκφοράς του λόγου της «Ομιλίας» και τα νέα παιδιά, που ήταν μια θαυμάσια εικόνα, καθώς τους έκανε πρόβα στα κοστούμια τους η Μαρία η Πουλιέζου και φορούσαν την παράδοση στο κάτω μέρος και στο επάνω την μπλούζα της τοπικής τους ομάδας, όπου συμμετείχαν!

Όλα τ’ άλλα σχόλια περιττεύουν!

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Πρόβα «Ομιλίας», πρόβα παράδοσης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

   Μια παλιά, χαρακτηριστική έκφραση, πιθανόν του λαού μας, την οποία αξιοποιεί ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λέει πως «μπορεί τα δαχτυλίδια να έπεσαν, αλλά παραμένουν τα δάχτυλα». Σοφή κουβέντα και αληθινά χαίρομαι κάθε φορά όπου την βλέπω να παίρνει σάρκα και οστά. Ιδιαίτερη είναι η ευχαρίστησή μου, όταν αυτό συμβαίνει στον τόπο μου, τη Ζάκυνθο, την οποία θεομηνίες και όχι μόνο την έχουν ισοπεδώσει και είναι πια δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να βρει τις ρίζες και την ταυτότητά της σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό, συχνά, με την ιδιοσυγκρασία της και μια ισοπέδωση, που δεν αφήνει περιθώρια αντίστασης.


Μια τέτοια χαρά, αντίδοτο στα όσα τελευταία γύρω μας συμβαίνουν, μου δόθηκε την προπερασμένη Τρίτη, όταν βρέθηκα στις πρόβες για μια «Ομιλία», την οποία ετοίμαζαν οι πάντα δραστήριοι κάτοικοι του χωριού Αγκερυκός – ακολουθώ την σωστή, κατά τη γνώμη μου, γραφή του Ζώη - για να την παρουσιάσουν, πραγματικά «για την ξεφάντωσι των φίλων», πιστοί στα διδάγματα του μεγάλου Γουζέλη, στην πλατεία τους, το απομεσήμερο της Κυριακής της Αποκριάς, με το φυσικό φως του ήλιου και όχι με προβολείς και τεχνικά μέσα.
   Πρόκειται για την «Οβρεοπούλα» του αξέχαστου και ταλαντούχου συγχωριανού τους Νιόνιου Αρβανιτάκη, στην οποία, με γνώση και ταλέντο, έχουν περάσει αριστοτεχνικά όλα αυτά που συνέβαιναν στο νησί την εποχή της Αγγλοκρατίας. Ιδιαίτερα θίγεται το θέμα της συμβίωσης των χριστιανών και των εβραίων, μέσα από μια αληθινή ιστορία, την οποία διασώζει η παράδοση και ο ταλαντούχος λαϊκός ποιητής έχει μεταφέρει στη σκηνή, για να παραδειγματίσει και να διδάξει. Παρηκμασμένοι Ευγενείς, απλοί άνθρωποι του λαού, στα πρόθυρα μιας κοινωνικής επανάστασης, ο κλήρος, με τα πάθη και τις αρετές του, η διοίκηση της «Προστασίας» και πολλές άλλες σκηνές και μορφές της ιστορίας και του πολιτισμού του τόπου ζωντανεύουν στους καλοδουλεμένους στίχους της «Ομιλίας» του αυτοδίδακτου ποιητή και στιγματίζουν μιαν εποχή και μια νοοτροπία, με την υπογράμμιση των ελαττωμάτων και την διακωμώδηση των λαθών. 
   Ζώντας το κλίμα αυτής της προπαρασκευής ήρθαν στο νου μου τα λόγια ενός παλιού, λαϊκού θεατρίνου, του Γεωργίου Βούτου, όπως μας τα διέσωσε ο Σπύρος Μινώτος σ’ ένα σχετικό κείμενό του. «Ετοιμαζόμαστε», αφηγείται, «από ένα μήνα πριν. Κάθε βράδυ εμαζευόμαστε σ’ ένα σπίτι ευρύχωρο κι εκάναμε δοκιμές, χωρίς να μας δείχνει κανείς, αλλά έτσι όπως το εκαταλαβαίναμε μοναχοί μας».
   Αληθινά χάρηκα εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του Φλεβάρη όπου όλα αυτά, τα οποία είχα ώς τότε διαβάσει σε πολύτιμα άρθρα και σημαντικές μελέτες, όχι μόνο γίνονταν βίωμά μου, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν, σε πείσμα της υποχώρησης και σαν αντίσταση σε ό,τι απειλεί την ταυτότητά μας.
   «Ομιλίες» πολλές φορές είχα παρακολουθήσει και μάλιστα στην γνήσια αληθινή μορφή τους, με πρωταγωνιστή τον αξέχαστο Γεράσιμο Πανά, με «τσι κουνουπιδίες», όταν αυτές ακόμα παίζονταν σε δρόμους και πλατείες, όχι φολκλορικά, αλλά από ανάγκη ψυχής. Τις θυμάμαι τότε, με τον μακρόσυρτο, τραγουδιστό τους δεκαπεντασύλλαβο, να ξεκινούν από τον Άγιο Παύλο –εκεί άρχιζε το παιδικό μου βασίλειο– να ξαναπαίζονται στους Αγίους Σαράντες, να επαναλαμβάνονται και σ’ άλλα σημεία της Πλατείας Ρούγας και να καταλήγουν στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, το Φόρο, όπου γινόταν και το φινάλε.
   Αργότερα τις παρακολούθησα με φορτωμένα σκηνικά, γυναικείες ερμηνείες, διδασκαλίες ειδικών, δίχως μάσκες και από τότε άρχισαν να μου γίνονται μάλλον αδιάφορες. Μια σκηνική οικονομία λαϊκής σοφίας και μια λιτότητα αριστοκρατικής και πλούσιας έκφρασης άρχισαν να προδίδονται και μια παράδοση αιώνων προσπαθούσε να προσαρμοστεί στην απρόσωπη και αβασάνιστη πραγματικότητά μας.
   Η εμπειρία μου στην πρόβα της «Ομιλίας» του Αγκερυκού μού έδειξε την συνέχεια και μού απέδειξε πως το ζακυνθινό πνεύμα υπάρχει ακόμα και αν βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να ξαναγεννηθεί και να ξαναπροσφέρει.
   Αυτό που χάρηκα εκείνο το βράδυ ήταν η μη επιτηδευμένη ερμηνεία των ρόλων, η γνήσια και αυθόρμητη προσέγγισή τους, η ομόνοια και σύμπνοια των χωριανών και θεατρίνων και η επιθυμία για δική τους «ξεφάντωσι», για να θυμηθούμε και πάλι τον ποιητή του «Χάση», η οποία δεν αποσκοπούσε στην τουριστική προβολή του τόπου, αλλά στην καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής του.
   Αληθινά, σαν ηθελημένος Ζακυνθινός, χάρηκα που υπάρχουν ακόμα στον τόπο μου άνθρωποι, οι οποίοι δίχως επιτήδευση και σκοπό, συνεχίζουν την ξεχωριστή μας ιδιαιτερότητα. Ένοιωσα ελπίδα και αισιοδοξία, βλέποντας πως γύρω μας υπάρχουν κάποιοι, που κοιτούν μέσα τους, για να συνεχίσουν την ουσία και δεν αντιγράφουν ξενόφερτα και επιδερμικά.
   Μέχρι τότε λιγοψυχούσα, πιστεύοντας πως κάτι, που χαρακτήριζε και στιγμάτιζε το τζαντιώτικο Καρναβάλι, είχε πάψει πια να υπάρχει. Από την πρόβα εκείνη και μετά κατάλαβα πως μπορεί και πάλι τα χέρια μας να φορέσουν τα αρμόζοντα κοσμήματα.
   Φεύγοντας από την αίθουσα της προετοιμασίας του Αγκερυκού ένοιωσα πως εκείνο το βράδυ δεν είχα συναντήσει μόνο τους συμμετέχοντες στην «Ομιλία», να συνεχίζουν επάξια μια έκφραση αιώνων, αλλά και τον Κονίδη Πορφύρη και την Μαριέττα Μινώτου-Γιαννοπούλου, που μαζί μου στάθηκαν ευτυχείς θεατές στην πρόβα, βλέποντας μακάρια πως οι κόποι τους και οι διδασκαλίες τους δεν πήγαν χαμένοι. Τα κείμενά τους είχαν γίνει εικονικό και όχι μόνο βίωμά μου.
   Μακάρι να γίνουν και βίωμα του τόπου μου.

Related Posts with Thumbnails