© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Ο προσκοπισμός μέσα στο έργο του Γρηγορίου Ξενόπουλου

(Ομιλία στην Ομάδα Συνεργασίας Παλαιών Οδηγών Ζακύνθου
Αίθουσα της Λέσχης «Ο Ζάκυνθος», Σάββατο 28 Γενάρη 2012)


Της Κατερίνας Δεμέτη

Αγαπητές Κυρίες της Ομάδας Συνεργασίας Παλαιών Οδηγών, φίλες και φίλοι και αγαπητά μας παιδιά,
με ιδιαίτερη χαρά δέχτηκα την πρόσκλησή σας για να μιλήσω στην αποψινή εκδήλωση, για τον προσκοπισμό μέσα στο έργο του μεγάλου λογοτέχνη Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Και ο λόγος δεν αφορά καθόλου στην θλιβερή επέτειο του θανάτου του, καθώς ο Ξενόπουλος, πλήρης ημερών, σε ηλικία 84 ετών, έκλεινε τα μάτια του το Γενάρη του 1951 (στις 14).
Ο κυριότερος λόγος είναι, γιατί μέσα από την πρόσκλησή σας, μου δίνετε την ευκαιρία ν’ αποδείξω ακόμα μια φορά ότι το υλικό κάθε Μουσείου είναι δυναμικό, μπορεί να κοιταχτεί από πολλές πλευρές, ν’ αποτελέσει πηγή δημιουργίας και έμπνευσης, αλλά κυρίως μπορεί να σταθεί ικανό για να δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο σήμερα.
Και εύλογα θα με ρωτήσετε: «Σε ποιο Μουσείο αναφέρεσαι, σε ποιο υλικό και τι απαντήσεις μπορούν να δοθούν στα βασανιστικά προβλήματα που ταλανίζουν τον Έλληνα σήμερα, που συνεχώς βομβαρδίζεται από νέα χαράτσια και νέα μνημόνια, στο όνομα της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής κρίσης;».
Επειδή δεν θέλω να σας κρατώ σε αγωνία, σπεύδω ν’ απαντήσω αμέσως στο πρώτο σας ερώτημα.
Αναφέρομαι στο ομώνυμο μουσείο για το μεγάλο λογοτέχνη, που ανήκει στο Δήμο Ζακυνθίων, επί της οδού Γαΐτα, στη γειτονιά της Φανερωμένης, στη θέση που προσεισμικά βρισκόταν το σπίτι του με το γνωστό από την Αυτοβιογραφία του περιβόλι.
Το μουσείο αυτό, το μοναδικό δημοτικό μουσείο της πόλης μας, δεκατρία χρόνια μετά την ίδρυσή του κι εξήντα από το θάνατο του Ξενόπουλου, ενώ παρέμενε ερμητικά κλειστό, σε πείσμα των ανθρώπων που μόχθησαν για να φτιαχτεί, επιτέλους ξαναλειτούργησε. Την επαναλειτουργία του σηματοδότησε η ανακοίνωση του Αντιδήμαρχου Άκη Λαδικού τον περσινό Μάρτιο:

Αγαπητοί γονείς και αγαπητά παιδιά,
Στα πλαίσια της λειτουργίας Παιδικής Βιβλιοθήκης στον ισόγειο χώρο του Μουσείου Γρηγορίου Ξενόπουλου και της ανάπτυξης του εθελοντικού πνεύματος, θα θέλαμε να βοηθήσετε τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με βιβλία που ήδη έχετε διαβάσει και να γίνετε έτσι δωρητές της Βιβλιοθήκης.
Με αυτήν την εθελοντική πράξη δίνετε μια «δεύτερη ζωή» στα βιβλία σας και την ευκαιρία να αναπτυχθούν η φιλομάθεια και η βιβλιοφιλία.
Τα προσφερόμενα βιβλία θα τα μαζέψει συνεργείο του Δήμου Ζακυνθίων την Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011.
Πιστεύοντας στην δύναμη της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας.
Ο Αντιδήμαρχος Δ.Ε. Ζακυνθίων

Από τον περσινό Μάρτιο έχουν γίνει πάρα πολλά, που αποδεικνύουν ότι δεν χρειάζεται μόνο πολιτική βούληση, αλλά κυρίως χρειάζεται συντονισμένη αγάπη, ανθρώπων και φορέων, που θ’ αφήσουν πίσω τους μικροπολιτικές και θ’ αγκαλιάσουν κάθε ευγενική πρωτοβουλία.
Γιατί φυσικά ο Δήμος Ζακυνθίων δεν θα είχε καταφέρει να έχει μία πετυχημένη παιδοκεντρική εκδήλωση κάθε δεκαπενθήμερο στο χώρο του Μουσείου, ούτε μία ζωντανή δανειστική παιδική βιβλιοθήκη, εάν έλειπαν οι ακούραστες εθελόντριες εκπαιδευτικοί (δασκάλες και νηπιαγωγοί), που ανέλαβαν να καταγράψουν, να αρχειοθετήσουν και να οργανώσουν, τα βιβλία που ο Δήμος μάζεψε μέσα από την ανακοίνωση που σας διάβασα πιο πριν, και κάθε απόγευμα βρίσκονται στο Μουσείο για να υποστηρίξουν τη λειτουργία της.
Έτσι λοιπόν έρχεται αβίαστα η απάντηση και στο δεύτερο ερώτημα που σας έθεσα αρχικά και σχετίζεται με το υλικό.
Αφορά δηλαδή στο υλικό, που σαν προστατευτικό κέλυφος περιτοιχίζει το Μουσείο Ξενόπουλου και προέρχεται κυρίως και πρώτιστα από το αυθεντικό προϋπάρχον υλικό, που καταγεγραμμένο ύστερα από ανάθεση του τότε Δημοτικού Συμβουλίου (1-12-1999), παραδόθηκε τον Αύγουστο του 2000, στο τότε Δήμαρχο Ζακυνθίων κ. Γιάννη Αγαλιανό και σημερινό Πρόεδρο της φιλόξενης και δραστήριας Λέσχης «ο Ζάκυνθος», και στο υλικό που συγκεντρώθηκε από τον Μάρτιο του 2011, μετά την ανακοίνωση που σας διάβασα πιο πριν και επανδρώνει τη σημερινή δανειστική παιδική βιβλιοθήκη του Μουσείου.

Μέσα από αυτό το υλικό με πολύ κέφι και διάθεση εξισορροπητική, τόσο για τους ανθρώπους που μόχθησαν στο παρελθόν όσο και για τους ανθρώπους που σήμερα μοχθούν για ν’ αποκτήσει την αίγλη που του αξίζει το Μουσείο για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, διάλεξα δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα, που έρχονται να δώσουν καταλυτικές απαντήσεις στα προβλήματα της εποχής μας, φωτίζοντας τη σχέση του Ξενόπουλου με τις αξίες που πρεσβεύει ο παγκόσμιος προσκοπισμός.

Το πρώτο είναι η Αθηναϊκή Επιστολή με τίτλο: «Έσο έτοιμος», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το Σάββατο 24 Οκτωβρίου 1959, στο β΄ τόμο του περιοδικού Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ, αριθμ.21, σελ. 567. Για δεύτερη φορά δημοσιεύτηκε στο επετειακό άρθρο μου στην τοπική εφημερίδα ΕΡΜΗΣ στο φύλλο της 28ης/10/1999 με τίτλο: «Τέσσερα Γράμματα από τα Χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και μια διαχρονική Αθηναϊκή Επιστολή του Γρηγορίου Ξενόπουλου, από το Αρχείο του Μουσείου Γρηγορίου Ξενοπούλου» και αναδημοσιεύτηκε στην ίδια εφημερίδα στις 27/10/2009.
Σας την διαβάζω:

Αγαπητοί μου,
Όταν ήμουνα μικρός, πολύ μικρός, νομίζω ότι δεν είχα πάει ακόμη στο σχολείο, θαύμαζα τα προσκοπάκια. Με τη στολή τους, με τα κοντάρια τους, με τα σήματά τους, με τα παιχνίδια και τις ασκήσεις τους. Θυμάμαι ακόμη και τώρα, πολύ αμυδρά βέβαια, ένα μεγάλο γήπεδο στην παραλία της Μυτιλήνης, προς το Μακρύ Γιαλό, ξέφραγο χωράφι μπορώ να πω, με δύο ξύλα όρθια για πόρτα, πύλη για την ακρίβεια και μια μεγάλη επιγραφή: «Έσο έτοιμος».
Πρέπει να είχα πάει όμως τότε στο σχολείο, γιατί κατάφερνα και διάβαζα αυτή την επιγραφή με τα μεγάλα μπλε κεφαλαία γράμματα: «ΕΣΟ ΕΤΟΙΜΟΣ». Δεν καταλάβαινα όμως τι σήμαινε. Το έτοιμος βέβαια ήτανε λέξη γνωστή για μένα. Αλλά αυτό το «έσο»; Ο… πλούτος των γνώσεών μου, έφθασε κάποτε ως το σημείο να μάθω ότι «έσο» σημαίνει μέσα. Γράφεται όμως αλλιώτικα. Αλλά πάλι «μέσα έτοιμος» τι θα πη; Έβλεπα, βέβαια, τα προσκοπάκια να κυκλοφορούνε εκεί, αλλά γιατί να γράφει η επιγραφή ότι μόνο οι μέσα ήταν έτοιμοι; Πριν μπούνε μέσα δηλαδή δεν ήτανε έτοιμοι;
Ο εγωισμός μου (όταν πηγαίνει κανείς στην πρώτη δημοτικού, νομίζει πως τα ξέρει όλα), δε μ’ άφηνε να ρωτήσω. Κάναμε συχνούς περιπάτους με τους γονείς μου και τ’ αδέλφια μου, στην παραλία κι’ έβλεπα διαρκώς αυτή τη μυστηριώδη επιγραφή. Κάποτε τέλος πάντων έριξα τον… εγωισμό μου και ρώτησα το μεγάλο μου αδελφό, που ήτανε και διαπλασόπουλο;
-Τι θα πη, «έσο έτοιμος»;
-Να είσαι πάντα έτοιμος.
Πάλι δεν κατάλαβα πολλά πράγματα. Όταν όμως μεγάλωσα, ένιωσα πραγματικά το τι σημαίνει αυτό για τη ζωή μας.
Πάντα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να αντιμετωπίσουμε το κάθε τι που θα μας συμβεί, είτε σαν άτομα, είτε σαν σύνολο. Η ζωή βέβαια, κυλάει ομαλά. Έχει όμως και τις αναποδιές της.
Έτσι πριν από δεκαεννιά χρόνια, η ζωή στη χώρα μας κυλούσε όμορφα και γαλήνια. Είχε εκραγεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά η Ελλάδα ήτανε αμέτοχη σ’ αυτόν. Λίγα χρόνια πριν, κανένας δε φανταζότανε ότι θα γινότανε πόλεμος. Η ζωή σ’ όλον τον κόσμο ήτανε ειρηνική. Γιατί λοιπόν ν’ ανησυχούμε κι εμείς; Ποιος ο λόγος να ετοιμασθούμε για άμυνα, σε μιαν επίθεση που κανένας δε φανταζότανε;
Ήλθε όμως αυτή η άνανδρη επίθεση της 28ης Οκτωβρίου, από ένα καθεστώς, που καταδικάσθηκε στην ίδια τη χώρα που γεννήθηκε, την Ιταλία. Σηκώθηκαν τα «έξι εκατομμύρια λόγχες» και χτυπήσανε την Ελλάδα. Νομίζανε πως μόνο η σκιά τους θα μας φόβιζε. Κάποτε άλλοτε όμως, πριν αιώνες, τα ίδια περίπου άκουσε κι ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, για τη σκιά των βελών των Περσών. Έδωσε τότε την απάντηση που έπρεπε: «Θα πολεμήσωμεν υπό σκιάν». Στα 1940, την έδωσε πάλι η Ελλάδα την απάντηση.
Περίμεναν ότι θα μας βρούνε απροετοίμαστους. Γελάστηκαν! Οι Έλληνες είναι πάντα έτοιμοι, Σα λαός και σαν άτομα. Κι εκεί που περιμένανε να σαρωθούμε, αντισταθήκαμε. Όλος ο κόσμος, και στα δύο ημισφαίρια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό από κατάπληξη και θαυμασμό. Δώσαμε την πρώτη νίκη στη συμμαχική παράταξη εναντίον του φασισμού, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εμείς όμως δεν κοιτάζαμε, ούτε την κατάπληξη, ούτε το θαυμασμό. Μας ενδιέφερε η νίκη.
«Έσο έτοιμος»!
Μη ξεχνάτε πάντα στη ζωή σας να είσαστε έτοιμοι για το κάθε τι. Αλίμονο αν νομίζετε ότι όλα θα κυλάνε πάντα ευχάριστα και ομαλά. Η ζωή, ποτέ δεν πρέπει να σας βρίσκει απροετοίμαστους. Είναι μια αρχή που πρέπει να τη βάλετε από τώρα στο μυαλό σας και να την κρατάτε διαρκώς.
Σας ασπάζομαι
ΦΑΙΔΩΝ

Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Νομίζω ότι τα σχόλια περιττεύουν γιατί ο λόγος του Ξενόπουλου είναι τόσο άμεσος και η σκέψη του τόσο ξεκάθαρη, που δεν χρειάζεται κανέναν διαμεσολαβητή.
Μπορούμε ωστόσο να κάνουμε μία σπουδαία παρατήρηση που σχετίζεται με τη δοκιμασία που περνάμε σήμερα σαν χώρα: Πρέπει να ξαναβρούμε την χαμένη μας αυτοπεποίθηση, να πιστέψουμε στην αξία μας και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να μεγαλουργήσει, αφού οι Έλληνες, όπως με παραδείγματα και με λόγο απλό, αλλά όχι απλοϊκό, ο Ξενόπουλος μας απέδειξε, είναι πάντα έτοιμοι.

Το δεύτερο δείγμα προέρχεται από την δανειστική βιβλιοθήκη του Μουσείου και αφορά περισσότερο τους μικρούς συνδαιτυμόνες της αποψινής παρέας. Πρόκειται για μία ιστορία από τους Θησαυρούς της ΔΙΑΠΛΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ, από την εξαίρετη επανέκδοση με την εκπληκτική εικονογράφηση των Εκδόσεων Βλάσση του 1999, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό σε συνέχειες το 1930 και το υπόγραψε ο Ξενόπουλος με το ψευδώνυμο Η Κυρα-Μάρθα. Η ιστορία έχει τίτλο: «Τα αρκουδάκια πρόσκοποι» και σ’ αυτήν τα παιδιά μαθαίνουν τις συναρπαστικές περιπέτειες των αρκουδοπροσκόπων, που δεν υστερούν σε τίποτα από τους μικρούς αληθινούς προσκόπους.
Όλοι, δραστήριοι και δυναμικοί με σπουδαίες ιδέες και παράξενα καμώματα, ζουν αστείες και πρωτόγνωρες καταστάσεις με φοβερούς «κινδύνους».
Οι αρκουδοπρόσκοποι όμως... βγαίνουν πάντα νικητές.
Πρωταγωνιστές ο κ. Αρκουδάκης, ο αρχηγός της ενωμοτίας «Μέλισσες», ο κ. Προβοσκίδας, ο αρχηγός της ενωμοτίας «Μπανάνες», οι αρκουδοπρόσκοποι Αρκουδοπουλάκης, Αστρονόμος, Κατεργαράκος, Κοκκινέλης, Χοντρούλης, ο βασιλιάς Λέοντας ο Χιλιοστός Πρώτος, ο Δήμαρχος κ. Ιπποπό με την κόρη του τη δεσποινίδα Ποταμία, το ωραιότερο κορίτσι της Ζωούπολης και πολλοί άλλοι, έτοιμοι για περιπέτεια!

Ο Ξενόπουλος όμως δεν έγραψε την ιστορία χωρίς να έχει στο νου του και κάποια άλλα πράγματα.
Στο κεφάλαιο Ανδραγαθήματα, της σ. 32 για παράδειγμα δεν χάνει ευκαιρία μέσα από την διασκεδαστική ιστορία να δώσει στοιχεία για την ιπποσύνη, αλλά και να κάνει υπόμνηση στην ουσιαστική προσφορά των πραγματικών προσκόπων που σε δύσκολες στιγμές με αυταπάρνηση προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, αφού πρωτοστατούν στην προστασία του περιβάλλοντος, στις απογραφές πληθυσμού, στην προσφορά τροφίμων και ρούχων σε πλημμυροπαθείς, στο στήσιμο σκηνών σε σεισμόπληκτους, όπως, στους σεισμούς της Κορινθίας, του Αιγίου, της Φλώρινας, της Αττικής και των Γρεβενών, στην ανοικοδόμηση σπιτιών στο Καρπενήσι, στη διοργάνωση εράνων υπέρ φτωχών οικογενειών και σε πολλές αιμοδοσίες.
Στο ίδιο κεφάλαιο πάλι βλέπουμε ότι μία από τις συνήθεις δραστηριότητες των προσκόπων είναι να υπηρετούν σαν αγγελιοφόροι σε διάφορες στρατιωτικές υπηρεσίες.
Σας διαβάζω το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 42:
«Ένα από τα παιχνίδια που τράβηξε πολλούς θεατές και προκάλεσε πολλούς επαίνους ήταν το “Ταχύ Ταχυδρομείο”.
Το Ταχυδρομείο, αν και λέγεται έτσι, δεν είναι πάντα ταχύ και γρήγορο. Ρίχνεις ένα γράμμα στο κιβώτιο για να πάει στη γειτονική πόλη, που δεν απέχει μία ώρα με το σιδηρόδρομο, και κάνει να πάει δυο μέρες. Αλλά στον πόλεμο, τα μηνύματα, τα γράμματα, οι διαταγές πρέπει να φτάνουν όσο το δυνατό γρηγορότερα, γιατί μια μικρή αργοπορία μπορεί να φέρει μεγάλη καταστροφή. Και οι πρόσκοποι, που σε ώρα πολέμου είναι σπουδαίοι βοηθοί του στρατού, εξασκήθηκαν παίζοντας το “Ταχύ Ταχυδρομείο”.
Τους έδιναν ένα γράμμα και τους έλεγαν πως σε μία ώρα, το πολύ, έπρεπε να πάει στη γειτονική πόλη.
Το έπαιρνε ένας πρόσκοπος και τρέχοντας, είτε με τα πόδια είτε με το ποδήλατο, το παρέδινε σ’ έναν άλλο πρόσκοπο που περίμενε στον πρώτο σταθμό. Αυτός το έπαιρνε και με τον ίδιο τρόπο το μετέφερε στο δεύτερο σταθμό, όπου περίμενε άλλος πρόσκοπος. Το έπαιρνε τότες αυτός και το πήγαινε στον τρίτο, αυτός στον τέταρτο και πάει λέγοντας. Έτσι σε μια ώρα, το γράμμα έφτανε στην πόλη. Και χωρίς να κουραστεί κανένας».

Αλλά αγαπητές φίλες και φίλοι,
Πριν σας κουράσω δεν θα πρέπει να λησμονήσω ν’ αναφερθώ στο ότι πολλοί αναγνώστες της Διάπλασης, οι χειρόγραφες συνεργασίες των οποίων φυλάσσονται στο Μουσείο Ξενόπουλου, όπως το «Μαύρο Βέλος», ο «Γελαστός Λογοτέχνης», το «Εντελβάις», το «Κορινθιακό Ακρογιάλι», το «Πειρακτήριον», το «Μπουμπουκάκι», το «Τρεχαντήρι», το «Τρελλό Ναυτάκι», ο «Σερ Νικ», το «Αγριολούλουδο», υπήρξαν μικρά προσκοπάκια, που αργότερα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο μέσα στην ελληνική κοινωνία. Και ο Ξενόπουλος, πότε υπογράφοντας ως «Ανανίας», πότε ως «Φαίδωνας», «κυρα-Μάρθα», «Μπέμπης», «Ερευνητής», ή «Ριρής και Φιφή», τους άνοιξε το δρόμο για να ξεκινήσουν μια ζωή γεμάτη ιδανικά και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους.
Είναι η ίδια εμπιστοσύνη που πρέπει ν’ αποκτήσουμε κι εμείς για να κάνουμε την επανεκκίνηση που χρειάζεται η πατρίδα μας.
Σας ευχαριστώ.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Όταν το τρίτο «α» γίνεται ευφωνικό «ε»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Τον τελευταίο καιρό, παρακολουθώντας με προσοχή και αγάπη τα όσα γίνονται τριγύρω μας, όλο και πιο πολύ διαπιστώνω μια τάση των νεοζακυνθινών ν’ απεμπολούν την ιδιάζουσα ιόνια ταυτότητά τους και να ξεχνούν όλα αυτά, που για αιώνες τούς έκαναν να ξεχωρίζουν και να υπάρχουν μέσα από την δική τους ιδιαιτερότητα.

Και στο νησί μας υιοθετήθηκε η ξενόφερτη βασιλόπιτα, μάθαμε να γιορτάζουμε τη Λαμπρή με τον ρουμελιώτικο οβελία και -για να μην πολυλογώ και μακρηγορώ– ξεχάσαμε την τσουκνίδα της Πέμπτης της Αποκριάς, με τα κατακκόκινα, εκείνη την ημέρα, μπούτια και χέρια μας και αντί για το αυγοκοφτό σγατζέτο, ψήνουμε κι εμείς και μάλιστα επιδεικτικά στην αυλή μας, για να το δει ο γείτονας, αλλά και ο κάθε περαστικός.

Είναι προσαρμογή σε μια νέα κατάσταση ή άγνοια της ιστορίας μας; Αλήθεια, δεν ξέρω. Πάντως αυτή η στροφή αποτελεί, για μένα τουλάχιστον –κι ας είμαι μια από τις εξαιρέσεις– μια αιτία ανησυχίας και μου προκαλεί έναν κόμπο στο λαιμό, βλέποντας πως ό,τι αιώνες στάθηκε καθημερινότητά μας, σήμερα προδίδεται και πως αβίαστα κι αβασάνιστα δεν έχουμε πια μνήμες κι αναμνήσεις, αλλά προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε καινούργιες.

Χάθηκε ή πιο σωστά ξεχάστηκε η ονομασία της «Πλατείας Ρούγας», με την οποία μεγαλώσαμε, η «Στράτα Μαρίνα» έγινε «Κωνσταντίνου Λομβάρδου», στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη «Παραλιακή», ενώ το «Κούκιεσι» μετονομάσθηκε αβασάνιστα σε «Καλλιθέα» και το «Μπελούσι», σε «Κυψέλη», λες κι είναι τρόλεϊ της Αθήνας, ενώ οι παλιές, σωστές ονομασίες τους έχουν τη δική τους ιστορία και κουβαλούν μια μεγάλη παράδοση. Όσο για τη θεοσέβεια του Φαγιά, το οποίο μετονομάστηκε σε «Αγία Μαρίνα», ας μην γίνει λόγος. Εδώ επενέβη η Χούντα κι η επαναφορά της παλιάς ονομασίας είναι διπλή υποχρέωση.

Μ’ αυτές, όμως, τις περιπτώσεις, λίγο πολύ είχαμε ασχοληθεί σε παλιότερα κείμενά μας και τότε είχαμε θίξει τις ανάλογες θέσεις μας. Σήμερα θα μας απασχολήσει μια άλλη, γνωστή κάποτε ονομασία, η οποία κι αυτή μεταλλάχτηκε, παρότι σε κεντρικό σημείο της Χώρας και κάποτε όριο και σύνορο κοινωνιών και τάξεων.

Πρόκειται για τους «Αγίους Σαράντες», οι οποίοι κι αυτοί δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από την αφομοίωση και την ισοπέδωση και προσαρμοσμένοι στην σημερινή πραγματικότητα –δεν εννοώ τίποτα περισσότερο από αυτό που γράφω– ονομάστηκαν «Αγίοι Σαράντα».

Η ονομασία υπάρχει σήμερα σαν ανάμνηση, για να μας θυμίζει την ιστορική εκκλησία των ομώνυμων μαρτύρων, που τιμώνται στις 9 του Μάρτη, σε συνδυασμό με τον ερχομό της Άνοιξης και με μια γιορτή πλούσια σε λαογραφία. Χτίστηκε σε ανάμνηση της απαλλαγής των κατοίκων του νησιού από μια– απ’ τις πολλές –επιδημία πανούκλας και ως τον καταστροφικό σεισμό στεκόταν στο τέλος της Πλατείας Ρούγας και στην αρχή των Τσαρουχαρέικων σαν… τελωνείο, περίπου, μια και από τη μια μεριά της εκκλησίας βρισκόταν η «Μέσα Μερία», με τους Ευγενείς και τους Αστούς και από την άλλη η «Όξω Μερία», με τους λαϊκότερους οικιστές.

Στην εκκλησία αυτή είχαν μεταφέρει πολλά από τα έργα τέχνης του νησιού τους οι Κρήτες πρόσφυγες κι ανάμεσά τους και το τεμάχιο του λειψάνου του προστάτη του Ηρακλείου Αγίου Μηνά, όπου εκεί κάθε χρόνο μαζεύονταν την ημέρα της μνήμης του και τιμούσαν την επέτειό του.

Βέβαια όλα αυτά έγιναν ανάμνηση και παρελθόν με την θεομηνία του 1953 κι οι Μάρτυρες της λίμνης της Σεβάστειας μετακόμισαν και φιλοξενούνται στο ναό της Ανάληψης, ο οποίος τιμάται και στ’ όνομά τους, έχοντας μια δεύτερη αγία τράπεζα, αφιερωμένη στη μνήμη τους.

Έμεινε, όμως, η θύμησή τους στον τόπο που δικαιωματικά τους ανήκει και μάλιστα, όπως ήδη σημειώσαμε, κρατούσε, μέχρι πρόσφατα, την ντόπια ποιητική ονομασία: «οι Αγίοι Σαράντες».

Ξέρω πως αυτή, η καθαρά ζακυνθινή προσφώνηση, η λαϊκή αν θέλετε, είναι λαθεμένη και πως αυτή τη στιγμή αγωνίζομαι για την επικράτηση και επικρότηση μιας «αγραμματοσύνης». Ποιος, όμως, μπορεί να βάλει τους κανόνες και ποιος μπορεί αβίαστα να κρίνει;

Σαν σύμμαχους και αρωγούς –εμέ και του τζαντιώτικου λαού– θα επικαλεστώ δύο καθιερωμένα κι αναμφισβήτητα παραδείγματα, τα οποία ενισχύουν και στηρίζουν ακράδαντα την ντόπια ονομασία των με μαγικό αριθμό Αγίων μας. Το πρώτο είναι εκείνο το ερωτικότατο –μια και πρόκειται για καθαρά ερωτική ποίηση– «επέστρεφε» του μοναδικού και κορυφαίου Κωνσταντίνου Καβάφη. Αλήθεια σκεφτείτε πόσο ανέραστο θα ήταν το σωστό! Κάτι, περισσότερο από εμάς γνώριζε ο ποιητής. Το άλλο είναι εκείνο το «ελαχιστοτέρων» του βυζαντινού υμνωδού των αποστίχων του όρθρου της μεγάλης Δευτέρας, που μπορεί να τον άφηναν στην ίδια τάξη οι φιλόλογοι -καλά τους τα έψαλε ο Φασμπίντερ- αλλά τον προβίβασε με αριστεία η τέχνη και τον δικαίωσε η ιστορία! Μπορούμε να πούμε αγράμματο τον Κοσμά τον ποιητή;

Τα τρία «α» στη σειρά των «Αγίων Σαράντα» δεν ταίριαζαν σε λαό με μουσικό αυτί, παράδοση στην ποίηση και καλαισθησία. Γι’ αυτό το τελευταίο φωνήεν της λέξης το μετέτρεψε σε «ε» ευφωνίας.

Ας σεβαστούμε κι ας συνεχίσουμε την ιδιαιτερότητα και την εύηχη πρόταση. Εξάλλου η «σωστή» ονομασία μας οδηγεί -ποιητικά και γεωγραφικά- αλλού.

Στη Ζάκυνθο, από ετών, έχουμε τους Αγίους Σαράντες. Οι Άγιοι Σαράντα βρίσκονται μακριά.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΦΑΟΥΣΤ ΤΟΥ CHARLES GOUNOD [1818-1893] ΜΕ ΤΗ ΛΥΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Η ευτυχία και η επιτυχία είναι κάτι που κανείς άνθρωπος δεν τη χορταίνει»
[Αισχύλος Αγαμέμνων, στ.1331]

Ο Γκαίτε [1749-1832], προσωπικότητα ολοκληρωμένη, δημιουργός και εκφραστής του ευρωπαϊκού πνεύματος, παλεύει μια ολόκληρη ζωή με τον Φάουστ τον οποίο ολοκληρώνει ένα χρόνο πριν το θάνατό του. Ο μυθικός Φάουστ συναντά το πεπρωμένο του. Συγκρούεται με τις εωσφορικές δυνάμεις, σ’ έναν αγώνα πνευματικό ανάμεσα στον πόθο για τη ζωή, την παντογνωσία, την απόλυτη ελευθερία. Έργο, εικόνα της ψυχής του Γκαίτε, στο οποίο φανερώνεται η τραγικότητα του ανθρώπου, η πάλη των δύο ψυχών του. Η μία θέλει να φτάσει ψηλά και η άλλη να μείνει στη γη.


Με αυτή την τραγωδία έρχεται αντιμέτωπος ο Γκουνό, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της Γαλλίας του ΙΘ΄ αιώνα, ο οποίος εμπλουτίζει τη μουσική και τη φωνητική έκφραση και, με το ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο ύφος του, ανοίγει νέους μουσικούς ορίζοντες, αναμορφώνει το λυρικό δραματολόγιο και διευρύνει τις δυνατότητες της ορχήστρας. Μετά το πομπώδες ύφος του Μέγιερμπεερ, ο Γκουνό επαναφέρει το γαλλικό μελόδραμα στα πρότυπα του Λουλλύ και του Γκλουκ. Σπάει τη συνέχεια του τραγικού και παρεμβάλλει σκηνές κωμικές. Γράφει λυρικά έργα και τραγούδια καθώς και άρθρα, όπως αυτό για τον «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ. Προοδευτικός για την εποχή του, δεν έχει την επιτυχία των συγχρόνων του. Η «Σαπφώ» είναι το πρώτο έργο του που παίζεται στην Όπερα του Παρισιού. Θα είναι όμως ο διευθυντής του Théâtre Lyrique Lèon Carvalho, εκείνος που θα ανοίξει τις πύλες του θεάτρου για το αριστούργημά του, τον Φάουστ, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε στις 19 Μαρτίου 1859 και ήταν ένας θρίαμβος. Στον Φάουστ κυριαρχεί το λυρικό και το φανταστικό στοιχείο, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδιοφυΐας του συνθέτη. Ο Φάουστ είχε μεγάλη απήχηση στο γερμανικό κοινό, γιατί εύρισκαν στοιχεία από τον Μότσαρτ και τον Βέμπερ. Ο Γκουνό αρχίζει να συνθέτει το έργο το 1856, σε λιμπρέτο των Jyle Barbier και Michel Carré, διασκευασμένο από τον Φάουστ του Goethe. Με έναν θεατρικότατο δαίμονα και μια ουράνια ηρωίδα σάρωσε την Ευρώπη και την Αμερική σε μια εποχή του θριάμβου των «τριών» Βέρντι, Rigoletto, Il Trovatore, La Traviata. Απ’ άκρη σε άκρη δεν ακούγεται παρά η λέξη Φάουστ, Φάουστ, Φάουστ.


Έτσι φωνάξαμε κι εμείς για την παράσταση της 20/1/2012 της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», μια υπερπαραγωγή άξια των ξένων προτύπων! Ο Φάουστ, Grand opéra σε πέντε πράξεις με μπαλέτο, παίχτηκε χωρίς περικοπές. Μόνο επαίνους έχουμε γι' αυτή την παράσταση, αρχίζοντας από το σκηνικό του Αλεσάντρο Κάμερα που δίδει και την πρώτη εντύπωση στο θεατή. Σκηνικό αντάξιο ενός Γκαίτε – Φάουστ, ενός «αναγεννησιακού» ανθρώπου, που υπηρέτησε εξ ίσου καλά τις τέχνες και τις επιστήμες. Δύσκολο να περιγράψουμε τη λεπτοδουλειά του εργαστηρίου του Δρ. Φάουστ, που, με τους δεξιοτεχνικούς φωτισμούς του ο Βινίτσιο Κέλι, επέτεινε τη μυστικιστική ατμόσφαιρα. Μια αίθουσα διδασκαλίας όπου στους μαύρους πίνακες ο σκηνογράφος, αναπτύσσει θεαματικές καλλιτεχνικές ιδέες, μαθηματικές αναζητήσεις, μουσικές προτάσεις και αποδίδει «σαν σε γράφημα εγκεφάλου» με υψηλή αισθητική, τις διεργασίες και την αναζήτηση του νου μιας ιδιοφυΐας όπως ο Φάουστ - Γκαίτε, ενός στοχαστή, εφευρέτη, ερευνητή ονειροπόλου, άπληστου για γνώση και λάγνου. Παράσταση συνόλου θα τη χαρακτηρίζαμε γιατί συνέβαλαν όλοι στο άρτιο αυτό αποτέλεσμα.


Η σκηνοθεσία του Ρενάτο Τζανέλλα ευρηματική, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το δυναμικό της Λυρικής Σκηνής. Η Χορωδία άριστα προετοιμασμένη από τον Νίκο Βασιλείου συνετέλεσε στην επιτυχία της παράστασης, το ίδιο και οι χορευτές, που με τις έξυπνες χορογραφίες του Τζανέλλα, «λάμπρυναν» τις Βαλπούργιες νύχτες και όχι μόνο, αφού η παρουσία τους ήταν αισθητή καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Η ενδυματολόγος Κάρλα Ρικόττι έντυσε με ιδιαίτερη φινέτσα πρωταγωνιστές, χορωδούς και χορευτές. Ο εκπληκτικός Γεωργιανός Βαθύφωνος Παάτα Μπουρτσουλάντζε, με φωνή σα να έβγαινε από τα έγκατα της γης, ήταν εξαίσιος Μεφιστοφελής. Απέδωσε εκπληκτικά τη βλάσφημη αλληγορία του ρόλου του, την αλαζονεία του κακού! [Η Διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής τον ευχαρίστησε δημόσια για την αφιλοκερδή συμμετοχή του. Η ερμηνεία του ήταν μια προσφορά προς το λυρικό μας θέατρο και κατ’ επέκταση προς τον λαό της Ελλάδας. Κι εμείς τον ευχαριστούμε]. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο και η ερμηνεία του Φάουστ από τον Αμερικανό τενόρο Έρικ Κάτλερ που με στοιχεία ρομαντικά απέδωσε την ανταρσία του ήρωα στη απόλυτη εξουσία του καλού και στη δοκιμασία των ορίων της ελευθερίας του. Ένα αξέχαστο ζευγάρι αντιθέσεων Μεφιστοφελής-Φάουστ. Ο ένας κυνηγός της ψυχής, ο άλλος κυνηγός της παντογνωσίας δε διστάζει, ικανοποιώντας τον πόθο για ζωή, να γίνει ο τέλειος διαφθορέας και να ρίξει ένα πλάσμα αθώο στη ταπείνωση και τη χλεύη. Η υψίφωνος Αλεξία Βουλγαρίδου, ιδανική Μαργαρίτα, πέρασε από την αθωότητα στην τραγική κατάσταση της ηρωίδας με άνεση θεατρική και χάρη. Η σταθερή αξία της Λυρικής Σκηνής, ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς, συγκίνησε βαθιά και δικαίως αποθεώθηκε, ερμηνεύοντας τον Βαλεντίνο, αδερφό της Μαργαρίτας. Σε υψηλό επίπεδο στάθηκαν και οι ερμηνείες της Ειρήνης Καράγιαννη Ζήμπελ, της Ινές Ζήκου Μάρθα και του Δημήτρη Κασιούμη Βάγκνερ. Και βέβαια η επιτυχία αυτής της παράστασης πολλά οφείλει στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και στον Αρχιμουσικό της Μύρωνα Μιχαηλίδη, Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Λυρικού μας Θεάτρου, που με σταθερότητα και δυναμισμό ανέδειξε τις αρετές της Ορχήστρας και τη μεγαλοσύνη του έργου.

Τα εύσημα ανήκουν σε όλους!

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

«Η κυρά μας η μαμή», ο Σαβόγιας Ρούσμελης και η ασθένεια του πολιτισμού μας

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Στο προηγούμενο κείμενό μας, θέλοντας να καυτηριάσουμε και να δείξουμε την αντίθεσή μας για όλες αυτές τις ξενόφερτες στο νησί μας βασιλόπιτες, που από απαίδευτο μιμητισμό κόβονται τα τελευταία χρόνια και στον τόπο μας, αγνοώντας την πατροπαράδοτη και τόσο πλούσια σε ιστορία και συμβολισμούς κουλούρα, θυμηθήκαμε την αξέχαστη, μεγάλη κωμικό μας Γεωργία Βασιλειάδου και συγκεκριμένα την κλασσική πια ταινία της «Η θεία απ’ το Σικάγο».
Για άλλους λόγους, που θα τους δείτε στη συνέχεια, θα παραμείνουμε και σήμερα στην ταλαντούχο ηθοποιό και θα θυμηθούμε μιαν άλλη, εξίσου σημαντική για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ταινία, που πρωταγωνιστούσε και δεν είναι άλλη από την συχνά επαναλαμβανόμενη, αλλά ουδέποτε δαπανώμενη: «Η κυρά μας η μαμή», την οποία πολλές φορές έχουμε δει και ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν την βαριόμαστε και πάντα, παρότι κάποιων δεκαετιών πια, ανακαλύπτουμε την φρεσκάδα και την επικαιρότητά της. Είναι που φωτογραφίζει άριστα τη νεοελληνική πραγματικότητα και όχι πια στην σκηνή, όπως παλιότερα, αλλά στο πανί ή την μικρή οθόνη, τονίζει και υπερμεγεθύνει τα ελαττώματά μας, με σκοπό τον καυτηριασμό τους στην αρχή, την γελοιοποίησή τους, ύστερα και στη συνέχεια την εξάλειψή τους.
Η υπόθεση, λοιπόν, της ταινίας, όπως όλοι σίγουρα θυμάστε είναι η εξής: Ένας γιατρός, ο αξεπέραστος Ορέστης Μακρής, για εντελώς δικούς του προσωπικούς λόγους, εγκαταλείπει το αστικό κέντρο και επιστρέφει στο απομακρυσμένο χωριό της γυναίκας του, για να ζήσει μόνιμα εκεί, εξασκώντας, βέβαια, το επάγγελμά του, σαν γιατρός, το οποίο με κόπο και μόχθο, όπως τότε συνέβαινε στους περισσότερους, είχε σπουδάσει.
Τα προβλήματα, όπως είναι φυσικό, που είχε ν’ αντιμετωπίσει στάθηκαν πολλά, αλλά το σπουδαιότερο ήταν αυτό της επαγγελματικής του αντιζηλίας με την μαμή του χωριού, την δική μας ηθοποιό, η οποία δεν περιοριζόταν μόνο στο να ξεγεννά τις έγκυες γυναίκες της μικρής και ξεκομμένης από τον υπόλοιπο κόσμο κοινωνίας, αλλά με κομπογιαννιτισμούς και ξόρκια εκτελούσε και ιατρικά καθήκοντα.
Οι απαίδευτοι και βυθισμένοι στην άγνοιά τους χωρικοί συχνά την προτιμούσαν και σ’ αυτήν κατέφευγαν σε κάθε περίπτωση, αγνοώντας τον επιστήμονα και μη έχοντας εμπιστοσύνη στα όσο υπεύθυνα γνώριζε. Χαρακτηριστική, μάλιστα είναι η σκηνή, που τον καλούν να ξεγεννήσει μια… γελάδα. Είναι οι ρόλοι, που αντιστρέφονται από άγνοια και η επικινδυνότητα, που προκύπτει από τον σκοταδισμό. Το νέο είναι δύσκολο να το δεχτούμε, δέσμιοι όλων αυτών, που ανεπαισθήτως, όπως θα έλεγε και ο σοφός Καβάφης, μας έχουν επιβάλλει και δύσκολα κατανοούμε το ξένο. Είναι ένα ελάττωμα όχι μόνο της φυλής μας, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας, το οποίο υπάρχει σε όλες τις τάξεις, αλλά κυρίως ανθεί στις μικρές και απαίδευτες, ως εκ τούτου, κοινωνίες, οι οποίες, όπως έγραφε και η Ιωάννα Καρυστιάνη, σαν τα μικρά ηφαίστεια, αυτοπυρπολούνται, ρίχνοντας την λάβα τους στους πρόποδές τους.
Δεν ξέρω αν σήμερα, διανύοντας ήδη την δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, υπάρχουν ακόμα χωριά, που προτιμούν την μαμή από τον γιατρό. Θα ευχόμουν η νοοτροπία αυτή να είχε εξαλειφθεί και άνθρωποι να μην πήγαιναν χαμένοι από άγνοια και κουταμάρα. Είμαι σίγουρος, όμως, πως «μαμές» στο χώρο του πολιτισμού υπάρχουν και μάλιστα πολυάριθμες στο νεοελληνικό χώρα, ακόμα και σε πόλεις, αλλά και το νησί μας με την μεγάλη, αναμφίβολα, πολιτιστική παράδοση και την συχνή, από πολιτικούς, κυρίως – αυτοί έκαναν την μεγάλη συφορά – μηρυκαστική επανάληψη της συνέχισής του από εμάς τους απογόνους. Φοβάμαι, δε, πως η μάζα συχνά - πυκνά, όπως στην «Κυρά μας την μαμή» συνέβαινε, εξακολουθεί ν’ αγκαλιάζει το εύπεπτο, μια και αυτό την βολεύει και οι «υπεύθυνοι» αυτό καλλιεργούν για την επιβίωσή τους και για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, κάνοντας αντί για καλό, καταστροφή.
Η λαϊκή σοφία λέει, πως επιπλέουν πάντα οι φελλοί και οι κάθε είδους ακαθαρσίες. Και έχει απόλυτο δίκιο. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει ο χρόνος – Κρόνος και αναζωογονητικά και δημιουργικά κατατρώει ό,τι άχρηστο και επιφανειακό και ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Αυτά, όμως, αφορούν εσχατολογικές δημοκρατίες και δικαιοσύνες, που θα γίνουν για μας, χωρίς εμάς. Μα τι θα γίνει με το τώρα;
Ο κάθε «μωρός Έπαρχος», για να θυμηθούμε και πάλι τον Μεγάλο Αλεξανδρινό, παίρνει γύρω του – και στο χώρο του πολιτισμού - «ξόανα επίσημα και σοβαροφανή», όπου «άθλια τα ελληνικά των, οι βάρβαροι» και με τον τρόπο αυτό συντηρεί την καρέκλα του και τον ύπνο των υπηκόων του. Οι τελευταίοι πιστεύουν πως κάτι και μάλιστα το σπουδαίο και σοβαρό κάνουν, ενώ στην ουσία τρυπούν το νερό. Οι κενοί – και όχι καινοί – πανηγυρικοί συνεχίζονται και έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, έστω φαινομενικά οι περισσότεροι, δίχως τίποτα να συντελείται και τίποτα να προχωρεί. Έτσι οδηγούμεθα σ’ έναν πρόωρο και άδικο θάνατο, σε μια επίφοβη για την εξέλιξη του κόσμου αυτοκτονία.
Όπως είναι έγκλημα να πας το άρρωστο παιδί σου σε κομπογιαννίτη γιατρό ή – για να ξαναγυρίσουμε στην ταινία μας – σε μαμή, έτσι είναι κατά κανόνα καταστροφικό να παραδίνεις τον πολιτισμό σε αδαείς, αγράμματους και επίδοξους ανθρώπους. Αυτοί θα τον πεθάνουν, έστω και χωρίς τη θέλησή τους.
Εμείς, μάλιστα, οι Ζακυνθινοί, με την παράδοση των «Ψευτογιατρών» του πολύ Σαβόγια Ρούσμελη, έχουμε μια ακόμα μεγαλύτερη υποχρέωση. Πολύ πριν η Γεωργία Βασιλειάδου κρούσει στο πανί τον κώδωνα του κινδύνου, ο δικός μας συγγραφέας τον γελοιοποίησε στο σανίδι και αυτό αποτελεί για μας όχι μόνο καύχημα και παρακαταθήκη, αλλά και τεράστια ευθύνη.
Αν κάνουμε στην άκρη όχι μόνο τις «μαμές» του πολιτισμού, αλλά και τους ψηφοθήρες πάτρωνές τους, τότε σίγουρα μπορούμε να ελπίζουμε. Ίσως τότε ξανά εμφανιστεί ένας άλλος, νεώτερος Ρούσμελης, υπογραμμίζοντας δημόσια την μικρότητάς μας και ίσως σταθεί αιτία να σταματήσει ο εξευτελισμός μας. Διαφορετικά ας μας εγχειρίζουν οι αγράμματες μαίες και ας ξεγεννούν οι σπουδασμένοι γιατροί τις φοράδες.
Καλό μα ξημέρωμα!

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Πρωτοπρεσβυτέρου Ευαγγέλου Παχυγιαννάκη: Βιβλιοπαρουσίαση για το «ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ»

Πρόσφατα εξεδόθη το λειτουργικό βιβλίο της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος και Ιθάκης, με τον τίτλο «ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ» από το Ενοριακό Πνευματικό Κέντρο του ιερού Μητροπολιτικού Ναού Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, που περιέχει συγκεντρωμένες τις ιερές Ακολουθίες – παλαιότερες και νεότερες - απάντων των Αγίων και αναφέρονται «στους Αγίους  προστάτες και εφόρους της τοπικής Εκκλησίας ιδίως όσων είναι σπάνιες ή απαντώνται εν χρήσει μόνο στους Ιερούς Ναούς των νησιών (Λευκάδος και Ιθάκης), καθώς και όσων πρόσφατα συνετέθησαν, σε ένα corpus», όπως αναφέρεται στην Εισαγωγή του βιβλίου.

            Η έκδοση έχει γίνει με πρόνοια και φροντίδα του Πνευματικού Κέντρου του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Ευαγγελιστρίας Λευκάδος, την ποιμαντική ευθύνη του οποίου έχει ο λογιότατος και πολυγραφότατος Πρωτοπρεσβύτερος Γεράσιμος Ζαμπέλης. Η συλλογή των Ιερών Ακολουθιών, τα διευκρινιστικά σχόλια, Υπομνήματα, καθώς και η σύνθεση ορισμένων Ακολουθιών, Παρακλητικών Κανόνων κ.λπ. και η γενικότερη επιμέλεια του βιβλίου οφείλονται στον ιερολογιότατο ιεροδιάκονο του ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Ιωαννίκιο Ζαμπέλη.

            Στις 480 σελίδες του καλαίσθητου Τόμου περιλαμβάνονται πλήρης Ιερές Ακολουθίες, Χαιρετιστήριοι Οίκοι, Παρακλητικοί Κανόνες, Μακαριστάρια, Υπομνήματα ιστορικά και αγιολογικά, ως θα αναπτύξομε κατωτέρω και ακολουθεί 16σέλιδο έγχρωμο «Παράρτημα Εικόνων», που περιλαμβάνει παλιές και νέες, καθώς και φωτογραφικά στιγμιότυπα τοπίων, ιερών τελετών και προσκυνημάτων. 

            Το «ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ» ανοίγει με στίχους Ιαμβικούς «εις το Λειμωνάριον Λευκάδος και Ιθάκης», όπου κατατίθεται με αυτογνωσία και ταπείνωση η «ατεχνία του καλάμου» του επιμελητή της εκδόσεως και υμνογράφου, που, όμως, αναθαρρεί στην πληροφορία του λογισμού του, ότι θα συγκατανεύσει ο θείος φωτισμός και θα ‘ρθει η εξ ύψους βοήθεια, προκειμένου να υμνολογηθεί η φιλάγιος χορεία συντονότατα, συνθεμένη από το γλυκερότατο μέλι του λειμώνος της θείας χάριτος.

            Ακολουθούν: ένα απόσπασμα από τον «Πνευματικό Λειμώνα» του Ιωάννου Μόσχου και ο Πρόλογος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κυρίου Θεοφίλου. Η  Εισαγωγή, στη συνέχεια, είναι ένα αναλυτικό πλουσιότατο κείμενο δοκιμιακής υφής, γραμμένο από τον συντάκτη και επιμελητή του Τόμου ιερολογ. Ιεροδιάκονο Ιωαννίκιο Ζαμπέλη.  Πρόκειται για ένα κείμενο ιστορικό, θεολογικό, λειτουργικό, αναφερόμενο στη θεία λατρεία γενικότερα, και ειδικότερα στην τοπική αγιολογία και τη θέση των Αγίων στη ζωή της Εκκλησίας, η οποία ούσα καθολική αγκαλιάζει όλους τους απανταχού του καθολικού σώματος της Εκκλησίας πιστούς, υπογραμμίζοντας και εξαίροντας, με την ιερή τέχνη της υμνολογίας, τα συγκλονιστικά βιώματα και γεγονότα της πίστεως και των έργων της εν Χριστώ πίστεως και μαρτυρίας.

            Η Εισαγωγή συναπαρτίζεται από τα επιμέρους Κεφάλαια: α) Η προστασία των Αγίων. β) Η τιμή των Αγίων. γ) Οι προστάτες Άγιοι των νησιών μας. δ) Στόχος της έκδοσης του «Λειμωναρίου» και ε) Υμνογράφοι και εκδόσεις των Ακολουθών. 

                    Θα παραμείνομε στο Κεφάλαιο των ιερών ακολουθιών και των Υμνογράφων, προκειμένου να δώσομε στο φιλάγιο αναγνωστικό κοινό την πλήρη εικόνα του παρουσιαζομένου «Λειμωναρίου».

             α΄) Η εόρτιος ακολουθία των Αγίων προστατών και εφόρων της νήσου Λευκάδος». Υμνογράφος, ο ιεροδιάκονος Ιωαννίκιος Ζαμπέλης. Είναι νέα πλήρης η Ακολουθία, αναφερομένη, ως ο τίτλος της μαρτυρεί, σε όλους τους προστάτες και εφόρους της νήσου Λευκάδος και ψάλλεται την πρώτη Κυριακή μετά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15ης Αυγούστου). Αποτελείται από Μικρόν Εσπερινόν, Μέγαν Εσπερινόν (Λιτήν και Στίχον), Όρθρον (με εκτενές Συναξαριακό Υπόμνημα) και Λειτουργίαν. Εισαγωγικώς προτάσσεται αναλυτική Τυπική διάταξη, καθόσον πρόκειται για νέα εορτή, με έγκριση της Εκκλησίας της Ελλάδος (αριθ. Εγγρ.-4217/4.2.2010), και δύναται να συμπέσει από 16ης έως και 22ας Αυγούστου.

            Της εορτίου Ακολουθίας έπονται: α) Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού κατά την μοναστηριακή Τάξη των πανηγύρεων, με Κανόνα κατ’ Αλφαβητική Ακροστιχίδα στην Παναγία την Φανερωμένη τα πρώτα 24 τροπάρια,  και τα υπόλοιπα προς όλους τους υπολοίπους Αγίους. β) Παρακλητικός Κανών με Μεγαλυνάρια όλων των συμπεριλαμβανομένων Αγίων, και γ) Εικοσιτέσσερις Χαιρετιστήριοι Οίκοι «εις τον θεόσεπτον όμιλον των   προστατών Αγίων της νήσου Λευκάδος», ποίημα του αυτού.  

           β΄) Απολυτίκια εις ενίους εκ των Αγίων προστατών και εφόρων της νήσου Λευκάδος. Εγράφησαν το έτος 2001, υπό του ιερολογ. Διακόνου Ιωαννικίου Ζαμπέλη, κατά παράκληση των ομογενών Λευκαδίων της Μελβούρνης.

            γ΄) Η Ακολουθία της θαυματουργού εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της Φανερωμένης. Εποιήθη εν Αγίω Όρει εν έτει 1816 υπό αγνώστου υμνογράφου, ψαλλομένη την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος. Η Ακολουθία έχει υποστεί σε ορισμένα σημεία ελάχιστες τροποποιήσεις που κρίθηκαν αναγκαίες «επί το μελωδικότερον», ως χωλαίνοντα κατά το μέτρο και ημαρτημένα ως προς τη σύνταξη και την γραμματική. Οι διορθώσεις έγιναν από τον  επιμελητή των κειμένων της εκδόσεως ιερολογ. διάκονον Ιωαννίκίον.

           δ΄) Κανών Παρακλητικός εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον ης η θαυματουργή εικών εύρηται εν τη νήσω της Λευκάδος. Ποίημα Γερασίμου Μοναχού Μικραγαννανίτου. 

            ε΄) Χαιρετιστήριοι Οίκοι ΚΔ΄ εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον Φανερωμένην.  Εγράφησαν εις το Άγιον Όρος υπό αγνώστου υμνογράφου.

            στ) Ακολουθία ευχαριστήριος και ικετική επί τη απαλλαγή της νήσου Λευκάδος εκ της φοβεράς του σεισμού απειλής εν έτει βγ΄, μηνί Αυγούστω ιδ΄,  ψαλλομένη τη ιδ΄ του μηνός Αυγούστου. Εποιήθη υπό Ιωάννου Ζαμπέλη, Αναγνώστου, νυν Ιωαννικίου ιεροδιακόνου. Εις το τέλος της Ακολουθίας παρατίθεται Εκλογή, ψαλλομένη εις φόβον σεισμού, Ευχαί επί απειλή σεισμού (εκ του Μεγάλου Ευχολογίου) και Ευχή επί τη διασώσει της νήσου Λευκάδος.

            ζ΄)  Ακολουθία των Αγίων ενδόξων και καλλικνίκων μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, ψαλλομένη τη γ΄  του μηνός Μαΐου. Συντχθείσα και  το πρώτον εκδοθείσα σπουδή και δαπάνη Ιωαννικίου ιερομονάχου του Κόνδαρη εν έτει 1769. Συνεπληρώθη κατά τα ελλείποντα, διορθώθη όπου εκρίθη αναγκαίον και προσετέθη β΄ Κανών εις τον Όρθρον, καθώς και Παράρτημα από Μεγαλυνάρια, υπό του επιμελητού της εκδόσεως ιερολ. Ιωαννικίου Ζαμπέλη.

            η΄) Μέγας μεθεόρτιος πανηγυρικός εσπερινός του Αγίου Αποστόλου Παύλου. Ποίημα ιεροδιακόνου Ιωαννικίου Ζαμπέλη.

            θ΄) Ακολουθία του Αγίου Αποστόλου Ακύλα, ψαλλομένη τη ιδ΄ του μηνός Ιουλίου. Ποίημα  ιεροδιακόνου Ιωαννικίου Ζαμπέλη. Στο τέλος παρατίθεται Παράρτημα Μεγαλυναρίων του Αγίου.

            ι΄) Πανηγυρική Ακολουθία του εν αγίοις πατρός ημών Σωσίωνος, πρώτου Επισκόπου Λευκάδος, ψαλλομένη τη ιδ΄ του μηνός Ιουλίου. Ποίημα Ιωάννου Γ. Παναγοπούλου, εν έτει 2009. Στο τέλος παρατίθεται παράρτημα Μεγαλυναρίων, κατά το Ακατάληπτόν εστι,  εις ήχον γ΄ και κατ’ αλφαβητικήν Ακροστιχίδα.

            ια΄) Κανών Παρακλητικός εις τους εν τω κατά Λευκάδα ομωνύμω αυτών Ησυχαστηρίω ασκήσαντας Τρεις θεοφόρους Πατέρας. Ποίημα Ιωάννου Ζαμπέλη αναγνώστου.

            ιβ΄) Κανών ευχαριστήριος και ικετικός προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επί τη απαλλαγή από της πανώλους. Συνετάχθη παρ’  ανωνύμου τον ιη΄ αιώνα και εξεδόθη το πρώτον στη Λευκάδα το έτος 1866, «δαπάνη των κληρικών του δήμου Λευκαδίων». Στο τέλος  επισυνάπτεται Ευχή ευχαριστήριος και ικετική εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

            ιγ΄) Ακολουθία του αγίου πατρός ημών Βησσαρίωνος Αρχιεπισκόπου Λαρίσης και Τρίκης του θαυματουργού. Αγνώστου ποιητού. Εξ αντιγράφου «…δια χειρός…Ευσταθίου ιερέως Σταϊκοπούλου. Αγία Μαύρα 1745, Σεπτεμβρίου 10». Εις το τέλος παρατίθενται τέσσερα τροπάρια ψαλλόμενα κατά τον ασπασμόν της αγίας κάρας του Αγίου, ποιηθέντα υπό του ιεροδ. Ιωαννικίου Ζαμπέλη.

           ιδ΄) Ασματική ακολουθία του εν αγίοις πατρός ημών Νικήτα, Αρχιεπισκόπου Χαλκηδόνος, ψαλλομένη τη κη΄ του μηνός Μαΐου. Εξ αντιγραφής παλαιού χειρογράφου «παρά του μοναχού Ιακώβου Αγιορείτου». 

            ιε΄) Εικοσιτέσσαρες Οίκοι εις τον εν αγίοις θαυματουργόν Διονύσιον, Αρχιεπίσκοπον Αιγίνης. Ποίημα Αγγέλου Κονιδάρη.

            ιστ’) Ακολουθία των Αγίων ενδόξων Μεγαλομαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου, ψαλλομένη τη ια΄ του μηνός Νοεμβρίου. Με τον τίτλο αυτόν υπάρχουν τρεις Ακολουθίες. Η α΄ κατεχωρήθη «ως ψάλλεται εν Θεσσαλονίκη», από χειρόγραφο του 1930. Η β΄ όπως ψαλλότανε παλαιότερα από την Ιερά Σύνοψη, έκδοση του Αλεξίου, στον Μητροπ.ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου Κρήτης, διότι σήμερα ψάλλεται από το ΚΡΗΤΙΚΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟΝ,  Α΄ τόμ. Σελ. 280-286, έκδ. Επαρχ. Συνόδου Εκκλ. Κρήτης, 2000 και η γ΄ με την  επεξήγηση: «και η ανάμνησις του φρικώδους σεισμού σεισμού, γεγονότος εν τη νήσω Λευκάδος και Αγίας Μαύρας κατά τους 1704 από Χριστού, εις τους χρόνους του εξοχωτάτου αυθεντός Πέτρου Μπρεγαδίν εστραορδινάριου», ποιηθείσα υπό Γωργίου Ζαμπέλη, αιτήσει Ευσταθίου ιερέως Σταϊκοπούλου.

            ιζ΄) Χαιρετισμοί εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν», ποίημα Αρχιμανδρίτου Λεοντίου Χατζηκώστα, Κυπρίου.

            ιη΄) Ακολουθία του εν αγίοις πατρός ημών Δονάτου, Επισκόπου Ευροίας, ψαλλομένη τη ζ΄ του μηνός Αυγούστου εν τη νήσω Λευκάδι, ποιηθείσα υπό ιεροδιακόνου Ιωαννικίου Ζαμπέλη.  Εις το τέλος παρατίθενται έξι Μεγαλυνάρια του Αγίου, του ιδίου.

            ιθ΄) Εγκώμια, Παρακλητικός Κανών και Χαιρετισμοί εις την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα Βαρβάραν, «άτινα ψάλλονται τη δ΄ Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας και τη γ΄ Κυριακή του μηνός Μαΐου, ότε και τελείται εν Λευκάδι λιτάνευσις της ιεράς εικόνος εις ανάμνησιν γενομένου θαύματος κατά της ευλογιάς εν έτει 1922». 

            κ΄) Ακολουθία εις την πάροδον του ιερού λειψάνου του εν αγίοις πατρος ημών Νικολάου, Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του θαυματουργού, ψαλλομένη τη ι΄ του μηνός Μαΐου, ποιηθείσα υπό ιερέως Γεωργίου Ιαννούλη. 

            κα΄) Ακολουθία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Βαρβάρου του Πενταπολίτου του μυροβλύτου, ψαλλομένη τη ιε΄ του Μαΐου μηνός. Ελήφθη από χειρόγραφη φυλλάδα, αντιγεγραμμένη από έντυπη, εκδοθείσα στη Βενετία  το 1734, παρά Αντωνίω τω Βόρτολει. 

            κβ΄) Μεγαλυνάρια γ΄ εις τον Άγιον Λουκά τον ιατρόν, Αρχιεπίσκοπον Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, επί τη μετακομιδή αποτμήματος των ιερών λειψάνων αυτού εις την νήσον Λευκάδα, 6 Οκτωβρίου 2002.

            κγ΄ ) Ύμνοι: Απολυτίκια β΄ και Εγκώμια ε΄ ψαλέντα κατά την μετακομιδήν εκ Δράμας τεμαχίου του ιερού λειψάνου του Οσίου πατρός ημών Γεωργίου του Νέου Ομολογητού. 

            κδ΄ )  Ακολουθία της θαυματουργού ειόνος της Παναγίας της Καθαριωτίσσης της εν Ιθάκη, ψαλλομένη τη η΄ του μηνός Σεπτεμβρίου, ποιηθείσα υπό Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια.

            κε΄) Παρακλητικός Κανών εις τον Άγιον Νέον Ιερομάρτυρα Ραφαήλ τον Ιθακήσιον, ποιηθείς υπό του ιεροδιακόνου Ιωαννικίου Ζαμπέλη. Προτάσσονται: Απολυτίκιον, Κοντάκιον και Μεγαλυνάριον, ποιηθέντα υπό του μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου.

            κστ΄) Ακολουθία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιωακείμ του Ιθακησίου, ψαλλομένη τη β΄ του μηνός Μαρτίου, επί τη μνήμη αυτού και τη κγ΄ Μαΐου, επί τη ανακομιδή των ιερών αυτού λειψάνων, ποιηθείσα υπό Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια.

            Επίσης, Κανών Παρακλητικός, Εγκώμια και Χαιρετιστήριοι Οίκοι, υπό του αυτού υμνογράφου.

            Η όλη καλλιτεχνική εμφάνιση του ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ, η μετά φιλοκαλικής διαθέσεως επιμέλεια της εκδόσεως και η πλαισίωση των υμνογραφημάτων με αναλυτικά υπομνήματα ιστορικών και επετειακών γεγονότων, καθιστούν την έκδοση ωφελιμότατη. Όχι μόνο για λειτουργική χρήση  στους ναούς, αλλά και για κάθε πιστό και φιλάγιο, που  θέλει να διατηρήσει άγρυπνη τη συνείδησή του, αρδεύοντάς την από τα βιώματα της χριστιανικής κοινότητος ανθρώπων που γεννήθηκαν, έζησαν ή περπάτησαν στους ίδιους τόπους και δρόμους, κάτω από τις ίδιες πολλές φορές συνθήκες, και περιέβαλαν  με τους άθλους του μαρτυρίου, της ασκήσεως και της κατά Χριστόν βιωτής την φθαρτή ύπαρξή τους τον αμαράντινο χιτώνα της αγιότητος.

            Ξεχωριστά, εκείνο που ιδιαιτεροποιεί το  υπό παρουσίαση ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ είναι ότι έχει συνταχθεί από έναν διάκονο της Εκκλησίας του Χριστού, νεαρό κατά την ηλικία, με θαυμαστό ζήλο και πλούσια χαρίσματα.  Ο πατήρ Ιωαννίκιος, φέρει το μοναδικόν σχήμα, και έχει τον α΄ βαθμό της ιερωσύνης, του Διακόνου και, όπως προκύπτει από τις υμνογραφικές του συνθέσεις στον παρόντα τόμο, ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια ασχολείτο με την εκκλησιαστική υμνογραφία.

            Η μελέτη όλων των ειδών της υμνογραφίας, που έχει καταπιαστεί ο  πατήρ Ιωαννίκιος, μας πείθει ότι, ως υμνογράφος, κατέχει καλώς τους κανόνες και το ήθος της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως. Υπάρχει απόλυτη συμμόρφωση προς την υμνογραφική παράδοση της Ορθοδόξου υμνολογίας, όπως την διαμόρφωσαν και μας την κληροδότησαν οι μεγάλοι υμνογράφοι και μελωδοί του 8ου και 9ου αιώνα, με μέτρα ρυθμοτονικά, στηριζόμενα στην ισοσυλλαβία. Η δε γλώσσα του απλή, και κατανοητή, απέριττη και ανεπιτήδευτη, όπως δηλαδή των αρχαίων συναξαριακών κειμένων.

           Κατ’ αρχήν, αποκαλύπτεται ότι, ως υμνογράφος, γνωρίζει και αποδέχεται με ταπείνωση και εκκλησιολογική συνείδηση, πως ένα άτομο προικισμένο με το χάρισμα της ποιήσεως, δεν κινείται αυτοτελώς ως ανεξάρτητη μονάδα, αλλά ως μέλος του μυστικού σώματος του Χριστού, που προσλαμβάνει τα βάσανα, τις συμφορές, τους καημούς και τις θλίψεις του λαού του Θεού, με τον οποίο συμπορεύεται, και τα διαχωνεύει με την χάρη του Παρακλήτου μέσα στο χωνευτήρι της  φλεγόμενης καρδιάς του κι ύστερα τα κάνει αίτημα, παράκληση, παρηγοριά και ελπίδα και τα προσφέρει ποιητικά στον Θεό της αγάπης. Ενώ, παράλληλα, εμβαπτίζει όλα αυτά στις σωτήριες αλήθειες της πίστεώς μας και εξαίρει τη θεία συγκατάβαση και την αντιθετική αρμονία που υπάρχει ανάμεσα στην υπερβατική χάρη του ακτίστου Θεού και στην πολιτεία των προς θεραπεία πιστών, που πορεύονται προσευχητικά, δεητικά ασκητικά από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στη θέωση.

            Ο πατήρ Ιωαννίκιος είναι μια νέα ελπίδα για την Εκκλησία. Ένα νέο αστέρι που ανατέλλει  στο στερέωμα της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως ή, καλύτερα, που  βλαστάνει ως νέον άνθος πνευματικής ωραιότητος στον αειφόρο λειμώνα της ορθοδόξου λατρείας. Έχει τη σφραγίδα της δωρεάς άνωθεν.

           Ευχόμεθα από καρδιάς, στον πατέρα Ιωαννίκιο, να έχει αχώριστο σύντροφο της ζωής του το Άγιον Πνεύμα, με την χάρη του Οποίου θα μπορέσει να καλλιεργήσει και να αυξήσει το Θεόδοτο τάλαντο της πάντιμης λειτουργικής τέχνης της υμνογραφίας, διακονώντας την  με ταπείνωση,  αγάπη και καρδιακή ευαισθησία.  

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Νίκου Π. Καποδίστρια: ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΤΡΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ. ΟΙ ΡΩΜΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ "ΞΑΝΘΟΥ ΓΕΝΟΥΣ" ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

[Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ 523 (Ιανουάριος 2012) 46-51]




Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Γιώργου Γαστεράτου: Η ΚΑΣΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


«…πήρε ένα πλοίο και κατευθύνθηκε στην Κασσιώπη, όπου τραγούδησε μπροστά στο βωμό του Κασσίου Διός…». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο ρωμαίος συγγραφέας Σουητώνιος την παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Ολυμπία, προκειμένου να λάβει μέρος στους αγώνες που γίνονταν εκεί. Η ύπαρξη, επομένως, στην πόλη του ιερού του Κασσίου Διός, σε συνδυασμό με την άφιξη εκεί του πολυάριθμου θεατρικού θιάσου του Νέρωνα το 66 μ.Χ. δείχνει και τη σημασία της κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Εκτός, όμως, από το Σουητώνιο πρώτος ο Κικέρωνας αναφέρει την πόλη, όπου αναγκάστηκε, μάλιστα, να παραμείνει επί επτά ημέρες περιμένοντας ούριο άνεμο για τη Ρώμη αφού προηγουμένως είχε επισκεφτεί την πόλη της Κέρκυρας.
Ακολούθως, ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων δίνει το στίγμα της τονίζοντας «… ὅτι ἀπὸ Κασσιόπης λιμένος τῆς ἐν Κερκύρᾳ ἕως Βριντησίου στάδια χίλια ἑπτακόσια…» ενώ ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είναι «…πόλις καὶ ἄκρα…». Τέλος, σχετικές αναφορές κάνουν ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος και ο Άουλος Γέλλιος ενώ ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος γίνεται αρκετά συγκεκριμένος, όταν περιγράφει την καταστροφή της Κέρκυρας από τους Γότθους του Τοτίλα το 550 μ.Χ. περίπου: «Δία γάρ Κάσσιον ἐτίμων ποτὲ οἱ τῇδε ἄνθρωποι, ἐπί καὶ ἡ πόλις (…) ἐς τὸνδε τὸν χρόνον Κασώπη ἐπικαλεῖται».
Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 604 μ.Χ. από τρεις επιστολές του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου πάπα Ρώμης πληροφορούμαστε ότι η Κασσιώπη έγινε το επίκεντρο διενέξεων μεταξύ του επισκόπου Κερκύρας Αλκίσωνα και του επισκόπου Ευροίας Ιωάννη: Πριν το 591 ο επίσκοπος, ο κλήρος και ο λαός της Εύροιας, μιας πόλης κοντά στη σημερινή Παραμυθιά, εγκατέλειψαν την πόλη τους, όταν εμφανίστηκαν βάρβαροι, και βρήκαν καταφύγιο από τον επίσκοπο Κερκύρας Αλκίσωνα, ο οποίος τους φιλοξένησε στο κάστρο της Κασσιώπης. Ο Αλκίσων έτσι ανταποκρίθηκε σε σχετική διαταγή του αυτοκράτορος Μαυρικίου και σε σύσταση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου. Η σχετική εγκύκλιος επιστολή του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώμης, που εστάλη προς τους επισκόπους του Ανατολικού Ιλλυρικού το Μάιο του 591, μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος είχε εκδώσει διαταγή προς τον ύπαρχο των πραιτωρίων του Ιλλυρικού Ιοβίνο, με την οποία πρόσταζε τους επιχώριους επισκόπους, που βρίσκονταν ακόμη στις έδρες τους, να φιλοξενήσουν τους συναδέλφους τους που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους, όταν ήλθαν οι βάρβαροι.
Όμως ο Ευροίας Ιωάννης προέβη σε ιεροπραξίες τέτοιας κλίμακας ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση της κανονική επισκοπική δικαιοδοσία του Αλκίσωνα στην Κασσιώπη. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρόσφυγες είχαν φέρει μαζί τους έναν πολύτιμο θησαυρό, το ιερό λείψανο του αγίου Δονάτου επισκόπου Ευροίας του Θαυματουργού, το οποίο εναπετέθη στο ναό του αγίου Ιωάννη στο κάστρο της Κασσιόπης, γεγονός που ενέτεινε τις υπερβάσεις του Ευροίας Ιωάννη.
Τότε ο Αλκίσων διαμαρτυρήθηκε στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο, ο οποίος ανάθεσε την υπόθεση στον μητροπολίτη Νικοπόλεως Ανδρέα, ως προϊστάμενο της μητροπολιτικής περιφέρειας, στην οποία ανήκε η επισκοπή της Κέρκυρας. Ο Νικοπόλεως Ανδρέας, όπως ήταν φυσικό, δικαίωσε τον Κερκύρας, ενώ δεν είναι σαφές αν ο Ευροίας συμμορφώθηκε. Αργότερα, ο νέος επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, επίσης, αφού εν τω μεταξύ ο παλιός είχε πεθάνει, ανακίνησε το ζήτημα και απέσπασε από το διάδοχο του Μαυρικίου Φωκά διάταγμα που ακύρωνε τη μητροπολιτική απόφαση και αναγνώριζε τη δικαιοδοσία του επί της Κασσιώπης. Ο Αλκίσων, όμως, δεν εγκατέλειψε τον αγώνα του και κατέφυγε στον ανώτατο προϊστάμενό του τον πάπα Ρώμης Γρηγόριο τον Μέγα τον Διάλογο, στου οποίου τη δικαιοδοσία τότε ανήκε, όπως και ολόκληρο το Ανατολικό Ιλλυρικό δηλαδή η σημερινή βαλκανική χερσόνησος πλην της Θράκης. Ο πάπας δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τα δίκαια του Κερκύρας και έγραψε στον αποκρισάριό του στην Κωνσταντινούπολη διάκονο Βονιφάτιο να προσπαθήσει να πείσει τον αυτοκράτορα να ανακαλέσει το διάταγμα και να αναθέσει την υπόθεση στον ίδιο. Φαίνεται, δε, ότι ο Βονιφάτιος πέτυχε στην αποστολή του γιατί από την τρίτη επιστολή του πάπα μαθαίνουμε ότι πήγαν στην Ρώμη εκπρόσωποι τόσο του Κερκύρας όσο και του Ευροίας. Εκεί συμφωνήθηκε ότι ο Ευροίας θα παρέμενε φιλοξενούμενος στην Κασσιώπη χωρίς, όμως, να προβαίνει σε ενέργειες που θα έθιγαν την κανονική δικαιοδοσία του Κερκύρας και έτσι έληξε το ζήτημα.
Κατά τους επόμενους αιώνες η Κασσιώπη συνεχίζει να είναι μία αξιόλογη πόλη, γεγονός που σχετίζεται με τη στρατηγική της θέση, όπως και ολόκληρη η Κέρκυρα, που καλείται να παίξει έναν αναβαθμισμένο ρόλο, όντας ενδιάμεσος σταθμός και ασφαλές λιμάνι κατά την αποστολή βυζαντινών στρατευμάτων στην Κάτω Ιταλία, ειδικά ύστερα από την πτώση της Σικελίας στους Άραβες. Άλλωστε, την ακμή της πόλης μαρτυρεί και το αρχαιότατο κάστρο της, το οποίο ύστερα από φονικότατες μάχες παραδίδεται στους Βενετούς το 1386 ύστερα από έναν αιώνα περίπου ανδηγαυική κατοχή. Τότε, οι βενετοί για να μην χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά εναντίον τους το κατέστρεψαν εκ βάθρων αφήνοντας την πόλη ανοχύρωτη. Από τότε αρχίζει η παρακμή της.
Η φήμη, όμως, της πόλης ουδέποτε έπαψε να υπάρχει χάρις στον ονομαστό ναό της Παναγίας που υπήρχε και υπάρχει εκεί. Η παράδοση αναφέρει ότι έχει ανεγερθεί πάνω στα ερείπια του ναού του Κασσίου Διός και ότι είχε αφιερωθεί στη Ζωοδόχο Πηγή. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Λάνδος σε σχετική μελέτη του που είδε το φως της δημοσιότητας το 1896 στην Κέρκυρα, στο ναό υπήρχε μία θαυματουργική κανδήλα και, πριν από την κεντρική είσοδο, μία τεράστια συκιά που θεράπευε τους πυρετούς. Όμως, εκείνο για το οποίο ο ναός σεμνύνονταν ήταν η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας την οποία, εκτός από τους ντόπιους, ευλαβούνταν ιδιαίτερα οι παραπλέοντες ναυτικοί και την επικαλούνταν κάθε φορά προκειμένου να γλιτώσουν από τις φοβερές καταιγίδες των παρακειμένων Ακροκεραυνίων  ακτών. Για το γεγονός αυτό τα αφιερώματά τους ήταν υπεράριθμα.
Το 1530 τον ίδιο χώρο συνέβη το γνωστό υπερφυές θαύμα της Παναγίας, που έδωσε το φως του στον νεαρό Στέφανο, ο οποίος είχε καταδικαστεί άδικα για ληστεία και είχε τυφλωθεί. Το περιστατικό σκιαγραφείται γλαφυρά από των σύγχρονο των γεγονότων κερκυραίο Νίκανδρο Νούκιο καθώς και από τον Παχώμιο Ρουσάνο, ο οποίος εξιστορεί το θαύμα σε ιαμβικούς στίχους.
Το γεγονός αυτό γρήγορα έγινε γνωστό σε όλο το νησί με αποτέλεσμα να διαδοθεί παντού η ευλάβεια προς την Παναγία την Κασσωπίτρα ή, επί το λογιώτερον, την Κασσωπία. Έτσι, σε αρκετά χωριά ανεγέρθηκαν ναοί ή ιδρύθηκαν προσκυνητάρια («ντεπόζιτα») σε ήδη υπάρχοντες, όπως σε Σιναράδες, Αναπλάδες, Κάτω Κορακιάνα, Χλωμοτιανά, Πέλεκας κλπ. Μάλιστα, στην περιοχή Φιγαρέτο στο Κανόνι κτίστηκε και περικαλής μονή. Τόσο πολύ εξαπλώθηκε η σχετική ευλάβεια ώστε να ξεπεράσει τα όρια της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς εκκλησία της Κασσωπίτρας στη γειτονική Άρτα της Ηπείρου!
Επτά χρόνια μετά το θαύμα, το 1537, η εκκλησία καταστρέφεται από τους τούρκους ενώ το 1590 οι βενετοί την ανοικοδομούν, όπως αναφέρει σχετική επιγραφή που βρίσκεται στην είσοδο του ναού: HOC TEMPLVM DIVAE GLORIOSEQVE/ SEMP(ER) VIRGINIS MARIAE DICATVM A TVRCIS SEVISSIMIS PIRATTIS/ DEVASTATVM FVIT INDE CV. A/ PETRO FRANC. MALIPETRO TRI/REMIVM GVBERNATORI  RESARC/ITVM ESSET NEC NO POSTEA A/ PHILIPPO PASCALICO SINI ADRIA/TICI PREFECTO AMPLIATVM TAND/EM A NICOLAO SVRIANO CL/ASSIS VENETAE PROVISORE MA/XIMA CAPITATE DVCTO MAGIS/ AVCTVM AC ILLVSTRVM FVIT/ ANNO MDLXXXX. Επιπλέον, ο περιηγητής Ιωσήφ Παρτς διασώζει και δεύτερη επιγραφή σε παρακείμενο πηγάδι [ANTONI]O MARINO PRIOLO 2do/ [PR]OCONSVLE REPARATVM/ PETRO BALBI PROVISORE ET/ PREFECTO CORCVRE που αναφέρεται στους κατασκευαστές του.
Κατά τον 19ο αιώνα, από τον ανωτέρω μνημονευθέντα Λάνδο πληροφορούμαστε ότι το 1842 στον ναό της Κασσιώπης έλαβε χώρα μία τεράστιας κλίμακας ιεροσυλία, όπου εκλάπη καθετί πολύτιμο. Μάλιστα, οι ιερόσυλοι δεν δίστασαν να κλάψουν ακόμη και το ασημένιο «πουκάμισο» της εφέστιας εικόνας. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην εγκατάλειψη του ναού. Ευτυχώς που δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε εφημέριος ο π. Κωνσταντίνος Παπαδάτος, ο οποίος με τις άοκνες προσπάθειές του ευπρέπισε το ναό και ευτύχησε να δει το γιο του Αριστοτέλη διάδοχό του στην εφημερία της εκκλησίας.
Η Παναγία η Κασσωπία, επομένως, είναι η ζώσα ιστορία και, παράλληλα, ένα από τα σεπτά σεβάσματα αυτού του τόπου, όπου οι αιώνες υποκλίθηκαν, οι ισχυροί γονάτισαν και οι κερκυραίοι κατέθεσαν ευλαβικά το απόθεμα της ίδιας της ψυχής τους.

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΑΦΟΡΜΕΣ ΓΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟ… [3 ποιήματα]


   
                                 
Συλλείτουργο 

Ἀναρωτηθήκαμε πάλι,
ποιὸς ἦταν, ἄραγε, ὁ Φαρισαῖος
ποὺ ἄρχισε τὸν ἀσπασμό…
Μήπως, ἐγὼ, Κύριε;
εἶπες κι ἐκδηλώθηκες…


Κυριακὴ τῶν Βαΐων

 Σοῦ εἶναι εὔκολο, Κύριε,
 νὰ ζωστεῖς ξανὰ τὰ ἱμάτια
καὶ ἐπί πώλου ὄνου
νὰ εἰσοδεύεις, χάριν ἀναψυχῆς μας,
 στὴν πρωτεύουσα;
Ἔτσι, γιὰ μιὰν ἀναμνηστικὴ
  φωτογραφία Σου…


Ὀφφίκιο…

Ξέρεις, πολλὲς φορὲς
Σὲ σκέφτομαι, Κύριε,
ποὺ δὲν κατάφερες
μήτε τοῦ Ἀναγνώστου τὸ ὀφφίκιο
νὰ λάβεις…
Σὲ ξεπεράσαμε, βλέπεις, ἐμεῖς!
Related Posts with Thumbnails