© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

π. Κων. Καλλιανός: ΟΙ ΠΡΟΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ… (χριστουγεννιάτικο διήγημα)


Ἀπ νωρς, κόμα π τή μέρα το πανηγυριο τς Πανατσας στν Πύργο, στς 21 το ντρι, πο ντρεύει καί τ κρύο, το Νοέμβρη δηλαδ, εχαν μηνύσει στν παπα-Γιώργη, δεύτερο φημέριο τς νορίας Π. ν τοιμαστε ν τούς κάμει το Χριστο στν η-Ρηγνο, γιατ τχανε τάμα κα κάποιοι παλιολλαδίτες νρθουν ν μεταλάβουν κα ν τιμήσουν τν γιο, χρονιάρες μέρες πορχονταν.
δεύτερος φημέριος τς νορίας Π., ταν φτασε παραμον το Χριστο, μετ τν πόλυση τν Μ. ρν κα το σπερινο μ τ Λειτουργία το Μ. Βασιλείου, τοίμασε στό σακκούλι του τά ερά, δηλαδ τό δισκοπότηρο καί φυσικά ,τι παιτεται γιά νά τελεστε Θεία Λειτουργία κι φο συννενοήθηκε μέ τόν ψάλτη ξεκίνησε πομεσήμερα γιά τόν Πύργο, τρες  ρες δρόμο πό τή Χώρα. Τό ζωντανό του ξέρει τό δρόμο, γιατί δέν εναι πρώτη φορά πού παπάς πηγαίνει στή περιοχή το Πύργου. Ετυχς πού δέ χιονίζει, ν κα καιρς εναι στ χιονι, γιατί θά ταν πολύ δύσκολη προσπέλαση. Μόνο σιγοβρέχει. λλά δέ πειράζει. Τό καλύβι πού θά μείνει, χει καλή παραστιά γιά νά στεγνώσει, νά  ζεσταθε καί ν᾿ ναπαυθε.
νεβαίνοντας π τ λούπη, περν τν κάτω γία Παρασκευὴ, φτάνει στ Διακόπι κι στερα νεβαίνει τ δύσκολο Λαλαρι γι φτάσει στν πάνω γία Παρασκευ, που θ σταθε ν᾿ νάψει τ καντήλι, ν ξαποστάσει τ ζο κι διος, κι στερα θ᾿ νεβε στν Πύργο, θ συνεχίσει τ δρόμο του, μέχρι ν φτάσει στ καλύβι, πο εναι κοντ στν Πανατσα.
Γύρω στό σούρουπο φτάνει στό καλύβι το Γέρο Φιλιππή. Τόν δέχονται λοι μέ νακούφιση. Κατεβαίνει πό τό ζο καί μπαίνει στό χωνεμένο στ᾿ πόβραδο καλύβι, πού τό χνοφωτίζει λύχνος πάνω στή "βγο" τς παραστις.
Τό κέρασμα εναι σκα ξερά καί ρακί. φωτιά καίει περήφανα στό τζάκι, ν στό καζάνι πού εναι πάνω στή τζιροστιά σιγοβράζει τό φα γιά τήν αγινή, τήν ορταστική τήν τράπεζα.
ξω βροχή δυναμώνει. Μαζί της καί τό σκοτάδι. Μαζεύονται λοι να γύρω, σιμά στήν παραστιά καί κονε τόν παπά πού τούς ξηγε, πώς θά σηκωθον νωρίς τή  νύχτα γιά τήν κολουθία. Καλό θά ταν νά εδοποιηθον καί τ᾿ λλα, τά γειτονικά  καλύβια. μως, κείνη τήν ρα πο μιλνε, ρχεται μουσκεμένος κα λαχνιασμένος π᾿ τ δρόμο, γιός τς γρις τς Μονοβασς τς Πυργιώτισσας, νά το πε τι Μάνα του ψυχομαχε καί θθελε νά τή μεταλάβει. Τήν αγή, το ξηγε παπς, πολείτουργα, γιατί δέν χει μαζί του  γιο ρτο.
  πνος εναι ρεμος μέσα στή θαλπωρή το καλυβιο. βροχή συνεχίζεται, νύχτα εναι πηχτή σάν τή λάσπη, ν παρηγοριά το λαδοκάντηλου μπροστα στίς παλλαϊκές τίς εκόνες κλείνει τό δρόμο στήν νησυχία.
Εναι κόμα βαθειά νύχτα πού σηκώνονται γιά τήν κκλησιά. νάβουν τό λύχνο, ντύνονται γερά καί ξεκινον μέ λαδοφάναρα, μέ ναμμένα δαδιά στά χέρι. Τό μονοπάτι γεμίζει κόσμο, πού εχονται χρόνια πολλά, μιά σειρά πό μικρές φλόγες πού προχωρον μέ προσοχή μέσα στ᾿ νεμόβροχο, λλά καί μέ τό φόβο τν καλλικατζάρων πού τέτοιες μέρες μφανίζονται ο λιτήριοι καί τά κάνουν λα νακατωμένος ρχόμενος.
κκλησιά εναι φωτισμένη πό τά κεριά καί τά λαδοκάντηλα. ψάλτης χωμένος στή βαρειά τήν πατατοκα μισοκοιμται κόμα στό στασίδι. μως, μέ τήν εδοδο το παπά, λα ξαφνικά λλάζουν, ζωντανεύουν, πως κι ο φλογίτσες τν κεριν στ μανουάλια.
        παπς προσκυν, μπαίνει στ χνοφωτισμένο ερ βμα, πλώνει τ᾿ μφιά του καί τοποθετε προσεχτικ τ ερό Εαγγέλιο κα τά δισκοπότηρα στήν γία Τράπεζα καί τήν πρόθεση, τοιμάζει τό φρεσκοψημένο πρόσφορο, τό μυρωδάτο μαρο νάμα καί τίς λαμπάδες τίς καμωμένες πό γνό μελισσοκέρι, παίρνει καιρό καί βάζει «Ελογητός». κκλησούλα γεμίζει κόσμο, πού ρχεται πό τά γύρω καλύβια, λλ κι π παρακάτω π τ Μορτερ, τν Πάνερμο κα τ Δίτροπο, κόσμο πού στό μέτωπό του διακρίνεις τόν καημ καί τήν γωνία, γιά νά τά φέρουν βόλτα, δουλέυοντας σκληρ τή γς… Εναι λοι τους ντυμένοι πλά, ταπεινά καί δίχως τήν παραμικρή πιτήδευση. ς εναι τσαλακωμένη βράκα τό κολοβόλι. ρκε πού εναι καθαρά, πως κι ο ψυχς ατν τν γνν νθρώπων. Μπορε τ μικρ παιδι ν νυστάζουν κα ν γέρνουν τ κεφαλάκια τους στν ροζιασμένο π τν πολυκαιρία τοχο, πως ταν νοίγουν τ μεγάλα τους κφραστικ μάτια, τ ψιχαλισμένα π τν γρύπνια λλ κα τν κατάνυξη, νοιώθεις τι εναι τ γγελούδια πο στέλνει Χριστς στ γ, τέτοια μέρα...  
κολουθία προχωρε . Δονίζεται κκλησία πό τό τροπάριο « Γεννησίς Σου Χριστέ Θεός μν...» καί λων τά μάτια καρφώνονται στήν εκόνα τς Γεννήσεως, πού εναι πάνω σ᾿ να πλό δισκέλι στολισμένη μέ βάγια καί μυρτιά. Τν κοιτάζουν κι φήνει καθένας μαζ μ τ βαθ γκαρδιακ του στεναγμ, να κόμα λόγο, λόγο παρακλητικ.
Δέν τό ξέρω, μά ποθέτω πώς, ν κείνη τήν ρα πάσχιζε κάποιος ν᾿ ποκρυπτογραφήσει τά ατήματα τν καρδιν κείνων τν νθρώπων, θ᾿ κουγε στεναγμούς λαλήτους, γιά τό παιδί το Γέρο Γιάννη πού λείπει, γιατ  εναι μέ τό καράβι το καπετάν Ζαχαρία, γιά τά κορίτσια το μπάρμπα Μητρο πού εναι τς παντρεις καί εναι νάγκη νά γίνει πεντάρα λίρα, στε νά τοιμαστον,  τό σπίτι πού φτιάχνεται στή Χώρα, τά προικιά, λλά καί νά μαζωχτε τό μέτρημα. λλος σκέφτεται τά παιδιά πού θαψε πό τίς ρρώστιες κα τό γειτονόπουλο πού πόψε χαροπαλεύει στό καλύβι τς Διολετς τς νυφαντίνας πό τόν πυρετό. λλος κούει τή βροχή καί σκέφτεται τή σοδειά. Θά πάει καλά; Γιατί χρωστνε στόν τάδε τοκογλύφο τόσα λεπτά πού τά δανείστηκαν πέρσι γιά νά περάσουν τή χρονιά. λλά κι διος παπάς μέσα στό ερό τό Βμα, πού ξέρει τούς καϋμούς καί τά βάσανα ατν τν συγχωριανν του καί εχεται, βάζει μαζί μέ τά δικά τους καί τά δικά του τά παθήματα καί τίς στεναχώριες. Κι ατός χει κορίτσια γι᾿ ποκατάσταση. Τρία, ζωή νά χουν καί καλό τυχερό. Κι ο γαμπροί λίγοι, λλά καί φτωχοί. Τό σπίτι τς Μαρίας σχεδό τελειώνει, ν δίπλα της θά πρέπει νά θεμελιωθον κι λλα δύο. Στίς κεντίστρες εναι δοσμένα τά λεπτά νά τοιμάσουν τή στόφα τή νυφιάτικη, γιατί που νναι δένεται παντρειά μέ τόν Παντελ τόν καλαφάτη.
ξω κούγεται μιά βουή πό τόν γέρα πού κατεβαίνει πό ψηλά π τή Δέλφη καί μπαίνει μέσα στίς πευκοσειρές καί τίς ναδεύει. Κάπου-κάπου τ᾿ νεμόβροχο χτυπ μέ δύναμη πάνω στήν πόρτα, λές καί θέλουν λες ο κακές δυνάμεις καί τά πνεύματα το δάσους νά εσβάλουν στήν κκλησιά καί ν᾿ ναστατώσουν τά πάντα. Τ᾿ φουγκράζονται σιωπηλοί καί κατανυγμένοι ο χωρικοί καί κάνουν τό σταυρό τους «Στό πέλαγο Παναΐτσα μου», λένε καί περιμένουν τ χάραμα.
Σέ λίγο βγαίνει παπάς μέ τή θεία Μετάληψη καί ο περισσότεροι κοινωνον, φο πάρουν σχώρεση νας π᾿ τόν λλο. κόμα καί κενοι πού εναι μαλωμένοι, γιατί τυχε γίδα το μιανο νά μπε στό χτμα το λλου καί το φάει τά θλιάσματα. πόψε, μέρα πού εναι, τ᾿ στοχνε γιά λίγο, γιά νά τά παναλάβουν μετά πό δυό-τρες μέρες. Καϋμένοι νθρωποι....
Λίγο πρίν πό τήν πόλυση ρχεται κι γιός τς γρις τς Μονοβασσς, Κωνσταντής μ᾿ να μεγάλο λαδοφάναρο νά συνοδέψει σαμε τό καλύβι τους τν παπ μ τη Θ. Μετάληψη, γιά κοινωνήσουν τή Μάνα του. Το παπά τρέμει ψυχή· πρτα-πρτα μήπως καί δέν προφτάσει ζωντανή τήν ρρωστη κι στερα μήπως καί παραπατήσει μέ τ᾿ για Μυστήρια στά χέρια. μως τ᾿ ποφασίζει, παρακαλώντας τό Θεό νά το δώσει κουράγιο νά ξεπεράσει λα τά μπόδια πού πωσδήποτε θά παρουσιαστον. Κάι πράγματι τό τί παρουσίασε μισόκαλος μπροστά του δέ λέγονται. Πρτα σκοτεινιά, τό κακοτράχαλο το δρόμου, τ᾿ νεμόβροχο πού τοκλεινε τά μάτια κι στερα τό μούδιασμα στά χέρια, πού δ πάνω στό βουνό μ᾿ ατή τήν παγωνιά δέν τά ασθανόταν. Κύριε, ψιθύρισε, βόηθα καί Σύ....
ταν φτάσανε στό καλύβι τς ρρωστης  καί τήν κοινώνησε, κατάλαβε τ πς τόν περίμενε κουρασμένη γριά τό Μονοβασσώ καί πόσο ναγάλλιασε ταν κοινώνησε! Τήν εχή το Κ᾿ στο νάχεις παπά μ᾿, μουρμούρισε κι στερα πεσε σέ λήθαργο. Τς διάβασε μιά εχή καί στάθηκε σιμά στή φωτιά νά πάρει μιά πύρα, πρίν ξεκινήσει γιά τήν κκλησιά. ταν φτασε, λοι σχεδόν τόν περίμεναν καθισμένοι στά στασίδια, ν λλοι εχαν περάσει στό διπλανό τό κελλί, που μεινε τή νύχτα γέρο-ψάλτης, ξάναψαν τή φωτιά στό τζάκι καί κουβέντιαζαν πίνοντας φασκόληλο μέ πετιμέζι. Τό χάρηκε ατό πολύ καί τό κτίμησε παπάς.
Τό γκρίζο σεντόνι πού πλώνεται μέ τό χάραμα να γύρω στήν περιοχή δίνει στούς χωρικούς τή δυνατότητα νά ξεκινήσουν γιά τά καλύβια τους, φο εχηθονε νας στόν λλο χρόνια πολλ κα καλ χρονι.
Τελευταος ναχωρε παπάς, φο μαζεύει τά ερά του καί κατευθύνεται γιά τό καλύβι. Εναι μόνος του μέσα τό μικρό ναΐσκο, πού ποπνέει μιά εωδία γγελική, οράνια. Θά χάρηκε πολύ γιος χρονιάρα μέρα πού εναι καί Τόν λειτουργήσαμε, σκέφτεται καί τά μάτια του νοτίζονται πό κατάνυξη καί εχαριστία, πού μπόρεσε καί φέτος νά συνεορτάσει μέ τούς Πυργιτες τά Χριστούγεννα. Πρίν ναχωρήσει, ρίχνει μιά ματιά στό σωτερικό τς κκλησις καί παρατηρε στό μισοσκόταδο τίς Μορφές το Χριστο, τς Παναγίας κα τν γίων πού χνοφωτίζονται πό τό λαρό τό φς το λαδοκάντηλου. Τό γαπ διαίτερα ατό τό φς παπς, γιατί γαλήνη του, ταπεινοσύνη του, μορφιά του σταλάζουν στή φρυγμένη τήν ψυχή ελογία...
Στό καλύβι φτάνει σχεδόν μουσκεμένος. Κάθεται δίπλα στήν παραστιά, στό μεντέρι καί πυρώνεται τρώγοντας τίς τηγανίτες μέ τό μπόλικο τό πετιμέζι καί πίνοντας ρακί.


Σέ λίγο θά πρέπει ν᾿ ναχωρήσει γι τη Χώρα, μως κείνη τή στιγμή παρουσιάζεται Κωσταντής, γιός τς θεις τς Μονοβασς καί το ναγγέλλει τό θάνατο τς Μάνας του, τώρα τά ξημερώματα. Μίλησαν καί μέ τούς λλους τούς Πυργιτες καί συμφώνησαν ν τή θάψουν πομεσήμερα, γιά μή φέρνουν πάλι αριο τόν παπά, μέρες πού εναι.
Παράτησε μισιοπιωμένο τό ρακί. Στή γαβάθα εχαν περισσέψει δυό-τρες τηγανίτες. Πρε τό πετραχήλι καί, μισομουσκεμένος καθώς ταν, πγε νά διαβάσει Τρισάγιο στή νεκρήπέναντι, πό τή μεριά τς νάληψης καί το η-Γιώργη στήν Καρυά νέβαινε μιά βαρειά συννεφιά, πού φραζε τόν τόπο. Στάθηκε κι γνάντεψε. Το εχε πε παπα-Γιάννης πό τόν γιο Σπυρίδωνα τι θά λειτουργοσε στό μοναστήρι, στόν η-Γιώργη στήν Καρυά, γιά τούς Καρυτες πού μένανε πέναντι καί κοίταζε μήπως διακρίνει κάποιον. Δέ φαινόταν τίποτε. καιρός εχε γυρίσει στό χιονιά καί μιά κάπνα πό πηχτό γκριζόμαυρο σύγνεφο κατέβαινε πό ψηλά μαζί μέ τ᾿ νεμοσούρια καί τίς κραυγές τν πουλιν πού πήγαιναν νά κρυφτον στίς φωλιές τους. Τόν γύρισε, παπά τόν καιρό. «Σά δέ βγάλει κανένα χιόνι πόψε!...», επε σιγά Κωνσταντής κι στερα σώπασε, γιατί τό μετάνοιωσε, πειδή πρεπε κι παπάς νά γυρίσει στή Χώρα. Κι εχαν καί τήν κηδεία... παπάς τόν πρόσεξε, μά δέν επε τίποτε, μονάχα τόν κολουθοσε σιωπηλός, πομονετικός κι ρεμος.
Τή νεκρή τήν εχαν πάνω στό γιατάκι, στολισμένη καί καθαρή·  εχαν νάψει μιά λαμπάδα καί τς εχαν κόψει λίγα λουλούδια φημένα στά χέρια της. Νά τά πάει στόν πατέρα καί στ᾿ δέρφια μου, επε Κωνσταντής. παπάς προσκύνησε, διάβασε τό Τρισάγιο κι στερα κάθισε νά δώσει δηγίες γιά τή νεκρώσιμη κολουθία καί τήν ταφή.
Το προσφέρανε σκα ξερά, λίγο καλό μαρο κρασί κι να κομμάτι ψωμί, γιά στυλωθε. Φαΐ τό σπίτι ατό δέν βρασε σήμερα κι ς ταν χρονιάρα μέρα.
Καθώς τρωγε σιγά καί διακριτικά κοιτάζοντας πρός τά ξω, κατά τή μεριά τς θάλασσας, πάσχιζε νά ξετυλίγει τό νμα τς ζως τς θεις τς Μονοβασσς, ατς τς παλις Πυργιώτισσας, πού δ γεννήθηκε, δ ζησε κι δ, φο κοιμήθηκε πληρώνοντας τό κοινό χρέος, θά ταφε, χρονιάρα μέρα κα στό καταχείμωνο.
ταν πό τίς ρχοντογυνακες το Πύργου τούτη θειά. Φιλόξενη, φιλότιμη, πιστή στό Θεό καί στίς παραδόσεις καί, φυσικά, πολύ δουλεμένη.
Τήν ξερε παπάς, γιατί ατός στεφάνωσε τά παιδιά της καί βάφτισε τά γγόνια της καί πολλές φορές το εχε πε τόν καϋμό της.
Εχε γεννηθε στά τέλη το 1700, εχε παντρευτε τόν Νικολό τόν Μπαρμπεράκη, πού εχε κι ατός καλύβι, μπέλια καί καρούτα στόν Πύργο, κοντά στή Παναΐτσα, πιό πέρα πό τά καλογερικά κι εχε ποκτήσει φτά παιδιά. Τέσσερα παλληκάρια καί τρία κορίτσια.
Στά χρόνια τς πανάστασης ντρας της πγε μαζί μέ τό καράβι το καπετάν Κωνσταντή το Μανωλάκη, γιά βοηθήσει στόν γώνα. κείνη πόμεινε στόν Πύργο νά στρεμματίζει, νά κλαδεύει, νά σκάβει καί νά κάνει λες τίς δουλειές μέ τά παιδιά της. Μέχρι πού ρθε τό μαντάτο τι ντρας της πνίγηκε σέ μιά φουρτούνα, νοιχτά πό τό ρος. Τότε κείνη σφιξε τήν καρδιά, ζώστηκε περισσότερο στή δουλειά καί κοίταξε νά βολεύει τ᾿ μπέλια τους, τά δικά της καί το σχωρεμένου.
Κι πρξαν χρόνια βάσταχτης δυστυχίας, γιατί ο λιάπηδες κι ο πειρατές πολλές φορές κατάκλεψαν τή σοδειά τους, πό τήν καρούτα κόμα πού βραζε τό κρασί μέ τά στέφλα, σφαξαν τά ζα καί ρήμαξαν τό καλύβι.
λλά καί τό λιγοστό τό λάδι τς πραν, ταν σπασαν τίς πόρτες το καλυβιο, κόμα καί τά λίγα ροχα πού εχε, τ μάζωξαν κι ατ. Ετυχς γιά κείνη καί τά παιδιά της πού εχαν πάει στή Χώρα κενες τίς μέρες, γιατί πάντρευε τή μεγάλη τή θυγατέρα της, τ Γερακό, μέ τόν Παναγή τόν Μπογιατζή κι τσι γλύτωσαν.  
 Τή ζωή της λάκερη σχεδν τήν πέρασε στόν Πύργο, στό καλύβι. κε εχε τά ζωντανά καί λα τά καλά κάι τά καλούδια. Μάζευε, λοιπόν, μέ αματηρή οκονομία τά χρήματα, γιά νά στήσει τά σπίτια, γιά νά τοιμάσει τίς προκες, γιά νά δώσει καί τό μέτρημα. τσι τά εχε βρε πό τούς δικούς της καί τά συνέχισε, χωρίς γκομαχητό καί πελπισία. Τόν γιο Ρηγίνο τόν εχε παρηγοριά καί κάθε βράδυ πήγαινε καί το ναβε τό καντήλι στό κκλησάκι, θυμιάζοντας καί φήνοντας τίς παρακλήσεις της νά σηκωθον πό μέσα της, πως λιβανωτός πό τό θυμιατήριο.
Τς ρεσε νά πηγαίνει σέ ρα σπερινο, τότε πού ο σκιοι ξετρυπώνουν πό τά διάσελα καί τίς πυκνές δεντροσειρές κι νεβαίνουν μέ τό σκοτάδι πρός τά καλύβια. Ατή ρα, ρα τς σιωπς, τς κατάπαυσης τν ργων τς μέρας, ρα πού νοίγει τή θύρα στή νύχτα, χει μιά περίεργη γοητεία. Γιατί σκάβει τήν ψυχή καί κατεβαίνει βαθειά μέσα στν νθρώπινη παρξη, φήνοντας νά σηκωθον ο θύμησες, πού τίς χτίζουν μέ σάρκα τά Πρόσωπα τ᾿ γαπημένα πού μίσεψαν π᾿ ατό τόν κόσμο. διαίτερα τίς μέρες το χειμώνα, μέ κενο τό στερνό τό φς το λιου, πού στραγγίζει τή νοσταλγία του πάνω στόν κόσμο... λλά καί τίς παχνιασμένες πό τήν πόβροχη τή συγνεφιά δειλινές ρες πήγαινε στόν γιο, προσέχοντας τή λευκόγκριζη τήν καπνιά πό τή συγνεφιά, πού κατέβαινε πάνω πό τή Δέλφη καί κύκλωνε να γύρω τόν τόπο. Τς φαινόταν τότε πώς τά σύνορα το κόσμου φταναν σαμε κε, πού φραζε ϋλος τοχος πό κείνη τήν καπνιά. Κι λα γύρω της τβλεπε νά περιορίζονται σέ λίγα μέτρα, πως περιορίζεται ζωή, ταν περάσουν τά χρόνια καί μαζευτε πιά τό κουβάρι της...
Τξερε ατά παπα- Γιώργης, γιατί το τλεγε σγχωρεμένη ταν νέβαινε στόν Πύργο νά λειτουργήσει, νά πάει κι ατός στ’ μπέλι του πού εχε παραπέρα, γιά νά τό κλαδέψει νά τό σκάψει, κάποιες μέρες πού δέν ταν γιορτή. Τό Μονοβασσώ τόν κτιμοσε ς παπά καί νθρωπο, γιατί ταν κι νορίτισσά του. τσι, τόν καλοσε στό καλύβι της νά πιε να ζεστό, νά φάει λίγο φαΐ, νά τόν φιλέψει λίγα σκα, λίγο τυρί καί μέλι. κενος πάλι τή βοηθοσε σέ λογαριασμούς, σέ καμμιά δουλειά στή Χώρα, γιατί δέν ξερε γράμματα, οτε δια οτε καί τά παιδιά της.
ρα περνοσε. Τόν γύρεψαν πό τό καλύβι πού τόν φιλοξενοσαν νά πάει νά φνε. Τούς επε τι θά σήκωναν σέ λίγο τό λείψανο κι τσι θά μενε στό καλύβι τς Μονοβασσώς.
ξω ρχισε ν᾿ σπρίζει παράξενα ορανός. πό ψηλά, πό τή Δέλφη κατέβαινε μιά λευκή, θολωμένη σκιά. «Θά χιονίσει», επε γιός τς νεκρς. Καί πγε στ᾿ λλα, τά γειτονικά τά καλύβια νά πε στούς ντρες, μιά κι ο γυνακες συντρόφευαν τή νεκρή, νά βιαστον, γιατί καιρός παίρνει τά πάνω του.
πό μακριά κούστηκε καμπάνα το γίου Ρηγίνου νά χτυπάει πένθιμα. Τό καλύβι τς Μονοβασσς ρχισε νά γεμίζει πό Πυριτες. παπάς βαλε τό πετραχήλι, διάβασε τό Τρισάγιο καί προέτρεψε τούς πιό νέους νά σηκώσουν τό λείψανο.
φεραν μιά ξύλινη κοντή σκάλα, στρωσαν ο γυνακες ραο κεντητό παλι κιλίμι, πιασαν τό λεψανο πό τίς κρες το σεντονιο καί τό τοποθέτησαν στό πρόχειρο ατό νεκροκρέβατο. Βόλεψαν τό κεφάλι πάνω σέ καλό, κεντητό μαξιλάρι καί ξεκίνησαν.
Βγάινοντας πό τ καλύβι κόυστηκε χος νός «γγειο» πού τό σπασαν, γιά νά «σκάσει χάρος». παπάς τό κουσε καί χαμογέλασε, γιατί σκέφτηκε πώς μέχρι σήμερα, π᾿ ατό τό καλύβι χει κηδέψει λλα τρία πρόσωπα. Τούς γονιούς τς θεις Μονοβασσς κι να παιδί της. Καί πάντα τόν διο τόν χο το σπασμένου γγειο κουγε. Θυμήθηκε τότε κενο τό λόγο το σίου Σισώη το Μεγάλου, πού πάνω πό τόν τάφο το Μεγάλου λεξάνδρου διαλογιζόταν κι λεγε: «Θάνατε, θάνατε, τίς δύναται φυγεν σε;»
Τή Νεκρώσιμη κολουθία τήν ψαλαν στόν γιο Ρηγίνο, ταπεινά, πλά καί μέ κατάνυξη. Μέ τό τέλος γινε κι ταφή κε γύρω πό τήν κκλησία, που συνήθιζαν νά ναποθέτουν τούς κεκοιμημένους.
Δυό πανηγύρια, σκεφτόταν, καθώς τοίμαζε τά ερά του μέσα στήν κκλησιά παπα-Γιώργης, σήμερα. Τό να γιά τήν παρουσία το Θεο στόν κόσμο καί τό λλο γιά τήν παρουσία τς θεις στά χέρια το Θεο.
ξω ρχιζε νά πέφτει πυκνό τό χιόνι. νας χαρτοπόλεμος πό μικρά λευκά χαρτάκια χύνονταν στ δάσος. Τό νιόσκαφτο μνμα τς Μονοβασσς ρχισε ν’ σπρίζει. Βιάστηκε νά ξεκινήσει γιά τή Χώρα. Προσκύνησε τόν γιο Ρηγίνο, πγε στό Καλύβι νέβηκε στό ζο, φο φόρτωσε τά πράγματά του καί τά φιλέματα τν Πυργιωτν, τυλίχτηκε καλά καί ξεκίνησε. Τό χιόνι πεφτε μέ σταθερό ρυθμό. Τ μονοπάτια καλύπτονταν σο περνοσε ρα και σ κάποια σημεα διάβαση ταν δύσκολη, γι᾿ ατ ναγκάζονταν ν κατεβε π τ ζο.
Γύρω του μιά λευκή θόνη κάλυπτε τά πάντα. Καί σιωπή, πού πλώνεται ατές τίς ρες το χιονιά, δινε τήν ντύπωση στόν παπά τι λος τόπος χει δειάσει. Μόνο κάποια πουλιά σπεύδανε ν κρυφτον στς πανεμιές, καταλαβαίνοντας τ χειμώνα πο νταρεύει.
Στό σπίτι του, στ Χώρα, φτασε λευκοντυμένος, παγωμένος καί μέ τήν κόπωση στό μεσόφρυδο· κι φτασε, μόλις μπαινε νύχτα. Μόνο ψυχή του ταν φωτισμένη, ζεστή, λαφρά κι ναπαμένη. Εχε, βλέπεις, γιορτάσει τ Χριστούγεννα!...

3-11 Δεκ. 2003         

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικος Χαιρετισμός του Επισκόπου Μοζαμβίκης Ιωάννου

Προς το Πλήρωμα της Εκκλησίας των Ορθοδόξων της Μοζαμβίκης


Αδέλφια μου Μοζαμβικανοί, 
       Γεννήθηκε ο Χριστός και τα πάντα στην ανθρώπινη ιστορία έχουν πια μεταποιηθεί από γήινα και εφήμερα, σε ουράνια και αιώνια. Ο Θείος Λόγος σαρκώθηκε και έκτοτε όλες οι ανθρώπινες υποθέσεις έχουν αποκτήσει νόημα και διάρκεια. "Ο αχώρητος παντί εχωρήθη εν γαστρί", με σκοπό να χωρέσει τελικά στον εσωτερικό κόσμο όλης της ανθρωπότητας όλων των των εποχών και όλων των τόπων. 

Ένας από αυτούς τους τόπους είναι και ο δικός μας, η ωκεανοφίλητη Μοζαμβίκη. Έχοντας  κληθεί -με την Ανοχή του Ουρανού- η ταπεινότητά μου, όχι ως εκπρόσωπος του Θεού ανάμεσά Σας, αλλά ως δικός Σας εκπρόσωπος ενώπιον Εκείνου, γνωρίζοντας μάλιστα την καθαρότητα και την ευσέβεια των καρδιών Σας, καλώ τον καθένα ξεχωριστά και όλους μαζί να προσεγγίσουμε βιωματικά τον Νεογέννητο Θεό, με πρόθεση να αυτοπροσφερθούμε όλοι, ώστε να Τον σπαργανώσουμε Νήπιο, επιδεικνύοντας την απαιτούμενη θαλπωρή στον Θεό, που καταδέχεται να μάς επισκεφθεί, με σκοπό την "του σύμπαντος κόσμου" σωτηρία. 

Η Μοζαμβίκη -είμαι βέβαιος γι' αυτό- μπορεί να παρέξει ζεστό "κατάλυμα" στο Θείο Βρέφος! Μπορεί να ετοιμάσει πλήθη από φάτνες, ώστε σε κάθε μία να συντελεσθεί το Θαύμα των θαυμάτων! Μπορεί (ενώ θα έχει ο Νεογέννητος καταφύγει στην Αίγυπτο, για ν' αποφύγει τη ζηλοφθονία του Ηρώδη), να Τον κρύψει στα σπλάχνα της η φιλόξενη και φιλόθεη χώρα μας, κατέχοντας την πεποίθηση ότι Εκείνος ύστερα θα χαρίσει την ευεργετική Αγάπη Του προς τον λαό, που Τον δέχθηκε! 

Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ο υψηλός Θεός φαίνεται επί γης άνθρωπος ταπεινός. Άραγε, θα Τον αναγνωρίσουμε; Είναι αυτός που περνά στο απέναντι πεζοδρόμιο, φτωχός και κατατρεγμένος... Είναι αυτός, που βρίσκεται έρημος και ξεχασμένος στο περιθώριο της ζωής και των μύριων βασάνων και ασθενειών... Είναι αυτός, που δεν αξίζει το βλέμμα μας... 

Αγαπητοί Φίλοι, 
     Ας δούμε τον κάθε συνάνθρωπο με βλέμμα καλοσύνης και ανοχής! Θα είναι το πρώτο σκαλί, για ν' ανέβουμε την σκάλα προς τον Ουρανό, στην οποία θα συναντήσουμε οπωσδήποτε τον Θεό να κατεβαίνει, καθώς θα καθίσταται Θεάνθρωπος! 

Μεταφέροντας τις ευχές και τις ευλογίες του πολυσέβαστου Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ. κ. Θεοδώρου Β΄ για ψυχοσωματική υγεία πνευματική πρόοδο, 
Σάς αγκαλιάζω με ολόθερμα αισθήματα γιορτής 

Ο Επίσκοπός Σας 
+ ο Μοζαμβίκης Ιωάννης 


Στη φωτό: Η Γέννηση του Χριστού, δια χειρός Helen Lieros, από τον Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Maputo.

Ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος Β΄ υπέρ της Μητρότητας (Χριστούγεννα 2011) [ελληνικά και πορτουγέζικα]

Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ   Β΄
ΕΛΕΩι  ΘΕΟΥ  ΠΑΠΑΣ  ΚΑΙ  ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΠΑΣΗΣ ΓΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ  ΠΑΣΗΣ  ΑΦΡΙΚΗΣ 
ΠΑΝΤΙ  Τῼ  ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ
ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ  ΚΑΙ  ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ  ΘΡΟΝΟΥ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΧΑΡΙΣ  ΚΑΙ  ΕΛΕΟΣ  ΚΑΙ  ΕΙΡΗΝΗ
 ΠΑΡΑ ΤΟΥ  ΕΝ  ΒΗΘΛΕΕΜ  ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ 
ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ  ΘΕΟΥ  ΚΑΙ  ΣΩΤΗΡΟΣ  ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ
        
Αδελφοί μου αγαπητοί και ευλογημένοι,
          
Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, μία βραδιά σαν την σημερινή, η Θεοτόκος σπαργάνωνε το νεογέννητο Ιησού για να ζεσταθεί. Λίγες ημέρες αργότερα και πάλι μέσα στο σκοτάδι, ο Ιησούς θα αναζητούσε τη ζεστασιά, αυτή τη φορά στην αγκαλιά της μητέρας Του, καθώς έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς προς την Αίγυπτο για να αποφύγουν την οργή και την μανία του Ηρώδη.
         
Αλλά και σε όλη Του την ζωή, που τόσο ταπεινά ξεκίνησε στη Βηθλεέμ, η θαλπωρή της μητρικής παρουσίας δεν έλειψε από το πλευρό του Κυρίου μας. Η Θεοτόκος ακολούθησε πιστά και υπομονετικά τον Ιησού σε όλες τις ευαγγελικές Του οδοιπορίες, σε όλες τις δοκιμασίες της επίγειας ζωής Του. Σιωπηλά συμπορεύτηκε μαζί Του, σιωπηλά Του συμπαραστάθηκε, σιωπηλά συμμετείχε στον πόνο του Γιου και Θεού της.
         
Η στάση της Θεοτόκου ανέδειξε την μητρική αγάπη σε αναντικατάστατο πυλώνα της ανθρώπινης ζωής. Η στάση της Θεοτόκου ανέδειξε τις αρχές της πραότητας, της μετριοφροσύνης και της αλληλεγγύης. Και η εικόνα της μητρικής σκέπης και προστασίας, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην μικρή φάτνη των αλόγων, έμελλε να γίνει αιώνιο σημείο αναφοράς για όλες τις γυναίκες του κόσμου. Καταφύγιο ελπίδας, κάθε φορά που χανόταν και η τελευταία αχτίδα φωτός. Καταφυγή θάρρους, κάθε φορά που στέρευαν και τα τελευταία αποθέματα αντοχής.
         
Σήμερα ωστόσο που ο άνθρωπος κατακτά το ένα μετά το άλλο τα κάστρα της γνώσης, σήμερα που ο άνθρωπος τελειοποιεί τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα, σήμερα που ο άνθρωπος έχει συχνά την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υποκαταστήσει και τον ίδιο τον Θεό, η γυναίκα, ως ο φυσικός φορέας της αλλαγής και της αναγέννησης του κόσμου, ακόμα δεν χαίρει του σεβασμού που θα της ταίριαζε στην κοινωνία.
         
Μπορεί η θέση της γυναίκας να αναβαθμίστηκε θεσμικά. Όμως την ίδια στιγμή τα δικαιώματα της δεν έπαψαν να αποτελούν αντικείμενο παραβιάσεων. Μπορεί πολλές γυναίκες να περνούν ανέμελα τη σημερινή βραδιά ανάμεσα σε πρόσωπα αγαπημένα και με τα απαραίτητα στο γιορτινό τραπέζι. Όμως την ίδια στιγμή πλήθος άλλων γυναικών αδυνατεί να βιώσει τη γιορτινή ατμόσφαιρα των ημερών.
         
Είναι οι γυναίκες θύματα της παράνομης διακίνησης με σκοπό την εκμετάλλευση και την εμπορία. Είναι οι κακοποιημένες από τον σύζυγο γυναίκες, τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας. Είναι οι γυναίκες φορείς του ιού του ΗΙV/AIDS που εισπράττουν το τίμημα του κοινωνικού στιγματισμού. Είναι οι μακροχρόνια άνεργες γυναίκες και οι αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας. Είναι όλες οι γυναίκες που παλεύουν για να άρουν τον όποιο αποκλεισμό τους από την κοινωνία. 
         
Είναι οι γυναίκες που στην εποχή της οικονομικής δυσπραγίας καλούνται να ανταποκριθούν σε ρόλους πολλαπλούς, σε αυτό της συζύγου, της μητέρας, της εργαζόμενης, της οικοδέσποινας. Στην προσπάθεια τους να ανταποκριθούν σε όλες αυτές τις κοινωνικές απαιτήσεις και να κρατήσουν λεπτές ισορροπίες, οι γυναίκες πιέζονται, αγχώνονται, εξαντλούνται, λυγίζουν.
         
Είναι οι γυναίκες της υποσαχάριας Αφρικής που αντικρίζουν με φόβο και αγωνία το θείο δώρο του ερχομού της νέας ζωής. Κι αυτό διότι σε αυτήν την υποβαθμισμένη γωνιά του πλανήτη μας μια γυναίκα έχει μια πιθανότητα στις δεκαέξι να πεθάνει εξαιτίας επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού. Τα ορφανά τους παιδιά είναι δέκα φορές πιο πιθανό να πεθάνουν μέσα σε δύο χρόνια από το θάνατο της μητέρας τους.
            
Αδελφοί μου πολυτίμητοι,
         
Ένας κόσμος χωρίς μητέρες είναι ένας κόσμος χωρίς αγάπη και ένας κόσμος χωρίς σεβασμό στην γυναίκα ως πηγή της ζωής είναι ένας κόσμος χωρίς ανθρωπιά. Ας μην αφήσουμε λοιπόν την κρίση των καιρών μας να παραβιάσει το σεβασμό στα δικαιωμάτων της γυναίκας. Κι αυτό γιατί τα δικαιώματα δεν γνωρίζουν φύλο, δεν γνωρίζουν σύνορα. Ας δείξουμε λοιπόν τον απαιτούμενο σεβασμό στην προσωπικότητα, στην εργασία, στον κόπο, στις ανάγκες και στις επιθυμίες της μητέρας, της συζύγου, της αδελφής, της κόρης.
           
Αυτόν ακριβώς τον σεβασμό, ανάλογο του Δίκαιου Ιωσήφ προς την Θεοτόκο, κάνουν πράξη οι σύγχρονοι ιεραπόστολοι της Αφρικής αναπτύσσοντας δίκτυα ανθρωπιστικής βοήθειας με κέντρο τη γυναίκα που καθημερινά μοχθεί, αγωνίζεται, υπομένει. Είναι αλήθεια ότι τα μέσα υπολείπονται την ώρα που όλοι βιώνουμε τη μέγγενη της οικονομικής στενότητας. Ωστόσο καμία έκπτωση δεν μπορεί να γίνει στην παραδοχή ότι ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σεβασμό της γυναίκας, του φορέα του θείου δώρου της ζωής. Ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάλυψη και προστασία του δικαιώματος της ασφαλούς μητρότητας.  Της μητρότητας που καθαγίασε μια βραδιά σαν την σημερινή η Θεοτόκος σε μια ταπεινή φάτνη!  

†Ὁ Πάπας καί Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
Θ Ε Ο Δ Ω Ρ Ο Σ  Β΄



Εν τη Μεγάλη Πόλει
της Αλεξανδρείας
Χριστούγεννα 2011



Theodoros II

Pela Graça de Deus, Papa e Patriarca de Alexandria e de toda a África, para a plenitude do Trono Apostólico e Patriarcal de Alexandria, Graça e Misericórdia e Paz do nosso Senhor e Deus e Salvador Jesus Cristo, nascido em Belém e que cumpriu a Economia Divina.
Meus amados e abençoados, irmãos e irmãs,
Dois mil anos atrás, numa noite como esta noite, a Nossa Senhora estava agasalhando o recém-nascido Jesus  para mantê-lo aquecido. Poucos dias depois, novamente na escuridão, Jesus iria procurar calor, novamente nos braços de sua mãe, enquanto tomavam caminho do exílio para o Egipto a fim de escapar a fúria e ira de Herodes.

            Além disso, porém, durante toda a sua vida que começou tão humildemente em Belém, para o nosso Senhor nunca faltou carinho maternal. A Nossa Senhora fielmente e pacientemente seguiu Jesus em todas as suas viagens evangélicas em todos os desafios de sua vida terrena. Silenciosamente ela viajou com ele,  silenciosamente ficou do seu lado, participou do sofrimento de seu Filho e Deus.
             A atitude da Nossa Senhora deu destaque ao amor materno como um portal insubstituível da vida humana. Sua atitude sublinhou os princípios de humildade, suavidade e solidariedade. Além disso, a imagem de abrigo e protecção materna, como isso se reflectiu no pequeno presépio em Belém, foi para se tornar uma referência eterna para todas as mulheres do mundo. Um refúgio de esperança cada vez que o ultimo raio de luz foi perdido. Um refugio de coragem a cada vez que as últimas reservas de força estavam sendo esgotadas.

           Hoje, porém, na medida que o homem conquista os bastiões do conhecimento um após o outro, hoje como o homem aperfeiçoa a tecnologia disponível, hoje como o homem muitas vezes tem a ilusão de que ele pode substituir o próprio Deus, mulher, como o portadora natural de mudança e de regeneração do mundo, ainda não goza do respeito que seria apropriado para ela na sociedade.

           A posição das mulheres pode ter sido institucionalmente actualizado. No entanto, ao mesmo tempo os seus direitos não deixaram de ser sujeitos a violações. Muitas mulheres podem passar uma noite despreocupada entre seus entes queridos, desfrutando o essencial em sua mesa festiva. Mas ao mesmo tempo, muitas outras mulheres se vêem incapazes de experimentar a atmosfera festiva destes dias.
           Estas são as mulheres que são vítimas de tráfico para fins de exploração; as mulheres que sofrem abusos pelos seus maridos ou parceiros; vítimas de violência doméstica; as mulheres infectadas pelo vírus HIV que pagam o preço do estigma social; mulheres desempregadas a longo prazo e mulheres excluídas do mercado de trabalho; todas as mulheres lutando para eliminar a sua qualquer exclusão da sociedade.

           Estas são as mulheres que em tempos de dificuldades financeiras, são obrigadas a responder a várias funções; os papéis de esposa, mãe, trabalhadora e dona de casa. Em seu esforço para responder a todas essas demandas sociais e de manter um equilíbrio delicado, as mulheres são pressionadas, stressadas, exaustas, pois elas estão sobrecarregadas.
          Estas são a mulher de África Austral, que enfrentam com medo e angústia o dom divino da vinda de uma nova vida. Isso ocorre porque nesta parte subdesenvolvida do nosso planeta, a mulher tem uma em dezasseis chance de morrer devido a complicações durante a gravidez ou o parto. As suas crianças órfãs tem dez vezes mais chance de morrer dentro de dois anos após a morte de sua mãe.
Meus irmãos e irmãs mais preciosos,
             Um mundo sem mães é um mundo sem amor e um mundo sem respeito pelas mulheres como fonte de vida, é um mundo sem humanidade. Vamos, portanto, não permitir que a crise do nosso tempo viole o respeito pelos direitos das mulheres. Direitos  não conhecem género nem  fronteiras. Vamos mostrar o respeito necessário para a pessoa, o trabalho, o esforço, as necessidades e os desejos da mãe, esposa, irmã e filha.
          É precisamente este respeito, semelhante ao que o José Justo mostrou à Nossa Senhora, que os missionários modernos em África põem em prática pelo desenvolvimento de redes de assistência humanitária, principalmente com as mulheres que, diariamente, trabalham, lutam, sofrem. É verdade que os meios são insuficientes no momento em que todos nós estamos enfrentando o aperto de escassez financeira. No entanto, nenhuma dedução pode ser feita na convicção de que a esperança para o futuro melhor não pode existir sem o respeito pelas mulheres, as portadoras do dom divino da vida; esperança de futuro melhor não pode existir sem garantir e proteger o direito de maternidade, segura.
          Maternidade que numa noite como esta noite foi santificado pela Nossa Senhora no humilde presépio em Belém.
Theodoros II
Papa e Patriarca de Alexandria e toda África
Na grande cidade de Alexandria
Natividade do Senhor, 2011

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΩΣ ΨΕΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΕΛΥΤΗ

[Αναδημοσίευση από την Βιβλιοθήκη (σ. 5) της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22.12.2011 και το αφιέρωμα ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ «Συνομιλώντας με το έργο του», με επιμέλεια του Διονύση Μουσμούτη]

«Κύριε Ελύτη,
Συγχαρητήρια που πήρατε το βραβείο Νόμπελ.
Σας εύχομαι πάλι του χρόνου.»
[Ευχές μαθήτριας από χειρόγραφο εκτεθειμένο στο Ίδρυμα Θεοχαράκη]

Κάθε φορά που ανοίγω τα Άπαντα του Οδυσσέα Ελύτη (και  τα ποιητικά και τα πεζά του), ξανοίγομαι μάλιστα -δίχως την προαπαιτούμενη κολυμβητική γνώση- στις καλλίδρομες θάλασσές του, ιδιαίτερα κατ’ αυτές τις παραλυτικές ημέρες μας και μάλιστα «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (κατά τον Προφητάνακτα Ποιητή), τον διαισθάνομαι να βιώνει την αίσθηση του μικρού παιδιού, που απλώνει ευδιάθετο τα παιχνιδοτουβλάκια του και με υπομονή πολλή συνθέτει τα πολύχρωμα σπιτάκια μιας φιλικής γειτονιάς. Μέσα σε αυτήν μάλιστα καταφεύγει και αποκρύβεται, έως ότου επιτακτικές οι φωνές των μεγάλων το επαναφέρουν στην τάξη, αν κι έχει πάντα κατά νου ότι «Όπου ακούς “τάξη” /  ανθρωπινό κρέας μυρίζει» (Οδυσσέα Ελύτη, Ποίηση, εκδ. Ίκαρος, 2002 / Μαρία Νεφέλη, σ. 432). Συνήθως η... περιώνυμη κυρία Τάξη τού γκρεμίζει βάναυσα το δημιούργημά του, διότι αυτή η παιδιάστικη εμμονή εμποδίζει παράταιρα τα πλατώματα των μεγαλίστικων χώρων και τις βεβαιότητές τους. Το παιδάκι στεναχωρείται, όμως δεν πτοείται, μήτε απομένει ξεσπιτωμένο. Με την πρώτη ευκαιρία ανασυνθέτει τον τόπο του -όσο ουτοπικός κι αν νομίζεται-  κι έτσι βιώνει την παραμυθία της αποκατάστασης των πραγμάτων του, μετά την πρότερη επώδυνη λεηλασία.

Ο Ελύτης, με την αυθεντική και καλοδεχούμενη αθωότητα, που διακρίνει συνήθως το κάθε στιχουργικό επίτευγμά του, ανασυνθέτει τα σπασμένα των -κατ’ ευφημισμόν- Μεγάλων, δημιουργώντας έτσι μιαν οικεία γειτονιά, ένα είδος καταφυγής, εντός της οποίας έχουν δικαίωμα επιβίβασης / επιβίωσης (ωσάν σε άλλη κιβωτό διάσωσης), όχι ο καθένας, αλλά οι ολίγοι και εκλεκτοί, οι οποίοι με την δημόσια ευαισθησία και συμπεριφορά τους διασώζουν το Όλον. Εισοδεύεις εκεί, μόνον «εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα» (ό.π., Εκ του πλησίον, σ. 593).

Τα ά-σχημα όλα τα κόβει με το δημιουργικό ψαλίδι του πολύ προσεκτικά και στη συνέχεια συγκολλάει τα χρώματά τους, σχηματοποιώντας τα σε αρωματικές συνεικόνες μιας υπέρ νουν ιδεατής πραγματικότητας, η οποία πάντως υπερβαίνει τον θόρυβο τού εδώ και τώρα. Εμβολιάζοντας την σκιώδη φυτοζωή μας με τις ανθεκτικές λέξεις  των εικόνων του ή -αν προτιμάτε- τις παρηγορητικές εικόνες των λέξεών του παραδέχεται ξανά και ξανά: «Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω» (ό.π., «Περασμένα μεσάνυχτα», Τα ελεγεία της Οξώπετρας, σ. 560).

Έτσι λοιπόν συμπεριφέρεται ο Ποιητής μας και μαζί του ο κάθε υποψιασμένος συμμέτοχος της Διαύγειας, που τόσο ευοίωνα εισηγείται! Βιώνει τα μέλλοντα ωσεί διαρκώς παρόντα, τις απερινόητες εμπειρίες των Εσχάτων ή και του Αιώνιου ως τωρινές κι έτσι κατορθώνει να διατηρεί την αναπνοή του ανενόχλητη. Σε αντίθετη περίπτωση, θα εκπίπταμε από την θλίψη στην κατάθλιψη και μετά στην σύνθλιψη, με την τόση και τέτοια πτώχευση, που έχει εσχάτως ενσκήψει στα πέριξ. Ο Ελύτης αποβλέπει στη μετα-Ιστορία των αισθήσεων και των αισθημάτων, οπότε έτσι κατορθώνει να μην μάς απελπίζει, έστω κι αν κλυδωνίζεται τριγύρω μας συθέμελα το Νυν. Ούτως ή άλλως η Ιστορία, όπως -αλίμονο- μάς ξεθεώνει και μάς εξευτελίζει μέρα με την ημέρα, αποδεικνύεται εντελώς αναξιόπιστη έως αισχρή δωσίλογη, γι’ αυτό και ο λόγος του ξανακούγεται οξύτερος ολοένα: «Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια» (ό.π., Εκ του πλησίον, σ. 612).

Διαβάζει Ελύτη ο σύγχρονος ανέστιος Έλληνας και προσυπογράφει, επαυξάνοντας: «[…] δεν υπάρχει ούτ’ ένας που να μ’ εκπροσωπεί / πόλεμος και ειρήνη μ’ έφαγαν από τις δύο μεριές / ό,τι απομένει αντέχει ακόμη / […] / προσωπικά / νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι / […] / δύστυχο καταμόναχο ένα μου / τι θ’ απογίνεις / θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά / και πάει τετέλεσται / […]» (“Ad Libitum”, Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, ό.π., σ. 458 εξ.). Τα παραθέματα λόγου από το εν γένει ελυτικό έργο, τα οποία εκφράζουν τους υπαρκτικούς εντέλει καημούς μας, θα μπορούσαν να πληθύνουν, ενώ θ’ αναστάτωναν χειρουργικά την έως θανάτου περίλυπη ψυχή μας. Όμως, αυτή η χειρουργική αφή του Ποιητή επί των διαχρονικών προβλημάτων μας μπορεί (και πρέπει) ν’ αποβαίνει εντέλει σε θεραπεία και ίαση. Υπάρχει χρεία Πείσματος έως μανίας σε όλα τα επίπεδα, εν είδει σχεδίας διάσωσης στην αντίπερα όχθη της ζωντάνιας. Το εισηγείται ο ίδιος ο Ελύτης: «Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να την κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων» (ό.π., Εκ του πλησίον, σ. 626). Και κάτι επιπλέον είναι χρειαζούμενο: Να τηρούμε τον νου στην θέση του, όπως χαρακτηριστικά εύχονται μεταξύ τους οι Αγιορείτες Μοναχοί δια του περιεκτικού λόγου τους: «τήρει νουν»! Για να καταλήξει ο Ποιητής: «Η σκέψη ξεβάφει, ο νους ποτέ» (ό.π., σ. 618).

Ο Ελύτης λοιπόν μιλάει φαρσί όλες τις αλήθειες, τουτέστιν τις όχι και τόσο θωπευτικές για την συλλογική ραθυμία μας διαλέκτους τής μη Λήθης, αλλά ενδεχομένως και ν’ απαξιώνεται συχνά - πυκνά, καθώς η ασθένεια των πικρών καιρών δείχνει πλέον μη αναστρέψιμη: «Έχω πει τόσες πολλές αλήθειες, που μοιάζει με ψέματα» (ό.π., σ. 619). Μακάριοι, όσοι ενωτίζονται τα ψέματα της Α-λήθειας των Ποιητών τους. Αυτοί μπορούν να ελπίζουν σε Διέξοδο και στη «θαυματουργία του έρωτα» (ό.π., σ. 622)! Γένοιτο!

[Μπανάτο Ζακύνθου, Οκτώβριος 2011]

Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα 2011 από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Δημήτριο




Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς;
(Ἑσπερινός Χριστουγέννων)


Πρός τούς Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους Ἀρχιερεῖς, τούς Εὐλαβεστάτους Ἱερεῖς καί Διακόνους, τούς Μοναχούς καί Μοναχές, τούς Προέδρους καί Μέλη τῶν Κοινοτικῶν Συμβουλίων, τά Ἡμερήσια καί Ἀπογευματινά Σχολεῖα, τίς Φιλοπτώχους Ἀδελφότητες, τήν Νεολαία, τίς Ἑλληνορθόδοξες Ὀργανώσεις καί ὁλόκληρο τό Χριστεπώνυμον πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς.


Προσφιλεῖς Ἀδελφοί καί Ἀδελφές ἐν Χριστῷ,

Ὅταν ἀκοῦμε καί σκεπτόμεθα τήν ὑπέροχη ἱστορία τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας, οἱ καρδιές μας γεμίζουν μέ τεράστια χαρά. Στό θαυμάσιο γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τήν μεγάλη ἀγάπη Του γιά μᾶς καί τό θεϊκό σχέδιό Του γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μαζί Του. Μέσῳ τῆς Σαρκώσεώς Του, ὁ Χριστός προσέφερε Ἑαυτόν γιά τήν πλήρη ἀνακαίνισή μας καί ὁλοκλήρωσε τήν δωρεά αὐτή τῆς χάριτος ἐν τῷ Σταυρῷ καί ἐν τῇ Ἀναστάσει Του. Διά τῆς γεννήσεώς Του, ὁ Κύριός μας εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη κατάστασή μας προσφέροντάς μας βαθύτερη κατανόηση τῆς σχέσεως μέ τό Δημιουργό μας καί μεγαλύτερη ἐμπειρία ζωῆς καί ὑπάρξεως. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος χάριν ἡμῶν, Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος εὑρίσκεται ἀνάμεσά μας καί γνωρίζει τούς πόνους καί τούς ἀγῶνες μας, χαρίζει σέ ὅλους μας ζωή καί εἰρήνη.

Ἡ Ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἑορτή πού συμπεριλαμβάνει ὅλα ὅσα προσέφερε καί συνεχίζει νά μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός. Εἶναι ἐπίσης ἑορτή ἡ ὁποία θέτει ἐνώπιόν μας τήν ἐρώτηση: Τί πρέπει νά Τοῦ προσφέρουμε ἐμεῖς; Στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, ἡ ἐρώτηση αὐτή ἀπαντήθηκε ἀπ’ αὐτούς πού συμμετεῖχαν μέ τήν παρουσία τους στήν ἔνδοξη Γέννηση. Ἡ Παρθένος Μαρία διέθεσε τόν ἑαυτόν της ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κυοφορώντας καί γεννώντας τόν Σωτήρα Ἰησοῦν (Λουκᾶ 1:26-38). Ὁ Ἰωσήφ ἀκολούθησε τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου καί φρόντισε τήν Θεοτόκο καί τόν νεογέννητο Χριστό (Ματθ. 1:24-25). Οἱ βοσκοί, σέ ἀπάντηση στήν ἀναγγελία τῶν ἀγγέλων περί τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀντικρύζοντας τό βρέφος, προσέφεραν μαρτυρία τῶν ὑπερόχων γεγονότων τά ὁποῖα εἶχαν δεῖ καί ἀκούσει (Λουκᾶ 2:8-20). Τέλος, οἱ σοφοί Μάγοι ἀκολουθώντας τό Ἄστρο στήν Ἀνατολή, ἦλθαν στό Χριστό προσφέροντάς Του τήν προσκύνησή τους καί τά δῶρα τους (Ματθ. 2:1-12).

Οἱ προσφορές αὐτές στό Χριστό μᾶς δείχνουν πῶς πρέπει νά ἑορτάζουμε αὐτή τή μεγάλη Ἑορτή καί πῶς νά προσφέρουμε σ’ Ἐκεῖνον. Σέ ἀνταπόδοση τῆς ἀγάπης Του, καλούμεθα νά προσφέρουμε ἀπόλυτα τόν ἑαυτό μας στό Χριστό, προσφέροντας τήν καρδιά, τό σῶμα, τό πνεῦμα καί τήν ψυχή μας. Μέ τούς λόγους τῆς Θεοτόκου, ἐκφράζουμε τήν ὑπακοή μας καί τήν πλήρη πίστη μας σ’ Ἐκεῖνον λέγοντας, Γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμα Σου (Λουκᾶ 1:38). Ἀντιλαμβανόμενοι τό μέγεθος τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρωπότητα, ἐρχόμεθα στό Χριστό μέ σπουδή ἀκριβῶς ὅπως οἱ βοσκοί καί ἐπιστρέφουμε στόν κόσμο δοξάζοντας καί ὑμνολογώντας τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα βλέπουμε καί ἀκοῦμε. Ὅπως ἦλθαν οἱ σοφοί Μάγοι καί προσέφεραν μέ μεγάλη χαρά, ἔτσι καί ἐμεῖς δέν παύουμε νά Τόν προσκυνοῦμε καί νά προσφέρουμε τά δῶρα μας γιά τήν δόξα Του καί πάντοτε στήν ὑπηρεσία τῆς αἰωνίας βασιλείας Του.

Ἐφέτος, στήν Ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας ἄς ἀναλογισθοῦμε σοβαρά τήν ἐρώτηση: Τί θά προσφέρουμε στόν Θεό; Μέ τήν λατρεία καί τήν ἱερή σύναξή μας κατά τήν Ἑορτή αὐτή, προσευχόμενοι ἄς ἐξετάσουμε τήν ζωή μας καί ἄς ζητήσουμε τήν καθοδήγηση τοῦ Κυρίου μας προκειμένου νά δώσουμε ἀπάντηση σ’ αὐτή τήν ἐρώτηση. Εἴθε ἐσεῖς καί οἱ οἰκογένειές σας νά ἔχετε εὐλογημένα καί χαρούμενα Χριστούγεννα, γεμάτα μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀληθινή ζωή τήν ὁποία Ἐκεῖνος μᾶς χαρίζει. Καί εἴθε νά χαρίζει σέ ὅλους ὁ Σαρκωθείς Θεός τό ἀνατέλλον Νέον Ἔτος 2012 πλῆρες ὑγείας καί εὐλογίας.

Μετά πατρικῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης,
† ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Δημήτριος

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος για τα Χριστούγεννα

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Χριστός και πάλιν γεννάται και οι Άγγελοι και πάλιν ψάλλουν:
“Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία”.
(Λουκ. β, 14-15).

Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Άγγελοι ψάλλουν τας τρεις μεγαλειώδεις ταύτας διακηρύξεις και η μεγίστη πλειονότης των ανθρώπων, αν και εορτάζει Χριστούγεννα, δεν δύναται να αντιληφθή το νόημα του αγγελικού αυτού ύμνου και διερωτάται εάν όντως σήμερον δοξάζεται υπό των ανθρώπων ο Θεός και διατί πρέπει να δοξάζεται, που δύναταί τις να εύρη επί γης την εξαγγελθείσαν ειρήνην και δια ποίον λόγον η σημερινή ανθρωπότης πρέπει να ζη εν ευδοκία.

Διότι, όντως, η πλειονότης των ανθρώπων δεν δοξάζει τον Θεόν, ούτε δια των έργων της, ούτε δια των χειλέων της, αρκετοί δε εξ αυτών αμφισβητούν και αυτήν ταύτην την ύπαρξιν του Θεού και την παρουσίαν Του εις την ζωήν των. Είναι μάλιστα πολλοί εκείνοι, οι οποίοι αποδίδουν εις τον Θεόν ευθύνας, δι’ όσα δυσάρεστα συμβαίνουν εις την ζωήν των. Αλλ’ όμως οι τοιουτοτρόπως αγανακτούντες εναντίον του Θεού σφάλλουν βαρέως, καθ' όσον το κακόν δεν προέρχεται από Αυτόν. Αντιθέτως, η εξ αγάπης προς τον άνθρωπον σάρκωσις του Υιού και Λόγου του Θεού και τα επακολουθήσαντα αυτήν γεγονότα της Σταυρώσεως και Αναστάσεώς Του, αναμορφώνουν τον πιστόν εις το αρχαίον κάλλος και χαρίζουν εις αυτόν την αιώνιον ζωήν και την πάντα νουν υπερέχουσαν ειρήνην και καθιστούν αυτόν συγκληρονόμον της αιωνίου βασιλείας του Θεού. Η πράξις αύτη της του Θεού Συγκαταβάσεως, αν και περικλείει την εσχάτην ταπείνωσιν, είναι αφ’ εαυτής ικανή να υπερδοξάση Αυτόν. Ούτως, αν και πολλών ανθρώπων αι καρδίαι δεν δοξάζουν τον Θεόν, αποδίδοται δόξα εις Αυτόν, τον εν υψίστοις οικούντα, υπό πάσης τε της κτίσεως και υπό των αντιλαμβανομένων τα γενόμενα ανθρώπων. Διο και ημείς ευγνωμόνως αναφωνούμεν μετά των Αγγέλων το “Δόξα εν υψίστοις Θεώ” δια την μεγαλωσύνην των έργων Του και το ασύλληπτον της αγάπης Του προς ημάς.

Η απορία όμως αφορά και εις την δευτέραν εξαγγελίαν των αγγέλων “και επί γης ειρήνη”. Κατά ποίον τρόπον ευρίσκεται επί γης ειρήνη, όταν το ήμισυ σχεδόν του πλανήτου είναι είτε εν δράσει είτε εν προετοιμασία πολεμική; Η γλυκύφθογγος εξαγγελία των Αγγέλων “επί γης ειρήνη” είναι βεβαίως πρωτίστως μία υπόσχεσις του Θεού, ότι εάν οι άνθρωποι ακολουθήσουν τον δρόμον τον οποίον το τεχθέν Παιδίον υποδεικνύει εις αυτούς, θα φθάσουν εις την εσωτερικήν ειρήνην και την ειρηνικήν συμβίωσιν. Αλλά, φευ, μέγα μέρος των ανθρώπων συγκινείται και έλκεται από τα τύμπανα του πολέμου και βαρυθυμεί εις το άκουσμα της υποσχέσεως της ειρηνικής ζωής. Δεν ομιλούμεν βεβαίως μόνον περί των ζηλωτών των δι’ όπλων πολεμικών συρράξεων, αλλά κυρίως περί όλων εκείνων, οι οποίοι μετατρέπουν την ευγενή άμιλλαν εις σύγκρουσιν και έφοδον κατά των συνανθρώπων και επιδιώκουν την εξόντωσιν του αντιπάλου. Υπ’ αυτήν την έννοιαν, ο πόλεμος βιώνεται ως πραγματικότης μεταξύ των μελών αντιτιθεμένων κοινωνικών ομάδων και παρατάξεων, παντός είδους, εθνικών, κομματικών, συνδικαλιστικών, οικονομικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών, αθλητικών και ει τινος άλλης, και ο ψυχισμός των μελών των διαμορφώνεται εις φιλοπόλεμον, αντί του, ως θα έπρεπε, φιλειρηνικού. Αυτό όμως δεν αναιρεί την αλήθειαν της εξαγγελίας των Αγγέλων, ότι δια της Γεννήσεως του Χριστού και της αποδοχής των διδαγμάτων Αυτού, θα επικρατήση όντως επί γης η ειρήνη. Ο Χριστός ήλθε κομίζων την ειρήνην και εάν αυτή δεν κυριαρχή εις τον κόσμον, ευθύνονται οι μη αποδεχόμενοι και μη βιούντες αυτήν άνθρωποι, και όχι ο προσφέρων αυτήν Θεός.

Δεδομένης της τοιαύτης στάσεως του συγχρόνου ανθρώπου έναντι του Θεού και της προσφερομένης υπ’ Αυτού ειρήνης, δεν είναι παράδοξον το γεγονός ότι σπανίζει μεταξύ των ανθρώπων η ευδοκία. Η καλή διάθεσις του Θεού προς τους ανθρώπους είναι δεδομένη, και τα ευμενή επακόλουθα αυτής ενεργά μεν δι’ όλους κατ’ αρχήν τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως δε αισθητά δια τους εμπράκτως αποδεχομένους τας ανωτέρω αγγελικάς εξαγγελίας. Αντιθέτως, δια τους αρνουμένους αυτάς και επιδιδομένους εις την αλληλοεκμετάλλευσιν και τον αλληλοσπαραγμόν, αι συνέπειαι βιούνται ως κρίσις αγωνίας και άγχους, ως κρίσις οικονομική και ως κρίσις σκοπού της υπάρξεώς μας και αβεβαιότης υπαρξιακή.

Αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Πάντα λοιπόν τα υπό των Αγγέλων εξαγγελθέντα κατά την Γέννησιν του Κυρίου αγαθά υπάρχουν και σήμερον και βιούνται εν πληρότητι υπό των πιστευόντων εις τον Ιησούν Χριστόν ως Θεάνθρωπον και Σωτήρα του κόσμου. Ας αρχίσωμεν από εφέτος να βιώνωμεν τα Χριστούγεννα ως αρέσει εις τον αγαθοδότην Θεόν, δια να βιώσωμεν την επί γης και εντός των καρδιών μας ανυπέρβλητον Ειρήνην και την πλήρη αγάπης ευδοκίαν του Θεού προς ημάς. Ας καταστήσωμεν εαυτούς πρόσωπα κοινωνούντα αγαπητικώς μετά του Θεού και του συνανθρώπου, μετατρεπόμενοι από άτομα εις πρόσωπα. Ας αποβάλωμεν τα προσωπεία του διεσπασμένου και αποκεκομμένου από τον Θεόν και την εικόνα Αυτού, τον συνάνθρωπον, τον πλησίον, εγωϊστικού ατόμου, και ας εκπληρώσωμεν τον προορισμόν μας, ο οποίος είναι η ομοίωσις προς τον Θεόν δια της εμπράκτου προς Αυτόν πίστεώς μας. Ας γίνωμεν και ημείς αναμεταδόται των αγγελικών εξαγγελιών προς την ανθρωπότητα, η οποία δεινώς πάσχει και δεν δύναται να εύρη, δια των μέσων τα οποία συνήθως χρησιμοποιεί, την Ειρήνην και την Ευδοκίαν. Η μόνη οδός απαλλαγής εκ των πολεμικών και των οικονομικών και των πάσης φύσεως κρίσεων είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Οποίος μας διεβεβαίωσεν ότι Αυτός είναι η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή. Δοξάζομεν, λοιπόν, ολοκαρδίως τον εν Υψίστοις και μεταξύ ημών αναστρεφόμενον Συγκαταβάντα Ιησούν Χριστόν και συνδιακηρύσσομεν μετά των Αγγέλων ότι είναι εφικτή και υπάρχει όντως επί της γης και εντός των καρδιών μας η Ειρήνη, διότι κατηλλάγημεν τω Θεώ, ως Αυτός ηυδόκησε σαρκωθείς δια της Γεννήσεως Αυτού εν Φάτνη.

Ας ζήσωμεν, λοιπόν, αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, την χαράν της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού, και την πρόγευσιν των όσων αγαθών δια τον άνθρωπον διακηρύσσει η τριπλή αγγελική εξαγγελία.

Γένοιτο.

Φανάριον, Χριστούγεννα ,βια’
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών


Related Posts with Thumbnails