© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΤΟΠΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΩΣ «ΚΑΤΟΠΤΡΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ» ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ


Έχει κατά καιρούς υποστηριχθεί η άποψη ότι η Τέχνη δεν εκφράζεται ως τρόπος ζωής, αλλά ως απόσταγμα ζωής. Εντοπίζοντας το ενδιαφέρον στην Τέχνη του Λόγου και μάλιστα στην Ποίηση, ισχυριζόμαστε ανεπιφύλακτα ότι, όχι μόνον αποτελεί τρόπο ζωής, μέθοδο ψυχικής αναπνοής κι εξωτερίκευσης μυστικών εσωτερικών μιλημάτων, αλλά (ως εκ τούτου) είναι ταυτόχρονα και μνήμη θανάτου, με δύο συγκεκριμένους εντέλει στόχους: Την εξοικείωση μαζί του και -ει δυνατόν- την υπέρβασή του.

Ο Ποιητής, συνθέτοντας το έργο του, αποσυνθέτει πράγματα και καταστάσεις, μικρά και μεγάλα του ορατού και αόρατου κόσμου -πραγματικού και μεταπραγματικού- επίσημα και απλοϊκά, κατεστημένα και ανατρεπτικά του κοινωνικού γίγνεσθαι, αλλά κι εκείνα του περιθωρίου, με στόχους ανάλογους: Την υπέρβαση δηλαδή της φθοράς, το όσο γίνεται πιο ανώδυνο πέρασμα της ανθρώπινης υπόστασης προς το Αιώνιο. Ο Ποιητής δεν πανικοβάλλεται από την θέα και την συνάφεια με τον θάνατο. Αντίθετα, συνομιλώντας γι’ αυτόν (ή κάποτε και με αυτόν) αποκτά την ευκαιρία καταλλαγής μαζί του, μεταχειριζόμενος τις δυνατότητες που η Ποίηση ελεητικά τού παρέχει. Ο αρχέγονος εχθρός της ανθρώπινης φύσης, η κυριότερη αφύσικη απόρροια της προπατορικής πτώσης (κατά την παλαιοδιαθηκική θεώρηση) αποτελεί στο εξής για τον Ποιητή κατάσταση κατ’ ανάγκην φυσική. Συνυπάρχουν και μάλλον αλληλοπεριχωρούνται.

Όλες οι παραπάνω θέσεις, που εντελώς συνοπτικά ιχνογραφούν τις σχέσεις Ποίησης-Θανάτου, ισχύουν ασφαλώς, όπως θα δειχθεί στην συνέχεια, και για την περίπτωση του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, του σημαντικότερου -θεωρούμε- ποιητή του εικοστού αιώνα.


Όταν το φθινόπωρο του 1991 γιορτάσθηκαν παγκοσμίως τα ογδόντα χρόνια του, εκείνος -αντί άλλων κερασμάτων- μάς προσέφερε (αυτό κι αν ήταν προσφορά!!!) το ιδιαίτερα προχωρημένο απ’ όλες τις επόψεις ποιητικό έργο του, με τίτλο «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας». Τότε λοιπόν οι πλείστοι όσοι άκριτοι κριτικοί νόμισαν ότι, λόγω ηλικίας, με το συγκεκριμένο βιβλίο του ήδη μάς αποχαιρετούσε. Η περί τον Ελύτην «θανατολογία» των ημερών εκείνων άνθισε τόσο, ώστε ο ίδιος ο Ποιητής αναγκάσθηκε δημόσια τότε να διαμαρτυρηθεί, δηλώνοντας με έμφαση τα ακόλουθα (Εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, 1.12.1991, σ. Β6):

«Είναι κρίμα που ορισμένοι ερμηνεύουν τα “Ελεγεία” σαν ένα διάλογό μου με το θάνατο, επειδή ίσως σκέφτονται ότι είναι ένα θέμα που με απασχολεί περισσότερο απ’ όσο οτιδήποτε άλλο σήμερα στα ογδόντα μου χρόνια (…). Αυτοί οι άνθρωποι όμως δεν έχουν παρατηρήσει ότι το θέμα του θανάτου με απασχολεί σε όλα μου τα έργα κι όχι μόνον τα τελευταία χρόνια, που είχα μια περιπέτεια με την υγεία μου ή επειδή συμπλήρωσα την όγδοη δεκαετία του βίου μου. Λένε τώρα: έγινε ογδόντα ετών, φοβάται. Νομίζω πώς αυτή τη φορά με τα “Ελεγεία” το παράκαναν. Εγώ τύπωσα ένα ποιητικό βιβλίο κι εκείνοι το αντιμετώπισαν σαν να έβγαλα αγγελτήριο κηδείας! Μόνο που δεν βάλανε πένθος στο μανίκι. Κι είναι άσχημο, να τους δίνεις φως και να στο επιστρέφουν μοιρολόι».

Η τελευταία αυτή φράση του Ελύτη είναι σαφέστατη. Μιλώντας για τον θάνατο, σε καμιά περίπτωση ούτε μεμψιμοιρεί, μήτε μοιρολογάει. Απλώς, δίνει φως! Φωτίζει το έρεβος και τον αγνωστικισμό, που συνήθως σκιάζουν τον περί θανάτου προβληματισμό μας και, κατά συνέπειαν, ως κορυφαίος αυτός μελωδός της ανθρώπινης τραγωδίας (αν όχι κάποτε και κωμωδίας), οδηγεί όλους εμάς στην κάθαρση της ύπαρξης.

Από την πρώτη ήδη ποιητική έξοδό του στον κόσμο (ή, αν θέλετε καλύτερα, την πρώτη είσοδό του στην ψυχή), με το βιβλίο «Προσανατολισμοί», ο θάνατος διαφαίνεται στο σκηνικό, αλλά δίχως ιδιαίτερη ισχύ. Το αντίπαλον δέος του εκφράζεται με την αγάπη προς κάθε τι το έμψυχο ή το άψυχο. Με την αποφασιστική δύναμη της νεότητας φέρει δυνάμει τις προοπτικές για την αχρήστευση του αρχαίου εχθρού. Η διακήρυξή του στο ποίημα «Ελένη» (σ. 75) είναι δηλωτική αισιοδοξίας και σιγουριάς:

«Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω
Μια που Εσύ υπάρχεις…»

Και στις «Αιθρίες» (σ. 93) επίσης σαφέστατη:

«Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο».

Μα ο θάνατος, κατά τον Ελύτη, δεν αχρηστεύεται μόνο με την αγάπη και με την ορμή της ήβης. Έρχονται κάποιοι δίσεκτοι καιροί, κατά τους οποίους η απώλεια μιας συμβατικής και συμβιβασμένης ενδεχομένως ζωής οιωνίζεται την αθανασία. Η αυτοθυσία π.χ. του «χαμένου ανθυπολοχαγού της Αλβανίας» καρπίζει «άσμα ηρωικό και πένθιμο», μες από το οποίο, με λόγο πασχαλινό - αναστάσιμο, αθανατίζεται ο θανατωμένος πολεμιστής (σ. 36):

«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»

Το ίδιο συμβαίνει στην συνέχεια και στο μεγαλόπνοο  σύνθεμά του, «Το Άξιον Εστί» (σ. 70):

«Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει»,

για να δώσει πολύ αργότερα μες στο έργο του «Ο Μικρός Ναυτίλος» (σ. 96) διαστάσεις μεσσιανικές στον ποιητικό λόγο του, παραπέμποντας στα υπαινικτικά περί του Μεσσία κείμενα του Πλάτωνα και του Αισχύλου:

«Και αφού σ’ εξοντώσουν θα ‘ναι ακόμη ωραίος
ο κόσμος εξαιτίας σου
η καρδιά σου - καρδιά
Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε
Ακόμη θα χτυπά και μια ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει».

Παράλληλα όμως και πίσω από την επιφαινόμενη αισιοδοξία του Ποιητή, ξεδιακρίνουμε να υποφώσκει το δέος του Τέλους, που φθάνει στις «Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό» (σ. 18) να γίνει «καημός»:

«Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η
λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο».

Στο ερωτικό «Μονόγραμμά» του, εξάλλου, αναλογιζόμενος τον κόσμο (ποιον κόσμο;) μετά την δική του προσωπική κατάληξη, επανέρχεται περισσότερο ελεγειακός:

« Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς…» (σ. 13)

Όσο περνούν τα χρόνια και σωρεύουν στο σώμα τα στίγματα της φθοράς ανεξίτηλα και πάνω στην ασθμαίνουσα καρδιά σπαράγματα ελπίδων και ανέλπιδης  κάποτε αγάπης, τόσο η αγωνία επιτείνεται. Η απόλυτη βιολογική ολοκλήρωση με την επιστροφή στην χοϊκή υπόστασή μας και την ανάλυση στα στοιχεία μας, η αναπότρεπτη αποδέσμευση από τους «δερμάτινους χιτώνες» (Γεν 3,21) και μάλιστα ο σκεπτικισμός για τα πέραν της εντάφιας εμπειρίας συνιστούν πρωταρχικά υπαρξιακά προβλήματα ιδιαίτερα για τον ποιητή, τον κάθε ποιητή και μάλιστα για τον Οδυσσέα Ελύτη.

Και όμως, αντιστέκεται!... Στην πρώτη κιόλας σελίδας των «Εν λευκώ» θεωρητικών κειμένων του (σ. 17) συλλογιέται:

«… Ο θάνατος μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σωστός, θέλω να πω λιγότερο ή περισσότερο ένας χαμός ανεπανόρθωτος, ανάλογα με τον τρόπο που θα τον δεχτείς…».

Νωρίτερα, στο ποίημα του «Villa Natacha» από «Τα Ετεροθαλή» (σ. 46 εξ.) θεωρεί ότι

«Πρέπει και θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
Να φθείρεται…»,

γι’ αυτό και στο «Σηματολόγιον» (σ. 13), με παρρησία και γενναιότητα, συμβουλεύει τον καθένα:

«Κάνε άλμα πιο γρήγορο από την φθορά».

Η Τέχνη στην κάθε μορφή της εκφρασμένη, (όταν πάντως είναι μεγάλη, άρα διασώζουσα), αποτελεί διέξοδο προς την Ζωή, θύρα προς την Αιωνιότητα, όντως «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Μες από την «Ωδή στον Πικασό» («Τα Ετεροθαλή», σ. 23), καταγράφει ο Ελύτης κάποιες εικαστικές τεχνικές υπέρβασης του θανάτου, που αφορούν στη μεγαλοσύνη του Ισπανού Κυβιστή Καλλιτέχνη:

«(…) εσύ θυελλοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις τον θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι»,

ενώ μιλώντας για την καταλυτική επιρροή της Μουσικής ισχυρίζεται στο «Εν λευκώ» (σ. 256), ότι «κάθε μεγάλη μουσική, στο βάθος, είναι μια καταφρόνεση θανάτου», μια και «η τέχνη, ακόμα και όταν οδηγείται προς τον θάνατο, τον ανεβαίνει, δεν πέφτει μέσα του» (ό.π., σ. 257).

Αλλά και ο ίδιος ο Ποιητής πράττει με την Τέχνη τού Λόγου τα ανάλογα. Αναλύοντας από κάθε οπτική τις δεδομένες και άδηλες εκδοχές του θανάτου, συνθέτει ταυτόχρονα λέξεις, στίχους, ποιήματα – αντίδοτα του Τέλους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ο Ελύτης, σε μιαν όντως χαώδη χρονική περίοδο ιστορικής και πνευματικής παρακμής, κατά την οποίαν ενηλικιώνεται λογοτεχνικά, καταφέρνει γόνιμα να σπάσει την μεθόριο της γλώσσας και να καθιερώσει την δική του άποψη, δίχως να εγκλωβισθεί μόνιμα ποτέ στους όποιους συμβιβασμούς φόρμας και ιδέας. Ούτε είναι τυχαίο, που κατορθώνει να συναρμολογήσει με μαστοριά Κοσμοπλάστη τα τόσα και τόσα παραθεωρημένα θραύσματα συναισθημάτων κι ενοράσεων. Η αντίστασή του είναι τελικά στον θάνατο. Στο βιβλίο του μάλιστα, υπό τον τίτλο «Ο κήπος με τις αυταπάτες» (σ. 54), μιλάει γι’ αυτό ακριβώς: «Κόβω κάτι δαγκωνιές του θανάτου τόσο ισχυρές που, ώσπου να συνέλθει, προφταίνω να πάρω μια καινούργια παράταση».

Η κάθε λογοπλοκή μα και η λογοπλασία, η κάθε παύση του ή το εσκεμμένο λευκό της σελίδας, το σπάσιμο του συντακτικού ειρμού (συχνότερα στο προ τού θανάτου του εκδεδομένο ποιητικό βιβλίο του, δηλαδή το «Δυτικά της Λύπης») πειραματίζεται την αθανασία. Ψάχνει και ανακαλύπτει νεότερους τρόπους εξόδου από τα συμβατά της γλώσσας και της νόησης, για να προσπελάσει έτσι -σώος από την τύρβη και την τριβή της καθημερινότητας- στο Ανείπωτο και το Απερινόητο, όπου η διάρκεια δεν διανύεται και ο χρόνος δεν μετράει. Άρα, η Ποίησή του συμπεριφέρεται δισυπόστατα: Ως φορείο της τραυματισμένης από χίλιες αιτίες ύπαρξης, αλλά ταυτόχρονα δρα και ως «πάσχα» (πέρασμα, διάβαση δηλαδή) σωτηρίας, εκεί που όλα νομίζονται τετελεσμένα. Ως «Αντιφωνητής» στη «Μαρία Νεφέλη» (σ. 19) εξομολογείται με λόγους προσευχητικούς:

«Ποίηση ώ Αγία μου-συγχώρεσέ με
Αλλά ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλη όχθη»,

επειδή έχει πεισθεί,

« Ότι έχει κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα»,

καθώς προφητικά σημειώνει στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (σ. 26).

Στο έργο του «Ο Μικρός Ναυτίλος» (ποίημα XXIV, σ. 117), μιλάει για την άλλη, την υπερλογική θεώρηση των πραγμάτων, που ως Ποιητής πρεσβεύει και, που μέσω αυτής, έστω και δια του θανάτου, θεάται την αθανασία:

«ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ είναι “τοπίο” - η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι διάρκεια. Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σ’ αφήνει να τη συλλάβεις.
Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω απ’ τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου που καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του, όπως, ακριβώς, μέσα σ’ ένα ποίημα. Και τότε -αφού είναι μια ανάπτυξη του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίημα- να κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.

Μόνον ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί».

Στην πρώτη (αβασάνιστη) αναγνώριση ορισμένων άλλων σημείων του ίδιου έργου («Ο Μικρός Ναυτίλος», σ. 99), νομίζει κανείς ότι ο Ποιητής υποκύπτει σ’ αυτό που λένε «πεπρωμένο», διότι  με κάποια δόση πικρίας διαπιστώνει:

«Και το πιο  σπουδαίο απ’ όλα: θα πεθάνεις.
Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου ανοίξει
Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο
Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω
Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ’ απολύει
Ένα-ένα τα έργα σου»,

αλλά ο ίδιος ετεροχρονισμένα στο «Σηματολόγιον» (σ. 95) μάς έχει δώσει λύση (κλειδί εξόδου), που είναι ταυτόχρονα λόγος παραμυθίας και παράγγελμα:

«Αν είναι να πεθάνεις
πέθανε
αλλά
κοίτα να γίνεις
ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη».

Είναι σαφέστατη εδώ, αλλά και στην εν γένει λογοτεχνική συμπεριφορά τού Ελύτη, η προσδοκία της Ανάστασης, το να είναι αυτός ο Πρώτος, που θα ευαγγελισθεί την πρωτόφαντη αυτή αυγή της ύπαρξης, εκεί «δυτικά της λύπης» (όπου ασφαλώς ανατέλλει η Χαρά), ο Πρώτος, που θα κηρύξει την ασυναγώνιστη εμπειρία μετά την σκοτοδίνη και το σκιώδες του θανάτου, αρχίζοντας μάλιστα έργο αναστατικό απ’ αυτή κιόλας την πολιτεία του Άδη, ως άλλος Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος, σύμφωνα με την υμνολογική παραδοχή, «χαίρων ευηγγελίσατο και τοις εν Άδη».
     
Στο ποίημα «Πάτμος», από το έργο «Μαρία Νεφέλη» (σ. 24), παραδέχεται ο Ποιητής ότι ο θάνατος, όχι τόσον ο βιολογικός όσον ο πνευματικός εδώ, απορρέει και λειτουργεί ως συνέπεια άρνησης ή ανικανότητας ν’ αφουγκρασθεί δημιουργικά ο άνθρωπος τα ενεργήματα μιας ουράνιας Αποκάλυψης. Λέει:

«Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος,
από ζώντας με τις δαχτυλιές του επάνω μας
ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ’ ακατανόητες άρπες. Αλλ’ ο κόσμος φεύγει…
Άι άι δυο φορές τ’ ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται η αγάπη.

Κρίμας κρίμας κόσμε
σ’ εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί,
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν’ ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων και υδάτων πολλών
καν εκείνο το “έρχου” που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα».

Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Ελύτης, ευρισκόμενος «εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω» (Απ 1,9), δεν μπορεί, παρά με τον τρόπο του, να θεολογεί. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η ενασχόλησή του με τη «Αποκάλυψη του Ιωάννου» και η απόδοση σε νεοελληνική μορφή του ιερού αυτού κειμένου, με την οποίαν έχει ήδη πλουτίσει την Γραμματεία μας. Η στέρηση της θέας του Θεού (όχι πια του θεού των θρησκειών, αλλά του ζωντανού Αποκαλυπτόμενου Θεού) επιφέρει «από ζώντας τις δαχτυλιές (του θανάτου) επάνω μας». Κι ετούτος ο θάνατος είναι -αλίμονο- ο πλέον επικίνδυνος, ο δίχως περιθώρια διάσωσης στην «απέναντι όχθη», δίχως επιστροφές. Για τον άλλον, τον βιολογικό, εκείνον που φοβίζει συνήθως τους ανθρώπους περισσότερο, ο ποιητής εισηγείται μιαν ακόμη διέξοδο παράκαμψής του («Μαρία Νεφέλη», σ. 116):

«Εάν υπάρχει τρόπος να πεθάνεις χωρίς
ν’ αφανίζεσαι – είναι αυτός: μία διαφάνεια
όπου τα ύστατα συστατικά σου - δρόσος,
φωτιά – όντας ορατά για όλους, έτσι κι
αλλιώς, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί».

Και παρότι στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (σ. 35) έχει παραδεχθεί ότι

«Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
και κείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία»,

στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», περισσότερο φιλοσοφικός και στο έπακρο απαιτητικός από την Τέχνη του Λόγου, στο ναό της οποίας επάξια θήτευσε, συγκεφαλαιώνει τις ανατρεπτικές θεωρήσεις του για τα όσα Παρελθόντα και τα όποια Μελλούμενα, κυρίως τα δεύτερα. Ζει την αλήθεια των πραγμάτων, αποκρυπτογραφεί τα κρύφια μηνύματα που εκπέμπουν, προσδέχεται και μας αντιπροσφέρει την αλήθεια της ζωής, για να παραμείνει ζωντανός και μετά θάνατον. Μας δηλώνει ότι

«Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω»
(«Περασμένα Μεσάνυχτα», σ. 21)

με την πεποίθηση ότι

«Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται»
(«Ρήμα το σκοτεινόν», σ. 37).

Και όλα ετούτα, επειδή, όπως χαρακτηριστικά διακηρύσσει,

«Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ
στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος».
(«Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου», σ. 7 εξ.)

Είναι ολοφάνερο, ότι ο Ποιητής διαχωρίζει άρδην την θέση και την στάση του έναντι των λοιπών, ως προς το κορυφαίο ετούτο γεγονός της ύπαρξης. Στο ποίημα «LA PALLIDA MORTE» (σ. 19) γράφει:

«… οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια
εκεί
Όμως απ’ αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος»,

Αυτός, θα συμπληρώναμε εμείς, που κατέχει σε όλες τις πτυχές του το μυστηριώδες «μη λεγόμενον» (ό.π., σ. 18) και που ήδη όμως, από την εποχή της «Μαρίας Νεφέλης», μάς είχε σε άλλη διάλεκτο εκμυστηρευθεί. Ότι δηλαδή

«(…) ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με τον νου τους οι άνθρωποι»
(«Ο προπατορικός Παράδεισος», σ. 62),

επειδή, όταν Εκείνος έρχεται,

«Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
[………………………………………………………………
………..] άφωνος μένει ο άνθρωπος
Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει (…)»
LA PALLIDA MORTE», σ. 18 και 19)

Τελικά, ο θάνατος δεν είναι, δεν υφίσταται για όσους ενσυνείδητα κι ευσυνείδητα βιώνουν την ασκητική της Αγάπης, της Αλήθειας, της Αυτοθυσίας, της Αθωότητας, της Απλότητας (μεγαλειώδους έτσι κι αλλιώς), της Ειλικρίνειας των σχέσεων, της Διαφάνειας των συναισθημάτων, του Έρωτα με τα πράγματα και τα είδη όλα, μια ζωή Σταυρού δηλαδή και Ανάστασης.

Στο «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (σ. 33) υπάρχει μια ποιητική παράθεση ονομάτων, ένα αλφαβητικό προσκλητήριο τόπων - συμβόλων, επί των οποίων δεν δύναται ο θάνατος να ισχύει πια. Θα υπέθετε κανείς ότι αφορούν σ’ ένα τέμπλο νοητό της πατρίδας, σε μορφές καθαγιασμένες από ένα εικονοστάσι ελληνικό, όπου ο καθείς αθανατίζεται με «αρετήν και τόλμην», που θάλεγε ο Κάλβος, εξ’ ού και απελεύθεροι πλέον από τα δεσμά της όποιας φθοράς (έχοντας ήδη καταργήσει «θανάτω θάνατον»), αντέχουν διαρκώς σ’ έναν -με τροπική έννοια- ουρανό ανέφελο και διαυγέστατον, αφού, όπως εμφατικά στο «Εν λευκώ» μας βεβαιώνει (σ. 27), «δεν υπάρχουν σύννεφα στον ορίζοντα του ελληνικού θανάτου». Να, το ποίημα:

«Σ’ ΟΛΟΥΣ ΤΟ ΨΙΛΟΒΡΟΧΟ κάτι λέει. Σε μένα τίποτα.
Σφάλισα τα τζάμια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπαλαίας∙ την Βρησιίδα∙ τα Γαυγάμηλα∙ τον δούλο του Κριναγόρα∙ τον Ελλήσποντο∙ τα Ζαγόρια∙ τον Ηλία τον Προφήτη∙ τον Θεόδωρο νεομάρτυρα Μυτιλήνης∙ την Ισσό∙ τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο∙ την Λαΐδα∙ τον Μαστρ’- Αντώνη∙ τον Νικία∙ την ξέρα της Αγίας Πελαγίας∙ τον Όμηρο∙ (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)∙ τους Πελασγούς∙ τη Ρωξάνη∙ τη Σθενελαΐδα∙ τα Ταταύλα∙ τον Ίβυκο (ερωτομανέστατο)∙ τη Φαιστό∙ τις Χοηφόρες∙ τα Ψαρά∙ και τον Ωριγένη.

Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο)».


Η χαρτογράφηση των τοπίων θανάτου, που προκύπτει, όχι απλά ως φιλολογική επισήμανση κάποιων σημάτων μελαγχολίας ή φοβίας, αλλά κυρίως ως ανίχνευση των διασωτικών «κατόπτρων αθανασίας», διάσπαρτων έτσι κι αλλιώς στην ποιητική ενδοχώρα του Οδυσσέα Ελύτη, δεν εξαντλείται οπωσδήποτε σ’ αυτήν εδώ την ενασχόλησή μας. Ίσως τώρα μόλις αρχίζουμε κάπως να υποψιαζόμαστε. Και τούτο, διότι μια τέτοια ποίηση, έμψυχη και μετα-ιστορική, ενέχει πάντοτε το στοιχείο των πολλαπλών εκδοχών και της δημιουργικής έκπληξης, πράγμα για το οποίο και ο ίδιος στα «Τρία ποιήματα με σημασία ευκαιρίας» (σ. 39) αυτοερμηνευτικά μάς προειδοποιεί:

«Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε

                                 όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω

                                                                η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο».

Στην «πείρα», που τού «ξέμαθε τον κόσμο», αυτόν της αθωότητας και της διαφάνειας, θα προσθέταμε και την πυρά του θανάτου, που τού αποκαλύπτει όμως ολοένα και μοναδικά το πολυδιάστατο (ή καλύτερα, το αδιάστατο) του Απείρου.

Στις σκέψεις πάντως που προηγήθηκαν, δείχθηκε με κάθε δυνατή συντομία το αδούλωτο του πνεύματος απέναντι στο ευάλωτο της σάρκας, το δίκαιο του ποιήματος απέναντι στο απρεπές του θανάτου. Για τούτο, σε τελευταία ανάλυση, ο Ελύτης εθήτευσε μέχρι την ύστατη στιγμή στην Ποίηση. Το έχει δηλώσει ο ίδιος, άλλωστε, προ πολλού στα πάντοτε «Ανοιχτά Χαρτιά» του (σ. 39):

«Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντίθετων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το φυσικό που είναι ο Λόγος, και στο φως το Άκτιστον που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και «φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου».
       Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει∙ να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μάς ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε∙ τον κόσμο της φθοράς που, έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση».

[Από το βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Σχεδιάσματα εγκωμίων για τον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα 1997, σσ. 7-28]

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ για το βιβλίο της κ. Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου «ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΔΩΡΑ»


Τὶ μπορεῖ, ἄραγε νὰ πεῖ κάποιος ἁπλὸς ἀναγνώστης, ὅπως ἐγὼ, γιὰ ἕνα βιβλίο ποὺ ἀποταμεύει τὸ πολύτιμο κομμάτι τοῦ λαογραφικοῦ πλούτου τῆς καλλισταφύλλου, κατὰ τὸν Καισάριο Δαπόντε Σκοπέλου, ποὺ ἀφορᾶ στὴν τροφὴ καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τὴ γεύση; Γιατὶ μελετώντας τὸ εὔχυμο καὶ κατὰ πάντα ἔντιμο βιβλίο τῆς κυρίας Μαρίας διαπιστώνουμε μιὰ ἀκόμα πολιτισμικὴ πτυχὴ αὐτοῦ τοῦ νησιοῦ, ποὺ κρύβει μέσα της πολύτιμους λίθους ἱστορίας, τέχνης καὶ παράδοσης. Λίθοι, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ἀπομένουν ἀνεπεξέργαστοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας, τοῦ ἀνησυχητικοῦ ρεύματος τῆς τάχα τουριστικῆς ἀξιοποίησης αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ φυσικὰ τοῦ κυριάρχου καὶ διαχρονικοῦ πάντα λογίου τοῦ «φάγωμεν, πίωμεν αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλήθεια; Γιατὶ, ἄν τὸ βιβλίο αὐτὸ κάνει λόγο γιὰ τὴν τροφὴ, ὡστόσο πρέπει νὰ γνωρίζουμε, πὼς ἐκεῖνο ποὺ προτάσσεται στὸ ἐν λόγω σύγγραμμα, δὲν εἶναι τὸ ζήτημα τῶν συνταγῶν, ἄν θὰ μπεῖ δηλ. ἁλάτι ἤ πιπέρι στὸ φαΐ, ζάχαρη παραπανίσια στὸ γλυκὸ κ.λ.π. Αὐτὰ μποροῦν νὰ μᾶς τὰ ποῦν καὶ οἱ ὁδηγοὶ μαγειρικῆς. Τὸ ζητούμενο εἶναι ἄλλο καὶ μάλιστα πολὺ σημαντικό: τὸ νὰ σταθεῖ δηλ. τὸ κάθε φαγητὸ μέσα στὸ φυσικὸ του πλαίσιο, αὐτὸ ποὺ τὸ ἀνάστησε. Γι᾿ αὐτὸ, πολὺ σοφὰ ἡ συντάκτρια αὐτοῦ τοῦ πονήματος δίνει γύρω ἀπό τὸ κάθε γέννημα αὐτοῦ τοῦ τόπου, (λ.χ. τὸ κρασί, τὸ λάδι, τὸ ἀμύγδαλο), ἀπό τὸ κάθε φαγητὸ ἤ τὸ γλυκὸ τὸ ἱστοριολαογραφικό του περίγραμμα. Ποὺ σημαίνει ὅτι μεριμνᾶ γιὰ μιὰ συνάντηση μὲ τὴν παράδοση αὐτοῦ τοῦ νησιοῦ. Παράδοση ἑξάπαντος ἱερή, φιλόστοργη καὶ τίμια.

Δὲν θὰ σᾶς ταλαιπωρήσω μὲ ποικίλες ἀναλύσεις καὶ ἀναφορὲς. Αὐτὲς μπορεῖ νὰ τὶς ἀποθησαυρίσει κανείς μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη στὴ σκοπελίτικη παράδοση, ποὺ ἐντίμως ταμιεύεται στὸ ἐν λόγω βιβλίο. Ὅμως ἐδῶ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς θυμίσω, πὼς ὃταν μιλᾶμε γιὰ σκοπελίτικη παράδοση ποτὲ δὲ μένουμε στὰ περιορισμένα ὅρια τῆς Χώρας τῆς Σκοπέλου, ὅπως, δυστυχῶς, γίνεται, ἀλλ᾿ ἀγκαλιάζουμε καὶ τὸ ἄλλο κομμάτι τοῦ νησιοῦ, τὴν περιοχή τῆς Γλώσσας καὶ τοῦ Κλήματος, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἔχουν μιὰν ἄλλη ἰδιοπροσωπεία, ὡστόσο εἶναι σάρξ ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτῆς τῆς εὐάνδρου νήσου. Καὶ στήν περίπτωση αὐτὴ ἡ συγγραφέας ὑπῆρξε συνεπέστατη καὶ δὲν περιφρόνησε μήτε τὴν πλατανιώτικη, μήτε τὴν κληματιανὴ παραδοσιακὴ συμεριφορά.

Ὅταν στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. ὁ Φίλιππος Βαλσαμάκης φοιτοῦσε στὸ Γυμνάσιο τῆς Χαλκίδας, ὁ πατέρας του, ὁ Ἀλέξανδρος Βαλσαμάκης φρόντιζε κάθε τόσο νὰ τοῦ στέλνει κοφίνια μὲ τρόφιμα, ὅπως κάστανα, πορτοκάλια, μῆλα κ. ἄ. Ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὰ τοῦ ἔστελνε καὶ κάποια γλυκὰ. «σοῦ στέλνω, τοῦ ἔγραφε καὶ δύο ζαχαροχαμαλιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐφίλευσαν» ἤ ὅταν ἦταν ἀπόγιορτα τῶν Χριστουγέννων -τότε τὰ παιδιὰ δὲν ἔρχονταν ὅπως σήμερα, ἀλλὰ παρἀμεναν στὸ τόπο τῶν σπουδῶν τους- τοῦ ἔγραφε «σοῦ ἀποστέλλωμεν καὶ παξιμάδια ἀπό τὴν κουλούρα σου τοῦ Ἁγίου Βασιλέιου». Θὰ μὲ ρωτήσει ἀσφαλῶς κάποιος γιατὶ τὰ ἀνάφερα αὐτὰ καὶ δικαίως τῶ λόγω. Ὡστόσο αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ τονίσω εἶναι ἡ ἱστορικὴ συνέχεια κάποιων ἐδεσμάτων ποὺ ἐνάμισυ αἰώνα παραμένουν ἀναλλοίωτα.

Τὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπάξια ἡ κ. Μαρία τὸ ἀφιερώνει στὸν ἐξ ἴσου ἔντιμο καὶ λόγιο σύζυγό της, τὸν κύριο Γιάννη, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος ἀναγνώστης του, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκ παραλλήλου γευσιγνώστης πολλῶν καὶ ποικίλων ἐδεσμάτων, ποὺ ἡ ἐν λόγω βίβλος ἔχει καταγράψει. Ὡς ἀκροτελέυτιο λοιπὸν λόγο ἔχω νὰ Σᾶς ἀναφέρω τὰ ἑξῆς, ἀξιότιμε κ. Γιάννη, ποὺ τὰ πιστεύω καὶ τὰ σέβομαι: ὃτι δηλαδὴ ἡ μαγειρικὴ τέχνη τῆς ὁμοζύγου Σας ἀσφαλῶς καὶ θὰ εἶναι ἐφάμιλλη τῆς συγγραφικῆς της ἰδιότητας. Καὶ πιστεύω ὃτι δὲν ψεύδομαι. Συγκινημένος, λοιπὸν, συγχαίρω τὴν κ. Μαρία γιὰ τὴν ἐπάξια καὶ φιλοπάτριδα μελέτη της, ποὺ στεφανώνει τὴ νῆσο τῶν νοσταλγῶν, τὴ Σκόπελο, κατὰ τὸν Ἀλ. Ππδ.

Εὐχαριστῶ ὃλους ἐσᾶς, τοὺς συνδαιτημόνας τῆς ἀποψινῆς βραδυᾶς γιὰ τὴν ὑπομονή σας…

(Ἀναγνώστηκε στὴν ἐκδήλωση ποὺ πραγματοποίησε ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Λυκείου τῆς Σκοπέλου, γιὰ νὰ τιμήσει τὴ συγγραφέα καὶ τὸ βιβλίο της)

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Γιώργου Λέκκα: ΟΙ ΚΡΥΦΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΧΕΣ ΜΑΣ (βιβλιοκριτική)

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, Κρυφές Ενοχές, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Οίκος Αντ. Σταμούλη, 2011, σσ. 137

                                                Παρθενοκισσός
                                           κατέρυθρος εξ αιδούς
                                                αναρριχάται
[Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, Στα τέταρτα του χρόνου (εικαστικά Αγγελικής Κοκονάκη), Θεσσαλονίκη, Εκδ. Οίκος Αντ. Σταμούλη, 2010, σ. 33]

Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Κρυφές ενοχές του διηγηματογράφου και ποιητή Δημήτρη Μαγριπλή βάζει το δάχτυλο στον «τύπο των ήλων» των πιο μύχιων συλλογικών ενοχών μας. Πρόκειται για τις κρυφές ενοχές των συμμετεχόντων στη διαδικασία τσιμεντοποίησης της Αθήνας στο «Καβαλόττι και Ερεχθείου γωνία» («γιατί κάποτε οι δικοί μας έκαναν το λάθος κι έγιναν μέρος του σεναρίου της φρίκης», σ. 18)· του συμβασιούχου κλασικού γραφιά που βλέπει να χάνει μες απ’ τα χέρια του την πραγματική ζωή στον «Σύγχρονο Βασσάλο» (σ. 20)· της αθώας πνευματικής μοιχείας στις «Κρυφές ενοχές» (σ. 40)· του μεροκαματιάρη καπετάνιου που εξασφαλίζει τα προς το ζην με το να κουβαλά προμήθειες στο νησί της εξορίας («Το νησί του μυστηρίου»)· του αγρότη που παράκουσε την εσωτερική του φωνή που τον ήθελε ναυτικό στο «Ιστορίες μορέων» μέχρις ότου αυτή να τον εκδικηθεί και να του αξιώσει τα δικά της («Αμέσως μετά την πρόσκρουση του φύλλου μορέας στο κρανίο του δημιουργήθηκαν αλλεπάλληλες εσωτερικές κρούσεις. Τούτο είχε ολέθρια αποτελέσματα στη βιολογική σύστασή του, σε σημείο που παρατηρήθηκε μετάλλαξη. Έτσι είχαμε τη μεταστροφή κατά ένα ελάχιστο σημείο μέτρησης, του αριστερού οστέος της άνω γνάθου. Αυτό συμπίεσε μερικώς τον εγκέφαλο και κατά συνέπεια μετέβαλε τον τρόπο που σκέφτεται», σ. 64)· των συμμετεχόντων στην «αγροτική ανάπτυξη» του ’90 στο «Για την ανάπτυξη της υπαίθρου» («Όλη η ύπαιθρος χαιρόταν την ανάπτυξη, τύπου Ελλάδος και με δόση τριτοκοσμική. Οι επιδοτήσεις πήγαιναν κατευθείαν από τα ταμεία της κοινότητας στην κατανάλωση, μια και η παραγωγή είχε κόστος μηδενικό με την συμβολή των παρείσακτων», σ. 86) που έγινε στην πλάτη του αλβανού μέχρι ότου αυτός να γίνει ο μεγαλοεργολάβος του 2000 που φορτώνει τώρα «στην κλουβίτσα του κάτι μαυριδερά γαϊδούρια, όπως έλεγε του Πακιστανούς που έπαιρνε στη δουλειά» (σ. 91)· των θιασωτών της χριστιανοπρέπειας στο «Κι όμως κάτι μας έλειπε» που, όπως μας δείχνει επιδέξια ο Μαγριπλής επιστρατεύοντας  τη μέθοδο μιας σουρεαλιστικής υπερβολής παζολινικού τύπου («Ήμασταν μια στρατιά αγίων. Όλη η πόλη μύριζε λιβάνι και τα εκκλησιαστικά είδη έκαναν πλούσιους ορισμένους», σ. 97 και παρακάτω: «Με αυτά και εκείνα είχαμε όλοι πάθει αγίαση», σ. 98) μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρός μηχανισμός εξουσίασης που απανθρωπίζει αντί να μας προσθέτει χαρά κι αγάπη (σ. 99)· των συνενόχων στην εκμετάλλευση των «καμένων» στο «Μονοπάτι του ελαφιού» («Νά σου λοιπόν οι μεζονέτες με πισινούλα στη μέση του πουθενά. Και πάλι και ξανά. ΄Ολοι ασφαλώς κάτι παίρνανε. Η κυρά Μαρία ψίχουλα, ο κύριος Τάκης περισσότερα, η εργατική τάξη δούλευε, οι έμποροι πουλούσαν, η πόλη αναπτυσσόταν, ο δήμαρχος εκλεγόταν, όλοι χαρούμενοι. Διακόσιες βιλίτσες επί τέσσερα στρέμματα συν κάτι για ακάλυπτους – βλέπετε ο επιχειρηματίας ήταν νοικοκύρης, του άρεσαν τα ωραία όπως έλεγε», σ. 105), καταδεικνύοντας συλλογικές καταναλωτικές μας εμμονές, χθες το πλαστικό (σ. 72) και σήμερα το ρύζι (σ. 73) στα «Είδη δώρων».

Σ’ αυτή τη σειρά διηγημάτων του Δημήτρη Μαγριπλή αναλαμβάνουν τελικά τα ζώα να δικάσουν τον αρχηγό της πτώσης που έγινε ο άνθρωπος («Λαϊκό δικαστήριο»)  – το χειρότερο, όπως υποστηρίζει ο Μαγριπλής, είδος ολόκληρης της δημιουργίας («βουλιμικός κι εγωϊστής», σ. 115 και πιο πάνω: «Περπατάει και χαλάει, σχολίασε μια πασχαλίτσα», σ. 114). «Μάρτυρες κατηγορίας έφτασαν να έρθουν ακόμη και οι πέτρες. Μάρτυρες υπεράσπισης κανείς» (σ. 115). Ο άνθρωπος κηρύσσεται ένοχος από το λαϊκό δικαστήριο των ζώων στο ομώνυμο διήγημα και οι μέλισσες προσφέρονται εδώ οικειοθελώς να επιβάλουν την τιμωρία του: «Η απόφαση άρχισε να υλοποιείται. Έτσι το φαινόμενο της σκόνης και του πανικού μιας φιγούρας που φώναζε και έτρεχε  ίσα κατά τη θάλασσα επαναλήφθηκε πολλάκις. Στο τέλος ένα τουμπανιασμένο πτώμα επέπλεε στην θάλασσα. Κάποιοι με σακούλες πλαστικές το περισυνέλεξαν και το πού το πήγαν ούτε το ψαροπούλι που τους ακολούθησε δεν έμαθε ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι άλλα πτώματα (= ο Μαγριπλής εννοεί πεθαμένα ψάρια) δεν ξέβρασε το κύμα στην ακτή», σ. 116. Αλλά και στο «Μονοπάτι του ελαφιού» ένα «περήφανο κόκκινο ελάφι» είναι που αναλαμβάνει την τιμώρηση του εμπρηστή: «Στη στροφή όμως μια σκιά τον σταμάτησε. Ήταν ο αρχηγός των ελαφιών. Ένα περήφανο κόκκινο ελάφι με κέρατα μακριά και πλεγμένα και με αίσθηση που μόνο τα ξεχωριστά πλάσματα κατέχουν. Τα κόκκινα μάτια του τον κοίταξαν επίμονα. Ο Ηρακλής διέκρινε πίσω του σάρκες καμένες. Ήταν το κοπάδι του. Μικρά-μεγάλα ελάφια, πεσμένα καταγής, απέπνεαν μια αχλή  άσπρη και εξαίρετα φωτεινή. Κάποια βογκούσαν σαν άνθρωποι. Κούνησε τα χέρια του για να τα μεριάσει από το δρόμο του. Μα κείνος ο αρσενικός έμεινε ακίνητος. Πήρε μια πέτρα και τον χτύπησε στο σώμα. Πάλι τίποτα. Αγέρωχος κοιτούσε τον φταίχτη. Αγέρωχος κατέβασε το κεφάλι σε θέση μάχης. Αγέρωχα έμπηξε τα κοφτερά του κέρατα στο στέρνο του νταή.», σ. 109.

Η γραφή του Μαγριπλή σε κάνει αμέσως να σκεφτείς πόσο πολύ μοιάζουν τελικά στην στοχοθεσία αλλά και στη μορφή το ποίημα μ’ ένα καλό διήγημα. Η βαθιά ποιητική ευαισθησία του διηγηματογράφου υπηρετείται από κοφτές και γρήγορες φράσεις που με ρυθμό οπλοπολυβόλου μας σημαδεύουν την ακόμα υπνώττουσα  ψυχή. Ο Μαγριπλής αποδεικνύει ότι γνωρίζει στην πράξη, όπως ο «ύποπτος» γείτονας στον «Εξωγήινο», ότι η φαντασία ταυτίζεται πλέον με την αντίσταση (σ. 124) και πως είναι ένας από τους ελάχιστους τρόπους που ακόμα διαθέτουμε για να ξεφύγουμε από αυτούς τους τύπους με τα «μαύρα κουστούμια» που ανέλαβαν τοποτηρητές της Νέας Τάξης Πραγμάτων (σ. 123). Τα διηγήματα του Μαγριπλή απογειώνονται στην έξοδο επιφέροντας στο κορμί του αναγνώστη τους την ανατριχίλα που συνοδεύει το γνήσιο ποιητικό βλέμμα – πάντα ανατρεπτικό και καίριο. Οι ανατροπές που χαρακτηρίζουν συνήθως την έξοδο των διηγημάτων του αφορούν πότε στη συναισθηματική ματιά του ήρωα στον «Σύγχρονο Βασσάλο» (σ. 22), πότε στη σκόπιμη δράση του στους «Προσκυνητές στο Άγιο Όρος» που καταλήγουν σ’ άλλο μοναστήρι από το προσχεδιασμένο  και πότε στην εξελισσόμενη ψυχολογία και των δυο, αναγνώστη και ήρωα στις «Κρυφές ενοχές» (σ. 40). Ο αυτοσαρκασμός αλλά και η αποστασιοποίηση που του επιτρέπει η χρήση της ειρωνείας συνδυασμένες με μια ισχυρή εικονοποιητική δύναμη («Τα απλωμένα» της Καλομοίρας «στο τεντωμένο σκοινί, ανάμεσα στις κλαδεμένες ελιές, θύμιζαν πεταμένα χρώματα απελπισμένου ζωγράφου στο καβαλέτο μιας νεκρής φύσης», σ. 125 από τη «Φεγγαρόλουστη». Και παρακάτω: «Μα κείνα τα μάτια, το μισό του ουρανού καθισμένο στον άνθρωπο», σ. 126) επιστρατεύονται στην υπηρεσία των οικολογικών προτεραιοτήτων αυτού του διηγηματογράφου που πετυχαίνει να ενσωματώσει την   κοινωνιολογική του  προβληματική στη λογοτεχνία του. Πάντως οι κοινωνικές προτεραιότητες του Μαγριπλή συνδυασμένες με τη βαθιά ποιητική του ευαισθησία θα μπορούσαν να τον αναδείξουν στον πιο ιδιότυπο μυστικό από τους νεώτερους διηγηματογράφους μας («Πετούμενη γλαύκα»).

Ροδοσκέπαστη
αυλή τόσων θαυμάτων
πώς με αντέχεις;
[Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, Στα τέταρτα του χρόνου (εικαστικά Αγγελικής Κοκονάκη), Θεσσαλονίκη, Εκδ. Οίκος Αντ. Σταμούλη, 2010, σ. 84].

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ / ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ [1906-1975] ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ.7 ΣΕ ΝΤΟ ΜΕΙΖΟΝΑ, ΕΡΓΟ 60 «ΤΟΥ ΛΕΝΙΝΓΚΡΑΝΤ»

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Θυσίαν άξιαν και αγνήν την σήμερον ημέρα
θέλει ο θεός κι αποθυμά απ’ τη δική σου χέρα,
δε θέλει μπλιο θυσίαν αρνιών και πράματα φθαρμένα,
μα μια θυσία ποθυμά μεγάλην από σένα`
το τέκνο σου το μοναχό, το κανακάρικό σου,
θυσία το αποθυμά και θέλει τ’ ο θεός σου,»
Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

Ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Βασίλης Χριστόπουλος, για να τιμήσει τη μεγάλη εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου 1940 και για να αποτίσει φόρο τιμής σ’ εκείνους που έπεσαν στα βουνά της Αλβανίας, επέλεξε για τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών που δόθηκε την 28η Οκτωβρίου 2011 στο Μέγαρο Μουσικής, την εμβληματική Συμφωνία του «Λένινγκραντ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. «Requiem» πραγματικό για τη θυσία 25 εκατομμυρίων Σοβιετικών πολιτών ενάντια στους ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΝΑΖΙ.

« ΘΥΣΙΑ», είναι το θέμα του δεύτερου κύκλου συναυλιών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Ευχαριστήριος, Ικετήριος, Εξιλαστήριος ΘΥΣΙΑ, αποτελεί τη θεμελιώδη, λατρευτική πράξη όλων των θρησκειών και όλων των λαών της γης. Ο άνθρωπος θυσιάζει για πολλές χιλιετηρίδες στο υπέρτατο ον, είτε για να διατηρήσει αγαθά όπως η υγεία και η ευημερία, είτε για να εξασφαλίσει την εύνοια του θεού και να απαλλαγεί από τα δεινά ή για να ζητήσει τη λύτρωση από το βάρος πράξεων παρεκτροπής. Καθώς δε το αίμα θεωρείται έδρα της ζωής και της ψυχής αλλά και ρίζα της αμαρτίας αφού συνδέεται με τα ανθρώπινα πάθη, αιμακτή θα είναι ως επί το πλείστον και η θυσία και μεταληπτική, αφού μέρος των θυσιαζομένων θα χρησιμεύσει για την ευωχία των θυσιαζόντων. Ο σταυρικός θάνατος του Χριστού θα καταργήσει τις αιματηρές θυσίες και η Θεία Ευχαριστία προσφέρεται πλέον αναίμακτα ως θυσία ικετήρια , δοξολογική και αινέσεως αλλά και Ιλαστήρια.

Αν αναλογιστούμε τα μεγάλα έργα της ανθρωπότητας θα ανακαλύψουμε ίσως ότι η θυσία ενυπάρχει στην αληθινή δημιουργία. Άραγε, η εναγώνια ανάβαση του κάθε δημιουργού να αγγίξει την τελειότητα, προσδοκώντας την ένωσή του με το θείο, δεν αποτελεί μορφή θυσίας; Ο τρόπος με τον οποίο συνέθεσε ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς τη συμφωνία του «Λένινγκραντ», δεν παραπέμπει σε θυσία; Οκτώ Αυγούστου 1941, το πρώτο αεροπλάνο βομβαρδίζει το Λένινγκραντ. Εννιακόσιες ημέρες θα κρατήσει η πολιορκία του από τους Γερμανούς-Ναζί και ενώ οι κάτοικοι της πόλης κάνουν αγώνα σκληρό ν’ αντιμετωπίσουν το φάσμα της δίψας από το ελάχιστο νερό ενός σπασμένου υδαταγωγού, ο Σοστακόβιτς απευθύνεται από το ραδιόφωνο στους συμπατριώτες του, προσπαθώντας να τους δώσει κουράγιο, κάνοντάς τους γνωστό ότι πριν από μία ώρα είχε τελειώσει τα δύο πρώτα μέρη μιας μεγάλης συμφωνίας και ότι αν καταφέρει να ολοκληρώσει το τρίτο και τέταρτο μέρος της, αυτή θα αποτελούσε την 7η Συμφωνία του. «Θέλω, εσείς που με ακούτε να γνωρίζετε ότι η ζωή στην πόλη μας συνεχίζεται κανονικά γι αυτό και σας μίλησα για τη συμφωνία μου». Λέγεται ότι έπαιζε το πρώτο μέρος της συμφωνίας του σε φίλους, όταν οι σειρήνες του πολέμου ήχησαν. Κανένας δεν σηκώθηκε από τη θέση του. Μόνο ο Σοστακόβιτς ζήτησε συγγνώμη κι έτρεξε να μεταφέρει την οικογένειά του σε καταφύγιο. Επέστρεψε αμέσως κι άρχισε να παίζει το έργο του από την αρχή. Όταν τελείωσε και το δεύτερο μέρος ο ενθουσιασμός των φίλων του τον συνεπήρε σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνεχίσει τη σύνθεση καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Συνθέτει το τρίτο μέρος στις 29 Σεπτεμβρίου και αναχωρεί για τη Μόσχα ενώ λίγο αργότερα για το Κούιμπισεφ, τη σημερινή Σαμάρα όπου και ολοκληρώνει στις 27 Δεκεμβρίου του 1941 την 7η Συμφωνία του. Η φήμη της Συμφωνίας του «Λένινγκραντ» ξεπέρασε τα όρια της Σοβιετικής Ένωσης. Λατρεύτηκε στη Δύση και λειτούργησε σαν το θούριο του Ρήγα. Έγινε σύμβολο ενάντια στον εθνικοσοσιαλιστικό μιλιταρισμό και σημαία για τον κάθε καταπιεσμένο λαό. Η πρώτη συναυλία δόθηκε το Μάρτιο του 1942 στο Λένινγκραντ και μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο σε ολόκληρη την πόλη, για να εμψυχώσει τους πολιορκημένους. Λίγες ημέρες αργότερα παίχτηκε και στη Μόσχα. Γρήγορα η 7η Συμφωνία έγινε διάσημη σε Ανατολή και Δύση. Διοχετεύτηκε σε μικροφίλμ στην Τεχεράνη, από κει στο Κάιρο και τέλος στη Νέα Υόρκη. Μόνο στην Αμερική παίχτηκε 62 φορές μεταξύ των ετών 1942-1943. Και ένας από τους μαέστρους, που τη διηύθυναν, ήταν και ο Αρτούρο Τοσκανίνι.

Συγκλονιστική πρέπει να ήταν η συναυλία που δόθηκε στο κοιμητήρι το Λένινγκραντ, όπου αναπαύονται μισό εκατομμύριο άνθρωποι, οι οποίοι πρόσφεραν τον εαυτό τους θυσία για την πατρίδα και τα ιδανικά τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των 900ων ημερών. Μετά τον πόλεμο η φήμη της συμφωνίας παρήκμασε λόγω και της πολιτικής προπαγάνδας.

Το περίφημο πρώτο θέμα, γνωστό ως αντι-σταλινικό έγινε αντι-χιτλερικό και στη συνέχεια καθιερώθηκε ως γερμανικό θέμα και θέμα του κακού. Η Κρατική Ορχήστρα, με τον Μαέστρο της Μίλτο Λογιάδη, συνεχίζοντας την ανοδική της πορεία, ανέδειξε όλα αυτά τα σημεία του έργου, ψυχογραφώντας τον τρόμο των πολιορκημένων στη σκέψη απώλειας του δικαιώματος της ελευθερίας και μετέφερε στον ακροατή ιερές μνήμες ανθρώπων που δέχτηκαν την χειρότερη καταπίεση, την καταπίεση του πνεύματος και θυσίασαν τη ζωή τους για να την υπερασπιστούν. Με διαδοχικές εικόνες από τα συντρίμμια του κόσμου και τα σπαρακτικά πένθη άδικων θυσιών, οι Σολίστες των Ξύλινων Πνευστών και των Εγχόρδων της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, σμίλεψαν την πεμπτουσία της συγκίνησης και αποτύπωσαν το πνεύμα των σκληρών αυτών γεγονότων όπως τα εξέφρασε ο Συνθέτης, δικαιώνοντας παράλληλα τον πανανθρώπινο συμβολισμό της Συμφωνίας. Η Ερμηνεία της Κρατικής Ορχήστρας, άφησε στη μνήμη μας τη γλυκιά γοητεία από το λυρισμό του σκέρτσο, το γνήσιο πάθος από το adagio και με το θριαμβικό νικηφόρο τέλος, μας οδήγησε σε σκέψεις που ανοίγουν τους ορίζοντες του νου και της ψυχής.

ΣΗΜ. Θα προσπαθήσουμε να επανέλθουμε για το πρώτο μέρος της Συναυλίας, όπου ένας σπουδαίος δεξιοτέχνης – πιανίστας, ο Αναστάσιος Πάππας, μαζί με την Ορχήστρα και τον άξιο Μαέστρο της Μίλτο Λογιάδη, ερμήνευσαν με άκρα ευαισθησία και δυναμισμό το Κοντσέρτο για πιάνο και Ορχήστρα σε ρε μείζονα του Αράμ Χατσατουριάν.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Λίγες σκέψεις, πριν ξεκινήσει ένα συνέδριο

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, όπως και άλλες φορές έχουμε επισημάνει, εκτός από την αναβίωση των περίφημων και ιστορικών ιππικών αγώνων της Ζακύνθου, όπου από το 2005 έχει επαναφέρει στην καθημερινότητα του νησιού μας, προσπαθεί παράλληλα, με προγραμματισμό και με μεθοδικότητα, να τεκμηριώσει με επιστημονική έρευνα το σημαντικό αυτό κομμάτι της ιστορίας μας και πάνω εκεί να βασιστεί, έτσι ώστε να μην κάνει κάτι επιπόλαιο και επιδερμικό, όπως συχνά τον τελευταίο καιρό συμβαίνει στον τόπο μας, αλλά να προχωρήσει, στηριγμένη στην αληθινή παράδοση και την ιστορική τεκμηρίωση.

Τα όσα έχει κάνει ήδη μας είναι γνωστά και δεν χρειάζεται η επανάληψή τους. Σημαντικό αυτή τη φορά είναι ένα διεθνές, επιστημονικό συνέδριο, όπου έχει ετοιμάσει και από σήμερα θα ξεκινήσουν οι εργασίες και οι παράλληλες εκδηλώσεις του στο νησί μας.

Δεν θέλω να ασχοληθώ με το πρόγραμμα, γιατί πιστεύω πως το έχετε όλοι διαβάσει από τις τοπικές εφημερίδες ή πως το έχετε ακούσει από τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι η επισήμανση της αξίας αυτής της τριήμερης εκδήλωσης και ο τονισμός των όσων μπορεί να μας προσφέρει.

Ξεκινάμε, λοιπόν, από την εναρκτήρια εκδήλωση. Είναι μια συναυλία του βενετσιάνικου συγκροτήματος Quartetto Cameristico Veneto, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 8.30 το βράδυ της ερχόμενης Παρασκευής στην ιστορική εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μόλου. Και το σχήμα και ο τόπος δεν ήταν καθόλου τυχαία επιλογή. Με την πλωτή πόλη, όπου έχει την έδρα του το κουαρτέτο, μας συνδέουν μακροχρόνιοι δεσμοί και κοινές πολιτιστικές επιρροές. Το κυριότερο: η παρουσία της στον δικό μας, τον Ιόνιο χώρο, μας προφύλαξε από την οθωμανική λαίλαπα και εν πολλοίς μας έφερε σε επαφή με τα μεγάλα κινήματα, όπου έζησε η Ευρώπη. Αυτό που σήμερα βιώνουμε, δείχνει ξεκάθαρα την τύχη των νησιών μας.

Ο χώρος τώρα. Ο περικαλλής ναός του Μόλου είναι ένα από τα ελάχιστα απομεινάρια του λαμπρού πολιτισμού μας. Γκρεμίστηκε από το σεισμό του 1953, αλλά ανακαινίσθηκε σωστά και με μέθοδο. Είναι ένα από τα σπαράγματα του παλιού Τζάντε και μια από τις λίγες γωνιές, που μας θυμίζουν την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας. Τα υπόλοιπα αποτελούν μόνο μια μπετόν κακοφωνία. Ο ιερός αυτός χώρος, επίσης, είναι δεμένος με την μορφή του Αγίου μας, μια και εκεί ήταν κάποτε εφημέριος και τα άμφιά του σώζονται ως σήμερα σε μια κομψή, ξυλόγλυπτη και επιχρυσωμένη καθέδρα. Εκεί, όμως, υπάρχουν και έργα τέχνης σημαντικά, μερικά από τα οποία, όπως ο αγνώστου ζωγράφου Εσταυρωμένος της ζακυνθινής Μεγάλης Παρασκευής και η ικετευτική Mater Dolorosa, είναι μνημεία της ταυτότητάς μας και ενδείξεις της ιδιοσυγκρασίας μας. Τέλος είναι δείγμα του τοπικού μας πολιτισμού η λατρεία του θείου μέσω της τέχνης. Γι’ αυτό και συχνά γίνονται συναυλίες μέσα στους ναούς της Ζακύνθου. Αυτό ακολούθησε πιστά και η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, ξεκινώντας το πρώτο της συνέδριο.

Προχωρούμε, τώρα, στην εκδήλωση του πρωινού του Σαββάτου, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 11 π.μ., στην μικρή πλατεία Ντίνου Κονόμου, μπρος από το Διοικητήριο, τιμώντας έτσι και την προσφορά του χαλκέντερου ιστοριοδίφη, του τελευταίου της σημαντικής αυτής σχολής, όπου αφιερώνοντας την ζωή του στην έρευνα της τοπικής μας ιστορίας, πρόσφερε πολλά σ’ αυτήν την υπόθεση, αλλά και στην περίπτωση της ζακυνθινής Γκιόστρας, με την οποία σε πολλές εργασίες του ασχολήθηκε. Εκτός από τους ιππότες, τους σμπαντιερατόρους και τους τυμπανιστές της Γκιόστρας της Ζακύνθου, στην παρουσίαση αυτή των πολιτιστικών δρώμενων του νησιού μας θα λάβουν μέρος ο πολιτιστικός σύλλογος Αγίου Λέοντα: «Η Άμοιρη», με τον ομώνυμο χορό και το Μουσικοχορευτικό Σωματείο Μαριών «Το Παραδοσιακό», το οποίο, με την συνοδεία του ταμπουρλονιάκαρου, θα παρουσιάσει το Λεβαντίνικο Συρτό Ζακυνθινό. Δεν πρόκειται για μια φολκλορική επαναφορά, αλλά για μια γνήσια συνέχιση. Θα είναι κάτι το αυθεντικό και το γνήσιο, παρουσιασμένο από τους πιο κατάλληλους συντελεστές. Εδώ, πιστεύω, στηρίζεται και η αξία της εκδήλωσης.

Για τις εργασίες του Συνεδρίου, τέλος, οι οποίες θα αρχίσουν το απόγευμα του Σαββάτου και θα τελειώσουν το μεσημέρι της Κυριακής δεν χρειάζονται λεπτομέρειες. Ένα συνέδριο επιστημόνων είναι συνέδριο και δεν απαιτούνται περισσότερες επεξηγήσεις. Το μόνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως σ’ αυτό δεν κλήθηκαν μόνο ξένοι πανεπιστημιακοί, οι οποίοι από την πλευρά τους και με τις γνώσεις τους θα εξετάσουν την περίπτωση της Γκιόστρας στον Επτανησιακό χώρο, αλλά θα λάβουν μέρος και πολλοί ντόπιοι ερευνητές, οι οποίοι μάλιστα ζουν μόνιμα στο νησί, έτσι ώστε να αξιοποιηθεί και το εγχώριο δυναμικό και να δοθούν ερείσματα συνέχισης.

Η μέχρι τώρα επιστημονική έρευνα, η παρακινημένη από το Σωματείο “Giostra di Zante”, έχει πολλά προσφέρει, συμπληρώνοντας τα όσα μέχρι στις μέρες μας γνωρίζαμε και τοποθετώντας τους ιππικούς αγώνες της Ζακύνθου στην διάσταση που τους αξίζουν. Είμαστε σίγουροι πως πολλά έχει να προσθέσει και το Συνέδριο, που η Εταιρεία έχει ετοιμάσει. Ας το παρακολουθήσουμε. Έχουμε να μάθουμε πολλά για ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού μας. Στους δύσκολους και πονηρούς καιρούς μας ίσως μας σώσει η ποιότητα.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Άννας Τσουκαλά-Κουφού: ΑΡΓΟΥΝ (ποίημα)

Σε στοιβαγμένα βότσαλα

Ψάχνουμε τις ψυχές μας

Ανακατεμένες με την 

Απληστία της κόλασης

Κι είμαστε μόνοι

να ερευνούμε.

Ουδείς,

ούτε στο ενύπνιο

δεν προστρέχει,

χειροπιαστά τριακόσια 

πέλαγα καθεύδουν,

μέρες που είναι!

Η μέθη της αποκοτιάς

Οργίζει την ανάσα

Της θάλασσας, αργούν οι μέρες

Μ' ένα νυστέρι

Κρυμμένο στ’ άγρια φύκια,

ενώ η Αιγιαλίτιδα

με παλάμες ζωγραφιές

καρτερεί την Ηώ.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

TANGO, ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΟΧΑΡΑΚΗ, ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΟΛΩΝΑ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

«Ας με φιλήση με τα φιλήματα του στόματος αυτού. Διότι η αγάπη σου είναι καλητέρα παρά τον οίνον».
Άσμα Ασμάτων


25 Οκτωβρίου 2011. Στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, καθόμαστε πίσω από μία κολώνα με τον ιστορικό χορού και κριτικό της Καθημερινής Ανδρέα Ρικάκη, περιμένοντας την έναρξη του Tango. Τα φώτα χαμηλώνουν, οι δύο μουσικοί εμφανίζονται στη σκηνή και οι νότες των Astor Piazzolla, Richard Galliano, Annibal Troilo, Juan Maglio, Σπύρου Μοσχόπουλου και άλλων, κάνουν το μικρόκοσμο του θεάτρου να ασφυκτιά από μελωδίες. Απέναντί μας ο ακορντεονίστας, Λευτέρης Γρίβας, παίζει μπαντονεόν. Καθώς, όμως η κολώνα κρύβει τον πιανίστα Σπύρο Μοσχόπουλο, αρκούμαστε να παρακολουθούμε τη σκιά του που προβάλλεται στον τοίχο και, ω του θαύματος, γίνεται ένα με τις σκιές του Άϊζενστάιν. Όμως, τι κρίμα, μία ευτραφής κυρία καταλαμβάνει την μπροστινή θέση κι αυτό ήταν αρκετό να καταστρέψει το όνειρο. Το μουσικό μέρος συνόδευε κάποιο Video, της Μαρίας Ντούμα και Έφης Ζάμπα, πρέπει να είχε ενδιαφέρον, αν κρίνουμε από τις σκόρπιες παραμορφωμένες εικόνες που καταφέρνανε να δούμε στα λοξά , τεντώνοντας το λαιμό και το σώμα. Αλλά οι δύο δεξιοτέχνες, ο πιανίστας και ο ακορντεονίστας, έπαιζαν εξαίσια και μας βύθισαν στις μελωδίες του Tango και σε λογισμούς του νου και των ερώτων.




Η λέξη Tango είναι Ισπανική, είχα κάποτε διαβάσει, και έλκει την καταγωγή του από παλαιό Αιγυπτιακό χορό, μαυριτανικής προέλευσης, τον οποίο διέδωσαν οι Ισπανοί κατακτητές στην Αργεντινή. Σημαίνει δε γιορτή ή λαϊκό θέατρο, όρος που επεκράτησε και για τους λαϊκούς τοπικούς χορούς τόσο της Ισπανίας όσο της Βραζιλίας, Αργεντινής Μεξικού και Κούβας. Οι τοπικοί αυτοί χοροί διέφεραν μεταξύ τους. Στην Ισπανία το Tango το χόρευε ένας μόνο χορευτής. Αλήθεια, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να βλέπαμε και σήμερα πως θα μπορούσε αυτός ο ένας να υποδυθεί διττό ρόλο. Το Αργεντίνικο Tango ξεκίνησε από τις «πάμπες» και χορευόταν από τα λαϊκά στρώματα σε κακόφημα, ύποπτα κέντρα. Αργότερα μπήκε στα θέατρα και στα καφωδεία. Στην Ευρώπη φτάνει το 1912, στην Ελλάδα το 1913 και χορεύεται και στις δύο χώρες σαν ξεχωριστό νούμερο του μουσικού προγράμματος. Η ομοιότητά του με την HABANERA έκανε πολλούς να πιστεύουν ότι προέρχεται από το Μεξικό ή την Κούβα. Λόγω δε των «ασέμνων» κινήσεων του σώματος εξοστρακίστηκε από τις σοβαρές κοσμικές εκδηλώσεις και κατηγορήθηκε σαν ανήθικος χορός. Πράγμα που οδήγησε τον Πάπα στην απαγόρευση και στον αφορισμό των Καθολικών που θα τον χόρευαν. Συνέστησε μάλιστα την αντικατάστασή του από τον Ιταλικό χορό «Φουρλάνα». Με τον καιρό το Tango δέχτηκε τροποποιήσεις, κατέκτησε όλες τις τάξεις των ανθρώπων και έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους ερωτικούς χορούς τόσο της αριστοκρατίας όσο και των λαϊκών στρωμάτων.

Και ενώ όλα τούτα στριφογυρίζουν στο μυαλό το ζευγάρι των χορευτών με την είσοδό του στη σκηνή τραβάει την προσοχή μας. Ο Fabian Ballejos εκπληκτικός χορευτής και δάσκαλος και η ωραία ντάμα του Τζίνα Νικολίτσα χορεύουν με άψογη τεχνική, ακρίβεια και με ωραίο στυλ. Ένα πραγματικά γοητευτικό ζευγάρι, που θα ήταν αξεπέραστο, αν δεν είχε περιοριστεί στην κατά εγκεφαλικό τρόπο απόδοση του χορού, καθ’ όσο διαπιστώσαμε απουσία πάθους και ερωτισμού, δύο συναισθήματα που χαρακτηρίζουν το αιώνιο TANGO.

Κουράγιο συμπάσχοντες, τι κι αν σας εμποδίζουν οι κολώνες, αφήστε τη φαντασία σας να τρέχει και την ψυχή σας να αγάλλεται γιατί «Τα άνθη φαίνονται εν τη γη∙ ο καιρός του άσματος έφθασε, και η φωνή της τρυγόνος ηκούσθη εν τη γη ημών».

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό» της Ζακύνθου

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Τιμώντας την επέτειο του ΟΧΙ, παραλλάσσουμε τον τίτλο μιας αρκετά γνωστής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη και, εκμεταλλευόμενοι την μεστότητα του λόγου του, αποδίδουμε τα δέοντα σ’ έναν από τους ελάσσονες ποιητές του νησιού μας, ο οποίος πάνω απ’ όλα συνδέεται με το έπος που γιορτάζουμε.

Πρόκειται για τον εραστή του στίχου Σπύρο Γκούσκο, ο οποίος γεννήθηκε στο χωριό Καταστάρι στις 16 Γενάρη του 1911 και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Αλβανία, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού (να, γιατί ταιριάζει ο τίτλος του δημιουργού του «Άξιον Εστί») στις 8 του Γενάρη (και πάλι) του 1941.

Δεν είναι από τους γνωστούς δημιουργούς και, αν δεν υπήρχε ο φίλος του ο Ντίνος Κονόμος, ίσως να μην τον γνωρίζαμε εμείς σήμερα. Ίσως η θυσία του να ήταν μεγαλύτερη από την ποιητική προσφορά του και η βιωτή του πιο σημαντική από την δημιουργία του.

Η σύντομη ζωή του δεν μας παρέχει την πολυτέλεια των απαιτήσεων και η εποχή του δεν είναι στιγμή μεγαλοσύνης για τον τόπο μας, που με την δυτική φινέτσα του δίνει εξετάσεις εισαγωγής στην νέα, μίζερη Αθηναϊκή πρωτεύουσα. Παρ’ όλα αυτά είναι μια παρουσία αξιομνημόνευτη και καθαρό δείγμα της αισθητικής του καιρού του.

Ο ίδιος στην ηλικιακή και δημιουργική του νιότη (μια και δεν πρόλαβε πουθενά να γεράσει) δημοσίευσε στίχους του σε εφημερίδες κυρίως της Ζακύνθου. Η πολυτέλεια της έκδοσης βιβλίου ήταν για τους παραπάνω λόγους αδύνατη. Μετά το θάνατό του (ή πιο σωστά τη θυσία του) ο Ντίνος Κονόμος, σαν φόρο τιμής, δημοσίευσε στο αθηναϊκό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, το οποίο κυκλοφόρησε στις 5 Μαρτίου 1941, ένα άρθρο του σχετικό με τον τζαντιώτη ποιητή, στο οποίο γνώρισε στο ευρύ κοινό και ανέκδοτα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου.

Αργότερα, το 1944, ο ίδιος χαλκέντερος ιστοριοδίφης τύπωσε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο: «Σπύρου Γκούσκου (1911-1941) Εκλογή (από το ποιητικό του έργο). Φροντίδα: Ντίνου Κονόμου), Ζάκυνθος 1944». Σ’ αυτό περιλαμβανόταν τα πιο σημαντικά δημιουργήματα του κατασταριανού ευαίσθητου λάτρη του στίχου και με τον τρόπο αυτό έγιναν γνωστά στο αναγνωστικό και φιλόμουσο κοινό.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε 160 μόνο αντίτυπα, μια και στις σκοτεινές εκείνες μέρες το χαρτί, όπως και όλα τ’ αγαθά, ήταν δυσεύρετο. Για το λόγο αυτό εξαντλήθηκε γρήγορα. Μα και σαν να μην έφθανε το ένα κακό, ακολούθησε και το άλλο. Τον Αύγουστο του 1953 ο σεισμός και η φωτιά αφάνισαν και ισοπέδωσαν. Έτσι τα ποιήματα του Σπύρου Γκούσκου ξεχάστηκαν και πάλι και ο «οβολός της χήρας» κινδύνεψε να χαθεί για πάντα. Το άγρυπνο ενδιαφέρον, όμως, του τελευταίου εκπρόσωπου της ζακυνθινής ιστοριογραφίας επενέβη και πάλι και το βιβλίο ξανατυπώθηκε το 1990, πολεμώντας την φθορά του χρόνου και την κακοδαιμονία του τόπου.

Δεν είναι μέρα σήμερα για κριτική, ούτε αυτή είναι πάντα απαραίτητη. Ο ποιητής, όμως, Σπύρος Γκούσκος, επιζεί στην μνήμη των νεότερών του με το ποίημά του «Ιστορία μιας σερπαντίνας», που σαν ταυτότητα μιας εποχής, της εποχής του, διατηρήθηκε στη μνήμη πολλών και μεταδόθηκε στους επόμενους, καθώς και με μια μετάφραση του γνωστού τροπαρίου της μοναχής Κασσιανής («Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις…»), που κάθε που την διαβάζω ομολογώ πως είναι πολύ πιο συγκινητική και πιστή απ’ αυτήν του Παλαμά και ας μου συγχωρεθεί η ασέβεια.

Σήμερα ο Σπύρος Γκούσκος έχει ένα δρομάκι κάθετο στην Πλατεία Ρούγα, που οδηγεί προς το 2ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης μας, εφαπτόμενο του Ταχυδρομείου. Έτσι τον τιμά η γενέτειρά του. Εμείς ας του αποδώσουμε τα δέοντα με την ίδια του την δημιουργία. Ας τον θυμηθούμε γνωρίζοντας ένα ποίημά του, από τα πιο όμορφα, κατά την γνώμη μου, που έγραψε, όπως μας το διέσωσε στο βιβλίο του ο Ντίνος Κονόμος. Έχει τίτλο «Έκσταση» και γράφτηκε το 1938. Χαρείτε το:

Μη μιλάς! Σώπα κι άφησε τη σιωπή να πληθαίνει…
Πιο κοντά θα μας φέρουνε τα φτερά της σιωπής.
Τέτοιαν ώρα τ’ απόβραδο που τ’ αχνό φως παθαίνει
μη μιλάς… τι θα πεις;

Μη μιλάς! Άκου… σώπασε κι η Κλωθώ που τυλίγει
τη ζωή στην ανέμη της. Μια στιγμή διακοπής
- σπάνια τόσο που βρίσκεται – τη χαρά έχει τη λίγη –
μη μιλάς… τι θα πεις;

Μη μιλάς! Καθώς γύρω μας το σκοτάδι πληθαίνει
στα μαλλιά μου τα χέρια σου –δυο πηγές της στοργής–
φέρε, ως μάνα θα τάφερνε στ’ ορφανό που παθαίνει
κι ούτε λέξη μην πεις.

Ό,τι άλλο πούμε περιττεύει. Ας θυμηθούμε σήμερα τον Ποιητή. Το κείμενό μας αυτό ας γίνει ένα «άσμα ηρωικό και πένθιμο» για το χαμό του!

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Μαρίας Κοτοπούλη: ΛΑΛΟΥΝΤΕΣ ΨΕΥΔΗ (ποίημα)



Λαλούντες ψεύδη

Ψευδή ευμάρεια

Απολαμβάνουν

Παραδομένοι στη φθορά

Συναγωνίζονται σε βλασφημία

Τους Ρωμαίους

Εκτοξεύοντας φωτιές

Στα κεφάλια των αθώων

Τον κράζοντα ΕΛΕΟΣ

Στα πέρατα της γης

Κανένας δεν ακούει

Μισθοφόροι Σταυροφόροι

Έμποροι Φράγκοι

Προσφέρουν το μερίδιο

Από το «Χρυσίον της Αραβίας»

Στους Συγκλητικούς`

Στους πληβείους

Τα αποφόρια της Ερήμου

Ικέτες

Τα αποθέτουν στο

Ναό

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο Παπαδιαμάντης και η Ιόνιος Πολιτεία

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Αφιερωμένη στον μεγάλο Σκιαθίτη και τον Κοσμοκαλόγερο των νεοελληνικών γραμμάτων είναι επάξια η φετινή χρονιά και η θύμησή του επανήλθε με πολλούς τρόπους στην καθημερινότητα και την χειμαζόμενη, όπως θα έγραφε και ο ίδιος, πραγματικότητά μας, για να μας δώσει κουράγιο και να μας στηρίξει. Γιατί, όπως μας άφησε παρακαταθήκη ο άλλος μεγάλος, με τον οποίο ισότιμα μοιράζεται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης την αφιερωματική επέτειο, ο Οδυσσέας Ελύτης, αυτόν, μαζί με τον δικό μας, τον Διονύσιο Σολωμό, πρέπει να μνημονεύουμε κάθε που μας βρίσκει το κακό και αυτό, από μια σωστική σύμπτωση, κάνουμε φέτος.

«Η κορυφή των κορυφών» χαρακτηρίστηκε από τον ακριβοδίκαιο με τις λέξεις Κωνσταντίνο Καβάφη ο νυκτερινός υμνωδός του Αγίου Ελισαίου και αυτή η μέγιστη απόδειξη τιμής ήταν πράγματι αντάξια με το έργο του και την προσφορά του. Ομολογώ πως εμένα προσωπικά με συντρόφευε πάντα, από τα άγουρά μου χρόνια, ως τώρα, σε όλες τις μεγάλες γιορτές, με τα επίκαιρα διηγήματά του. Δεν μπορούσα και δεν μπορώ να καταλάβω Χριστούγεννα, δίχως να διαβάσω «Το Χριστόψωμο» ή το «Στο Χριστό, στο Κάστρο» και το Πάσχα μου θεωρεί απαραίτητο συμπλήρωμα τον «Λαμπριάτικο ψάλτη» και την «Εξοχική Λαμπρή», όπως τα βρήκα σε μια πανόδετη έκδοση της Εταιρείας Ελληνικών Εκδόσεων στην βιβλιοθήκη του σπιτιού μας και από τότε πάντοτε με πόθο τα ξανανοίγω. Το παράξενο, μάλιστα, είναι πως με την καθαρά ιόνια νοοτροπία μου, με τα παιδικά βιώματα της τοπικής μας Κουλούρας, για την μια γιορτή και της Mater Dolorosa, για την άλλη, μπορώ να επικοινωνήσω με τα γραφόμενα του Αιγαίου Δημιουργού και να συμβιώσω με τους ήρωες των διηγημάτων του, τους τόσο διαφορετικούς από τους συντοπίτες μου. Αυτό, πιστεύω, δείχνει την μεγαλοσύνη του και του εδραιώνει τον τίτλο του κορυφαίου.

Σήμερα, τιμώντας την επέτειό του, στο κείμενό μου αυτό, εορταστικά κι εγώ, όσο γίνεται, θα σταθώ σ’ ένα, όχι και τόσο γνωστό διήγημά του, το οποίο έχει σχέση με τον δικό μας, τον Επτανησιακό χώρο, και μ’ αυτήν την μικρή αναφορά, θα προσπαθήσω να τιμήσω τη μνήμη του, αποδίδοντας, ποικιλότροπα, τα δέοντα.

Πρόκειται για το δημιούργημά του «Η Δασκαλομάνα», το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε το 1894 στο Ημερολόγιο Νέα Ελλάς και σ’ αυτό, συν τοις άλλοις, μας δίνει το κλίμα μιας τάξης της εποχής του. Αξίζει να γνωρίσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, όχι τόσο για να θυμηθούμε την παιδαγωγική μέθοδο του νεοελληνικού κράτους, όσο για να βαπτισθούμε και πάλι στα παπαδιαμάντια νάματα. Πρόκειται για τη σκηνή που τελειώνει το μάθημα των θρησκευτικών και αρχίζει η γεωγραφία:

«Οι επτά μαθηταί έρριψαν εις το βάθος του φύλακός των, ον είχον ανηρτημένον υπό την αριστεράν μασχάλην, τας ιεράς Ιστορίας των, κι εξήγαγον τας Γεωγραφίας. Ήνοιξαν τα βιβλιάρια και ήρχισαν να ψιθυρίζωσιν αναγιγνώσκοντες με τα χείλη, ώστε απετελείτο μεν μία βοή, αλλ’ ουδεμία λέξις διεκρίνετο. Ο μεγαλύτερος την ηλικίαν, όστις ήτο και ο ερμηνευτής της κλάσεως, μεταβάς προς τον τοίχον εξεκρέμασεν τον χάρτην, και κομίσας τον απέθηκεν επί της μικράς τραπέζης, προ της οποίας ηρέσκετο να κάθηται ο δάσκαλος, δυσκόλως αποφασίζων να πατήση με τα μακρά και πλατύτατα υποδήματά του, επί των σεσαθρωμένων σανίδων της υψηλής δασκαλοκαθέδρας».

Θα μπορούσαμε να σταθούμε στα παραπάνω και να ξαναποδείξουμε την αξία του Σκιαθίτη, επαληθεύοντας αυτό που ο ποιητής τού «Άξιον Εστί» εντόπισε σαν «μαγεία». Επειδή, όμως, αυτό είναι αυτονόητο και αυταπόδεικτο, προχωρούμε στην ανάγνωση του διηγήματος και γνωρίζουμε το κομμάτι, που αφορά την ιόνια ταυτότητά μας.

Ο δάσκαλος, λοιπόν, αφού «ήναψε δεύτερον τσιγάρον», ρωτά τον πρώτο μαθητή από πόσα νησιά αποτελείται η Επτάνησος. Ο μαθητής απαντά: «Η Επτάνησος ή Ιόνιος Πολιτεία, αποτελείται εξ επτά νήσων». Μετά, αφού επαινείται, η εξέταση συνεχίζεται με άλλον. «Εις ποίαν εξουσίαν υπόκειται η Επτάνησος;», ρωτά ο γραφικός εκπαιδευτικός και ο εξετασθείς απαντά: «Η Επτάνησος υπόκειται πολιτικώς εις την Προστασίαν της μεγάλης Βρετανίας και διοικείται δι’ αρμοστού εδρεύοντος εν Κερκύρα, όπου εδρεύει και η Ιόνιος Βουλή, υφίσταται δε και αξία λόγου Ακαδημία». Επιδοκιμάζεται και αυτός μ’ ένα «εύγε, πολύ ωραία» και η ερώτηση απευθύνεται στον τρίτο εξεταζόμενο: «Ειπέ μοι τα ονόματα των επτά νήσων, εξ ων η Επτάνησος αποτελείται». «Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα, Παξοί, Ιθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος και Κύθηρα, Τσερίγον», αποκρίνεται ο παπαγαλίζων, για να εισπράξει ένα πολύ καλά από τον «κυριόν» του, ο οποίος προχώρησε στην … παράδοση: «Αύριον να μελετήσετε από δω ως εκεί. (Κι εχάραξε με τον όνυχά του επί του βιβλίου)».

Τότε, όμως, «έν των παιδίων είχεν υψώσει τον δάκτυλον, εις σημείον ότι κάτι ήθελε να είπη». Του έδωσε το λόγο ο υπεύθυνος και αυτό τότε εύλογα ρώτησε: «Δάσκαλε […] γιατί, ενώ το χαρτί μας μέσα λέει, ότι η Επτάνησος αποτελείται από επτά νήσους, ύστερα βγαίνουν δέκα στο μέτρημα;». Ο μαθητής, βέβαια, είχε το ερώτημα, μια και το «χαρτί» είχε γραμμένα και τα δεύτερα ονόματα μερικών από τα νησιά του Ιονίου, όπως αυτά ήταν ως τότε γνωστά. Ο δάσκαλος, όμως, δεν φαίνεται να γνώριζε τη λύση. «Τας εμέτρησες εσύ;», του απάντησε και ο μαθητής με σιγουριά απαντά: «Τα εμέτρησα, να;!» και ξανάρχισε να απαριθμεί, παπαγαλιστί τα Επτάνησα, μετρώντας με τα δάχτυλά του.

Η αυθεντία τότε της έδρας, η οποία, όπως και οι μαθητές «ουδέποτε είχαν υποπτευθή ότι είχον οιανδήποτε έννοιαν αι λάξεις, όσαι ήσαν τυπωμέναι εντός των βιβλίων», απέφυγε διπλωματικά το σκόπελο και απάντησε: «Αυτά θα τα μάθετε όταν…» κι εκεί σταμάτησε, αφήνοντας τον συγγραφέα να φαντασθεί πως ήθελε να συμπληρώσει «όταν θα πάτε στο Ελληνικόν Σχολείο». Αλλά τον έσωσε ο θόρυβος, που ακούστηκε από το τελευταίο θρανίο.

Η αναφορά αυτή, βέβαια, δεν είναι η μόνη, που κάνει ο Παπαδιαμάντης για την Επτάνησο και τη Ζάκυνθο. Είναι, όμως, μια από τις πιο χαρακτηριστικές. Κάποτε αξίζει τον κόπο να γίνει μια μελέτη, που θα καλύψει αυτό το θέμα.

Προς το παρόν ανοίξτε και μνημονεύσετε τον Κοσμοκαλόγερο. Έχετε πολλά να ωφεληθείτε!

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών: Η ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ

Ομιλία σε Ημερίδα για τις Μεταμοσχεύσεις που διοργάνωσε το Υπουργείο Υγείας στο Νοσοκομείο της Καλαμάτας, την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

1. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω την εισήγησή μου με μία διαπίστωση, ότι το θέμα των μεταμοσχεύσεων και της δωρεάς οργάνων, δεν είναι θέμα ηθικής συμπεριφοράς. Η οποιαδήποτε άποψη περί μιας δεοντολογικής ηθικής, σύμφωνα με την οποίαν η συμπεριφορά του ανθρώπου υπαγορεύεται από την έννοιαν του καθήκοντος ή της συμμόρφωσής του προς τον λεγόμενον ηθικόν νόμον, έχει ως ηθικό κίνητρο αποκλειστικά τον σεβασμό στον ηθικό νόμο και τίποτε άλλο, ούτε την αγάπη, ούτε το άδολο συμφέρον, ούτε το ενδιαφέρον για τους άλλους, ούτε τη φιλευσπραγχνία, ούτε οποιοδήποτε άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, γι’αυτό και θεωρείται ξεπερασμένη, ενώ παράλληλα η εκ των προτέρων οποιαδήποτε πρόταση η ηθική απόφαση περί κάποιας ακολουθητέας ηθικής είναι φοβερά δύσκολη και οδηγεί σε αδιέξοδα.

Το βασικό λοιπόν ερώτημα σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων είναι οντολογικό, δηλαδή ύπαρξης και ζωής και όχι απλά ηθικής επιλογής. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η δωρεά οργάνων ανθρωπίνου σώματος είναι επιτρεπτή, εξαρτάται από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα˙ Τι είναι αυτό το οποίο καθορίζει την έννοια και το περιεχόμενο άνθρωπος; Η απάντηση είναι αρκετά πολύπλοκη.Η σύσταση του ανθρώπου δεν είναι κατά τη σύγχρονη ανθρωπολογική επιστήμη, απλώς μια υλική κατάσταση στην οποία θα προστεθεί ύστερα η ψυχή και το πνεύμα.

Αυτά είναι πολύ δυαλιστικά και ιδεαλιστικά και τα οποία δεν ισχύουν πλέον σε καμιά επιστήμη. Στη θεολογική σκέψη επιπλέον η σύσταση του ανθρώπου είναι οργανική κατά βάση. Όταν όμως δίνουμε αυτή τη περιγραφή, τίθεται αμέσως το επόμενο ερώτημα, τι είδος υλικής υπόστασης είναι ο άνθρωπος.

Οι κλασικές φιλοσοφικές απόψεις και θεολογικές αντιλήψεις θεωρούν ότι η ταυτότητα του ανθρώπου βρίσκεται στη ψυχή, η οποία αποτελεί το οργανικό στοιχείο του ανθρώπου, αυθυπόσταση, αυθύπαρκτη, στην ουσία της είναι πνευματική και όχι υλική και επιβιώνει ανεξάρτητα από το σώμα. Η πλατωνική αυτή αντίληψη επέδρασε βαθύτατα στη χριστιανική παράδοση και οι συνέπειές της υπήρξαν βαρυσήμαντες για το ανθρωπολογικό ζήτημα. Ποιές είναι αυτές ;

α) Ότι το σώμα αποτελεί την φυλακή της ψυχής, (Πλάτωνας), ο άνθρωπος για να βρει τον πραγματικό του εαυτό πρέπει να απελευθερωθεί από το σώμα του και να ζήσει μια άϋλη και άχρονη ύπαρξη σε μία αιωνιότητα που δεν συνδέεται καθόλου με τον παρόντα κόσμο.

β) Ότι αυτό που θα επιζήσει είναι μόνο η ψυχή (Ωριγένης – Αυγουστίνος), όλος ο άλλος άνθρωπος (σωματικός – βιολογικός) είναι προορισμένος να χαθεί, αυτό δε τελικά το οποίο καθορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου είναι το άϋλο πνεύμα και η αθάνατη και αιώνια ψυχή χωρίς το σώμα του.

Στην ιστορία της ανθρωπότητας επίσης υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Ο άνθρωπος ορίστηκε ως «ζώον λογικόν»˙ δυνάμενο να σκέπτεται, να έχει συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου. Η παρούσα όμως ανθρωπολογική ταυτότητα συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος αναπτύσσει τις διανοητικές του ικανότητες μονομερώς και ανεξάρτητα από το σώμα του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σκεπτόμενα όντα τα οποία δεν έχουν την ανάγκη του ανθρωπίνου σώματος για να παράγουν νόηση (πρβλ. computers, internet). Από αυτή την απομόνωση ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι καταργείται σιγά–σιγά το σώμα ως όργανο νόησης, και προσπαθούμε να σκεπτόμεθα, να επικοινωνούμε, να ψωνίζουμε ακόμη και να ερωτευόμαστε χωρίς το σώμα, αυτό το μοναδικό όργανο, το οποίο μας συνδέει με το φυσικό μας περιβάλλον αλλά και με τους άλλους ανθρώπους. Το σώμα υπό αυτή την προοπτική αφενός δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη νόηση και την πληροφόρηση και αφετέρου μπαίνει σε μία υποδεέστερη μοίρα, η οποία αξιολογικά πολλές φορές μπορεί και να μην είναι μετρήσιμη.

2. Παρά τις όποιες φιλοσοφικές αντιλήψεις, οι σύγχρονες βιο-τεχνολογικές πρόοδοι και οι διάφορες παρεμβάσεις της γενετικής μηχανικής απέδειξαν και συνεχώς επιβεβαιώνουν, ότι το ερώτημα της αλήθειας για το τι είναι άνθρωπος και ο ορισμός της ταυτότητας του ανθρώπου δεν απαντάται από μία μονομερή έξαρση της νοημοσύνης η του ψυχισμού του, έναντι της σωματικής και βιολογικής υποστάσεως του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Η αλήθεια του ανθρώπου δεν έγκειται μόνο στη ψυχή του αλλά και στην οργανική ενότητα ψυχής, σώματος, και κατά κάποιους πατέρες της Εκκλησίας, και πνεύματος.

Η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται μαζί με το σώμα του και το σπουδαιότερο δεν αναπαύεται τελικά αν δεν ανακτήσει το σώμα της (Αναστάσιος Σιναΐτης). Έτσι "το σώμα χωρίς την ψυχή είναι πτώμα, μα και η ψυχή χωρίς το σώμα είναι φάντασμα, δεν είναι σε καμμιά περίπτωση άνθρωπος. Δεν είναι η αλήθεια του ανθρώπου" (G. Florovsky, Ι. Ζηζιούλας).

Δεν μπορούμε λοιπόν να λέμε ότι ο άνθρωπος έχει σώμα, αλλά είναι σώμα. Αυτό θα πει ότι το σώμα είναι στοιχείο της αλήθειάς του, τού είναι του, της ύπαρξής του. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε επιστημονική και τεχνολογική κατάκτηση, που καταργεί η αποδυναμώνει τον ρόλο του σώματος στη γνώση και στην επιστήμη αντιβαίνει όχι την ηθική αλλά την αλήθεια, στην οντολογία του ανθρώπου. Επιπλέον η θέση ότι ο άνθρωπος δεν έχει σώμα αλλά είναι σώμα υποδηλώνει ότι χωρίς το φυσικό περιβάλλον και κυρίως χωρίς τους άλλους ανθρώπους (συναθρώπους) παύει να υπάρχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Η αλήθεια του ανθρώπου,λοιπόν, συνδέεται άρρηκτα με την υπόλοιπη κτίση και με τον άλλο άνθρωπο κυρίως και εδώ βρίσκεται το τελευταίο αλλά ουσιαστικό στοιχείο της πατερικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τη φύση μόνο, αλλά και σε σχέση διαλεκτική μαζί της και με τους άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπούς του, και εδώ έγκειται η σπουδαιότητα και η σημασία του όλου θέματος, γιατί στη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο ασκεί την ελευθερία του η για να τον καταστρέψει η για να τον αγαπήσει και να τον σεβαστεί ως άνθρωπο, δηλ. ως μία άλλη - έτερη ψυχοσωματική οντότητα. Το σώμα –σάρκα, κατά τον βιβλικό όρο– είναι το μέσον δια του οποίου δηλώνουμε την παρουσία και την διαθεσιμότητά μας ο ένας προς τον άλλον. Το σώμα του κάθε ανθρώπου είναι το μέσον δια του οποίου γίνεται διαθέσιμος στους άλλους, στην πραγματικότητα δηλαδή είναι διαθεσιμότητες, με τις οποίες καθίσταται ενεργή και δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου, και αυτό ισχύει γιατί ο άνθρωπος δεν είναι αυτόνομο ον, αλλά λαμβάνει την ύπαρξή του από τους άλλους και συγχρόνως τη δωρίζει στους άλλους (στα πλαίσια αυτά μπορούμε να προσεγγίσουμε και την οριοθέτηση μεταξύ συμμετοχικής και αυτουργικής συμπεριφοράς –αυτοκτονίας, ευθανασίας– και του δικαιώματος απέναντι στο θάνατο).

3. Σε αυτή λοιπόν τη διαλεκτική εισέρχεται και το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, και μάλιστα ως δικαίωμα για αυτοδιάθεση του σώματος η των οργάνων του, προ η και μετά τον θάνατον.

Είναι γνωστόν, ότι το παρόν ερώτημα επανέφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ένα θέμα, με το οποίο για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η απόκλιση, η οποία υφίσταται μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών αντιλήψεων και φιλοσοφικών δοξασιών, σχετικά με την στάση του ανθρώπου έναντι του σώματός του και των ανθρωπίνων οργάνων του, αλλά και του τρόπου κατανόησης και λειτουργίας του λεγομένου «ατομικού δικαιώματος».

Η απάντηση όμως στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται κυρίως από την απάντηση, την οποία δίνουμε στο κατεξοχήν ερώτημα σχετικά με τον ορισμό της ταυτότητας του ανθρώπου.

Όσον αφορά την πρόκληση περί των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι για την ορθόδοξη θεολογία, σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου, υφίστανται όρια μεταξύ της κοινωνικής έννοιας της ελευθερίας και της πραγματικής ελευθερίας. Ύψιστη μορφή ελευθερίας σημαίνει το να μπορεί ο άνθρωπος να θυσιάζει ελεύθερα ακόμη και τα ατομικά του δικαιώματα, για χάρη της αγάπης προς τους άλλους, γι’ αυτό και το ορθόδοξο «δέον» περί του ανθρώπου υπερβαίνει σε δύναμη και πνοή τον απλό ορίζοντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών και αξιολογείται σε ένα άλλο επίπεδο, καθαρά υπαρξιακό και προσωπικό, όπου, όπως και η ζωή, έτσι και τα ενεργήματα της ζωής θεωρούνται στα πλαίσια της προσωπικής κοινωνίας και της υπαρξιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων (πρβλ. Χρ. Γιανναράς).

Ο σεβασμός στο «ατομικό δικαίωμα», κύριο γνώρισμα του δυτικού διαφωτισμού, είναι έξω από τον εκκλησιαστικό τρόπο του ζην, γιατί μία τέτοιου είδους «διαχείριση» του ατομικού δικαιώματος και της έννοιας της ελευθερίας, αποτελεί μία ατομοκρατική θεώρηση τόσο του δικαιώματος, όσο και του ίδιου του σώματος. Η εκκλησιαστική θεώρηση και χρήση του σώματος δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με βάση το δικαίωμα για αυτοδιάθεση ακόμη και του ίδιου του σώματός μας, προ ή μετά τον βιολογικό θάνατο, ενώ μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα και άσχετα προς τα δικαιώματα των άλλων συνανθρώπων. Το σώμα είναι εκκλησιαστικά σεβαστό, κανένας δεν μπορεί να το «φθείρει», ούτε και ο ίδιος ο φορέας του η να επιδιώξει τη βίαιη καταστροφή του, ούτε τέλος να το μεταχειριστεί ως μία υπόθεση η υποκείμενο ατομικής ιδιοκτησίας (υπ’ αυτή την προ-οπτική διακρίνεται «κανονικά» η αυτοκτονία από την αυτοπροσφορά). Ο κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει, ότι το σώμά του ανήκει και στα λοιπά εκκλησιαστικά μέλη, άρα και η μετά θάνατον τύχη ενός σώματος δεν αφορά μόνο την επιθυμία του νεκρού, αλλά είναι υπόθεση σχέσεων όλων. Αυτό συνεπάγεται ότι το σώμα, ακόμη και του νεκρού, δεν αποτελεί το αντικείμενο μιας εν ζωή επιθυμίας για αυτοδιάθεση αλλά ανήκει και στους άλλους, όπως δηλώνεται και από την προτροπή της Εκκλησίας, στη δωρεά του σώματος, για την ζωή άλλων συνανθρώπων (μεταμοσχεύσεις) και στη δυνατότητα χρήσης οργάνων του νεκρού για μεταμόσχευση.

4. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι στην εποχή μας απαιτείται μία αφύπνιση και μία συνεργασία. Εκκλησία και Πολιτεία ας επισπεύσουν τη συνεργασία τους στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η Εκκλησία ας προσφέρει την εγρήγορση των συνειδήσεων και ας ενσταλάξει με τη θεολογία της στον πολιτισμό μας το σεβασμό στον άνθρωπο ως πρόσωπο, και την αγαπητική προσφορά των σωμάτων μας προς τους άλλους, ως έκφραση ελευθερίας και σεβασμού.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χριστός «θανάτω θάνατον πατήσας» και προς όλους τους ανθρώπους «ζωήν πολιτεύεται», χωρίς να θέτει όρους και προϋποθέσεις, ιδιοτέλειες ή προσωποληψίες.

πηγή: amen.gr
Related Posts with Thumbnails