© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ)

1. Προλεγόμενα

Πᾶνε ἀρκετά χρόνια ἀπό τότε πού βρέθηκα γιά λόγους ὑγείας κάποιου μέλους τῆς οἰκογενείας μου, στή μακρυνή Ἀγγλία, σέ μία ἀπό τίς μεγαλουπόλεις της, τό Birmingham. Ἀπό τόν τόπο μου ἔφυγα μέ συντροφιά τούς Ἁγίους μου, ἀλλά καί κάποια βιβλία-συνομιλητές στήν ἑκούσια αὐτή ἐρημία μου, πού ἐπρόκειτο νά διάγω. Μεταξύ τῶν βιβλίων πού μέ συντρόφεψαν ἦταν καί ἡ ποιητική συλλογή τοῦ Π. Β. Πάσχου (στή συνέχεια Π. Β. Π.), "Ἔγκλειστος βίος", μέ τήν ὁποία ἔχω ξεχωριστούς δεσμούς ἀπό τά χρόνια ἀκόμα τῶν σπουδῶν μου.

Πολυάριθμη πολιτεία τό Birmingham, ξένος ἐγώ ἀνάμεσα σέ ξένους, ἔνοιωσα τό σχῆμα τῆς ἀπουσίας νά ἐγγράφεται μέσα μου μέ στοχασμούς διάφορους, τούς ὁποίους ἄρχισα νά τούς ἐπεξεργάζομαι σιωπηλά καί καρτερικά, μέ παράλληλη παρατήρηση τῆς πόλης καί τοῦ βιώματος τῆς μοναξιᾶς, πού ἐμφάνιζε. Αὐτές λοιπόν οἱ γραμμές σέ πρώτη, ἡμερολογιακή καταγραφή, χαράχτηκαν σ᾿ ἕνα μικρό δωμάτιο τῆς περιοχῆς τοῦ Selly Park, ἐκείνης τῆς Ἀγγλικῆς μεγαλούπολης. Ἐδῶ δέ λαμβάνουν τήν τελική τους μορφή, ἄν μπορεῖ νά ὑπάρξει ποτέ αὐτή, τήν ὁποία ὡστόσο καλεῖται νά τήν συμπληρώσει καί ὁ φίλος ἀναγνώστης μέ τίς παρατηρήσεις του. Παρατηρήσεις, πού ἄν εἶναι καλοπροαίρετες, ἀποτελοῦν καί ἀπομένουν πάντα χρήσιμο ὑλικό γιά τή στέρέωση-θεμελίωση τοῦ κάθε μας γραπτοῦ.

Πάντως θέλω νά σημειώσω, καθώς κλείνω αὐτές τίς πρόδρομες γραμμές, ὅτι ἡ ποίηση τοῦ Π. Β. Π. γίνεται μέ τόν εὐεργετικό καί τίμιο λόγο της, τό φιλάνθρωπο καί φιλάδελφο καταφύγιο, τό ὁποῖο θραύει τό κέλυφος τῆς σκληρῆς μόνωσης καί ὁδηγεῖ τά πρόσωπα στή συνάντηση: τόσο μεταξύ τους, ὅσο καί μέ τήν Κτίση, προπάντων ὅμως μέ τόν Θεό.


2. Οἱ ὁρισμοί

Ἄν μελετήσουμε προσεχτικά τίς ποιητικές συλλογές τοῦ Π. Β. Π. ἀσφαλῶς θά παρατηρήσουμε, πώς κυρίαρχο θέμα μέσα τους εἶναι τό βίωμα τῆς μοναξιᾶς. Τῆς μοναξιᾶς, ἡ ὁποία συνυπάρχει πάντα μέ τή διαβίωση τοῦ ποιητή στίς μεγάλες πόλεις καί ἐμφανίζεται ὡς ἡ λυτρωτική ἐκείνη δύναμη πού ἐξαγνίζει τήν ψυχή καί τήν ἐπιστρέφει στίς ρίζες της, στίς σωτήριες πηγές, ὅπως εἶναι ὁ γενέθλιος τόπος του: ἡ Λευκοπηγή καί εἰδικότερα ἡ ἑστία τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ.

Ὡστόσο τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι τό ἑξῆς: Τελικά τί εἶναι πολιτεία καί τί μοναξιά; Ὅπως ἐπίσης κι ἕνα δεύτερο ἐρώτημα: Ἡ μοναξιά καί ἡ πολιτεία πώς λειτουργοῦν στόν ψυχισμό τοῦ ποιητή καί κατ᾿ ἐπέκταση στό δικό μας τόν ψυχισμό;

Μοναξιά λοιπόν εἶναι ἡ ἄρση τῆς ἐπιθυμίας, τῆς ἀνάγκης, "γιά νά δεῖς τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, νά τόν συναντήσεις" (1). Γιατί ἡ συνάντηση τοῦ Ἐγώ μέ τό Ἐσύ προϋποθέτει πάντα τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας, γι᾿ αὐτό σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τή Γένεση, ὁ Θεός εἶδε ὅτι "οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ᾿ αὐτόν" (Γεν. 2, 18), πού σημαίνει ὅτι "ὁ Δημιουργός θεωρεῖ τήν ἀνθρώπινη μοναξιά ἀρνητική, ὡς ἀντιτιθέμενη στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί ὡς κατάσταση ἐμπεριέχουσα δυστυχία καί κίνδυνο, γι᾿ αὐτό ἐφευρίσκει τόν τρόπο θεραπείας της" (2).

Ἡ δημιουργία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐκ τῆς πλευρᾶς του δημιουργία τῆς γυναίκας-συνανθρώπου του, τῆς Εὔας, ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος, ὑπάρχοντας ἐν κοινωνίᾳ Προσώπων, ἐπιθυμεῖ νά συστήσει καί στή γῆ αὐτή τήν κοινωνία τοῦ Ἐγώ μέ τό Ἐσύ, ὥστε τό ἄθροισμα αὐτῶν, τό Ἐμεῖς δηλαδή, ν᾿ ἀναφερθεῖ θεοφιλῶς καὶ ἁγιοτρόπως στό Θεό.

Πολιτεία πάλι εἶναι ὁ χῶρος συγκέντρωσης μεγάλου ἀριθμοῦ ἀνθρώπων πού προέρχονται ἀπό μικρές κοινωνίες χωριῶν καί μικροεπαρχιῶν. Στά πολυάριθμα αὐτά λοιπόν ἀστικά μεγέθη οἱ ἄνθρωποι κατά πολύ μεγάλο ποσοστό εἶναι καί παραμένουν μεταξύ τους ἄγνωστοι.

Τό βίωμα τῆς μοναξιᾶς τό ἔχει γευτεῖ κατά κόρον ὁ ποιητής στίς μεγαλουπόλεις, γι᾿ αὐτό καί πασχίζοντας νά ἰσορροπήσει ἀγωνίζεται νά μεταποιήσει τή σκληρή κι ἀπάνθρωπη μοναξιά σέ ἐργαστήριο πνευματικῆς ἀθλήσεως καί ζωῆς, σέ μιά γόνιμη δηλαδή μοναξιά.


3. Ἀναζητώντας τά σημεῖα: Ὁ ποιητής, ἡ μοναξιά καί ἡ πολιτεία

Στούς ἀναιμικούς καιρούς πού ζοῦμε, τό γεγονός τῆς μοναξιᾶς ἁπλώνεται καί ἐνδημεῖ, κατά κανόνα στίς μεγάλες πολιτεῖες- χώρους ἀπόλυτα εὔφορους- γιά νά ριζώσει καί ν᾿ ἀναπτυχθεῖ αὐτό τό φαινόμενο. Φαινόμενο κοινωνικό, ἀλλά καί κυριαρχικό στόν ἀνθρώπινο βίο.

Ὡστόσο αὐτό τό φαινόμενο τῆς μοναξιᾶς, σύμφωνα μέ τίς γνῶμες καί τίς παρατηρήσεις τῶν εἰδικῶν, ἄν καί δέν ἦταν ἄγνωστο σέ παλαιότερες ἐποχές, στίς μέρες μας ἔλαβε τήν πιό τραγική του ἔκταση. Γιατί στήν ἐποχή μας κυριαρχεῖ τό βιομηχανικό πνεῦμα, τό πνεῦμα τῆς τεχνολογίας, πού δέν ἐπιτρέπει καί δέν δικαιολογεῖ τίς ἐκφράσεις τῆς συνάντησης καί τῆς φιλίας (3).

Αὐτό ἄλλωστε πιστοποιεῖ καί ἡ παρακάτω ἐξομολόγηση τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητή: "Ἐγώ ὁ ἴδιος ἔζησα στιγμές φοβερά ἐρημικές καί μοναχικές στήν Ἀθήνα, στό Παρίσι, στό Λονδίνο, στή Νέα Ὑόρκη, ὅπου περπατοῦσαν πλάϊ μου ἑκατομμύρια κόσμος..." (4). Κι ἐδῶ πρέπει νά σημειωθεῖ, πώς ἡ αὐτή ἡ ἀναφορά τῶν μεγαλουπόλεων ἀπό τόν Π. Β. Π. γίνεται, μέ σκοπό νά γνωστοποιηθεῖ καί νά ὑπογραμμισθεῖ τό βέβαιο καί κορυφαῖο βίωμα τῆς μοναξιᾶς πού τόν συνοδεύει. Μέ μοναδική παρηγορία καί δυναμική ὑπέρβασή της, τήν ἀνάκληση τοῦ εὐλογημένου τόπου του, ἐκείνου δηλ. τοῦ χωριοῦ του, ἀκόμα καί σέ ὧρες πού τό ἔχει ἐπισκεφτεῖ ὁ θάνατος.

Σούρουπο στό Quartier Latin, μέ τούς παλιούς
πύργους καί τίς ἀρχαῖες ἐκκλησίες του, ὅλα
σ᾿ ἕνα μαγνάδι γκρίζο ἤ μαῦρο τυλιγμένα
.................................................................................μά τώρα
θαρρῶ πώς τό βαρύ ρολόϊ τοῦ Saint Suplice μοῦ φέρνει
μνῆμες ἀπ᾿ τήν καμπάνα τοῦ χωριοῦ μου σέ κηδεία... (Ε. Β. 38)

Ὅμως ὑπάρχει καί ἡ συνέχεια. Τούτη τή φορά σέ ὥρα νυχτερινή, πού ἀναμφίβολα γεννᾶ πολλούς πειρασμούς.

Νύχτα Παρισινή, μέ τά δαιμονισμένα φῶτα σου... (Ε. Β. 37)

Αὐτές λοιπόν οἱ εἰκόνες ἀπό μιά πολιτεία στήν ὀποία ἡ μοναξιά καί ἡ θλίψη σέρνονται στούς δρόμους ὃπως ἡ ἐπιδημία, κυριολεκτοῦν, νομίζω, κι ἀναλυτικά ἐπεξηγοῦν τούς παρακάτω στίχους, πού ἀναγλυφα προβάλλουν τόν ψυχισμό τοῦ ποιητή, ἀλλά καί τήν πρόθεσή του ν᾿ ἀποφύγει τίς ὅσες παρενέργειες γεννᾶ αὐτός ὁ ἀστικός βίος:

Ἐπί τῶν ποταμῶν τῆς νέας Βαβυλώνας
δέν ἔχει γιά τούς ποιητές πλατάνια καί ἰτιές
κι οὔτε νερό γαλάζιο ἤ οὐρανό
καθάριο, νά σοῦ θυμίζει τήν πατρίδα... (Α. Υ. 13)

Μοναδική καταφυγή λοιπόν σ᾿ αὐτές τίς ὧρες τῆς δοκιμασίας ἀπομένει ἡ ὑπομονή, πού στερεώνει τήν ψυχή καί τήν ταξιδεύει, πάνω ἀπό τά θλιβερά καί ὀμιχλώδη τοπία.

Τί δέντρο νά φυτέψεις ἄλλο ἀπ᾿ τήν ὑπομονή
γιά νά κρεμάσεις τήν ἀνία καί τήν πλήξη σου... (Α. Υ. 13)

Προσέχοντας, λοιπόν, τούς παραπάνω στίχους βλέπουμε νά τοποθετεῖται μέ ἀκρίβεια ἡ ὕπαρξη τοῦ ποιητή ἀνάμεσα στά "μεγέθη" τῆς πολιτείας καί τῆς μοναξιᾶς. Ἄν δέν ἐπισκεφτοῦμε κι ἄλλα παρόμοια ποιήματά του, τό μόνο διαφορετικό εἶναι τό ὄνομα τῆς πολιτείας. Τῆς Ἀγγλίας π.χ,

Ἀπ᾿ τό κρεβάτι μου δέν φαίνονται παρά μονάχα
κάτι σκεπές σπιτιῶν καί λίγες λεῦκες τῆς Ὀξφόρδης. (Α. Υ. 18)

ἤ τοῦ Παρισιοῦ,

Γκρίζα μέρα βροχερή στή Rue de Vaugirard. (Α. Υ. 14)

ἀλλά καί τῆς Ἀθήνας.

(.........) τό μικρό δωμάτιο, πού μένει
σχεδόν μονάχα τό κορμί μου (Ἐρεσσοῦ 18
κοντά στήν Ἱπποκράτους) εἶναι ἀποπνιχτικά
στενό καί σκοτεινό......... (Γ .Θ. 42)

Ἐπίσης, ἄν ἐπιχειρήσουμε νά δοῦμε τά ἐπίθετα γκρίζο, σκοτεινό, ἀποπνιχτικό ἴσαμε τό βυθό τοῦ νοήματός των, δέ θά δυσκολευτοῦμε ν᾿ ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνείπωτη πίκρα, καθώς συγκρούονται μέ κεῖνο τό οὐράνιο φῶς καί τήν παρθένα ἀνάσα τῆς γενέθλιας του γῆς.

Ὁ ἥλιος σου, Λευκοπηγή μου, ἔρχεται ὁλοένα
καί πιό συχνά στή σκέψη μου.......... (Π. Ε. 58).

Νά θεωρηθοῦν, ἆραγε ὑπερβολικά τά παραπάνω; Δέν τό νομίζω. Γιατί, ὅπως ξέρουμε, ἕνας συνειδητός ποιητής δέν ἐπιτρέπεται νά καταγράφει καί νά περιγράφει ἄστοχα πράγματα καί ζητήματα, ἀλλά μόνο τά μηνύματα πού τοῦ προσφέρουν, ὁ χῶρος, οἱ ἄνθρωποι καί οἱ ἐνέργειές τους. Ἄλλωστε, αὐτό μᾶς τό τό πιστοποιεῖ κι ὁ ἴδιος ὁ Π. Β. Π. ὅταν λέει: "Ὁ ποιητής τίς περισσότερες φορές εἶναι τραγικός δέκτης καί πομπός συγκλονιστικῶν ἐσωτερικῶν μηνυμάτων, πού ἀναταράζουν τό μέσα σύμπαν του" (5).

Ἄν μέ τά παραπάνω λόγια του ὁ ποιητής ἐπιχειρεῖ ν᾿ ἀνοίξει τίς θύρες τῆς ψυχῆς του, ὥστε νά κατορθώσουμε νά τήν χαρτογραφήσουμε, τότε μᾶς προσφέρεται ἕνα ἀπό τά μέγιστα ἀγαθά, τό νά ἐρευνήσουμε, κατά τό δυνατόν πάντα, πτυχές τοῦ ἀστικοῦ του βίου. Ἑνός βίου δηλαδή, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναγκαιότητα παρομοιάζεται μ᾿ ἐκείνη τῆς ἄλλης ὄψης τοῦ νομίσματος. Κι αὐτό, ἐπειδή ἡ πολιτεία, μέσα στό πλῆθος τῶν προβλημάτων καί τῶν πνιγηρῶν καταστάσεων πού παρουσιάζει, προσφέρει καί μιά σειρά ἀπό ἀγαθά. Ὅπως ἡ μόρφωση, ἡ πιό ἄνετη μετακίνηση, ἡ παροχή ὑπηρεσιῶν πρώτης ἀνάγκης κ.ἄ.

Τώρα περπατῶ σέ δρόμους ἀσφαλτοστρωμένους ·
κλείνομαι σέ βιβλιοθῆκες πού μυρίζουν μουχλιασμένο ξύλο·
μπορῶ νά ἔχω ἀδιάβροχα κι ἀκριβά ποδήματα... (Λ. 46),

ἐξομολογεῖται ὁ ποιητής ἀφήνοντάς μας νά καταλάβουμε ὅτι μέ τούς στίχους του αὐτούς ἀποδέχεται τά ἀγαθά καί τίς προσφορές τῆς πολιτείας, ὅμως στό βάθος τῆς μνήμης καί τῆς καρδιᾶς του ὑπάρχουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ μόχθου πού γυρίζουν ἀπό τά χωράφια

ἴσαμε τό κόκκαλο βρεγμένοι.

ὅπως Πατέρας του. Καί δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἡ Μορφή του, ὅπως καί τῆς Μάνας του, τοῦ προξενοῦν ἀνάμικτα συναισθήματα, ὡσάν κι ἐκεῖνο πού εὐθέως ἐξομολογεῖται,

ντρέπομαι πού ἄφησα....

θά μᾶς πεῖ, καθώς στοχάζεται τό μόχθο τους γιά νά τά βγάλουν πέρα. Μόχθος πού δέν πῆγε εἰς μάτην, ἀφοῦ κι ὁ ἴδιος μετρήθηκε μέ τή θλίψη, τήν ἀγωνία ἀκόμα καί μέ τό θάνατο, γιά νά κατορθώσει νά φανεῖ ἀπόλυτα συνεπής.

Μά χτές τοῦ στείλανε (οἱ Γονεῖς του)
κάποιο γραφτό μέ δάκρυα, γιατί ἔμαθαν κ᾿ οἱ δυό
πώς τό παιδί τους, μέ τά γράμματα
πού δέν ἔχουν τόση πέραση
στῆς Βερανζέρου ἕνα πατάρι σκοτεινό, χωρίς δουλιά
παλεύει μέ τό χάρο....... (Α. Υ. 38)


4. Ἡ ὑπέρβαση ἤ ἡ μεταποίηση τῶν σχημάτων

Πολύ σωστά εἰπώθηκε, πώς "τό πνεῦμα πού κυριαρχεῖ στή μεγάλη πολη.....ἐμποδίζει τήν ἀνάπτυξη καί τήν προκοπή μιᾶς ἀνθρώπινης κοινότητας, θερμότητας, ἀνθρωπιᾶς, φροντίδας καί συμπάθειας" (6). Τό παράλληλο βίωμα τοῦ ποιητή, πού νοιώθει στή μεγαλούπολη ὡς ὁ Ἰωνᾶς στήν κοιλία τοῦ κήτους (Ἰων. 2, 1) , καταγράφουν μέ σαφήνεια οἱ παρακάτω στίχοι.

Ὅταν σηκώνεις τά τρεμάμενά σου χέρια
ἤ τήν καρδιά σου μυστικά
σέ μιά γωνιά τοῦ Παρισιοῦ, γιά προσευχηθεῖς
μοῦ δίνεις τήν ἐντύπωση τοῦ Ἰωνᾶ πού ἐκραύγαζε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τή φοβερή σπηλιά τοῦ κήτους... (Θ. Γ. 35)

Πῶς ὅμως ξεπερνάει κανείς στήν ἀπρόσωπη καί σκληρή πολιτεία τούς ρυθμούς τῆς ἀγωνίας, πού προκαλοῦνται ἀπό τόν ἀγχωτικό βασανισμό τῆς καθημερινότητας καί φυσικά τούς πειρασμούς της; Γιατί εἶναι ἀπαραίτητες οἱ ἀντιστάσεις ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες θά ἰσορροπήσουν τό εἶναι μέσα σέ τούτη τήν κάμινο. Κι αὐτές οἱ ἀντιστάσεις εἶναι δύο: α. ὁ Νόστος καί β. ἡ Προσευχή.

Νόστος σημαίνει γυρισμός, δηλώνει τήν ἐπιστροφή (7) στή ρίζα, στόν γενέθλιο τόπο. Ἐκεῖ δηλαδή πού πρωτοβλέπεις τόν κόσμο, τόν ψηλαφεῖς σιγά-σιγά, πρῶτ᾿ ἀπό τό ἴδιο τό σπίτι, ὕστερα τή γειτονιά, τό χωριό, γιά νά βγεῖς ἔξω ἀπ᾿ αὐτό μόλις μεγαλώσεις καί στερεωθεῖς καί ν᾿ ἀνταμώσεις τή μεγάλη πολιτεία.

Ὅμως αὐτό πού ἔχει βαθύτατη σημασία καί πρέπει νά προσεχτεῖ ἰδιαίτερα εἶναι ἐκεῖνα τά πρῶτα βιώματα, οἱ πρῶτες εἰκόνες, οἱ ὁποῖες καί συνοδεύουν τἠ μνήμη καί τήν ψυχή μέχρι τό τέλος τοῦ βίου μας. "Πάντα ὁ καθένας μας κουβαλάει στά πιό μύχια ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς του τήν Ἰθάκη του, τή Λευκοπηγή του -ἤ ὅπως ἀλλιῶς λέγεται ὁ γενέθλιος τόπος μας, στόν ὁποῖο αἰώνια θέλουμε νά ἐπιστρέφουμε" (8), θά μᾶς πεῖ ὁ Π. Β. Π.

Σύμβολο αὐτῆς τῆς ἐπιστροφῆς, τοῦ Νόστου δηλαδή, εἶναι ὁ μυθικός Ὀδυσσέας, τόν ὁποῖον ἔχει ὡς ἀρχέτυπο ὁ κάθε νοσταλγός. Γιατί "ὁ Ὀδυσσέας δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος πού ὀφείλει νά θυμᾶται, εἶναι ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά βλέπει, νά γνωρίζει, νά δοκιμάζει ὅλα ὅσα ὁ κόσμος μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει..." (9).

Ὡστόσο, αὐτό πού ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας μας εἶναι, πώς μπορεῖ μέν ὁ Ὀδυσσέας νά εἶναι τό σύμβολο, ὅμως τή συναισθηματική φόρτιση τή φέρνουν στό νοσταλγό τά οἰκεῖα πρόσωπα, τά ὁποῖα διακρατοῦν ὄρθια τή συνείδηση μέσα στούς κλυδωνισμούς πού ὑφίσταται στήν τραγική τῆς πολιτείας μοναξιά. Πρόσωπα ἱερά, ὅπως οἱ γονεῖς (Λ. 46) ἀλλά καί τ᾿ ἀδέλφια, ἀποπνέουν τή δρόσο τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς σιγουριᾶς.

Βυθίζομαι σ᾿ ἕνα θολό ζεστό ποτάμι ἀναμνήσεων
ὅπου ἡ Μάνα κι Πατέρας ἤ τ᾿ Ἀδέλφια μου
μοιάζουν μέ δέντρα, πού μπορῶ ἀπ᾿ τά κλωνάρια τους
νά κρατηθῶ μέ σιγουριά... (Π. Ε 54)

Ἀνάμεσα δέ στά δικά του πρόσωπα συμπεριλαμβάνονατι κι οἱ ἁπλοί καί ταπεινοί παπάδες τοῦ χωριοῦ του, ὅπως

ὁ παπα Μάρκος
ὀλιγογράμματος, ἀλλά θερμός στήν πίστη του
καί ἅγιος......... (Λ. 23) (10)

ἀλλά καί οἱ συγχωριανοί του (Λ 19), ἀφοῦ στίς μικρές κοινωνίες τῶν χωριῶν ἡ συναλληλία καί ἡ ἀμοιβαιότης ἦταν τό κύριο, κατά κανόνα, χαρακτηριστικό τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων.

Ὅμως ὑπάρχει καί κάποιο ἄλλο πρόσωπο, τό ὁποῖο ἐκφράζει μέ τόν πλέον βέβαιο τρόπο τόν ἀέναο Νόστο του, θεραπεύοντας ἔτσι μέ τόν λόγο του τίς πληγές τῶν μαχαιριῶν-λόγων ἤ συμπεριφορῶν πού ὑφίσταται ὁ ποιητής στή δύνη τῆς Νέας Βαβυλώνας. Κι αὐτός εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ πνευματικός του ὁδηγος, ὁ Γέροντάς του .

Μεγάλε Γέροντα, μέσα στήν κατανυχτική σιωπή σου
ἔρχεσαι ἀπόψε καί γεμίζεις μέ τό δάκρυ σου
τήν ἐρημιά τῆς Βαβυλώνας μου......
Πατέρα μου ἄσε νά σέ λέω καλύτερα ἤ δάσκαλό μου... (Θ. Γ. 20)

Ἡ Βαβυλώνα (12), πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή ἀπό τή ξενιτιά , μνημονεύεται έδῶ ὡς ὁ χῶρος ἐκεῖνος ὅπου ἡ ὑπαρξη ἀναγκάζεται νά συμβιβαστεῖ μέ τίς ἐκεῖ τρέχουσες συνθῆκες, γιατί πρέπει νά ἐπιβιώσει, ἀλλά καί νά διασωθεῖ ἀπό τίς καθημερινές παγίδες τοῦ ἐχθροῦ (13).

Κατακαλόκαιρο. Καίει τό τσιμέντο καί πυρώνει
ἡ ἄσφαλτος. Σκόνη κ᾿ ἱδρῶτας ἀπ᾿ τά σταυροδρόμια.
Ὁ βόγκος πνίγεται, μά οἱ πληγές ὁλάνοιχτες
βαθαίνουν ὁλοένα καί κακοφορμίζουν (Ο. Δ. 23).

Πῶς ὅμως αὐτές τίς φριχτές τίς ὧρες, ὅπου ὁ Νόστος λειτουργεῖ ἀνασχετικά ἀπέναντι σέ ὅλα τά φαινόμενα καί τίς ἐμπειρίες τῆς σκληρότητας, τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, τῶν συγκρούσεων, εἶναι δυνατή ἡ ἀπόδραση ἀπ’ αὐτή τήν ἀπελπιστική κατάσταση;

Ἀρκεῖ μιά λεύκα μόνο μέ τήν ἀσημένια κόμη της
νά λούζεται στό φῶς, νά ταξιδεύει ἁπαλά στόν ἄνεμο,
γιά νά σηκώσει μές στά μουσικά θροΐσματα
τήν κουρασμένη μου ψυχή καί νά τήν ταξιδέψει
στά περιβόλια τῆς Λευκοπηγῆς καί στά τρεχούμενα
νερά της......... (Λ. 108),

θά μᾶς πεῖ ὁ ποιητής καί θά μᾶς παρουσιάσει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μεταποιεῖ τή φρίκη σέ εὐλογημένη ἀναπόληση, ὅπου,

ἡ μνήμη ἀποκοιμιέται στό ἁπαλό πεζούλι
τοῦ χρόνου κι ὀνειρεύεται τοπία τοῦ αἰωνίου (Ε. Β. 19).

Μεταποίηση, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τήν ὕπαρξη καί τήν ὁδηγεῖ, ἔστω καί γιά λίγες μόνο στιγμές, μακρυά ἀπό τήν ὀδύνη τῆς καθημερινότητας, ἀπό τόν βυθό τῆς ἀπόγνωσης - ἕνα σκαλοπάτι δηλαδή πρίν ἀπό τό θάνατο.

Λέγει πολύ σοφά ὁ Γέροντας Παΐσιος, πώς τά πάντα πρέπει νά τ᾿ ἀντιπετωπίζεις μέ τόν καλό τόν λογισμό. Τότε μονάχα θά πάψεις νά φθείρεσαι καί ν᾿ ἀγανακτεῖς.

Ὅταν ἀκούω τόν πάταγο τῆς πολιτείας,
λέω: θ᾿ ἀλέθουν τώρα στό χωριό μου καί χτυποῦν
οἱ ἀσήκωτες μυλόπετρες. Ἀκούω τ᾿ ἄγρια μηχανήματα
τούς δρόμους νά δαγκώνουν, δέρνοντας, καί ψιθυρίζω·
θά καλιγώνει τ᾿ ἄλογα ὁ πατέρας μου. Ἀκούω
νά ξεφορτώνουν ὑλικά οἰκοδομῶν, καί λέω:
τώρ᾿ ἁλωνίζουν στή Λευκοπηγή, καί τ᾿ ἄλογα
τρέχουν στό πέτρινο ἁλώνι. Ἀκούω, ὕστερα,
φωνές ἀνάκατες ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτά παράθυρα, καί λέω:
θά᾿ ναι οἱ ἐλεγεῖες τῶν ποιμένων, πού ἀνηφορίζουν
στοῦ χωριοῦ μου τά βουνά, τά καταπράσινα... (Λ. 96)

Ἡ μεταποίηση αὐτή, λοιπόν, εἶναι πού συνδράμει ἀπόλυτα τόν ὑγιῆ καί δημιουργικό Νόστο, τὀ ταξίδεμα τῆς μνήμης πού ἐπιστρέφει φορτωμένη θύμησες, πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐλπίδα παραμένει νά εἶναι ἡ κορυφαία πτυχή τῆς ζωῆς.

Ξαναγυρνῶ στό σπίτι πού γεννήθηκα
κι ἀνάβω ἕνα κερί γιά ὅσους ἔχουν κοιμηθεῖ.
Ἡ σκάλα τρίζει τώρα περισσότερο. Ἴσως γιατί
θά᾿ ναι τό βάρος πιό πολύ, πού κουβαλῶ σέ μνῆμες... (Λ. 40)

Ἡ κάθε ἐπιστροφή στήν πατρική ἑστία, ὅπου μπορεῖ κανείς, ἔστω καί νοερά, νά βρεῖ τήν ἀνάπαυση, ἀλλά καί τή δρόσο τ᾿ οὐρανοῦ, εἶναι ὁ πόθος, ἡ ἀνάγκη, τοῦ κάθε νοσταλγοῦ.

Βόστρυχοι κερασιᾶς ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτό παράθυρο
θωπεύουν τρυφερά τό βλέμμα μου. Ἐπιστρέφω
στίς φυλλωσιές τοῦ πατρικοῦ μου, ὅπου Ἀρχάγγελοι
ψάλλουν τροπάρια οὐράνιας εὐφορίας.
Ὑποχωρεῖ ὁ καύσωνας τῆς Ἀττικῆς κ᾿ ἡ δρόσος
ἀπό τήν εὐδοκία τῆς Λευκοπηγῆς ἀποθεώνει μνῆμες. (Π. Ε. 17)

Τό ρῆμα ἐπιστρέφω, παρακαλῶ πολύ, νά τό δοῦμε παράλληλα μέ τό Νόστο γιά ἐπιστροφή τοῦ μυθικοῦ Ὀδυσσσέα, ὁ ὁποῖος ἀναζητοῦσε, “καπνόν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι" (14), ὅπως, ἄλλωστε κι ὁ ἴδιος ὁ ποιητής.

Λίγο καπνό γαλάζιο ἀπ᾿ τήνκεραμιδένια
στέγη τοῦ πατρικοῦ μου, ἀπόψε φέρε
στ᾿ ὄνειρο, ὕπνε, ἀδελφέ τοῦ μαύρου ξένου,
ὅταν ἐρθεῖς καί σβύσεις τ᾿ ἁρμυρά τραγούδια
τῆς ξενητιᾶς, μέ τό βαθύ σταμνί, τό κρύο
νερό τῆς βρυσομάνας... (Λ. 38)

Ἀπέναντι ἀπό τό Νόστο ὑπάρχει ἡ Προσευχή, αὐτή ἡ ἐναγώνια προσπάθεια πού ὁδηγεῖ τά βήματα σέ μιά συνάντηση μέ τό Θεό, στήν ἀνακαίνιση τοῦ εἶναι, ἀλλά καί στή βεβαιότητα ὅτι τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό Μαφόριο τῆς Παναγίας καί ἡ ζεστή ἀνάσα τῶν Ἁγίων συνεχίζουν νά παραμυθοῦν, νά σκέπεουν καί νά ἐπευλογοῦν.

Ὅταν ὁ Ὄσιος Νεῖλος ἀσκητής ἔγραφε ὅτι "προσευχή ἐστι λύπης καί ἀθυμίας ἀλέξημα" (15), νομίζω ὅτι ὅριζε καί αἰτιολογοῦσε, γιατί ἐπιδιώκουμε αὐτήν τήν ἐπικοινωνία μέ τό Θεῖο. Μάλιστα, ἐπειδή "ἡ ζωή τῆς προσευχῆς μας εἶναι τήν ἴδια στιγμή ἕνας ἀγώνας ἐναντίον ἐκείνων πού δέν εἶναι τοῦ Χριστοῦ" (16), φρονῶ ὅτι μέλημα κι ἀγώνας τοῦ ποιητή εἶανι τό ν᾿ ἀντιστρατευτεῖ σέ κάθε τι τό σκοτεινό κι ἀβέβαιο. Γι᾿ αὐτό κι ὅταν προσεύχεται,

................. Ἐσύ μονάχα
ξέρεις, πού μ᾿ ἔπλασες, πoιό δρόμο μέσα μου μπορεῖς
νά πάρεις, γιά νἀ ρθεῖς ἀπόψε στή σπηλιά μου. (Α. Υ. 112),

μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπιθυμεῖ καί ἐπιζητᾶ τήν Παρουσία Του.

Εἶμαι ἡ γῆ Σου, Κύριε, καί μπορεῖς ἄν θέλεις
Ἐσύ μέ τό ἀλέτρι Σου νά μέ ὀργώσεις ὅπως ξέρεις..... (Π. Ψ. 60)

Παρουσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκαία στή ἀλλότρια γῆ καί χώρα, ὅπου "ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν" κι ἀπόμεινε μόνο τό παγερό τό ὕφος καί τὀ ἦθος τῆς σκληρῆς συμπεριφορᾶς, τῆς ἀδιαφορίας καί τοῦ ἀδίστακτου λογχισμοῦ τῆς ἐξόντωσης.

......................... Ἀπόψε (στήν Ἀθήνα)
κανείς νά μοῦ ζεστάνει δέ μπορεῖ τά κρύα δάχτυλα
ἐκτός ἀπό τό κομποσκοίνι πού ἕνας ἐρημίτης
μοῦ ἐχάρισε γιά εὐλογία στό Φριχτό Καρούλι
τοῦ Ἄθωνα.......... (Θ. Γ. )

Ἀλήθεια, ἄν ἐπιχειρήσουμε μιά σύγκριση τῶν χώρων: Ἀθήνα - Φρικτό Καρούλι, θά παρατηρήσουμε πολλά πράγματα, ἀπό τά ὁποῖα καί θά ἐξάγουμε ἕνα πλῆθος συμπερασμάτων. Εἰδικότερα, θά δοῦμε πώς στήν ἔρημο τοῦ Ὄρους ἡ μοναξιά εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτη, ἀφοῦ ἐκεῖ βιώνεται καθημερινά τό γεροντικό λόγιο: "Ἐάν μή εἴπῃ ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ ἄνθρωπος, ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός, ἐσμέν ἐν τῷ κόσμῳ, οὐκ ἔξει ἀνάπαυσιν" (17). Ἀντίθετα στή μεγάλη πολιτεία τό πολύβουο κύμα τῆς ἀνθρωποθάλασσας κατακλύζει τά πάντα μέ μιά δύναμη τέτοια, πού, ἄν δέν ἔχεις ἰσχυρά στηρίγματα, τότε βυθίζεσαι στό στόμα τοῦ βύθιου δράκοντα τῶν μεταβυζντινῶν τοιχογραφιῶν. Ἑπομένως, μεταξύ τοῦ στεγνοῦ κι ἄγονου Φριχτοῦ Καρουλιοῦ καί τοῦ γέμοντος πλούσια ἀγαθά ἄστεως, "χάσμα μέγα ἐστήρικται" (Λκ. 16, 26), τό ὁποῖο ὡστόσο ὁ ποιητής κατορθώνει νά γεφυρώνει, χτίζοντας

κάπου-κάπου
μέ στίχους ἕν᾿ ἁπλό, μικρό γεφύρι... (Ε. Β. 35).

Γεφύρι, πού θά σταθεῖ χρήσιμο, ὥστε νά περάσουν κι ὅσοι τό ἐπιθυμοῦν ἀπό τήν πολυάνθρωπη μοναξιά στήν εὔσπλαχνη καί ἀγγελοτόκο, κατά τόν ποιητή, ἔρημο, ὅπου καί θά συναντήσει γνήσιους καί ἀκέραιους ἀνθρώπους.

Ὅταν μετρῶ μές στήν καρδιά μου τούς ἀνθρώπους,
ὅπως στόν κῆπο τ᾿ ἀνθισμένα ρόδα, σκέφτομαι πώς μπορῶ καί νά᾿ μαι
μιά μαρτυρία Θεοῦ, μι’ ἀγάπη
γιά τήν καρδιά τοῦ ξένου καί τοῦ φίλου... (Θ. Γ. 30)

Κι ἐδῶ εἶναι πού ἔρχεται ἡ προσευχή, γιά νά γίνει ἡ βακτηρία ὁπού θά στηριχτεῖ πάνω της ἡ ὕπαρξη καί θά κοιτάξει ἀπερίσπαστα τόν Οὐρανό, ὅπου καί μπορεῖ νά ἐκφράσει τούς μύχιους καϋμούς καί τήν ἀπελπισία του ἀπό τή συντυχία του μέ τόν κόσμο:

Ἡ ζωή μου πόλεμος ἀτέλειωτος, Ἀσπίδα
δέ βρίσκω ἄλλη ἀπ᾿ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μου! (Θ.Γ. 54)

γι᾿ αὐτό,

Κατευθυνθήτω πάλι ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν Σου
ἡ προσευχή μου, Κύριε, μέσ᾿ ἀπ᾿ τήν ὀμίχλη πού ἀνεβαίνει
πρός τό γνόφο Σου, μαζί μέ τό ὑγρό ἀπό δάκρυ βλέμμα μου (Θ. Γ. 59)

Πολύ περισσότερο συγκινεῖ ἡ προσευχή αὐτή, καθώς ἐνεργεῖται, ἀπευθύνεται στό Θεό, "ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ", ὅπου δέν περισεύει ἀνρθωπινη ζεστή καί φιλική φωνή καί παρουσία κι ὅπου τά πάντα ὁριζοντιώνονται σέ σημεῖο τραγικό, ὥστε ἀκόμα καί μέσα στίς ἐκκλησίες νά χάνεις τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ...

Κινδυνεύω, Θεέμου, ἀκόμη
καί μές στήν ἐκκλησία νά σέ γυρεύω μάταια! (Α. Υ. 43)

παρ᾿ ὅλο πού Τόν νοιώθει νά ἔρχεται, νά τόν ἐπισκέπτεται μέ ὅλη του τήν τρυφερότητα καί τήν φιλάνθρωπη συγκατάβασή Του, ὅπως, ἄλλωστε, μᾶς παραδίδει ὁ ποιητικός λόγος τοῦ Π. Β. Π.

Περπατᾶς πάνω στίς φλέβες μου ἀπ᾿ ὅλους
τούς δρόμους, Κύριε, τῆς τρυφερότητας (Α. Υ. 110).

Ὅμως ὁ ταλανισμός τοῦ εἶναι, πού ἡ καθημερινότητα πραγματώνει, ἀποτελεῖ κι ἀπομένει τό σισίφειο μαρτύριό του. Μαρτύριο, πού τό ξεδιπλώνει μέσα στή σιωπή, γιά νά μήν ἀποκάμει ἀπό τό ἐπικείμενο χάος:

πήζει ξανά ἡ σιωπή, βαραίνουν ὅλα· καί τό χάος
πλανιέται ὡς ἐφιάλτης σέ ἀλύτρωτη ἐρημιά (Ε. Φ. 53)

ἐρημιά, ὅπου ἀσφαλῶς ἀπαιτεῖται "ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἡ συνάντηση μαζί Του" (18) πάντα διά τῆς ὁδοῦ τῆς προσευχῆς:

-Ἔλεος, Κύριε, κάμε σ᾿ ὅλων τῶν ἀνθρώπων
τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη, τά ὄνειρα
καί τά φτερά γιατρεύοντας, γιά νά πετάξουν
πάλι ἀπ᾿ τή λάσπη ἐπάνω, στά ψηλά! (Ε. Φ. 53)

Οἱ στίχοι αὐτοί, οἱ ποτισμένοι μέ εὐλάβεια, ἀνθρωπιά καί ἔγνοια γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, πού συνθλίβεται καθημερινά στίς μυλόπετρες τῆς μεγάλης πολίτείας καί κοιτάζει πώς νά πετάξει ἀπό πάνω του τή λάσπη καί τόν κουρνιαχτό πού μαζεύει, ἄθελά του, στόν καθημερινό του τόν ἀγῶνα, πιστεύω πώς δέν θά μποροῦσαν νά μή διαβασθοῦν παράλληλα μέ τούς παρακάτω, πού ἐκφράζουν, ἄλλωστε, τόν κανονισμό τοῦ βίου τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητή

Κι ὅταν ἡ ἐρημιά τοῦ κόσμου σέ συντρίβει
μή γέρνεις, ἑαυτέ μου, στή βρεγμένη ἀπ᾿ τό δάκρυ
καί λασπωμένη γῆ ............. σηκώσου
καί πάρε πάλι τό γαλάζιο χέρι, πού ἁπλώνει
πάνω σου ὁ Οὐρανός μέ τρυφερότητα (Π. Φ. 45)


5. Ἀκροτελεύτιο ἤ ὁ ἐπίλογος

Εἶναι διαπιστωμένο, πώς "ὁ ἄνθρωπος τῶν μεγάλων πόλεων κατέχεται ἀπό τήν ψυχολογία τοῦ ἀνικανοποίητου" (19). Μόνο πού αὐτή ἡ ἀκόρεστη βουλημία ἐπικεντρώνεται μόνο στήν προμήθεια ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ὅλο καί περισσότερο περιχαρακώνουν τόν σύγχρονο ἀστό στή μοναξιά του. Φαινόμενο τραγικό, πού ἄρχισε νά ἐνδημεῖ τελευταῖα καί στήν ἐπαρχία.

Κι ἐδῶ εἶναι πού χρειάζεται νά ἑρμηνευτεῖ καί νά προσεχτεῖ ἡ στάση τοῦ ποιητή, ὁ ὁποῖος, ζυγιάζοντας τά πράγματα, πασχίζει αὐτή τήν ὑπέρβαση τῶν παραπάνω νοσηρῶν καταστάσεων, μέ ὅραμα πάντα τή γενέθλια γῆ του, τή Λευκοπηγή, ἡ ὁποία τοῦ εἰρηνεύει κάθε τάραχο καί τοῦ προσφέρει ἀφειδώλευτα κατάνυξη καί χαρμολύπη.

Λευκοπηγή ἀγαπημένη μου
Ἀκόμη καί στήν πιό ψυχρή καί μαύρη νύχτα
σιωπηλά τό δρόμο ἀναζητῶ πού θά μέ φέρει
κοντά σου πάλι, γιά νά βρῶ τόν ἥλιο σου
ἤ τό ζεστό φεγγάρι πάνω άπ᾿ τίς λεῦκες σου. (Π. Ε. 85)

Τό ἀνικανοποίτητο βίωμα, λοιπόν, τοῦ ποιητή ἕνα εἶναι καί μάλιστα ἔχει ὄνομα: Λευκοπηγή. Ἔτσι, ἔχει τή δυνατότητα νά διαβεῖ τά σύνορα τῆς ὀμιχλώδους πολιτείας, νά ὑπερβεῖ τή μοναξιά της καί ν᾿ ἀποδράσει ἀπό τήν ἀπρόσωπη καί σκληρή κοινωνία της, ὥστε νά ξαναβρεθεῖ, ἔστω καί νοερά, στή Λευκοπηγή του τήν σφόδρα ἀγαπημένη (Θ. Γ. 21-22). Πρός τοῦτο, ἄλλωστε, καί ἡ παράκληση πού κάνει στά σύγνεφα, καθώς τά βλέπει νά ταξιδεύουν πάνω του:

Πάρτε με, σύννεφα, στούς ἄσπρους ὤμους σας
καί ταξιδέψτε με μακριά, πάνου ἀπ᾿ τίς λεῦκες
καί τά πλατάνια τῆς Λευκοπηγῆς... (Π. Ψ. 13)

Καί ἡ ἐπιστροφή αὐτή εἶναι ἀναμφίβολα κι ἡ σωτηρία του.

Σκόπελος, Ἰαν-Φεβρ. 2003, μέ βαρυχειμωνιά

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Π. Β. Πάσχου, Ἀδελφοί Συνέλληνες..., ἔκδ. Νομαρχιακῆς Αὐτοδιοίκησης Κοζάνης, Κοζάνη 2002, σελ. 32 ἑξ. καί Κ. Π. Μιχαηλίδη, Ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος. Μιά ἑρμηνευτική τοῦ προσώπου, Λευκωσία 1971, σ. 107-108.
2. Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, "Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν Θεός". Ἑρμηνευτική ἀνάλυση τῶν περί Δημιουργίας διηγήσεων τῆς Γενέσεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 424 καί 425 ἑξ.
3. Ἰω. Ν. Ξηροτύρη, Magna Civitas, Magna Solitudo, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 10.
4. Π. Β. Πάσχου. Συνέντευξη. βλ. αὐτήν στό τέλος τῆς ποητικῆς του συλλογῆς, Οὐράνιο Δένδρο, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1985, σ. 94.
5. Π. Β. Πάσχου, Συνέντευξη..., ὅπ. παρ. σ. 92
6. Ἰω. Ν. Ξηροτύρη, Magna Civitas, ..., ὅπ. παρ. σ. 54.
7. Βλ. περισσότερα στό βιβλίο τοῦ Στέλιου Ράμφου, Νόστος, ἐκδ. Ροές, Ἀθήνα 1987, σ. 66 ἑξ.
8. Π. Β. Πάσχου, Λευκοπηγή, Αρμός Ἀθήνα 1994, σ. 9. Ἡ ὑπογράμμιση δική μου.
9. J. P. Vernant, Τό Σύμπαν, οἱ Θεοί, οἱ Ἄνθρωποι. Ἑλληνικές ἱστορίες γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου, Πατάκης, Ἀθήνα 22001, σ. 109.
10. Γιά τούς ἱερεῖς στό ποιητικό ἔργο τοῦ Π. Β. Πάσχου, βλ. τήν μελέτη μου, "Ἡ ποίηση πού διδάσκει", Ἀθήνα 1995, (ἀνάτυπο ἀπό τό περιοδικό φημέριος).
11. Ἐδῶ ὁ ὅρος Γέροντας δέν χρησιμοποιεῖται μέ τήν εὑρύτητα καί τό εἰδικό βάρος πού ἔχει στήν Ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί παράδοση, ἀλλ’ ς τό σεβάσμιο ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἐμπνέει, καθοδηγεῖ καί συντρέχει μέ τό λόγο καί τή βιοτή του.
12. Γιά τήν ἔννοια καί τό περιεχόμενο τῆς λ. Βαβυλώνα βλ. Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν τῶν Ἁγίων Γραφῶν, Γρηγόρη, Ἐν Ἀθήναις 1973, σ. 172 ἑξ, Γιά τήν ἀλληγορική της ἔννοια βλ. σελ. 174.
13. Πρβλ. τό Γεροντικό ἀπόφθεγμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου, "εἶδον πάσας τά παγίδας τοῦ έχθροῦ ἡπλώμένας ἐπί τῆς γῆς· καί στενάξας εἶπον· τίς ἄρα παρέρχεται ταύτας; καί ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· ἡ ταπεινοφροσύνη". εἰς Τό Γεροντικόν, Πρόλογος, Κείμενον, Γλωσσάριον, Σχόλια εὑρετήριον θεμάτων, Π. Β. Πάσχου, Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1970, σ. 2, ζ.
14. Ὁμήρου Ὀδύσσεια Α΄ 58. Τό παράθεμα μέ τήν ἑρμηνεία καί τά ὑπόλοιπα σχόλιά του βλ. στοῦ Στέλιου Ράμφου, Νόστος..., ὅπ. παρ. σ. 80.
15. Βλ. Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη, "Εἰς ὕψος νοητόν........", Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι 1981, σ. 98-99.
16. Ἀρχιεπισκόπου Antony Bloom, Ζωντανή προσευχή, Ἑτοιμασία, Ἀθῆναι 1978, σ. 104.
17. Τό Γεροντικόν, ὅπ. παρ. σ. 20, α΄.
18. Ἀρχιεπισκόπου Antony Bloom, Ζωντανή Προσευχή, μετ. Δημ. Κόκκινος, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1988, σ. 11.
19. Ἰω. Ν. Ξηροτύρη, Magna Civitas, ..., ὅπ. παρ. σ. 53.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Γιώργου Γαστεράτου: Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ

Μελετώντας κανείς την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους δεν μπορεί να μη σταθεί στα ονόματα αυτών που μας διέσωσαν τα δραματικά εκείνα γεγονότα, όπως του Κριτόβουλου του Ιμβρίου, του Δούκα, του Χαλκοκονδύλη, του Λεονάρδου, αρχιεπισκόπου Χίου, του Γεωργίου Φραντζή κ.α. Ειδικότερα η ιστοριογραφική συμβολή του τελευταίου αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ήταν επιστήθιος φίλος και υψηλός αξιωματούχος του τελευταίου ρωμαίου αυτοκράτορα, του τραγικού και μαρτυρικού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Μάλιστα, υπό αυτήν την ιδιότητα ο ρόλος που έπαιξε ήταν σημαντικότατος για τα πράγματα της αυτοκρατορίας που αργοπέθαινε.

Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής, ο οποίος φαίνεται ότι έφερε και το παρώνυμο Φιαλίτης, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Αυγούστου 1401, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος στο Χρονικόν του, για το οποίο θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Ο πατέρας του προερχόταν από επιφανή οικογένεια της Λήμνου και είχε διατελέσει παιδαγωγός του Θωμά Παλαιολόγου, γιου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄. Ανάδοχός του ήταν η οσία Θωμαΐς η μοναχή ενώ ο Φραντζής από την ηλικία των δεκαέξι ετών ήταν ἐπιτραπέζιος και κελλιώτης, δηλαδή τραπεζοκόμος και υπεύθυνος του κοιτώνα του αυτοκράτορα. Η αδελφή του, όπως αναφέρει ο ίδιος, είχε παντρευτεί το Γρηγόριο Παλαιολόγο Μαμωνά, γιο του μεγάλου δουκὸς τοῦ Μαμωνᾶ καὶ αὐθέντου ποτὲ τῆς Μονεμβασίας καὶ τῶν περὶ αὐτήν, ο οποίος το έτος 1416/1417, από λοιμό που ενέσκηψε στη Μαύρη Θάλασσα, πέθανε μαζί με τη σύζυγό του και το κορίτσι τους ενώ λίγο αργότερα, το ίδιο έτος, πέθαναν από θανατικό και οι γονείς του Φραντζή. Για τα υπόλοιπα αδέλφια του γνωρίζουμε τουλάχιστον δύο, έναν που είχε ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ το 1416 στο πρώτο του ταξίδι στην Πελοπόννησο και έναν που, μετά την οικογενειακή τους τραγωδία, όπως αναφέραμε πιο πριν, αποσύρθηκε στη μονή Χαρσιανίτου.

Η οικογενειακή τραγωδία, όμως, συνεχίζεται: Το 1438 ο Φραντζής νυμφεύεται την Ελένη, θυγατέρα του ευγενή του Μοριά Αλεξίου Παλαιολόγου Τζαμπλάκωνος τοῦ ἐπί κανικλείου, δηλαδή του αυτοκρατορικού γραμματέως. Κουμπάρος στο γάμο ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο οποίος υπήρξε και ανάδοχος του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν συνολικά πέντε παιδιά, τα οποία πέθαναν όλα σε νεαρή ηλικία. Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί η περίπτωση του Ιωάννη, ο οποίος, μετά την άλωση, δολοφονήθηκε από τον Μωάμεθ Β΄, επειδή δήθεν αποπειράθηκε να τον σκοτώσει (Ἐν ᾧ δὴ χρόνῳ καὶ μηνὶ ἀνεῖλεν αὐτοχειρίᾳ τὸν φίλτατὸν μου υἱὸν Ἰωάννην ὁ ἀσεβέστατος καὶ ἀπηνέστατος ἀμηρᾶς, ὡς δῆθεν βουληθέντος τοῦ παιδὸς τοῦτο ποιῆσαι κατ’ αὐτοῦ…). Μία άλλη άποψη καταγράφεται στο Chronicon Maius, όπου ο Μωάμεθ…ἐβούλετο τὴν ἀθέμιτον σοδομίαν πρᾶξαι κατὰ τοῦ παιδός!

Σε επίπεδο, όμως, κρατικών αξιωμάτων και αποστολών η πορεία του ήταν αρκετά πλούσια: Το Δεκέμβριο του 1440 ο ιστορικός στάλθηκε στη Λέσβο για να ζητήσει σε γάμο, εκ μέρους του αυτοκράτορα, την Αικατερίνη Gattiluso, κόρη του ηγεμόνα του νησιού Dorino Gattiluso. Μετά από δύο χρόνια έγινε διοικητής της Σηλυβρίας στη θάλασσα του Μαρμαρά και το 1446 ανέλαβε τη διοίκηση του Μιστρά με ηυξημένα προνόμια. Ακολούθως, στα τέλη του 1448, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, ως πρωτοβεστιαρίτης, υπεύθυνος δηλαδή για το βασιλικό βεστιάριο, ανέλαβε να ανακοινώσει στο σουλτάνο Μουράτ Β΄ την άνοδο στον αυτοκρατορικό θώκο του Κωνσταντίνου ενώ το 1449 αναχώρησε για την Τραπεζούντα και την Ιβηρία (τη σημερινή Γεωργία) για να αναζητήσει νέα σύζυγο για τον αυτοκράτορα, αφού εν τω μεταξύ η προηγούμενη είχε πεθάνει. Το σχετικό χωρίο από το Χρονικό αναφέρει: Τῇ γὰρ ιδ-η τοῦ ὀκτωβρίου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐστάλην ἐγὼ εἰς τε τὸν τῆς Ἰβηρίας μέπε, ἤγουν βασιλέα, κῦρ Γεώργιον καὶ τὸν βασιλέα Τραπεζοῦντος κῦρ Ἰωάννην τὸν Κομνηνὸν μετὰ χαρίτων ἀξιολόγων καὶ παρασκευῆς πολλῆς καὶ καλῆς, μετὰ ἀρχοντοπούλων καὶ στρατιωτῶν καὶ ἱερομονάχων καὶ ψαλτῶν καὶ ἰατρῶν καὶ τεχνιτῶν κροτούντων καὶ ὄργανον, οἳ καὶ ἤκουον ὄνομα μὲν αὐτό, τί δέ ἐστιν οὐκ εἶδον… Εδώ αξίζει να μείνουμε στην αναφορά για το ὄργανον, που συνόδευε τις βυζαντινές τελετουργίες και ήταν άγνωστο στο λαό της Ιβηρίας. Όχι όμως και στην Ευρώπη αφού ήδη από τον 8ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Δ΄ ο Κοπρώνυμος, στην προσπάθειά του να προσεταιρισθεί στον εικονομαχικό του αγώνα το φράγκο βασιλιά Πιπίνο το Βραχύ, του είχε χαρίσει ένα.

Όταν γύρισε ο Φραντζής από την Ιβηρία, του απονεμήθηκε το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτου, του πρωθυπουργού δηλαδή. Τότε πληροφορήθηκε από τον αυτοκράτορα το θάνατο του σουλτάνου Μουράτ Β΄ και την ανάρρηση στο θρόνο του γιου του Μωάμεθ Β΄, γεγονός για το οποίο ο Κωνσταντίνος ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος, αφού είχε διαβεβαιώσεις για τη διατήρηση της ειρήνης που υπήρχε και επί Μουράτ Β΄. Τότε ο μέγας λογοθέτης, γνώστης των καταστάσεων καθώς ήταν, προφητικά του απάντησε: Δέσποτά μου, τοῦτο οὐ χαρίεν μαντᾶτον, ἀλλὰ καὶ ὀδυνὸν λίαν!

Κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Φραντζής, όπως δηλώνει ο ίδιος, δεν ήταν μαζί με τον αυτοκράτορα αλλά πολέμησε σε άλλο σημείο, όπου πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με πολλούς άλλους. Κατάφερε, όμως, πληρώνοντας ένα μεγάλο ποσό, και διέφυγε με την οικογένειά του στην Πελοπόννησο, στο δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο, αδελφό του Κωνσταντίνου, όπου ανέλαβε αρκετές ακόμη διπλωματικές αποστολές, όπως στη Σερβία και τη Βενετία. Το 1460, όταν καταρρέει και η επικράτεια του Θωμά, καταφεύγει μαζί με το δεσπότη και αρκετούς ακόμη στην Κέρκυρα. Από εκεί είχε σκοπό να κατευθυνθεί στη Βέροια, όπου, όπως διηγείται, ήταν ιδιοκτήτης μιας μονής επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας της μητέρας του. Η σκέψη του, όμως, αυτή τελικώς δεν πραγματοποιήθηκε και παρέμεινε στο νησί. Όμως, επειδή μάστιζε την πόλη επιδημία, κατέφυγαν στα χωριά ο μεν δεσπότης Θωμάς στον Χλομό, που υπάρχει μέχρι σήμερα, ο δε Φραντζής στα Μολιβοτινά, που ίσως πρόκειται για το σημερινό χωριό Χλωμοτιανά (1). Από την Κέρκυρα το ίδιο έτος (1460) ο δεσπότης, μαζί με τους περισσότερους άρχοντές του, αναχώρησε με κερκυραϊκό πλοίο για την Ιταλία, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από τον πάπα Πίο Β΄ και το δούκα του Μιλάνου Φραγκίσκο Α΄ Σφόρτσα. Μαζί του έφερε και παρέδωσε ως δώρο στον πάπα την κάρα του αγίου Ανδρέα, που φυλασσόταν μέχρι τότε στην Πάτρα (2).

Όταν πέρασε η επιδημία, η Φραντζής έφυγε από τα Μολυβοτινά και παρέμεινε με τη σύζυγό του για πέντε περίπου μήνες στο κάθισμα τὸ εἰς ὄνομα ἁγίου Ἡλιοῦ πλησίον τοῦ κάστρου. Πρόκειται, δε, για το χώρο του σημερινού ναϋδρίου του Προφήτη Ηλία στο λόφο της Ανάληψης. Ακολούθως, για να βρίσκεται κοντά στο φίλο και πνευματικό του πατέρα Δωρόθεο, οποίος έμενε εἰς τὴν μονὴν τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου, του παραχωρείται από το Ιερό Τάγμα της Κέρκυρας, για εγκατάσταση, το συγκρότημα του Αγίου Νικολάου του Ταρχανιώτου. Το ναό αυτό είχε κληροδοτήσει στο Ιερό Τάγμα τον Απρίλιο του 1432 ο κόμης Νικόλαος Ταρχανιώτης επί Μεγάλου Πρωτοπαπά Μιχαήλ Κλέκη. Το κτίσμα, που σήμερα δεν υπάρχει, βρισκόταν στην περιοχή της Παλαιόπολης (Mon Repos) και με τον καιρό ακριβώς επειδή είχε διαμείνει εκεί ο μέγας λογοθέτης της βυζαντινής αυλής ονομάστηκε του Φραντζή. Για παράδειγμα, το 1548 το Ιερό Τάγμα ανανεώνει στο Σωφρόνιο Ραρτούρο, αδελφό του Μεγάλου Πρωτοπαπά Αλεξίου, για παραχώρηση …τὴν ἔνδοξον μονὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ ἐπιλεγόμενη τοῦ Φραντζή…

Όταν πέθανε ο πατήρ Δωρόθεος ο χρονογράφος μας ἀναγκασθεὶς ὑπὸ τῆς ἐνδείας αναχώρησε (1466) για την Αγκώνα και από εκεί κατευθύνθηκε στην Ρώμη, όπου διέμεινε στην οικία του Ανδρέα και Μανουήλ Παλαιολόγων, γιων του Θωμά, που εν τω μεταξύ είχε πεθάνει. Από εκεί, αφού προσκύνησε τους τάφους των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου και πολλών άλλων αγίων, επέστρεψε στην Κέρκυρα μέσω Αγκώνας.

Το επόμενο και τελευταίο του ταξίδι (1467) ήταν στη Λευκάδα (Αγία Μαύρα) προσκεκλημένος της πριγκίπισσας Ελένης Παλαιολογίνας, κόρης του δεσπότη Θωμά, συζύγου του βασιλιά της Σερβίας Λαζάρου Μπούκοβιτς (3) και πεθεράς του ηγεμόνα του νησιού Λεονάρδου Γ΄ Τόκκου. Εκεί του χορηγήθηκε ετήσια ευεργεσία, γιατί ήταν, όπως λέει, γέρων καὶ ἀσθενὴς καὶ πτωχὸς, και επέστρεψε στην Κέρκυρα. Μάλιστα, η ασθένειά του, οι ρευματισμοί, τον είχαν καθηλώσει στο κρεβάτι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο θάνατός του επέρχεται γύρω στα 1477 σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, αφού προηγουμένως ο ίδιος και η σύζυγός του έλαβαν το μοναχικό σχήμα ως Γρηγόριος και Ευπραξία αντίστοιχα, δίνοντας ομολογία πίστεως.

Ωστόσο, δεν ξέρουμε ακριβώς ούτε πού πέθανε ούτε πού ετάφη. Ο κερκυραίος, όμως, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σ. Κ. Σακελλαρόπουλος στο άρθρο του «Ο τάφος του Γεωργίου Φραντζή», που δημοσιεύθηκε το 1908 στο έγκριτο περιοδικό Η Μελέτη, διασώζει μία παλιά παράδοση που του είχε εκμυστηρευθεί ο σοφός κερκυραίος ιστορικός Ιωάννης Ρωμανός. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή ο Φραντζής είχε ταφεί στο ναό του Προφήτη Ηλία Αναλήψεως, όπου, όμως, καμία σχετική επιγραφή δεν διασώθηκε. Ωστόσο, ο Σακελλαρόπουλος, ύστερα από σχετική έρευνα, αναφέρει τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη του ναού Κάκκου, ο οποίος του επιβεβαίωσε ότι γνώριζε από οικογενειακή παράδοση πως ο τάφος του Φραντζή βρίσκεται στην είσοδο του ναού, εκεί όπου βρισκόταν τότε ο τάφος του πατέρα του ιερέως Κάκκου. Ετάφη δηλαδή ο ιερέας εκεί γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, διότι έδωσε εντολή στο γιο του να τον θάψει στο σημείο όπου αναπαύονταν τα οστά του Φραντζή. Πράγματι, κατά την ταφή του ιερέως Κάκκου βρέθηκαν παλιά οστά, τα οποία επανατοποθετήθηκαν στο τάφο.

Στην Κέρκυρα ο πολύπαθος βυζαντινός πρόσφυγας, ύστερα από παρακλήσεις τινῶν εὐγενῶν κερκυραίων, έγραψε το Χρονικόν του, το οποίο μας έχει σωθεί σε δύο παραλλαγές, το Chronicon Maius και το Chronicon minus. Από αυτά γνήσιο θεωρείται το minus ενώ για το maius, που αποτελεί μεταγενέστερη επεξεργασία του minus με προσθήκες και παρεκβάσεις, θεωρείται ως συγγραφέας – συμπιλήτης ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Μακάριος Μελησσηνός, ο οποίος το επεξεργάστηκε την περίοδο 1573 – 1575. Στο Χρονικό περιγράφονται τα γεγονότα, με επίκεντρο την οικογένεια των Παλαιολόγων, από το 1413 έως το 1477 σε μορφή ημερολογίου με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Επίσης, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στα γνωστά γεγονότα της Άλωσης αλλά και σε φυσικά φαινόμενα που συνέβησαν στα Ιόνια Νησιά: Καὶ τὸ ἔαρ τοῦ αὐτοῦ ἔτους (1469) ἐγένοντο σεισμοὶ πολλοὶ καὶ μεγάλοι εἰς τε τὴν Ἁγίαν Μαῦραν (Λευκάδα) καὶ τὴν Κεφαλλωνίαν καὶ τὴν Ζάκυνθον καὶ ἐχάλασαν πολλὰ τῶν αὐτῶν. (…) Τὸν δὲ χειμῶνα τοῦ οηου ἔτους (1470) (…) ἔπεσεν εἰς τὸ καθόλον νησὶν (Κέρκυρα) χιὼν τοσαύτη, ὅσην οὐδὲν εἶδον οἱ τῶν Κορυφῶν ἄνθρωποι ἄλλωτε, ὥστε καὶ ἀλώπεκας καὶ λαγωοὺς διὰ τῶν οἰκείων χειρῶν θηρεύειν…

Αναμφίβολα, επομένως, ο Γεώργιος Φραντζής, αυτός ο βασανισμένος υψηλός βυζαντινός πρόσφυγας, ήταν μία τραγική και κομβική φυσιογνωμία της εποχής του και οι μαγευτικές εικόνες που αντίκριζε στην Κέρκυρα, μαζί με τους ευγενικούς κατοίκους της, είναι φανερό πως λειτούργησαν ως παραμυθία στην πονεμένη ψυχή του.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βρίσκεται δίπλα από τον Χλωμό, όπου κατέλυσε ο Θωμάς, και ως λέξη ετυμολογικά πιθανότατα προέρχεται με αναγραμματισμό και απλοποίηση από τα Μολιβοτινά ως ακολούθως: Μολιβοτινά > Βολιμοτινά > Βλομοτινά > Φλομοτινά > Χλομοτινά ή Χλωμοτιανά (πρβ. μολύβι – “βολύμι”, επιπλέον το β εύκολα μετατρέπεται στο αντίστοιχο χειλικό φ ενώ αυτό μπορεί να εξελιχθεί στο αντίστοιχο δασύ χ).
2. Το ιερό αυτό λείψανο επεστράφη στη θέση του ύστερα από πεντακόσια περίπου χρόνια, το 1964, επί πάπα Ρώμης Παύλου ΣΤ΄ και μητροπολίτου Πατρών Κωνσταντίνου.
3. Ο Λάζαρος Μπούκοβιτς είναι ο ήρωας της μάχης του Κοσσυφοπεδίου (1448).

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Το κατά Ματθαίον και … το μνημόνιο

Γράφει ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΟΥΡΝΟΓΕΡΑΚΗΣ

«Ει θέλεις τέλειον είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι […] πάλιν δε λέγω υμίν ευκοπώτερον εστι κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν»
Ματθαίος 19.22-25

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος [1], για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της κατήχησης των πρώτων χριστιανικών χρόνων, διηγείται τη συνομιλία ενός νεαρού ανθρώπου με τον Ιησού, όταν εκείνος Τον ρώτησε πώς μπορεί να αποκτήσει αιώνια ζωή. Του είπε λοιπόν «Μη σκοτώσεις, μη μοιχεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Ο νεαρός αγχωμένος ξαναρώτησε μήπως σε κάτι υστερεί και ο Ιησούς απάντησε για ακόμα πιο δύσκολες αποφάσεις: «Εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε πούλησε όσα έχεις και μοίρασέ τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρούς στους ουρανούς και έλα ακολούθα με». Μόλις άκουσε την απάντηση ο νεαρός έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Τότε ο Ιησούς απευθύνθηκε στους μαθητές του: «Σας βεβαιώνω πως δύσκολα θα μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού. Και σας το επαναλαμβάνω: Είναι ευκολότερο να περάσει καμήλα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού».

Δέσμιοι της ύλης και των απολαύσεών της, εύκολα μειώνουμε τη σημασία της τελευταίας εντολής ή αποφεύγουμε τις τύψεις για τα «έχει μας», όταν η ανισοκατανομή των παγκόσμιων αγαθών μάς καθιστά πλούσιους, έστω και μ΄ αυτά τα λίγα, σε σχέση με τη φτώχεια της ανθρωπότητας. Τώρα, όμως, «ο ευλογημένος» λαός του Θεού είναι ιδιαίτερα ευτυχής. Το μνημόνιο, σαν τον άλλοτε από μηχανής Θεό της αρχαίας τραγωδίας, σώζει το λαό μας από τη βέβαιη πτώση «στο πυρ της κολάσεως». Η πολιτική της οικονομικής αφαίμαξης όλων των μικρομεσαίων και λαϊκών στρωμάτων κάνει εφικτή την εντολή του Χριστού, αφού ελάχιστοι θα έχουν περιουσιακά στοιχεία για να τα μοιράσουν οικειοθελώς και ανιδιοτελώς στους φτωχούς! Εκείνο, που στους μαθητές του Χριστού φαινόταν ανέφικτο, τώρα παίρνει σχήμα και μορφή με την ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Στους μυστικούς δείπνους του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού οι λάτρεις της ύλης και του χρήματος συντάσσουν σχέδια, κανόνες κι εντολές για την παγκόσμια οικονομία των άκρων. Οι λίγοι κι ελάχιστοι συσσωρεύουν επίγεια πλούτη και δύναμη, οι πολλοί προσδοκούν το μεταφυσικό καλό! Οι κυβερνήσεις όλο και περισσότερο γίνονται πειθήνια όργανα της προσωπικής προβολής και της δουλικότητας προς τους αρχιτέκτονες του σύγχρονου οικονομικού Βαβέλ. Ίσως και να περιμένουν να τους υμνήσουμε κάποτε όλους μαζί μέσα στις εκκλησίες, όπως γινόταν κάποτε με τους αιμοσταγείς αυτοκράτορες και βασιλείς. Χάρη στη μεγαλοψυχία και την ευφυΐα τους μπορούμε να κατοικήσουμε στη γη των μακάρων, να κερδίσουμε τη βασιλεία των ουρανών!

Στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται περί “δυναστών”, πολεμίων του Βούδα, του Χριστού, του Μαρξ, όλων αυτών των μεγάλων, που σφράγισαν με την παρουσία τους τον ανθρωπισμό. Πολέμιοι ακόμα και αυτού του Τζον Μέιναρντ Κέινς, που καθόρισε εν πολλοίς τη μεταπολεμική λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας. Ας ληφθεί υπόψη μας ότι ο κεντρικός στόχος του Κέινς ήταν η διατήρηση της εσωτερικής ισορροπίας σε όλες τις περιοχές, δηλαδή με ελεγχόμενο πληθωρισμό και τα υψηλότερα δυνατά επίπεδα απασχόλησης. Κατά τον Τζεφ Χάρκορτ [2], σπουδαία μορφή στην ιστορία των οικονομικών επιστημών και ο οποίος θεωρείται μεταξύ των θεμελιωτών της μετακεϊνσιανής θεωρίας: «Ο Κέινς δεν θα αντιστεκόταν στην απελευθέρωση του εμπορίου μακροπρόθεσμα, θα επέμενε όμως στην εισαγωγή μονίμων μηχανισμών ελέγχου σε όλες τις οικονομίες και θα επιχειρούσε να σχεδιάσει θεσμούς κι εργαλεία ικανά να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός ενιαίου διεθνούς νομίσματος. Οι πιστώτριες χώρες θα ήταν εκείνες που θα επωμίζονταν το κύριο βάρος της προσαρμογής… Για τον Κέινς τα οικονομικά είναι κλάδος της ηθικής!»

Ποιον κλάδο της ηθικής μπορούμε να συναντήσουμε στην εμμονή κι εφαρμογή δραματικών μέτρων λιτότητας από τα μέλη της πανίσχυρης λέσχης Bilderberg, την ολιγαρχία που κυβερνά το σύγχρονο κόσμο; Τα μέτρα έχουν σφραγίσει την αποτυχία της προσπάθειας ισχυρίζεται ο Τζεφ Χάρκορτ κι εμείς το βιώνουμε καθημερινά. Η μεγάλη φτώχεια (όπως και ο αλόγιστος πλουτισμός) γεννούν φθόνο, μίσος, επιθετικότητα, ατιμία, πάθη ασύμβατα με το λόγο των σοφών της γης, το χριστιανικό Θεό… και αποκλείουν την ελευθερία της σκέψης, της βούλησης και της πράξης.

Ας είμαστε πιο προσεκτικοί με τις εντολές, λίγες είναι οι «χρηστές». Ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων: Θα σκύψουμε το κεφάλι, δηλώνοντας υπακοή στους ανωτέρους, όπως συνηθίζεται στη ζωή των μοναχών μέσα στα μοναστήρια ή θα αντισταθούμε ενάντια σε κάθε λογής κατακτητή κι εξουσιαστή μας; Η σωτηρία μας δεν επιβάλλεται με την κλοπή των δικαιωμάτων της εργασίας, της δημιουργίας και της ευζωίας, κερδίζεται μόνο από τους προσωπικούς και κοινωνικούς αγώνες για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το φυσικό περιβάλλον. Κι εμείς οι δάσκαλοι στα σχολεία της σημερινής έλλειψης πρέπει να γεμίσουμε το νου και την καρδιά των μαθητών μας με αγάπη για τη ζωή, τον άνθρωπο και τη γνώση. Ίσως, έτσι οι επόμενες γενιές βαδίσουν χαμογελαστές και χαρούμενες εκεί που εμείς σήμερα σκυθρωποί και κατσούφηδες θρηνούμε για τα λάθη μας.


Βιβλιογραφία:

1. Καινή Διαθήκη, Ματθαίος 19, 16-20
2. Η Καθημερινή της Κυριακής 4-9-2011

Ζάκυνθος, 7-11-2011

Πρωτοπρεσβύτερου Παναγιώτη Καποδίστρια: ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ «ΑΛΛΟΥΣ» ΣΤΙΣ ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ. ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ Γ΄


[Από τον συλλογικό τόμο "Πολιτισμός και διαφορετικότητα - Εμείς και οι άλλοι", που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 513-526. Υπεύθυνος Δρ Δ. Γ. Μαγριπλής]

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Εικαστικές επεμβάσεις

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί στ’ αλήθεια το τι είναι πολιτισμός. Κι αυτό επειδή τώρα τελευταία και συγκεκριμένα από την πολυσυζητημένη εποχή της Μεταπολίτευσης και μετά, τότε που οι Ασκοί του Αιόλου ελευθέρωσαν αρκετές δόσεις λαϊκισμού, ίσως φαινομενικά απαραίτητες μετά από τόση καταπίεση, και η «κουτσή Μαρία» -στην κυριολεξία- μπορεί να «δημιουργήσει» και μάλιστα στον τόπο της απαιδείας, όπου επιπλέουν οι φελλοί, της δίνεται συχνά προτεραιότητα και έπαθλα επιζήμια.

Έτσι, λοιπόν, ο κάθε αδαής, αλλά φιλόδοξος, που στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε ν’ ασφαλτοστρώσει -μέσω της «πολιτιστικής του προσφοράς»- την αυλή και την μπασία του, όταν ο μπρος από το σπίτι του κεντρικός δρόμος συνέχιζε να παραμένει με λούμπες και κακοτεχνίες ή να διορίσει την κόρη του, το γιό του, τ’ ανίψια του και τα φιοτσίδια του, όταν άλλα παιδιά με λαμπρές σπουδές έκαναν, για να επιβιώσουν, τα γκαρσόνια ή έπλεναν πιάτα, δημιουργούσε ένα σύλλογο, γινόταν πρόεδρος ή μέλος του διοικητικού του συμβουλίου και αγιοποιώντας την μετριότητα, την οποία η εξουσία, σαν άφοβη, προωθούσε, όχι μόνο πίστευε πως προσφέρει στον χώρο της τέχνης, αλλά και το διακήρυττε, κόβοντας τα πάντα στα μέτρα του και κατεβάζοντας τον από την φύση του τοποθετημένο ψηλά πήχη, τόσο χαμηλά, ώστε να μπορούσε και ο ίδιος να τον διαβεί, σε βάρος μεγάλων προπονημένων και πρωταθλητών.

Με τον τρόπο αυτό καταντήσαμε τόπος απολίτιστων, άτεχνων και κομπιναδόρων.

Ο Gustave Le Bon φαίνεται να είναι απόλυτα κάθετος σ’ αυτό το θέμα και στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του «Ψυχολογία των Μαζών», σημειώνει ενδεικτικά: «Οι πολιτισμοί, μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκαν και διευθύνθηκαν από μία μικρή πνευματική αριστοκρατία, ποτέ από τις μάζες. Αυτές οι τελευταίες δεν έχουν δύναμη παρά να καταστρέφουν. Η κυριαρχία τους αντιπροσωπεύει πάντα μια φάση αταξίας. Ένας πολιτισμός περιλαμβάνει σταθερούς κανόνες, μια πειθαρχία, το πέρασμα από το ενστικτώδες στο ορθολογικό, την πρόβλεψη για το μέλλον, ένα υψηλό επίπεδο μόρφωσης, καταστάσεις τελείως απρόσιτες στις μάζες, που έχουν εγκαταλειφθεί στον εαυτό τους».

Σ’ ένα, λοιπόν, «πολιτιστικό Καλοκαίρι», που πολλά από τα τεκταινόμενα έχουν κιόλας ξεχαστεί και πεθάνει πριν καν τελειώσουν, καιρός είναι, τώρα που φθινοπώριασε, ν’ αναλογιστούμε τι σημαντικό έγινε το στο παρελθόν οδηγούμενο θέρος του νησιού μας και να δούμε το πόσο αυτό επηρέασε ή έστω μπορεί να επηρεάσει τον πολιτισμό μας. Εδώ επιτρέψτε μου να είμαι κι εγώ σαν τον γάλλο διανοητή κάθετος και να πω πως αυτό είναι μόνο η δημιουργία.

Έτσι, για να μην πολυλογούμε, μια και ο φιλόξενος χώρος της εφημερίδας τελειώνει, γυρνώντας πίσω την μνήμη μου στο εντελώς πρόσφατο, πολιτιστικό παρελθόν μας, ελάχιστα έχω να θυμηθώ. Ανάμεσα σ’ αυτά και η έκθεση του Χρήστου Μπάρλου στο Barrage, που με τίτλο «Επεμβάσεις», έδωσε διέξοδο στον έτσι κι αλλιώς υγρά ζεστό Αύγουστό μας και σ’ εποχή εφησυχασμού και αδράνειας, τότε που αμέριμνοι γιορτάζαμε τον Δεκαπενταύγουστο, την καλοκαιριάτικη γιορτή του Αγίου μας και τα πολυθαύμαστα «μπάνια του λαού», πρότεινε την πέτρα και τ’ άλλα γήινα υλικά σαν βάση δημιουργίας και χάρισε στην καθημερινότητα μια υπόσχεση αφθαρσίας.

Θέλω να πιστεύω πως τα έργα που εκτέθηκαν του Μπάρλου δεν ήταν μια επέμβαση στη φύση, αλλά η επέμβαση της φύσης. Γλυπτά από μόνα τους του υγρού στοιχείου, σίδερα ξεχασμένα, αλλά ομιλούντα, ξύλα αντιστεκόμενα στη φθορά και άλλα λησμονημένα παραπλήσια, τόνισαν την μορφή τους με την ευαίσθητη ματιά του δημιουργού και από τις παραλίες και τα ερείπια μεταφέρθηκαν σε γλυπτοθήκες, διεκδικώντας την δική τους χαμηλόφωνη, ουσιαστική επέμβαση, σε μιαν εποχή άναρχης φλυαρίας.

Επισκεπτόμενος την έκθεση, άκουγα συνεχώς στ’ αυτιά μου και εντελώς αυθόρμητα έναν αγαπημένο μου στίχο από την γεμάτη ελληνική χαρμολύπη υμνολογία του Τριωδίου της Μεγάλης Τετάρτης: «Της πίστεως εν πέτρα με στερεώσας, επλάτυνας το στόμα επ’ εχθρούς μου…». Κι επειδή η μεγάλη ποίηση, όπως και η γνήσια τέχνη δεν χωρούν αναλύσεις κι ερμηνείες, αφήνω αυτό το διαμαντάκι του νεοελληνικού λόγου να λειτουργήσει αυτόνομο και να σας μιλήσει. Σας τονίζω μόνο εκείνο το «επλάτυνας» και το «επ’ εχθρούς μου» και σας προκαλώ να το κατανοήσετε. Αυτό έκαναν εξάλλου και τα έργα του καλλιτέχνη, τα οποία απομάκρυναν τους εναντίους.

Αυτό είναι η αληθινή δημιουργία: σταθεροποίηση και άμυνα. Στην δουλειά του Χρήστου Μπάρλου υπάρχουν και τα δύο αυτά στοιχεία.

Συμφωνώ με την φίλη Κατερίνα Δεμέτη, που χαρακτηριστικά εντοπίζει πως τα έργα του δημιουργού έχουν δύναμη και ότι, όπως παρατηρεί στο κείμενό της, που συνόδευε το έντυπο της έκθεσης, «παρ’ όλο το μικρό μέγεθός τους είναι στέρεα σχεδόν μνημειακά». Η ίδια μάλιστα επεξηγεί την άποψή της, τονίζοντας πως αυτό συμβαίνει γιατί ο καλλιτέχνης «αντιμετωπίζει τις εικόνες που βλέπει σαν μια δύναμη που την μεταχειρίζεσαι, όχι απλά σαν κάτι όμορφο που το κοιτάζεις».

Ας κρατήσουμε αυτή τη δύναμη. Ο επερχόμενος χειμώνας προβλέπεται πολλαπλά δριμύς. Οι επεμβάσεις στην πέτρα μπορεί να μας σώσουν.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Η κραυγή της αδικίας

Γράφει και διάλεξε την φωτογραφία ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΑΝΤΑΡΑΚΗΣ

Υπάρχουν στιγμές, που αυτός ο κόμπος στο λαιμό μεγαλώνει, η ανάσα αρχίζει να ρετάρει και τα μάτια υγραίνουν γουρλωμένα και αποσβολωμένα. Είναι η στιγμή της λεγόμενης προσωπικής αδικίας. Όταν νοιώθουμε ότι τσαλαπατιέται η αξιοπρέπειά μας και ο σεβασμός από τους άλλους βρίσκεται στο ναδίρ.

Αλήθεια αυτή η ρημάδα η αξιοπρέπεια πώς αξιολογείται από τον σύγχρονο και συνάμα χτυπημένο από τη κρίση άνθρωπο;

Ανάλογα τις προσλαμβάνουσες βιωματικές παραστάσεις, τα πολιτιστικά αποκτήματα, το πάχος της αθηρωματικής πλάκας, που έχει η γνώση απέναντι στις αρτηρίες της μικροπρέπειας, ανθονανουρίζεται ο βλαστός της αξιοπρέπειας.

Ένας βλαστός, που για να μεγαλουργήσει σε ένα μολυσμένο περιβάλλον χρειάζεται λίπασμα από τον εσώτερο κόσμο μας. Μια πολιτεία με δαιδαλώδεις μηχανισμούς αποθήκευσης, με γρανάζια ανάστροφης πορείας αλλά ταυτόχρονα με ορθές ταλαντώσεις συνείδησης από τα σφουγγάρια της συλλογικής μνήμης, είναι η γεωγραφική αποτύπωση του εσώτερου κόσμου μας.

Ο θυμός, η σεισμοειδής έκρηξη των νεύρων, ο πυρετός της εκδίκησης πρέπει να είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της οργιώδους αδικίας;

Ό,τι βλέπουμε σκιαγραφούμε, ό,τι ακούμε λέμε, ό,τι αισθανόμαστε πράττουμε. Όμως για να συνδεθούμε με την αξιοπρέπεια, θα πρέπει να νηστέψουμε από τα υποπροϊόντα της επιφανειακής όρασης, ακοής και αφής.

Και να εκπαιδευτούμε στις πλατιές πεδιάδες της ουσιαστικής ταπεινότητας, χωρίς να υποκύπτουμε στον πειρασμό της ταπεινοφάνειας, της συμπόνιας, εξορκίζοντας την πονηρή σχέση του "δίνω για να απολαύσω πνευματικά δώρα", της αγάπης αποκηρύσσοντας τις ερπετικές μυθολάγνες σκέψεις της εγωιστικής ιδιοτέλειας.

Μια ενδελεχής ενδοσκόπηση, σαν ένα ερευνητικό υποβρύχιο που βυθίζεται στον ωκεανό της ζωής προκειμένου να ανακαλύψει τα ναυάγια με τους πολύτιμους λίθους. Αν το βυθόμετρό μας έχει ορθές παραμέτρους και γεμίζουμε από πνευματικούς πολύτιμους λίθους, τότε άστους μωρέ να μας αδικούν. Δεν ξέρουν και ελπίζουμε να μάθουν. Έτσι δεν είναι;

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ GISELLE, OU LES WILIS [1841] ΤΟΥ ΑΝΤΟΛΦ ΑΝΤΑΜ [1803-1856]

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Η εταιρεία ELVA EVENTS, συμβάλλοντας σημαντικά στην πολιτιστική δράση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αυτή τη φορά έφερε μια παραγωγή του Μπαλέτου της Εθνικής Όπερας της Λετονίας, τη Ζιζέλ του Αντόλφ Αντάμ, μπαλέτο σε δυο πράξεις, σε λιμπρέτο των Θ. Γκωτιέ και Βερνουά ντε Σαιν-Ζωρζ. Το μπαλέτο της Λετονίας, με έδρα τη Ρίγα ιδρύθηκε το 1918 και από το 1922 εμφανίζεται στο χορευτικό στερέωμα με πλούσιο ρεπερτόριο των κλασικών, ρομαντικών και μοντέρνων χορογραφιών. Στους κόλπους του φιλοξένησε σπουδαίους δασκάλους του χορού, που διαμόρφωσαν και επηρέασαν το ύφος του. Στο ρεπερτόριό του συμπεριλαμβάνονται τα «διαμάντια» του κλασικού μπαλέτου, όπως η Ζιζέλ, η Λίμνη των Κύκνων, που θα δούμε στο ΜΜΑ στις 16-30/12/2011, ο Δον Κιχώτης, ο Καρυοθραύστης κ.α. Μεγάλοι χορευτές, όπως ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, προέρχονται από τη σχολή της Λετονίας.

Η υπόθεση του μπαλέτου της Ζιζέλ στηρίζεται στον μεσαιωνικό μύθο των «ουίλις», των νεαρών παρθένων, που πεθαίνουν πριν την τελετή του γάμου τους και μεταμορφώνονται σε πνεύματα, νεράιδες, ξωτικά.

Στη πρώτη πράξη, η Ζιζέλ, μια όμορφη χωριατοπούλα, σε μια γιορτή, χαίρεται μαζί με τους συγχωριανούς της την ανέμελη ζωή και τον έρωτα, που γνωρίζει στο πρόσωπο του πρίγκιπα Άλπρεχτ, αγνοώντας όμως την πραγματική του ταυτότητα και το γεγονός ότι ετοιμάζεται να παντρευτεί την πριγκίπισσα Μπατθίλδη. Όταν γίνεται η αποκάλυψη της αλήθειας από τον δασονόμο Χανς, που κι εκείνος διεκδικεί την όμορφη Ζιζέλ, η ηρωίδα μας τρελαίνεται, οδηγείται στην αυτοκτονία και πεθαίνει.

Στη δεύτερη πράξη, μεταμορφώνεται σε πνεύμα και ανταμώνει με τις Νεράιδες. Κάθε βράδυ οι νεαρές παρθένες επανέρχονται στον απάνω κόσμο ντυμένες με νυφικά και στεφανωμένες με τους λεμονανθούς του γάμου, που δε χάρηκαν. Χορεύουν στο φεγγαρόλουστο νεκροταφείο και τιμωρούν όσους τις πρόδωσαν, αναγκάζοντάς τους να χορεύουν κι εκείνοι μαζί τους ώσπου να παραδώσουν την ψυχή τους στο χάροντα. Το πρώτο θύμα, ο νεαρός χωρικός Χανς, πεθαίνει θρηνώντας στον φρεσκοσκαμμένο τάφο το χαμό της αγαπημένης του. Σε λίγο έρχεται ο Άλμπρεχτ, που θα είχε την ίδια τύχη, αφού η Μύρτα, η Βασίλισσα των ξωτικών, τον διατάζει να χορεύει, ώσπου να σβήσει η τελευταία του πνοή του. Η Ζιζέλ τον έχει συγχωρήσει και με την άδολη αγάπη της θα τον προστατεύσει. Θα χορεύει στη θέση του κάθε φορά που εκείνος εξαντλείται και θα του χαρίσει τη ζωή. Την ώρα που τα πνεύματα των παρθένων αποχωρούν, ο πρίγκιπας εξουθενωμένος, σωριάζεται πάνω στον τάφο της Ζιζέλ και θρηνεί. Η θυσία της κόρης για δεύτερη φορά δείχνει το μεγαλείο της αγάπης, που μοιάζει να μην έχει όρια.

Ένας λόγος ποιητικός, δοσμένος εξαίσια με πλαστικές κινήσεις, ήταν ο χορός της Alina Cojocaru. Ευλύγιστη σαν μίσχος, εύθραυστη και δυναμική -τι αντίφαση- τρυφερή και δραματική, το δάκρυ της, μας θύμισε εκείνο το «δάκρυ» του Φλαμανδού ζωγράφου Ρογήρου Βαν ντερ Βάιντεν και η εσωτερικότητά της έφερνε στο νου πινελιές από τους χορευτές του Πικάσο, ηλεκτρίζοντας την ατμόσφαιρα.

Η άψογη εκτέλεση της χορογραφίας από το “Corps de Ballet” ανέδειξε την ευαισθησία, τη χάρη της νιότης, την κλασική ομορφιά σε μια τέλεια αισθητική ισορροπία από τις νεαρές χορεύτριες και μας έκαναν να ανακαλύψουμε για άλλη μια φορά την ποίηση και την πλαστικότητα του ανθρωπίνου σώματος. Χορευτές με μεγάλη ακτινοβολία και εξαιρετική τεχνική, όπως ο Johan Kobborg, η Baiba Kokina, ο Andris Pudans, προσέδωσε στη Ζιζέλ τη μαγεία της κλασικής ομορφιάς. Δικαίως οι θεατές, μαζί τους κι εμείς, τους αποθεώσαμε τη βραδιά της 10ης Σεπτεμβρίου του 2011 και προσβλέπουμε, η γνωριμία μας μ’ αυτό το συγκρότημα να έχει συνέχεια.


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

π. Κων. Ν. Καλλιανός: Ο ΒΟΛΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ... (ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΑ)


Τὸ φθινοπωρινὸ ἐκεῖνο βράδυ τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ 1963, ἀπομένει στὴ μνήμη φωτισμένο μὲ τὸ παγωμένο, γαλατένιο φῶς ποὺ κατέβαζαν τὰ μεγάλα φῶτα τῆς προκυμαίας, καθὼς τὸ καράβι, τὸ «Κύκνος», διπλάρωνε στὸ μουράγιο τοῦ Βόλου κι ἐμεῖς δειλὰ-δειλὰ ἀποβιβαζόμασταν στὴ νέα πραγματικότητα: ἐκείνης τῶν σπουδῶν, τῆς μάθησης, τῆς καλλιέργειας. Τῶν φώτων δηλαδὴ, ποὺ προσπορίζουν οἱ γνώσεις καὶ τὰ γράμματα. (Καμμιὰ φορὰ σκέφτομαι πὼς τὰ φῶτα ἐκεῖνα παρομοιάζονταν μὲ τὰ δυνατὰ τὰ φῶτα τῆς παραλίας, ποὺ δέ συγκρίνονταν μὲ τὸ τρεμουλιαστὸ τὸ φῶς τῆς λάμπας τοῦ πετρελαίου, τὸ ὁποῖο μέχρι τότε γνώριζα. Μόνο ποὺ τὰ πρῶτα τυφλώνουν, καὶ κυρίως τυφλώνουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ εἰσχωρεῖ τὸ μικρόβιο τῆς ἀλαζονείας, ἀντίθετα μὲ τὰ ἄλλα τὰ φῶτα ποὺ συντηροῦν μέσα σου τὸν χαμηλό καὶ ταπεινὸ τρόπο τῆς προσέγγισης τοῦ κόσμου).

Αὐτὸ τὸ φῶς ποτὲ μου δὲν τὸ χάρηκα, ὅπως δὲ χαιρόμουν τὴν κάθε φορὰ ποὺ ἤμουν ἀναγκασμένος νὰ φύγω ἀπὸ τὸ λιτὸ καὶ ἀπέριττο περιβάλλον τοῦ χωριοῦ μου, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Βόλος ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἦταν μιὰ ἄλλη προέκταση τοῦ χωριοῦ μου. Γιατὶ εἶχε λιγοστὰ αὐτοκίνητα, κάμποσα ποδήλατα καὶ φυσικὰ ἐκείνη τὴν ἁπλότητα καὶ τὴ γραφικότητα, ὤστε νὰ μᾶς φαίνεται πὼς κάπου σιμὰ μας εἶναι καὶ τὸ χωριὸ.

Θυμᾶμαι, λοιπὸν, πὼς μόλις κατεβήκαμε ἀπὸ τὸ πλοῖο πήραμε ἕνα ἀπὸ τ᾿ ἁμαξάκια ποὺ ἦταν συναγμένα στὴν παραλία καὶ πήγαμε στὸ γνωστὸ μας ξενοδοχεῖο: τὸ ξενοδοχεῖο τῶν Κληματιανῶν «Ἡ Εὐρώπη», Ἰάσονος καὶ Κοραῆ γωνία. Στὰ παιδικὰ μάτια ἐντύπωση ἔκαναν τὰ κατανυκτικὰ φωτάκια ποὺ εἶχαν δίπλα τους τ᾿ ἁμαξάκια, καθὼς καὶ ἐκεῖνο τὸ καμπανισμα, ποὺ θύμιζε τὸν ἦχο ἀπὸ καμπανάκι κάποιου ταπεινοῦ ἐξωκκλησιοῦ.

Τὸ ξενοδοχεῖο εἶχε μιὰ παράξενη μυρωδιὰ ἀπὸ ἀπορρυπαντικὸ, σαπούνι ἀπὸ φτηνὸ ἄρωμα καὶ τσιγάρο. Οἱ σκάλες ἦταν μεγάλες καὶ φαρδιὲς μὲ τὸν Νικήτα, τὸν ὑπάλληλο τοῦ ξενοδοχείου, νὰ μᾶς βοηθάει χαμογελαστὸς, ὥστε νὰ τακτοποιηθοῦμε στὰ ψηλοντάβανα δωμάτια μὲ τὰ λευκὰ σεντόνια ποὺ ὅταν τ᾿ ἄγγιζες, νόμιζες πὼς τσαλάκωνες χαρτὶ. Μάλιστα αὐτὸς ὁ ἦχος, ὅπως ὁ ἦχος τῶν φορτηγῶν ποὺ μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα περνοῦσαν ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ παράθυρά μας, μὲ ἀκολουθεῖ ἀκόμα μέχρι σήμερα. Γιατὶ πρώτη φορὰ ἄκουγα μεγάλα αὐτοκίνητα νὰ περνοῦν μὲ ὀρμὴ καὶ βουὴ πάνω στὸ δρόμο, βουὴ ποὺ σιγὰ-σιγὰ χάνονταν γιὰ νἄρθει στὴ συνέχεια κάποια ἄλλη. (Ἀργότερα, ὅταν διάβασα τὸ ποίημα «Σοφοὶ δὲ προσιόντων» τοῦ Κ. Π. Καβάφη, συνειδητοποίησα πλέον, πὼς πολλὲς φορὲς στὴ ζωὴ μου θὰ ξαναντήσω αὐτὴ τὴ «μυστικὴ βοὴ», ὅμως θὰ ἦταν κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔζησα τὴν πρώτη μου βραδυὰ στὸ Βόλο. Ἴσως καὶ τραγικὸ, γιατὶ πάντα μέσα στὴ δίνη τῶν γεγονότων ποὺ πλησιάζουν πλησιάζει κι ὁ θάνατος, ἤ ἔστω καὶ ὁ ὅποιος ἀκρωτηριασμὸς τῆς ψυχῆς....).

Ὡστόσο πρέπει νὰ ὁμολογήσω, πὼς αὐτὸ ποὺ μ᾿ ἐνόχλησε, καὶ ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσα νὰ τὸ ἀποβάλλω, ἦταν ὁ φωτισμὸς τοῦ δωματίου μ᾿ ἐκεῖνο τὸ γυμνὸ ἡλεκτρικὸ γλόμπο ποὺ μᾶς ἔριχνε ἕνα ἀρρωστημένο φῶς, ἐνῶ εἶχε πάνω του ἕνα κίτρινο, γυάλινο κάλυμμα, ποὺ μὲ ἔθλιβε ἀφάνταστα. (Τὸν ἴδιο φωτισμὸ θυμᾶμαι νὰ τὸν ξανάζησα στὸ Στρατὸ καὶ σὲ κάποιο Νοσοκομεῖο, μὲ τὴν ἴδια ἤ τὴν ἴσως περισσότερο παγωμένη αἴσθηση καὶ πίκρα).

Τὸ σπίτι ποὺ θὰ καθόμουν ἦταν στὴν ὁδὸ Δημάρχου Γεωργιάδου, ποὺ τότε ἦταν ἄστρωτη, δίχως ἄσφαλτο δηλαδὴ. Αὐτὸ τὸ σπίτι, λοιπόν, ἦταν μιὰ μονοκατοικία μὲ μικρὰ δωμάτια καὶ λιτὰ. Πρέπει νὰ χτίστηκε μετὰ τοὺς σεισμοὺς, γιατὶ σὲ τίποτε δὲ θύμιζε κάποια παλιὰ, πέτρινα σπίτια. Φυσικὰ, σὲ τίποτε δὲ θύμιζε τὸ σπίτι μας στὸ χωριὸ, γιατὶ ἦταν κάπως σκοτεινὸ καὶ ἀρκετὰ κρύο. Πάντως αὐτὸ ποὺ χαράχτηκε στὴ μνήμη μου εἶναι ἡ γειτονιὰ ἐκείνη, ποὺ εἶχε ἀρκετὴ ἡσυχία καὶ γραφικότητα. Θυμᾶμαι π. χ. τὸ ἀπέναντι σπίτι μὲ τὴ βαρειὰ σιδερένια πόρτα τοῦ κήπου, τὰ ὡραῖα καὶ πλατιὰ σκαλοπάτια ποὺ ὁδηγοῦσαν μέσα στὸ σπίτι, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ δέντρα ποὺ εἶχε. Πρόσπάθησα νὰ τὸ ξαναβρῶ μετὰ ἀπὸ χρόνια αὐτὸ τὸ σπίτι. Δὲν τὰ κατάφερα, γιατὶ εἶχε ἐξαφανιστεῖ, ὅπως τόσα καὶ τόσα στὸ Βὀλο τῶν ἐφηβικῶν μου χρόνων...

Κάθε πρωΐ ποὺ πηγαίναμε στὸ Σχολεῖο συναντούσαμε στοὺς δρόμους κάρα, μικρὰ καὶ μεγάλα, λιγοστὰ αὐτοκίνητα καὶ ποδήλατα, μ᾿ ἐκεῖνα τὰ εὔηχα κουδούνια πάνω στὸ βραχίονα τοῦ τιμονιοῦ. Χαρακτηριστικός, μάλιστα, ἦταν ὁ ἦχος ποὺ ἄφηναν οἱ ρόδες, καθὼς περνοῦσαν πάνω ἀπ᾿ τούς χωματόδρομους. Ἦταν κάτι σὰν τὸ ἄλεσμα τοῦ σιταριοῦ στοὺς χερόμυλους τοῦ χωριοῦ μου, σὰν τὸ ἀργὸ περπάτημα πάνω στὴν ἄμμο.....Μάλιστα αὐτὸ ποὺ θυμᾶμαι εἶναι τὰ ποδήλατα κάποιων καθηγητῶν μας, παλιὰ ποδήλατα, σκουριασμένα μὲ τὴ σχάρα πίσω τους νὰ κρατεῖ τὸ χαρτοφύλακά τους, ἐνῶ τὰ παντελόνια τους τὰ συγκρατοῦσε ἐκεῖνο τὸ στρογγυλὸ μεταλλικὸ ἔλασμα, γιὰ νὰ μὴν μπερδεύονται στὸ πεντάλισμα.

Ὅμως τὰ πιὸ συγκινητικὰ καὶ τὰ πλέον γραφικὰ ποὺ κράτησα μέσα μου ἦταν τὰ μικρὰ τὰ κάρα μὲ τὰ φροῦτα καὶ τὰ λαχανικὰ, ποὺ ἔσερναν μικρὰ γαϊδουράκια, σιγὰ-σιγὰ, μέσα στοὺς μεγάλους δρόμους τῆς πόλης. Ἀκόμα θυμᾶμαι πὼς ἦταν γερμένα πρὸς τὰ πίσω αὐτὰ τὰ κάρα μὲ τὰ λαχανικὰ νὰ στάζουν-νερὸ ἤ νυχτερινὴ δροσιὰ, ἄραγε;- στοὺς δρόμους. Μοσχομύριζε ὁ Βόλος φρέσκο σταφύλι καὶ γνήσια ντομάτα, ποὺ ἔρχονταν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴ μυρωδιὰ τῆς θάλασσας, τὴν ὁποία κόμιζαν τὰ ψαράδικα τὰ κάρα, που γυρόφερναν τοὺς δρόμους. Κι ἔβλεπες νὰ περνοῦν αὐτὰ τὰ ταπεινὰ τὰ κάρα ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπίτια, ἔχοντας τὶς παλάντζες κρεμασμένες στὸ πίσω μέρος τους, ἐνῶ ὁ μανάβης, ποὺ κρατοῦσε συνήθως τὸ ζῶο ἀπὸ μπροστὰ, ἀπό τά γκέμια, φώναζε μὲ βραχὴ ἤ ψιλὴ, ἀλλὰ μακρόσυρτη φωνὴ, «Ὁ μαναααάβηηης........ὁ ψαραααααααᾶς». Ἀκόμα καὶ τὶς βροχερὲς τὶς μέρες τοὺς συναντοῦσες μὲ τ᾿ ἀδιάβροχα καὶ τὶς γαλότσες νὰ κυνηγοῦν τὸ μεροκάματο. Κι ἔτρεχε τὸ νερὸ στ᾿ αὐλάκια τῶν παιδεμένων τους προσώπων, ποὺ ἄν τὰ κοιτοῦσες θὰ διέκρινες τὴ μελαγχολία τοῦ τίμιου βιοπαλαιστή, ποὺ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ θρέψει φαμίλια, νὰ παντρέψει κορίτσια, νὰ σπουδάσει παιδιὰ..... Σήμερα ποὺ σεριανῶ σ᾿ αὐτοὺς τούς δρόμους καμμιὰ φορὰ, ὅταν βρεθῶ στὸ Βόλο, αὐτὸ ποὺ νοισταλγῶ, μαζὶ μὲ κάποια ἄλλα νὰ ξαναδῶ, εἶναι αὐτὰ τὰ ἐξαφανισμένα σήμερα ταπεινὰ κάρα μὲ τὰ κουρασμένα γαϊδουράκια καὶ τούς παιδεμένους τοὺς μανάβηδες. Δυστυχῶς, ἐξαφανίστηκαν, ὅπως τόσα ἄλλα.......

Ἕνα ἄλλο σημάδι ἀπό ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ποὺ στέκει μέσα μου ἀπαραμέριστο, εἶναι οἱ μουσικὲς ποὺ ἄκουγα, ὅταν κάποιες παρέες περνοῦσαν τὶς νύχτες ἔξω ἀπό τὸ σπίτι. Θυμᾶμαι καὶ πάντα, λοιπὸν, τὸ τραγούδι τοῦ Μάνου Χατζιδάκι «Τὸ σύννεφο ἔφερε βροχή», ποὺ εἶχε πρωτοβγεῖ, ὅπως ἐπίσης κι ἕνα τραγούδι τοῦ Καζαντζίδη «Ἄν εἶν᾿ ἡ μοίρα μου καταραμένη…». Τὸ δεύτερο, μάλιστα, τὸ ἄκουγα κι ἄλλες φορὲς, ὅταν τὰ βράδυα, μετὰ τὸ φροντιστήριο γιὰ τὴν ἐκμάθηση τῆς ξένης γλώσσας (Ἀγγλικὰ) -πόσο καλὴ δασκάλα ἦταν ἡ Βαρουξὴ- περνοῦσα ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τὴν ταβέρνα «Ἡ Σκάλα τοῦ Μιλάνου», ποὺ ἦταν τότε ἀπέναντι ἀπό τὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ μάζευε ἀρκετοὺς φιλόμουσους καὶ γλεντζέδες….

Τὸ Γυμνάσιο ποὺ πήγαινα ἦταν τὸ Δεύτερο, μὲ Γυμνασιάρχη τὸν αὐστηρὸ, ἀλλ᾿ ἐπίμονα θαυμάσιο, ὡς Δάσκαλο καὶ ὡς ἄνθρωπο, μακαριστὸ σήμερα, τὸν Δημήτριο Οἰκονομίδη.

Τὸ Σχολεῖο αὐτὸ στεγάζονταν τότε σὲ ξύλινα παραπήγματα, χωρὶς θέρμανση , στὴν περιοχὴ τοῦ «Τσιμπούκη». Φυσικὰ κανένας μας δὲν παραπονιόταν, ἔστω κι ἄν μὲ βροχὲς ἤ χιόνια κάναμε μάθημα, περιμένοντας τὴν ὥρα τοῦ διαλείμματος νὰ τρίψουμε τὰ χέρια μας ἤ νὰ βγοῦμε νὰ πάρουμε κουλούρι καὶ τυρὶ, ἀλλὰ καὶ καμμιὰ τυρόπιτα ζεστὴ, ἀπ᾿ ἐκεῖνες τὶς νόστιμες τυρόπιτες τοῦ παλιοῦ τοῦ Βόλου, ποὺ τὶς ἔφερναν σιμὰ μας, ἔξω στὸ χωματόδρομο, ποὺ ἦταν σιμὰ στὴν αὐλὴ τοῦ Σχολείου, ἐκεῖνοι οἱ πλανόδιοι πωλητὲς μὲ τὰ καροτσάκια τους, ποὺ τ᾿ ἀνέβαζαν μὲ πολὺ κόπο, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ ποδηλατίσουν, ὠθώντας τὸ ὄχημά τους ὣς τὰ ἐκεῖ. Ήταν δὲ τὸ ὄχημα αὐτὸ μιὰ ξύλινη ἤ μεταλλικὴ κατασκευὴ ὑποτυπώδους βιτρίνας, ποὺ στὸ πίσω μέρος εἶχε προσαρμοστεῖ ἡ σέλα καὶ ἡ ρόδα κινήσεως ἑνὸς ποδηλάτου. Μαζὶ μὲ τοὺς τυροπιτάδες παρουσιάζονταν καὶ οἱ κουλουρτζῆδες μὲ τὰ ὡραῖα τραγανὰ σουσαμένια κουλούρια καὶ τὴ φτενὴ τὴ φετούλα κασέρι, ποὺ τὴν πλήρωνες ξεχωριστὰ. Καμμιὰ φορὰ παρουσιάζονταν καὶ κάποιος σουβλατζῆς μὲ τὰ ξεροψημένα ψωμιὰ πάνω στὴ σχάρα ὅπου ψήνονταν τὰ σουβλάκια, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια χαράσσονταν στὴ μέση γιὰ νὰ μπεῖ τὸ σουβλάκι, ποὺ ἦταν τρία-τέσσερα κομματκια χοιρινὸ περασμένα σὲ μεταλλικὴ σοῦβλα. Λίγοι ὅμως προτιμοῦσαν τὸ σουβλάκι ἀπό μᾶς τοὺς μαθητὲς, γιατὶ ἦταν ἀκριβὸ καὶ τὸ βαλάντιο ὅλων ἡμῶν τῶν μαθητῶν τῆς περιφέρειας ἦταν πενιχρὸ ἕως ἀνύπαρκτο. Ἔτσι βολευόμασταν μὲ κουλούρι, σκέτο τὶς περισσότερες φορὲς ἤ λίγο ψωμὶ ἀπό τὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ στελνανε οἱ δικοί μας ἀπό τὸ χωριὸ, ὅπως ξερὲς μουσταλευριὲς μὲ ἀμύγδαλα, μουστοκούλουρα, κ.ἄ.

Αὐτὸ πάντως ποὺ διατηρεῖ ἡ μνήμη μὲ συγκίνηση καὶ νοσταλγία, ἦταν οἱ Κυριακὲς στὸ Βόλο τῆς δεκαετίας τοῦ 1960. Μὲ συγκίνηση τὶς θυμᾶμαι αὐτὲς τὶς Κυριακὲς, χειμωνιάτικες ἤ καὶ ἀνοιξιάτικες, ἀφοῦ τὸ καλοκαίρι ἀπουσιάζαμε, καθὼς τὰ πρωϊνὰ, μετὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ, κατεβαίναμε στὴν παραλία καὶ πηγαίναμε στὸ σινεμὰ, κυρίως στὸν κηνιματογράφο «Κρόνος» ὅπου παίζονταν ἔργα μὲ ἱστορικὸ περιεχόμενο, ὅπως «Ρῶμος καὶ Ρωμύλος», «Ὀδύσσεια», ἀλλὰ κι ὁ θρυλικὸς Μασίστας, καὶ μαζὶ μὲ τὸ ἔργο βλέπαμε κινούμενα σχέδια, ὅπως «Μίκυ Μάους», «Τόμ καὶ Τζέρυ» καὶ ἄλλα ἀκόμη ποὺ μᾶς ἄρεσαν πολύ. Γέμιζε ὁ κινηματογράφος παιδιά, ποῦ δὲ νὰ βρεθεῖ κάθισμα !

Τὸ ἀπόγευμα, πρὸς τὸ σούρουπο, ἄν ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς, πάλι κατεβαίναμε στὴ παραλία. Αὐτὴ τὴ φορὰ γιὰ βόλτα, ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ πέρα δῶθε ἀπό τοῦ «Παπαστράτου» μέχρι τὴν προβλήτα ποὺ ἔρχονταν τὰ πλοῖα καὶ ἄντε πάλι. Ἐδῶ πρέπει νὰ πῶ ὅτι ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ ἀπό τὰ νησιὰ, κατεβαίναμε καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο· ἐπειδὴ τὸ ἀπόβραδο ἔφθανε ἀπό τὰ μέρη μας τὸ καράβι τῆς γραμμῆς, «Ὁ Κύκνος», κι ἔτσι μπορούσαμε νὰ δοῦμε κάποιο πατριώτη μας, νὰ μάθουμε γιὰ τοὺς δικοὺς μας, ἀλλὰ καὶ νὰ παραλάβουμε κάτι. Ἔτσι, ἐκεῖνα τὰ ἀπόβραδα τῆς Κυριακῆς ἦταν γιὰ μᾶς, τὰ νησιωτόπουλα, ἕνα βάπτισμα στὴ νοσταλγία τοῦ χωριοῦ καὶ τῶν δικῶν μας. Κι ἔθλιβε τόσο τὴν παιδικὴ καρδιὰ ἐκεῖνο τῆς Κυριακῆς τὸ ἀπόβραδο... Ἰδίως τὸν πρῶτο χρόνο.....

Ὡστόσο μιὰ κι ἀναφέρθηκα στ᾿ ἀποβραδα τῶν Κυριακῶν καλὸ εἶναι νὰ προσθέσω ὅτι ἐκτὸς ἀπό τὴ βόλτα ποὺ κάνανε οἱ Βολιῶτες, ὕστερα κάθονταν καὶ στὰ δύο μεγάλα ζαχαροπλαστεῖα τῆς παραλίας, τὸ «Μινέρβα» καὶ τὴν «Κυψέλη» γιὰ νὰ πιοῦν καφὲ, νὰ πάρουν ἐκείνη τὴ στρογγυλὴ τυρόπιτα ἤ νὰ πιοῦν μπύρα μὲ κάποια ποικιλία, πιὸ πολὺ ὅμως γιὰ νὰ τὰ ποῦνε μεταξὺ τους, ἀφοῦ μαζεύονταν παρέες-παρέες. Καὶ κρατοῦσαν αὐτὲς οἱ συνάξεις, ἰδιαίτερα τὰ θερινὰ τὰ βράδυα, μέχρι τὰ μεσάνυχτα, γιατὶ ἦταν τόσο ὄμορφες ἐκεῖνες οἱ ὧρες......

Φωτεινὴ παρένθεση στὸν Βόλο τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ἦταν «Μουσικὰ Νειᾶτα», ἐκδηλώσεις ποὺ γίνονταν στὸν κινηματογράφο «Ἀττίκ», στὴν παραλία. Ἔρχονταν, λοιπὸν, ἀπό τὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ χορωδίες, μικρὲς ὀρχῆστρες (τρίο ἤ κουαρτέτα ἐγχόρδων), ἀλλὰ καὶ ἐπιφανεῖς σολίστες κλασσικῆς μουσικῆς καὶ μᾶς εἰσόδευαν, ἐμᾶς τοὺς μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου, στὸν κόσμο τῆς μουσικῆς αὐτῆς. Πόσο θαυμάσιες ἦταν ἐκεῖνες οἱ ὧρες, ἰδιαίτερα τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μικρὲς χορωδίες τραγουδοῦσαν τὶς ὑπέροχες μελωδίες, ὅπως «Ἅγια Νύχτα», «Ὤ, ἔλατο», «Τὸν μικρὸ τυμπανιστὴ»κ. ἄ. Μπορεῖ δὲ νὰ φαναταστεῖ κανένας πόση ἐντύπωση ἔκαναν σὲ μᾶς τὰ ἁπλᾶ χωριατόπουλα αὐτὲς οἱ στιγμὲς, τὶς ὁποῖες στὴ συνέχεια τὶς κουβαλούσαμε, μαζὶ μὲ πολλὰ, πάρα πολλὰ ὄνειρα -χαμένα καὶ χαντακωμένα σήμερα- στὰ χωριά μας….. Πάντως εὐγνωμονῶ ἀκόμα τὸν καθηγητή μου τῆς μουσικῆς στὸ Γυμνάσιο, ποὺ μ᾿ ἔφερε σιμὰ σ᾿ αὐτὲς τὶς συνάξεις… Ἀγάπησα ἀπό τότε τὸν Ἰωάννη Σεβαστιανὸ Μπάχ, κάπως δὲ λιγότερο τὸν Φρ. Λίστ, τὸν Σοπὲν καὶ τὸν Μπετόβεν.

Ἡ ἄλλη βόλτα τῶν Βολιωτῶν ἦταν ἐκείνη τοῦ ἀπόβραδου τῆς Τετάρτης. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἡ βόλτα γίνονταν στὴν ὁδὸ Ἑρμοῦ, τὸν τότε ἐμπορικὸ δρόμο τοῦ Βόλου. Ἦταν μιὰ χρωπὴ νότα στὴν τότε σκληρὴ καθημερινότητα, ἕνα ἀντάμωμα φίλων καὶ συγγενῶν, μιὰ ἐπίσκεψη στὶς φωτεινὲς βιτρίνες γιὰ ἕνα παραπανίσιο ὄνειρο τὸ βράδυ… Μάλιστα, ἐκεῖνο ποὺ ἐντυπωσίαζε πολὺ ἦταν οἱ προεόερτιες ἡμέρες τῶν γιορτῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ὅταν οἱ βιτρίνες στολίζονταν ἐπίκαιρα, ὄχι μὲ τὸν σημερινό, ἐξεζητημένο τρόπο, ἀλλὰ πολὺ νοικοκυρεμένα καὶ ὄμορφα. Κι ἔβλεπες τὶς βιτρίνες τοῦ «Κ. Μαρούσης», τοῦ «Κουτσίνα» κ. ἄ καταστημάτων νὰ φέρουν ἕναν ἐξαίσιο στολισμὸ, μπρὸς στὸν ὁποῖο χάζευαν ἀρκετὰ μικροὶ καὶ μεγάλοι...

[*** Ἀπόσπασμα εὑρύτερου γραφτοῦ, ὑπὸ ἐπεξεργασίαν πάντοτε. Ἐδῶ πρωτοπαρουσιάζεται μὲ τὶς ὅποιες ἐλλείψεις του]

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Μαρίας Κοτοπούλη: ΜΕΡΕΣ ΟΡΓΗΣ (ποίημα)


Πυκνώνει το σκοτάδι

Ηγήτορες μετριότητες

Λαφυραγωγοί κειμηλίων

Περιγελούν το Λαό

Δε μπορεί να αμυνθεί

Το ξέρουν

Ύπατοι

Χρηματιστές

Τραπεζίτες

Βαθαίνουν το χάσμα

Της παρακμής

Φωνές «επωνύμων»

Αθόρυβες υπογραφές

Στο ναό της Αρτέμιδος

Εκεί στην Έφεσο

Να αναρτηθούν

Οργή

Η μυστική

Των τυμπάνων

Βουή


[Ψηφιδωτός σχολιασμός: Έργο Γιάννη Κολέφα]
Related Posts with Thumbnails