© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Στυλιανού Σταυράκη (απόδ.): Αποτομή αγίου Χαραλάμπη, δεύτερο μισό 18ου αιώνα

Πρωτοδημοσιευόμενη εργασία του Δρ ΓΙΑΝΝΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

Διαστάσεις της ζωγραφισμένης επιφάνειας: 22,8x16 x17 εκ.
Toronto. The Royal Ontario Museum, ROM 948. I. 107.




Εικ. 1. Στυλιανού Σταυράκη (αποδ.): Αποτομή αγ. Χαραλάμπη, 18ος αιώνας. / Φωτογραφία του Royal Ontario Museum.

Προέλευση: Ζακυνθος• τα εικονογραφικά στοιχεία του κιβωτιδίου, όπως η αποτομή του αγίου Χαραλάμπη, ο ναός του, αλλά και η χρηστική λειτουργία του κιβωτιδίου ελεημοσύνης, συνηγορούν υπέρ της προελεύσεώς του από τη Ζάκυνθο.

Βιβλιογραφία: G. Galavaris, The icon in the life of the church, Leiden 1981, 34-35, πίν. XXVI, C και Γ. Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική. Προβλήματα πολιτιστικού συγκρητισμού, Αθήνα 1998, 67-68.


Περιγραφή και εικονογραφική ανάλυση

Στην πλατιά πλευρά του κιβωτιδίου εικονίζεται γονυπετής ο ιερομάρτυρας Χαραλάμπης σε δέηση προς το Χριστό που παριστάνεται στα σύννεφα. Φορεί μόνο περίζωμα. Πίσω από τον ιερομάρτυρα ο δήμιος κρατεί ξίφος βγαλμένο από το θηκάρι. Ο αυτοκράτορας Σεβήρος επί της βασιλείας του οποίου (193-211) μαρτύρησε ο ιερομάρτυρας και πλησίον η κόρη του Γαλήνη σχεδιάζονται πίσω από το δήμιο, μαζί με την ακολουθία του. Ναό με δίρρηχτη στέγη βλέπουμε στο αριστερό μέρος της παράστασης, ενώ δεξιά αναπτύσσεται σειρά κτηρίων.

Στο έδαφος μπροστά από τον άγιο γράφεται σε χαρτί, που αναδιπλώνεται στα άκρα, η εξής δεητική επιγραφή:

Κύριε φύλαττε τοὺς ἐπιτε
λοῦντας μοι τὸ μνημόσυνον.

Ελεύθερη απόδοση: Κύριε, προστάτευε αυτούς που πραγματοποιούν το μνημόσυνο προς χάρη μου.

Ο δεόμενος είναι κατά την άποψη του Γαλάβαρη (βλ. βιβλιογραφία) και ο αφιερωτής του κιβωτιδίου εράνων• δηλαδή ο χρηματοδότης της κατασκευής και της ζωγραφικής του. Με ποιον τρόπο τον μνημονεύουν (τον δεόμενο); Πιθανόν με την ελεημοσύνη τους που βάζουν στο κιβωτίδιο.

Αλλά ποια η λειτουργική σχέση της επιγραφής με τη σκηνή της αποτομής του αγίου Χαραλάμπη; Και γιατί απευθύνει τη δέηση στο Χριστό και όχι στον άγιο; Και ακόμη, γιατί δεν απεικονίστηκε ο ίδιος ο δεόμενος, όπως συνήθως συμβαίνει; Σε εικόνα με την αποτομή του Προδρόμου αποκείμενη στο Ίδρυμα του Σπύρ. Λοβέρδου, υπάρχει και ο δεόμενος και η δεητική αφιερωτική επιγραφή (Γ. Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη μεταβυζαντινή ζωγραφική, Αθήναι 2006, τ. Β΄, 199-200, εικ. 391).

Σε εικόνα του Νικολάου Καλέργη με τον άγιο Χαραλάμπη και σκηνές βίου εικονίζεται δεόμενος στη σκηνή της αποτομής του αγίου, αλλά χωρίς δεητική επιγραφή (Α. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Εικόνες της Ζακύνθου, Αθήνα 1997, αρ. 59, εικόνα στη σελ. 205). Στο κιβωτίδιο η δεητική επιγραφή αντικαθιστά τον δεόμενο.

Ο Γαλάβαρης δε γνώριζε τη σχέση του κιβωτιδίου με το ναό του Αγίου Χαραλάμπη, στην πόλη της Ζακύνθου, στο Ποτάμι, χρονολογεί όμως ορθά, κατά την άποψή μας, την κατασκευή και τη ζωγραφική του κιβωτιδίου στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Ούτε συσχέτισε ο Γαλάβαρης το κιβωτίδιο με πληροφορία που μας δίνει ο κώδικας του ναού σύμφωνα με την οποία «Τῇ 30 Μαΐου ἐδόθησαν εἰς τὸν Στέλιον Σταυράκην ποὺ ἐζωγράφισε 10 κασέτες ποὺ τὲς ἔδωκαν εἰς τὲς βάρκες διὰ νὰ μαζώνουν ἐλεημοσύνην ρ. 1.20» (Ντ. Κονόμος, Εκκλησίες και μοναστήρια, Αθήνα 1967, 183).

Αν πράγματι το κιβωτίδιο που παρουσίασε ο Γαλάβαρης είναι από αυτά, τις «κασέτες» που ζωγράφισε ο Στυλιανός Σταυράκης, τότε δε φιλοτεχνήθηκε το 1729, όπως θέλουν οι Χατζηδάκης-Δρακοπούλου 1997, 376, αλλά αργότερα, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όπως γράφει ο Γαλάβαρης (ό.π.).

Το 1728 και 1729 εργάστηκε στο ναό του Αγίου Χαραλάμπη ο Κωλομαρίνος, πιθανόν και άλλοι (Κονόμος, ό.π.). Ζωγραφική δραστηριότητα του Στυλ. Σταυράκη από το 1929 ως το 1786, έτος θανάτου του, δεν ενισχύεται από σχετικές πληροφορίες• η παλαιότερη γνωστή εικόνα του χρονολογείται το 1755 (Ρηγόπουλος 1998, 61).

Με βάση ποιο πρότυπο ζωγράφισε ο Στυλ. Σταυράκης στο κιβωτίδιο την αποτομή του αγίου Χαραλάμπη; Συναφής είναι και η απορία η σχετική με την εικονογράφηση των εν λόγω κιβωτιδίων. Όλα τα κιβωτίδια εράνων που έγιναν με την οικονομική ενίσχυση του ναού του Αγίου Χαραλάμπη στο Ποτάμι, «εις τες βάρκες» είχαν ως μοναδικό θέμα την αποτομή του αγίου; Ή εικονογραφήθηκαν και με άλλα θέματα από το βίο του, όπως μ’ εκείνο της εξολόθρευσης της πανούκλας;

Με το θέμα αυτό δημοσίευσα κιβωτίδιο που βρίσκεται στο ναό του Αγίου Χαραλάμπη στο Ποτάμι (Γ. Ρηγόπουλος, Εικόνες της Ζακύνθου, Αθήνα 2006, τ. Β΄, εικ. 209). Βλέπε και εικόνα του αγίου Χαραλάμπη στην οποία παριστάνεται ο άγιος να εξολοθρεύει την πανούκλα στον ομώνυμη εκκλησία της πόλης της Ζακύνθου• η εικόνα αυτή, που αποδίδεται στο Στυλιανό Σταυράκη και χρονολογείται γύρω στα 1732 (εικ. 2-3) (Κονόμος 1967, 181, 183), θα γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης καθώς και η αργυρόγλυπτη επένδυση που φιλοτέχνησε ο Τζουάνες Μαργαρώνης (αυτόθι και του ίδιου, Τέχνης Οδύσσεια, τχ. Β΄, Αθήνα 1989, 78).


Εικ. 2. Στυλιανού Σταυράκη (απόδ.): Ο άγιος Χαραλάμπης εξολοθρεύει την πανούκλα, γύρω στα 1732 (;). Ναός Αγίου Χαραλάμπη στην πόλη της Ζακύνθου.


Εικ. 3. Λεπτομέρεια της εικόνας 2.

Σχετικά τώρα με το πρότυπο του Στυλιανού Σταυράκη, που χρησιμοποίησε για την ιστόρηση της αποτομής του αγίου Χαραλάμπη στο κιβωτίδιο, νομίζουμε ότι εργάστηκε έχοντας ως παράδειγμα την ανάλογη σκηνή σε εικόνα του αγίου Χαραλάμπη με σκηνές βίου που ζωγράφισε ο Νικόλαος Καλέργης το 1728 (Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1997, αρ. 59, η εικόνα στη σελ. 205). Ο Στυλ. Σταυράκης ακολουθεί το συνθετικό σχήμα της εικόνας του Ν. Καλέργη (ό.π.). Διαφορά συνιστά η παρουσία δεομένου στο χώρο της δράσης του επεισοδίου, αλλά και η απουσία της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπη, που συνήθως αποτελεί συνάρτηση της σκηνής της αποτομής αλλά και της εξολόθρευσης της πανούκλας.

Η αποτομή του αγίου Χαραλάμπη ζωγραφισμένη σε κιβωτίδιο ελεημοσύνης εγκαινιάζει ένα άλλο μέσο παρουσίασης της εικόνας και έναν άλλο τρόπο προσληπτικής διαδικασίας από μέρους του παρατηρητή. Αυτός βλέπει την αποτομή όχι σαν σκηνή βιογραφικής εικόνας του αγίου Χαραλάμπη, όχι στο χώρο της εκκλησίας, ενταγμένης στο τέμπλο ως δεσποτική ή ως προσκυνηματική τοποθετημένη στο προσκυνητάρι• δηλαδή μέσα στο εικονογραφικό και εικονολογικό περιβάλλον, στα θεολογικά του συμφραζόμενα και στο πλέγμα των σχέσεων που δημιουργούν ο συνταγματικός και παραδειγματικός άξονας στον ιερό χώρο. Αλλά βλέπει την αποτομή σ’ έναν ανοίκειο τόπο, σ’ ένα βέβηλο χώρο (profane), «εις τες βάρκες», στο Ποτάμι που γειτνιάζει με το ναό του Αγίου Χαραλάμπη αλλά σ’ ένα χώρο που τον καθαγιάζει η παρουσία του αγίου απεικονισμένη στο κιβωτίδιο.

Τι συμβαίνει όμως, όταν το context αυτό διαλύεται; όταν δηλαδή το ιερό σκεύος, το κιβωτίδιο, γίνεται μουσειακό αντικείμενο, όπως συμβαίνει με το κιβωτίδιο που εκτίθεται στο Royal Ontario Museum (βλ. βιβλιογραφία, ό.π.) στο Toronto;

Όταν δηλαδή χάνεται η λατρευτική αξία του αντικειμένου και προβάλλεται η εκθετική του αξία; Για τη σημασία των εννοιών λατρευτική αξία (Kultwert) και εκθετική αξία (Austellungswert) βλέπε το δοκίμιο του Walter Benzamin, Das Kunstwerk im Zeitalter seiner technischen Reproduzierbarkeit, εκδ. Suhrkamp, Frankfurt am Main 1977. Βλ. και την ελληνική μετάφραση: Walter Benjamin, Δοκίμια για την τέχνη, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1978. Για άλλη, νεότερη, βιβλιογραφία και για τις εν λόγω έννοιες και για άλλες σχετικές, όπως η αύρα βλ. Γιάννη Ρηγόπουλου, Κείμενο και εικόνα. Όρια και δυνατότητες της σύγκρισης, Αθήνα 2009, τ΄, Β΄, σ. 117).

Συγχρόνως με την απώλεια της λατρευτικής αξίας και της αύρας του έργου, του εδώ και του τώρα, της γνησιότητάς του, χάνεται και ο τόπος στον οποίο ενεργοποιούνται οι λειτουργίες του μέσου, εδώ του κιβωτιδίου, αλλά και η εικόνα του τόπου γίνεται εικόνα του μη-τόπου• μια τέτοια εικόνα του μη-τόπου δεν μπορεί να είναι τόπος μνήμης εικόνων• τόπος συντήρησης εικόνων και ό,τι συναρτάται με αυτή τη διαδικασία. Συνέπεια της μεταποίησης του τόπου σε εικόνα του μη-τόπου είναι και η αλλαγή του ρόλου του σώματος του παρατηρητή από τόπο συντήρησης της συλλογικής μνήμης εικόνων σε αδιάφορο και αμήχανο παρατηρητή ενός μέσου, του κιβωτιδίου στο οποίο δε βρίσκει να διατηρείται και να εμπεριέχεται ό,τι είχε εκταμιεύσει από το παρελθόν. Όλες αυτές οι μεταβολές και οι μεταποιήσεις προκλήθηκαν από την απόσπαση του μέσου, του κιβωτιδίου, από τις στενότερες και ευρύτερες συνθήκες του.

Γίνεται εδώ προσπάθεια για μια ανθρωπολογική εξέταση της εικόνας• προσπάθεια που δεν έχει δοκιμαστεί, από ό,τι γνωρίζω, από τους ερευνητές της μεταβυζαντινής τέχνης. Αντίθετα, η εξέταση της εικόνας ως ανθρωπολογικού φαινομένου από χρόνια εφαρμόζεται από ανθρωπολόγους. Περιορίζομαι για τις ανάγκες του κειμένου αυτού να αναφέρω το βιβλίο του Hans Belting, Pour une anthropologie des images, Gallimard, Paris 2004. Στάθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο για το κείμενό μας το κεφάλαιο ΙΙ. Le lieu des images. Un essai anthropologique, αυτόθι, σ. 77-110 και η βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε ο Belting για την εκπόνηση του κεφαλαίου αυτού, εν πολλοίς άγνωστη στον γράφοντα. Μου ήταν όμως οικείο από χρόνια το βιβλίο του Régis Debray, Vie et mort de l’image. Une histoire du regard en Occident, Gallimard, Paris 1991, το οποίο μνημονεύει ο Belting (ό.π. 10)• αργότερα ανέγνωσα το βιβλίο του Marc Augé, Non-Lieux. Introduction à une anthropologie de la surmodernité, Paris 1992, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Belting.

Τελειώνοντας τη σύντομη αυτή εξέταση του κιβωτιδίου θα ήθελα να προσθέσω και τα εξής: Το κιβωτίδιο αυτό δεν είναι εικόνα ex voto που συνδέεται με τη σωτηρία του δεομένου και αφιερωτή από ασθένεια ή από άλλο συμβάν, ατύχημα, πτώση, φωτιά, ναυάγιο, κ.ά. Πρόκειται για δέηση του δεομένου προς το Χριστό να προστατεύει αυτούς που τον μνημονεύουν. Είναι πολύτιμο ντοκουμέντο για τη δήλωση της λαϊκής ευσέβειας και της κοινωνικής συναντίληψης. Δεν είναι αισθητικό αντικείμενο για να τέρψει την όραση. Είναι προϊόν ανάγκης και έχει χρηστική λειτουργία• είναι για τη χρεία του ατόμου και της κοινότητας.


* Το σημείωμα αυτό συμπληρώνει προηγούμενη μελέτη μου (βλ. εδώ βιβλιογραφία), στην οποία δεν είχε γίνει λόγος για τη δεητική επιγραφή.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

Καλό καλοκαίρι!

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
 
Κόκκινες υπογραμμίσεις, κόκκινες διαγραφές των λανθασμένων απαντήσεων, κόκκινοι αριθμοί και υπογραφές πάνω και κάτω από τα μπλε γράμματα…. Ανάμεικτα τα αισθήματα μαθητών και διορθωτών, ανάλογα με τις επιδόσεις τους, βασανιστική πολλές φορές και η αυτοκριτική για τη βαθμολογία, την επιείκεια ή την αυστηρότητα, το μόχθο ή τη μειωμένη προσπάθεια για να επιτευχθούν οι στόχοι. Τα σχολεία κλείνουν για τις καλοκαιρινές διακοπές, ορισμένα κλείνουν για πάντα, συγχωνεύονται ή καταργούνται, μέσα στη δίνη τού κάκιστου προγραμματισμού και της κρατικής φτώχιας. Οι ευχές για «καλό καλοκαίρι» δεν ηχούν καθάριες στον κόσμο των μεγάλων, τα πράγματα έχουν αλλάξει, η αβεβαιότητα κι ο φόβος πνίγουν τη χαρά της ζεσταμένης άμμου και της δροσερής γαλάζιας αγκαλιάς.

«Καλό καλοκαίρι» από καμιά τριανταριά μαθητούδια του νηπιαγωγείου της Λιθακιάς, με την ένταση της αθωότητας, τον ενθουσιασμό και τον αυθορμητισμό της ηλικίας, αντήχησε μέχρι τον κακόπαθο Λαγανά, ίσως και μέχρι το καμπαναριό τ’ Αγίου Διονυσίου, που πρόβαλε τη μακρινή κορμοστασιά του. Ένιωσα πως άλλαξαν όλα μέσα μου, χάθηκαν τα μολυβένια σύννεφα, που δυσκολεύουν την ανάσα της χαρούμενης ζωής…

-«Νουνέ μου, θα ’ρθεις να μ’ ακούσεις αύριο στις εξίμισι που θα πω το ποιηματάκι μου, θα το πεις και στη νουνά μου να ’ρθει κι αυτή;»

Όλες οι αντιστάσεις κάμπτονται στις παιδικές ναζιάρικες εκκλήσεις… Το νηπιαγωγείο έλαμπε γιορτινό για τον θερινό αποχαιρετισμό του. Πολύχρωμες ζωγραφιές και χειροτεχνίες στους τοίχους και στις επιφάνειες, στα μεγάλα διάφανα παράθυρα, στα αναμνηστικά και τους φακέλους που πήραν μαζί τους στο τέλος της γιορτής με τις δημιουργίες της χρονιάς. Διαφορετικά χρώματα σε κάθε αίθουσα και διάδρομο, γραφείο ή εργαστήρι σαν τη διαφορετικότητα των λιλιπούτειων που έπαιξαν τους ρόλους στη νηπιακή τους δημόσια θεατρική παράσταση. Κοκκινοσκουφίτσες, κυνηγοί και λύκοι, μελισσούλες και πεταλουδίτσες μαζί με τους σκαντζόχοιρους και τα δενδράκια γέμισαν το πάλκο με χορευτικές φιγούρες και τις γλυκύτατες φωνούλες τους, άλλες σιγανές και ντροπαλές κι άλλες δυνατές και θαρραλέες. Έκαναν τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τις μανάδες και τους μπαμπάδες να ξεχειλίσουν από το αστείρευτο χειροκρότημα της αγάπης. Έλαμπαν όλοι από τη χαρά της ελπίδας που αναδίδει η νιότη σαν το άρωμα της ζακυνθινής γραντούκας και βαπτίστηκαν στα νάματα του ονείρου που κτίζει καθένας για το παιδί του.

Κατόπτριζαν και οι λευκοί σταυροί τις ακτίνες της δύσης στο παρακείμενο κοιμητήριο του χωριού. Λες και λεύκαναν απόψε στο μουσικό άκουσμα της νιότης. Έτσι ανασταίνονται οι νεκροί, στις χορδές των γόνων που αναγεννά η φύση, στην καλλιέργεια και τη μόρφωση των μικρών παιδιών που φαίνεται πως θα φτιάξουν καλύτερο τον κόσμο… Ο Γιώργος, ο Νικόλας, ο Νιόνιος, η Διονυσία, η Κωνσταντίνα, η Ιμπέρια κοιμούνται, αλλά και τραγουδούν συνάμα δίπλα-δίπλα στους τάφους και στο μικρό σχολειό…

Θέλουν κόπο και φροντίδα τα βλαστάρια, για ν’ ανθήσουν και να καρπίσουν. Σαν τα κλήματα θέλουν τον καλλιεργητή τους. Μια παλιότερη συγκινητική έκθεση από μαθητή του δημοτικού διάλεξε η διευθύντρια, για να κλείσει το χαρούμενο δειλινό: «Τι να ζητήσω απ’ το Θεό» ήταν το θέμα της ανάπτυξης:

«Θεέ μου, απόψε σου ζητάω κάτι που θέλω πάρα πολύ. Θέλω να με κάνεις τηλεόραση, θέλω να πάρω τη θέση της τηλεόρασης που είναι στο σπίτι μου. Να έχω το δικό μου χώρο, να έχω την οικογένειά μου γύρω μου. Να με παίρνουν στα σοβαρά όταν μιλάω. Θέλω να είμαι το κέντρο της προσοχής και να με ακούνε οι άλλοι χωρίς διακοπές ή ερωτήσεις. Θέλω να έχω την ίδια φροντίδα που έχει η τηλεόραση όταν δε λειτουργεί. Όταν γίνω τηλεόραση, θα έχω την παρέα του πατέρα μου, όταν γυρίζει από τη δουλειά, ακόμα κι αν είναι κουρασμένος. Και θέλω τη μαμά μου να με θέλει όταν είναι λυπημένη και στενοχωρημένη, αντί να με αγνοεί. Θέλω τ’ αδέλφια μου να μαλώνουν για το ποιος θα περνάει περισσότερες ώρες μαζί μου. Θέλω να νιώθω ότι η οικογένειά μου αφήνει τα πάντα στην άκρη, για να περάσει λίγες ώρες με μένα. Και το τελευταίο, κάνε με έτσι ώστε να τους κάνω όλους χαρούμενους κι ευτυχισμένους. Θεέ μου, δε ζητάω πολλά. Θέλω να γίνω μια τηλεόραση!»

Κι ύστερα, η ανεπανάληπτη ομαδική παιδική ευχή «Καλό καλοκαίρι», η αστείρευτη αναβρυτική πηγή της ελπίδας, που θα μας κρατήσει δροσερούς στους βασανιστικούς καύσωνες του καλοκαιριού. Καλό καλοκαίρι στον μικροεπιχειρηματία που θα έχει τις λιγότερες απώλειες, σ’ εκείνον που θα μείνει άνεργος και δε θα καταντήσει επαίτης με ανοιχτή την παλάμη. Καλό καλοκαίρι για τον μισθωτό και τον συνταξιούχο, που θα μειωθούν οι απολαβές τους, αλλά θα μπορέσουν ν’ αρκεστούν στις μικροχαρές της ζωής. Καλό καλοκαίρι για τον πολίτη που αντιστέκεται και πολεμά το θράσος της εξουσίας, ντόπιας και ξένης, οικονομικής και πολιτικής, βοηθά και συμπαραστέκεται στον φτωχό και τον ανήμπορο διπλανό του. Καλό καλοκαίρι για τον γονιό που θα κάνει διακοπές μαζί με τα παιδιά του και θα τ’ αγκαλιάσει περισσότερο από τις οθόνες και τα λεφτά του. Καλό καλοκαίρι στον άνθρωπο που ξέρει να υπομένει τη δυσκολία και μπορεί να καρτερεί καλύτερους δρομοδείκτες. Καλό καλοκαίρι στους αρρώστους, που εκλιπαρούν τον χρόνο της γιατρειάς… Καλό καλοκαίρι για τους μαθητές στους ανέμελους μήνες του παιχνιδιού και της ξεγνοιασιάς. Καλό καλοκαίρι στους δασκάλους για τον χρόνο της ξεκούρασης και προετοιμασίας της επόμενης σχολικής χρονιάς.

«Καλό καλοκαίρι», καθένας μας κι ένας διαφορετικός αποδέκτης. Ας κρατήσουμε αυτή την παιδική ευχή βαθιά μες στην καρδιά μας και να την ανασύρουμε κάθε φορά που θα σκοτεινιάζουμε στο θερινό λιοπύρι, εκεί ας ταξιδεύουμε τις ώρες της περισυλλογής μας ...

Ζάκυνθος, 15-6-2011

"ΣΚΟΠΕΛΟΥ ΓΕΥΣΕΩΣ ΔΩΡΑ. Αιγαιοπελαγίτικες νοστιμιές γαρνιρισμένες με ιστορία και λαογραφία"

της ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΛΗΤΣΙΚΟΥ-ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ
εκδ. ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΒΟΛΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ

Ποτέ δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ένα βιβλίο με συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής θα ήταν τόσο συναρπαστικό. Η συγγραφέας όμως του βιβλίου «Σκοπέλου γεύσεως δώρα» Μαρία Δελήτσικου–Παπαχρίστου, καθηγήτρια φιλόλογος, έχει τον τρόπο, όπως έχει αποδείξει άλλωστε και από τα προηγούμενα βιβλία της, να φέρνει στα δικά της ανώτατα πνευματικά επίπεδα ό ,τι καταπιάνεται.

«Η Παραδοσιακή Γυναικεία Φορεσιά της Σκοπέλου», είναι το πρώτο της βιβλίο, υψηλής σύλληψης και αισθητικής που άφησε άριστες εντυπώσεις και έχει ήδη βρει τη θέση του στο Λαογραφικό Μουσείο καθώς και σε άλλα Μουσεία της χώρας μας. Στο δεύτερο βιβλίο της, το αφήγημα, «Στη Σκόπελο όπως στα πεύκα»- στον τίτλο υπάρχει δάνειο από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ» - η συγγραφέας, με γνώση, τρυφερότητα και αγάπη αλλά και με το ήθος της γραφής της που είναι μοναδικό, αφηγείται μέσα από τις παιδικές της μνήμες, την ιστορία του νησιού, και την καθημερινή ζωή με ό, τι τη συνιστά: τον αγώνα επιβίωσης, τις χαρές, τις λύπες, τα ήθη και τα έθιμά τους, καθιστώντας το ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Με φυλαγμένες μέσα μας ευλαβικά, τις πολύτιμες αυτές εντυπώσεις σκύψαμε πάνω στο νέο πόνημα της κυρίας Παπαχρίστου, «Σκοπέλου γεύσεως δώρα» των εκδόσεων ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ και ταξιδέψαμε στο Βόλο στις 8-6-2011 για να παραβρεθούμε στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στη νεοκλασική αίθουσα της Εξωραϊστικής Λέσχης Βόλου με πρωτοβουλία του Λύκειο Ελληνίδων της ίδιας πόλης και άψογη διοργάνωση από την πλευρά του.

Πριν αναφερθούμε στην παρουσίαση, θα θέλαμε να παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα, χαρακτηριστικά της ποιότητας του βιβλίου: «Σήμερα από τις παλιές καλλιάγριες [τα ελαιοτριβεία δηλ.] ούτε ίχνος δεν υπάρχει στο νησί. Μπουζούκια τώρα και στους ήχους του τσιφτετελιού λικνίσματα, εκεί που οι μυλόπετρες στριφογυρίζανε ατέλειωτα εικοσιτετράωρα ν’ αλέσουν το ζείδωρο καρπό προτού να γίνει λάδι….», «Γλύτωσε ένας μύλος, παροπλισμένος όμως, να μας θυμίζει την παλιά εκείνη εποχή όπου έφταναν οι άνθρωποι εδώ ν’ αλέσουν το γέννημα του ιδρώτα και της γης [το στάρι δηλ.] κι ύστερα να το μπάσουν στο σπίτι τους να ζυμωθεί το ψωμί, ζωής ελπίδα των παιδιών τους…», «Το ψωμί, συνυφασμένο άμεσα με τη ζωή, θεωρήθηκε απ’ όλο τον κόσμο ιερό. Πίστευαν ως μεγάλο αμάρτημα το να πετάξουν έστω κι ένα ψίχουλο. Αν τύχαινε να πέσει ένα κομματάκι ή και ψίχουλο στη γη, σκύβανε, το μάζευαν, το φιλούσαν τρεις φορές φέρνοντάς το κάθε φορά στο μέτωπο, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό το σεβασμό τους σ’ ό, τι στηρίζει τη ζωή και στη συνέχεια το έτρωγαν.», «Στο λεκανάκι που θα αναπιάσουμε το προζύμι ρίχνουμε λίγο χλιαρό νερό και πριν μαραθεί, το λουλούδι από τον επιτάφιο ή αυτό με τον βασιλικό που μας έδωσε ο ίδιος ο ιερέας στην εκκλησία την ημέρα της Σταυροπροσκύνησης», «Η λέξη καβουρμάς, από το τούρκικο kavurma, σημαίνει καβουρδιστός. Καβουρδιστά έτρωγαν τα κουκιά στην αρχαιότητα, όπως μας πληροφορεί ο Θεόκριτος. Στη Σκόπελο τα κουκιά καβουρμά, τα συνήθιζαν πάρα πολύ το χειμώνα και επειδή αποτελούσαν τροφή πλούσια σε λευκώματα και πρωτεϊνες, αλλά και επειδή η κουκιά ως φυτό ανήκει στα ψυχανθή και διευκολύνει την ανακύκλωση του αζώτου και, κατά συνέπεια, τη λίπανση της γης όπου φυτεύεται…», «Αυτά ήταν τα κρασιά που παρασκεύαζαν για αιώνες και αιώνες ως Πεπαρήθιοι ή Σκοπελίτες οι κάτοικοι του νησιού. Κρασιά ξεχωριστά για το χρώμα τους, το άρωμα, τη γεύση τους. Κι αυτά έπιναν όχι μόνο σαν ήθελαν να ευθυμήσουν, αλλά και του καημού και του πόνου τους το βάρος να απαλύνουν. Κι όταν γεμάτοι ευθυμία στους γάμους και τα πανηγύρια πιάνονταν σε κυκλωτικούς χορούς κι έπιναν όλοι απ’ το ίδιο ποτήρι, στα πέρατα του κόσμου διατράνωναν τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους έννοιες όπως εκείνες της ισότητας, της αγάπης, της φιλίας».

Πρώτη ομιλήτρια, η καθηγήτρια φιλόλογος κυρία Ελένη Σπηλιώτη-Κεσμετζή, μας εισήγαγε στα άδυτα της γραφής και σύλληψης του βιβλίου έχοντας παρακολουθήσει όπως είπε από κοντά τη γέννησή του. Εκτός από το προσωπικό της όφελος -ήταν για εκείνη σχολείο- μας δίνει την πολύτιμη μαρτυρία της, με λόγο, ακριβή, συμπυκνωμένο, κατατοπιστικό. Μετά το πλούσιο βιογραφικό της συγγραφέως, αναφέρθηκε στην σημαντική προσφορά της στον τόπο της και στο τι σηματοδοτεί ο υπότιτλος του βιβλίου: «Είναι μια εργασία που εκπονήθηκε με επιστημονικό τρόπο μελετώντας τις πηγές, γραπτές και προφορικές. Βρίθει βιβλιογραφικών παραπομπών πράγμα που μαρτυρά πως οτιδήποτε γράφτηκε, ερευνήθηκε από τη συγγραφέα και τεκμηριώθηκε από τις πηγές». Σε άλλο σημείο θα αναφέρει: «Η συγγραφέας συνδέει το σήμερα με το παρελθόν και αρκετά συχνά, προκειμένου να αιτιολογήσει συνήθειες και συμπεριφορές των κατοίκων, οι αναφορές της φτάνουν μέχρι τη μυθολογία». Οι αρετές του βιβλίου, όπως μας επεσήμανε, είναι πολλές. «Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση με πολύ ωραίες φωτογραφίες και όμορφα διακοσμητικά. Οι διηγήσεις των αναμνήσεων της είναι τόσο ζωντανές που θαρρείς ότι είσαι και συ κάπου εκεί και τις παρακολουθείς. Η ζωντάνια και η παραστατικότητα της αφήγησής της ξυπνά μέσα μας αναμνήσεις εικόνων, γεύσεων, οσμών».

Στη συνέχεια η κυρία Μαίρη Μάντζιου πρ. επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με το ξεκίνημά της έδωσε το στίγμα της καθηγήτριας που θα θέλαμε να παρακολουθούμε στα αμφιθέατρα. Με σπάνια μεταδοτικότητα μας μύησε στα μυστικά του βιβλίου «Σκοπέλου γεύσεως δώρα», μερικά από τα οποία θα σας αποκαλύψουμε. «Το βιβλίο της Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου, δεν είναι ένας ακόμα οδηγός μαγειρικής-ζαχαροπλαστικής, έστω και παραδοσιακής. Δεν είναι μια ακόμα λαογραφική και ιστορική μελέτη για τη Σκόπελο. Ούτε απλώς ικανοποιεί τη νοσταλγική διάθεση για τον παλιό καλό καιρό που η δικιά μας η γενιά συντηρεί μέσα στην καρδιά της. Είναι ένα ρηξικέλευθο βιβλίο που εύχομαι και πιστεύω να βρει μιμητές σε πολλά άλλα μέρη της χώρας μας. Είναι ένα δώρο της κυρίας Μαρίας στους Έλληνες, κι όχι μόνο στους Σκοπελίτες. Με υπαινικτικό τρόπο γίνεται βαθιά πολιτικό, μολονότι η σύλληψή του έγινε από μια τυχαία διαπίστωση». Σχολιάζοντας δε τον στόχο της συγγραφέως ότι ελπίζει να συμβάλει, ώστε να μην πέσουν στη λήθη συνήθειες και ιστορία αναφέρει: «Εδώ διακρίνουμε τη μετριοφροσύνη αλλά και τον πόνο και την αγωνία του πνευματικού ανθρώπου. Το βιβλίο όχι μόνο εκπληρώνει το στόχο του όπως είναι διατυπωμένος αλλά και τον υπερβαίνει, διότι εν τέλει επιτελεί εθνικό έργο. Η λήθη είναι ο εχθρός της κοινωνίας ενώ η μνήμη την ωφελεί. Η διατήρηση της συλλογικής μνήμης στεγάζει και προστατεύει την κοινωνία, όπως το κέλυφος το σαλιγκάρι. Η κυρία Μαρία συνέλεξε ατομικές μνήμες και τις προσωπικές της και έχτισε γέφυρες με το παρελθόν, δηλαδή με τη συλλογική μνήμη, ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο στο μέλλον. Το βιβλίο είδε το φως της δημοσιότητας στο αποκορύφωμα της παρακμής της χώρας η οποία ήταν αποτέλεσμα της απώλειας της συλλογικής μνήμης, της ταυτότητάς μας και συνακόλουθα των ελληνικών αξιών, αλλά και της εγκατάλειψης της χρυσοφόρας ελληνικής γης». Αναφέρθηκε επίσης η κυρία Μάντζιου στις πολλές φωτογραφίες του βιβλίου που δεν είναι διακοσμητικές ούτε αναμνηστικές, αλλά κρύβουν δυνατή σημειολογία. Και δεν παρέλειψε μια άλλη αρετή του βιβλίου, τη χρήση της γλώσσας με γνώση και σεβασμό, είτε είναι λυρικός ο λόγος της είτε είναι επιστημονικός. Μας είπε επίσης ότι «ανάμεσα στα πολλά που σε εντυπωσιάζουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου, είναι η σοφία των ανθρώπων του παλιού καιρού, οι οποίοι είχαν πάσης φύσεως επιστημονικές γνώσεις χωρίς να έχουν φοιτήσει σε σχολεία και πανεπιστήμια». Τέλος αναφέρθηκε στο άλλο σπουδαίο στοιχείο της μελέτης, την ένταξη μέσα στο κείμενο ενδεικτικών αποσπασμάτων από διηγήματα του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη, έτσι που συμπληρώνει η ίδια τον υπότιτλο του βιβλίου «Γαρνιρισμένο με Ιστορία, Λαογραφία και Λογοτεχνία», καθώς και στην πληθώρα αποσπασμάτων από κείμενα περιηγητών, αρχαίων και βυζαντινών πηγών, αλλά και στην πλούσια βιβλιογραφία για να συμπεράνει: «Με μια λέξη, πρόκειται για μια πολύπλευρη μελέτη που στηρίχτηκε σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Είναι ένα βιβλίο που δεν πρέπει να λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι και από καμιά ελληνική βιβλιοθήκη». Καταλήγει δε ότι το βιβλίο στο σύνολό του είναι ένας ύμνος στη γυναίκα και στον άνδρα του τότε, στη χρυσοφόρα γη, στη συλλογική ζωή που χάθηκε και τώρα την αναζητούμε και σημειώνει ότι «Το αρχαίο ελληνικό θαύμα κατά κύριο λόγο οφείλει την πραγμάτωσή του στο γεγονός ότι οι Έλληνες ζούσαν σε πόλεις-κράτη, σε μικρές κοινωνίες, με τους θεσμούς τους, τις τελετουργίες τους τα ήθη και τα έθιμά τους τη λογοτεχνία και την τέχνη τους. Το επόμενο βήμα μας πιστεύω θα είναι η επιστροφή στη γη».

Και ο λόγος της συγγραφέως, που εμφανώς συγκινημένη, αναφέρθηκε στο Λύκειο Ελληνίδων, στον τόπο που τη φιλοξενεί και στον οποίο τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της, στους φωτισμένους δασκάλους της που εκτός από γράμματα της δίδαξαν τι σημαίνει άνθρωπος: «Χρέος, δημιουργία και μέσα από την αυτογνωσία αγώνας για καλυτέρευση διηνεκής». Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε αφορμή να πυροδοτηθεί η υπνώττουσα μνήμη, όπως μας αφηγείται και να συλλάβει την ιδέα «της αναζήτησης του χαμένου χρόνου» στο περιβόλι των αρωμάτων και των γεύσεων της ιδιαίτερης πατρίδος της και να γράψει αυτό το βιβλίο σαν μια ελάχιστη προσπάθεια να τονιστεί μια πτυχή της ταυτότητάς μας». Ενέταξε στην Ιστορία εκτός από τις εκδηλώσεις της ζωής, του λόγου και της τέχνης, την κατοικία, την ενδυμασία, τις ασχολίες και την τροφή και εξήγησε ότι ο τρόπος με τον οποίο οι κάτοικοι παρασκευάζουν την απαραίτητη για την επιβίωσή τους τροφή, «αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης και του πολιτισμού τους, δηλαδή της ιστορίας τους και βασικό χαρακτηριστικό της ταυτότητάς τους».

«Η ιερότητα της συγκέντρωσης της οικογένειας γύρω από το ίδιο τραπέζι, τονίζεται την ώρα που ο πατέρας σταυρώνει και κόβει το ψωμί….. Μέσα από την ικανοποίηση της γεύσης θα εκφραστεί η στοργή και θα και θα διοχετευθεί η αγάπη. Εδώ θα ταυτιστεί η αξία του να μοιράζεσαι και να προσφέρεις». Μέσα από τη γυναικεία ικανότητα ο τρόπος διατροφής έγινε τέχνη και αποτέλεσε σχολείο διδαχής και μεταλαμπάδευσης αρχών και αξιών. «Και είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο στο τραπέζι “χλευάζουμε το θάνατο” και γεμίζουμε με συναισθήματα, μεταλαμπαδεύουμε επί πλέον και την ταυτότητά μας», και συνεχίζει, «Κάποιος είπε: “όποιος δεν έχει χθες είναι φτωχός κι όποιος δεν έχει αύριο είναι νεκρός.” και εξηγεί ότι το αύριο δεν υπάρχει χωρίς το χτες, κι αν ξέρεις, μπορείς να χτίσεις με τα υλικά του χθες καινούργια πράγματα για το μέλλον και ενισχύει την άποψή της με το λόγο του Kierkegaard, “Τη ζωή τη βιώνουμε ατενίζοντας προς τα εμπρός, αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας προς τα πίσω. Η κατανόηση λοιπόν σχηματοποιείται από αυτήν τη συσχέτιση του χθες και του σήμερα”. Στηριζόμενοι στη παράδοση, μας εξηγεί, μπορούμε να αναδείξουμε μια νέα αρχή γιατί όπως λέει ο Ίων Δραγούμης: “Ξεσκέπασε την παράδοση και πρόσωπο με πρόσωπο θα αντικρίσεις γυμνή τη ψυχή σου”. Και βέβαια, διαπιστώνει ότι χρόνο με το χρόνο ο κόσμος αυτός χάνεται, χωρίς δυστυχώς να αποτελεί υπόβαθρο για το καινούργιο που ακολουθεί, αφού αυτό στη πλειονότητά του είναι «ξενόφερτο». Φοβάται και αγωνιά για το φαινόμενο της πιθανή «ερημοποίηση». Καταλήγει, όμως, με μία ευχή: «Ας βαφτιστούμε στην κολυμβήθρα της παράδοσής μας για να ανανεώσουμε τα φυσιογνωμικά μας στοιχεία, ας κρατήσουμε την ταυτότητά μας, όχι γιατί είμαστε μοναδικοί στον κόσμο, αλλά γιατί έχουμε την υποχρέωση και το δικαίωμα να πορευτούμε με την ταυτότητα τη δική μας για να μπορέσουμε να διασώσουμε την ύπαρξή μας, αλλά και να προσφέρουμε και στους άλλους.».Έκλισε με την παρακάτω φράση από τον «Λαμπριάτικο Ψάλτη» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ δεν θα παύσω πάντοτε να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά έθη».

Οι τρεις κυρίες των γραμμάτων: Μαίρη Μάντζιου, Ελένη Σπηλιώτη- Κεσμετζή, και η συγγραφέας, Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου, προβλημάτισαν θετικά και δημιούργησαν με τον ευεργετικό λόγο και την παρουσία τους κλίμα αληθινής συγκίνησης, ψυχικής ευφορίας και υπερηφάνειας στο ακροατήριο που δεν παρέλειψε να εκδηλώσει με το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημά του, όταν μάλιστα είδε τις τρεις κυρίες να κατεβαίνουν από το βήμα και να μπαίνουν στο χορό της Ομάδας του Λυκείου Ελληνίδων που έκλεισε την θαυμάσια αυτή εκδήλωση με χορούς και τραγούδια των Βορείων Σποράδων.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΦΡΑΟΥΛΕΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (νέο διήγημα)

Με πήρε τηλέφωνο νωρίς το απόγευμα.

- Πάμε πλατεία;

Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Ήθελα να την δω. Ετοιμάστηκα και πήρα ό,τι μπορούσα. Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες, αλλά το μπλόκο με περίμενε στην είσοδο.

- Κυρία Μαργαρίτα, έχεις δίκιο, είπα με αποφασιστικότητα. Εδώ και τώρα. Να!, έκανα και τις έδωσα το βιβλιάριο στα χέρια.

- Τι είναι αυτό; μου φώναξε, δεν είμαι Ι.Κ.Α.

- Θα σε ξεπληρώσω μέχρι αύριο, κράτα το σαν ενέχυρο.

Έφυγα σίφουνας για το περίπτερο. Δεν είχα ούτε τσιγάρο.

- Πέτρο, το ξέρω, είπα με αληθινή συντριβή. Αυτός με κοίταξε στα μάτια και κάτι ψιθύρισε. Είχα τόσο αγχωθεί, που δεν κατάλαβα.

- Αύριο, αύριο στο υπόσχομαι. Πήρα το πακέτο και άφησα την ταυτότητα.

- Τι κάνεις ρε; Πας καλά;

- Για να δεις ότι δεν σου λέω ψέματα. Μέχρι αύριο.

Ψάχτηκα στις τσέπες. Ούτε ένα νόμισμα. Πεινούσα. Μπήκα στο φούρνο. Άφησα και το τελευταίο έγγραφο -ένα διαβατήριο που έβγαλα το καλοκαίρι, αχρησιμοποίητο- και πήρα μια τυρόπιτα κι ένα γάλα. Αισθάνθηκα πασάκος και ρούφηξα με βουλιμία.

Το βλέπω παρκαρισμένο στην γωνία. Μέσα στις σκόνες, γεμάτο δαχτυλιές και συνθήματα στα τζάμια. «Κωλόγαυροι», σκέφτομαι, «το ξέρω ότι θέλει πλύσιμο». Κάτι προσπαθώ με τη χαρτοπετσέτα από το φούρνο. Έχει λάδι και αφήνει στίγματα. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω, βάζω το κλειδί και κάνω το σταυρό μου. Παίρνει! Τυχερός, δεν το συζητώ! Δεν υπάρχει ούτε δεκάρα και το κέντρο είναι χιλιόμετρα μακριά για τα πόδια. Κοιτάζω ευθεία μπροστά. Αποφεύγω την ένδειξη της βενζίνης. «Δεν υπάρχει», λέω και επαναλαμβάνω σε ρυθμό ραπ. Κατηφορίζω τη λεωφόρο και κάνω δεξιά για κέντρο. «Θα φτάσει, θα φτάσει», τραγουδώ και φωνάζω: «έρχομαι Σούλα». Το φανάρι ανάβει πράσινο και ακούω τον μάγκα με το παπάκι να λέει:

-Άντε Σούλα, ξημέρωσε.

Βάζω πρώτη, δευτέρα και ύστερα όλα τα γκάζια. Τουλάχιστον μέχρι το Θησείο. Μετά πάω περπατώντας. Κρατάω το τιμόνι και είναι σα να σπρώχνω μαζί με την μηχανή. Στην γέφυρα του Πουλόπουλου αναπνέω ξανά. Τώρα δεν με νοιάζει τίποτε άλλο, παρά να βρω να παρκάρω. Βλέπω το βενζινάδικο και την ώρα μαζί. Έξι παρά. Δεν έπρεπε να την στήσω. Μπαίνω. Λέω στο παιδί:

- Υπάρχει περιθώριο για πλύσιμο;

- Μέσα – έξω; απαντά.

- Ναι και γέμισέ το στο τέλος. Πάρε τα κλειδιά. Να το προσέχεις, του λέω και βουρκώνω.

Φεύγω σφεντόνα για Σύνταγμα. Θα με περίμενε έξω από το Υπουργείο Παιδείας. Τη βλέπω ντυμένη στα μαύρα. Κούκλα. Αγκαζέ και μέσα στις γλύκες ανηφορίζουμε. Κόσμος! Γεμάτη πλατεία!

- Τι κάνουν εδώ; ρωτάω τη Σούλα.

- Γιορτάζουν την άνοιξη, μου λέει περιπαιχτικά.

- Ναι ανθεστήρια, της απαντώ και μπαίνω ανάμεσα σε γελαστά πρόσωπα. Έχω να δω τέτοιες φατσούλες από την εποχή που δούλευα. Κοντά χρόνο. Ένα ζευγαράκι δίπλα φιλιέται. Κάνουμε το ίδιο με πάθος. Κάτι από εδώ, κάτι από εκεί φτάνουμε στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Κοιτάζω με συμπάθεια τους ρόμποκοπ φρουρούς της τάξης.

«Τι θέλουν εδώ;», αναρωτιέμαι. Η Σούλα τούς δείχνει χαμόγελο και με στοργή επαναλαμβάνουμε ρυθμικά μαζί με τους άλλους : Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία. Μια κυρία δίπλα μάς κερνά φράουλες φρέσκες και μυρωδάτες. Είναι θεσπέσιες. Τείνει το κέρασμα και στα παιδιά με τα κράνη. Την σπρώχνουν. Πέφτει κάτω και τρέχουμε να την βοηθήσουμε.

- Τις έσωσα, λέει για τις φράουλες. Παίρνω το κεσεδάκι. Κάποιος της λέει να μείνει ακίνητη. Σε λίγο την παίρνουν με ασθενοφόρο.

- Ατυχία, λένε οι ψύχραιμοι. Τι να κάνω, μένω να κοιτάω τη Σούλα. «Τι γλυκιά που είναι», σαν φράουλα. Μα πάνω που είπα να αδειάσω το κεσεδάκι, όχι τίποτα άλλο, για να μη με βαραίνει, μένω με τη χαρά. Κολυμπούσαν στο αίμα.

[Φωτογραφία Αρχείου: Διαδήλωση στο Σύνταγμα, 10.12.2008, με τη ματιά του Μανώλη Δημελλά]

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Ο πεζόδρομος και τ’ όνομά του

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την κεντρική οδό της πόλης μας. Λόγος και αντίλογος για το αν θα πρέπει να πεζοδρομηθεί ή όχι, για την ωφέλεια των καταστημάτων της και την ευκολία των πεζών και άλλα συναφή και εφήμερα.

Η θέση μας γι’ αυτό είναι αμετάκλητη: πεζόδρομος, για να μπορέσει ν’ αρχίσει ο τόπος μας να γίνεται ανθρώπινος, όχι για τους τουρίστες, όπως δουλοπρεπώς συνηθίζεται να λέγεται τελευταία, αλλά για μας τους ίδιους, τους μόνιμους κάτοικους, οι οποίοι, αν συνεχίσουμε να κινούμεθα στους ίδιους ρυθμούς, θα βγάλουμε ρόδες στις πατούσες μας, για να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στις νεώτερες συνθήκες και να επιβιώσουμε!

Μα σκοπός του σημερινού μας σημειώματος δεν είναι να προσθέσουμε τη φωνή μας μ’ αυτήν των σκεπτόμενων, αλλά να θυμίσουμε την παλιά και σωστή ονομασία της μητροπολιτικής αυτής οδού, όπως την πρόφεραν τα χείλη χιλιάδων πριν από εμάς ζακυνθινών και να προτείνουμε την επαναφορά της.

«Πλατεία Ρούγα», λοιπόν, έλεγαν οι πρόγονοί μας τον ιστορικό αυτό δρόμο, με τις ιστορικές Γκιόστρες, τις παραδοσιακές λοταρίες, το φημισμένο πανηγύρι της Ανάληψης, με την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων, το σεργιάνι της Κυριακής, την πλούσια εμπορική κίνηση και τόσα άλλα, που ο χρόνος τα έσβησε κι εμείς τα ξεχάσαμε, κρύβοντας την καταγωγή και την ταυτότητά μας και υιοθετώντας αλλότριες συνήθειες και εισαγόμενους τρόπους ζωής και καθημερινότητας.

Ο πολύτιμος Λεωνίδας Ζώης στο μοναδικό «Λεξικόν» του μας πληροφορεί πως η ονομασία αυτή υπήρχε το 1527 και πως πολύ αργότερα της δόθηκε το όνομα «Ανεξαρτησίας» στην αρχή και αργότερα «Αλεξάνδρου Ρώμα», όπως και σήμερα. Την προσδιορίζει από το «Γιοφύρι» (άλλη ονομασία, που ξεχάστηκε) ως το πλάτωμα των Αγίων Σαράντων και σημειώνει πως κι από τις δύο μεριές («ένθεν και ένθεν», κατά την γλώσσα της εποχής) υπήρχαν στοές και «πολλά μέγαρα». Δική του είναι και η διάσωση της ονομασίας της «Strata Larga», όπως συνέβαινε και στην Κέρκυρα, αλλά και το Ηράκλειο της Κρήτης, την εποχή της Βενετικής περιόδου των νησιών.

Αυτή είναι και η ιδιομορφία του νησιού μας. Η οικειοποίηση δηλαδή και η προσαρμογή στα ίδια πολλών λέξεων και εκφράσεων, η οποία πλουτίζει το ντόπιο λεξιλόγιο και υπογραμμίζει την ευφυΐα του λαού της ιδιαίτερης πατρίδας μας και την ευκολία της προσαρμογής του. Η «Strada Larga» έγινε ποιητικά «Πλατεία Ρούγα» και μια καθαρά ξένη ονομασία εξελληνίστηκε ή πιο σωστά ζακυνθινοποιήθηκε.

Οι μη Ζακύνθιοι, βέβαια, ή πιο σωστά οι μη επτανήσιοι δεν μπορούν να τα καταλάβουν όλα αυτά. Χαρακτηριστικά αναφέρω κάποιον μεγάλο και σημαντικό ερευνητή, με σημαντικό έργο και σπουδαία αναμφίβολα προσφορά, ο οποίος αναφερόμενος σε κείμενό του στην Γκιόστρα της Ζακύνθου, η οποία, ως γνωστόν, διεξαγόταν στον χώρο που μας απασχολεί και συγκεκριμένα μεταξύ των προσεισμικών εκκλησιών της Αναλήψεως και της Ευαγγελίστριας, αναζητά … κεντρική πλατεία για την διεξαγωγή της και προτείνει διάφορα άσχετα με την ιστορία της σημεία της πόλης μας.

Μ’ αυτό δεν είναι αιτία για την αλλαγή της νοοτροπίας και της έκφρασής μας. Αν τα γκαρσόνια μας είναι κακώς αναγκασμένα να λένε τη «ρούκα», «ρόκα», για να τους καταλαβαίνουν οι τουρίστες (η ονομασία του φυτού προέρχεται από την ιταλική λέξη «ruca», ενώ η ομόηχη λέξη «ρόκα», από την «rocca», που χρησιμεύει για γνέσιμο), δεν είναι ανάγκη να μετονομάζουμε και τους δρόμους μας για ν’ αρέσουμε και να γινόμαστε κατανοητοί. Αυτοί, κατά το τραγούδι του Λοΐζου, έχουν «την δική του ιστορία» και είναι έγκλημα να τους την αλλάζουμε. Είναι ένα κομμάτι της παράδοσής μας και του πολιτισμού μας, μια αναγραφή ανεξίτηλη της ταυτότητάς μας κι έτσι πρέπει να τους παραδώσουμε και στις επόμενες γενιές, όπως τους παραλάβαμε από τους προγενέστερους.

Γνωρίζω, βέβαια, πως είναι δύσκολο να τοποθετηθούν πινακίδες με την παλιά αυτή ονομασία, η οποία δεν απονέμει τιμή και αιώνια μνήμη σε κάποιο επιφανές, κατά την άποψη κάποιων, πρόσωπο, που στιγμάτισε την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου μας, αλλά διατηρεί την ιστορική μνήμη. Όμως η επεξηγηματική, δεύτερη, μέσα σε παρένθεση υπενθύμιση είναι μια σωστή λύση και αποτελεί την χρυσή τομή, η οποία πάντα ευδοκιμούσε στο νησί μας και είναι και ο κυριότερος τρόπος της έκφρασής του.

Σαν ήμουν μικρός, παρότι μετασεισμικός, θα με κορόιδευαν οι φίλοι και οι συμμαθητές μου, αν τους έλεγα πως πάω να κάνω το θέλημα της νόνας μου στην «Αλεξάνδρου Ρώμα» ή σαν τους έκλεινα ραντεβού σε αυτήν. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Λίγοι θα σε καταλάβουν αν πεις «Πλατεία Ρούγα» και πολλοί πιο λίγοι θα το δεχτούν.

Όμως αυτή η ονομασία είναι η ανάγκη της ύπαρξής μας. Ταιριάζει σε πεζόδρομο ή πιο σωστά σε δρόμο ανθρώπινο και όχι σε βομβαρδισμένη οδό, με μπετόν μπαλώματα και λευκοπλάστη ασφάλτου πάνω σε πλάκες! Θυμίζει ανθρωπιά και όχι κίνδυνο πτώσης σε λούμπα ή απάνθρωπους νυχτερινούς θορύβους, όταν οι ήχοι από τα διερχόμενα αυτοκίνητα θυμίζουν διάβαση σε βομβαρδισμένο τοπίο.

Μακάρι αυτοί που θα αναλάβουν το σωστικό τόλμημα της πεζοδρόμησης της καρδιάς της πόλης μας να την ονομάσουν και σωστά.

Σίγουρα θα επιτελέσουν ιστορική πράξη.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Εθελοντική Αιμοδοσία – Μεσογειακή αναιμία (14 Ιουνίου). Χρειαζόμαστε «ευήκοα ώτα»!

Σκέψεις κι ένα ποίημα της Ευαγγελίας – Αγγελικής Πεχλιβανίδου


Χρειάζεται αίμα – έδωσε αίμα – θα χρειαστεί αίμα... Ίσως ακούσαμε αρκετές φορές παρόμοιες εκφράσεις. Αναρωτηθήκαμε όμως το βάθος, την αξία, την προσφορά, την αγάπη, την ανάγκη που κρύβονται σ’ αυτές; Ίσως όχι, γιατί δεν μας αφορούσε. Ίσως ναι, γιατί αναφερόταν σε κάποιον γνωστό μας. Ίσως με κάποια αγωνία, γιατί ήταν θέμα ζωής ή θανάτου για κάποιον δικό μας άνθρωπο. Μας διαφεύγει μάλλον ότι όλοι είμαστε «εν δυνάμει» υποψήφιοι «επαίτες» αίματος. Μας διαφεύγουν πολλά τόσο απλά μα και τόσο μεγάλα στην ουσία της αποτελεσματικότητας.

Θα ήθελα να σας μεταφέρω μια αληθινή ιστορία, που μου διηγήθηκε κάποτε η μητέρα μου και που ποτέ δεν έχει φύγει απ’ το μυαλό μου. Μια ιστορία που με ταρακούνησε και μ’ έκανε να ψάξω, να ενδιαφερθώ, να μάθω

Ήταν ένα θλιβερό περιστατικό που συνέβη σε μια πόλη της Β. Ελλάδος πριν πολλά χρόνια. Μια νεαρή κοπέλα τραυματίστηκε θανάσιμα σε ένα ατύχημα. Οι γιατροί είπαν ότι ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου και έπρεπε να βρεθεί αίμα οπωσδήποτε. Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν, το ραδιόφωνο ήταν είδος πολυτελείας, ο κόσμος κοιμόταν νωρίς. Ήταν αργά. Ο πατέρας χτύπησε τις πόρτες των γνωστών, για να βρει το κατάλληλο αίμα. Η ώρα περνούσε. Στην απελπισία του βγήκε στους δρόμους και άρχισε να φωνάζει: Το παιδί μου πεθαίνει! Άνθρωποι, δώστε αίμα! Το παιδί μου πεθαίνει! Σας παρακαλώ, αν έχετε αίμα (έλεγε την oμάδα αίματος) τρέξτε, βοηθείστε! Άνθρωποι, βοηθείστε… Το νεαρό κορίτσι πέθανε.

Έμειναν οι φωνές ν’ αντιλαλούν. Την αδιαφορία; Την άγνοια; Τον ωχαδελφισμό; Σαν φαντάσματα στην πιο άγρια νύχτα στις συνειδήσεις των ανθρώπων που δεν έχουν παρά να ανοίξουν τα αυτιά της καρδιάς τους και να ανταποκριθούν στο πιο απελπισμένο κάλεσμα για αγάπη.

Κι έμαθα, κι έκανα ένα μικρό βήμα, κι έγινα μια απλή αιμοδότρια. Κι όταν μια ευλογημένη φορά, άνοιξα κατά λάθος μια πόρτα και είδα ξαπλωμένα κυρίως νέα παιδιά να μεταγγίζονται, ρώτησα και έμαθα ότι εκείνα τα παιδιά είχαν Μεσογειακή Αναιμία και έπρεπε να αλλάζουν αίμα σε τακτά χρονικά διαστήματα (δύο ή και τρεις φορές το μήνα), για να μπορούν να χαρούν αυτό το δώρο που όλους μας δόθηκε απλόχερα: Τη Ζωή. Έτσι μπήκα σε έναν Σύλλογο και «υιοθέτησα» ένα άτομο με Μεσογειακή Αναιμία.

Νοιώθω, λοιπόν, έντονη την ανάγκη να ενημερώσω. Είναι ενδιαφέρον ίσως να αναφερθούμε συνοπτικά προηγουμένως σε κάποια ιστορικά στοιχεία για την αιμοδοσία. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έκαναν λουτρά αίματος και οι Ρωμαίοι έπιναν αίμα για να αποκτήσουν τις ικανότητες και αρετές των δοτών, όπως πίστευαν, ή για να δυναμώσουν και να αναζωογονηθούν οι εξασθενημένοι. Το 1628 όταν ο Harvey ανακάλυψε την κυκλοφορία του αίματος άρχισαν στην ουσία οι μεταγγίσεις οι οποίες αρχικά γινόταν από ζώο σε άνθρωπο. Το 1818 έγινε ουσιαστικά η πρώτη μετάγγιση από άνθρωπο σε άνθρωπο από τον Άγγλο μαιευτήρα Jannes Blundell, ο οποίος έσωσε πολλές γυναίκες που πέθαιναν από αιμορραγία κατά τον τοκετό. Το 1900 ο Landsteiner ανακάλυψε τις Ομάδες αίματος που ήταν ένας επίσης σταθμός στην ιστορία της μετάγγισης. Μέχρι και τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο οι μεταγγίσεις γινόταν απ’ ευθείας από τον δότη στον λήπτη. Τώρα το αίμα φυλάσσεται για πολλές ημέρες χάρη στα αντιπηκτικά και θρεπτικά των ερυθροκυττάρων.

Κάποτε το αίμα το πουλούσαν. Μα η αγάπη και η προσφορά δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται. Γιατί δεν ήταν η αγάπη πάντοτε που ωθούσε αυτούς που έδιναν αίμα, να το κάνουν. Ήταν κάποια ανάγκη οικονομική. Και η ανάγκη δεν έχει πάντα συνείδηση. Πολλά, ύποπτα άτομα, όσον αφορά κολλητικές ασθένειες, είχαν έτσι την ευκαιρία να «βγάλουν» λίγα χρήματα, χαρίζοντας όχι πάντα τη ζωή αλλά το θάνατο. Ευτυχώς ο Νομοθέτης κατάλαβε. Το 1979 καταργήθηκε επίσημα η αγοραπωλησία και εμπορία του αίματος και η αιμοδοσία γίνεται σε αποκλειστικά εθελοντική βάση.

Όλες οι υπηρεσίες της αιμοδοσίας φροντίζουν ώστε να διασφαλίζεται η άριστη ποσότητα αίματος και να προστατεύεται η υγεία του Δότη αλλά και του Λήπτη. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι δυστυχώς δεν είμαστε αυτάρκεις όσον αφορά το αίμα που χρειαζόμαστε στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες μας και να γίνεται εισαγωγή αίματος από άλλες χώρες, κυρίως από την Ελβετία.

Πώς είναι, στ’ αλήθεια, δυνατόν οι Έλληνες, που είναι ιδιαίτερα συναισθηματικοί και αλληλέγγυοι, να μην ανταποκρίνονται; Φταίει ο φόβος; Η προκατάληψη; Η άγνοια; Ίσως λίγο από όλα αλλά κυρίως κατά τη γνώμη μου η έλλειψη ενημέρωσης. Πρωταρχικό μέλημα όλων μας, γονιών, εκπαιδευτικών, Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Σχολείου, Πολιτείας, πρέπει να είναι η ενημέρωση, η παρακίνηση, η ευαισθητοποίηση προς αυτή την κατεύθυνση. Με λίγα λόγια είναι καθήκον μας να προσπαθήσουμε όλοι μας να αποκτήσει ο Έλληνας, τα παιδιά μας, οι δικοί μας Εθελοντική Αιμοδοτική Συνείδηση.

Τα τμήματα αιμοδοσίας στα Νοσοκομεία και οι Σύλλογοι Εθελοντών Αιμοδοτών, ακόμη και φορείς και μεμονωμένα άτομα κάνουν πολύ μεγάλο κοινωνικό έργο και είναι πάντα εκεί για να μας ενημερώσουν και να μας εντάξουν αν μας ενδιαφέρει σε πρόγραμμα συστηματικής αιμοδοσίας ή και «Υιοθεσίας» παιδιών με Μεσογειακή Αναιμία.

Και εδώ πρέπει να πούμε ότι, δυστυχώς, στη χώρα μας η συχνότητα της Μεσογειακής Αναιμίας είναι πολύ μεγάλη και ότι η Μ.Α. είναι κληρονομική. Πρέπει λοιπόν οπωσδήποτε τα νέα ζευγάρια να ζητούν να εξετάζονται πριν πάρουν στα χέρια τους τις τύχες των παιδιών που θα γεννήσουν. Καλό είναι να γνωρίζουν τα εξής:

1. Όταν στο ζευγάρι δεν είναι κανένας φορέας της Μ.Α., κανένα παιδί δε θα γεννηθεί με Μ.Α. (άρρωστος ή φορέας).

2. Όταν στο ζευγάρι μόνον ο ένας είναι φορέας, τότε 1 στα 2 παιδιά (ποσοστό 50%) θα είναι φορέας. Πρέπει και το ίδιο να το γνωρίζει αυτό πριν αποφασίσει να κάνει παιδιά.

3. Όταν στο ζευγάρι είναι και οι δύο φορείς τότε 1 στα 4 παιδιά (ποσοστό 25%) θα γεννηθεί με ποσοστό βαριάς αναιμίας (Μεσογειακή). Και δεν έχει σχέση εάν θα είναι το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο. Ο κίνδυνος του 25% ελλοχεύει δυστυχώς σε όλα τα παιδιά.

Οι Κύπριοι είναι οι καλύτερα ενημερωμένοι και συνειδητοποιημένοι και η πρώτη Μεσογειακή χώρα, που κατάφερε να εξαλειφθεί η Μεσογειακή Αναιμία.

Η εθελοντική αιμοδοσία είναι ένα καθήκον απέναντι στον συνάνθρωπό μας και αποκτά ιδιαίτερο μεγαλείο γιατί γίνεται οικειοθελώς, ανώνυμα και μη ανταποδοτικά. Ας αποκαθηλώσουμε την αδιαφορία μας για να λευτερώσουμε την ψυχή μας και να γεμίσουν οι δεξαμενές της με γλυκιά χαρά από αυτήν την ελάχιστη για μας αλλά και την πιο φθηνή προσφορά αγάπης και μεγάλη για τους άλλους. Είναι χρέος μας να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούμε να χαρίσουμε το Δικαίωμα της Ζωής.


Είμαι το αίμα, είμαι η ζωή

Το αίμα είμαι που στάζω
Ζωή με κάθε στάλα
Ζωή που τη μοιράζω
Ζωής είμαι πηγή.
Στη μήτρα εγώ γεννάω
Το θαύμα κι αγκαλιάζω
Στων αθλητών τις φλέβες
Χαρίζω υπεροχή.

Σαν αγαπάς, φοβάσαι,
Σαλεύω τις αισθήσεις
Μισείς, πονάς, λυπάσαι
Ρέω μες στους αρμούς.
Λευκούς, κίτρινους, μαύρους,
Πάντα να το θυμάσαι
Κυλώ ζωή στις φλέβες
Και στην καρδιά παλμούς.

Στης ομορφιάς τη νιότη
Πρωτοκαθίζω χρώμα
Στο κόκκινο η αγνότη
Τα μάγουλα βουτά.
Κι όταν σαν δώρο έρθει
Η αγνή αγάπη η πρώτη
Μες στην καρδιά κυλάω
Κι αυτή γοργοχτυπά.

Δεν μ’ ηύρες στο παζάρι
Δεν πλήρωσες για μένα
Δώρο και θεία χάρη
Εγώ είμαι της ζωής.
Κι όταν ανάγκη είναι
Συνάνθρωπος να πάρει
Απ’ το δικό σου λίγο
Να δώσεις μη σκεφτείς.

Μάθε, το να δανείζεις
Λίγο αίμα απ’ το δικό σου
Ζωή ακριβή χαρίζεις
Κι είναι για σε χαρά.
Τις φλέβες σου καινούργιο
Με μιας θε να γεμίσει
Και την καρδιά σου η αγάπη
Η ελπίδα, η προσφορά.


Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Γιάννης Ρηγόπουλος: ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΟΣΚΟΥ, ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ ΜΕ ΣΚΗΝΕΣ ΒΙΟΥ, 18ος αιώνας

Διαστ. 49x69 εκ.
Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, ΒΧΜ13058• τ. συλλογή Διονυσίου Λοβέρδου. Φωτογραφία του Βυζαντινού Μουσείου.
Βιβλιογραφία: Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός, αρ. 101• Βασιλάκη Μαρία, «Εικόνα του αγίου Χαραλάμπους», ΔΧΑΕ, περίοδ. Δ΄, τ. ΙΓ΄, 1985-1986, Αθήνα 1988, 247 κ.ε.• Χατζηδάκης-Δρακοπούλου 1997, 204, σημ. 14: Θεοτόκος και άγιοι• το κύριο θέμα είναι ο άγιος Χαραλάμπης με σκηνές του μαρτυρίου και Ρηγόπουλος 1998, 218.


Εικ. 1. Ιωάννου Μόσκου: Άγιος Χαραλάμπης με σκηνές βίου. 18ος αιώνας. Φωτογραφία της εικόνας που δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά, μου παραχωρήθηκε από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.


Εικ. 2. Δημητρίου Νομικού: Άγιος Χαραλάμπης με σκηνές βίου. 1828. Ναός Αγίου Χαραλάμπη στο Ποτάμι. Δεσποτική τέμπλου.


Ο Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός (βλ. βιβλιογραφία) περιγράφει ως εξής την εικόνα: «Ο άγιος Χαράλαμπος καθήμενος επί θρόνου, εκατέρωθεν αυτού τέσσερα εικονίδια εκ του μαρτυρίου αυτού. Άνω επί μας ζώνης η Θεοτόκος εν τω μέσω, ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, κάτω δε οι άγιοι Δαμιανός, Κοσμάς, Παντελεήμων και η αγία Βαρβάρα (0,49x0,63 μ.). Κάτω αριστερά της κεντρικής παραστάσεως φέρει υπογραφήν: Ιωάννου Μόσκου χειρ». Η Βασιλάκη (βλ. βιβλιογραφία) παρατηρεί: «Η εικόνα χωρίζεται θεματικά σε τρεις ζώνες. Ο άγιος Χαραλάμπης και οι τέσσερις σκηνές από το μαρτύριό του βρίσκονται στη μεσαία ζώνη. Συγκεκριμένα απεικονίζονται: ο άγιος στον αυτοκράτορα, ο άγιος γδέρνεται, αποκεφαλίζεται και τον κτυπούν με πέτρες στα σαγόνια (από τα νεότερα Συναξάρια)».

Σε παλαιότερο δημοσίευμά μας (Ρηγόπουλος 1998, 218) είχαμε εντοπίσει τη στiλιστική και εικονογραφική ομοιότητα των σκηνών του μαρτυρίου του αγίου Χαραλάμπη στην εικόνα του Ιωάννου Μόσκου με εκείνες στην εικόνα του Δημ. Νομικού του 1828 (αυτόθι) (εικόνα 2).

Διαπραγματεύομαι εδώ εκτενέστερα τη συγγένεια αυτή.


Σκηνή πρώτη: ο άγιος μπροστά στον αυτοκράτορα Λουκιανό

Στην εικόνα του Δημητρίου Νομικού προηγείται η σκηνή με τον άγιο να κηρύσσει στο πλήθος (Ρηγόπουλος 1998, εικ. 134). Η αντιπαραβολή της σκηνής με τον άγιο μπροστά στον αυτοκράτορα στις εικόνες του Ι. Μόσκου και του Δημ. Νομικού δείχνει την ομοιότητα στον εικονογραφικό τύπο, το συνθετικό σχήμα, την κατανομή των προσώπων εκατέρωθεν του ένθρονου αυτοκράτορα αλλά και στο στυλ των μορφών. Εντύπωση προκαλεί το πλήθος των δανείων από τη φλαμανδική τέχνη που απαντούν στη σκηνή αυτή• δάνεια που έχουν εντοπιστεί ήδη σε φορητές εικόνες του 17ου αιώνα• βλ. π.χ. το πεδίο του ένθρονου σε εικόνα του Θεοδώρου Πουλάκη με την Ενθρόνιση του Ιωσήφ (Ρηγόπουλος 1979, εικ. 24) και χαλκογραφία του Jan Sadeler1: Ο προφήτης Μιχαίας ενώπιον του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ, 1582 (Hollstein, M. de Vos, XLIV, 54, αρ. 204 και XLV, 92, εικ. 204). Αλλά και επιμέρους εικονογραφικά στοιχεία προέρχονται από φλαμανδικό χαρακτικό, όπως ο στρατιώτης στα δεξιά του αγίου είναι παρόμοιος με το στρατιώτη στα δεξιά του ένθρονου στην ίδια χαλκογραφία που προαναφέραμε. Τα κτήρια που βλέπουμε μέσα από το άνοιγμα σχεδόν ίδια σχεδιάζονται και στο χαρακτικό του Jan Sadeler1 (ό.π.). Η σύμπτωση αυτή δεν είναι βέβαια τυχαία. Οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια από τις δύο εικόνες στάθηκε πρότυπο. Αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη, από όσο γνωρίζω, από εκείνη του Ιωάννου Μόσκου. Η εικονογραφική ανάλυση και των άλλων μικρών σκηνών θα ενισχύσει τη διαπίστωσή μας.


Σκηνή δεύτερη: Το γδάρσιμο του αγίου Χαραλάμπη

Οι συμμετέχοντες στο γδάρσιμο του αγίου έχουν την ίδια οργάνωση και διάταξη στο χώρο δράσης. Επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις, στάσεις και χειρονομίες. Διαφέρουν όμως πολύ σ’ ό,τι συνιστά το αρχιτεκτονικό πλαίσιο της σκηνικής πράξης• στην εικόνα του Δημ. Νομικού διευρύνεται ο αριθμός των κτηρίων, των οποίων είναι απροσδιόριστη η λειτουργική χρήση• πιθανόν αντιγράφονται από φλαμανδικό χαρακτικό και μεταφέρονται μηχανιστικά στην εικόνα. Είναι όμως καλοσχεδιασμένα με ωραίους χρωματισμούς. Είναι φανερό ωστόσο ότι και οι δύο ζωγράφοι, Ιωάννης Μόσκος και Δημ. Νομικός, συνεχίζουν την κρητικοφλαμανδική παράδοση.


Σκηνή τρίτη: Η αποτομή του αγίου Χαραλάμπη

Η εικονογραφική, συντακτική και στυλιστική ταύτιση βεβαιώνεται πλήρως σχεδόν στη σκηνή της αποτομής στις δύο εικόνες. Ο νεότερος ζωγράφος αναπτύσσει περισσότερο το φυσικό και δομημένο χώρο και τους παρατηρητές, πιθανόν το βασιλιά Σεβήρο και τη στρατιωτική ακολουθία του (εικόνα 145• η εικόνα παραπέμπει στο βιβλίο μου Ρηγόπουλος 1998).


Σκηνή τέταρτη: ο άγιος Χαραλάμπης χτυπιέται με πέτρες στα σαγόνια

Η σύγκριση της σκηνής αυτής στην εικόνα του Ιωάννου Μόσκου με την ανάλογη στην εικόνα του Δημητρίου Νομικού θα δείξει συγκλίσεις και αποκλίσεις• συγκλίνουν ως προς τη συγκράτηση του θεματικού πυρήνα αυτού καθαυτόν: ο άγιος στη μέση και εκατέρωθεν οι δήμιοι που τον κτυπούν με πέτρες• αποκλίνουν όμως ως προς το περιβάλλον και το σκηνογραφικό διάκοσμο (εικ. 140, παραπέμπω στο βιβλίο μου Ρηγόπουλος 1998). Θα είχε ερευνητικό ενδιαφέρον, αν εντόπιζε κανείς τις πηγές από τις οποίες άντλησε ο Δημήτριος Νομικός τα πρότυπά του για την απεικόνιση του αρχιτεκτονικού διάκοσμου• αν δικαιολογούσε τη λειτουργική του χρήση αλλά και τη δυσφωνία του μ’ εκείνο που πλαισιώνει• δηλαδή το θέμα. Είναι πράγματι εντυπωσιακή η τυπολογική ποικιλία των αρχιτεκτονημάτων και η μοναδικότητά τους ως πλαίσιο της «ιστορίας», αλλά συγχρόνως και η αυτόνομη παρουσία του.

Από τη σύντομη συγκριτική παρουσίαση των δύο εικόνων, του Ιωάννου Μόσκου και του Δημητρίου Νομικού φάνηκε, πιστεύω, η εικονογραφική ομοιότητα στο επίπεδο της σύνθεσης των σκηνών, του στυλ αλλά και διαφορές στη διαμόρφωση του δομημένου σκηνικού πλαισίου. Εκείνο που είναι επίκοινο και κυρίαρχο στιλιστικό στοιχείο και στις δύο εικόνες είναι ο δανεισμός από τη φλαμανδική χαλκογραφία. Τα δάνεια αυτά στην εικόνα του Ιωάννου Μόσκου διατηρούν και το στυλ των προτύπων του• αυτό δε συμβαίνει σε άλλα έργα-εικόνες του (Ιωάννου Μόσκου), όπως στην εικόνα της Σταύρωσης, στο ναό του Αγίου Γεωργίου, στη Βενετία (βλ. πρόχειρα, Χατζηδάκης-Δρακοπούλου 1997, εικ. 128), στην εικόνα με τα Πάθη του Χριστού στη Συλλογή Ελένης Σταθάτου (Ανδρέας Ξυγγόπουλος, Συλλογή Ελένης Σταθάτου, εν Αθήναις 1951, αρ. 17, πίν. 16) κ.ά., στις οποίες είναι εμφανείς οι αδυναμίες και στο σχέδιο, τα χρώματα και την έκφραση (Π. Βοκοτόπουλος, Εικόνες της Κέρκυρας, Αθήνα 1990, 161), αλλά και στη μεταποίηση των μανιεριστικών χαρακτήρων των προτύπων σ’ ένα λαϊκότροπο ιδίωμα. Αυτή τη διαδικασία μεταποίησης δε εφαρμόζει στην εικόνα του αγίου Χαραλάμπη. Γιατί; Μήπως το έργο αυτό δεν είναι του Ιωάννου Μόσκου, οπότε και η υπογραφή θα είναι πλαστή; Ως τώρα δεν έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά της.

Η υπογραφή και η χρονολογία στην εικόνα του Δημητρίου Νομικού είναι γνήσιες. Μεταγράφω και παραθέτω και φωτογραφία: ΧΕΙΡ ΝΟΜΙΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 1828 ΝΟΕΒΡΙΟΥ (sic) 24

Εικ. 3. Υπογραφή και χρονολογία στην εικόνα του Δημητρίου Νομικού, του 1828. Ναός Αγ. Χαραλάμπη στην πόλη της Ζακύνθου.


Ο Δημήτριος Νομικός είναι γνωστός μόνον από την εικόνα του 1828. Το μοναδικό αυτό έργο δείχνει ζωγράφο ικανό στη χρήση των ζωγραφικών μέσων και στη δημιουργική αξιοποίηση και γονιμοποίηση των προτύπων του. Αν το πρότυπό του για τις τέσσερις σκηνές του μαρτυρίου του αγίου Χαραλάμπη ήταν πράγματι η εικόνα του Ιωάννου Μόσκου, αυτό θα πρέπει να χρονολογηθεί τουλάχιστον στις δύο πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Γιατί όμως ο Δημήτριος Νομικός ανέτρεξε σ’ ένα τόσο παλαιό παράδειγμα; Είναι γεγονός ότι υπερέβη το πρότυπό του εμπλουτίζοντας την εικόνα του με οκτώ ακόμη σκηνές• γι’ αυτές και την εικονογραφική τους ολοκλήρωση προσέφυγε στο δανεισμό συνήθως από φλαμανδικά χαρακτικά. Χρησιμοποίησε ενδιάμεσα έργα των οποίων αγνοούμε την τύχη; Δεν αποκλείεται. Εκείνο όμως που προκαλεί απορία είναι το γεγονός ότι έργα του Δημητρίου Νομικού παλαιότερα ή νεότερα του 1828 δεν υπάρχουν. Να σημειώσουμε ότι η εικόνα του 1828 έμεινε ανεπηρέαστη και από την Επτανησιακή Σχολή και τα ζωγραφικά της έργα αλλά και από τις αλλοιώσεις και μορφολογικές παραμορφώσεις που υπέστη η μεταβυζαντινή κρητικοφλαμανδική τέχνη σ’ όλο το 18ο αιώνα. Πώς θα χρειαστεί να ερμηνευτεί αυτό; Ως μεμονωμένο σύμπτωμα πολιτιστικής αδράνειας χωρίς συνέχεια και επανάληψη• ως επιβίωση μιας αισθητικής και ενός γούστου που εξάντλησε τις εκφραστικές του δυνατότητες και ως έργο ενός ζωγράφου που επιμένει φλαμανδικά ή μάλλον που συντηρεί μια παράδοση σ’ ένα έργο και σ’ ένα ναό, του Αγίου Χαραλάμπη που «στέγασε» τη κρητικοφλαμανδική τέχνη τουλάχιστον ενός αιώνα.


 * Σημείωση υπεύθυνου της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης: Η ανωτέρω εργασία του Δρ Γιάννη Ρηγόπουλου πρωτοδημοσιεύεται εδώ! 

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Το ανάστημα και η δύναμη των αρχαίων Ελλήνων στη νεο-ζακυνθινή λαϊκή παράδοση

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Οι ιδιότυπες σχέσεις ανάμεσα στον αρχαίο και στο νέο ελληνικό κόσμο βρήκαν την έκφρασή τους στις πλούσιες λαϊκές μας παραδόσεις. Οι Νεοέλληνες, κάπως παράξενα, φαίνεται ότι πρωτοσυνάντησαν τους προγόνους τους δημιουργώντας με τη φαντασία τους έναν μυθικό λαό που οικειοποιήθηκε το όνομα των Ελλήνων. Μέσα από τη προφορική παράδοση, κράτησαν άφθονο υλικό, από τα προομηρικά ακόμα χρόνια ως σήμερα και στο διάβα της ιστορίας τους ανέπλασαν μύθους, καθώς τους μάθαιναν από κάποια λόγια πηγή σε νεότερα χρόνια.

«Η παράδοση προϋποθέτει ερείπια», έλεγε ο Albin Lesky, ο μεγάλος φιλέλληνας ερευνητής και συγγραφέας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού… Τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στο Μελινάδο Ζακύνθου (βόρεια του Μαχαιράδου), όπου υπάρχουν λείψανα του ναού της θεάς Αρτέμιδας, και η αρχαία μαρμάρινη πλάκα με αφιερωτική επιγραφή που είχε τοποθετηθεί σαν Αγία Τράπεζα της ίδιας εκκλησίας, μας ταξιδεύουν στον αρχαιοελληνικό δωδεκαθεϊκό πολιτισμό. Τέτοια μνημεία συντηρούν και συνάμα δημιουργούν μύθους για τη δύναμη και το ανάστημα των αρχαίων Ελλήνων.


Οι Κολόνες στο Μελινάδο Ζακύνθου. Φωτό (2007) Ιωάννη-Πορφύριου Καποδίστρια

Πολλά γράφτηκαν για τις τέσσερις μαρμάρινες κολόνες που χρησίμευαν προσεισμικά σαν υποστήριγμα του νάρθηκα της «αρχοντικής οικοδομής», όπως αποκαλούσε ο Ιωάννης Κούρτσολας, τη βυζαντινή αυτή εκκλησία που χτίστηκε γύρω στα 1478 στο Μελινάδο και αφιερώθηκε στον Άγιο Δημήτριο. Εντυπωσιασμένοι οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής από το κάλλος και το μέγεθος των παλιών κιόνων, όπως συνέβη άλλωστε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, πίστευαν ότι ήταν «οι ρόκες των… γιγαντισσώνε». Είναι μάλιστα ιδιαίτερης σημασίας η λαϊκή αυτή δοξασία για τις γυναίκες γιγάντισσες, που μαρτυρείται το 19ο αιώνα, δεδομένης της ανδροκρατίας από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας.

Η αλαζονεία του γιγάντιου μεγέθους αρχαίων Ελλήνων και η άμεση τιμωρία τους (πολλοί από τους οποίους ήταν γόνοι μίξης με τους θεούς), απαντάται ποιητικά στην Οδύσσεια του Ομήρου (λ 307 κ. εξ). Εκεί λέγεται για τον Εφιάλτη και τον ισόθεο Ώτο:

«Άλλους δεν είδε πιο αψηλόκορμους η γης η πολυθρόφα,
μηδέ και πιο όμορφους, ο Ορίωνας τους ξεπερνούσε μόνο.
στα εννιά τους μόλις χρόνια εννιάπηχοι στο φάρδος είχαν γίνει,
κι ήταν οργιές εννιά το πάχος του, μαζί κινήσαν τότε
και τους αθάνατους φοβέριζαν, στον Όλυμπο πολέμους
ν΄ ανοίξουν άγριους, πολυτάραχους, και γύρευαν να βάλουν
την Όσσα πρώτα απά στον Όλυμπο, μετά, στην Όσσα πάνω,
το Πήλιο λέει το φυλλοσούσουρο, στον ουρανό ν΄ ανέβουν.
Κι αν πρόφταινε να δέσει η νιότη τους, θα το ΄χαν καταφέρει,
μα από του Δία και της ωριόμαλλης Λητώς το γιο χαθήκαν
κι οι δυο, πριν κάτω από τα μελίγγια τους το πρώτο χνούδι ανθίσει
και πριν τους σκεπαστούν τα μάγουλα με τα σγουρά της νιότης».

Όμοια, σε άλλες νεοελληνικές παραδόσεις της Ζακύνθου λέγεται για τους Γίγαντες πως θέλησαν να σκοτώσουν το Θεό, γι’ αυτό και άρχισαν να σφενδονίζουν πέτρες στον ουρανό. Και εδώ η τιμωρία τους ακολουθεί άμεσα. Ανάλογη συμπεριφορά φαίνεται να είχε και ο ογδοντάχρονος σήμερα της ορεινής Ζακύνθου, σε στιγμές παραφροσύνης των νεανικών του χρόνων: «Φορτωνότανε ούλα τα όπλα, μπροστογιομί και δίκανα, ξεκρέμαε και τα ’κονίσματα τα ’βανε σ’ ένα σακούλι και πήγαινε στο λαγκάδι. Επέταε τα κονίσματα ψηλά και τα βάριε σμπάρα για να ξεθυμάνει, άμα κάτι δεν του πήγαινε καλά. Για ιδές τώρα πώς κατάντησε, δε βλέπει ούτε τη μύτη του και τα περνάω ούλα εγώ, είμαι συνέχεια από πάνω του, κουμπάρε μου, τι να κάμω;», εξομολογείται η γυναίκα του, που ταλαιπωρημένη και φοβισμένη θεωρεί ότι η ασθένεια της τύφλωσης οφείλεται στις συνέπειες των πράξεών του, της ύβρης προς το Θεό και τους Αγίους.

Τα μεγάλα κτίσματα (κάστρα, ναοί, τείχη) που είχαν υψώσει οι Έλληνες σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης, οι μεγάλες πέτρες που ορθώνονταν για χιλιάδες χρόνια ακουμπώντας μόνο η μία πάνω στην άλλη χωρίς συγκολλητική ύλη, μαζί με γραμμένες μαρμαρένιες πλάκες, τάφους με όπλα κι εργαλεία, ξεσήκωσαν τη φαντασία των απλών ανθρώπων, που έπλασαν παραδόσεις γι’ αυτόν τον αρχαίο λαό με το όνομα Έλληνες.

Πού να έβρισκαν, άραγε, τέτοια δύναμη αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες; Στη Ζάκυνθο του 19ου αιώνα υπάρχει μαρτυρία ότι οι αρχαίοι ΄Ελληνες έπαιρναν τη δύναμή τους από τρεις τρίχες που φύτρωναν στο στήθος τους. Όταν τις έκοβαν, την έχαναν, την ξανακέρδιζαν όμως, μόνο όταν ξαναφύτρωναν.

Το γεγονός ότι οι παραδόσεις αυτές στο σύνολό τους δεν είναι πλάσματα των τελευταίων αιώνων το δείχνει, πάνω απ΄ όλα, το όνομα Έλληνες (που είχε στο μεταξύ αχρηστευτεί ως εθνικό κατά την εξάπλωση του Χριστιανισμού) με την ποικιλία των τύπων που παρουσιάζει στις παραδόσεις που καταγράφτηκαν τον προπερασμένο αιώνα: Έλληνες, Γέλληνες, Ελλένηδες, Λήνηδες, Έλληνοι, Γέλληνοι, Έλλενοι, Λέλλενοι, Ελληνάδες κτλ. Το θηλυκό Έλληνη, Έλλνη, Ελλήνισσα, Λήνισσα, Ελλένισσα.

Σήμερα διάγουμε περίοδο παρακμής. Φαίνεται ότι κόψαμε και ξανακόψαμε τις τρεις τρίχες που φυτρώνουν στο στήθος μας και χάσαμε τη δύναμή μας. Η μόδα της εποχής μάς θέλει ξυρισμένους από κάθε ανδρισμό (με το αρχαιοελληνικό νόημα: γενναιότητα, υπευθυνότητα, υπερηφάνεια) και εθνική ταυτότητα. Δεν θέλω να ξέρω πώς γράφεται η λέξη Ζακυνθινός ή Έλληνας στα greeklish και τρέμω όταν φαντάζομαι τους ιστορικούς του μέλλοντος να δυσκολεύονται να βρουν ελληνικούς χαρακτήρες στα σημάδια που πρόκειται ν’ αφήσουμε στην ηλεκτρονική εποχή μας.

Μήπως είναι ώρα να αναπλάσουμε ή να φτιάξουμε τους δικούς μας μύθους στηριγμένους στις πελώριες πέτρες των παραδόσεών μας, να νιώσουμε πάλι Γίγαντες, όχι της ύβρης αλλά του αγώνα της εθνικής κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της αρετής και του πολιτισμού; Πώς αλλιώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την οικονομική-πολεμική επίθεση, που τείνει να μας κρεμάσει σιδεροδέσμιους, βορά των αδηφάγων όρνιων του σκληρού καπιταλισμού;

____________________

Βιβλιογραφία: 1. Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση του Ι.Θ. Κακριδή, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. 1997, 2. Ζάκυνθος, Ύπαιθρος Χώρα του Ντίνου Κονόμου, Αθήνα 1979, 3. Ομήρου Οδύσσεια μτφ Ν. Καζαντζάκη-Ι. Κακριδή εκδ. Εστία.

Ζάκυνθος 31-5-2011

Related Posts with Thumbnails