© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Σαράντη Αντίοχου: GRECIAN STONES [1965, 1981]


[Από τον Τόμο "ΠΡΟΗΓΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Ποιητική Ανθολογία (1965–2000)", Εκδόσεις Μπάστα, Αθήνα/Ζάκυνθος 2008]


Grecian stones

για την Clara Janés

O Attic shape! Faire attitute!
JOHN KEATS

Στην πέτρα που καθόμαστε τώρα σα ναυαγοί
Αναζητώντας τις ανταύγειες των βωμών
(τί κρύο που κάνει αδελφή το δειλινό)
Μη μου ζητάς την ίδια ιστορία
Για τον λαμπρό χιτώνα.
Ένα μονάχα θα σου πω:
Κι αν δεν βουλιάξαμε, αδελφή,
Κι αν δεν πετάξαμε
Είναι γιατί μας κράτησαν στην επιφάνεια
ετούτες οι μεγάλες πέτρες
-βαρύ σωσίβιο που μας φορέσαν οι θεοί.

Και τώρα
Που λάμπει μέσα στ’ όνειρο του Κάλχα το μαχαίρι
Ποιός θα μας φέρει τη βασιλοπούλα εδώ
Απ’ τις χρυσές Μυκήνες;
Μα τί σου λέω καλή μου.
Φαίνεται πως λησμόνησα την Πύλη των Λεόντων
Κι η Αυλίδα δεν υπάρχει πια
Για μας
Για το ξεκίνημα
Για την Ωραίαν Ελένη.

τριγύρω η στάχτη των βωμών
και η θάλασσα
και οι σωσίβιες πέτρες
που επιπλένε.


Ampurias ή εναέρια αρχαιολογία

There shrines palaces and towers
Resemble nothing that is ours.
EDGAR ALLAN POE

Μέσα στη γενική ασυνεννοησία
Περάσαμε το καλοκαίρι μας υπεριπτάμενοι
Την Κόστα Μπράβα.
Οι φίλοι μας προτίμησαν το Κλάμπ
Μεντιτερανέ
Τη νότια γαστρονομική
Με αγγλική... μουστάρδα.

Πετώντας σ’ ένα κάποιο ύψος
Γνωρίζαμε πως ήταν μπορετό
Να επισημανθούν τα πραγματικά όρια της πόλης
Των Ελλήνων.
Έτσι θα συμπληρώναμε και τον Οδηγό
Του Εμπορείου
Θα εντοπίζαμε και το νησί
Εκεί που πρώτα-πρώτα στήσανε οι Φωκαείς
Φίλο γιατρό θεό
Τον Ασκληπιό.

Περάσαμε τις αίθριες μέρες μας
Σε αβέβαιες ηδονές
Υπεριπτάμενοι από ένα κάποιο ύψος
Δόξες παλιές ελληνικές
Της Ιβηρίας.
Και τώρα...
Τώρα τις νύχτες ξαγρυπνούμε στη μελέτη
Αμφίβολης ποιότητας εναερίων φωτογραφιών
Τονίζοντας τις αβεβαιότητες της Ίριδας
Συμπληρώνοντας τα πολλά ιδεατά κενά
Επεκτείνοντας τις εξαίσιες γενικές υπαινικτικές γραμμές
Ονειρευόμενοι:
Εδώ τα τείχη το λιμάνι η Αγορά
Τα δημόσια συντριβάνια υδραγωγεία
Εκεί τα ιδιωτικά «ηδύκοιτα» δώματα και οι κήποι
Εφηβικών τελετουργιών της Ιωνίας.
Και το νησί
Κάτω από την ασήμαντη αρχιτεκτονική
Του Σαν Μαρτί
Και τη λάσπη είκοσι αιώνων.

Από την άλλη όψη των σχημάτων και των χρωμάτων
Της Ίριδας
Απρόσιτο απλό απροσπέλαστο σχήμα
Η ζωή εν τάφω
Στην ελληνική πολυκύμαντη αποικία.


Ακρωτηριασμένο άγαλμα κόρης που βρέθηκε κοντά στα Ζάκανθα, αρχαία αποικία των Ζακυνθίων στην Ισπανία

για τη Maria José Landete

Θεά Υγεία ή Δίκη;
Τέλεια η γραμμή – ελληνική
Μα έχεις στην όψη το αίνιγμα
Κόρης αρχαϊκής της Ιβηρίας.
Ίσως
Νύμφη Εσπερίδα.

Στο πρόσωπό σου σμίγει τη μέρα η νύχτα
Παλεύει το έρεβος το φως
Το φως παλεύει το έρεβος.
Στην κάθε αμφιλύκη
Τα θεϊκά δίνουν τα χέρια στα ανθρώπινα
Τα χέρια.
Πού είναι τα χέρια
Πού είν’ τα χέρια σου;

Δίβουλη σμίλη ο καιρός
Δίβουλη η μοίρα των θνητών
Κραυγή πικρή της πέτρας.

Άθικτη μόνο μένει
Η διχασμένη υπόσχεση της ποθητής αυγής
Στο θεϊκό -το ιόνιο λες- ριπίδι
Των χειλιών σου.

Σαράντη Αντίοχου: FOSILES [1965,1977]


[Από τον Τόμο "ΠΡΟΗΓΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Ποιητική Ανθολογία (1965–2000)", Εκδόσεις Μπάστα, Αθήνα/Ζάκυνθος 2008]


Με το βασίλεμα

Θρυμματισμένη ανάμνηση
Μες στον καθρέπτη του καιρού
Θρυμματισμένο χαμογέλιο
Στα μάτια σου – στα μάτια μου
Σβήνει η πανάρχαιη χαρά.
Ώ τί ανωφέλευτη σπονδή
Απ’ το ποτήρι της ζωής
Στην πέτρα της αγάπης.

Θρυμματισμένο χαμογέλιο

Πόσοι αβασίλευτοι καημοί
Πόσα ιμάτια πορφυρά
Τί περιδέραια θλίψης.
Ποιός θα περάσει δυο φορές
τα ίδια νερά;
(Βρήκαμε κάτι να πιαστούμε).

Δεν μπορεί.
Οι σάλπιγγες θα ηχήσουνε το πάρσιμο
Της Ιεριχώς
Με το βασίλεμα.


Βασίλισσα της Παλμύρας

Ήχοι και σχήματα και μιλήματα
Χωρίς υπόσταση
Τ’ άλλου καιρού

Μελωδία βαθυκίνητη
Σκορπισμένη στον άνεμο
Βυθισμένη στη θύμηση
Μακρυσμένη στ’ αστέρια

Μελωδία
Βασίλισσα της Παλμύρας
Της μοίρας μας
Βασίλισσα
Ξένη
Βασίλισσα
Έκπτωτη
Καταλυμένη
Ακέραιη
Λυπημένη
Υπάρχουσα

Βασίλισσα
Ομορφιά


Fosiles en Castilla

Ανοιδήσεις της υφάλου γης
μετεωρίζουσι και την θάλασσα
αι δε συνιζήσεις ταπεινούσιν αυτήν.
ΣΤΡΑΒΩΝ

Φωνές υδάτων πολλών
Ενάλια ρίγη
Και η θάλασσα παρουσία αθέατη
Γύρω – τριγύρω
Διακριτικά τραβηγμένη
Στα χαμηλά ωκεάνια πλάτη.

Ώ, θάλασσα
Θάλασσα του Ηώκαινου πολυπέταλη
Παρθένα ζωή αθωότητα
Σ’ αναζητώ σαν πινελιά λαζούρι
Να κιαρίρει
Την ώχρα την επίσημη της γης.
Εξαίσια ύπαρξη ώς εδώ
Σ’ αναζητώ στα ύφαλα
Μες στην καρδιά της πέτρας.

Μετεωρίζεται η ψυχή:
Κοχύλια κώνοι μέδουσες
Πορφύρες αστερίες
Εξαίσια ενάλια ρίγη
Φως
Νεύρο
Χρώμα
Ομορφιά
Παρθένα ζωή απολιθωμένη
Αθωότητα.

Πίκρα μου απέραντη
Θάλασσα του Ηώκαινου.

Σαράντη Αντίοχου: ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ [1965]


[Από τον Τόμο "ΠΡΟΗΓΜΕΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Ποιητική Ανθολογία (1965–2000)", Εκδόσεις Μπάστα, Αθήνα/Ζάκυνθος 2008]


Χαίρε χαριτωμένη!

Τ’ άπιαστο θάμα επιάσθη.
Χαίρε χαριτωμένη!

Στο θαμπολόγημα του νου
ξένη η καρδιά αντιστέκεται.
Ξένη και πάλι ξένη.

Βουλιάζει αγάλι τ’ όραμα
στενεύει η Πλατυτέρα
ξεφτίζεται ψηφί – ψηφί η πρώτη ζωγραφιά.
Στη λεπτομέρεια την πυρή
περνάει ένα χέρι,
ασβέστης,
δυο μάτια νέα γράφονται
που κλείνουνε τη γη.

Χαίρε χαριτωμένη!
Το χαίρε τ’ αρχαγγελικό δε θα ξανακουστεί.
Είναι η καρδιά μια ρήγισσα θαμμένη
που σπάζει τα επιτύμβια και βγαίνει πέρα
ορθή.

Έρχεται τώρα ένα όραμα – σαν πρώτα,
μα είναι ξένα τα μάτια, τα μαλλιά.
Ένα καινούργιο ρίγησμα τη ρήγισσα ανασταίνει
και γέρνει.
Ο νους πετά.


Ιθάκη

Η Ιθάκη
δεν ειναι ’κείνη που γνωρίσαμε
στο μάθημα της πατριδογραφίας!
Είναι μια άλλη νήσος.

΄Ω, πόσο με συγκλονίζει ετούτη η παραλλαγή
που κρύβει ένα τόσο δα σπυρί ελπίδας
πως κάποια μέρα θα βρεθεί η σαϊτα
της Πηνελόπης.

Ιθάκη ακριβή
ποιά νά ’σαι η αληθινή πατρίδα του Οδυσσέα;
να ’ρθεί ν’ αράξει ο νόστος μας.
(Να ένα ερώτημα που καίει).
Η Σάμη το Δουλίχιον η Λευκάδα
ή ένα νησί που βούλιαξε στον πόντο...
ερίζουν οι σοφοί.

Η ομηρική Ιθάκη
λοιπόν δεν είναι σίγουρα το Θιάκι!
(Μπορεί και τούτο νά ’χει σημασία).

Ιθάκη Ιθάκη Ιθάκη
Ένα νησί – μα ποιό νησί;
να ’ρθεί να γίνει χώμα ο νόστος μας...
Ένα ρηχό ακρογιάλι!


Ανάβαση

Μια γλώσσα θάλασσας
Που βρυχιέται
Μ’ όλη τη γεύση του μεγάλου Ωκεανού
Στα μάτια
Και ο Ξέρξης
Που περπατάει μονοσάνδαλος
Πάνω στ’ αποσταμένα μαστίγια
Παραμιλώντας...

Πού είναι πού πήγαν οι Φοίνικες
Οι Αιγύπτιοι που θα γεφυρώναν τον Ελλήσποντο;
Το ξέρει:
Ποιός υπακούει ένα παράφρονα
Π’ ανοίγει πληγές στο σώμα της θάλασσας;
Και ήθελε τούτη την Άνοιξη
Να διαπεραιωθεί στ’ αντικρυνό ακρογιάλι.

Και νά!
Πετάει το σανδάλι στον άνεμο
Ο Ξέρξης πάει να γίνει Αναβάτης
Σκύβει και φοράει τα φτερνιστήρια.

Τ’ αφηνιασμένο κύμα
Που κοίμησε τους Μήδους του
Το ίδιο αυτό
Θα τον γυρίσει Νικητή
Στα Σούσα!


Νεκρή φύση

Η Συμφωνία του καλοκαιριού
Που κοίμιζε την πίκρα μας
Απ’ τις πνιγμένες θύμισες
Πώς έφτασε στο τέλος...

Τραγούδι των τζατζαμηνιών – μια μουσική ακουσμένη
Όταν βραδιάζαν οι καϋμοί
Φούχτες μαργαριτάρια
Πέφταν τ’ αστέρια στην ακρογιαλιά.
Ήχοι θρυμματισμένοι
Τώρα
Ποια δάχτυλα θα ζωντανέψουν το ρυθμό
Πάνω στα πλήχτρα της καρδιάς μας
Ποια χείλια θα ηχήσουν τον σκοπό
Στις σάλπιγγες των λευκών κρίνων
Ποιος θα κοιμήσει το θεριό
Όταν γλυστρά η χίμαιρα
Ποια δάχτυλα ποιά χείλια;

μια μελωδία μετέωρη
στο πεντάγραμμο των αισθημάτων μας
μαρμαρωμένη.


Άσκηση προσαρμογής σε πρώτο πλάνο

Κλείσαμε το ρολόι στο ψυγείο
(είναι και τούτο κάτι)
Την ώρα που περνάει το μεσημέρι
Κι ανακλαδίζονται οι εχθροί στα χαρακώματα.

Κλείσαμε το ρολόϊ στο ψυγείο
(ήταν το μόνο που μπορούσαμε)
Και τώρα προσπαθούμε «ανεπηρέαστοι»,
Δίχως την παρουσία του Εφιάλτη,
Να προσαρμόσουμε την όρασή μας.

Κλείσαμε το ρολόϊ στο ψυγείο...

Κρίνα, λοιπόν, στων πολεμίων μας τις φαρέτρες
Κι ανθεί βασιλικός στα χαρακώματα!
(Μπορούμε τώρα να το υποθέσουμε).
Είναι και τούτο κάτι.


Στον Αίολο

Ι
Αίολε,
Δε με φοβίζουνε τ’ ασκιά σου
Και γι’ αυτό
Θυσία και σπονδή μην περιμένεις.
Ούτε αίμα ούτε δάκρυ χύνω εγώ!

Είναι αλήθεια το θράσος μου μεγάλο
Μα δε ζητώ ευμένεια από σέ
Τον ούριο άνεμό σου δε ζητάω
Κι ας έχω πέλαγο μπροστά μου ανοιχτό.

Αίολε,
Συνήθεια πατρική μου τό ’χω,
Της γενιάς μου παλιά καλή-κακή συνήθεια,
Κυβερνητή μου άλλον να μη θέλω.
Κι έτσι μοναχός
Εκείνο που ποθώ τ’ αποφασίζω
Και μου πρέπει.
Πίστη δε δίνω στους χρησμούς εγώ.

Να βλαστημάει τους θεούς έτσι κανείς
Πατρίδα δεν του πρέπει.
Και τούτη την πατρίδα αναζητώ στα πέλαγα...
(Δεν είμαι ’γώ Οδυσσέας
ούτε και την πατρίδα μου πού κοίτεται
και πώς τη λένε ξέρω).

ΙΙ
Αίολε κυβερνήτη των καιρών
Δε με φοβίζουν οι άνεμοί σου
Γιατί
Γερό πανί
Γερό σκαρί
Και γερό δοιάκι έχω
Κ’ είμαι της θάλασσας παιδί – το ξέρεις.
Έτσι, σ’ όποιο λιμάνι κι αν με πας
Δε με πειράζει.
Εκεί μπορεί την ποθητή να βρω Ιθάκη
Την πατρίδα που ζητώ
Κ’ Ιθάκη ας μην τη λένε.
Κάθε λιμάνι της πατρίδας θα μου δώσει τη χαρά,
Για λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία,
Τι το καράβι στον αφρό θα στέκει πάντα.
Κι αν με δεχτούνε με τιμές ή αθόρυβα
Χωρίς ήχους τυμπάνων
Το ίδιο θά ’ναι,
Γιατί στον τόπο του αγνώριστος
Εκείνος που στα πέλαγα θα βγει
Ή σαν ζητιάνος ή σαν βασιλιάς γυρίζει.
Κ’ εγώ βγήκα στα πέλαγα παιδί.
Για τούτο
Πατρίδα μου την κάθε γη λογιάζω,
Μα δεν περνά πολύ
Που σ’ άλλη γη
Την ποθητή αναζητώ πατρίδα.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Διονύση Σέρρα: ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΔΕΣ - ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

Ανάμεσα στις πολλές ιστορικές και επιφανείς (λόγω πολιτιστικής προσφοράς και όχι λόγω οικοσήμων, περιουσιών ή αφιερωμάτων) οικογένειες της αλλοτινής Ζακύνθου, ξεχωριστή θέση κατέχει αυτή των Μαρτζώκη (ή Μαρτζώκηδων), με πολλά καταγραμμένα και αξιομνημόνευτα μέλη, ορισμένα από τα οποίοα διακρίθηκαν, λίγο–πολύ, κυρίως στον ευρύ τομέα των Γραμμάτων.

Με καταγωγή ιταλική, παλαιότατα από τη Φλωρεντία, η μετέπειτα με προέλευση από την Μπολόνια εξελληνισμένη αυτή οικογένεια της Ζακύνθου των αρχών του 19ου αιώνα, της οποίας το όνομα –σύμφωνα με το σχετικό λήμμα στο πάντα πολύτιμο Λεξικό τού Λεωνίδα Χ. Ζώη– ετυμολογικά προήλθε από τη λέξη Μarzoco, που σήμαινε τον “εστεμμένο λέοντα, το σύμβολον του Φλωρεντινού δήμου”, ανέδειξε αξιόλογες μορφές και “φωνές” στον χώρο της τοπικής και της αθηναϊκής λογιοσύνης (ιδιαίτερα της Φιλολογίας και της Λογοτεχνίας) αλλά και σε άλλους τομείς των Γραμμάτων, της Επιστήμης, της Τέχνης, του δημόσιου βίου κλπ.

Σ’ αυτές τις μορφές και “φωνές” ανήκει, πρώτος χρονολογικά, ο σύγχρονος του Σολωμού και του Κάλβου Λουδοβίκος–Ιγνάτιος Μαρτζώκης (1804–1890) γενάρχης από το 1837 της οικογένειας, άνθρωπος δημοκρατικών φρονημάτων, φιλοπατριώτης αγωνιστής κατά των Αυστριακών κατακτητών της Ιταλίας, ποιητής, ευπαίδευτος λόγιος, νομικός, εκπαίδευτικός συνιδρυτής τού ιστορικού περιοδικού Σπινθήρ και ιδρυτής τυπογραφείου και της θεατρικής εταιρείας “Παρνασσός”. Δεύτερος ακολουθεί ο Μέμνων Μαρτζώκης (1844–1902), επίσης λόγιος, γλωσσομαθής, καθηγητής στο Γυμνάσιο Ζακύνθου, συγγραφέας ιστορικοφιλολογικών μελετών, μεταφραστής και συνεργάτης στο περιοδκό Αι Μούσαι του Λ. Χ. Ζώη. Τρίτος στη σειρά έρχεται ο Ανδρέας Μαρτζώκης (1849–1922), δάσκαλος ξένων γλωσσών, πολυγραφότατος λυρικοδραματικός, σατιρικός και ρομαντικός ποιητής και πεζογράφος. Τέταρτος και γνωστότερος είναι ο με αρκετά περιπετειώδη ζωή Στέφανος Μαρτζώκης (1855–1913), κυρίως λυρικοστοχαστικός ποιητής, από τους τελευταίους μετασολωμικούς εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής, δημοτικιστής, αποδεκτός ή αναγνωρισμένος και από τους απαιτητικούς αθηναϊκούς πνευματικούς κύκλους της εποχής του. Κοντά σ’ αυτούς προσγράφονται, ακόμη, ο αδελφός των τριών προηγούμενων Πίος Μαρτζώκης (1847–1911), γιος και αυτός του Λουδοβίκου–Ιγνάτιου, συγγραφέας ενός μονόπρακτου κωμειδύλλιου, και ο Καίσαρ Μαρτζώκης, γιος του Στέφανου, επιφανής δικηγόρος, που υπηρέτησε ως Νομάρχης Ζακύνθου το 1941.

Συνοπτικά, αυτές οι περιπτώσεις, που μας ήταν γνωστές για την περιόδο μέχρι τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κινήθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο δραστηριοποιήθηκαν και παρήγαγαν ποικίλο έργο στους τομείς ή στους χώρους τής νομικής, της φιλολογίας, της εκπαίδευσης, της ποίησης, της πεζογραφίας, των ξένων γλωσσών, της μετάφρασης, της δημοσιογραφίας, των εκδόσων, του θεάτρου, της δημόσιας διοίκησης, της κοινωνικής ζωής κλπ.

Στο διάβα του πανδαμάτορα χρόνου, από το πέπλο της λησμονιάς ή από το τυπικό στοιχείο της απλής θύμησης και της περιστασιακής αναφοράς, που αναφορά –δίκαια ή άδικα, πρόσκαιρα ή οριστικά, αναπόφευκτα ή όχι– διάφορα πρόσωπα, γεγονότα, δράσεις, δημιουργήματα ή γραφές κ.ά., διασώθηκαν κυρίως η περίπτωση, τοπικά, του Ανδρέα Μαρτζώκη, λόγω της αρκετά επιτυχημένης λυρικοθρησκευτικής του σύνθεσης Ο Γούμενος της Αναφωνήτριας (για τον Άγιο Διονύσιο της Ζακύνθου) και η περίπτωση του ιστορικογραμματολογικά σημαντικότερου και ευρύτερα αναγνωρισμένου Στέφανου Μαρτζώκη. Ενός λυρικού, κοινωνικοστοχαστικού και ιδεολογικά προοδευτικού ποιητή, για τον οποίο ο Κώστας Βάρναλης, που τον είχε γνωρίσει προσωπικά και τον είχε εκτιμήσει, σκιαγραφώντας τον συγκριτικά και όχι τυχαία, έχει γράψει ότι πρόκειται για “έναν ρωμιό Βερλαίν, χωρίς τα βίτσια (εκείνου) ή έναν Ζαν Μωρεάς, χωρίς τον αριστοκρατισμό και το μονόκλ…), επισημαίνοντας έτσι, λίγο–πολύ, επιγραμματικά, την ποιητική “ταυτότητα”, την ελληνικότητα, την ποιότητα του χαρακτήρα, την απλότητα και τη λαϊκότητα του Ζακυνθινού ποιητή…

Στα μέλη της οικογένειας Μαρτζώκη που προαναφέρθηκαν, καλύπτοντας τον 19ο αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, ήρθε να προστεθεί η μόνη με συγγραφική μαρτυρία γυναικεία μορφή τής οικογένειας, η Μαρία Μαρτζώκη (1910–1966), εγγονή του Στέφανου και κόρη του Καίσαρα Μαρτζώκη, η οποία, προοδευτικής κατεύθυνσης άτομο και αγωνιστικά δραστήρια στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και της Ιταλογερμανικής Κατοχής, ευαίσθητη και ρομαντική, εκφράστηκε κι αυτή ποιητικά με απλούς –πρωτόλειους– λυρικούς παραδοσιακούς ή δίχως ομοιοκαταληξία στίχους, ανήκοντας (ή ενταγμένη αξιολογικά) στους αφανείς ή ελάσσονες ποιητές και στιχογράφους, για τους οποίους ο Κώστας Καρυωτάκης έγραψε την εκφραστική και “λυπητερή” του “Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων”. Ανήκοντας, όμως, και σε όλους όσοι συνθέτουν το αυθεντικό και πλήρες “πρόσωπο” και τη γραμματολογική ιστορία ενός τόπου και μιας εποχής, είτε αυτοί είναι μικροί ή μέτριοι, είτε μείζονες, ιδιοφυείς και κορυφαίοι, είτε “χαμωλόγοι” ή “πανωλόγοι”, για να θυμηθούμε και τον συγγραφέα τού Περίπλου Διονύση Ρώμα (1906-1981), στα 30 χρόνια, εφέτος, της δικής του “φυγής” από τον μάταιο κόσμο μας.


Η ποιητική ενασχόληση και κατάθεση της Μαρίας Μαρτζώκη διαπιστώνεται από το μοναδικό και άγνωστο βιβλιογραφικά αντίτυπο τής μόνης ποιητικής της συλλογής, που με τον τίτλο Σκόρπιες Πνοές εκδόθηκε, ιδιωτικά, στην Αθήνα το 1956 (σ.σ. 46, εξώφυλλο: Μιχάλης Νικολινάκος).

Το βιβλίο της, αυτό, σαν “κομμάτι” από τον λεπτό κ’ ευαίσθητο ανθρώπινο κόσμο της, το αφιερώνει εύλογα και τιμητικά στη μορφή και στη μνήμη τού παππού της Στέφανου Μαρτζώκη, ενώ στο σωζόμενο στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων αντίκτυπο, καταγραμμένο και γνωστοποιημένο σε μας πρόσφατα από τη φίλη Διευθύντριά του Κατερίνα Δεμέτη, υπάρχει χειρόγραφη αφιέρωση της ποιήτριας προς τον γνωστό και ευπαίδευτο Ζακυνθινό ποιητή, μελετητή, συγγραφέα και μεταφραστή Μαρίνο Σιγούρο (1855 – 1961), άξιο να μνημονευτεί επίσης ιδιαίτερα, εφέτος, στην 50ή επέτειο από τον θάνατό του.


Αυτά τα στοιχεία (ιστορικά, βιογραφικά, εργογραφικά, βιβλιογραφικά ή εκδοτικά), όπως και η γνωστή ή ανέκδοτη επιστολογραφία του Λουδοβίκου–Ιγνάτιου, του Μέμνονα και του Στέφανου Μαρτζώκη, μαζί με την πινακίδα ονοματοδοσίας σ’ έναν μικρό δρόμο της Ζακύνθου, στη συνοικία της Αγίας Τριάδας, όπου η “Οδός Μαρτζώκηδων”, αποτελούσαν ώς πριν απο λίγο καιρό τις λίγο–πολύ γνωστές ή αφανείς μαρτυρίες γι’ αυτήν την τοπική και πολυφωνικά πολυσχιδή οικογένεια, που πέρασε από το νησί μας ευδόκιμα, χαράζοντας τη δική της ευθεία και συνεπή πορεία ή αφήνοντας άσβηστα τα δικά της ίχνη σε “Τούτο το χώμα [το] μ’ άνθη στολισμένο”, όπως έγραψε σ’ ένα σονέτο του για τη γενέθλια γη του ο Στέφανος Μαρτζώκης. Κ’ εκεί που νομιζόταν ότι ο Μαρτζώκηδες είχαν οριστικά εκλείψει – όπως άλλες παλιότερες ζακυνθινές οικογένειες, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε το περασμένο καλοκαίρι. Ένας γόνος της οικογένειας αυτής, γιος της άγνωστής μας ή αγνοημένης Μαρίας Μαρτζώκη και δισέγγονος του Στέφανου Μαρτζώκη, έφτασε για πρώτη φορά στη γη των προγόνων του, σαν αργοπορημένος προσκυνητής ή αποφασιστικός ερευνητής και αναζητητής διαφόρων στοιχείων για τη γενιά και την πατρίδα της μητέρας του. Πρόκειται για τον σήμερα εδώ παρόντα Μαθιό Γιαμαλάκη–Μαρτζώκη, κρητικής καταγωγής από την πλευρά του φιλελεύθερου (βενιζελικού) πατέρα του Γιώργη Γιαμαλάκη και γεννημένο στην Αθήνα, με σπουδές, επίδοση και πλούσιο δημιουργικό έργο στους τομείς της κινηματογραφίας και της ζωγραφικής. Πρόκειται για έναν με δικές του και όχι μόνο με προγονικές περγαμηνές εκλεκτό καλλιτέχνη της διασποράς, γλωσσομαθή και πολυτάξιδο, με τη δική του βιολογική ή βιωματική “οδύσσεια”, δραστηριοποιημένος και αναγνωρισμένος κυρίως στο με δυσκολίες και απαιτήσεις εξωτερικό, στη Γερμανία και στη Σουηδία, ιδιαίτερα, έχοντας πραγματοποιήσει 25 εκθέσεις εικαστικών έργων του και αριθμώντας πάνω από 50 φιλμ, μικρού ή μεγαλύτερου μήκους, ντοκιμαντέρ ή ταινίες ανθρωποκεντρικής μυθοπλασίας, κοινωνικοπολιτικού και πολιτιστικού ρεαλισμού ή σύγχρονης θεματολογίας, προσεγγίζοντας και παρουσιάζοντας ό,τι τον συγκινεί, τον εμπνέει και τον απασχολεί μ’ ευαισθησία, γνώση, ταλέντο, με οξυδερκή κριτική, προοδευτική ματιά, με “λογισμό και μ’ όνειρο” ή μ’ “ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής” (και του νου), κατά τον Διονύσιο της Ελευθερίας Υμνωδό.

Η πρώτη εκείνη γνωριμία μας, με αφορμή την αναζήτηση –από τον οικείο σαν ήδη γνώριμο του τόπου μας, από παλιά, Μαθιό Γιαμαλάκη-Μαρτζώκη– και την καταγραφή ενός φιλμ γύρω από τους προγόνους του (μ’ επίκεντρο τον Στέφανο Μαρτζώκη) και γύρω από την εποχή τους –ή και για τη νεότερη και δική του πια– Ζάκυνθο, καθώς και η αποψινή μας φιλική εκδήλωση, χάρη στην πρόθυμη αποδοχή και συνεργασία της άξιας ευχαριστιών και στήριξης Κινηματογραφικής Λέσχης Ζακύνθου, αποτελούν πιστεύουμε, ένα ιδιαίτερα ευχάριστο γεγονός για τη σημερινή πολιτιστική Ζάκυνθο, από εκείνα που ικανοποιούν τη διψασμένη για ποιότητα ανθρώπινη ύπαρξη κι από αυτά που ταιριάζουν στην παράδοση, στην ιστοριά και στη ζωή ενός άξιου για το καλύτερο τόπου.

Ακόμη, αποτέλεσαν λίγο–πολύ το ξεκίνημα για να φτάσουμε σήμερα εδώ, με την ευκαιρία της δεύτερης επίσκεψης του αγαπητού Μαθιού στην ιδιαίτερη πατρίδα μας, οπότε και τον καλωσορίζουμε όχι τυπικά και επιφανειακά μα εγκάρδια και συλλογικά και συν-μνημονεύουμε, τιμητικά (έστω και πολύ καθυστερημένα), με απλές ή σύντομες –έστω– αναφορές, σκιαγραφώντας τους αλλοτινούς λίγο–πολύ λησμονημένους και προ πολλού αξιολογημένους Μαρτζώκηδες της Σιωπής και της Σκιάς, που ήρθαν τώρα ξανά στην επιφάνεια και στην τοπική δημοσιότητα, χάρη στον τωρινό απόγονο και ικανό συνεχιστή τους. Έναν και με ζακυνθινές ρίζες δημιουργό της προοδευτικής και ακμάζουσας ελληνικής διασποράς, έναν ενεργό, σκεπτόμενο και ελεύθερο πολίτη του κόσμου μας, τολμηρό και ασυμβίβαστο που έφτασε κοντά μας από τη μακρινή, όμορφη και πολιτισμένη – σαν μια Βενετία του Βορρά – Στοκχόλμη, όπου μόνιμα κατοικεί, για να μας συνδέσει έμμεσα ή άμμεσα, πραγματικά και νοητικά ή ψυχοσυναισθηματικά κλπ. μ’ ένα σημαντικό “κομμάτι” –άλλου ήθους και άλλου ύφους– της αλλοτινής φιλοπνευματικής και φιλότεχνης Ζακύνθου, φτάνοντας και στην περίπτωση τού Διονύση Ρώμα, τον οποίο ο Μαθιός θυμάται συχνά να επισκέπτονται φιλικά το σπίτι τού παππού του Καίσαρα Μαρτζώκη και του οποίου Ρώμα ο ζωγράφος και εικονογράφος βιβλίων Μαθιός φιλοτέχνησε έργο για τη νουβέλα τού Ζακυνθινού συγγραφέα “Τα Χριστούγεννα του Καρδινάλιου”, που είχε επιλεγεί για μια ξενόγλωσση ανθολογία νεοελλήνων πεζογράφων, στη Σουηδία. Κ’ έφτασε, ακόμη, για να μας συνδέσει ή να μας ταξιδέψει νοερά στην Ιταλία των προγόνων του ή σε άλλους τόπους και χώρους του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μεταφέροντάς μας και στην όποια ακμή και τη φθίνουσα πορεία της Ζακύνθου τού 19ου και 20ού αιώνα. Όπως, επίσης, για να μας πάει ή να μας θυμίσει και την από παλιά και πολύτροπα δεμένη με το νησί μας Κρήτη, τη γενέτειρα αθάνατων μορφών, όπως ο μοναδικός Δομίνικος Θεοτοκόπουλος, και αξιόλογων σημερινών δημιουργών, όπως ο ικανός τής βραβευμένης ταινίας Ελ Γκρέκο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής. Κι αυτά, βέβαια, τ’ αναμένουμε ενδεικτκά μόνο και σε σχέση πάντα (κι αυτονόητα) με τις τέχνες της Ζωγραφικής και του Κινηματογράφου, που και ο με πολλά γόνιμα στοιχεία –λόγω και της διπλής του καταγωγής– Κρητικοζακυνθινός Μαθιός Γιαμαλάκης-Μαρτζώκης επί χρόνια υπηρετεί. Δύο χώρους και τομείς, που έρχονται να συμπληρώσουν εκείνους των Γραμμάτων, τους οποίους τίμησαν (στα μέτρα τα δικά τους) οι πρόγονοί του λόγιοι, αλλά και από τους οποίους δεν απέχει εντελώς ο σημερινός καλλιτέχνης απόγονός τους, κατάθέτοντας κατά καιρούς τις δικές του εκφραστικές και ευαίσθητες γραφές σε ημερολογιακές ή άλλες σελίδες, με εξομολογητικές ή προσωπικές αναφορές, σκέψεις, κρίσεις, παρατηρήσεις, στοχαστικούς προβληματισμούς κλπ. γύρω από τηζωή, τον άνθρωπο, την τέχνη, την εποχή και τον κόσμο μας, επικοινωνώντας με τους άλλους όχι μόνο μέσω τής εικαστικής και φιλμογραφικής του δημιουργίας αλλά και με τον ευθύ και εύστοχο λόγο του, μέσω του Διαδικτύου και των φιλικών του ανεπιτήδευτων επιστολών.

Έτσι, σήμερα, έχοντας διανύσει –και διανύοντας σταθερά– τη δική του δημιουργική πορεία, ο με πολλά του τόπου και της “ταυτότητάς” μας γονίδια ή στοιχεία Μαθιός Γιαμαλάκης-Μαρτζώκης έρχεται δικαιωματικά να πάρει τη θέση που του πρέπει και του ανήκει στη χορεία των Ζακυνθινών ή των σχετικών (παντοιοτρόπως) με τη Ζάκυνθο δημιουργών, τόσο της Ζωγραφικής –με τους πολλούς καταξιωμένους παλιότερους και τους τωρινούς αξιόλογους καλλιτέχνες– όσο και της Έβδομης Τέχνης, με τους ομότεχνους του Μαθιού, ντόπιους σκηνοθέτες, τον αείμνηστο Σωκράτη Καψάσκη (1928–2007) και τον πάντα παρόντα και δραστήριο Τώνη Λυκουρέση.

Γι’ αυτούς ή και για άλλους λόγους καλωσορίζουμε, έστω κι απλά, τον Μαθιό Γιαμαλάκη-Μαρτζώκη, στον ανθεκτικό ακόμη, παρά τις όποιες δοκιμάσιες, “κόσμο” τής πολιτιστικής Ζακύνθου, με τον οποίο τον συνδέουν και η προγονική του ιστορία και καταγωγή και πολλά κοινά “σημεία” της ψυχοπνευματικής του ύπαρξης και της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας και προσφοράς. Και ευχόμαστε ή, μάλλον, είμαστε βέβαιοι πως οι δεσμοί του με τη γη των Μαρτζώκηδων, όπου ζωτικό από παλιά και κοινωνικά αρμονικό και παραγωγικό ενδημεί και το προερχόμενο από την Κρήτη στοιχείο, θα γίνουν πιο στενοί και ανθεκτικά εκφραστικοί στην πορεία της ζωής και του χρόνου.

Κι ακόμη, ευχόμαστε, διατηρώντας θαλερή την εφηβεία τής ωριμότητάς του και τη χωρίς ηλικία έμφυτη δημιουργική κλίση, διάθεση και δυναμικότητα, να τον ξανασυναντήσουμε και πάλι εδώ, είτε σε μια ειδικά τιμητική εκδήλωση για τους άξιους Μνημοσύνης και όχι Λήθης (ή περιστασιακής μόνο αναφοράς) Μαρτζώκηδες – κάτι που τους οφείλει, όπως και σε άλλους, η νεότερη Ζάκυνθος, είτε σε μια ατομική έκθεση ζωγραφικής των πολυθεματικών και πολύσημων –νεοτερικής τεχνοτροπίας– γεννημάτων τού χρωστήρα του, είτε στην παρουσίαση και πρώτη προβολή στο νησί μας της σχεδιαζόμενης για τους Μαρτζώκηδες νέας φιλμογραφικής παραγωγής τού Μαθιού. Αυτής, που πιστεύουμε ότι ο καλλιτέχνης θα καταθέσει κάποια στιγμή σαν στεφάνι σεβασμού και Τιμής ή σαν άλλο δώρημα ανιδιοτέλειας και συμβολής στη για μας και τους μεταγενέστερους “αναβίωση” των ζακυνθινών προγόνων του. Κι αν αυτό δεν γίνει γρήγρα, με αντικειμενικές τις όποιες δυσκολίες, ελπίζουμε να πραγματοποιηθεί τουλάχιστο σε δύο χρόνια από τώρα, το 2013. Και μάλιστα, τον μήνα Φεβρουάριο (όπως τώρα η αποψινή εκδήλωση), αφού τότε συμπληρώνονται ένας αιώνας από τη στιγμή που άφησε πρόωρα (σε ηλικία 58 χρόνων) την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, ο μαχητικός της βιοπάλης και της γραφίδας –ή της Χαρμολύπης– ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ακριβώς την ημερομηνία των γενεθλίων του: είχε γενηθεί στις 22 Φεβρουαρίου 1855 και πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1913!

Απόψε εδώ, αγαπητοί Φίλοι, τον φετινό ψυχρό Φεβρουάριο, το όποιο κρύο ή την όποια παγωνιά, την έξω ή την εσώτερη, του καιρού ή των καταστάσεων κλπ., νομίζουμε πως τη μετρίασε αρκετά η θαλπωρή της άσβηστης μνήμης των Μαρτζώκηδων του Χθες, αλλά πιο πολύ την περιορίζει η ζεστασιά της “πνοής” ή της επιβίωσής τους Σήμερα, χάρη στην ύπαρξη, την παρουσία και την προσφορά τού Μαθιού Γιαμαλάκη-Μαρτζώκη. Ανταποδίδοντάς του το ελάχιστο, τον ευχαριστούμε για την απρόσμενη εμφάνιση, για τον έστω αργοπορημένο ερχομό στη μητρική τη του Ούγου Φώσκολου (που, σημειολογικά και πολυσήμαντα, μας τον θυμίζει και η ονομασία του χώρου στον οποίο βρισκόμαστε), για την ευφρόσυνη συνάντηση και επικοινωνία του μαζί μας και για ό,τι ανθρώπινα, ιστορικοπνευματικά και καλλιτεχνικά ωραίο και σημαντικό εκφράζει.

Βιβλιογραφία
* Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν / Ιστορικόν και Λαογραφικό Ζακύνθου, Τόμος Α, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1953, σσ. 400 – 402.
* Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών, Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Παγουλάτου, Αθήνα [χ.χ.], σσ. 22-25.
* Διονύσης Ν. Μουσμούτης, Ο Πίος Μαρτζώκης και το ζακυνθινό κωμειδύλλιο. Το τύμπανον και η σάλπιγξ, Εκδόσεις Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2006.
* Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα – Έργα – Ρεύματα – Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, σσ. 1350 – 1351.

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Τα «απλωμένα ρούχα» και η Γκιόστρα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η αλήθεια είναι πως με τον πεζό λόγο ελάχιστα έχω ασχοληθεί. Από μικρός μάλιστα ένοιωθα πρόβλημα στο σχολείο, που πρωτοπήγα, σαν άκουγα τους δασκάλους μου να λένε στο μάθημα των ελληνικών πως το είδος αυτό της έκφρασης είναι πολύ ευκολότερο από την ποιητική δημιουργία και πως αν το καλλιεργήσουμε κατάλληλα, όλοι μπορούμε να το υπηρετήσουμε, ως ένα σημείο, βέβαια.

Αντιστεκόμουν τότε και αμφέβαλα. Πίστευα πως δεν ξέρουν τι λένε και πως προσπαθούν να οδηγήσουν τους μαθητές σ’ ένα μαντρί, από το οποίο εγώ θα ξέφευγα. Παιδικές φαντασιώσεις, περισσότερο κοντά στον στίχο, αλλά και την τέχνη γενικότερα.

Δύστροπος, μάλιστα, όπως ήμουν από τα γεννοφάσκια μου, θυμάμαι πως σαν η δασκάλα μου της Δευτέρας Δημοτικού, αν δεν με απατά η μνήμη μου, δίνοντας προτεραιότητα στην φαντασία, μας έβαλε σαν θέμα (τι άλλο τότε;) την 25η Μαρτίου του 1821, εγώ, παρασυρμένος και από τις ατέλειωτες επετειακές απαγγελίες, που λόγω του επαγγέλματος της μητέρας μου (ήταν δασκάλα) «εξ απαλών ονύχων» είχα υποστεί, αλλά, παρόλα αυτά, συνέχιζε να με συγκινεί η μεστότητα του λόγου, πήρα το μολύβι και σκάρωσα ένα αφελέστατο ποίημα. Θέλοντας, δε, ο άθλιος να ομοιοκαταλακτήσω την λέξη κλειδί, η οποία ήταν απαραίτητη, την «Αγία Λαύρα», εφηύρα του … «βουνού την αύρα» και νόμισα πως έκανα και κατόρθωμα!

Δεν μου είπε τίποτα η καημένη η δασκάλα, ίσως και γι’ αυτό την θυμάμαι με νοσταλγία, σεβασμό και αγάπη. Ίσως της οφείλω την αιτία πολλών μου ισορροπιών, γιατί αν έπαιρνε τότε τον κλασσικό και επιβαλλόμενο χάρακα ή μ’ έβανε να ξαναγράψω ή να αντιγράψω εκατό φορές την ορθογραφία, ίσως ποτέ να μην μπορούσα να εκφραστώ.

Από τότε το πρόβλημα δεν έπαψε σχεδόν ποτέ να υπάρχει. Ήθελα να γράψω γράμμα σε φίλους και στις πρώτες σελίδες είχα εξαντλήσει το θέμα μου. Μου ζητούσαν κάποιες σκέψεις μου, στριμωχνόταν όλες σε τηλεγράφημα. Προσπαθούσα να σκαρώσω κάποιο σημείωμα, το έγραφα και μετά προσέθετα λέξεις και φράσεις για να το μεγαλώσω. Πολλές φορές, μάλιστα, γνωστοί και οικείοι μου έλεγαν πως έχω πάρει διαζύγιο με τα επίθετα και πως τα χρησιμοποιώ σπάνια, ενώ σχεδόν πάντα τα επιτάσσω. Μα δεν με νοιάζανε όλα αυτά και πολύ. Εγώ έτσι είχα μάθει να εκφράζομαι και να επικοινωνώ. Σ’ όποιον αρέσει!

Πριν λίγους μήνες, όμως, κάπου εκεί κατά την μέση του Φθινόπωρου, ενώ ακόμα απολάμβανα τα θαλασσινά μου μπάνια, ο φίλος και καλός ζωγράφος Χαράλαμπος Πυλαρινός μ’ ενημέρωσε πως τον Δεκέμβρη που μας πέρασε, κάπου εκεί στο τριήμερο των γιορτών του Αγίου μας, είχε σκοπό να κάνει μια έκθεση με τίτλο και θέμα «Απλωμένα ρούχα» και μου ζητούσε, επειδή είχε σκοπό να εκθέσει και το έργο του για την Ζακυνθινή Γκιόστρα, το οποίο φιλοτέχνησε πέρυσι, για να χρησιμοποιηθεί στην αφίσα των εκδηλώσεων, να του γράψω και εγώ ένα κείμενο για να συνοδεύει το έργο στο έντυπο της έκθεσης, που θα τύπωνε, όπως θα έκαναν και άλλοι λογοτέχνες για άλλους του πίνακες.

Η ιδέα ήταν αληθινά γαργαλιστική. Παρότι, μάλιστα ο Μπάμπης, γνωρίζοντας σίγουρα τις αδυναμίες μου και τις εμμονές μου, μου είπε συμπληρωματικά πως το κείμενο αυτό μπορεί να είναι και ποίημα, εγώ αντιστάθηκα και προσπάθησα να γράψω το πρώτο μου ουσιαστικά πεζό λογοτέχνημα.

Δεν πήρα αυτή τη φορά το μπλοκ και το μολύβι μου (από ιδιορρυθμίες άλλο τίποτα) αλλά κάθισα μπρος στον υπολογιστή μου και το κείμενο απρόσμενα βγήκε σχεδόν από μόνο του.

Αν στην πρώτη μου δασκάλα οφείλω την μόνιμη ενασχόλησή μου, στην αναβίωση των ιππικών αγώνων της Γκιόστρας και στον ζωγράφο Χαράλαμπο Πυλαρινό χρωστάω την μεταστροφή μου στην πεζογραφία. Αν υπάρξει συνέχεια, σ’ αυτούς στηρίζεται η αιτία.

Τώρα δε, που οι μέρες της αναβίωσης της τζαντιώτικης Γκιόστρας πλησιάζουν και τα πέταλα των αλόγων θα ταράξουν και πάλι, έστω και για λίγο, την ησυχία και την απραξία μας, ανοίγω το καλαίσθητο φυλλάδιο της όμορφης αυτής και σημαντικής, εικαστικής έκθεσης και μεταφέρω το κείμενο στις σελίδες της βδομαδιάτικης στήλης μου. Είναι μια φιλική προσφορά σε όσους τόσο καιρό επιμένουν και με διαβάζουν, αλλά και σ’ εκείνους που στηρίζουν την επαναφορά του πανάρχαιου εθίμου της έφιππης αναμέτρησης και έχουν κάνει την Γκιόστρα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς για το νησί μας, μαζί μου.

Όπως λένε στην αρχή πολλών κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και όπως ξεκαθαρίζουν στις πρώτες σελίδες αρκετών βιβλίων οι συγκρατημένοι συγγραφείς, πρέπει να δηλώσω και εγώ ευθαρσώς πως κάθε ομοιότητα με την πραγματικότητα οφείλεται καθαρά σε σύμπτωση και πως ο ήρωας υπάρχει, αλλά δεν είναι αληθινός. Μην τον αναζητήσετε, λοιπόν στις φωτογραφίες των περασμένων εκδηλώσεων της Γκιόστρας στο διαδίκτυο, ούτε να προσπαθήστε ν’ ανακαλύψετε την ντάμα του. Κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά ουτοπία. Η ιδέα του μετρά και ζει και αυτό πρέπει να το ξεδιαλύνετε.

Μα τι φλυαρώ; Εδώ πρέπει να σταματήσω. Σας παραθέτω το αφήγημα:


Ο Φίλιππος είχε μπει από καιρό στα είκοσι, μα, παρά το ελπιδοφόρο του όνομα, ποτέ δεν είχε ανέβει σ’ άλογο. Το περήφανο αυτό ζώο, μάλιστα, το γνώριζε μονάχα από το κόνισμα των έφιππων Αγίων Θεοδώρων, του Τύρωνα και του Στρατηλάτη, που η νόνα του είχε κρεμάσει, σαν κειμήλιο του προσεισμικού τους σπιτιού, το μοναδικό που διασώθηκε από την θεομηνία, στο δωμάτιό της, απέναντι από το κρεβάτι της, για να θυμάται τον άντρα της, δέκα χρόνια πεθαμένο, ο οποίος έφερε τ’ όνομά τους. Παρ’ όλα αυτά φέτος, για τα λαδοπράσινα μάτια και το καλλίγραμμο κορμάκι της τελευταίας του αγάπης, μιας μικρής μαθήτριας της δευτέρας Λυκείου - «πλάσμα» την έλεγε - αποφάσισε να τρέξει στην Γκιόστρα και να κερδίσει τ’ ασημένιο σπαθί. Σκέτη τρέλα, βέβαια, μα η εφηβεία στ’ αγόρια κρατά κάτι περισσότερο και ωριμάζουν με καθυστέρηση. Της το ’χε τάξει μάλιστα: «Αν δεν πάρω τον κρίκο, για πάρτη σου», της είπε, πίνοντας καφέ στο κεντρικό «San Marco» της πόλης τους, «χωρίζουμε για πάντα». Κι’ ο χωρισμός ήταν γι’ αυτόν άωρος θάνατος κι’ ας τον προκαλούσε ο ίδιος.

Για μήνες τον είχαν χάσει οι φίλοι του. Απομονωμένος σ’ άγνωστο μέρος, προσπαθούσε να κάνει το βαπτιστικό του πραγματικότητα και την ουτοπία του αλήθεια. Κόλλημα το ’βλεπε η παρέα του, όμως αυτός εκεί, βρέχει χιονίσει, εξαφανιζόταν και προπονιόταν.

Κι’ η μέρα ήρθε. Έφτασαν οι Απόκριες, το Καρναβάλι. Η Πλατεία Ρούγα, λίγο μετά τ’ απομεσήμερο του τελευταίου Σαββάτου, γιόμισε χρώματα αναμνήσεων, φωνές εκτόνωσης, ήχους τυμπάνων, κελεύσματα σαλπίγγων κι’ απόηχους πετάλων. Η κατάληξη στο ξέφωτο, όπου ο ανδριάντας του εθνικού μας ποιητή και τα ποθητά δαχτυλίδια, κρεμασμένα από το ξύλινο «Γ», που αν τα κέρδιζε, θ’ αποκτούσε και το δικαίωμα της ευτυχίας και το έπαθλο της αποκλειστικότητας.

Δεν κατάλαβε και πολλά, γιατί η εμπειρία του πρωτάρη είναι σχεδόν πάντα μεταφυσική και μυθική. Βλέπεις σ’ αυτήν τη ζωή σου, σαν να την παρακολουθείς σε πλούσια υπερπαραγωγή. Θυμάται άλογα να τρέχουν σαν αερικά, μαζί με το δικό του, βαθμολογίες ν’ ακούγονται ακατάπαυστα, επευφημίες να πλανιούνται, βρισιές ν’ απειλούν πολύ κοντά του, σημαίες ν’ ανεβοκατεβαίνουν περίτεχνα και τέλος τ’ όνομά του, ανέλπιστο για τους πολλούς, μα φυσικό για εκείνον, ν’ διαλαλιέται από τα μεγάφωνα κι’ αυτός να τρέχει, ν’ ανεβαίνει στο πάρκο, να υψώνει πανηγυρικά τα χέρια του, με τις ξυρισμένες μασχάλες, να ψάχνει το «πλάσμα» του κι’ αυτό να βρίσκεται ανέλπιστα πισωκάπουλα, με τα χέρια δεμένα στη μέση του, πριν τα χείλη τους ενωθούν κι’ η γυμνή αλήθεια του φανερωθεί, επάξια κερδισμένη.

Το σπαθί που κρεμόταν στον τοίχο του σαλονιού δεν του ’λεγε τίποτα στη συνέχεια. Αυτός πια γνώριζε καλά την πολυδιάστατη μορφή της Γκιόστρας! Ήταν πράγματι ένας φιλήδονος Φίλιππος.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Η αφίσα της φετινής Γκιόστρας

Της Κατερίνας Δεμέτη

Γράφαμε, στο φυλλάδιο του 2009, του Σωματείου GIOSTRA DI ZANTE, που κάθε χρόνο από τότε που ξεκίνησε την αναβίωση της «γκιόστρας», του ιππικού δρωμένου, που σηματοδοτούσε, συμπλήρωνε και χαρακτήριζε σημαντικά ιστορικά γεγονότα της παρελθούσας ιστορίας μας, ότι η εικαστική τεκμηρίωσή της, μόνο σε εύνοια της Θεάς Τύχης θα μπορούσε ν’ αποδοθεί, αφού η συχνότητα της αναπαράστασής της είναι μικρή, και ακολουθεί τα κενά που όλα τα υλικά τεκμήρια του νησιού μας, συναντούν, μετά το σεισμό του 1953 και τη φωτιά που ακολούθησε.

Και συνεχίζαμε, γράφοντας με βεβαιότητα πιο κάτω ότι, ένα τέτοιο θέμα, θα είναι σίγουρα πολύ πιο πλούσιο σε εικαστικό τεκμηριωτικό υλικό, τις επόμενες δεκαετίες, αφού σ’ αυτό θα μπορούν να συμπεριληφθούν και οι αφίσες και τα ζωγραφικά θέματα για τα πληροφορικά φυλλάδια, που θα κυκλοφορήσουν και τα οποία, εκτός από γενικές πληροφορίες για τον τόπο και το χρόνο διεξαγωγής της «γκιόστρας», στη διάρκεια του Ζακυνθινού Καρναβαλιού, περιλαμβάνουν και σημαντικές εργασίες σύγχρονων μελετητών.

Ο μαθητικός διαγωνισμός ζωγραφικής στα σχολεία του νησιού μας, με θέμα τη γκιόστρα, που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη χρονιά και η έκθεση των έργων των παιδιών μας στον κινηματογράφο «ΦΩΣΚΟΛΟΣ», ως παράλληλη εκδήλωση μαζί με τη συνδιοργάνωση Ημερίδας του Σωματείου Giostra di Zante με το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, στα πλαίσια της διεξαγωγής της «Γκιόστρας του Άι-Γιωργιού», από 23-25/4/2010, όχι μόνο έκαναν τη βεβαιότητά μας, βιωμένη πραγματικότητα, αλλά και έδωσαν την πιο ελπιδοφόρα νότα, στους απαισιόδοξους καιρούς, που διανύουμε σήμερα.

Έτσι μαζί με το υδατογράφημα του Κονίδη Πορφύρη που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τον Αύγουστο του 1965, στο τεύχος 127 και αναδημοσιεύτηκε από το Διονύση Φλεμοτόμο, στα Επτανησιακά Φύλλα (1) και τα δύο σκίτσα του Χρήστου Ρουσέα (1896-1978), που φυλάσσονται στο αρχείο του Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (2) και δημοσιεύτηκαν σε εργασία μας στο ίδιο περιοδικό, τα έργα των παιδιών μας, από τα σχολεία που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του δραστήριου σωματείου Giostra di Zante (3), που ανήκουν πια στο αρχείο του Σωματείου, διατρανώνουν ότι δεν μιλάμε πια για απλή αναβίωση ενός ιππικού δρωμένου, αλλά για ενεργοποίηση της δημιουργικής φαντασίας του πιο αγνού και ελπιδοφόρου κυττάρου της κοινωνίας μας, που δεν έχει ανάγκη από ξένες βοήθειες και μνημόνια για να ορθοποδήσει, αλλά έχει τη δύναμη, στηριγμένο στις αξίες που φέρει μέσα του η μακραίωνη ιστορία της φυλής μας, να βρει το δρόμο για την έξοδο από την κρίση.

Την ίδια βεβαιότητα, άλλωστε μας δίνουν και οι αφίσες που φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για τη «γκιόστρα» και που όλες αποτελούν «προϊόντα» της καλλιτεχνικής δημιουργίας σημαντικών εκπροσώπων της εικαστικής κοινότητας του νησιού μας.

Συγκεκριμένα αναφερόμαστε στις αφίσες των: Νίκης Πέρδικα (2005), Νίκου Μπιάζη (2005), Μαρίας Νικ. Πλέσσα (2006), Γιάννη Τσολάκου (2006), Διονύση Παπαδάτου (2008), Ελένης Γούναρη (2009), Μπάμπη Πυλαρινού (2010) και Αθηνάς Λυκούρεση (Η Γκιόστρα του Άι-Γιωργιού 23-25/4/2010).

Τη φετινή αφίσα της «Γκιόστρας 2011», έχει επιμεληθεί η ζωγράφος Μαρία Ρουσέα, η αγαπημένη, που σαν σταθερή αξία, ξέρει να παρεμβαίνει με τα έργα και με το λόγο της, για να ταρακουνήσει για τα κακώς κείμενα, να προτείνει και να ξαναθυμίσει για όσα κάνουμε πώς δεν τα βλέπουμε και δεν μας αγγίζουν.

Και η κ. Ρουσέα, κατάφερε φέτος να μας εκπλήξει ευχάριστα, αφού επέλεξε για τη φετινή αφίσα να δημιουργήσει μία σύνθεση που συμπυκνώνει το χθες με το σήμερα και μέσα από αυτή να κάνει την δική της εικαστική πρόταση:

Τρεις δυναμικές κάθετες ταινίες με διεύθυνση προς τα κάτω, όπως οι δείκτες του Dow Jones, που ακούμε καθημερινά στα δελτία ειδήσεων, δίνουν το δικό τους οπτικό μήνυμα μέσα από τη συνάρτηση των δυνάμεων που εμπεριέχουν. Η πρώτη, δουλεμένη με το μπλε, του ουρανού και της θάλασσας, συμβολίζει την καθαρή σκέψη και τη λογική συμπεριφορά, που θα έπρεπε να επιδείξουμε όλοι μας για να ξεφύγουμε από την κρίση της εποχής μας. Δίπλα της, η πράσινη ταινία, στο χρώμα που ντύνεται η γη την άνοιξη, φέρνει την ελπίδα για την αναγέννηση, που θα φέρει το τέλος της στέρησης και της ταλαιπωρίας και τέλος η κόκκινη, δουλεμένη με το χρώμα της έντασης, της συγκίνησης, της αγάπης, της ενότητας, και γιατί όχι του θυμού και της επανάστασης.

Και πάνω στις τρεις ταινίες, πατά η μία από τις δύο σπουδές του Χρήστου Ρουσέα, που φυλάσσονται στο αρχείο του Μουσείου Σολωμού και παρουσιάζει την παρέλαση των έφιππων αγωνιστών, την ώρα που διασχίζουν την Πλατεία Ρούγα.

Με γρήγορο σκιτσάρισμα ο Ρουσέας αποδίδει το θέμα της πομπής με τρόπο εντελώς ζωγραφικό. Χωρίς να υποκύψει στην υπερβολική αποτύπωση λεπτομερειών, καταφέρνει ν’ αποδώσει τη συνολική εντύπωση της στιγμής, αλλά και το μεγαλείο του θεάματος. Τα πρόσωπα χωρίς να είναι αναγνωρίσιμα, είναι αυθύπαρκτα. Οι λεπτομέρειες που λείπουν, σε συνδυασμό με ό,τι είναι ορατό, κάνουν παιχνίδι με το φως και έτσι το έργο κερδίζει σε εσωτερική ζωντάνια. Αισθανόμαστε σαν να ακούμε τις ζητωκραυγές και τα «ούρα» του πλήθους, το κοκκίνισμα των γυναικείων παριών στη θέαση των καβαλάρηδων και τη γιορτινή ατμόσφαιρα σε όλο της το μεγαλείο. Παρ’ ότι φτιαγμένο γρήγορα, το έργο του Ρουσέα, δεν έχει λάθη ούτε στην προοπτική ούτε στον βηματισμό των αλόγων, και μοιάζει σαν να βγαίνει από το παρελθόν της ιστορίας της γκιόστρας για να περπατήσει στο παρόν της φετινής γκιόστρας του 2011.

Και αυτή ακριβώς είναι η πρόταση της Μαρίας: μία πρόταση που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους: δηλαδή ότι τα προβλήματα του σήμερα μόνο μέσα από τη σωστή ερμηνεία της ιστορικής εμπειρίας μπορούν να βρουν τη λύση τους. Και αυτό όχι μόνο μέσα από περικοπές και αφαιμάξεις. Γίνεται και μέσα από το τραγούδι και το χορό, μέσα από την αισιόδοξη αντιμετώπιση της καθημερινής μας μιζέριας. Αυτό δηλαδή που εκφράζει το πνεύμα του Ζακυνθινού Καρναβαλιού.

Άντε, και του χρόνου μάσκαρες!

---------------------------------
1. Επτανησιακά Φύλλα, τόμος ΚΕ΄, 1-2, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2005, Διονύση Φλεμοτόμου: «Ετότες ιστορίστηκε ετούτη η ομιλία. Εικαστικά έργα του Κ. Πορφύρη για το Ζακυνθινό λαϊκό θέατρο».
2. Επτανησιακά Φύλλα, τόμος ΚΗ΄, 1-2, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2008, Κατερίνας Δεμέτη: «Σκέψεις γύρω από τη σύλληψη και την εκτέλεση της καλλιτεχνικής ιδέας με αφορμή τη δωρεά της Μαρίας Ρουσέα προς το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων».
3. Πρόκειται για τα σχολεία: 1ο Δημοτικό Σχολείο Καραμπίνειο, το 2ο Δημοτικό Σχολείο, το Δημοτικό Μουζακίου και το Πειραματικό Σχολείο Κάμπου.
Related Posts with Thumbnails