© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Νικηφόρου Βρεττάκου: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

[Νέα Ἑστία, Χριστούγεννα 1978. Ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσας, Ἀθῆναι 1998].

Τὸ πρόσωπό σου, τῆς Ἑλλάδας πρόσωπο, Ποιητή.
Τ' ἀχτινοβόλα μάτια σου, μάτια δικά της.
Οἱ στοχασμοί σου, στοχασμοὶ δικοί της καὶ δικό της
τὸ πέταγμά σου στὰ μεσούρανα τῆς ἀρετῆς, ἀπ' ὅπου
ἔβλεπες κάτω ἐδῶ τὶς περιούσιες πέτρες
νὰ βγάζουν ἄνθη ὅπως καὶ ἄλλοτε. Τὸ μέτωπό σου
μέτωπο τῆς ἀποφασισμένης Ἐλευθερίας
πού σκέπασε μὲ τὸ ἀνανεωμένο, κυματιστό της
φόρεμα τὴν ἱερὴ ἀπὸ πάντα, καλὴ κ' ἠγαπημένη
γῆς: Βουνὰ φτιαγμένα ἀπὸ γυαλὶ οὐρανοῦ,
ἔλατα, σκῆτες, καλύβια ποὺ καπνίζανε ταπεινοσύνη,
θάλασσες ποὺ λαμποκοποῦν θραύσματα ἥλιου πάνω τους,
πέτρες γιὰ φυλαχτά, πανάρχαιες ἐλιὲς
πού ἀκόμη στάζουνε λάδι γιὰ τοὺς θεούς,
ἅρματα ποὺ τὰ φύλαγε κάτω ἀπὸ τὸ φουστάνι της
ἡ Παναγιὰ στὰ εἰκονοστάσια, καὶ μιὰ γλώσσα
γλυκόλαλη ποὺ μύριζε ζεστὸ ψωμί, ρίγανη,
μέντα, ἀλιφασκιὰ καὶ γάλα Τζαβέλαινας,
κι ὅλα ὅσα δέθηκαν σφιχτά, γίναν ἕνα καὶ πέρασαν
μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες τοὺς μέσα σου
ὅσο ποὺ ἔγινες τέλος τόπος καὶ χρόνος.
Διονύσιε, θέλω νὰ εἰπῶ πὼς μετὰ τόσα χρόνια
ἀναμονῆς στὴν κοντινὴ θὰ βρεθεῖς ὄχθη, ἀπ' ὅπου
θ' ἀκούονται νὰ βουΐζουνε σπόροι ξεσηκωμένοι,
γιομάτοι μέθη, ἕτοιμοι νὰ τρυπήσουν τὸ χῶμα
καὶ τοὺς μακριοὺς τινάζοντας μίσχους νὰ πλημμυρίσουν
τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμὸς καὶ ἐγιόμισε ἄνθη!

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Νίκου Εγγονόπουλου: ΑΡΜΟΣΜΕΝΟ ΓΙ' ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΑΝΔΡΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ Σ' ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΜΠΑΧ

[Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Στὴν Κοιλάδα μὲ τοὺς Ροδόνες», Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1992, 3η ἔκδ.]

κατάρα — Κύριε — σ' ὅποιον ἐπιβουλεύτηκε
τὸ ψωμὶ τοῦ ποιητοῦ
κατάρα — Κύριε — σ' ἐκεῖνον ὅπου ἔβαλε βέβηλο χέρι
στὰ λιγοστὰ χρήματα τοῦ
πτωχοῦ ζωγράφου
ποὔκλεψε τὴ δεκάρα
ἀπὸ τὴν τεταμένη
τὴν ταπεινὴ
τοῦ διακονιάρη φούχτα
κατάρα!

χαράμι!
φαρμάκι θὰ γένη τὸ ψωμί!
καὶ τὸ κλεμμένο νόμισμα:
καρφὶ πυραχτωμένο στ' ἄσπλαχνα τὰ στήθη
αὐτῶν ποὺ ἔστερξαν τὶς ἀνομίες
σ' αὐτοὺς π' ἀδίκησαν τὴ φτωχὴ χήρα
ποῦ ἐβαρέσαν τὸ ἀπροστάτευτο παιδὶ
ποῦ σπάσανε τὸ πήλινο τοῦ διψασμένου τάσι
π' ἀρνήθηκαν στὸν ἄρρωστο συμπόνια
ποὺ κοροϊδέψαν τὸ λεπρὸ
χτύπησαν τὸν τρελλὸ
καὶ τὸν τυφλὸ παραπλανῆσαν
ποὺ δυσκολέψαν τὴ ζωὴ τ' ἀνήμπορου
στοὺς ψεύδορκους
στοὺς ἀτιμάσαντες
σ' αὐτοὺς ποὺ βασανίσανε Ὁβραίους εἴτε Χριστιανοὺς
μεσ' στ' ἄνομα στρατόπεδα τῆς Γερμανίας

ὑπάρχει Θεός!

ἡ μέρα περνᾶ
ἡ ὥρα περνᾶ
«ἡ κοινωνία γελᾶ»
σώζονται τὰ προσχήματα
ὅμως αὐτὸς δὲν τὸ κατάλαβε
ποὺ ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ ἀφοῦ διέπραξε τὴν ἀνομία
πὼς ξημερώθηκε καὶ ξύπνησε καὶ περπατεῖ
πλέον μεσ' στὴ φοβερὴ μαυρίλα τοῦ θανάτου
(τὸ στόμα του ἀπὸ τώρα γέμισε χώματα)
κι' αὐτοῦ ποὺ ψεύστηκε
κι' αὐτοῦ π' ἀδίκησε
κι' αὐτοῦ ποὺ βάρεσε
θὰν τὸ πλερώσουνε καὶ τὰ παιδιά τους
καὶ λόγο — ὁπωσδήποτε — θὰ δώσουν
ἴσαμε καὶ
δεκάτη πέμπτη γενεὰ

ὑπάρχει Θεός!

ἐτάζονται οἱ καρδιὲς καὶ τὰ νεφρά
καὶ πλάϊ ἀπ' τὴ σακάτικη τὴ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπω
κρύφτεται ἡ Ἐρινύα
βαθειὰ μέσα στὸν ἴδιο φταίχτη φωλιασμένη
ἀμείλιχτη ἀνελέητη
ποὺ καλὰ ροῦχα καὶ ὀφφίκια καὶ νομιμοφάνειες δὲν ψηφᾶ
ποὺ ἡ καλοπέραση — μὰ πρὸς Θεοῦ ! — δὲν τηνὲ νοιάζει
καὶ τιμωρεῖ
σκληρὰ
τοὺς ἄμυαλους καὶ τοὺς δειλοὺς ποὺ κάνουν τὸ κακὸ
γιατί

ὑπάρχει Θεός!

ἔ! σὺ ἐπίορκε
-ναὶ σὺ ὅπου ψευδόρκησες-
ἐσὺ ποὺ ἔβλαψες μὲ τόσην ἀλαφριὰ — τὸν πλησίον σου –
συνείδηση
ἀπὸ τώρα ἀκοῦς στῆς νεκρικῆς σου ἀκολουθίας
τὰ ψαλσίματα
τοῦ πονηροῦ του πνεύματος τὰ γέλια
νὰ σαρκάζουν:
ἒ ! ψεύτη ἀστὲ ὅσο κι' ἂν προσπαθεῖς
τὴ μούρη σου
γιὰ συμπαθητικὴ — κι' ὡραία ἀκόμη — νὰ μᾶς δείξης
μὴ χάνεσαι:
τὴ λούζει ἀλάκερη
τῆς ἔρημης ψυχῆς σου
ἡ βρῶμα
κι' ἡ ἀνανδρία
κι' ἡ ψευτιὰ

ὑπάρχει Θεός!

ὅπως τοῦ δίκαιου τὸ κάθε τί θὲ νὰ γενῆ χαλάλι
ὁ ἀνομήσας — μή σᾶς νοιάζη — θὰ κριθῆ

ἀκούσατε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ποιητῆ: τὸ ἄνομο ψωμὶ δὲν ὠφελεῖ
ὑπάρχει ὁπωσδήποτε Θεός:

τί κρίμα ὅμως νάν' οἱ ἄνθρωποι τόσο λίγοι!

Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίου: ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


[Από τον Τιμητικό Τόμο Φιόρα Τιμής για τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό, Ζάκυνθος 2009, σ. 93-102]

Πρόλογος

Τό παρόν θέμα, Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι σημαντικό καί ἀναγκαῖο γιά τήν ἐποχή μας ἰδιαίτερα.

Χαρακτηρίζω ὡς «ἀναγκαῖο» γιά τήν ἐποχή μας τό θέμα αὐτό, γιατί στούς καιρούς μας διαπράττεται καί αὐτή ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ αἵρεση: Τό ὅτι παραθεωρεῖται καί ὑβρίζεται ἡ Παλαιά Διαθήκη, πού ἀποτελεῖ τό πρῶτο μέρος τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καί στήν ὁποία εὑρίσκονται τά σπέρματα τῶν εὐαγγελικῶν ἀληθειῶν. Ἡ Ἐκκλησία μας στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν (στήν Παλαιά Διαθήκη) καί τῶν Ἀποστόλων (στήν Καινή Διαθήκη). Τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν) ὁμολογοῦμε: «Οἱ προφῆται (ἡ Παλαιά Διαθήκη) ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι (ἡ Καινή Διαθήκη) ὡς ἐδίδαξαν... οὕτω φρονοῦμεν οὕτω λαλοῦμεν»! Διά τοῦτο καί τό θέμα περί τῆς διδασκαλίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης – σήμερα μάλιστα πού ἀπό ἄγνοια παραθεωρεῖται καί ἀπό θρησκευτικούς ἀκόμη ἀνθρώπους ἡ Παλαιά Διαθήκη – προσφερόμενο ὡς κατήχηση στόν λαό μας, εἶναι περισσότερο ἀπό ἀναγκαῖο.

Σέ ἕνα ὅμως μικρό κείμενο δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ ἐπαρκῶς ἕνα τέτοιο πλούσιο κατά τό περιεχόμενό του θέμα, ἔστω καί ἄν ὁ τίτλος του τό περιορίζει στά βασικά μόνο σημεῖα, ὡς Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιά Διαθήκη πραγματικά ἔχει πλούσια διδασκαλία γιά ἐπί μέρους θέματα καί ἔχουν γραφεῖ ὡραῖα βιβλία καί ἀπό ἡμετέρους καί ἀπό ξένους θεολόγους γιά τήν διδασκαλία της αὐτή, χαρακτηριζόμενα ὡς Θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὡς Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως εἶναι τό θέμα μου, θά ἔκρινα τήν διδασκαλία της περί Θεοῦ, ἀνθρώπου καί ἱστορίας, στήν ὁποία ἐμπλέκεται καί ἡ Μεσσιακή της διδασκαλία. Ἀλλά, ἄν κάνουμε ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ἐπί μέρους θεμάτων, ἀπαιτεῖται νά κάνουμε μία ἐκτενῆ ἐργασία, διά τοῦτο καί ἐνταῦθα θά περιοριστῶ μόνο στήν κύρια διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Δαιθήκης, τήν βασική, ὅπως τήν λέγω στό ὑπό ἀνάπτυξη θέμα μου.

Χριστολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Τήν Παλαιά Διαθήκη πρέπει νά τήν δοῦμε ὅπως τήν εἶδε ἡ Καινή Διαθήκη καί ἡ Ἐκκλησία γενικώτερα, δηλαδή πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε χριστολογικῶς. Ἡ χριστολογία της, αὐτή εἶναι ἡ κύρια καί ἡ βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι βιβλίο τοῦ Χριστοῦ. Καί κατά τοῦτο δέν διαφέρει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη· γιατί, ὅπως ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων –δηλαδή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων– περί τοῦ Χριστοῦ, τό ἴδιο εἶναι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη: Εἶναι καί αὐτή φάκελλος μαρτυρικῶν καταθέσεων τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων μαρτύρων –δηλαδή τῶν δικαίων Πατριαρχῶν καί Προφητῶν– περί τοῦ Χριστοῦ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε θεοπτίες περί τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ Χριστός, «Ἀβραάμ ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τήν ἡμέραν τήν ἐμήν καί εἶδε καί ἐχάρη» (Ἰωάν. 8,56). Ἡ μόνη διαφορά τῶν δύο Διαθηκῶν εἶναι ὅτι ἡ μέν Καινή Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τόν σεσαρκωμένο Χριστό, ἡ δέ Παλαιά Διαθήκη γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἐπρόκειτο νά σαρκωθεῖ καί ἐβιάζετο, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, πότε νά σαρκωθεῖ καί νά ἐμφανισθεῖ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἐνεφανίζετο, πράγματι, ὡς «Ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου». Ἐπιθυμῶ νά παραθέσω ἐδῶ τήν περιλάλητον περικοπήν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περί τῆς σχέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν: «Προέλαβε τήν Καινήν ἡ Παλαιά καί ἡρμήνευσε τήν Παλαιάν ἡ Καινή. Καί πολλάκις εἶπον, ὅτι δύο Διαθῆκαι καί δύο παιδίσκαι καί δύο ἀδελφαί τόν ἕνα Δεσπότην δορυφοροῦσι. Κύριος παρά προφῆταις καταγγέλλεται. Χριστός ἐν Καινῇ κηρύσσεται. Οὐ καινά τά καινά, προέλαβε γάρ τά παλαιά. Οὐκ ἐσβέσθη τά παλαιά, ἡρμηνεύθη γάρ ἐν τῇ Καινῇ» (Ὁμιλία εἰς τό «Ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου» καί εἰς τήν ἀπογραφήν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, MPG 50,796).

Ἡ Καινή Διαθήκη καί σύμφωνα μέ αὐτήν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἑρμηνεύουν τήν Παλαιά Διαθήκη χριστολογικῶς. Ὡς βάση τῆς χριστολογικῆς ἑρμηνείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε τόν λόγο αὐτό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ἅ περί τοῦ Πατρός ὁ Μωυσῆς λέγει, Παῦλος εἰς τόν Υἱόν ἐκλαμβάνει, πολλήν τήν ἰσότητα δεικνύς» (Ὁμιλία εἰς τόν Η΄ Ψαλμ., MPG 55,120).

Ἔτσι, γιά νά ἀναφέρω δείγματά τινα, κατά τήν χριστολογική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, (α) τό α΄ καί β΄ κεφάλ. τῆς Γενέσεως, πού μιλάει γιά τόν δημιουργό Θεό, μιλάει γιά τόν Χριστό ὡς δημιουργό τοῦ κόσμου, γιατί λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι «πάντα δι’ αὐτοῦ (τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ) ἐγένετο καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (Ἰωάν. 1,3). Καί λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἐν αὐτῷ (δηλαδή, τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ) ἐκτίσθη τά πάντα» (Κολ. 1,16).

(β) Ἡ Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά τόν Γιαχβέ Θεό, τόν Νομοθέτη τοῦ Ἰσραήλ στό ὄρος Σινᾶ, καί περί τῆς νομοθεσίας αὐτῆς ὁμιλεῖ ὁ προφήτης Βαρούχ ὅταν λέγει περί τοῦ Θεοῦ «ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ» (Βαρ. 3,37). Ὁ λόγος ὅμως αὐτός, ὅπως ἑρμηνεύει ὡραῖα ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρεται στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί ὁ προφήτης Βαρούχ λέγει περί τοῦ Νομοθέτου Θεοῦ στήν συνέχεια (στίχ. 38), ὅτι «μετά ταῦτα ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»! Καί βεβαίως ὁ λόγος αὐτός ἀναφέρεται στόν Χριστό, γιατί Αὐτός ἐσαρκώθη καί «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» καί ὄχι ὁ Πατήρ! Ἄρα, κατ’ αὐτήν τήν ἑρμηνεία, ὁ Ἰησοῦς Χριστός Αὐτός εἶναι ὁ Νομοθέτης τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτός χορήγησε τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γι’ αὐτό καί ἔχει τό δικαίωμα νά τόν διορθώσει (νά τόν συμπληρώσει), ὅπως καί τό κάνει στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, λέγοντας «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν...» (Ματθ. 5,22) (βλ. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς τό κατά Ματθαῖον ΙΣΤ΄, δ΄. MPG 57,244).

(γ) Κατά τήν πορεία τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο, σέ δυό περιπτώσεις πού ἀναφέρονται εἰς Ἐξ. 17,5-6 καί Ἀριθμ. 20,7-11, ὁ Μωυσῆς κτύπησε μέ τήν ράβδο του τόν βράχο καί βγῆκαν ἀπ’ αὐτόν ὕδατα καί ἤπιε ὁ λαός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύει καί τίς περιπτώσεις αὐτές χριστολογικῶς καί λέγει εἰς Α΄ Κορ. 10,1-4 γιά τούς προγόνους του Ἰσραηλῖτες ὅτι «ἔπινον ἐκ πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας, ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δηλαδή, ἀκολουθοῦσε τούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο σάν μία ἀόρατη πνευματική πέτρα καί τούς ἐφρόντιζε. Ἀκόμη ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Χριστό στήν ἔρημο καί «ὑπό τῶν ὄφεων ἀπώλοντο» (Α΄ Κορ. 10,9), ἄν καί εἰς Ψαλμ. 77,18-20 λέγεται ὅτι οἱ Ἰσραηλῖτες ἐπείρασαν τόν Γιαχβέ. Εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπως ἀναφέραμε τόν λόγο του, ὅτι ὅσα ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει γιά τόν Θεό Πατέρα, αὐτά ὁ ἀπόστολος Παῦλος τά ἀνάγει στόν Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χρυσόστομος, καί πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σάρκωσή Του ἀποκαλύπτεται καί δρᾶ στήν Παλαιά Διαθήκη: «Καί πρό τῆς παρουσίας τῆς ἐνσάρκου πάντα αὐτός (ὁ Χριστός) ᾠκονόμει καί πάντα αὐτός ἔπραττε, νομοθετῶν, προνοῶν, κηδόμενος, εὐεργετῶν» (Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἐστί Θεός ὁ Χριστός, MPG 48,815).

(δ) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται μέ τήν ἔκφραση «ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου» (Mal’ak-Jahve, ὅπως λέγεται στό Ἑβραϊκό κείμενο) ἕνα μυστηριῶδες Πρόσωπο, τό ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς Θεός καί ὀνομάζεται ρητῶς «Γιαχβέ». Τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· αὐτός στό χωρίο Ἠσ. 9,6 ὀνομάζεται «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», στό δέ Μαλ. 3,1 χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ ἄγγελος τῆς διαθήκης». Ὀνομάζεται δέ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «Ἄγγελος», ἐπειδή, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος, «τήν πατρικήν ἡμῖν ἀνήγγειλεν βουλήν, κατά τήν αὐτοῦ φωνήν» (MPG 81,296), ἐπειδή δηλαδή ἀπεστάλη ἀπό τόν Θεό Πατέρα γιά νά ἐξαγγείλει τήν βουλή Του.

Ἔχουμε πολλές ἐμφανίσεις αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Γεν. 22,11.12 καί Ἰωάν. 8,56. Γεν. 31,11. Ἐξ. 3,2-21. Ἰησ. Ν. 5,13-15. Κριτ. 2,1-5), ὁ τρόπος δέ μέ τόν ὁποῖο γίνεται λόγος περί τοῦ Προσώπου αὐτοῦ δέν ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται, πραγματικά, γιά Πρόσωπο τῆς Θεότητος, ἀφοῦ καί τό Πρόσωπο αὐτό ὀνομάζεται «Γιαχβέ».

Ἀλλά ἐνῶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμόφωνα ἑρμηνεύουν ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη Ἄγγελος Κυρίου εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι δηλαδή ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ἑρμηνεύει λανθασμένα ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί τοῦ ἀκτίστου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γίνεται βεβαίως λόγος σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί κτιστῶν ἀγγέλων, ἀλλά στίς περιπτώσεις τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ πού μνημονεύσαμε πρόκειται γιά θεῖο Πρόσωπο, πρόκειται γιά τόν ἄσαρκο ἀκόμη Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐσφαλμένη αὐτή ἀντίληψη τοῦ Αὐγουστίνου προέρχεται ἀπό τό λάθος του ὅτι δέν ἔκανε διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί ἑπομένως ἡ θεοφάνεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ θά ἐσήμαινε γι’ αὐτόν φανέρωση τῆς θείας οὐσίας. Καί αὐτό βεβαίως εἶναι ἀδύνατο, γιατί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν. 1,18). Εἶχε δέ ἀκούσει ὅτι οἱ Πατέρες ἀπέρριπταν τήν ἰδέα ὅτι οἱ δίκαιοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔβλεπαν τήν θεία οὐσία καί ἐπειδή δέν ἐγνώριζε ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται διά τῶν θείων ἐνεργειῶν, ἀπέρριπτε τήν δυνατότητα τῶν θεοφανειῶν. Ἡ ἑρμηνεία δέ αὐτή τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου περί τοῦ Ἀγγέλου τοῦ Κυρίου, ὅτι πρόκειται περί κτιστοῦ ἀγγέλου καί ὄχι περί θείου Προσώπου, ἔγινε βάση τῆς θεολογίας τῶν Φραγκολατίνων καί ἔτσι ὑποτιμήθηκε ἀπ’ αὐτούς ἡ Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεύουν, λοιπόν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἠθικολογικά. Ὅπως τονίζω καί στίς πανεπιστημιακές μου παραδόσεις στούς προσφιλεῖς Φοιτητές, ὡς μία κυρία αἰτία ὑποτιμήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τό ὅτι τήν εἴδαμε ἱστορικῶς (ὡς ἁπλῶς μία ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ) καί ἠθικολογικῶς (ὡς ἕνα καλό βιβλίο, ὡς τά βιβλία τῶν φιλοσόφων) καί ὄχι χριστολογικῶς.

Ἡ περί ἱστορίας διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης

Ὁ Μεσσίας λοιπόν ἀποτελεῖ τό κύριο θέμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι τό «τέλος», δηλαδή ὁ σκοπός τῆς ἱστορίας αὐτῆς. Πραγματικά, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἱστορία της, ἀλλά καί γενικῶς ἡ καθόλου ἱστορία, δέν εἶναι μία τυχαία πλοκή γεγονότων, ἀλλά διευθύνεται ἀπό τόν Θεό καί κατευθύνεται ἀπό Αὐτόν σέ ἕναν τελικό σκοπό, τήν σωτηρία τοῦ κόσμου διά τοῦ Μεσσίου. Ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τῆς ἱστορίας, γιατί σ’ αὐτήν τήν διδασκαλία πλέκεται σχεδόν ὅλη ἡ θεολογία της.

Κατά τήν διδασκαλία αὐτή ὁ Θεός συνδέεται μέ τήν ἱστορία, γιατί Αὐτός εἶναι πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο καί πρέπει λοιπόν σάν ἠθικός καί δίκαιος Θεός νά ἐπεμβαίνει στόν κόσμο γιά νά φυλάγει τήν τάξη αὐτή. Ὑπάρχουν δύο ἔννοιες τοῦ Θεοῦ: (α) Εἶναι πρῶτον, ἡ ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, τοῦ κυριάρχου τῆς φύσεως καί αὐτή ἡ ἔννοια ἀπορρέει ἀπό τήν ἔννοια τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὡς δημιουργός τοῦ κόσμου ὁ Θεός εἶναι ἀσφαλῶς κυρίαρχος αὐτοῦ. (β) Καί εἶναι ἔπειτα ἡ ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ Θεοῦ, πού ἔθεσε τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο. Ἡ πρώτη ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου, τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ, ἀποσποῦσε Αὐτόν ἀπό τόν κόσμο. Ἡ ἔννοια ὅμως τοῦ ἠθικοῦ Θεοῦ τοῦ θέσαντος καί ἐποπτεύοντος τήν ἠθική τάξη στόν κόσμο, ἔφερε τόν Θεό πλησίον αὐτοῦ καί μέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοια ἔχουμε τήν σύνδεση τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἱστορία.

Τώρα θά ποῦμε ὅτι στό Ἰσραήλ ὑπάρχουν δύο τύποι, δύο πάλι ἔννοιες συνδέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἱστορία καί οἱ ἔννοιες αὐτές ἔχουν ὡς βάση κάποια θεολογία.

(α) Ἡ πρώτη ἔννοια ξεκινᾶ ἀπό τήν βάση ὅτι ἡ Ἰσραηλιτική θρησκεία, στήν ἀρχή της τοὐλάχιστον, φέρει ἐγκόσμιο χαρακτήρα. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ἡ Ἰσραηλιτική θρησκεία, λόγω τοῦ πολέμου της κατά τῆς νεκρομαντείας – ἡ ὁποία νεκρομαντεία προϋποθέτει πίστη στήν μεταθανάτια ζωή – δέν ἀνέπτυξε στά πρῶτα χρόνια τήν πίστη αὐτή στήν μετά θάνατο ζωή καί γι’ αὐτό, ξαναλέγουμε, φέρει ἐγκόσμιο χαρακτήρα. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἡ θρησκεία τοῦ Ἰσραήλ εἶχε ἀρχικῶς ἐγκόσμιο χαρακτήρα, ὅπως εἴπαμε, ἐπιστεύετο ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται στόν κόσμο τοῦτο παρέχοντας ὑλική ἀμοιβή καί εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί στέρηση καί δυστυχία στόν ἀσεβῆ. Κατά τήν ἀρχική αὐτή ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας στό Ἰσραήλ ἡ ἐξωτερική εὐτυχία ἑνός ἀνθρώπου εἶναι δεῖγμα τῆς εὐσεβείας του καί ἡ δυστυχία κάποιου θεωρεῖται δεῖγμα τῆς ἁμαρτωλότητός του.

Ὁ πρῶτος αὐτός τύπος τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας παρουσιάζει προτερήματα, ἔχει ὅμως καί ἀδύνατα σημεῖα. Πράγματι, κατά τόν τύπο αὐτόν ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα πεδίο στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ θεία ἐνέργεια, ἡ ὁποία μάλιστα δέν παρουσιάζεται ὡς αὐθαίρετη, ἀλλά κινεῖται κατά δίκαιο τρόπο, ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά εἶναι τά προτερήματα.

Ἀλλά ἀκριβῶς τό σημεῖο τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς ἐννοίας αὐτῆς τῆς ἱστορίας, πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὄχι ὡς ἐλευθέρα ἀλλά ὡς ρυθμιζομένη ἀπό τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, καί τό ἄλλο σημεῖο πού μᾶς παρουσιάζει τήν θεία ἐνέργεια ὡς ἀπολύτως καταληπτή ἀπό τόν ἄνθρωπο, γιατί κινεῖται ἀνάλογα μέ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, αὐτά τά δύο φαίνονται ὡς ἀδύνατα σημεῖα τοῦ τύπου αὐτοῦ, τῆς κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.

Καί ἡ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πάλι σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας μᾶς παρουσιάζει τήν ἱστορία χωρίς κανένα ἀπώτερο σκοπό· γιατί μᾶς τήν παρουσιάζει σάν μία συνεχῆ ἐναλλαγή τιμωρίας καί ἀμοιβῆς τῶν ἀνθρώπων καί τόν Θεό ὡς δεμένο σ’ αὐτήν τήν μηχανική ἀνταπόδοση.

Ἀλλά καί τό ἄλλο ἀκόμη, τό σοβαρώτερο, τό ὁποῖο ταλαιπώρησε κατά τήν πρώτη αὐτή καί παλαιά σύνδεση Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία ἡ θεία ἐνέργεια ἐκδηλώνεται στόν κόσμο αὐτό ἀμείβουσα τόν εὐσεβῆ μέ εὐτυχία καί τιμωροῦσα τόν κακό μέ δυστυχία: Εἶναι τό πρόβλημα τῆς «θεοδικίας». Πῶς δηλαδή ἑρμηνεύεται ἡ παρατηρουμένη δυστυχία τῶν εὐσεβῶν καί ἡ εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν, πῶς ἑρμηνεύονται οἱ κίνδυνοι καί ἡ καταστροφή τέλος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ κράτους; Τά συμβαίνοντα αὐτά ἐφαίνοντο ὡς ἀντίθετα πρός τήν τεθεῖσα ἀρχή τῆς ἱστορίας τοῦ τύπου αὐτοῦ: Ὅτι ὁ Θεός παρέχει εὐτυχία στόν τηροῦντα τίς ἐντολές Του, τιμωρεῖ δέ τόν παραβαίνοντα αὐτές. Κατά τήν παλαιά ἀντίληψη τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ὁ Θεός συνδέεται μέ τό σύνολο γενικά (Kollectivismus) καί ἔτσι οἱ ἁμαρτίες πατέρων μεταβαίνουν στούς ἀπογόνους, ἐξηγεῖται κάπως τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας· γιατί ἡ δυστυχία ἑνός εὐσεβοῦς ἠμποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ ὅτι προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες κάποιου προγόνου του. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἡ παλαιά αὐτή ἀντίληψη τοῦ «καθολικοῦ» τύπου τῆς θρησκείας ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ καί νά ἀκούεται ἡ ἄλλη διδασκαλία τῆς «ἐξατομικεύσεως τῆς θρησκείας», ὅτι δηλαδή κάθε ἄνθρωπος εἶναι αὐτός μόνος ὑπεύθυνος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τότε τό πρόβλημα τῆς θεοδικίας συνεκλόνιζε, πράγματι, καί ἔθετε σέ κίνδυνο τήν πίστη στόν Θεό (βλ. λ.χ., Μαλ. 3,14-18. 2,17).

Στήν Παλαιά Διαθήκη γίνονται πολλές προσπάθειες γιά τήν λύση τοῦ προβλήματος τῆς θεοδικίας. Κινοῦνται ὅμως οἱ προσπάθειες αὐτές στό πλαίσιο τῆς πρώτης ἐννοίας συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας, κατά τήν ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἡ θρησκεία παρουσιάζεται μέ ἐγκόσμιο χαρακτήρα καί οἱ πράξεις τοῦ Θεοῦ θεωροῦνται ὡς ἀπολύτως καταληπτές ἀπό τόν ἄνθρωπο, κατά τόν τύπο: Ὑλική εὐτυχία στόν εὐσεβῆ καί τιμωρία στόν ἀσεβῆ. Ὡς καλυτέρα φαίνεται ἡ λύση πού δίδει ὁ προφήτης Ἰερεμίας. Ὁ προφήτης ἔθεσε στόν ἴδιο τόν Θεό τό δύσκολο πρόβλημα, «τί ὅτι ὁδός ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθύνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;» (Ἰερ. 12,1), γιατί δηλαδή εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς; Καί ὁ Θεός τοῦ ἀπήντησε μέ τόν ἑξῆς περίεργο στίχο:

«Ἐάν ὁ δρόμος μέ πεζούς ἀνθρώπους σέ κουράζει,
τί θά κάνεις ὅταν ἀγωνίζεσαι μέ ἄλογα;
Ἐάν στήν ἀσφαλῆ γῆ δέν εἶσαι ἀσφαλής,
τί θά κάνεις στίς ζοῦγκλες τοῦ Ἰορδάνου;» (12,5).

Εἶναι φανερό ἀπό τόν στίχο αὐτόν ὅτι ὁ Θεός δέν λύνει τό πρόβλημα, ἡ ἀπάντησή Του ὅμως δεικνύει ὅτι ὁ προφήτης πρέπει νά μένει σταθερός στήν πίστη του καί νά ἑτοιμάζεται γιά μεγαλύτερα συγκλονιστικά γεγονότα καί πρός αὐτόν καί πρός τό ἔθνος του, στά ὁποῖα ὅμως δέν πρέπει νά ἀμφιβάλει γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἄν αὐτή δέν φαίνεται σαφῶς σ’ αὐτά. Γενικῶς, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό ὅλο τό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, ἡ θέση του στό πρόβλημα τῆς θεοδικίας εἶναι ὅτι δέν πρέπει νά ταρασσόμεθα γι’ αὐτό, οὔτε νά ἀμφιβάλλουμε γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν εἶναι καταληπτές ὅλες οἱ πράξεις Του. Ὅτι καί στά γεγονότα τῆς ἀτομικῆς μας ζωῆς καί γενικῶς τῆς ἱστορίας, στά ὁποῖα δέν φαίνεται νά λάμπει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει καί ἐκεῖ ἀκόμη ἡ ἐνέργεια τοῦ δικαίου Θεοῦ. Λέγουμε ὅμως τώρα ὅτι ἡ λύση αὐτή τοῦ προφήτου Ἰερεμίου, πού θεωρεῖ ὡς ἀδύνατη τήν κατανόηση τῆς θείας ἐνεργείας στήν ἱστορία, ἀντίθετα δηλαδή ἀπό τήν μέχρι τώρα κρατοῦσα ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός κατευθύνει τήν ἱστορία μέ πράξεις, τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κατανοεῖ, ἡ λύση αὐτή, λέγουμε, εἶναι εἰλημμένη ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα καί ἔχει τήν ρίζα της σέ ἄλλη, σέ μιά δεύτερη ἔννοια τῆς συνδέσεως Θεοῦ καί ἱστορίας.

(β) Κατά τήν ἔννοια αὐτή τό ἔργο τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία δέν εἶναι καταληπτό, ὅπως κατά τήν πρώτη ἔννοια.

Ἡ πρώτη ἀντίληψη περί ἱστορίας ξεκινοῦσε ἀπό τήν ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ καί δικαίου Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε. Ἡ δεύτερη ὅμως ἐδῶ ἀντίληψη βασίζεται στήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγάπης. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή ἡ ἱστορία ἀρχίζει μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, πού ἔφερε στόν ἄνθρωπο τήν ἀπώλεια τοῦ παραδείσου καί τήν διαστροφή τῆς φύσεώς του πρός τό κακό. Ὁ Θεός ὅμως ἀπό ἀγάπη ἐπεμβαίνει στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους γιά τήν σωτηρία του, ἐκλέγει ἕνα λαό, τόν Ἰσραήλ, καί συνάπτει μαζί του διαθήκη στό ὄρος Σινᾶ, ἀποκαλύπτοντας σ’ αὐτόν τό θέλημά Του, γιά νά ἐργασθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅπως τό καταλαβαίνουμε, σ’ αὐτήν τήν δεύτερη ἔννοια τῆς ἱστορίας ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀπόλυτος κύριος καί ρυθμιστής της, χωρίς νά περιορίζεται στά στενά ὅρια τῆς ἀμοιβῆς καί τῆς τιμωρίας τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὅπως στήν πρώτη ἔννοια, καί κατευθύνει τήν ἱστορία σέ ἕνα τελικό σκοπό: Τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Καί κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ὅλα τά γεγονότα ἔχουν τό νόημά τους καί συνδέονται μεταξύ τους, συντείνοντα ὅλα στόν τελικό αὐτό σκοπό τῆς ἱστορίας. Ὁπωσδήποτε δέ θά πραγματοποιηθεῖ ὁ σωτηριολογικός σκοπός τῆς ἱστορίας, γιατί κατευθύνεται ἀπό Αὐτόν τόν παντοδύναμο Θεό καί γι’ αὐτό θά ἔχει τό τέλος του, τήν πραγματοποίησή του, τήν ἀνάκληση δηλαδή τῶν πρωτοπλάστων ἐκ τῆς πτώσεως, τήν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στήν κατάσταση τοῦ παραδείσου. Ἔτσι ἄρχισε νά διαμορφώνεται στό Ἰσραήλ ἡ ἐσχατολογία, ἡ διδασκαλία δηλαδή περι τῶν ἐσχάτων τῆς ἱστορίας ἡμερῶν, κατά τήν ὁποία ἡ ἱστορία θά καταλήξει στήν ἐπικράτηση τῆς θείας βουλῆς.

Κατά τήν πρώτη περί τῆς ἱστορίας ἀντίληψη αὐτή προσλαμβάνει ὁρισμένο τύπο, τήν ἀμοιβή τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί ρυθμίζεται ἀναλόγως τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς πλήρως κατανοητή. Κατά τήν δευτέρα ὅμως παραπάνω ἀντίληψη ἡ ἱστορία κατευθύνεται ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δρᾶ ἐλευθέρως, γι’ αὐτό καί δέν εἶναι κατά πάντα κατανοητή. Γι’ αὐτό καί ἡ ἱστορία κατά τήν ἀντίληψη αὐτή δέν γίνεται ἀντικείμενο κριτικῆς, ἀλλά πίστεως, τά δέ γεγονότα τῆς ἱστορίας προσλαμβάνουν διάφορες σημασίες καί θεωροῦνται ὡς μυστηριώδεις πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἐξυπηρετοῦν τόν γενικό τῆς ἱστορίας σκοπό, τήν σωτηρία δηλαδή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Οἱ προφῆτες ἐκήρυτταν, πράγματι, ὅτι ἡ ἱστορία δέν εἶναι πάντοτε κατανοητή, διότι βαίνει κατά θεῖο σχέδιο: «Θαυμαστή εἶναι ἡ βουλή αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), μεγάλη ἡ σύνεσις αὐτοῦ», ἀναφωνεῖ ὁ Ἠσαΐας θαυμάζοντας τήν πλοκή τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας (28,29 κατά τό Ἑβραϊκό). Καί τό ἀκατανόητο τῆς ἱστορίας ἐκφράζων ὁ ἴδιος προφήτης λέγει: «Παράδοξο εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, περίεργη εἶναι ἡ πράξη του» (28,12) καί παρεισάγει τόν Θεό νά λέγει στούς ἀνθρώπους: «Οὐ γάρ εἰσιν αἱ βουλαί μου ὥσπερ αἱ βουλαί ὑμῶν, οὐδ’ ὥσπερ αἱ ὁδοί ὑμῶν αἱ ὁδοί μου» (55,8).

Πρός τήν πραγματοποίηση τῆς θείας βουλῆς στήν ἱστορία προσκόπτει ἡ ἑδρεύουσα στόν ἄνθρωπο ἁμαρτία, ἡ ὁποία βεβαίως δέν προέρχεται ἀπό τόν ἅγιο δημιουργό Θεό, ἀλλά ἔχει τήν ἀρχή της στήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ὁποία ἐπέφερε τήν ἐξασθένηση τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς προφῆτες, ὅταν ἡ ἁμαρτία κυριαρχήσει τόν ὅλο ἄνθρωπο τοῦ γίνεται δευτέρα φύση του, ὥστε αὐτή νά μή δύναται πλέον νά μεταβληθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πάρδαλη, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἰερεμίου, δέν δύναται νά ἀλλάξει τό χρῶμα της (Ἰερ. 13,23). Δέν δύναται ὅμως ἡ ἁμαρτία νά ματαιώσει τό καθορισθέν ὑπό τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ σωτηριολογικό σχέδιο, πού ἀποτελεῖ τό τέλος, τόν σκοπό τῆς ἱστορίας. Ἡ νίκη δέ κατά τῆς ἁμαρτίας ἐπέρχεται ὄχι διά τῆς μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐπιστροφῆς του πρός τόν Θεό, ἀλλά διά θαύματος ἐξ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀποστολῆς τοῦ λυτρωτοῦ Μεσσίου, τόν ἐρχομό τοῦ Ὁποίου μέ πάλλουσα καρδία ἀναγγέλλουν οἱ Προφῆτες.

Ἡ λύση αὐτή γιά τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ μόνη δυνατή, ὅπως αὐτό φαίνεται σαφῶς ἀπό αὐτήν τήν ἱστορία καί δή τήν ἰσραηλιτική ἱστορία, ἀπό τήν ὁποία βλέπουμε πόσο ἄκαρπο ἀπέβαινε τό κήρυγμα τῶν προφητῶν περί ἐπιστροφῆς ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί πόσο δύσκολο εἶναι ὁ ἀπό τήν ἁμαρτία κυριευθείς ἄνθρωπος νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό αὐτήν. Γι’ αὐτό καί ἀπό ἐνωρίς σχηματίζεται στό Ἰσραήλ ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία, ὅταν πλέον ἡ ἁμαρτία κυριεύσει τόν ἄνθρωπο, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐπιφέρει τήν πώρωση, ὥστε μέ τήν τέλεια αὐτή ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας νά τιμωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τό ἄκαρπο τοῦ κηρύγματός τους στούς Ἰσραηλῖτες οἱ προφῆτες τό ἀποδίδουν σέ πώρωση, σέ βαθύ ὕπνο, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἠσαΐου, ἐπιβληθέντα ὑπ’ Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ (29,10· βλ. καί 6,10 κατά τό Ἑβραϊκό). Ἡ διδασκαλία αὐτή περί τῆς προόδου τῆς ἁμαρτίας καί περί τῆς πωρώσεως ἐφαρμοσθεῖσα ὑπό τῶν προφητῶν στό σωτηριολογικό θέμα προπαρασκεύασε τόν Ἰσραήλ νά δεχθεῖ τήν διδασκαλία περί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου· γιατί ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς ἁμαρτίας στόν Ἰσραήλ ἐγίνετο σαφές ὅτι δέν μποροῦσε αὐτός νά σωθεῖ διά τῶν ἰδίων του δυνάμεων. Και ἄν αὐτό ἦταν ἀδύνατον γιά τόν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τόν Νόμο, πολύ περισσότερο δέν ἦταν δυνατόν νά λυτρωθοῦν ἀφ’ ἑαυτῶν τά ἔθνη. Ἔτσι ἡ περί προόδου τῆς ἁμαρτίας ἀντίληψη ἐξυπηρέτησε τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τῆς λυτρώσεως, ἄνοιξε θύρα εὐσπλαγχνίας στά ἔθνη. Κατά τά παραπάνω δυνάμεθα νά νοήσουμε κάπως τους λόγους τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «συνέκλεισεν ὁ Θεός τούς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τούς πάντας ἐλεήσῃ» (Ρωμ. 11,32) καί τό ὅτι ὁ αὐτός Ἀπόστολος καλεῖ μυστήριο τήν σωτηρία τῶν ἐθνῶν διά τῆς πωρώσεως τοῦ Ἰσραήλ, λέγων: «Οὐ γάρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τό μυστήριον τοῦτο... ὅτι πώρωσις ἀπό μέρους τοῦ Ἰσραήλ γέγονεν ἄχρις οὗ τό πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ» (Ρωμ. 11,25).

Ἡ οὐσία τῆς θρησκείας

Ἐπειδή τό θέμα μου εἶναι Βασική διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θέλω ἐν κατακλείδι νά παρουσιάσω κάτι ἀπό τήν ὑψηλή της διδασκαλία ὡς ὀρεκτικό πρός μελέτη της. Σέ ὅποιον μοῦ ζητοῦσε νά τοῦ πῶ κάποιο σπουδαῖο λόγο ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά προτιμοῦσα τήν περικοπή Μιχ. 6,6-8. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τοῦ προφήτου Μιχαίου (8ος αἰών) ἀναζητοῦσαν μέν τόν Θεό, ἀλλά δέν εἶχαν σωστή ἔννοια Θεοῦ. Καί ἐνόμιζαν ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται μέ παχυλές θυσίες κριῶν καί μόσχων καί μέ προσφορές ἐλαίου ἤ – τό ἀκόμη πολύ χειρότερο – γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἐνόμιζαν ὅτι πρέπει νά θυσιάσουν τό πρωτότοκο παιδί τους. Ἔτσι εἶχαν διδαχθεῖ ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες. Ἀλλά ἐρώτησαν τόν προφήτη Μιχαία:

6,6 Μέ τί πρέπει νά παρουσιασθῶ στόν Γιαχβέ,
νά προσκυνήσω τόν ὕψιστο Θεό;
Πρέπει νά παρουσιασθῶ μέ ὁλοκαυτώματα,
μέ ἐνιαύσιους μόσχους;
7 Εὐαρεστεῖται ὁ Θεός σέ χιλιάδες κριῶν
καί σέ μυριάδες ποταμούς ἐλαίου;
Πρέπει νά προσφέρω τόν πρωτότοκό μου γιά τήν ἁμαρτία μου,
τό γέννημα τοῦ σώματός μου γιά τήν ἀνομία τῆς ψυχῆς μου;

Στά ἐναγώνια αὐτά ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του, γιά τό πῶς θά βροῦν τόν Θεό καί θά τόν εὐαρεστήσουν, ὁ προφήτης Μιχαίας ἀπαντᾶ:

8 Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό
καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα.
Τίποτε ἄλλο, παρά δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκεῖς
καί νά πορεύεσαι ταπεινόφρονα πρός τόν Θεό σου!

Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ προφήτου Μιχαίου εἶναι ὕψος! Εἶναι ἡ οὐσία τῆς θρησκείας! Θρησκεία, κατά τόν ἀθάνατο αὐτό στίχο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Μιχ. 6,8, εἶναι αὐτά τά τρία: α) Νά εἴμαστε δίκαιοι πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους· β) νά ἀγαπᾶμε ὅλους· καί γ) νά φερόμαστε μέ εὐλάβεια ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας.

Ἄς προσέξουμε ὅτι ὁ προφήτης στήν ἀπάντησή του εἶπε τό: «Σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε, τί εἶναι καλό καί τί ὁ Γιαχβέ ζητάει ἀπό σένα». Πραγματικά αὐτά τά τρία πού λέγει ἐδῶ ὁ προφήτης στόν ἐρωτῶντα αὐτόν λαό, τοῦ τά εἶχαν πεῖ καί οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτόν προφῆτες, γι’ αὐτό ὁ προφήτης μας λέγει «σοῦ ἀναγγέλθηκε, ἄνθρωπε». Πρίν ἀπό τόν προφήτη Μιχαία προφῆτες μέ γραπτά κείμενα ἦταν ὁ προφήτης Ἀμώς πρῶτα, ὁ ὁποῖος ἐτόνισε πολύ τήν δικαιοσύνη (βλ. Ἀμ. 2,6 ἑξ. 5,11. 4,1 ἑξ. 3,10. 5,7.10.12.15 κ.ἄ.)· ἔπειτα ἔχουμε τόν προφήτη Ὠσηέ, πού ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς ἀγάπη καί παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει ἐκεῖνο τόν ἀθάνατο λόγο στούς τυφλούς Ἰσραηλῖτες τῆς ἐποχῆς του, πού ζητοῦσαν καί αὐτοί νά βροῦν τόν Θεό μέ παχυλές θυσίες: «Ἀγάπη θέλω καί ὄχι θυσίες, γνώση Θεοῦ καί ὄχι ὁλοκαυτώματα» (Ὠσ. 6,6)· καί μετά τόν Ὠσηέ ἔχουμε χρονολογικῶς τόν προφήτη Ἠσαΐα, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τόν Θεό ὡς «καδώς», δηλαδή ὡς «ἅγιον», μέ τήν ἔννοια τοῦ παντοκράτορος, ἔναντι τοῦ Ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά αἰσθάνεται δέος, ταπείνωση καί εὐλάβεια καί νά ὑπακούει στό θέλημά Του (Ἠσ. 6,3.5. 2,10. 8,11 ἑξ. 30,15 κ.ἄ.). Ὁ προφήτης Μιχαίας ἀποδεικνύεται ἕνας καλός μαθητής τῶν προηγουμένων τριῶν διδασκάλων του προφητῶν καί σέ ἕνα λόγο του συνάπτει τήν οὐσιαστική τους διδασκαλία γράφοντας τόν ὑπέροχο πράγματι 6,8 στίχο τοῦ βιβλίου του.

Ὁ στίχος αὐτός τοῦ προφήτου Μιχ. 6,8, ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τίποτε ἄλλο, παρά «δικαιοσύνη καί ἀγάπη νά ἐξασκοῦμε καί πρόθυμοι νά εἴμαστε καί μέ εὐλάβεια νά φερόμαστε στόν Κύριο τόν Θεό μας», εἶναι μία ὑψηλή κορυφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπ’ ὅπου φαίνονται οἱ καθαροί οὐρανοί τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ἄς μελετοῦμε τήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά ἀπολαμβάνουμε τήν διδασκαλία Της, πού ἔρχεται ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, αἰώνων βάθη.

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Οι Αγιασμοί και τ’ Άγιο Χεράκι

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

'Ατιτλη ξυλογραφία του Γιάννη Γουρζή, έργο 2003
Ο λαμπερός, καυτός, σεπτεμβριάτικος ήλιος, λίγο πριν το γιόμα, δεν έδινε την εντύπωση ότι θα επέτρεπε στο κουδούνι να διεγείρει το βάρβαρο συναγερμό του. Κι όμως, εκείνο απτόητο και άκαρδο, ως άψυχο, σήμανε παρατεταμένα το τέλος των διακοπών!

Μαθητές και μαθήτριες, βαριεστημένα, μαζεύονταν κοντά στο σκηνικό, το ίδιο σαν τις άλλες χρονιές: Το τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντηλο και το βάζο με τα λουλούδια, ο βασιλικός για το αγιασμένο ράντισμα, το μικρόφωνο, τα καρβουνάκια με το λιβάνι, τ΄ ασημένιο κουτί στο κέντρο του τραπεζιού, ο αρχιερέας με τους ιερείς που στόλιζαν το μαύρο τους φόντο με τα χρυσαφένια πετραχήλια, το σκήπτρο, το ωμοφόριο, πάνω από το επικαλυμμαύχιο, κάτω από τις μεσημεριανές ακτίνες… Τοπικοί άρχοντες με τα μαύρα γυαλιά και το σοβαρό προσωπείο, δίπλα στο μαύρο ράσο, επαναλάμβαναν από μέσα τους όσα σχεδίασαν να εκφωνήσουν την ώρα που θα έπαιζαν το δικό τους ρόλο, σαν τους μαθητές της σχολικής γιορτής. Κανένας εκπρόσωπος από τη δημοτική αρχή, ανατινάχτηκε νοερά και στη συνείδησή μας, εκείνη την ημέρα της απόπειρας εμπρησμού στο Ξενία. Στολές, σύμβολα, τίτλοι, αξιώματα, εξουσία, ευλογία, ευταξία, ιδρώτας, ύμνοι, ικεσίες, κηρύγματα, νουθεσίες, εναγκαλισμοί, υποσχέσεις… Οι μαθητές παρατάχθηκαν κατά τάξεις και οι καθηγητές, ντυμένοι με τα καλά τους, διασκορπίστηκαν ανάμεσά τους για την πρώτη τους επαφή κατά τη νέα σχολική χρονιά.

Οι ψαλμωδίες κόντευαν να φτάσουν την ώρα του αγιασμού των υδάτων, όταν ο Γιώργος από την πρώτη τάξη με ρώτησε ευγενικά για το λαμπερό κουτί πάνω στο τραπέζι, την ώρα ακριβώς που έψαλαν το απολυτίκιο του Αγίου Διονυσίου: «Της Ζακύνθου τον γόνον κι Αιγίνης τον πρόεδρον…». Είναι, βλέπεις, φιλομαθής μετανάστης και δε γνώριζε για το «Άγιο Χεράκι», όπως το έλεγε η θεία - Τζόγια και σταυροκοπιόταν κάθε φορά που εκείνο περιδιάβαινε τις γειτονιές της Ζακύνθου για να κάμει το θαύμα του, να παρηγορήσει, να ενδυναμώσει στις δυσκολίες και τις ασθένειες της ζωής…

Αστραπιαία πέρασαν από μπροστά μου εκείνες οι χειμωνιάτικες στιγμές που το «Άγιο Χεράκι» έμπαινε σαν ύστατη βοήθεια στην κάμαρη του γλυκύτατου μπάρμπα-Γιάννη Γαρδέλη που χαροπάλευε, νέος πατέρας, στην καρδιακή ανημπόρια… Το κρατούσε ευλαβικά στην αγκαλιά του ο παπα-Νικήτας, νεοχειροτονημένος τότε παπάς στο μοναστήρι, μέσα στο απαστράπτον από τα γυαλισμένα νικέλια και τα κόκκινα φανάρια στ΄ ανασηκωμένα φτερά του, μοναδικό τεράστιο αμερικάνικο ταξί, μάρκας Ford, του Γιάννη του Λουρέντζου. Υποκλινόντουσαν οι Λιθακιώτες καθώς περνούσε, σταυριοκοπιόντουσαν και προσευχόντουσαν να τον κάμει καλά…

Ήταν εκεί γύρω στο 1717, όταν η Μεσόγειος έβραζε από πλοία και στο Ιόνιο έπεφτε βαριά η απειλητική σκιά των Αγαρηνών. Τότε τουρκικά πλοία με αρχηγό τον αιμοδιψή πειρατή Μουστή ή Μοστρίνο, αγκυροβόλησαν στο λιμάνι των Στροφάδων και λεηλάτησαν το Μοναστήρι. Σύμφωνα με μια πηγή, μεταξύ των άλλων βανδαλισμών οι ληστοπειρατές έκοψαν τα χέρια από το λείψανο του Αγίου Διονυσίου και το υπόλοιπο το έβαλαν πάνω σ΄ ένα βαρέλι με πυρίτιδα προκειμένου να το ανατινάξουν. Ο Άγιος έκανε το θαύμα του και το μπαρούτι δεν έπιασε φωτιά. Άλλη πηγή αναφέρει ότι τα χέρια έκοψαν τέσσερις ευλαβείς χριστιανοί, αιχμάλωτοι των Τούρκων για αγιασμό τους. Όταν έφυγε η τουρκική μοίρα από τα Στροφάδια ο Μοστρίνος στοχάστηκε ότι θα μπορούσε να αποκτήσει χρήματα από την πώληση των χεριών του Αγίου, τα πήρε μαζί του και τα πώλησε στη Χίο. Τα χέρια επιστράφηκαν, αργότερα, στα Στροφάδια από ευλαβείς Χριστιανούς.

Το αργυρόγλυπτο κουτί με το θαυματουργό χέρι του Αγίου Διονυσίου είναι και αυτό έργο του Διαμαντή Μπάφα. «δια χειρός διαμαντή μπάφα καλαρυτιότου, 1820», αναγράφεται στις αργυρόγλυπτες συνθέσεις που υπάρχουν στο τέμπλο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου καθώς και στη λάρνακα του Αγίου (1829). Αληθινό κομψοτέχνημα το κουτί, ανάλογο με την ανεκτίμητη αξία του περιεχομένου του. Στο επάνω πλαίσιο, παριστάνει τον Άγιο της συγγνώμης, ντυμένο αρχιερατικά, στην Κοίμησή του, ενώ στις πλευρές εικονίζονται μικρογραφικές παραστάσεις από τη ζωή και τα θαύματα του Ιεράρχη.

Οι αγιασμένες σταγόνες, με άρωμα βασιλικού, που περιμέναμε να δροσίσουν τα πυρωμένα μας μέτωπα δεν έφτασαν ποτέ. Παραδόθηκαν κι εκείνες νωχελικά στη μεσημεριάτικη ζέστη και στους σύντομους, ευτυχώς, συνηθισμένους λόγους. Καμία συγγνώμη για το κατάντημα της χώρας, του νησιού και της δημόσιας εκπαίδευσης από τον κόσμο των μεγάλων. Πώς να κοιτάξουμε τα παιδιά μας στα μάτια; Πώς να πεισθούν για την αξία της γνώσης στα χρόνια της απαξίωσής της; Μεγάλωσαν στην εποχή της βασιλεύουσας ύλης, της εικονικής πραγματικότητας, της αδιαφορίας, της διαφθοράς και της δανεικής ευμάρειας. Με ποια μέσα και ποιο περιεχόμενο σπουδών θα γίνουν ανθρωπινότεροι, όταν πολλοί χλευάζουν ακόμα και αυτή την πατροπαράδοτη παρουσία του Αγίου, αναμφισβήτητου συμβόλου της υπέρβασης, στερώντας κάθε ελπίδα μεταφυσικής εκδοχής της πραγματικότητας; Πόσα τέτοια έχει ακούσει το «Άγιο Χεράκι» κι όμως φωτοβόλο δείχνει το δρόμο της συγχώρεσης σαν το μοναδικό όπλο κατά της κακίας.

Απαιτεί συστολή, εσωτερική συντριβή, συνειδητή εσωτερική αυτομαστίγωση και προσευχή η μετάνοια και η ειλικρινής αίτηση συγγνώμης. Η παραπλάνηση, ο εγωισμός, η έπαρση, ο φόβος αφαιρούν τη δυνατότητα αναγνώρισης των λαθών, των αμαρτημάτων, της αστοχίας των πράξεων και των ενεργειών μας. Εξίσου και η συγχώρεση, ακρογωνιαίος λίθος του χριστιανισμού, χαρακτηρίζει ανθρώπους ιδιαίτερης καλλιέργειας, παιδείας και πίστης, που μπορούν να κοσμηθούν με το φωτοστέφανο της αγάπης εκδυόμενοι το μανδύα των ποικίλων συμπλεγμάτων υπεροχής ή μειονεξίας. Έτσι σπάζουν τα δεσμά της εσωτερικής απομόνωσης και δουλείας, επισκευάζονται ή και ανοίγονται οι νέοι δρόμοι που βγάζουν από τα αδιέξοδα και συγκολλούν θραυσμένους δεσμούς και παντοειδείς κοινωνικές σχέσεις.

«Αγάπης τω δεσμώ συνδεθείς θεοφόρε, διέλυσας τρανώς, την κακίαν της έχθρας…. Και το έγκλημα, σου αδελφού φονοκτόνω, συνεχώρησας, κατά Θεόν ως οικτίρμων…», υμνολογείται ο Άγιος Διονύσιος κατά Άγγελο Συμμάχιο την ημέρα της μνήμης της κοίμησής του (17Δεκεμβρίου).

Χωρίς πραγματική αγάπη για τον άνθρωπο, τους νέους και τον τόπο, μα και χωρίς τον πρέσβη μας Άγιο πώς να αισιοδοξήσουμε, να ενδυναμώσουμε τις σχέσεις μας, μα κυρίως ν΄ αντιδράσουμε και να χτίσουμε γερά θεμέλια στο νέο «σεισμόπληκτο» ζακυνθινό τοπίο;

Μου φάνηκε χαρούμενο το εικονιζόμενο ανάγλυφο πρόσωπο του Αγίου πάνω στο αστραφτερό κουτί. Θα ΄ναι γιατί βρέθηκε ανάμεσα στα παιδιά κι ας μην του έδωσαν σημασία. Ποιος να τους μάθει! Άλλωστε, είχαν πολλά να πουν μεταξύ τους τα παιδιά, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Μόνο παλαμάκια χτυπούσαν. Πόσος κόπος, πόσος χρόνος, για να κρίνουμε και να επιλέγουμε πότε θα χτυπάμε παλαμάκια με τα δυο μας τα χεράκια!

Θ’ ακολουθήσουν κι άλλοι αγιασμοί, εκείνοι οι «αστείοι» που γίνονται στα εκλογικά κέντρα (κορυφαία υβριστική πράξη!), κι όπου να ΄ναι φτάνουν οι εκλογές! Ίσως και να ξαναμπεί στα σπίτια των αρρώστων το «Άγιο Χεράκι». Η μείωση της κοινωνικής μέριμνας στην κρίση του ελληνισμού και του καπιταλισμού θα δημιουργήσει στρατιές αρρώστων και δραματική έλλειψη της στοιχειώδους υποδομής για υγειονομική περίθαλψη.

«Άγιε μου Διονύσιε, βάλε το χεράκι σου να φτιάξουμε τα πράγματα, να μη λιώσουν κι άλλα παγόβουνα και μας αφανίσουν. Βοήθα μας κι εμάς τους δασκάλους να βρούμε δύναμη και φαντασία, τρόπους καλής επικοινωνίας, υπομονή κι επιμονή, να μη χαθούμε στην πλημμύρα, να δείξουμε στους μαθητές μας τους τρόπους ανάβασης σε υψηλότερους κόσμους».

Ζάκυνθος, 13-9-2010

Βιβλιογραφία: Ντίνου Κονόμου, Άγιος Διονύσιος ο Πολιούχος Ζακύνθου, Αθήνα 1969.

Νίκου Καζαντζάκη: [ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ]

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Φωτογραφία Κώστα Μπαλάφα
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί 'ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Σαπφούς: [ΚΕΛΟΜΑΙ ΣΕ ΓΟΓΓΥΛΑ...] (Απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης]


κέλομαί σε Γογγύλα πέφανθι λάβοισα μα γλακτίναν, σέ δηύτε πόθος τ [έαυτος] αμφιπόταται * ταν κάλαν, α γαρ κατάγωγις αύτα επτόαισ' ίδοισαν έγω δέ χαίρω καί γάρ αύτα δή τόδε μέμφεταί σοι Κυπρογένηα * τας άραμαι τούτο τω βόλλομαι * Γογγύλα κατθάνην δ' ίμερός τις έχει με και λωτίνοις δροσόεντας όχθοις ίδην Αχερωντος]



γύρνα πάλι κοντά μου σ' εξορκίζω Γογγύλα· το χιτώνα φορώντας το λευκό σα γάλα πάλι φανερώσου· όμορφη· να `ξερες τι λαχτάρες μου γεννάς έτσι ντυμένη! και πώς νιώθω χαρούμενη που όχι εγώ μα η Θεά μας η ίδια σου το λέει· σα να σε μαλώνει· που τόσα χρόνια την παρακαλώ και την παρακαλώ * Γογγύλα· λες κι ένας πόθος με πιάνει να πεθάνω και τις όχθες όπου ανθεί ο λωτός μέσα στη δρόσο ν' αντικρίσω του Αχέροντα



Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις. Ερμηνεύει η Φλέρυ Νταντωνάκη




Απαγγέλλει η Λυδία Κονιόρδου



Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Ο «Λιός», που είναι «Λέων»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Ο δικός μας βουνίσιος Άι-Λιός δεν είναι ο Προφήτης Ηλίας της ορεινής Ελλάδας. Πρόκειται για τον Άγιο Λέοντα, επίσκοπο Κατάνης, ο οποίος γιορτάζει στις 20 Φεβρουαρίου και η λατρεία του τονίζει μια διαφορετικότητα και υπογραμμίζει άλλες επιδράσεις και διαφορετικές προελεύσεις. Είναι ένας από τους προ του Σχίσματος, κοινούς των δύο δογμάτων, αγίους, ο οποίος μαζί με τον ομώνυμό του πάπα Ρώμης και τους ομολόγους του Κλήμη και Σίλβεστρο, του προσεισμικού και σήμερα στο Μουσείο Ζακύνθου εκτεθειμένου τέμπλου του Αγίου Δημητρίου του Κόλα, της Αρχής του Ψηλώματος, προεκτείνουν την ανεξιθρησκία της κοσμαγάπητης και πολύμορφης Mater Dolorosa και δίνουν ένα ακόμη στοιχείο της ιδιαιτερότητας του τοπικού μας, ιόνιου, πολιτισμού. Συνυπάρχουν στο ίδιο χωριό με την κυριαρχούσα μέσα στο άπλετο φως του Ιουλίου γιάτρισσα των ματιών Αγία Παρασκευή και διχάζοντας, ενώνουν. Είναι, δηλαδή, μια μικρογραφία της τζαντιώτικης νοοτροπίας και μια ακόμα απόδειξη τής δίχως σύνορα και φραγμούς μοναδικότητάς της.

Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαίο, που λήγοντος του λέοντος των μηνών του ενιαυτού Αυγούστου στον χώρο του επιλέχτηκε να γίνει μια συνάντηση πολιτισμών, που ταυτόχρονα ήταν και μια με άποψη πρόταση επιστροφής εις τα ίδια.

Εκείνο το επιλογικό ενός ακόμη θορυβώδους θέρους βράδυ, με την πρώτη ψύχρα, η οποία μας προετοίμαζε για τα επερχόμενα και τον απόηχο πανηγυριών και εκδηλώσεων, ο καθαρόαιμος μονόλογος του «Χάση» του πολύπλευρου Δημητρίου Γουζέλη, πούρος κάτοικος της αστικής πολιτιστικής και όχι μόνο έκφρασης του ακμάζοντος Τζάντε, συνάντησε τον σεισμόπληκτο μετανάστη του «Φιόρου του Λεβάντε» (άλλον «Υδραίο» στη «Λάρισσα»), ξεπέρασε την παγίδα της κοντόφθαλμης εθνικοφροσύνης στους ρυθμούς και τα βήματα μιας ταραντέλας, χάρηκε το εναρμόνισμα της ντόπιας αρέκιας με την γειτονική αριέτα, αναζήτησε γνήσια ελληνικές και δίχως ανατολίτικες προσμίξεις ρίζες, ξετίναξε τις επιζήμιες χορογραφίες των νεοελληνικών επιδράσεων του πρώτου έγχρωμου κινηματογράφου («Οι θαλασσιές οι χάντρες» κ.τ.λ.) και με καμάρι και αυτοπεποίθηση επέδειξε την ταυτότητά του, διεκδικώντας μια θέση επιβίωσης μπροστά στον κίνδυνο μιας ισοπεδωτικής παγκοσμιοποίησης.

Με σύνεση και σπουδή το νησί μας εκείνο το απόβραδο έψαξε το παρελθόν και την καταγωγή του, παρουσίασε με καμάρι το με την συνύπαρξη Δύσης και Ανατολής, με μορφή Ιανού, γι’ αυτό και θεϊκό, πρόσωπό του, το δίχως στεγανά και μεμψιμοιρίες, αυτό που σαν τον δικό του «Αμνό» περιφέρεται εαρινά και ορθρινά επιτάφια αναστάσιμος και ξαναθύμισε το ότι τα τζαντζαμίνια, που εκείνη την ώρα εφηβικά ευωδίαζαν, συνταιριασμένα σε μια σαν την ράβδο του Ααρών ανθίζουσα κιόκα, είναι κίνδυνος της όσφρησής μας, αλλά και των άλλων μας αισθήσεων να τα ονομάζουμε … «γιασεμιά»!

Δεν στάθηκε, όμως, εκεί. Γνωρίζοντας τον κίνδυνο της στείρας παρελθοντολογίας, απαραίτητης μεν, αλλά επίφοβης δε, αν στεκόμαστε μόνο σ’ αυτήν, τόνισε στο τέλος πως η καλλιφωνία υπάρχει ακόμα στο νησί της καντάδας και του θεάτρου «Φώσκολος», παρά την κυριαρχούσα κακόφωνη απομίμηση, μπορώντας μάλιστα να μας εκπροσωπήσει, σαν πρέσβης καλής θελήσεως, και εκτός συνόρων, μέσα από την φωνή του Διονύση Σούρμπη και ότι ακόμα και σήμερα μπορεί να μελοποιηθεί ο έρωτας του Αντωνίου Μάτεση για την γενέθλια γη του, μια και πολλά ζακυνθινόπουλα, με βασικό ταλέντο και απαραίτητες σπουδές, σαν τον Παναγιώτη Μαρίνο, ένοιωσαν το αίμα του «σπουργίτη» που κυλά μέσα στις φλέβες τους και την αποξενωτική μοναξιά μιας διαφορετικής με την νοοτροπίας μας και τον πολιτισμό μας, νεώτερης πρωτεύουσας και επέστρεψαν στον τόπο της ενσάρκωσής τους, υποσχόμενα την παλιννόστησή του και την επαναφορά της μορφής του, που θα απομακρύνει οριστικά το φαιδρό του προσωπείο.

Δεν θέλω ν’ αναφερθώ σε ονόματα, γιατί σίγουρα πολλά θα ξεχάσω και η παράλειψη θα είναι αναμφίβολα άδικη και ξεχωριστική. Δεν μπορώ, όμως, να μην σταθώ στους άοκνους και συνεχώς βελτιούμενους «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», που πέραν του σεβαστικού τους ονόματος, πιστεύουν και λατρεύουν καθολικά ορθόδοξα (σαν τον παλαιό των ημερών επίσκοπο της Κατάνης) την ιόνια ευαισθησία, τον με σταθερά βήματα βαδίζοντα και δίχως παρεκκλίσεις και συνοδευτικά, νεοελληνικά παλαμάκια βηματίζοντα στους τζαντιώτικους και ιόνιους χορούς, Νίκο Αρβανιτάκη, της εύηχης και μη παρεκκλίνουσας στις νεώτερες, τουριστικές σειρήνες «Υακίνθης», το αιωνόβιο, αλλά μη γερασμένο «Φιόρο του Λεβάντε», που σκέφτηκε πρώτος και ίδρυσε ο παλιός μου δάσκαλος Άγγελος Βισβάρδης και τώρα οι μαθητές του το συνεχίζουν επάξια, τους ατόφιους και γνήσιους χορευτές του χωριού, που έγινε η εκδήλωση, με την δική τους έκφραση της «Άμοιρης», τον Γιώργο Φιορεντίνο, που με το ταλέντο του συνένωσε «τα το πριν διεστώτα» και τον Θοδωρή Καμπίτση, ο οποίος είχε και την ευρύτερη επιμέλεια του δεσίματος της τοπικής μας παράδοσης και δημιουργίας και του συνταιριάσματος των όμαιμων και όμορων πολιτισμών.

Αν ξέχασα κάποιους να με συγχωρήσουν, αλλά δεν κρατώ μπροστά μου πρόγραμμα και κάτι τέτοιο θα ταίριαζε περισσότερο σε δημοσιογραφικό κείμενο. Εξάλλου, τους συντελεστές της παράστασης τους διαβάσατε και τους γνωρίσατε σε διάφορες αναφορές του τοπικού τύπου. Σκοπός δικός μου σήμερα είναι, μέσα από αυτήν την βδομαδιάτικα επαναλαμβανόμενη στήλη μου, να προσπαθήσω να βρω την ουσία της εκδήλωσης και αυτήν να παρουσιάσω και να επαινέσω.


Γιατί αυτό ακριβώς χρειάζεται σήμερα η Ζάκυνθος: την επαναφορά της εις τα ίδια. Μισό και βάλε αιώνα μετά την ολοκληρωτική της καταστροφή, τον κακοθύμητο εκείνον Αύγουστο του 1953 και τα όσα θλιβερά και κατακτητικά την ακολούθησαν, πληγωμένη και ταλαιπωρημένη από έναν άναρχο και βίαιο τουρισμό τσιμεντοποίησης, διοικούμενη, συχνά, από αυτό που αντικρούει τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο, που διαβάζονται στις γιορτές του Αγίου της και Αγίου μας (κάτι για τον «καλό ποιμένα» και τον «μη εισερχόμενον δια της θύρας, αλλά αλλαχόθεν»), πρέπει ν’ αναζητήσει την δική της ταυτότητα, να την επιβάλει σε όσους πιστεύουν πως ο ελληνισμός χορεύει μόνο με φουστανέλα και τραγουδά μονάχα στο μινόρε και να διεκδικήσει την θέση της, αυτήν που της αρμόζει, στην σημερινή δημιουργία, μια και διαθέτει και τα φόντα και τους ανθρώπους, όπου θα τα στηρίξουν.

Τέτοιες συνυπάρξεις, σαν αυτήν του Άι-Λιού (Λέοντος στην ουσία, όπως προαναφέραμε), αλλά και σαν την προηγούμενη και εισαγωγική των Μαριών, την οποίαν, λόγω Φώσκολου, δεν παρακολουθήσαμε και γι’ αυτό δεν αναφερθήκαμε σ’ αυτήν, πρέπει να στηρίζονται και να υπάρχουν, για να μην βρεθούμε ξαφνικά ανέστιοι, απάτριδες, απάτορες και αμήτορες.

Είναι η αιτία που θα ξανανθίσουν τζαντζαμίνια, που θα συνοδεύουν την «ευωδία των χρυσών κίτρων». Τότε «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος [θα μας] κυριεύει» και πάλι. Αρκεί να μην την ξεπουλήσουμε.

Ο δικός μας Άι-Λιός, βλέπετε, είναι Λέων.
Related Posts with Thumbnails