© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Η Γκιόστρα της Ζακύνθου: Μια ομόκεντρη επανάληψη της ιστορίας

[Προδημοσίευση από το φυλλάδιο της «Γκιόστρας», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις ημέρες της εκδήλωσης]


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η Γκιόστρα της Ζακύνθου θα μπορούσε άφοβα να χαρακτηριστεί μια μικρογραφία της ιστορίας του νησιού, καθώς και μια εικόνα της κοινωνικής πορείας και της εξέλιξης των κατοίκων του. Άρχισε από τον ιστορικό Αρίγκο, την εποχή που η πόλη, για λόγους κυρίως ασφάλειας, βρισκόταν περιορισμένη μέσα στα τείχη του Κάστρου, κατέβηκε στην πολύβουη Πλατεία Ρούγα, όταν η έλλειψη του κινδύνου των πειρατών ή των άλλων εχθρών και η ανάγκη του εμπορίου του «μαύρου χρυσού», της σταφίδας, έδωσε ζωή στον Αιγιαλό και προς το τέλος διασώθηκε, σαν τρόπος λατρείας, την ημέρα της γιορτής ενός καθαρά στρατιωτικού και έφιππου Μεγαλομάρτυρα, στο πανηγύρι της φημισμένης εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου.

Ξεκίνησε με καθαρά αριστοκρατικό χαρακτήρα και λειτούργησε σαν κλειστό κύκλωμα, περιορισμένο μόνο σ’ όσους μπόρεσαν να γραφτούν στο καθοριστικό Libro d’ Oro. Αργότερα απέκτησε αστική μορφή, παίρνοντας η ίδια και θεατρική μορφή, συγγενεύοντας αν όχι σαν μητέρα, σίγουρα σαν γιαγιά με τις περίφημες «Ομιλίες». Στην εκπνοή της ξέφυγε από το κέντρο της ζωής της πόλης και επιβίωσε στην «Όξω Μερία», παίρνοντας την μορφή ενός καθαρά λαϊκού αγωνίσματος, στο οποίο δεν υπερίσχυε πια η ιπποσύνη και η ανδρεία, αλλά η παλικαριά και η σπιρτάδα. Έτσι από αιματόβρεχτη διαμάχη, η οποία εξόργιζε την εκκλησία, έγινε γιορτή δική της και από αριστοκρατική εκδήλωση των ευγενών, επεκτάθηκε σε διασκέδαση της γειτονιάς. Αυτά, βέβαια, σε πολύ γενικές γραμμές, γιατί καμιά κατάσταση δεν μεταβαίνει από την μια μορφή της στην άλλη με τόση ευκολία.

Συγκατάβαση για όλα τα παραπάνω είναι και τα όσα γράφει ο αμετανόητος Ζακύνθιος Γιάννης Σ. Πομόνης - Τζαγκλαράς στο σχετικό λήμμα του βιβλίου του «Γλωσσάριο ιδιωματισμών της αλλοτινής ζακυνθινής ντοπιολαλιάς», το οποίο τυπώθηκε χάριν της άοκνης επαγρύπνησης της «Εταιρείας Μελέτης Έρευνας Προαγωγής Πολιτισμού», «Πλατύφορος». Εκεί χαρακτηριστικά διαβάζουμε: «Γκιόστρα (η) : Αρχικά σήμαινε το άθλημα εφίππων, που διεξαγόταν αποκλειστικώς μεταξύ των ευγενών. Αργότερα, όταν οι προτιμήσεις των ευγενών, στράφηκαν σε άλλες ολιγότερο πολεμοχαρείς ενασχολήσεις, με τη λέξη γκιόστρα υπονοούσαν λαϊκούς αθλητικούς αγώνες, που διεξάγονται προς τιμή “σπαθοφόρου” Αγίου, κυρίως δε του Αγίου Γεωργίου. Το έθιμο διατηρήθηκε μέχρι προπολεμικά, κατά τον εορτασμό του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. Περιελάμβανε τρέξιμο, ποδηλασία στο “σιγά” (βραδυπορία), ιππικό αγώνισμα ταχύτητος, και “λιθάρι” (λιθοβολία). Η διαδρομή ήταν από τον Ι. Ναό της “Βαγγελίστρας” (στη Μέσα Μερία) μέχρι του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. Έπαθλο: ένα στεφάνι από δάφνη και μία “κουλούρα”, ήτοι μία μεγάλη κουλούρα καλοζυμωμένη με λάδι και κρασί και καταστολισμένη με χρωματιστά “ζαχαρόκουκα” (κουφέτα). Το έπαθλο για τον πρώτο και δεύτερο νικητή ήταν το ίδιο και το αυτό. Στον πρώτον όμως εδίδονταν, συνήθως, μαντήλι μεταξωτό χειροκέντητο και τσουράπια χειρόπλεκτα. Τα έπαθλα κατά κανόνα αποτελούσαν αθλοθέτημα πιστών και περιοίκων».

Η λαϊκή μορφή της ζακυνθινής Γκιόστρας, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε με την εισαγωγή της στον εορτασμό της μνήμης του Τροπαιοφόρου Αγίου. Έχει αρχίσει από πολύ νωρίτερα και η εξέλιξή της έγινε με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Γι’ αυτήν την μετάβαση αξίζει να γνωρίσουμε τα όσα, σχετικά, γράφει ο κεφαλλονίτης δικηγόρος και μελετητής Σπύρος Γ. Γασπαρινάτος στο πόνημά του «Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους», το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε. Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, στο κεφάλαιο (13ο) «Συνθήκες διαβίωσης επί Βενετοκρατίας» συναντάμε και τα παρακάτω: «Πάντως, υπήρχαν και εκδηλώσεις που αποτελούσαν θέαμα για ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό στις βενετοκρατούμενες περιοχές της Ανατολής και, επομένως, και στα νησιά του Ιονίου. Ένα από αυτά τα θεάματα ήταν η “γκιόστρα” (giostra ή torneo, ιππηλάσιον), δηλαδή το κονταροχτύπημα σε ιππικούς αγώνες, στην οποία συμμετείχαν ενεργά, με ορισμένες εξαιρέσεις, μόνο οι ευγενείς, αλλά το όλο θέαμα ήταν προσιτό σε όλους τους κατοίκους. Οι τελετές και εορταστικές αυτές εκδηλώσεις, που γίνονταν κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, με ιδιαίτερη μάλιστα λαμπρότητα στη Ζάκυνθο, αποτελούσαν δημοφιλές θέαμα, το δε λαϊκό στοιχείο συμμετείχε στις παντοειδείς θρησκευτικές και εν γένει εορταστικές εκδηλώσεις και τελετές».

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, μάλιστα, που η Γκιόστρα πέρασε και στα λογοτεχνικά κείμενα της Ζακύνθου, είτε στον θεατρικό («Ευγένα», του Θεόδωρου Μοντσελέζε), είτε στον πεζό της λόγο («Θρήνος της Κάντιας», Διον. Ρώμα και «Αλαμάνος», Ανδρέα Α. Αβούρη). Στο φυλλάδιο της περασμένης χρονιάς ( Γκιόστρα 2009) ασχοληθήκαμε με τα δύο τελευταία μυθιστορήματα, τα οποία παρουσίαζαν το ιππικό αυτό αγώνισμα στην ακμή του και όπως γινόταν στην πάντοτε πολύβουη Πλατεία Ρούγα. Σ’ αυτό το κείμενό μας θα παρουσιάσουμε μια άλλη αναφορά σε Γκιόστρα, όπως μας την παραδίδει ο πολυτάλαντος και ακαταπόνητος Κονίδης Πορφύρης στο πολύτιμο βιβλίο του «Ανδρέας Κάλβος, ο Αγέλαστος».

Το βιβλίο αυτό είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου εμπνευστή των «Ωδών», με τον οποίο ο προοδευτικός συγγραφέας ασχολήθηκε ιδιαίτερα, φέρνοντας μάλιστα στο φως της δημοσιότητας σημαντικές και σπουδαίες στιγμές της ζωής και, ως εκ τούτου, και του έργου του. Δημιουργήθηκε, όπως ο ίδιος ο Κονίδης Πορφύρης γράφει στον πρόλογό του, επειδή όταν έγινε η μετακομιδή των οστών του ποιητή στην πατρίδα του, ο ίδιος κατάλαβε πως χώριζε το κοινό από τον «Φιλόπατρι» δημιουργό «πραγματική άβυσσος». Και συνεχίζει, θέλοντας να δώσει το στίγμα της εργασίας του: «Σκοπός μου δεν είναι να δώσω ιστορικό μυθιστόρημα παρά ιστορική βιογραφία γραμμένη απλώς μυθιστορηματικά, δηλαδή που να μην αφηγείται απλώς παρά να προσπαθεί να αναπαραστήσει τα ιστορούμενα». Μ’ αυτήν του την δήλωση ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο έργο του και οι πληροφορίες του είναι αδιάψευστες μαρτυρίες. Επίσης η πολιτική του τοποθέτηση δίνει άλλη διάσταση στην ιστορία της Γκιόστρας και επιβεβαιώνει τα όσα παραπάνω υποστηρίξαμε για την λαϊκότητα του αγωνίσματος.

Η αναφορά στην Γκιόστρα στον «Αγέλαστο» του Κονίδη Πορφύρη γίνεται, όπως είναι φυσικό, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αυτό που αναφέρεται στην παιδική ζωή του Ανδρέα Κάλβου στην Ζάκυνθο και έχει τίτλο του τον γνωστό στίχο του ποιητή, από τον μοναδικό του «Φιλόπατρι», το «Συ μου έδωκας την πνοήν..». Πρόκειται, βέβαια, για την Γκιόστρα του Πετρούτσου, μια και η άλλη, της Πλατείας Ρούγας, είχε καταργηθεί ήδη από το 1739 (ο ποιητής γεννήθηκε το 1792), όταν η πολιτεία την απαγόρευσε, μετά τον φόνο του συνδίκου Πέτρου Μακρή, ο οποίος συνέβη την επόμενη χρονιά (1740). Μια προσπάθεια αναβίωσής της είχε γίνει στο χωριό Άγιος Κήρυκος (Αγκερικός) το 1754, με πρωτοβουλία του κόμη Βεντουρή Καπνίση. Τότε, όμως, ο ποιητής ήταν ακόμα αγέννητος. Μια άλλη πραγματοποιήθηκε, πολύ αργότερα, το 1835, την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Μα τότε ο Κάλβος βρισκόταν «εις ξένα έθνη». Γι’ αυτό ο Κονίδης Πορφύρης επιλέγει την Γκιόστρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρα.

Ο συγγραφέας στην μυθιστορηματική του αυτή βιογραφία βάζει τον πατέρα του ποιητή να τον οδηγεί στο φημισμένο πανηγύρι της «Όξω Μερίας». Είναι ακόμα η εποχή που ο στρατιωτικός κορφιάτης τα έχει καλά με την γυναίκα του, την Ανδριάνα, την κόρη του άρχοντα Ρουκάνη. Ευτυχισμένοι και αγαπημένοι απολαμβάνουν όλα αυτά που τους παρέχει η Ζάκυνθος της εποχής τους. Βιώνουν τα αντέτια τους. Ας γνωρίσουμε, όμως, το ίδιο το κείμενο του Πορφύρη: «Του Άϊ - Γιωργιού πήρε ο Τζανέτος τη φαμελιά του κι’ επήγανε στο πανηγύρι. Ήτανε πολύς κόσμος, αρχόντοι και ποπολάροι κι’ έλεγαν πώς ύστερα από τη λιτανεία θα γίνει “γκιόστρα” θα τρέξουνε τ’ αλόγατα, κι’ όποιος έρθει πρώτος, θα πάρει μια κουλούρα εφτάζυμο. Οι νιοί ποπολάροι, που ήτανε να πάρουν μέρος στο τρέξιμο, πηγαινοερχότανε καμαρωτά, καβάλα στ’ άλογά τους, ανάμεσα στον κόσμο. Είχανε στο λαιμό τους μαντήλια, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια, δεμένα κολαρίνες κι’ επετάγανε ματιές στα παραθύρια, όπου κρεμόντανε σαν τσαμπιά δροσερά σταφύλια, οι κοπέλες του λαού».

Στην συνέχεια περιγράφεται η μεγαλόπρεπη λιτανεία της εικόνας του Αγίου, η οποία αφού «έκανε μια βόλτα στους Κήπους», «γύρισε στην εκκλησιά κι’ ύστερα από τη Δέηση, ο κόσμος βιάστηκε να πιάσει θέσεις, από τη μια μπάντα κι’ από την άλλη της ρούγας, για να παρακολουθήσει τη γκιόστρα».

Η διεξαγωγή του αγωνίσματος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στην περιγραφή της από τον Κονίδη Πορφύρη. Ο συγγραφέας, ευρηματικά, την διηγείται μέσα από έναν έντονο, όσο και φυσικό, διάλογο των παρευρισκομένων:

« - Τώρα ετοιμάζουνται…
- Κινήσανε!...
- Πρώτος πάει ο Τσουράκης!
- Τι λες μωρέ; Η φοράδα του Λουρέτζου πάει ομπρός!...
- Στραβός είσαι; Είναι ο Άρκισος!...
- Ω, τον επέρασε ο Λουρέτζος!
- Ναι, μωρέ, θα τον αφήσει ο Άρκισος!... Να! … Κοίτα τον επέρασε …

Σε λίγο ακούστηκε το ποδοβολητό των αλόγων. Πέρασαν αφρισμένα μπροστά από τον κόσμο, που φώναζε ζήτω, ενώ από τα παρεθύρια πετούσανε λουλούδια και ζαχαρόκουκα. Ο Αντρέας χτύπαγε κι’ αυτός τα χεράκια του κι’ εφώναζε ζήτω στο νικητή, που έκανε τώρα μια βόλτα ανάμεσα στον κόσμο, με την κουλούρα, το έπαθλο της νίκης του, στο χέρι και χαιρετώντας δεξιά κι’ αριστερά…».

Για την διαπίστωση της συνέχισης της ιστορίας αναγκαίο είναι να δούμε πώς περιγράφει το ίδιο θέμα ο Ιωάννης Μ. Δεμέτης στο βιβλίο του «Άγιος Λάζαρος, η γειτονιά μου», στο κεφάλαιο «Το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου». Η τελευταία περιγραφή ανήκει στα προσεισμικά χρόνια. Οι ομοιότητες είναι πολλές. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πρωταγωνιστές τους:

«Το πανηγύρι, που γινόταν πάντα Κυριακή, έστω και αν η μνήμη του Αγίου δε συνέπιπτε με την ημέρα, εκτός από τις θρησκευτικές ιεροτελεστίες, τα παστέλια και τις φριτούρες, οργάνωναν και αγώνες.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου βρισκόταν στον αποκάτου δρόμο και ο δρόμος Ζακύνθου - Κερίου ήταν και ο χώρος που διεξαγόνταν οι αγώνες.
Σ’ αυτούς συμμετείχαν ιππείς, ποδηλάτες και δρομείς.
Το πανηγύρι είχε απήχηση και η συμμετοχή του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη. Οι αγώνες και τ’ αποτελέσματά τους συζητιόντουσαν για πολύ καιρό. Ο κόσμος, από πολλή ώρα πριν αρχίσουν, έπαιρνε θέση σ’ όλο το μήκος του δρόμου, από την εκκλησία μέχρι του Ξιφίτα, ενώ πολλοί ανέβαιναν στη ράχη του Λιβάνη.
Οι ιππείς ξεκινούσαν από την καμάρα, που βρισκόταν στου Ξιφίτα, και τερμάτιζαν στην αρχή της πόλης. […]
Από το 1947 θυμάμαι τους αγώνες με τ’ άλογα. Είχαν λάβει μέρος οι Νικόλας Τσουράκης, Νικόλας Αυγουστίνος, Νικόλας Μεϊντάνης - Γιουγιούς, Θανάσης Ξένος - Καρούμπας και ένας χωρικός που δεν έχω συγκρατήσει το όνομά του. Νομίζω ότι ήταν από το χωριό Καλαμάκι.
Ο Θανάσης δούλευε στο μαγαζί του πατέρα μου, βαρούσε τη βαρεία και πετάλωνε απ’ έξω από το μαγαζί. Μαζί με το Μεϊντάνη είχαν υπηρετήσει στο ιππικό και θυμάμαι ότι μιλούσαν πάντα για άλογα.
Τη χρονιά λοιπόν αυτή οι αγώνες σημαδεύτηκαν από την πτώση του αλόγου του Νικόλα Αυγουστίνου. Ο Αυγουστίνος ξεκίνησε πρώτος και για μεγάλο διάστημα οδηγούσε την κούρσα. Κάπου κοντά στην Ανατίναξη το άλογο παραπάτησε κι έπεσε κάτω. Πρώτος βγήκε ο Γιουγιούς. Το έπαθλο ήτανε ένα ρολόι τσέπης, που με καμάρι έδειχνε μετά ο νικητής.
Θυμάμαι ακόμα που μιλούσαν για τ’ άλογα του Τσουράκη. Φαίνεται ότι κάποιες άλλες φορές θα κέρδισαν στους αγώνες».

Αξίζει να σημειωθεί πως έφιπποι ιππικοί αγώνες γίνονταν, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου και στο χωριό Μέσο Γερακαρίο, ως τα τέλη, περίπου, του 19ου αιώνα, τους οποίος παρακολουθούσαν όλοι οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ήταν και αυτοί μια προέκταση της περίφημης Γκιόστρας.

Από το 2005 η Γκιόστρα της Ζακύνθου αναβιώνει και πάλι, συνεχίζοντας την ιστορία, χάριν της πρωτοβουλίας και της προσπάθειας της Αστικής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας “Giostra di Zante”. Έχει πάρει, μάλιστα, πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, με την συμμετοχή και άλλων χωρών. Από την επόμενη χρονιά θα έχει και πανεπτανησιακό.

Είναι, βλέπετε, δύσκολο να σβήσει κάτι, που έχει βαθιά ριζωθεί στις ψυχές και τις καρδιές ενός λαού.

Βιβλιογραφία
1. Σπύρου Γ. Γασπαρινάτου, Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους, Αθήνα 2009.
2. Ιωάννη Μ. Δεμέτη, Άγιος Λάζαρος, η γειτονιά μου, Εκδόσεις Οι Φίλοι του Περίπλου, 1995.
3. Λεωνίδα Χ. Ζώη, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου,  εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Αθήναι 1963.
4. Του ίδιου, Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήναι 1955.
5. Ντίνου Κονόμου, Εκκλησίες και μοναστήρια στη Ζάκυνθο, Αθήνα 1967.
6. Αντώνη Π. Ξένου, Οι Άη -Γιώργηδες της Ζακύνθου, Αθήνα 2003.
7. Γιάννη Σ. Πομόνη - Τζαγκλαρά, Γλωσσάριο ιδιωματισμών της αλλοτινής ζακυνθινής ντοπιολαλιάς, Εταιρεία Μελέτης Έρευνας Προαγωγής Πολιτισμού «Πλατύφορος», Ζάκυνθος 2007.
8. Κ. Πορφύρη, Ανδρέας Κάλβος, ο Αγέλαστος, Εκδόσεις 20ός Αιώνας, Αθήνα 1962.
9. Διονύση Φλεμοτόμου, Άι Γιώργης και Απόλλωνας, Ζάκυνθος ’82 [ετήσια εικονογραφημένη έκδοση της Κρύστας Αγαλιώτου - Γιακουμέλου].
10. Του ίδιου, Περιγραφές Γκιόστρας σε λογοτεχνικά κείμενα ζακυνθινών συγγραφέων, φυλλάδιο «Γκιόστρα», Ζάκυνθος 2009.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Ο ασπασμός του Τριωδίου, ένα εκκλησιαστικό ζακυνθινό έθιμο









Γράφει και φωτογραφίζει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Οι χειμερινές νύχτες του ύπνου παραδίδονται σιγά-σιγά στις ζωηφόρες ακτίνες του ήλιου που θα φωτίσουν και θα ζεστάνουν τη φύση στην αναγέννησή της. Οι μυγδαλιές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και φόρεσαν το νυφικό τους σε παρθενικό λευκό που ροζίζει ενίοτε στο ερωτικό κάλεσμα της θηλυκότητάς τους. Οι κλαδευτές τροχίζουν τις ψαλίδες για να προετοιμάσουν τον ερχομό του νέου καρπού στα κλαδιά των φυτών και των δένδρων όταν και το ψύχος σταματήσει ν' απειλεί με τις δικές του νιφάδες.

Μα κι ο Καρνάβαλος άρχισε να προετοιμάζει τον ερχομό του στους δρόμους των πόλεων. Οι μάσκες βγήκαν από τα εργαστήρια και ποζάρουν στις βιτρίνες των καταστημάτων. Διονυσιακά έθιμα, που συνδέονται με την αναγέννηση της φύσης, και καρναβαλικά δρώμενα, που δίνουν χαρά πίσω από τις μυστηριώδεις προσωπίδες και δημιουργούν ψυχική ευφορία, έχουν ήδη προγραμματιστεί ή βρίσκονται σε εξέλιξη. Ο χρόνος κυλά, επαναλαμβάνεται μαζί με τα γεγονότα και τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα του κάθε λαού μέσα από τις συνεχείς αναγεννήσεις του δικού του κύκλου.

Η εκκλησία στο πέρασμα των αιώνων δημιούργησε και αυτή το δικό της τελετουργικό για την αναγέννηση του ανθρώπου μέσα από το παράδειγμα της ζωής των παθημάτων και των θαυμάτων του Χριστού. Η Ανάσταση, κορυφαίο θαυμαστό γεγονός, περνά μέσα από τη Σταύρωση. Χρειάζεται την προετοιμασία καλών λόγων και πράξεων και η περίοδος της μεγάλης σαρακοστής είναι μια τέτοια περίοδος. Τέσσερις Κυριακές ψυχολογικής προετοιμασίας για τη δοκιμασία της νηστείας και του πνευματικού αγώνα προηγούνται της Σαρακοστής. Προφωνήσιμος ονομάζεται η πρώτη εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Η ομώνυμος παραβολή διδάσκει τη βλάβη της υπερηφάνειας και την ωφέλεια της ταπεινοφροσύνης στον τρόπο της σκέψης, της συμπεριφοράς, της προσευχής.

Κατά τη διάρκεια του εσπερινού του Σαββάτου (παραμονή του Τελώνου) που γίνεται στον καθεδρικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, στην πόλη της Ζακύνθου, ακολουθείται ένα μικρό τελετουργικό που σπανίως απαντάται στις εκκλησίες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το λειτουργικό βιβλίο Τριώδιον τοποθετείται κάτω από την εικόνα του Χριστού που βρίσκεται στη δεξιά μεριά, δίπλα από τη μεσαία Πύλη, πάνω σε ένα σκαμνάκι που έχει τυλιχθεί με μαύρο κάλυμμα και φέρει σταυρό σε λευκό χρώμα.

Μετά τα αναστάσιμα τροπάρια του εσπερινού αρχίζουν τα ιδιόμελα από το Τριώδιον. Εκείνη τη στιγμή ο «Ευταξίας» (ο άνθρωπος που ασχολιόταν στο παρελθόν με την τάξη της επισκοπής) ή κάποιος από τους ιερωμένους, παίρνει το Τριώδιο από το τέμπλο και το παραδίδει στον επίσκοπο που βρίσκεται στο θρόνο του, για να το ασπαστεί και στη συνέχεια το περιφέρει και στους υπόλοιπους ιερωμένους της εκκλησίας προκειμένου να κάνουν κι εκείνοι το ίδιο. Στο τέλος παραδίδεται στον πρωτοψάλτη ο οποίος αφού το ασπαστεί σηματοδοτώντας έτσι την αποδοχή αλλά και την προσευχή του για να αντέξει το βαρύ του φορτίο, αρχίζει επίσημα η περίοδος του Τριωδίου, αλλά και των ποικίλων λατρευτικών και ικετευτικών ακολουθιών μέχρι την Ανάσταση. Ο «Ευταξίας», παλιότερα, που οι εκκλησίες γέμιζαν κόσμο, περιέφερε ένα δίσκο για την ενίσχυση των οικονομικών του αφού ιερωμένοι και λαϊκοί αμοιβόντουσαν για τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία από τις δωρεές των πιστών και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Το λειτουργικό βιβλίο Τριώδιον είναι ένας ογκώδης τόμος 477 σελίδων μεγάλων διαστάσεων, το οποίο αρχικά περιείχε τρεις μόνον ωδές (από το οποίο πήρε και ην ονομασία του). Στη συνέχεια εμπλουτίστηκε και περιέλαβε ιερά ποιήματα του Ε΄-ΙΕ΄αιώνα, Ιεροσολυμιτών και Κωνσταντινουπολιτών ιδίως ασματογράφων, κυρίως δε ποιήματα του Ιωσήφ του Υμνογράφου, Κοσμά του Μοναχού, Ανδρέου Κρήτης (365 ποιήματα), Θεοφάνους, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ιωάννου Ευχαΐτου, Λέοντος του βασιλέως και Κασσιανής της μοναχής. Περιέχει ακόμα αναγνώσματα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τριώδια , τετραώδια, ιδιόμελα, κανόνες, ύμνους, ακολουθίες φωταγωγικά κ.α. Καλύπτει όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι το Μεγάλο Σάββατο. Από πολλούς ερευνητές, μελετητές και ψαλτάδες θεωρείται το πιο δύσκολο αλλά και το πιο αξιόλογο λειτουργικό βιβλίο. Έχει μεταφραστεί στη Βουλγαρική, τη Ρωσική και άλλες γλώσσες.

Μια διαφορετική λοιπόν περίοδος άρχισε ήδη με παράλληλες εκδηλώσεις, λαϊκές και εκκλησιαστικές, που φέρουν την ελπίδα της αναγέννησης, της σωματικής και της ψυχικής. Μπορούμε να ασπαστούμε και τις δύο, να συμμετέχουμε, να προσευχόμαστε, να χαιρόμαστε, να ξεχνάμε τα προβλήματα ρουτίνας και να αναγεννιόμαστε ψυχικά-πνευματικά-σωματικά σαν τη θαρραλέα μυγδαλιά που όμορφη και ρωμαλέα αντιμετωπίζει τις ραβδώσεις του παγερού βοριά.

Σαρακηνάδο 24-1-2010

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Όταν η Γκιόστρα ξαναζωντανεύει


Φωτό: La Giostra del Saraceno Saracen Joust, Tuscany, Italy. Πηγή: Guardian

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η Γκιόστρα της Ζακύνθου ήταν πάντοτε, σύμφωνα με αυτά όπου μας διασώζουν και κληροδοτούν όλοι οι ιστορικοί και ιστοριοδίφες μας, αλλά και οι περισσότεροι ξένοι περιηγητές, οι οποίοι επισκέφτηκαν τον τόπο μας και αποτύπωσαν στο χαρτί τις εντυπώσεις τους, το σημαντικότερο και πιο σπουδαίο γεγονός της χρονιάς. Τόσο στην απαρχή της, στον δίπλα στην κλεισμένη μέσα στο Κάστρο πολιτεία, Αρίγκο, όσο και μετά την κάθοδό της στην νεότερη πόλη του Αιγιαλού, τότε που ξαναζωντάνευε, έστω και με θεατρική μορφή, στην πάντοτε πολύβουη Πλατεία Ρούγα, αλλά και στην εποχή της λαϊκής της εκδοχής, στο φημισμένο πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου, σαν μεταφέρθηκε από την «Μέσα Μερία» στην «Όξω», αποτελούσε πάντα το πιο αγαπημένο θέαμα των κατοίκων του Τζάντε και την πιο προσφιλή γιορτή τους. Ακόμα και από τα ορεινά χωριά, διασώζουν οι ειδήμονες, κατέβαιναν οι χωρικοί στη Χώρα, για να δουν την ικανότητα του κάθε έφιππου αγωνιζόμενου, να ποντάρουν σε όποιον πίστευαν και αγαπούσαν και τέλος να χειροκροτήσουν και επευφημήσουν τον νικητή, είτε έκανε το γύρο του θριάμβου με το ασημένιο του σπαθί, είτε, αργότερα, με την φρεσκοζυμωμένη και πανηγυρικά στολισμένη με ζαχαρόκουκα και ζάχαρες κουλούρα.
Η Γκιόστρα, προσαρμοσμένη κάθε φορά σε νέες συνθήκες και νοοτροπίες, ακολουθώντας πάντα πιστά τα ρεύματα και τις αισθητικές των καιρών, από την μακραίωνη εποχή του ξεκινήματός της, φόρεσε κάθε φορά το ένδυμα που της επέβαλαν οι πιστοί της και έφτασε ως και την φοβερή εκείνη χρονιά του σεισμού και της φωτιάς, το σημαδιακό για μας τους ζακυνθινούς 1953 και ενώ όλοι περίμεναν να θαφτεί στα ερείπια και να αφανιστεί από τις φλόγες ή να πέσει θύμα και αυτή της αφόρητης και τότε ανθρώπινης νεοελληνικής αντίληψης, επιβίωσε και επανήλθε και πάλι στη ζωή μας, δίνοντας μια νέα πνοή και πτυχή στο νεότερο Καρναβάλι μας. Είναι που κάθε τι το ατόφιο και το αληθινό, το κάθε αγαπημένο και παραδομένο από την ιστορία, αυτό που αγάπησε ο κόσμος και το στήριξε η φροντίδα και η στοργή των ενοίκων του κάθε τόπου, δεν μπορεί εύκολα να σβήσει, ούτε είναι δυνατόν να ξεχαστεί. Γιατί το γνήσιο επανέρχεται και επανακάμπτει. Επιστρέφει και επιβιώνει. Ό,τι υπάρχει στο αίμα μας και την ψυχή μας, ζει και στην καθημερινότητά μας. Αυτό που δημιουργήθηκε από ανάγκη, δεν μπορεί να αποκηρυχτεί και εκείνο που έχει βιωθεί, πάντοτε επανακάμπτει.
Από το 2005, όπου και πάλι αναβίωσε η Γκιόστρα στους δρόμους και την κεντρική πλατεία της Ζακύνθου, ως σήμερα, που και πάλι βρίσκεται «προ των πυλών», πολλά έχουν γίνει και ακόμα περισσότερα έχουν κερδισθεί. Η τοπική αποκριά πήρε άλλο χρώμα, βασισμένο στην έρευνα και την μελέτη της ντόπιας και όχι μόνο ιστορίας, οι κάτοικοι του νησιού έπαψαν να είναι θεατές και έγιναν μέτοχοι της χαράς και της διασκέδασης, η διαφορετικότητα, που μας τροφοδοτεί με αίμα, γίνεται όλο και πιο πολύ αιτία αναφοράς και ανάγκης και τέλος το νησί του Φώσκολου, του Σολωμού και του Κάλβου ακούγεται για κάτι καλό πέρα από την τσίμα του Πόρτου και όχι για συμφορές κα μόνο.
Κάθε χρόνο, το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς πια, εκεί λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό, τα Τσαρουχαρέικα, οι Αγίοι Σαράντες, η Πλατεία Ρούγα, ο Πλατύφορος και ο Στενόφορος -επιμένω, βλέπετε, στις παλιές, ιστορικές ονομασίες των δρόμων μας- γεμίζουν χρώματα και ήχους, ενώ τα ποδοβολητά των αλόγων επαναφέρουν την παλιά λατρεία του Τροπαιοφόρου Μάρτυρα, τόσο στην μιαν άκρη της πόλης, εκεί που ήταν ο περίφημος και κοσμοσωτήριος Καμαριώτης των Κομούτων, ο φερμένος ευλαβικά από την Μεγαλόνησο, όσο και στην άλλη, όπου ένας φούρνος έχει πια την ευθύνη της θύμησης μιας λατρείας, μιας γιορτής και μιας αναμέτρησης.
Όπως τόσους αιώνες, έτσι και τώρα η Γκιόστρα της Ζακύνθου επιβάλει και επιζητά ευγενή άμιλλα και λεβεντιά, επιδίωξη για πρωτιά και ερωτικά σκιρτήματα. Γιατί ο κόσμος σε τίποτα δεν αλλάζει. Απλά η ιστορία επαναλαμβάνεται παράλληλα και προοδευτικά. Ανακυκλώνεται και προχωρεί. Γράφει και ξεγράφει, με την δίκαιη εξουσία της απόλυτης δημοκρατίας της.
Το άλογο ήταν και είναι πάντα το αγαπημένο ζώο του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η υπερβολική αγάπη του κόσμου για την Γκιόστρα. Γι’ αυτό και η επιτυχημένη επαναφορά της. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που οι πιο λαοφιλείς Άγιοι είναι καβαλάρηδες. Ιδίως αυτοί οι δύο που στιγματίζουν τις εποχές. Ο εκ της Συμπρωτεύουσας προερχόμενος, με το καφέ, λόγω εισόδου στον χειμώνα, άλογό του, Μυροβλύτης και ο εαρινός, με το λευκό φαρί του, Τροπαιοφόρος, που μας οδηγεί στην καλοκαιριά και χαίρεται την ανάσταση και την αναγέννηση. Μα και οι δύο Θεόδωροι, ο Τύρων και ο Στρατηλάτης, ο ιουλιάτικος Προκόπιος, ο φθινοπωρινός Ευστάθιος και τόσοι άλλοι εμπόλεμοι και ιππείς, όπως ο Σέργιος και ο Βάκχος, ο Ευστράτιος, ο Φανούριος και ο Μηνάς, το ίδιο αγαπιούνται από τον λαό και εξίσου πλούσια λαογραφία διαθέτουν. Είναι η ίδια ακριβώς αιτία, που οι μεγάλοι ήρωες παριστάνονται έφιπποι στα αγάλματά τους και το πέταλο του αλόγου θεωρείται γούρι για το κάθε σπίτι, που το έχει κρεμασμένο πάνω από την πόρτα του.
Μα δεν είναι αυτό το μόνο θετικό στοιχείο που προέκυψε από την αναβίωση και την επαναφορά της Γκιόστρας. Ενός καλού, πάντοτε, πολλά άλλα καλά έπονται. Η έκδοση του φυλλαδίου, το οποίο κάθε χρόνο, παράλληλα με την εκδήλωση, κυκλοφορεί από την Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Ζante”, η οποία ολοχρονίς ετοιμάζει το δρώμενο, είναι αιτία και αφορμή να ασχοληθούν όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι του νησιού μας, που ευτυχώς δεν είναι και λίγοι, με την έρευνα της σχετικής ιστορίας και, ως εκ τούτου, να φωτισθούν όχι μόνο σημαντικές πτυχές της τοπικής μας Γκιόστρας, αλλά και άλλες ιστορικές συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων αυτή εξελίχτηκε και λειτούργησε. Γιατί η στήριξη στην παράδοση απαιτεί υπευθυνότητα και γνώση. Προϋποθέτει μόχθο και επιστημονικότητα. Διαφορετικά είναι μια επιφανειακή ματαιοπονία. Κάτι που από την γέννησή του έχει παραδοθεί στην φθορά και τον θάνατο, την λήθη και την αχρηστία.
Για τον ίδιο λόγο τον επόμενο Απρίλη ετοιμάζεται και ημερίδα, σε συνεργασία με το πάντα δραστήριο Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, με θέμα της την Γκιόστρα, έτσι ώστε να μην πηγαίνουμε τυφλά και επιπόλαια πίσω στην παράδοση, αλλά δημιουργικά και μελετημένα να οδηγούμεθα μπροστά με την παράδοση. Έτσι η ιστορία μπορεί να κοιτάξει ευθύγραμμα και το χθες να συνεχιστεί στο αύριο με εμάς ασκούριαστο και καλοφτιαγμένο κρίκο στην ατέλειωτη αλυσίδα της.
Μα και άλλο όφελος υπάρχει από την επαναφορά της Γκιόστρας στην καθημερινότητά μας. Ακολουθώντας την πολυεθνικότητα του ζακυνθινού πολιτισμού, την βασισμένη στο μη στεγανό και την απαλλαγμένη από στείρους φανατισμούς, η προσπάθεια, από το ξεκίνημά της κιόλας, βγήκε από τα στενά τοπικά μας όρια και ζήτησε συναλλαγές, ανταλλαγές και φιλία με άλλες χώρες, ιδίως με την γείτονα Ιταλία, με την οποία εμάς κυρίως τους Επτανήσιους, εκτός από τους κοινούς ιππικούς αγώνες, μας συνδέουν πολλά περισσότερα. Σκοπός μάλιστα του Σωματείου είναι η Γκιόστρα να αποτελέσει, εκτός από πανευρωπαϊκό και πανεπτανησιακό χαρακτήρα, δίνοντας αφορμή για συνάντηση όλων των Ιόνιων στον χώρο που αγιάζει ο ανδριάντας του Εθνικού μας Ποιητή.
Να γιατί η Γκιόστρα της Ζακύνθου είναι κάτι που όλοι μας πρέπει να στηρίξουμε και να ενισχύσουμε.
Τα ποδοβολητά των αλόγων των ιππέων της επαναφέρουν τις μνήμες και ξυπνούν τις αναμνήσεις μας. Συγχρόνως κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια επερχόμενη, επίφοβη και επιζήμια ισοπέδωση.
Μακάρι η Ζάκυνθος να είναι ο φετινός νικητής.
Ας είναι αυτή που θα κερδίσει όχι το ασημένιο σπαθί, αλλά με το σπαθί της. Όλοι πιστεύουμε πως το αξίζει και το ευχόμαστε.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

2500 χρόνια από τη νίκη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στην επίθεση εκδίκησης του Περσικού δεσποτισμού στο Μαραθώνα

Άρθρο του Παύλου Φουρνογεράκη

Τα ιστορικά γεγονότα
Οι Έλληνες της Μ. Ασίας επί βασιλείας του Κύρου ενσωματώθηκαν στην Περσική Αυτοκρατορία και ανήκαν στη σατραπεία της Ιωνίας που υπαγόταν στο σατράπη των Σάρδεων. Έχασαν έτσι κάθε μορφή ελευθερίας αφού ως υποτελείς πλήρωναν φόρους και ακολουθούσαν τους Πέρσες στις πολεμικές επιχειρήσεις τους. Μαζί με την πολιτική ανεξαρτησία έχασαν άλλωστε και την κυριαρχία στο εσωτερικό, δηλ. το δικαίωμα να ζουν με τους δικούς νόμους αλλά και πολλές από τις οικονομικές δραστηριότητες, όταν ο Δαρείος επέκτεινε την κυριαρχία του στη βόρεια παραλία του Ελλησπόντου και της Προποντίδας, καθώς και στις δυτικές ακτές του Ευξείνου Πόντου. Για τους πολιτικούς-εθνικούς και οικονομικούς αυτούς λόγους υπήρχε από χρόνια στον πληθυσμό των μικρασιατικών αποικιών αναβρασμός, χωρίς όμως να εκδηλώνεται φανερά, έως ότου το έτος 500 π.χ. τα προσωπικά κίνητρα του Αρισταγόρα (που ήταν τύραννος της Μιλήτου) έδωσαν την αφορμή για να εκραγεί η επανάσταση κατά της περσικής κυριαρχίας.
Η επανάσταση δε θα μπορούσε να έχει επιτυχία χωρίς τη συμπαράσταση της μητροπολιτικής Ελλάδας. Ο Αρισταγόρας ήρθε για το σκοπό αυτό στην Ελλάδα (το χειμώνα του 500/499 π.χ.) αλλά μόνο την Αθήνα και την Ερέτρια μπόρεσε να πείσει, οι οποίες έστειλαν 25 πλοία συνολικά. Οι επαναστάτες κατάφεραν να κάψουν τις Σάρδεις όχι όμως και να πετύχουν το στόχο τους. Το 494 π.χ , έκτο έτος της επανάστασης, καταλήφθηκε με έφοδο η Μίλητος, η έως τότε βασίλισσα των ελληνικών πόλεων και καταστράφηκε εντελώς, μαζί με το ναό του Απόλλωνα στα Δίδυμα. Το 493 π.χ. η Μ. Ασία είχε υποκύψει και πάλι στους Πέρσες.
Στην Αθήνα, εν τω μεταξύ, ο λαός συγκλονισμένος από την παράσταση ενός δράματος που είχε ως υπόθεση το σύγχρονο τότε γεγονός της κατάληψης της Μιλήτου από τους Πέρσες (ήταν η «Μιλήτου άλωσις του Φρυνίχου») εξέλεξε άρχοντα το Θεμιστοκλή, το μεγαλοφυέστερο ίσως πολιτικό που ανέδειξε η Αθήνα. Ήταν γόνος ευγενούς οικογένειας. Στην εσωτερική πολιτική ήταν υποστηρικτής της δημοκρατίας, ωστόσο δεν ήταν «κομματικός» αρχηγός, αλλά ο πολιτικός ηγέτης που βρισκόταν πάνω από τις πολιτικές παρατάξεις γι αυτό μισήθηκε αργότερα από εκείνους που απέβλεπαν μόνο στο συμφέρον της παράταξής τους.
Ο Δαρείος μόλις αποκαταστάθηκε η ηρεμία στην Περσική Αυτοκρατορία βάλθηκε να τιμωρήσει την Αθήνα και την Ερέτρια για την υποστήριξή τους προς τους Ίωνες επαναστάτες. Την επιχείρηση ανέλαβαν ο Μήδος Δάτις και νεαρός Αρταφέρνης. Ο Θεμιστοκλής περίμενε την εκδίκηση των Περσών και παρουσίασε, πριν από την εκδήλωσή της, ένα πρόγραμμα για τη οργάνωση του στόλου. Πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να αναπτυχθεί σε μεγάλη θαλάσσια δύναμη. Έπεισε το λαό και άρχισε να οχυρώνει τον Πειραιά ως φρούριο και ναυτική βάση. Η άφιξη όμως του Μιλτιάδη το 493 π.χ. στην Αθήνα, μαζί με θησαυρούς και πολλούς οπαδούς, έγινε η αιτία να παραμεριστεί αρχικά ο Θεμιστοκλής και η πολιτική του. Ο Μιλτιάδης είχε καταλάβει ηγεμονική θέση στη Θρακική χερσόνησο την οποία εγκατέλειψε λόγω του περσικού κινδύνου. Είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα από την Ασία και πίστευε περισσότερο στην υπεροχή των οπλισμένων με δόρυ οπλιτών απέναντι στους πέρσες τοξότες. Έτσι το 490 π.χ. όταν άρχισε η επίθεση των Περσών η Αθήνα υπό το Μιλτιάδη ήταν ετοιμοπόλεμη. Κίνδυνος εξάλλου υπήρχε από την κάθε άλλο παρά ασήμαντη ομάδα των τυραννόφιλων που στήριζαν τις ελπίδες τους στους Πέρσες αλλά και από τους Αλκμαιωνίδες εξαιτίας του μίσους προς το Μιλτιάδη. Οι Αθηναίοι όμως είχαν αλλάξει πολύ από τότε που είχε εκδιωχτεί ο τύραννος Ιππίας, αν και είχε μεσολαβήσει διάστημα λιγότερο από μία γενιά. Ο χαρακτήρας των πολιτών διαπλάστηκε κάτω από ελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ο εχθρός, αφού υπέταξε τις Κυκλάδες και την Κάρυστο, κατέστρεψε την Ερέτρια και αποβιβάστηκε κοντά στο Μαραθώνα με την πρόθεση να προελάσει προς την ατείχιστη από ξηρά και θάλασσα πόλη. Τότε τέθηκε ο προβληματισμός, αν ο αθηναϊκός στρατός έπρεπε να περιμένει την προέλασή τους και να δώσει μάχη στην Ακρόπολη ή να προχωρήσει και ν΄ αναζητήσει τον εχθρό. Πολέμαρχος του έτους εκείνου ήταν ο Καλλίμαχος, ο οποίος μαζί με τους δέκα στρατηγούς αποτελούσε το πολεμικό συμβούλιο και είχε την ευθύνη της οργάνωσης της άμυνας. Ευτυχώς ο Καλλίμαχος άκουσε πρόθυμα τις συμβουλές του Μιλτιάδη, που πίστευε ότι πρέπει να ξεκινήσει ο στρατός και να συναντήσει τον εχθρό στο Μαραθώνα, κι έτσι κάμφθηκαν και οι αντιρρήσεις των συντηρητικών. Την τελική απάντηση όμως έπρεπε να δώσει η Εκκλησία του Δήμου η οποία και ενέκρινε την πρόταση του Μιλτιάδη.
Ο συνολικός στρατός των Αθηναίων αριθμούσε γύρω στους 9.000 άνδρες. Μαζί τους πολέμησαν και 1.000 Πλαταιείς, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι υποσχέθηκαν βοήθεια η οποία όμως για θρησκευτικούς λόγους έφθασε μετά τη μάχη. Οι Πέρσες φαίνεται ότι ήταν υπερδιπλάσιοι, ακριβή αριθμό όμως των στρατιωτών και των απωλειών και των δύο αντιμαχομένων μερών δε γνωρίζουμε. Ο τρόπος διάταξης των ελληνικών στρατευμάτων, σύμφωνα με τις οδηγίες του Μιλτιάδη (αδύναμο κέντρο-ενισχυμένα άκρα), και η κατάθεση ψυχής για την προάσπιση της ελευθερίας επέφεραν βαρύ πλήγμα (απώλειες) στον εχθρό και τον υποχρέωσαν να υποχωρήσει και να επιβιβαστεί στα πλοία. Οι Πέρσες στη συνέχεια έπλευσαν προς το Φάληρο ελπίζοντας ότι μπορούν να φθάσουν στην Αθήνα προ της επιστροφής του στρατού της, αλλά διαψεύστηκαν κι επέστρεψαν στη χώρα τους.
Η μάχη του Μαραθώνα και η φήμη του Μιλτιάδη, που ήταν η ψυχή και το κέντρο της επιχείρησης, τυλίχτηκαν στις χρυσόδετες σελίδες της δόξας.

Οι τιμές
Το μέρος που έγινε η μάχη διακρίνεται ακόμη από τον τύμβο, στο νότιο άκρο της πεδιάδας που ύψωσαν οι Αθηναίοι πάνω στους νεκρούς τους. Ο Καλλίμαχος, που επαινέθηκε λιγότερο απ΄ όσο του άξιζε, θάφτηκε εκεί, καθώς και ο Κυναίγειρος (αδελφός του ποιητή Αισχύλου), που λένε ότι συνέλαβε μια περσική τριήρη και την κράτησε ώσπου το χέρι του κόπηκε από τσεκούρι. Αργότερα στήθηκε τρόπαιο νίκης κοντά στο Μεγάλο Έλος, όπου οι Πέρσες αποκόπηκαν κατά τη φυγή τους, και καθιερώθηκαν αγώνες προς τιμή του Ηρακλή για να θυμίζουν τη στρατοπέδευση στο ιερό του πριν από τη μάχη. Ο πανικός των Περσών αποδίδεται στο θεό Πάνα και η λατρεία του θεού αυτού ανέζησε σε μια σπηλιά που του αφιερώθηκε στη βορειοδυτική κλιτύ της Ακρόπολης. Ευχαριστίες για τη νίκη αποδόθηκαν στο θρησκευτικό κέντρο των Δελφών με το χτίσιμο ενός μικρού θησαυρού δωρικού ρυθμού.
Η νίκη τιμήθηκε επίσης στην Αθήνα. Στο βίο του Αισχύλου αναφέρεται ότι, όταν σε διαγωνισμό ελεγείας με θέμα το Μαραθώνα νίκησε ο νεκρός Σιμωνίδης, ο Αισχύλος πικραμένος μέχρι θανάτου πήγε στη Σικελία. Η διάθεση γι απόδοση ευχαριστιών στους θεούς εκφράστηκε και στην Ακρόπολη. Κάτω από τον Παρθενώνα έχουν βρεθεί υπολείμματα ενός ναού που άρχισε να χτίζεται κατά το 480 π.χ. αλλά κάηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια εισβολής του Ξέρξη, δέκα χρόνια μετά το Μαραθώνα. Οι απόγονοι των Μαραθωνομάχων έπαιρναν ίσως την πιο ζωντανή ιδέα για τη μάχη από μια εικόνα της που φιλοτεχνήθηκε περίπου 25 χρόνια αργότερα και είναι από τις πιο ακουστές εικόνες μαχών στην Ποικίλη Στοά, στο βόρειο άκρο της Αγοράς.

Η σημασία
Η νίκης στο Μαραθώνα ήταν θρίαμβος για την Αθήνα, την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο Ασιάτης εισβολέας δεν είχε ίσως έρθει για να προσαρτήσει την Ελλάδα αλλά για να την τιμωρήσει. Του ήταν αρκετό αν οι υπόλοιποι Έλληνες έβλεπαν το γεγονός με φόβο και σεβασμό. Ο Περσικός στρατός ήρθε για να αποκαταστήσει τον Ιππία, ο οποίος μνησικακούσε μετά από είκοσι χρόνια εξορίας. Οι Αθηναίοι θα καταδικάζονταν να υποκύψουν στο ζυγό ενός δικού τους τυράννου. Από αυτή τη μοίρα γλύτωσαν με την αξία τους στο πεδίο του Μαραθώνα.
Η κύρια συνέπεια ήταν η επίδραση που είχε στο πνεύμα των Αθηναίων. Το τεράστιο κύρος που απέκτησε η Αθήνα από τη νίκη που κέρδισε μόνη της πάνω στο στρατό του Μεγάλου Βασιλιά της έδωσε νέα αυτοπεποίθηση και φιλοδοξίες. Η ιστορία σφράγισε με τρόπο θαυμαστό τη δημοκρατία της. Κατάλαβε ότι , μπορούσε να πιστεύει στο θεσμό της και μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι ψηλά και να θαυματουργήσει. Ο Ηρόδοτος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έφθασαν λοιπόν εις μεγάλην ακμήν αι Αθήναι. Φαίνεται δε όχι από ένα και μόνο παράδειγμα, παρά γενικά, ότι η ελευθερία είναι σπουδαίον πράγμα, αφού και οι Αθηναίοι όσο μεν είχαν τυράννους, δεν ήσαν καλύτεροι στα πολεμικά από κανέναν απ΄ αυτούς που κατοικούσαν γύρω τους, ενώ όταν εγλύτωσαν από τους τυράννους, έγιναν οι πρώτοι και οι καλύτεροι. Αυτά με άλλα λόγια θέλουν να πουν ότι όσο ήταν σκλαβωμένοι, προσεποιούντο ότι είναι δειλοί, με την ιδέα ότι εδούλευαν για τον αφέντη, όταν όμως απέκτησαν την ελευθερία τους, μόνος του ο καθένας τους είχε τον ζήλον να κάνη για τον εαυτό του ό,τι μπορεί» (Ε,78).
Οι Έλληνες στη συνέχεια μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την επεκτατική πολιτική των Περσών που επανήλθαν ύστερα από μία δεκαετία με σκοπό να υποδουλώσουν - παραμείνουν στην περιοχή και να επεκταθούν στην Ευρώπη. Ο Θεμιστοκλής θωράκισε με ναυπήγηση 200 τριήρων το κράτος των Αθηνών και το κατέστησε πρώτη ναυτική δύναμη. Σημειώθηκαν τότε απ΄ τους Έλληνες τα μεγάλα κατορθώματα στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές… Οι αξίες της αθηναϊκής δημοκρατίας περιγράφτηκαν με τρόπο διαυγή στα λογοτεχνικά έργα, θεμελίωσαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό κι έφτασαν με μεγάλη ευρύτητα ως την εποχή μας.
Η ωραία φράση για τους Μαραθωνομάχους που η παράδοση αποδίδει στο Σιμωνίδη: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι/ χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν», δείχνει τη σωστή αντίληψη που επικρατούσε, ότι δηλαδή η νίκη δεν είχε μόνο τοπική σημασία, αλλά είχε κερδηθεί για ολόκληρο το έθνος.

Σήμερα
Κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς προγραμματίζονται γιορταστικές εκδηλώσεις στη χώρα μας και στο εξωτερικό για τα 2500 χρόνια από αυτό το σημαντικό γεγονός. Είναι φανερό, ότι η ηθική της πολιτικής βάθυνε για την ανθρωπότητα (συνολικά) από εκείνα τα χρόνια, όμως είναι ηλίου φαεινότερο ότι η σημερινή δημοκρατία περνά περίοδο σοβαρής κρίσης. Η αγάπη για την πατρίδα, η ψυχή της ύπαρξης, της συνέχειας και της ευημερίας ενός λαού, χαρακτηρίζεται από την πτώση στον ατομοκεντρισμό. Ο κίνδυνος δεν προέρχεται κυρίως από τον ανατολικό δεσποτισμό, αλλά από την ισχυρή νοοτροπία ενός άλλου δεσποτισμού, της οικονομίας και του καταναλωτισμού σε ένα στυγνό καπιταλιστικό σύστημα που διαβρώνει τη δημοκρατία, μαζοποιεί και απανθρωποποιεί τον άνθρωπο.
Πόσο άραγε οι γιορταστικές εκδηλώσεις που θα ακολουθήσουν «όταν ο καιρός το επιτρέψει», (όπως γινόταν και με τις εκστρατείες) θα μπορέσουν να συμβάλουν στην ανατροπή του ζοφερού αυτού κλίματος;

Βιβλιογραφία:
α. Αρχαία Ελληνική Ιστορία του Ulrich Wilcken, εκδ. Παπαζήση 1976
β.Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας των J.B. Bury και Russwell Meiggs, εκδ Καρδαμίτσα 1998
γ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος Β΄ Εδοτική Αθηνών Α.Ε.
δ. Γιατί η Ελλάδα; της Jacqueline de Romilly εκδ. To Άστυ 1999.

Ζάκυνθος 18-1-2010

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

"Σχολικόν ενθύμιον"



Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου χρόνου. Παρ’ ότι από τις γιορτές έχει ήδη περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο επιμηκύνει ακόμα περισσότερο το γεγονός του πρώιμου Καρναβαλιού, μια και φέτος το Μεγαλοβδόμαδο αρχίζει τις τελευταίες μέρες του Μάρτη, ο απόηχος αυτής της απαρχής ή έστω αυτού που συνηθίζουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε σαν νέο ξεκίνημα και συμπίπτει με την εντελώς εικονική Πρωτοχρονιά, κρατά ακόμα έντονος και παρότι την επόμενη Κυριακή, πρώιμο και αυτό, μπαίνει το Τριώδιο, συνεχίζουμε να ευχόμαστε ακόμα «Καλή χρονιά» και ν’ ανταλλάσσουμε γιορταστικές ευχές.
Είναι αλήθεια πως την φοβερή αυτή χρονιά, η οποία μόλις λίγες μέρες πριν άρχισε, ενώ ακόμα σε κάμποσες βιτρίνες υπήρχαν έλατα στολισμένα, ψεύτικα κι αυτά όπως οι περισσότερες από τις ελπίδες μας, ιδίως στο νησί μας, σε κάποιες άλλες, γειτονικές και παράλληλες, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι μάσκες και οι σερπαντίνες, περνώντας μας κυριολεκτικά από τον ένα γιορταστικό κύκλο στον άλλο, επαναφέροντας, για να δούμε και τα καλά της υπόθεσης, την παλιά, τοπική μας συνήθεια, αυτήν η οποία ήταν ένα ακόμα δείγμα της τζαντιώτικης ιδιοσυγκρασίας και ήθελε το αποκριάτικο ξεφάντωμα ν’ αρχίζει αμέσως μετά την εκπνοή του Δωδεκαημέρου, την επόμενη, δηλαδή, των Φώτων.
Πόρισμα, το οποίο προκύπτει απ’ όλα αυτά, η σχετικότητα του χρόνου, αλλά και η εύκολη προσαρμογή μας σε διαφορετικές, κάθε φορά, συνθήκες και σε καινούριες επιβολές. Άλλες χρονιές απολαμβάναμε αμέριμνοι, τέτοια εποχή, τα μεθεόρτια. Σήμερα νοιώθουμε περισσότερο τα προεόρτια και σε αυτά δίνουμε όλο το βάρος και τη σημασία. Είναι αυτό που κάνει την κάθε παραμονή της προσμονής περισσότερο γιορταστική από την κυριώνυμο ημέρα και την επομένη ανιαρή και κουραστική, γιατί και εδώ, όπως και στον έρωτα, το ταξίδι μετρά και λιγότερο ο προορισμός, μετά τον οποίο αρχίζει πάντα, θέλουμε δεν θέλουμε, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, η αντίστροφη μέτρηση. Γιατί ο χρόνος είναι αναμφισβήτητα ανελέητος και ας τον λέμε, παρηγορητικά «γιατρό».
Αυτός, όμως, ο «φθονερός», ασπρομάλλης γέρος, ο «πάντων εχθρός», κατά την ποιητική και δημιουργική συντόμευση του συντοπίτη μας ωδοποιού ποιητή, του μεγαλωμένου στην γειτονιά της σκοντράδας του Αγίου Νικολάου των Γερόντων, Ανδρέα Κάλβου, μπορεί να ξεγελαστεί, αν όχι και να νικηθεί, σε μερικές σπάνιες και σημαντικές περιπτώσεις. Τότε επαληθεύεται ο λόγος του άλλου κορυφαίου, του Αλεξανδρινού τεχνίτη της λιτότητας του λόγου, του πολύ Κωνσταντίνου Καβάφη, ο οποίος με την σοφία που πάντα τον διέκρινε και με το θάρρος ενός μεγάλου δημιουργού, εντόπισε και μας παρέδωσε απλόχερα «πως ποτέ του / μήτε γεννήθηκε κανείς, μήτε κανείς πεθαίνει».
Μια τέτοια πράξη αντίστασης ενάντια στην φθορά, είναι, κατά τη γνώμη μου, και το «σχολικόν ενθύμιον», το οποίο εξέδωσαν και μας χάρισαν, σαν παρηγορητική ευλογία για το 2010, οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Γερακαρίων του νησιού μας, δίνοντας υποσχέσεις για το καινούριο ξεκίνημα και συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, η οποία έχει πολλά να προσφέρει και στον εκδοτικό τομέα, αλλά και σε παρόμοιες ενέργειες. Γιατί η έκδοση αυτή δεν είναι μια απλή, σαν τις τελευταία καθιερωμένες, φωτογραφίες της λήξης μιας σχολικής περιόδου, αλλά η απαρχή μιας νέας, μια και πρόκειται για ένα κομψό και προσεγμένο ημερολόγιο του νέου ενιαυτού, το οποίο επαναφέρει θύμισες και συγχρόνως θεμελιώνει το μέλλον.
Στο εξώφυλλό του μια μαυρόασπρη φωτογραφία μιας μαθήτριας με την καθιερωμένη, τότε, σχολική της στολή, την «ποδιά», όπως την έλεγαν, την απαραίτητη και αναγκαία, το λευκό της γιακαδάκι, κατάλευκο, μια και η «πάστρα είναι μισή αρχοντιά», την κορδέλα στα μαλλιά της, το σήμα του σχολείου κυκλικό στο στήθος και το ουσιαστικό στυλό στο χέρι της, με το οποίο γράφει σε επιμελώς ανοιγμένο τετράδιο, μας υποδέχεται, κοιτάζοντας με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια το αύριο, που ίσως είναι παρόν ή έχει γίνει κιόλας παρελθόν και συγχρόνως παρέχοντας την σιγουριά, η οποία προκύπτει από την συντήρηση του χθες. Πίσω της ένας χάρτης, της Ευρώπης θα πρέπει να είναι, μια και κάπου διαβάζουμε την επιγραφή «Βόρειος Θάλασσα», στην μια μεριά και στην άλλη την κατάληξη του «Εύξεινος Πόντος», αναγκαίος στα σχολικά ενθύμια, αλλά και στην διακόσμηση της τάξης, επαναφέρει οικείες σκηνές. Φόντο της φωτογραφίας γράμματα και αριθμοί. Η ίδια αξίζει να σημειωθεί πως είναι κομμένη μ’ εκείνον το παραδοσιακό τρόπο με τα δοντάκια, έτσι απλά για να θυμίζει και να δημιουργεί νοσταλγία.
Μα και οι άλλες φωτογραφίες, που συνοδεύουν την επισήμανση των δώδεκα μηνών του 2010 τον ίδιο ρόλο παίζουν και την ίδια σημασία υπηρετούν. Παλιοί δάσκαλοι, με παλιούς μαθητές του σχολείου, στην τάξη ή σε εκδρομές, σχολικές γιορτές με σκετς και απαγγελίες, γυμναστικές επιδείξεις, καταθέσεις στεφάνων στο Ηρώον του χωριού και για το τέλος, τον ζεστό, παρότι στο καταχείμωνο, Δεκέμβρη, μια Φάτνη, με ζωντανή την Παναγία και γύρω της έναν Μάγο και κάμποσους απτούς αγγέλους. Το εικαστικό μέρος ή πιο σωστά το για πρώτη φορά δημοσιευόμενο, ανέκδοτο, αρχειακό υλικό, συνοδεύουν, για μια σύνδεση, πιθανόν, με το σήμερα, αποσπάσματα από ιδιαίτερα αγαπητά στα παιδιά και όχι μόνο κείμενα των Ρενέ Γκοσινί - Ζαν Ζακ Σανπέ («Ο μικρός Νικόλας»), Κυριάκου Ντελόπουλου («Ο Άλκης και οι άλλοι»), Έλλης Αλεξίου («Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή» και «Γ΄ Χριστιανικό Παρθεναγωγείο»), Νίκου Καζαντζάκη («Αναφορά στον Γκρέκο»), Ευγενίας Φακίνου («Αστραδενή»), Μενέλαου Λουντέμη («Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»), Ζώρζ Σαρή («Ε. Π.») και Λευτέρη Παπαδόπουλου ( «Οι παλιοί συμμαθητές»).
Στην δεύτερη σελίδα του, σαν πρόλογ, διαβάζουμε: «Δημιουργώντας ένα ημερολόγιο για το 2010 που να αφορά στη σχολική ζωή, ένα “σχολικόν ενθύμιον”, αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς πρέπει να προβάλει. Μήπως τη νοσταλγία για την παιδική ηλικία, την εμπειρία της σχολικής ζωής, ένα ταξίδι στα περασμένα μέσα από αγαπημένες φωτογραφίες; Μια γιορτή, η παρέα μιας ολόκληρης τάξης, στιγμές όπως φυλακίστηκαν από το φωτογραφικό φακό. Το ζωντάνεμα μνήμης. Τα κείμενα που επιλέχτηκαν υπηρετούν τον ίδιο σκοπό και θέλουν να φωτίσουν με διαφορετικό τρόπο τα χρόνια αυτά τα άγουρα μα σκληρά και να τα προσεγγίσουν με ευαισθησία και τρυφερότητα. Ένα ημερολόγιο που αποδεικνύει ότι το παιδικό χαμόγελο μένει αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο. Το ίδιο όπως μένουν αναλλοίωτες και οι ανάγκες των παιδιών: η χαρά της συμμετοχής, η προσμονή του παιχνιδιού ή μιας εκδρομής, η ικανοποίηση από την αποδοχή ή τον έπαινο. Όλα αποτυπωμένα στο βλέμμα των παιδιών, σ’ αυτές τις παλιές φωτογραφίες, μαζί με την πίστη στις αξίες που αντιπροσωπεύει το σχολείο και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Ένα ημερολόγιο κειμήλιο, μαρτυρία μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, αλλά δε χάθηκε, όσο θα έχουμε τη δυνατότητα να τη θυμόμαστε με αγάπη».
Είναι αλήθεια πως αυτό που θυμόμαστε συνεχίζει να ζει και εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό μας το διατύπωσε άριστα ο δικός μας, ιόνιος ποιητής, Λορέντζος Μαβίλης, στην συνοπτική και αιωνόβια «Λήθη» του. Υπάρχει, όμως, και άλλο ένα μυστικό, εξίσου σημαντικό και αξιοσημείωτο. Τίποτα δεν εξαφανίζεται, αν τυπωθεί και γίνει κτήμα του κοινού.
Αυτό ακριβώς έκαναν οι μαθητές και οι δάσκαλοι του δημοτικού σχολείου των Γερακαρίων. Συγκέντρωσαν ό,τι σώθηκε από πολέμους, σεισμούς, πυρκαγιές και την ανθρώπινη αδιαφορία και το αποθανάτισαν στις σελίδες ενός ημερολογίου. Γι’ αυτό η αξιέπαινη και αξιοζήλευτη έκδοσή τους αποτελεί περισσότερο εορτολόγιο.
Και αυτός ο χρόνος, που πριν λίγο άρχισε, θα περάσει, θέλουμε δεν θέλουμε. Το ανθρώπινο ημερολόγιο, με την ευκολία που το διακρίνει, θα σημειώσει 2011, 2012, 2013, 2014, 2015 και πάει λέγοντας. Η προσπάθεια των παιδιών μας, όμως, θα μείνει. Θα νικήσει το χρόνο ή έστω θα τον ανακόψει.
Να γιατί είναι των παιδιών η βασιλεία.
Τα ευχαριστούμε.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Η μελαγχολία του βουβού τσιμαδόρου


γράφει ο παύλος φουρνογεράκης

Ροδοκόκκινα σύννεφα της Ανατολής ζωγράφιζαν το νυσταγμένο θόλο και οι δροσοσταλιές ποζάριζαν θρονιασμένες στις λεπτές αγκάλες του χειμερινού χαλιού, κάτω από τις αιωνόβιες ελιές με τις μεγάλες κουφάλες. Τα ξινόχορτα πρόβαλαν με τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου έτοιμα να ζεστάνουν τις ρίζες των δένδρων στις κρύες νύχτες του χειμώνα. Έπλεξαν ένα παχύ καταπράσινο στρώμα κι έντυσαν από τη μία άκρη ως την άλλη τους ελαιώνες, σαν τις μοκέτες που στρώνουν στα δάπεδα των σπιτιών και κρύβουν τα παγερά πλακάκια.
Επένδυσα με γάντια εργασίας τα αδέξια και τρυφερά μου χέρια, φόρεσα τις αδιάβροχες γαλότσες μου και έψαξα να βρω κατσουριδέλι [1] ανάμεσα στα εργαλεία των φίλων αγροτών που μάζευαν τις ελιές. Μάταιη προσπάθεια, δεν υπήρχε ούτε και στα δίχτυα που ήταν απλωμένα πάνω από το επίσημο φυσικό χαλί, κάτω από τα φορτωμένα κλαδιά των ψηλών δένδρων.
Καλημέρισα, πιέζοντας τον αέρα με δύναμη ανάμεσα στις φωνητικές χορδές, μήπως και η ευχή μου σπάσει το φράγμα του βενζινοκίνητου ήχου από τα πριόνια που έκοβαν ασταμάτητα και το τιναχτικό μηχάνημα που έξαινε τις τσίμες με το λαδερό καρπό. Μόνο ο «τσιμαδόρος» έγνεψε με ελαφρό τραχύ μειδίαμα και καλωσόρισε την άφιξή μου.
Είχα χρόνια να λάβω μέρος στη συγκομιδή του ελαιοκάρπου κι ένιωθα ότι βρισκόμουνα έξω από τα νερά μου. Πώς άλλαξε ο τρόπος και τα εργαλεία, το υλικό τους και η χρήση τους, οι πηγές της ενέργειας, η συνεργασία και η εθνoλογική σύσταση των ανθρώπων, η σχέση και τα αισθήματα προς τα δέντρα και τους καρπούς, οι διατροφικές συνήθειες!
Αλουμινένια κοντάρια, που στην άκρη έφεραν κάτι σαν την τρίαινα του Ποσειδώνα, χτυπούσαν τις ελιές στα ψηλά κλαδιά, εκεί που το αλυσοπρίονο δεν μπορούσε να φτάσει. Στα στρωμένα δίχτυα ένας κυλινδρικός μηχανισμός χτένιζε τις τσίμες που είχαν επιμελώς κοπεί από ένα δεύτερο γερασμένο πριόνι που αγκομαχούσε και γέμιζε την υγραμένη ατμόσφαιρα με λαδωμένο καυσαέριο. Τρεις ξετρελαμένες εξατμίσεις καπνού και κραυγής μετάλλων βούβαιναν την ανθρώπινη λαλιά κι έκαναν τα καμαρωτά κοκκκινολαίμια και τα νευρικά μαυροκέφαλα πουλάκια να πετάξουν τρομαγμένα στους παρακείμενους ελαιώνες. Πέταξαν και οι παραδοσιακές κατσουρίδες1 που με το διχαλωτό τους σχήμα χτυπούσαν ευλαβικά και ρυθμικά τις ελιές κι εκείνες έπεφταν τραγουδώντας σαν τις στάλες της βροχής, πάνω στα κατάλευκα λιόπανα που έστρωναν άλλοτε περιμετρικά στις μεγάλες ριζολιές.
Οι αχτίδες του ήλιου παιχνίδιζαν τρυπώνοντας ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά κι έκαναν τα φύλλα από τα ξινόχορτα ν' αντανακλούν αστραφτερές ματιές σαν εκκεντρική βελούδινη τουαλέτα σε φωτισμένη βιτρίνα του Κολωνακίου. Τα γεμισμένα σακιά από καφετί καναβάτσο, όρθια ή ξαπλωμένα, άλλαζαν στάση και χρώμα από τις πινελιές του ήλιου, και έμοιαζαν με κορμούς απολιθωμένου δάσους που ξαφνιάζεται από την επίσκεψη περίεργων τουριστών. Έτσι ξαφνικά με είδε ο φίλος μου ο Μαρίνος, όταν ύστερα από αρκετή ώρα τέλειωσε την αναρρίχηση και κατέβηκε καταϊδρωμένος ανάβοντας ταυτόχρονα το απολαυστικό του τσιγάρο. Η συνομιλία σύντομη. Το συνεργείο θέλει οργάνωση, τα μεροκάματα ακριβά και η τιμή του λαδιού δημιουργεί έντονα συναισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Μου ανατέθηκε η ειδικότητα του «τσιμαδόρου»! Αλάφρωνα με το τιναχτικό μηχάνημα τις τσίμες από το βάρος του φουσκωμένου καρπού τους και τις πετούσα στην άκρη. Εκείνες στέκονταν σαν ηλικιωμένες κυρίες, που η κομμώτρια είχε ισιώσει τα αραιωμένα σγουρά τους μαλλιά. Ένιωθα τη μονοτονία της βουβής μελαγχολίας στην τρίωρη ρουτίνα του «τσιμαδόρου» κι ο λογισμός μου έπαιρνε τις διαδρομές στα σοκάκια των παιδικών μου χρόνων. Δεν ήταν μόνο τα βαμβακερά λιόπανα που κάθε χρόνο λευκαίνονταν σε μπουγάδες με αλισίβα, σαπούνισμα και ξέπλυμα στα ρυάκια της λίμνης του Κεριού και στον Κορνό (και τι μαγεία όταν πρωτο-στρώνονταν στο καταπράσινο χαλί, έμοιαζαν με νυφικό κρεβάτι στο σουρεαλισμό της υπαίθρου). Χάθηκε το γλυκόλαλο καλάιδισμα της κατσουλιέρας και του τσίπου, το κρώξιμο του κοράκου, χάθηκε και το τραγούδι των ανθρώπων, η συνομιλία, τα καλαμπούρια, τα κουτσομπολιά, οι πολιτικές αναλύσεις, τα μαλώματα, η συνεργασία των οικογενειών και των φίλων με το δανεικό μάζεμα, τότε που όλοι το πονούσαν το δέντρο και το φρόντιζαν, γινόταν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους. Πρόσεχαν το χτύπημα με τα λαμιά [2] και τις κατσουρίδες1 να είναι απαλό κι έντεχνο, να μη σπάσει το κλαδί, να μη λαβωθεί και πονέσει. Παρθένα και ερεθιστική οσμή της ελιάς και του χόρτου άνοιγε την όρεξη στο λιτό ψωμοτύρι με τη λακέρδα, το νιο λάδι και τις βλαστάδες στο μεσημεριανό ξαποστάσι.
Αναπάντεχη σιωπή του τιναχτικού μηχανήματος άφησε τον ήχο κινητού τηλεφώνου να κυλήσει από το μυώδες μπράτσο της διπλανής ελιάς που είχε σκαρφαλώσει ο Νιόνιος και δόθηκε το σύνθημα διαλείμματος μεσημβρινού φαγητού. Η κυρά-Σοφία τού τηλεφώνησε, ότι εντός ολίγου κατέφθανε φαγητό: κοκκινιστό κουνέλι με μακαρόνια, λαδοτύρι και δυο μπουκάλες κρασί μαστελάδο στρώθηκαν σε αυτοσχέδια τραπεζάκια-τσουβάλια και στα σταυρωμένα πόδια της βουδιστικής μας στάσης. Όλοι έσπευσαν ν' απολαύσουν απερίγραπτες ζακυνθινές γεύσεις. Μόνο και μόνο αυτό το φαγητό πάνω στο μαλακό μαξιλάρι των κιτρινοπράσινων φυτών άξιζε τον κόπο της εμπειρίας. Μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά σε στρογγυλό σχηματισμό και θα περίμενε κανείς την ευθυμία και τους αστεϊσμούς να δεσπόζουν και ν΄ αντηχούν στο αστραφτερό σταχτοπράσινο τοπίο. Ούτε συστάσεις, ούτε κουβέντες, σαν ταινίες βουβού κινηματογράφου περνούσε ο χρόνος. Οι εργάτες αλλοδαποί: Αλβανοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι … πώς να συνομιλήσεις και τι να πεις. Οι φίλοι μου αγχωμένοι και κουρασμένοι από την υπερπαραγωγή έργου (είχε να βρέξει δυο μήνες και δεν έχουν ξεκουραστεί) άφησαν τις συζητήσεις για κάποια άλλη φορά….
Ακούμπησα την πλάτη μου σε καλόβολη ριζολιά και άφησα το μαστελάδο να περιλούσει τη σώμα και την ψυχή μου. Ευθύμησα με το τρίτο ποτήρι κι άρχισα να κάνω τσουλήθρες σαν μικρό παιδάκι στον παρακείμενο όχθο, μήπως κι απαλλαγώ από τη μελαγχολία της βουβαμάρας και των θλιβερών σκέψεων που άρχισαν πάλι να με κατακλύζουν.
Πόσο άλλαξε τον άνθρωπο η εισβολή της μηχανής! Πόσο τον έκλεισε στον εαυτό του και απαίτησε την πλήρη προσαρμογή-υποταγή, στη μαζική-απρόσωπη παραγωγή και συγκομιδή προϊόντων, όπου ο εργάτης δε συμμετέχει στο σχεδιασμό (πόσο μάλλον και στα κέρδη), αλλά ούτε και στη χαρά της μονότονης εργασίας! Μα κι ο αφέντης πόσο αγχωμένος ζει από το βάρος της οργάνωσης, του προγραμματισμού και της διαχείρισης σ΄ ένα τόσο έντονο ανταγωνιστικό πεδίο! Πότε συναντιούνται οι αγρότες να συνομιλήσουν για να διεκδικήσουν, να βρουν λύσεις στα προβλήματά τους ή τουλάχιστον να συμπαρασταθούν και να εκτονωθούν;
Θυμήθηκα πάλι, τέτοια εποχή, πιτσιρικάς να παίζω στο λητρουβείο του Λουρέντζου που βρισκόταν στη γειτονιά μου. Γεμάτο ανδρικό πληθυσμό έσφυζε από ζωή, ιδιαίτερα τις ατέλειωτες βραδινές ώρες του χειμώνα. Στη ζεστασιά των μηχανών του μαζεύονταν οι χωρικοί να μάθουν και να συγκρίνουν την παραγωγή, να στιμάρουν τις τιμές, ν' αστειευτούν, να γλυκάνουν τη βαρυχειμωνιά και να μάθουν τα νέα από εκείνους που τα άκουγαν από τα λιγοστά ραδιόφωνα του χωριού.
Απόψε πάλι όλοι θα κλείσουν γρήγορα τα πατζούρια τους και θα στυλωθούν στον πλασματικό κόσμο της τηλεόρασης και των διαφημίσεων. Μήπως γι' αυτό αυξήθηκε η χρήση ηρεμιστικών και αγχολυτικών φαρμάκων, η φυγή στον κόσμο των ναρκωτικών, τα διαζύγια και η διάλυση των οικογενειών; Αυξήθηκε επικίνδυνα ακόμα και αυτός ο αριθμός των αυτοκτονιών στους μονήρεις ανθρώπους που ο χαρακτήρας τους, οι συνθήκες της εργασίας και της ζωής τούς απομακρύνουν από τις πολυπόθητες ανθρώπινες σχέσεις.
Η πολιτεία και η εκκλησία με τα θεσμικά τους όργανα γιατί δεν αντισταθμίζουν το έλλειμμα της ψυχικής ευφορίας με τα έργα του πολιτισμού και του ανθρωπισμού που αποτελούν την παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας και συμφιλίωσης με τον εαυτό μας και τους άλλους; Ο καθένας από μας πόσο προσπαθεί και επιζητά την ανθρώπινη επαφή, προσφέρει τη συντροφιά του σ΄ εκείνους που καταλαβαίνει ότι την έχουν ανάγκη, εκτιμά και σέβεται το μόχθο της χειρωνακτικής εργασίας, συμπαραστέκεται στα αιτήματα των εργαζομένων και των ανέργων και δεν απομονώνεται στην αυταρέσκεια της πρόσκαιρης αυτάρκειάς του;
Δέθηκα με τη ζώνη ασφαλείας του αυτοκινήτου μου, άνοιξα το ραδιόφωνο στο 2ο πρόγραμμα και σιγοτραγουδούσα με τον Παντελή Θαλασσινό απολαμβάνοντας την όμορφη φιδωτή διαδρομή στους αιωνόβιους λιθακιώτικους ελαιώνες:


Ν' αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα,
τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους,
τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα,
και πολύ ν' αγαπάς τους ανθρώπους.

Τα θεριά ν' αγαπάς και τ' ανήμερα,
τα νησιά, τα ποτάμια, τ' αστέρια.
Κι αν ποτέ σε πληγώσουν κατάστηθα
φίλοι, αγρίμια, λευκά περιστέρια,

ν' αγαπάς, να ξεχνάς και να χαίρεσαι
τη δική σου γαλήνη και κείνα
που μ' αγάπη το νου μας φωτίζουνε,
και βλασταίνουν αμάραντα.

Ζάκυνθος 12-1-2010


Λεξιλόγιο:
1 κατσουριδέλι = μικρή κατσουρίδα, ξύλινο εργαλείο από ελιά μήκους μέχρι ένα μέτρο, με μικρή διχάλα στο επάνω μέρος για το ράβδισμα της ελιάς.
2. Ράβδος από κυπαρίσσι μήκους από δύο έως τρία μέτρα περίπου, για το ράβδισμα της ελιάς στα ψηλά κλαδιά.



Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

"… εν κυμβάλοις ευήχοις …"



Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Αυτές οι γιορτές, που πριν λίγες μέρες έκλεισε ο κύκλος τους, ο οποίος άρχισε στις 16 του Δεκέμβρη, την παραμονή της χειμωνιάτικης και κυριώνυμης γιορτής του Αγίου μας και τέλειωσε με την επέτειο του Προδρόμου, με τους ατέλειωτους Γιάννηδες, στις 7 του Γενάρη, ήταν οι πιο μουσικές, που έζησε το νησί μας.
Εκτός από την καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη συναυλία, την οργανωμένη από τους δραστήριους «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», με την οποία ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο κείμενό μας, την ίδια ώρα - γι’ αυτό και δεν την παρακολουθήσαμε και δεν ασχοληθήκαμε, ως εκ τούτου, μαζί της, ενώ το άξιζε αναμφίβολα - πραγματοποιήθηκε στο νεοαποκτηθέν και αξιοζήλευτο για μάς τους υπόλοιπους αδικημένους γηγενείς, πολιτιστικό κέντρο Σαρακηνάδου, παρόμοια εκδήλωση, από την νεοσύστατη και πολλά υποσχόμενη χορωδία, η οποία πολύ σωστά και τιμητικά φέρει το όνομα του πολλά προσφέροντος στα μουσικά δρώμενα του Τζάντε Κωνσταντίνου Σαμσαρέλου.
Επίσης μουσικές ομάδες είπαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, κατά την πρέπουσα τάξη και όχι με τριγωνάκια ή… νταούλια, το βράδυ της υποδοχής του 2010, καλωσoρίζοντας το νέο χρόνο και συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να την αφήσουμε να σβήσει, υποχωρούντες σε άλλες, ξένες νοοτροπίες και φρεσκομπασμένες αλλότριες παραδόσεις, τις οποίες επιβάλουν οι καιροί, η τηλεόραση και η αμάθεια.
Τέλος το βράδυ του Αγιασμού, την παραμονή των Φώτων, «του Φωτώνε», όπως τα λέμε στη Ζάκυνθο, η άλλη δραστήρια και απαραίτητη χορωδία του ιστορικού ναού της Φανερωμένης της πόλης μας, είπαν τα πατροπαράδοτα κάλαντα της ημέρας, τα γνωστά «Φώτα», στον επίσκοπο του νησιού, σε μια ζεστή τελετή, που κληροδοτημένη από τους αιώνες, έγινε στο Μητροπολιτικό μας Μέγαρο, συνεχίζοντας και θυμίζοντας.
Ιδιαίτερα, όμως, σ’ αυτό το κείμενό μας θα σταθούμε σε μιαν άλλη μουσική εκδήλωση, η οποία έγινε δύο φορές, λόγω της μεγάλης συμμετοχής - και αυτό αποτελεί παρηγοριά και υπόσχεση - στην άλλη, την καθολική Μητρόπολη του Τζάντε, τον επίσης ιστορικό Άγιο Μάρκο, ο οποίος από αιώνες, με αλλαγές και παραλλαγές, βρίσκεται, θυμίζοντας και παραδειγματίζοντας, στην κεντρική, ομώνυμη πλατεία μας. Η συναυλία αυτή πραγματοποιήθηκε την προπαραμονή και την επόμένη της Πρωτοχρονιάς, στις 30 δηλαδή Δεκεμβρίου και στις 2 Ιανουαρίου και με τον τρόπο αυτό και οι δύο καθεδρικοί ναοί του νησιού μας, οι οποίοι πάντα αρμονικά συνυπήρχαν και συμβάδιζαν, εφαρμόζοντας σε πολλά την αρχή της αλληλοδιδασκαλίας, ύμνησαν την λυτρωτική για το ανθρώπινο γένος Θεία Γέννα και υπενθύμισαν στους νεότερους Ζακύνθιους, το τι ήταν και το τι τούς πρέπει.
Πρωταγωνιστής σ’ αυτήν την πανδαισία των ήχων ήταν η ορχήστρα δωματίου “Gruppo D’ Archi Veneto”, η οποία, όπως και τ’ όνομά της δηλώνει, ήρθε από την μακρινή, αλλά όχι και άσχετη με τον τοπικό μας πολιτισμό, πλωτή πόλη, την φημισμένη, κατά πολλούς τρόπους, Βενετία και μας χάρισε ακουστικά αριστουργήματα των G. F. Haendel, A. Corelli, A. Vivaldi, A. Marcello και J. S. Bach.
Η εκκλησία, όπως και πριν αναφέραμε, και τα δύο βράδια ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Στην τελευταία επανάληψη μάλιστα - και αυτό μας δίνει διασωστικό θάρρος- πολλοί φιλότεχνοι -να, που υπάρχουν και αυτοί, άλας ζωής, μέσα στην τόση ξεραΐλα- έμειναν «εκτός του νυμφώνος» -και εδώ δεν παρομοιάζουμε, αλλά κυριολεκτούμε- επειδή, δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για εμάς τους ελπίζοντες - δεν βρήκαν εισιτήριο. Όλα αυτά μεταφράζονται, πως ο κόσμος θέλει και απαιτεί, αλλά οι ιθύνοντες δεν το κατανοούν αυτό και δεν μπορούν να του το δώσουν. Επίσης, πως το κοινό δεν θέλει λαϊκισμό, αυτός μάς καθίζει στο σβέρκο τον κάθε κιτς, ατάλαντο και απαίδευτο μωροφιλόδοξο, που καταστρέφει ό,τι έχει απομείνει, αλλά μπορεί να χαρεί και την γνήσια και υψηλή τέχνη, η οποία αγαπιέται, παρά την επίφοβη ισοπέδωση, αυτήν που παρεξηγώντας μια ισότητα και μιαν ελευθερία, θέλει όλα τα δάχτυλα του χεριού -και του ποδιού συχνά- ίδια, ενώ δεν είναι και προσφέρει στο λαό, όχι μόνο μασημένη, αλλά συχνά αναμασημένη τροφή και όχι εκείνο που δικαιωματικά του αξίζει.
Και η νύχτα -ή μάλλον οι νύχτες- του Αγίου Μάρκου, όπως και αυτή του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ήταν έναστρη και φωτεινή, όπως ταίριαζε στις ημέρες, αλλά και την βαριά παράδοση και την ιστορία του τόπου, όπου πραγματοποιήθηκαν. Το κοινό τις αγκάλιασε και ο πήχης ανέβηκε, τόσο, ώστε πολλοί, εξουσία ή πολιτιστικοί παράγοντες, να πρέπει να σκέφτονται πια, για το τι ετοιμάζουν και το τι προωθούν και σερβίρουν.
Στον χώρο, που στο προαύλιό του πριν λίγα χρόνια, η κακώς εννοούμενη αντιγραφή, με την καθαρά επαρχιώτικη μίμηση, είχε μετατρέψει την ιστορία σε παρωδία, με την υπερβολή του κιτς και την χυδαιότητα της προχειρότητας, για κάποια δήθεν χριστουγεννιάτικη μεταμόρφωση, νότες θεόπνευστες, από τους μεγαλύτερους και πιο επώνυμους δημιουργούς ταιριασμένες, ήρθαν να ξορκίσουν το κακό και πρόσφεραν στους πολλαπλά ταλαιπωρημένους κατοίκους αυτού του νησιού γνώση και ποιότητα.
Εφτά βιολιά, δύο βιόλες, δύο βιολοντσέλα, ένα κλαβιτσέμπαλο, ένα όμποε και μια κιθάρα, μας ξύπνησαν εκείνο το βράδυ μπαρόκ καταγωγές και μας ξενάγησαν σε μαγείες ήχων. Ήταν μια γνήσια προσευχή, στον νεογέννητο Χριστό και στο μεγάλο Ευαγγελιστή, που το λείψανό του, μεταφερόμενο σε περιόδους ακμής στην Βενετία, την πόλη του μουσικού σχήματος της εκδήλωσης, πέρασε από τα μέρη μας και -σύμφωνα με την παράδοση- ήταν η αιτία να χωρίσουν τα Στροφάδια.
Σίγουρα και τις δύο αυτές βραδιές χάρηκε η εξόριστη και πάντοτε νοσταλγός ψυχή του Ούγου Φώσκολου, ο οποίος σ’ αυτήν την ιερή στέγη βαπτίστηκε, εκεί εκτελούσε μικρός τα πρώτα θρησκευτικά του καθήκοντα και εκεί άκουσε το δημιούργημά του και τον πνευματικό του διάδοχο και συνεχιστή, τον ισαπόστολο Διονύσιο Σολωμό, να του απαγγέλλει το περίφημο και μοναδικό «Εγκώμιο». Όσοι καλοπροαίρετα αλαφροΐσκιωτοι μάλιστα έχουν παραμείνει και επιμένουν στις απόψεις τους θα τον είδαν και τις δύο φορές να έχει αποδράσει από την τιμητική για τον ίδιο εκκλησία του Τίμιου Σταυρού της Φλωρεντίας και να επιστρέφει στην «μητρική του γη», που τόσο πόθησε, μα τόσο στερήθηκε. Γιατί και ο ίδιος χάρηκε που το νησί του, τα χώματα που φιλοξένησαν τα πρώτα και σημαντικά βήματα της ζωής του, τα τόσο σημαντικά για το μέλλον του, προσπαθεί και πάλι να ορθοποδήσει και που οι συμπατριώτες του ξαναθυμήθηκαν, μετά τους τόσους ακουστικούς ρίπους, που τους επιβλήθηκαν «ανεπαισθήτως», το πότε πρέπει να χειροκροτούν και το πόσο διαφέρει η μετριότητα από την ποιότητα.
Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, όπως μια σχεδόν βδομάδα πριν και αυτή του Αγίου Νικολάου των Ξένων, αλλά κάποιες βραδιές Βαΐων και η φημισμένη, όσο πληγωμένη, Φανερωμένη, άνοιξαν και πάλι τις πόρτες τους, όχι για μια εκδήλωση, αλλά για μια διαφορετική προσευχή και μιαν αλλιώτικη λειτουργία. Γιατί η τέχνη, η γνήσια τέχνη, όπως και να το κάνουμε, είναι αναμφίβολα έκφραση λατρείας και τρόπος επαφής μας με το θείο. Ας ισχυρίζονται κάποιοι προβληματικοί και σκληροπυρηνικοί το αντίθετο.
Αυτό εξάλλου ήταν πάντα και πρέπει να παραμείνουν τα Επτάνησα και ιδιαίτερα το νησί μας, η Ζάκυνθος: γέφυρα πολιτισμών, σταυροδρόμι ρευμάτων, υπόδειγμα ανεξιθρησκίας και αποδοχής και κοιτίδα, ως εκ τούτου, δημιουργίας.
Ό,τι είχε δημιουργηθεί τους προηγούμενους αιώνες, είχε θεμελιωθεί σε ποιότητα και γνώση. Αν αυτά αποκτηθούν και πάλι, υπάρχει ελπίδα. Διαφορετικά ματαιοπονούμε.
Ας γίνει, όμως, αυτό που και στο προηγούμενο κείμενό μας υποστηρίξαμε. Οι εκδηλώσεις αυτές να μην είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Ας μην προσφέρονται αραιά και που, αλλά ταχτικά και με πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό θα γίνουν συνήθεια και το κοινό θα προσαρμοστεί στο καλό, έχοντας το δικαίωμα επιλογής και το προνόμιο της κριτικής.
Η ποιότητα, τέλος, δεν στοιχίζει, ούτε απαιτεί τεράστιους προϋπολογισμούς και υψηλές επιχορηγήσεις. Απλά είναι θέμα επιλογής.
Μακάρι να ξαναμπεί στη ζωή μας. Το νησί μας αξίζει μια καλύτερη αντιμετώπιση. Τέτοιες προσπάθειες το ανασταίνουν από τον λήθαργό του και το βγάζουν από το τέλμα του.
Περιμένουμε την επικράτησή τους. Είναι η μόνη μας λύση.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Η Γιορτή της Μαμμής ή Γυναικοκρατία

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Στις 8 Ιανουαρίου, μέσα στο χώρο των εορτών του Δωδεκαήμερου, ύστερα από τη θεϊκή Γέννηση και τη θεϊκή Βάπτιση στις περιοχές κυρίως της Μακεδονίας αλλά και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο γιορτάζεται η το έθιμο της «Μπάμπως». Αφορά ιδιαίτερα τη Μαμμή της συνοικίας ή του χωριού. Η Μαμμή, ως γνωστόν, αποτελεί ένα πανανθρώπινο συμβολικό πρόσωπο, που δεν λείπει κι από τις εικονικές παραστάσεις των «Γεννήσεων», κατά το λουτρό του Θείου Βρέφους. Η εκκλησία ετίμησε τον ανάδοχό (νουνό) του Άγιο Ιωάννη, στις 7 Ιανουαρίου. Γιατί να μην τιμήσουν κι οι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι μητέρες, τη Μαμμή, για τις ως τώρα και τις έπειτα γέννες τους, που είναι η αρχή του νέου έτους;
Ο Γεώργιος Μέγας μάς έχει δώσει μια παραστατική περιγραφή και (την προαναφερθείσα) ερμηνεία της «Ημέρας της Μαμμής» στην Επετηρίδα του Λαογραφικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Είχε λάβει αφορμή από παλαιότερη δημοσιογραφική πληροφορία (1929) του Κ. Φαλτάιτς, ότι «εις χωρία της Κεντρικής Μακεδονίας , όπου μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδος και Βουλγαρίας (1923) εγκαταστάθηκαν Έλληνες χωρικοί εξ ανατολικής Ρωμυλίας, την 8η Ιανουαρίου από το πρωί, οι γυναίκες κάθε χωριού βρίσκονται σε συναγερμό. Ντύνονται με τα καλύτερα ρούχα των και περνούν στο λαιμό τους φλωριά. Αποβραδίς έχουν ετοιμάσει καλά φαγητά και κρασί, και το πρωί, παίρνοντας μαζί μια μεγάλη πλάκα-σαπούνι, πηγαίνουν με τα εφόδια αυτά στο σπίτι της Μαμής του χωριού τους. Εκεί περιμένει τις γυναίκες, ντυμένη με τα καλύτερά της ρούχα, (για ν΄ αρχίσει στο σπίτι της, κάτι τελετουργικό):
Κάθε νεοφερμένη πλένει (συμβολικά) τα χέρια της Μαμής, με το σαπούνι που έφερε, και της το αφήνει, ώστε έτσι η Μαμή να εξασφαλίζεται από σαπούνι για όλο το χρόνο. Έπειτα οι γυναίκες στολίζουν με τα φλωριά τη Μαμή και την κάνουν χρυσοστόλιστη. (Τα φλωριά, μετά το τέλος της γιορτής, επιστρέφονται στις κατόχους τους). Κι αρχίζει το γλέντι.
Η Μαμμή έχει μαγειρέψει κι αυτή τα φαγητά της. Το τραπέζι είναι απέραντο. Τα φαγητά ορεκτικά και άφθονα. Το κρασί, τρέχει χωρίς τελειωμό και οι γυναίκες διηγούνται διάφορα ανέκδοτα, που δεν επιτρέπεται ν΄ ακούσει αφτί ανδρός.
Όταν ανάψει το γλέντι, αρχίζει ο χορός. Η Μαμμή τραβά εμπρός κι ακολουθούν οι άλλες. Και το γλέντι διαρκώς γίνεται ζωηρότερο. Τις απογευματινές ώρες η διασκέδαση φθάνει στο κατακόρυφο. Τα τραγούδια των γυναικών χαλούν τον κόσμο.
Έπειτα, το σπίτι της Μαμμής εγκαταλείπεται και ο χείμαρος των γυναικών, με τη Μαμμή εμπρός , ξεχύνεται στους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Ακριβώς τότε, κανένας άνδρας δεν τολμά να φανεί στην αγορά. Μόνον τα καφενεία είναι ανοιχτά, κι απ΄ όλους τους άνδρες μόνον οι καφετζήδες «απολαμβάνουν ασυλίας» (είναι ελεύθεροι στο έργο τους).
Ο χορός τα τραγούδια, η διασκέδαση, συνεχίζονται στην πλατεία, στην αγορά και στα καφενεία… Αργά το βράδυ οι γυναίκες γυρίζουν κατακουρασμένες στα σπίτια τους, και από την άλλη ημέρα κι αυτές και οι άνδρες αναπιάνουν τα έργα τους.»
Με αφορμή «των αναβιώσεων» αυτών, ο Μέγας ανέτρεξε σε περιγραφικά στοιχεία από τις παλιές πατρίδες των προσφύγων της Θράκης, ιδιαίτερα σε χειρόγραφο του 1866, στα Αρχεία του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας, γραμμένο από τον λόγιο Συμ. Μανασσείδη, όπου περιγράφεται η «Γιορτή της Μαμμής», όπως γινόταν στην ελληνο-βουλγαρική συνοικία της Αδριανούπολης. Ο ίδιος μελετητής έχει συγκεντρώσει από το 1937 δώδεκα αυθεντικές περιγραφές από τα χωριά των προσφύγων αλλά και παρόμοιες γιορτές ευρωπαϊκών λαών (Βέλγιο, Γερμανία, Δανία, Ελβετία κ.α.) καθώς και τις αρχαίες ελληνικές, τα Θερμοσόφια, τα Αλώα και τα Ελευσίνεια που έχουν ομοιότητες. Έτσι ο Μέγας συνοψίζοντας κοινά στοιχεία του εθίμου, το θεωρεί κυρίως «γιορτή της γυναίκας», με σκοπό την τεκνογονία και με συμβολικά τιμώμενο πρόσωπο τη Μαμμή.
Η περίοδος αυτή του μετα-δωδεκαημέρου, που είναι και «καρναβαλική» οδηγεί επίσης σε μεταμφιέσεις και ελευθεριότητες, που τις δέχονται ή τις υφίστανται «ευγονικά» και οι άντρες. Έτσι φτάσαμε στη σημερινή «Γυναικοκρατία», που τουρίστες και απληροφόρητοι δημοσιογράφοι τη βλέπουν ξεκρέμαστη, σαν τάχα ένα φεμινιστικό κίνημα Αριστοφανικό.
Η Μαμμή του χωριού με τις παλιές παραδοσιακές υπηρεσίες της σε μυριάδες γενεών, τιμάται επάξια με βασιλικές (έστω και παρωδημένες σκόπιμα) διακρίσεις και με προσφορές κοινής προθυμίας.

Ζάκυνθος 8-1-2010


Βιβλιογραφία:
Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του Χειμώνα και της Άνοιξης, εκδ. Φιλιππότη 1985.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Η χαρά της προσπετίβας του "Φλαμπουριάρη"



Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η συναυλία το βράδυ των Χριστουγέννων, οργανωμένη πάντα από τους δραστήριους και πια καθιερωμένους «Τραγουδιστάδες τση Ζάκυθος», έχει γίνει ήδη θεσμός ή πιο σωστά, για να μην ξεχνάμε και την δική μας, ξεχωριστή διάλεκτο, αντέτι, το οποίο γράφουμε, όπως διαπιστώνετε, για πολλούς και ποικίλους, αλλά εποικοδομητικούς λόγους, χωρίς εισαγωγικά και όλως παραδόξως δεν το κοκκινίζει ο υπολογιστής μας.

Όπως κάθε χρονιά, λοιπόν, έτσι και φέτος το με πολυδιάστατη προσφορά μουσικό αυτό συγκρότημα ετοίμασε για το κοινό της Ζακύνθου και μόνο, μια και δεν βρισκόμαστε σε τουριστική περίοδο και αυτό αποτελεί αληθινή και ουσιαστική προσφορά, μια νύχτα αληθινά φωτεινή, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, ισοφαρίζοντας τον από τηλεοπτικής οθόνης ηχητικό, νεοελληνικό εξευτελισμό, με έργα των J. Haydn, W. A. Mozart, Cesar Franck, G. Caccini, Alessandro Stradelle, Adolphe Adam, Bach / Gounod, αλλά και των δικών μας, ζακυνθινών ή πολιτογραφημένων ζακυνθινών, Κώστα Σαμσαρέλου, Νίκου Γράψα, Παναγιώτη Μαρίνου και του αγαπημένου στο νησί και ακουστικά οικείου, στον εκκλησιαστικό χώρο, Θεμιστοκλή Πολυκράτη. Επίσης το βράδυ εκείνο ακούστηκαν ύμνοι και κάλαντα της μεγάλης γιορτής από τον ελληνικό χώρο, αλλά και την Ευρώπη.

Τα οφέλη από αυτήν, την απαραίτητη πια για όλους μας και αναγκαία, όσο η «χριστοπαραμονιάτικη» κουλούρα μας, εκδήλωση είναι πολλά και σίγουρα κανένας καλοπροαίρετος δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει. Στο σημερινό μας κείμενο, το πρώτο του 2010, έτσι σαν για το καλό και για να σπάσουμε συμβολικά ένα πλούσιο σε σπόρους ρόιδο στο κατώφλι της νέας χρονιάς, όπως απαιτεί το δικό μας έθιμο, το δίχως βασιλόπιτες και σκουλικάρες, θα απαριθμήσουμε και θα εντοπίσουμε μερικά από αυτά και με τον τρόπο αυτό, αναφέροντας δηλαδή κάτι το ποιοτικό και αξιόλογο, θα προσπαθήσουμε να ξορκίσουμε το κακό, που τελευταία βασιλεύει στον τόπο μας και θα πιστέψουμε πως από εδώ και πέρα τα πράγματα θα καλυτερεύουν όσο περνά ο καιρός.

Πρώτο και καλύτερο όφελος ήταν και είναι, μια και τίποτα δεν σβήνει, ούτε χάνεται οριστικά, η επιλογή του χώρου. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στον μητροπολιτικό ναό της πόλης μας, ο οποίος μάλιστα στο πρόγραμμα και την πρόσκληση ήταν, πολύ σωστά και με άποψη, γραμμένος με την παλιά, σωστή του ονομασία, δηλαδή Άγιος Νικόλαος των Ξένων, δημιουργώντας έτσι συνέχεια και μη αποκόπτοντας από τις πανάρχαιες ρίζες μας όλους εμάς τους πολλαπλά σεισμόπληκτους.

Η επιλογή αυτή δεν ήταν χωρίς νόημα και προεκτάσεις. Βυθισμένοι και εμείς στην στις περισσότερες εκφράσεις και απόψεις της κοντόφθαλμη και «τα σκαιά φορούσα», όπως θα έγραφε και ο Ποιητής, νεοελληνική νοοτροπία, κινδυνεύουμε, συν τοις άλλοις, να εξαφανιστούμε από την μιζέρια του δογματισμού, κάτι που ποτέ δεν υπήρχε ως τώρα στον ιόνιο χώρο, άρα και στο φημισμένο κάποτε «Φιόρο του Λεβάντε», που για όχι άσχετους με τα παραπάνω λόγους ονομάστηκε επάξια και «Φλωρεντία της Ανατολής». Έχοντας, παρά την τόση ισοπέδωση και τις επιδημίες, οι οποίες προκύπτουν από την ισοπέδωση των συγκοινωνούντων δοχείων, κάποια ίχνη ακόμα στο αίμα μας από την ευρωπαϊκή μας ιστορική συγγένεια, δεν θεωρούμε αμαρτία την «εν χορδαίς και οργάνοις» μουσική έκφραση, αλλά, αντίθετα, την αισθανόμαστε, σύμφωνα και με τον ιερό Αυγουστίνο, δύο φορές προσευχή. Γι’ αυτό τέσσερις φορές το χρόνο, την παραμονή και την ημέρα της απόδοσης των γιορτών του Αγίου μας, προσευχόμαστε σ’ αυτόν, τον πολιούχο και μοναδικό προστάτη, με την συνοδεία της μπάντας μας, η οποία εισέρχεται στο ναό και συμψάλλει, όχι μόνο δίχως κανέναν να ενοχλεί, αλλά αντίθετα βοηθώντας να γίνει πιο ζεστό εκείνο το δάκρυ, το οποίο αυτή τη στιγμή κυλά από τα μάτια του κάθε ζακυνθινού, πιστού ή άπιστου, και ίσως και από το ίδιο το μάτι του Σιγουρόπουλου, που άγιασε και σίγουρα, όσο κανένας άλλος, καταλαβαίνει τους συμπατριώτες του. Το ίδιο, επίσης, συμβαίνει και στην όμαιμη Κέρκυρα, όπου εκεί, την ημέρα της μνήμης του Αγίου Σπυρίδωνα, την ώρα της λειτουργίας μπαίνει στο ναό η μπάντα για ένα επτανησιακό συλλείτουργο, αποδίδοντας τα πρέποντα στον πάτρωνα των Κορυφών, για την σωτηρία του νησιού και της πόλης.

Ο ναός, βέβαια, αισθητικά, τουλάχιστον, παρότι ο μητροπολιτικός του νησιού μας, δεν είναι ο πλέον κατάλληλος χώρος για παρόμοιες εκδηλώσεις, απλά και μόνο επειδή και αρχιτεκτονικά και εικαστικά, με τις άτεχνες και άσχετες με την παράδοσή μας τοιχογραφίες του, τις οποίες ευτυχώς επιδιορθώνει ο πανδαμάτωρ και παρέχων δικαιοσύνη χρόνος, δεν μπορεί να αποτελέσει το κατάλληλο και απαιτούμενο πλαίσιο για μια παρόμοια συναυλία. Η ύπαρξη, όμως, του τέμπλου του Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη και κάποιες άλλες λεπτομέρειες, όπως αυτή της εικόνας της θείας Γέννησης, την οποία η καλαίσθητη φροντίδα του π. Παναγιώτη Σπουργίτη, του πάντα ακαταπόνητου εφημέριου της εκκλησίας, είχε τοποθετήσει στο κλασσικό τετράποδο με τις απαραίτητες μερτίες και τον πορφυρόχρωμο, από βελούδο φτιαγμένο Ουρανό, αποτελούσαν μια ελπίδα και μες στους κάμπους της ακαλαισθησίας ήταν μια παρηγοριά, η οποία εναρμονιζόταν τέλεια, για όσους μπορούσαν να ξεχωρίσουν, με τους ήχους της βραδιάς.

Το δεύτερο σημαντικό όφελος της εκδήλωσης αυτής ήταν η ικανοποίηση που νοιώσαμε όλοι εμείς που αγαπάμε αυτόν τον τόπο και πάντοτε περιμένουμε και ευχόμαστε την πρόοδό του και την τύχη, η οποία του αξίζει από την ιστορία του, σαν είδαμε μπροστά μας να ερμηνεύουν όλες αυτές τις κατακτήσεις της παγκόσμιας τέχνης ζακυνθινόπουλα με γνήσιο ταλέντο, αλλά προπάντων με σπουδές λαμπρές στο χώρο, τα οποία, κυριολεκτικά, δίδαξαν τους συντοπίτες τους. Γι’ αυτό το λόγο ένοιωσα την άμωμη Λεχώνα να χαμογελά στην προσπετίβα, πίσω από το αναμμένο της, ασημένιο καντήλι, το κατάλοιπο μιας δικής της αισθητικής και όχι αγορασμένο από το Μοναστηράκι, σαν άκουσε το Ave Maria από τα χείλη του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη ή το Pieta Signore, την λιτή στην επέτειο των επιλόχειών της του τενόρου Αλέξανδρου Αμανατίδη. Μα και οι άλλες δεσποτικές αγαλλίασαν με τις σοπράνο Στέλλα Μικρούλη, Λένα Σουρμελή και Ανδριάνα Λυκούρεση, γιατί πραγματικά, είτε από την εκκλησία του «Τράφου» είχαν διασωθεί, είτε από το χέρι του καλλίφωνου ζωγράφου και χορωδού Χρήστου Ρουσέα είχαν συμπληρωθεί, γνώριζαν από μουσική και χαίρονταν όχι μόνο για την σωτήρια Γέννηση, αλλά και για την αναγέννηση του τόπου, που τις ιστόρισε.

Το τρίτο και επίσης σημαντικό όφελος της βραδιά ήταν η ανταπόκριση του κόσμου, που αν την χαρακτήριζες αθρόα, σίγουρα θα την αδικούσες, αποδίδοντάς την με τετριμμένη και από ευτελείς σκοπούς χρησιμοποιημένη λέξη, ενώ άλλα πιο απλά επίθετα, όπως φιλική και ζεστή, θα της άρμοζαν καλύτερα. Αληθινά ο μητροπολιτικός μας ναός του Αγίου Νικολάου των Ξένων, που εκείνο το βράδυ μπορούσε και πάλι να ονομαστεί αβίαστα Duomo, γέμισε ασφυκτικά και κυριολεκτικά «δεν χωρούσε βελόνι». Αυτό δείχνει πρώτον πως ο κόσμος διψά για κάτι καλό και δεύτερον πως δεν χρειάζεται να του προσφέρεις, κατά την άτυχη, επικρατούσα άποψη, «μασημένο φαΐ», αλλά μπορεί να καταλάβει πολύ περισσότερα και πιο ποιοτικά. Γιατί η τέχνη δεν πρέπει να κατέβει στο λαό, αλλά ο λαός να ανέβει στην τέχνη.

Παραλείψαμε να αναφερθούμε στους οργανωτές με λεπτομέρεια. Αυτό, όμως, το έχουμε κάνει και άλλες φορές και εκ των πραγμάτων εξυπακούεται. Ο «σπαργανωμένος ήλιος», όπως ονόμασε την εκδήλωση ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, ο οποίος έγραψε και τα ποιήματα, τα οποία την συνόδευαν και αποδόθηκαν από την ηθοποιό Λετίτσια Μουστάκη, δεν ζέστανε μόνο τις καρδιές μας εκείνο το γιορταστικό βράδυ, αλλά θεμελίωσε και ελπίδες.

Τέτοιες εκδηλώσεις αν γίνουν θεσμός και επαναλαμβάνονται συχνά, ώστε να αποκτήσει ο σημερινός Ζακυνθινός και πάλι μουσική παιδεία, έχουν πολλά και ουσιαστικά να προσφέρουν.

Καλή μας χρονιά και γεμάτη τέτοιες ευκαιρίες. Το φως της τέχνης ας «αξαίνει» γύρω μας. Αρκετά κράτησε η πτώση μας.
Related Posts with Thumbnails