© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Το εκ Φαναρίου Μήνυμα για τα Χριστούγεννα


Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ KΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


Αδελφοί συλλειτουργοί και τέκνα εν Κυρίω ευλογημένα,

«Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε»!
(Ιδιόμελον Λιτής Χριστουγέννων).

Η απόστασις και πόλωσις ανάμεσα εις τον Θεόν και τον άνθρωπον, την οποίαν είχεν επιφέρει η αμαρτία του ανθρώπου, κατηργήθη με την πρόσληψιν ακεραίας της ανθρωπίνης φύσεως από τον Μονογενή Υιόν και Προαιώνιον Λόγον του Θεού. Η κατά την «ευδοκίαν» του Θεού, κατά το πρώτον δηλαδή και ολόθυμον θέλημά Του, Σάρκωσις του Υιού Του, καταργεί κάθε απόστασιν, ενώνει τον ουρανόν με την γην και συνάπτει το δημιούργημα με τον Δημιουργόν!

«Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις», έψαλεν η Εκκλησία κατά την εορτήν των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία, δια της αφιερώσεως της μακαρίας Μαρίας εις τον Ναόν και της εκεί προετοιμασίας της δια να γίνη χωρίον του Αχωρήτου Θεού, ήνοιγε τον δρόμον της Ενσάρκου Οικονομίας του Θεού και προεκήρυττε την σωτηρίαν μας.

«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις˙ ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται», έψαλε πάλιν η Εκκλησία κατά την εορτήν του Ευαγγελισμού, τότε που συνετελέσθη εκ Πνεύματος Αγίου η άσπορος σύλληψις του Ασυλλήπτου εις την αγίαν κοιλίαν της Θεοτόκου και ήρχισε να «συνυφαίνεται», η θεία με την ανθρωπίνην φύσιν, και ο Θεός άνθρωπος γέγονεν, «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», κατά την έκφρασιν του Μ. Αθανασίου. Η «ευδοκία», λοιπόν, η οποία εχαιρετίσθη κατά τα Εισόδια, και η σωτηρία, η οποία «εκεφαλαιώθη» και εφανερώθη κατά τον Ευαγγελισμόν, σήμερον, κατά την μεγάλην και αγίαν ημέραν των Χριστουγέννων, καθίσταται απτή πραγματικότης! Σήμερον «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν»,[1] και οι Άγγελοι επανηγύρισαν το γεγονός ψάλλοντες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»![2]

Με την Σάρκωσιν, την Ενανθρώπησιν του Λόγου, ήδη η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους έχει δυνάμει συντελεσθή. Διότι, εκείνοι οι οποίοι, αφού πιστεύσουν εις τον Ιησούν, ζήσουν ζωήν σύμφωνον με την πίστιν αυτήν, σύμφωνον με τας εντολάς και την όλην διδασκαλίαν του Ιησού, υψώνονται με την τοιαύτην θεάρεστον βιοτήν και καθίστανται φίλοι και κοινωνοί του Θεού! Γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως»,[3] θεοί κατά χάριν! Τούτο συντελείται αποκλειστικώς μέσα εις την Εκκλησίαν, όπου ο άνθρωπος αναγεννάται εν Χριστώ και υιοθετείται υπό του Πατρός δια του αγίου Βαπτίσματος, και, εν συνεχεία, δια των αγίων Μυστηρίων και της καλλιεργείας της αρετής, πληρούται θείας χάριτος και Πνεύματος Αγίου και αυξάνει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»,[4] μέχρις ότου φθάσει να λέγη μετά του Αποστόλου Παύλου: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».[5] Τους ούτω τελειουμένους ο Χριστός δεν τους θεωρεί απλώς φίλους Του η αδελφούς Του, αλλά τους αναγνωρίζει ως μέλη του Σώματός Του. Δια τούτο και έλεγεν από του ύψους του Σταυρού προς την Παναγίαν Μητέρα Του περί του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Γύναι, ίδε ο υιός σου» και εις τον Ιωάννην «ιδού η Μήτηρ σου».[6] Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, ανοίγουν διάπλατα την θύραν της κατά χάριν χριστοποιήσεως και θεοποιήσεως του ανθρώπου, και ένεκα τούτου ακριβώς «άγει εορτήν, εν χαρά πάσα η κτίσις, και οι ουρανοί συν ημίν αγαλλιώνται» κατά την εύσημον και σωτήριον αυτήν ημέραν![7]

Με αυτά τα χαρμόσυνα και ελπιδοφόρα δεδομένα εις χείρας, απευθύνομεν, από της εν Φαναρίω καθηγιασμένης καθέδρας του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, θερμά εόρτια συγχαρητήρια και εγκαρδίους Πατριαρχικάς ευχάς επί τη «μητροπόλει των εορτών» προς άπαντα τα ανά τον κόσμον προσφιλή και επιπόθητα τέκνα της αγιωτάτης Μητρός Εκκλησίας, κληρικούς παντός βαθμού, μονάζοντας και λαϊκούς, άρχοντας και αρχομένους, μικρούς και μεγάλους, μάλιστα δε προς τους εμπεριστάτους, τους εν θλίψει, ανάγκη και δοκιμασία ευρισκομένους. Είθε, ο εν σπηλαίω γεννηθείς και εν φάτνη ανακλιθείς προαιώνιος Υιός του Θεού και χάριν ημών Υιός του Ανθρώπου, να καταστήση πάντας ημάς αξίους της κενωτικής αγάπης και της αγίας και προσκυνητής ενσάρκου οικονομίας Του!

Φανάριον, Χριστούγεννα , βθ΄
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών


[1] Ιωάν. 1: 14.
[2] Λουκ. 2: 14.
[3] Β Πέτρ. 1: 4.
[4] Εφεσ. 4: 13.
[5] Γαλ. 2: 20.
[6] Ιωάν. 19: 26-27.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Γιορτινό σαρακοστιανό τραπέζι

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
Αγίου μέρα σήμερα, μεγάλη η Χάρη του, ας είναι βοήθεια μας. Το στρωμένο τραπέζι λαμπυρίζει στα γιορτινά του, δίπλα στον χριστουγεννιάτικο διάκοσμο. Περίοδος σαρακοστής και το παραδοσιακό φαγητό ανήμερα του Αγίου Διονυσίου ψάρι σκορδαλιά και χταποδάκι για ορεκτικό, ακόμα και αν την προηγούμενη μέρα το «πρόχειρο» φαγητό περιελάμβανε κρέας. Άλλοτε ήταν απαράβατος θρησκευτικός διατροφικός κανόνας: από του Αγίου Φιλίππου στις 14 του Νοέμβρη άρχιζε η αποχή από τα κρέατα και τα γαλακτοκομικά, που κράταγε μέχρι τα Χριστούγεννα.

Η φροντίδα για το γιορτινό φαγητό άρχισε μέρες νωρίτερα, ο καιρός αυτή την περίοδο είναι ακατάλληλος για ψάρεμα και είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί κανείς την τελευταία στιγμή. Ξέραμε ότι θα έχουμε φιλοξενούμενο και σπεύσαμε να παραγγείλουμε καλό ψάρι αμέσως μετά την πρόσφατη κακοκαιρία. Τότε η ψαριά έχει επιτυχία, η θολούρα κάνει τα δίχτυα αόρατα και τα ψάρια χτυπούν πάνω στον αναπάντεχο φράχτη της περιπλάνησής τους κι εγκλωβίζονται. Διαλέξαμε μια μεγάλη συναγρίδα και τη ρίξαμε αμέσως στον καταψύκτη για να διατηρηθεί φρέσκια μέχρι να έρθει η μέρα που θα διεγείρει τις αισθήσεις μας με τη μοσχοβολιά της.

Και τι θύμησες ξύπνησαν μέσα μου όταν την ξάπλωσα πάνω στην παγκάδα να την ξελεπίσω. Έμοιαζε μ' εκείνη που καμάκωσε ο καπετάν Τάσης στο Λούμπο, το πρώτο βράδυ που ψαρέψαμε με πυροφάνι. Μια καλοκαιρινή νύχτα που η θάλασσα ασκούσε το γκριζωπό της πέπλο στην ακινησία, προσαρμόσαμε τη λάμπα πετρελαίου με το μεγάλο καπέλο σε ειδική βάση στην πλώρη του μικρού μας μπατέλου και κατευθυνθήκαμε κωπηλατώντας στο μικρό νησάκι του Αγίου-Σώστη που «χάθηκε» σήμερα ανάμεσα στις μαρόκες του μικρού λιμανιού. Η νύχτα είχε απλώσει το απόλυτο σκοτάδι. Κανένα φως από στεριά ή θάλασσα δεν παραβίαζε το άδυτό της. Μόνο η δική μας λάμπα καμάρωνε το μέγεθος των ακτίνων της και αποκάλυπτε την ομορφιά του βυθού που ξαφνιαζόταν από το φωτοβόλο επισκέπτη.

-Σία τα κουπιά, ακούστηκε η επιβλητική φωνή του καπετάν-Τάση και με μια βίαιη κι εύστοχη κίνηση εκτόξευσε με δύναμη τη καμάκι πάνω στη μεγάλη συναγρίδα. Στα κουπιά ο Νικόλας, φίλος και γείτονας ζητωκραύγαζε κι εγώ πιτσιρικάς, έκθαμβος χοροπηδούσα για το κατόρθωμα του πατέρα. Θέλει μαστοριά το ψάρεμα με πυροφάνι, η διάθλαση του νερού μετακινεί το στόχο και είναι δύσκολο να τον πετύχεις.

Πιάναμε και χταπόδια με το πυροφάνι, πολλά χταπόδια και τα διατηρούσαμε σε μεγάλα βάζα με ξίδι για τις μέρες του χειμώνα. Στα διαλείμματα του σχολείου έτρεχα στο σπίτι μου, που βρισκόταν κολλητά με το δημοτικό του χωριού, έπαιρνα μια διπλόφετα ζυμωτό σταρένιο ψωμί από το φούρνο της μάνας, τη λάδωνα στο διπλανό λητρουβείο και άπλωνα πάνω της έναν αποκλαμό από χταπόδι. Τι γεύσεις Θεέ μου, τι ποικιλία, τι ομορφιά είχε ο κόλπος του Λαγανά τα χρόνια της αθωότητας, τότε που τα μοναδικά λύματα ήταν τα λίγα ληόζουμα από τα πρωτόγονα λητρουβεία της περιοχής.

Αργότερα αποκτήσαμε μηχανή και δίχτυα, το ψάρεμα έγινε επαγγελματικό και οι συναγρίδες εξασφάλιζαν σημαντικό για την εποχή εισόδημα. Πριν ακόμα χαράξει αρχίζαμε το μάζεμα των διχτυών. Είχαμε μοιράσει τις δουλειές, εκείνος στην πρύμνη τραβούσε τα δίχτυα κι εγώ με τα κουπιά έδινα την κατάλληλη οπίσθια πορεία στη βάρκα, ώστε να δίχτυα να είναι ορατά και η ανέλκυσή τους πιο εύκολη. Καταλάβαινα από τις κινήσεις του γεροδεμένου πατέρα με τα μεγάλα μπράτσα και τους διογκωμένους μυς, το βάθος της θάλασσας και το περιεχόμενο της ψαριάς. Η βάρκα βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά σε κάθε τράβηγμα, όταν ο βυθός φαινόταν μακριά και τα ρεύματα έκαναν τα δίχτυα ασήκωτα από τις αντίθετες δυνάμεις που ασκούσαν πάνω τους. Καταλάβαινα ακόμα και το είδος των ψαριών που φαίνονταν καθώς ανέβαιναν τυλιγμένα στα κίτρινα δίχτυα. Στις γρήγορες αποφασιστικές κινήσεις του καπετάνιου αντιστοιχούσαν τα μεγάλα και λαμπερά ψάρια που σ΄ έκαναν να τα θαυμάζεις ακόμα και μες στη φυλακή τους. Άλλοτε πάλι οι κινήσεις ήταν νωχελικές μες στο αγκομαχητό της αποτυχημένης ψαριάς. Μα οι συναγρίδες, αυτές έλκυαν περισσότερο την προσοχή και το ενδιαφέρον! Θα είναι «αρτιμελείς» ή κούφιες και γεμάτες ψείρες;

-Εξασφαλίσαμε τον κύριο Σταύρο και … λίγο αργότερα και τον κύριο Γιάννη και την κυρία Κύρου….

-Ώχ ούτε για τη γάτα μας δεν κάνει, είναι γεμάτη ψείρες ή …έχει μείνει λίγο κρέας στην ουρά!

Έτσι ονομάτιζε ο πατέρας τις συναγρίδες ανάλογα με την αρτιότητά τους. Λαμπερές κι εύγευστες όσο κανένα άλλο ψάρι, γινόντουσαν λεία αποκρουστικών ψειρών που τρύπωναν στις φυλακισμένες συναγρίδες από τα αστραφτερά τους μάτια. Αν ήταν πολλές καταβρόχθιζαν όλο το ψάρι εκτός από τα κόκαλα και την επιδερμίδα με τα λέπια. Έμοιαζαν με σαρανταποδαρούσες ήταν γλοιώδεις και δημιουργούσαν έντονο κνησμό σ΄ όποιον τολμούσε να τις εγγίξει. Υπήρχαν και άλλες που έμοιαζαν σαν τις μεγάλες γουρουνούλες που παρουσιάζονται στον τόπο μας τις υγρές μέρες του χειμώνα.

Κρυφοχαιρόμουνα και μάλλον δεν μπορούσα να μην αποκαλύψω το μικρό μειδίαμα όταν καταλάβαινα ότι κάποιες συναγρίδες είχαν χάσει μόνο τα μάτια και τα εντόσθιά τους. Ήταν ακατάλληλες για τους κυρίους και τις κυρίες αλλά θα πρόσφεραν θεϊκή γεύση στο φτωχικό μας τραπέζι. Έτσι χάναμε όμως απαραίτητα χρήματα για την οικογενειακή διαβίωση, τις σπουδές, τα όνειρα… και τότε άρχιζαν οι τύψεις για τη χαρά ή ακόμα και για τη ζήλεια που ένιωθα προς εκείνους τους κυρίους και τις κυρίες. Ίσως και να προτιμούσα να ήμουνα κι εγώ μια ψείρα να γεύομαι ανενόχλητος απ΄ εκείνα που φτιάχνει στα κέφια του ο πλαστουργός…

Δεν πήγα στην εκκλησία όπως συνήθισα άλλοτε να κάνω ανήμερα τ' Αγίου. Μ' ενοχλεί όλη αυτή η πολυπληθής σύναξη των αρχιερέων και το περίφημο συλλείτουργο που στο μεγαλύτερο μέρος ευλογούν τα γένια τους και λανσάρουν τις στολές τους. Αμέσως μετά το σήμασμα της απόλυσης άρχισε η παρασκευή του φαγητού. Καθαρίσαμε τα σκόρδα, πλύναμε τις πατάτες και βγάλαμε το λευκό μουρτάρι από το βάθος του ντουλαπιού. Η συναγρίδα άρχισε να βράζει στην κατσαρόλα μαζί με το σέλινο τα κρεμμύδια, τα καρότα…

-Ντουκ-ντουκ, ντικ-ντουκ, ακούγεται το χτύπημα της σκορδαλιάς μέσα στο πέτρινο μουρτάρι (γουδί) σε πρίμο σιγόντο με της γειτόνισσας στο απέναντι σπίτι. Γνώριμος, ρυθμικός ήχος πιο γρήγορος και οξύς στην αρχή από τη σύνθλιψη και το λιώσιμο του σκόρδου, πιο αραιός και βαρύς στη συνέχεια όταν θα πέσουν οι βρασμένες πατάτες. Κι όταν οι πατάτες παίρνουν εκείνη την μορφή του λάστιχου καθώς το μουρταρόχερο σηκώνεται όλο και πιο ψηλά για να πέσει με ορμή στη μικρή κοιλότητα τότε ρίχνουμε λάδι και λεμόνι και ζουμί από το βρασμένο ψάρι…

Οι σιελογόνοι αδένες εκκρίνουν περίσσεια ποσότητα σιέλου από τη διέγερση της ουράνιας οσμής που περιλούζει σαν εκλεπτυσμένο άρωμα το σύνολο των δωματίων του σπιτιού μας. Την ώρα του φαγητού όμως επανέρχονται οι παιδικές μου τύψεις. Γιατί να μην μπορούν και οι άλλοι να στρώσουν γιορτινό τραπέζι με σκορδαλιά και συναγρίδες; Μήπως δεν πρέπει να σπαταλώ τα λεφτά μου σε ακριβά γιορτινά γεύματα και να βοηθήσω τους φτωχούς; Και η χαρά της φιλοξενίας; Πώς να χαίρεται κανείς τη γιορτή όταν γύρω του αυξάνεται η δυστυχία και η φτώχια; Πόσο καιρό θα μπορούμε ακόμα να ψαρεύουμε συναγρίδες από τις μολυσμένες θάλασσές μας; Τι θα έλεγε άραγε ο γιορτινός μας Άγιος για το περιεχόμενο και τη μορφή του γιορτασμού του;

17-12-2009

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Η νύχτα των θαυμάτων. Μια προσέγγιση της Υμνολογίας των Χριστουγέννων

Άρθρο του Αντώνη Κλάδη

"Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε. Χριστός επι γης, υψώθητε ..."

«Μυστήριον ξένον» χαρακτηρίζει ο υμνωδός τη γέννηση του Θεανθρώπου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί από την πεπερασμένη ανθρώπινη διάνοια το μυστήριο της συγκαταβάσεως του Θεού προς τον άνθρωπο, το οποίο συντελέστηκε με τη βοήθεια της Θεοτόκου, που «εχώρεσεν σαρκί, τον Αχώρητον παντί» για να φανερωθεί η υπεράπειρη και γνήσια αγάπη Του προς εμάς…

Η Αγία Γέννηση του Ιησού εγκαθίδρυσε την αιώνια και άφθαρτη βασιλεία του Κυρίου, που δεν είναι παρά βασιλεία αγάπης στις ψυχές των ανθρώπων. Ο Χριστός γεννήθηκε μέσα σε μια φάτνη ανάμεσα σε ταπεινούς βοσκούς και ζώα. Την απλότητα και την ταπεινότητα του Θεανθρώπου είχε προφητέψει ο προφήτης Γεδεών λέγοντας ο Χριστός θα κατέβαινε, όπως κατεβαίνει η δροσιά απάνω στο μπουμπούκι του λουλουδιού,
«ως υετός επί πόκον».

Με την ίδια γλαφυρότητα και ασύγκριτη εκφραστικότητα και ποιητικότητα αποδίδουν οι υμνωδοί το θαύμα της γεννήσεως του Χριστού. Το ιστορικό πλαίσιο, τις συνθήκες της γεννήσεως τις πληροφορούμαστε από τη Μεγάλη Βυζαντινή ποιήτρια Κασσιανή στο καταπληκτικό δοξαστικό που ψάλλεται στον εσπερινό, «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης, η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο. Και σου ενανθρωπήσαντος εκ της αγνής, η πολυθεΐα των ειδώλων κατήργηται. Υπό μίαν βασιλείαν εγκόσμιον αι πόλεις γεγένηνται. Και εις μίαν Δεσποτείαν Θεότητος τα έθνη επίστευσαν» και στο οποίο γίνεται σύγκριση της εγκόσμιας βασιλείας με τη βασιλεία του Ενανθρωπήσαντος Θεού.

Στην ακολουθία του Όρθρου αξίζει να σταθούμε στα τρία γνωστά καθίσματα. «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός…» μάς παρακινεί ο ιερός Υμνωδός. Μας προτρέπει δηλαδή να δούμε και να συλλάβουμε το γεγονός ότι ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα σε απλούς ανθρώπους, μέσα σε μια σπηλιά, μέσα στο παχνί που τρώγανε τα ζώα. Με άλλα λόγια μας καλεί να εννοήσουμε ότι η βασιλεία η αιώνια, η άφθαρτη, η βασιλεία του Χριστού, η βασιλεία της αγάπης ιδρύθηκε με την Αγία Γέννηση του Κυρίου μέσα στην ταπεινή φάτνη της Βηθλεέμ. Εξίσου υψηλής θεολογικής και ποιητικής αξίας είναι και τα τροπάρια «Τι θαυμάζεις Μαριάμ…» και
«Ο αχώρητος παντί πώς εχωρήθη εν γαστρί…»

Ο Άγιος Κοσμάς ο Μελωδός και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στα δύο θαυμαστής τέχνης ποιήματά τους «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» και «Έσωσε λαόν, θαυματουργών δεσπότης…» περιγράφουν με μοναδικό τρόπο το μυστήριο της ενανθρώπησης του Χριστού που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία και τη λύτρωση.

Ιδιαίτερα γνωστό και αγαπητό στους πιστούς είναι το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού «Η παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει. Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Βλέπουμε ότι η εκκλησία μας μάς προτρέπει να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού ως συνεχές παρόν. Για τον Χριστιανό ο Χριστός γεννιέται μυστικά εντός του κατ΄ έτος αρκεί να είναι έτοιμος να Τον κλείσει στην καρδιά του και να την μετατρέψει σε φάτνη και λίκνο της αιώνιας ζωής. Στην Θ΄ Ωδή ακούμε το καταπληκτικό «Μεγάλυνον ψυχή μου… Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξο…», το οποίο εκφράζει το δέος των πιστών μπροστά στο μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Θεανθρώπου. Εξάλλου κατά τον Ιερό Χρυσόστομο η εορτή των Χριστουγέννων δικαιούται να έχει την «προεδρία», αφού
«το μεγαλύτερο και ύψιστο μυστήριο και παράδοξο είναι το γεγονός ότι ο Υιός και Άσαρκος λόγος του Θεού έλαβε θνητό, ανθρώπινο σώμα».

Στους «Αίνους» θα ακούσουμε να ψάλλεται «ευφραίνεσθε Δίκαιοι, ουρανοί αγαλλιάσθε, σκιρτήσατε τα όρη, Χριστού γεννηθέντος, Παρθένος καθέζεται, τα Χερουβίμ μιμουμένη, βαστάζουσα εν κόλποις, Θεόν Λόγον σαρκωθέντα». Εδώ ο Υμνωδός καλεί τους ανθρώπους να συμμετάσχουν στο χαρμόσυνο γεγονός της γεννήσεως. Ο Χριστός που ήταν επουράνιος και κατόπιν με τη σάρκωση έγινε επίγειος προσφέρει σε όλους τους πιστούς την ελπίδα της σωτηρίας…

Στο άλλο ιδιόμελο των Αίνων διαβάζουμε «Ο Πατήρ ευδόκησεν, ο Λόγος σάρξ εγένετο και η Παρθένος έτεκε, θεόν ενανθρωπήσαντα. Αστήρ μηνύει, Μάγοι προσκυνούσιν, Ποιμένες θαυμάζουσι και η κτίσις αγάλλεται». Ο Πατέρας αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή της σαρκώσεως του Υιού του, μέσω της Παρθένου. Το αστέρι σκορπά το χαρμόσυνο φως που οδηγεί τους μάγους στην φάτνη της Βηθλεέμ, οι βοσκοί απορούν με το θαυμαστό γεγονός. Όλη η πλάση συμμετέχει στη χαρά της Γεννήσεως.

Τέλος αξίζει να σταθούμε στο θεοτοκίο «Σήμερον ο Χριστός, εν Βηθλεέμ γεννάται εκ Παρθένου…», που σημειωτέον στη Ζάκυνθο συνηθίζεται να το ψάλλουν μπροστά από την εικόνα της Γεννήσεως, όπως το «Σήμερον κρεμάται» της Μ. Παρασκευής. Για άλλη μια φορά βλέπουμε την Εκκλησία δια στόματος του Υμνωδού να καλεί τους πιστούς να βιώσουν τη γέννηση του Θεανθρώπου ως μια ζώσα πραγματικότητα του σήμερα. Με ενεστωτικές φράσεις σαν αυτή αλλά και άλλες, όπως «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου» και «Χριστός γεννάται δοξάσατε…» καταλύονται τα χρονικά και τοπικά όρια της ιστορικής πραγματικότητας και εισερχόμαστε στην αιώνια ώρα, στο αιώνιο παρόν του Θεού.

Είναι λοιπόν φανερό ότι το μοναδικό, απρόσιτο και άφατο μυστήριο των Χριστουγέννων υμνήθηκε μοναδικά και ανεπανάληπτα από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Η υψηλή ποιητικότητα της Υμνολογίας της εορτής μάς βοηθά να συλλάβουμε το μήνυμά της που δεν είναι άλλο από την ελπίδα της σωτηρίας που ανέτειλε με τη γέννηση του Θεανθρώπου.

«Και να, έρχεται ο θεός και φορά την ανθρώπινη σάρκα, μπαίνει δηλαδή μέσα στον ποταμό της ιστορίας και γίνεται άνθρωπος που πεινά, που διψά, που κρυώνει για να καταργήσει από μέσα μας το βάρος της ενοχής και να μας συμφιλιώσει πάλι με τον ουρανό. Ως την αποψινή νύχτα των θαυμάτων, οι άνθρωποι πέθαιναν. Τώρα πια, δεν θα πεθαίνουν, θα κοιμούνται ξαναγυρνώντας στο χώμα από όπου βγήκαν, για να αναστηθούν μια μέρα και να χαρούν τη χαρά της αθανασίας»…
(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
Χρόνια Πολλά σε όλους.

Δεκέμβρης 2009


Βιβλιογραφία
* π. Αναγνωστόπουλου Στέφ., «Χριστούγεννα με Χριστό», ομιλία.
* Κόντογλου Φώτη,
«Η Γέννηση του Χριστού, το Μέγα Μυστήριο».
* π. Κυριακόπουλου Χρίστου, «Χριστός γεννάται δοξάσατε», Σκέψεις μπροστά στη φάτνη.
* Ρουμπέση Γεωργίου,
«Ερμηνευτική απόδοση ύμνων των Χριστουγέννων».
* Σιδηρά Ιωάννη,
«Θεολογική Χριστολογία και Χριστούγεννα».
* Σκόντζου Λάμπρου,
«Ο Υμνογραφικός πλούτος της εορτής των Χριστουγέννων».

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: ΑΠΟ "ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΝ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΙΕΡΟΥ" ΣΕ "BOWLING CENTER"


"Μυρίζει εὐγένεια ξύλου παλαιοῦ

...............................................
Ποῦ ν' ἄγγιξε ἄγγελος; Τί νά 'μεινε; Ποιός τώρα;
...............................................
Πίσω μου δύο ἤ τρία κηροπήγια
Τό μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στήν καταιγίδα
Τά Πέραν καί τά Μέλλοντα".
Ὀδυσσέας Ἐλύτης (1)


Ἐάν πάθεις καί ὡς ἐκ τούτου μάθεις, ἔχει καλῶς! Ἄλλωστε, τό τρίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός!!! Ὅμως τώρα πιά, ὄχι δυό καί τρεῖς, μά χίλιες δεκατρεῖς φορές τό γένος ἐτοῦτο πάει, δέ βάνει μυαλό. Δέ μαθαίνει ἀπό τά λάθη, δέ σωφρονίζεται ἀπό τά πάθη του, ἀλλά συνεχίζει νά ἐκποιεῖται ὥρα μέ τήν ὥρα, μέρα μέ τήν ἡμέρα σέ τιμή εὐκαιρίας κι εὐτέλειας. Μ' ἕναν τέτοιο μάλιστα ὠχαδελφισμό καί σκληροκαρδία, πού φτάνει ν' αὐτοπαρηγορεῖται ὕστερα ἐπαναπαυόμενος, ὅτι "ἔτσι τά πράγματα""τό ποτάμι δέ γυρίζει πίσω". Ἔτσι ἀπογαλακτισμένοι ὅμως βιαιότατα, ἔτσι αὐτονομημένοι ξέφρενα ἀπό ἐκεῖνο πού λέμε καί ξαναλέμε Π α ρ ά δ ο σ η (πού πα' νά πεῖ: ὀμφάλιος λῶρος τῆς αὐτοσυνειδησίας μας καί τῆς ἐσώτατης μυστικῆς καί ἀνεξάλειπτης ταυτότητάς μας) φυτοζωοῦμε ἰθαγενεῖς ἀνέστιοι, τῆς ἄνοστης νεώτερης γενιᾶς ἀποικιοκρατῶν πρόθυμοι ὀσφυοκάμπτες, ξένοι κι ἀπόξενοι σ' ἕνα τόπο πανευφρόσυνο, ἀλλά πολυτραυματισμένον, ἀλίμονο.
     Δέν ξέρω γιατί, μά μοῦ 'ρχονται συχνότατα στό νοῦ οἱ στίχοι τοῦ Δημήτρη Χριστοδούλου, οἱ τόσο τυπτικοί γιά μᾶς καί τή γενιά μας:

     "(...) γύρω μου, ὄμορφος καιρός κι ἡ Ζάκυνθος ἕνα φλουρί
     πού τό τσακίζει ὁ τουρισμός..."
(2).

     Ὄχι, δέν πρόκειται γιά μιάν ἀκόμα πραγματεία (ἀδιέξοδη κι ἀτελέσφορη μάλιστα) περί Τουρισμοῦ, ἄν καί τά πάθη μας ὅλα ἔχουν ἐντέλει κοινή τή ρίζα καί θά μποροῦσε νά ὀφείλονται σ' αὐτόν. Πεῖτε τίς παραπάνω παραξενιές μου, κινδυνολογία (τῆς μόδας, ἄλλωστε). Πεῖτε τις, διάθεση καί ροπή πρός τό κηρύττειν (λόγω κεκτημένης μᾶλλον ἰδιότητας)... Δέν θά μαλώσουμε περί τούτου. Τό πολύ-πολύ, ἄν ὑποψιαστεῖτε ψυχοπλάκωμα, θυμηθεῖτε: Τώρα πιά δυνάμεθα νά "ψυχαγωγηθοῦμε", ἐπιδιδόμενοι στήν ἄσκηση τοῦ... bowling!!!

* * *


Μιά φορά κι ἕναν καιρό, λοιπόν, ὑπῆρχε ναΐσκος ταπεινός μέ χαγιάτι καί μονό καμπαναρίο γλυκόλαλο, ἐπ' ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα καί Στρατηλάτη Θεοδώρου (3), ἀπάνου στή στροφή ἀπό τή Χώρα πρός Ἁλυκές (4), ἐκεῖ στά ὅρια τῶν χωριῶν Μπανάτου (5) -Σαρακινάδου (6). Fuit ὅμως
     Ἡ ἱστορία του δυσδιάκριτη χάνεται στούς πίσω αἰῶνες, πρωτοσυναντιέται πάντως ἀπ' τούς ἱστοριοδίφες ἐπίσημα τό 1513 (7). Ὁ περιώνυμος μάλιστα περιηγητής στό Τζάντε τοῦ 1901 ἤ 1902 Ἀρχιδούκας τῆς Αὐστρίας Λουδοβῖκος Σαλβατώρ (8) ἀπέδωσε στό χαρτί λεπταίσθητο σχέδιο τοῦ οἰκοδομήματος αὐτοῦ, διασώζοντας τήν ὄψη του στό ἔμπα τοῦ 19ου αἰώνα, ἀποτυπωμένο γιά πάντα στό ἔξοχο καί δυσεύρετο σήμερα δίτομο ἔργο του, ὑπό τόν τίτλο "ΖΑΝΤΕ" (9).
     Χειμώνα-καλοκαίρι στόν ἄρτηκά (10) του ἀποκάτου ξαπόσταιναν ἀπό νεροποντές ἤ κάψα οἱ καψεροί χωριάτες, πού μπαίνανε ταλαίπωροι "τῇ χώρᾳ", μέ τά ζᾶ τους ἤ μέ τά πόδια, γιά τά θελήματα τοῦ ζῆν ἤ ἐπιστρέφαν ὕστερα στή φτώχεια τους καί πάλι, ψωνισμένοι ἕως βαριόμοιροι. Στό πανηγυράκι μάλιστα τῆς μνήμης του, στίς 8 τοῦ κάθε Φλεβάρη, οἱ κατά καιρούς παπάδες τοῦ Μπανάτου (11), ὅπου ἐνοριακά ὑπαγόταν, τιμοῦσαν τό κατά δύναμιν τόν Ἅγιο τοῦ δρόμου καί κάποιες εὐσεβεῖς γειτόνισσες καίγανε καθημερινά ἐκεῖ τό πανεύοσμο λιβάνι τῆς ψυχῆς τους γιά τά παιδία στόν πόλεμο, τό συγγενή πού δερνότανε στήν ξενιτιά, γιά τό χάσμα τῶν σεισμῶν, τήν ἀπρέπεια τῆς ἀστένειας, τ' ἀπρόσκλητα θανατικά, τούς παντοίους κινδύνους. [Γι' ἀνάλογες ἀρτιότατες καί νυκτικές περιγραφές, στόν κυρ Ἀλέξανδρο σᾶς παραπέμπω τόν Παπαδιαμάντη, τόν μόνο δυνάμενο].
     Αλλά μή νομίσετε, πώς ὅλα ὑπῆρξαν ρόδινα ἕως ρομαντικά γιά τό φτωχικό μας τό ἐκκλησάκι στό ρυάκι τῶν πικρῶν καιρῶν. Περί τά 1833 κάποιος Μπανατιώτης παμπόνηρος, ὀνόματι Δημήτριος Μαρόπουλος (12), θά σκέφτηκε ἀσφαλῶς: -Σέ πέρασμα εἶναι καλό, χωριάτες πᾶνε κι ἔρχονται ὁλημερίς καί πάντα ξαποσταίνουν, κτήριο σκεπασμένο καί μέ λότζα (13), φτώχεια καί ἀνέχεια στό Τζάντε πολλή... Τί κι ἄν ἐκκλησιά; Μέ τό ἔτσι θέλω του, λοιπόν, καταλαμβάνει τόν γωνιακό Ἅγιο, γεμίζει τόν ὅλο χῶρο του μέ "βουτζία" (14) καί τά σχετικά σύνεργα κι ἀρχινάει ἐκεῖ μέσα, γιά τά πρός τό ζῆν, ν' ἀσκεῖ στό ἑξῆς "τήν τέχνην τοῦ Μπουτιέρου" (15). Ἕτοιμο τό μαγαζί στή δημοσιά καί μάλιστα... γωνιακό!... Ἡ δέ "μπουτιεροσύνη" ἐν δράσει καί δόξῃ πολλῇ!!!
     Δέν ἄργησε βεβαίως ἡ ἔκτακτη καί ἀποτρόπαιη ἐκείνη νοβιτά (16), κάνοντας τόν γύρο τῆς περιφέρειας, νά φτάσει ἁρμοδίως στούς ἀνώτερους καί μάλιστα στ' αὐτιά τοῦ τότε Τοποτηρητῆ τῆς χηρεύουσας Μητρόπολης Παναιδεσιμώτατου Ἀγγέλου Κυβετοῦ (17). Τά παράπονα πολλά, ὁ σκανδαλισμός περίσσιος ἀνάμεσα στό ἱερατεῖο καί τόν θεοφοβούμενο λαουτζίκο, ἀκόμα κι ἀνάμεσα στούς ἀλλόδοξους ἀξιωματούχους. Τίς ἀντιδράσεις αὐτές τίς λαβαίνει μάλιστα ὁ Τοποτηρητής, ὄχι μονάχα "στοματικῶς", ἀλλά καί ὡς "ἀναφοράν ὑπογεγραμμένην". Αναγκάζεται, λοιπόν, μέ "ταραχήν τῆς ψυχῆς" του ν' ἀποτανθεῖ τότε στόν "Ἐκλαμπρότατον Ὕπαρχον" τῆς ἐποχῆς, τόν Γ ε ώ ρ γ ι ο Δ ε ρ ώ σ σ η (18), φίλο τοῦ Σολωμοῦ κι ἐπιφανή Τζαντιώτη. Μέ γραφή του (ἐμπύρετη) ἀπό 22 Ἁλωνάρη τοῦ 1833 (19) παρακαλεῖ τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐξουσίας, "χωρίς ἀναβολήν καιροῦ νά μεταχειρισθῇ τά πλέον δραστήρια μέσα της νά διασκορπισθῶσιν εὐθύς ἀπό τόν Ναόν τά βουτζία, καί ὅλα τά ἐργαλεῖα ταύτης τῆς βαναύσου τέχνης". Επιπλέον εἰσηγεῖται, νά παρθοῦν τ' ἀναγκαῖα καί προβλεπόμενα γιά τόν "παραβάτην" μέτρα, νά κλειδωθεῖ ὁ Ναός καί νά διεξαχθεῖ ἕνα εἶδος ἀνάκρισης, ὥστε νά ἐξακριβωθεῖ ἀπό τούς παπάδες τῆς γύρω περιοχῆς, πῶς ἔφτασε ἡ ὑπόθεση αὐτή στό μή περαιτέρω, χωρίς ἐκεῖνοι νά ἔχουν καθηκόντως ἐνημερώσει νωρίτερα τούς προϊσταμένους τους, ὥστε νά προληφθεῖ ὁ σκανδαλισμός τῶν πιστῶν καί ἡ βεβήλωση ἑνός χώρου ἱεροῦ, ταγμένου ἀποκλειστικά γιά τήν τέλεση τῆς Θείας καί Ἀναίμακτης Μυσταγωγίας.
     Ἀλλ' ἀξίζει νά παρακολουθήσουμε ὅμως τό ὅλο σκεπτικό τοῦ Τοποτηρητῆ Κυβετοῦ μέσ' ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐπιστολή του (20), ἄγνωστη κι ἀνέκδοτη μέχρι σήμερα, τήν ὁποία πρωτοδημοσιεύουμε δῶ (21):

" Ἐκλαμπρότατε ὕπαρχε.
Τῇ 22: Ἰουλίου 1833: ΕΠ:
Μέ ταραχήν ὑπερβολικήν τῆς ψυχῆς μου, ἐδέχθην εἰς τήν στιγμήν μίαν ἀναφοράν, ὑπογεγραμμένην παρά διαφόρων ἀξιοπίστων ὑποκειμένων Ἱερωμένων τε καί λαϊκῶν, καί ἐγνώρισα ὅτι ὁ θεῖος Ναός τῶν ἁγίων Θεοδώρων
(22)
, κείμενος εἰς τήν δημοσίαν ὁδόν τῆς πεδιάδος περιοχή τοῦ χωρίου Μπανάτου // ἀπεκατέστη οἶκον ἐμπορίου. Διότι ἔνδον τοῦ Ναοῦ ἔνθα ἡ ἀναίμακτος θυσία ἐπιτελεῖται, ὁ Δημήτριος Μαρόπουλος ἐκ τῆς ἰδίας κώμης Μπανάτου, ἐργάζεται ἐκεῖ τήν τέχνην τοῦ Μπουτιέρου, γεμίσας τόν ναόν ἀπό βουτζία, ὡς ἡ ἀναφορά διαλαμβάνει, καί ὡς οἱ ὑπογεγραμμένοι στοματικῶς ἐνώπιόν μου ἐφανέρωσαν. Πρᾶξις τολμηρά καί πλήρης ἀσεβείας, ἡ ὁποία καταταράττει τούς διαβαίνοντας εὐσεβεῖς, καί ἐσύγρυσε τινάς τῶν ἀξιωματικῶν, εἰ καί ἄλλης εἰσί θρησκείας. Ἐπειδή, Ἐκλαμπρότατε, διά τοιαύτην πρᾶξιν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅστις εἶναι ἡ κεφαλή τῆς ἐκκλησίας περιπατῶν εἰς τήν γῆν ὡς ἄνθρωπος ἐρεθίσθη ἀπό ἅγιον θυμόν καί ἔδειρε τούς πωλοῦντας καί ἀγοράζοντας εἰς τόν Ναόν τοῦ κυρίου, ἀναγκάζομαι κἀγώ ὡς ἐλάχιστος τούτου ἀπόστολος, καί ὡς διορισμένος ἀπό τήν Διοίκησιν νά ἐπαγρυπνῶ διά τήν τῆς Ἐκκλησίας νά ἀναγγείλω τήν ἀσέβειαν ταύτην καί παράνομον πρᾶξιν τούτου τοῦ Μαρόπουλου τῇ ὑμετέρᾳ ἐκλαμπρότητι, παρακαλῶν αὐτήν χωρίς ἀναβολήν καιροῦ νά μεταχειρισθῇ τά πλέον δραστήρια μέσα της νά διασκορπισθῶσιν εὐθύς ἀπό τόν Ναόν τά βουτζία, καί ὅλα τά ἐργαλεῖα ταύτης τῆς βαναύσου τέχνης νά ληφθῶσι τά ἀναγκαῖα μέτρα διά ἐκεῖνον τόν παραβάτην, νά κλεισθῇ ὁ Ναός καί νά ἔλθῃ τό κλειδίον εἰς τήν ἐκκλησίαν ἕως νά ἐξετασθῶσιν οἱ ἱερεῖς τῆς ἐκεῖ περιοχῆς διά νά γνωρισθῇ καί αὐτῶν, πῶς, καί διά ποίαν αἰτίαν δέν εἰδοποίησαν τήν ἐκκλησίαν κατά τό χρέος των διά νά διορθωθῇ πρότερον τό αὐτό ἀτόπημα.
Ὑποτάττω οὖν τό ταύτα εἰς τόν ζῆλον καί ἀγχίνειαν τῆς ὑμετέρας ἐκλαμπρότητος προσμένων μέ διακαῆ πόθον παρ' αὐτῆς τήν ταχείαν διόρθωσιν τοῦ τρομεροῦ τούτου ἀτοπήματος. Καί οὕτω μέ τό πρεπούμενον σέβας μένω ὡς ὑποσημειοῦμαι

Τῷ Ἐκλ-ῳ Δόκτωρι Κῳ
Τῷ Κ-ῳ Γιωργίῳ Δέ ῥώσῃ Τῆς ὑμετέρας ἐκλαμπρότητος
Ὑπάρχῳ Ζακύνθου. ὁ διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης
Ἄγγελος Κυβετός Τοποτηρητής Ζακ[ύνθ]ου."



Δέ μᾶς προκύπτει, πῶς ἐπανορθώθηκε τό "τρομερόν ἀτόπημα" τοῦ Μαρόπουλου καί ἄν ἡ "βάναυσος τέχνη" μέ τά "ἐργαλεῖα" της κατατροπώθηκε. Ὁ συχνότερος ὅμως τοῦ τόπου μας ἐπισκέπτης (ὁ λόγος γιά τόν Ἐγκέλαδο) ἦρθε καί ταρακούνησε πολλές φορές τό κτήριο τοῦ Ἁγίου Θοδώρου, ὥσπου τό σύντριψε ὁριστικά τό 1953. Πές- τά δίσεκτα μετασεισμικά χρόνια, πές- ἡ θανατερή ἀμέλεια τῶν νεωτέρων, ὁ ναΐσκος μετεξελίχτηκε σέ ἁπλοϊκή "Κολόννα" (23) -προσκυνητάρι καί ἡ ὅση αὐλή του συρρυκνωνόταν χρόνο μέ τό χρόνο ἀπ' τούς ἐπιτήδειους. Κάπου μέσα στήν ἀποφράδα ἐκείνη ἑπταετία 1967-1973, κάποιος εὐσεβέστατος (ὄντως) Χωροφύλακας τοῦ (ἀλήστου μνήμης) Σταθμοῦ Χωροφυλακῆς Βανάτου, μερίμνησε καί ἀνακαίνισε ἰδίοις ἀναλώμασι καί μέ τόν προσωπικό του, θυμᾶμαι, ἱδρώτα τήν τοῦ Στρατηλάτου Κολόννα. Ἀναστήλωσε τό σωζόμενο Κόνισμα τοῦ Ἁγίου ἐντός της κι ἔτσι δέν ἔπαψε στά νεώτερα χρόνια ἡ ὡραία πατρογονική συνήθεια, ὁ κάθε πικραμένος κι ὁδοιπόρος νά βρίσκει ἐκεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς σέ ὅποια του περίσταση καί χρεία.
     Ἔτσι γινόταν τό ἀδιάκοπο κύλισμα τῶν καιρῶν καί τῶν ἀνθρώπων ὥς τήν δεκαετία τοῦ 1980, ὁπότε τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο τοῦ Μπανάτου χρειάστηκε προσόδους πολλές, γιά νά ξαναχτισθεῖ ἡ Παρθένα ἡ "Παναγούλα" (24), ἡ κεντρική τοῦ χωριοῦ ἐκκλησία, ἡ ἄλλη ταλαίπωρη. Αποφασίστηκε, λοιπόν, νά πουληθούν ὅλα τ' ἀκίνητα πού τῆς ἀνῆκαν ἀπ' αἰώνων, ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε στήν ἰδιοκτησία της, γιατί "τί νά τά κάμει ἡ Παρθένα ἡ Κυρά; Μήν ἔχει τσί θεγατέρες νά παντρέψει;...". Αφοῦ σιγά-σιγά ἐκποιήθηκαν ὅλα καί ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς νέας Παναγούλας προχώρησε ὅσο ἐπέτρεπαν τά ἔχια της, χρειάστηκαν κι ἄλλα κι ἄλλα λεφτά, γιά τήν ξύλινη ἐπένδυση τοῦ ταβανιοῦ τώρα. Τό οἰκόπεδο τοῦ Ἁγίου Θοδώρου ἦταν, ἀλίμονο, αὐτή τή φορά ἡ μόνη τους (εὔκολη) διέξοδος. Ἕνα οἰκοπεδάκι, ἔκτασης τώρα πιά -ἄκουσον, ἄκουσον!!!- 39 μ ο ν ά χ α τετραγωνικῶν μέτρων... Στό Βιβλίο Πρακτικῶν (25) τῆς Ἐνορίας Μπανάτου συναντῶ γιά ὕστατη φορά τόν θεόφτωχο (καί ὄντως Μεγαλομάρτυρα) Ἅγιο Θόδωρο στήν (ἀβασάνιστη καί καταδικαστική) ὑπ' ἀριθμόν 3 Πράξη τοῦ μοιραίου ἐκείνου Συμβουλίου τῆς 8ης Ἰουλίου 1984. Ξεπουλήθηκε τελικά γιά 50.000 μ ο ν ά χ α ψωροδραχμές!!! Τί μέγα κρίμα... Ἄς ὄψονται...
     Εἶχα σκοπό νά εἶμαι περισσότερο ἀναλυτικός μέ τά ὀνόματα, τίς καταστάσεις τοῦ παρασκηνίου, τήν ἐγκληματική προχειρότητα κι ἄλλα τέτοια ..."ψυχωφελῆ", πού πικραίνουν καί θυμώνουν ἐξίσου. Μά δέν ὠφελεῖ πιά... Μόνη ἔχει σημασία, ὅτι στόν παλαίφατο καί πανίερο ἐκεῖνο τόπο χτίστηκε ἀργότερα ἀπό τούς ἔπειτα ἰδιοκτῆτες (ἡ γῆ ἀλλάζει χέρια καί οἱ νεώτεροι ἀγοραστές δέν εἶναι ὑποχρεωμένοι νά γνωρίζουν) περιώνυμο τῆς περιοχῆς μπάρ - στέκι καί πάλι τῶν περαστικῶν (σάν ἄλλοτε) γι' ἄλλες τώρα "ἀγρυπνίες" καί νεώτερους πότες (θυμᾶστε τά "βουτζία" τοῦ Μαρόπουλου;), ἐνῶ ξεψυχισμένο τό δειλό φωτάκι ἀπ' τό καντήλι, πού ἀνάβουνε κάποιοι Ἐπιμένοντες τῆς γειτονιᾶς, δηλώνει ἀκόμα κι ἀκόμα τό τί καί τό πῶς...

* * *


Τώρα τελευταῖα τά πράγματα "προδέψανε": Τό μπάρ ἐπεκτάθηκε, σήκωσε ὄροφο καί προβιβάστηκε σέ μεγαλοπρεπές (καί... ναόσχημο, παρακαλῶ!!!) …"bowling center"! Τό παρακείμενο μάλιστα πτωχικό περίπτερο (πού ἐν τῷ μεταξύ μᾶς προέκυψε) ἐνοχλοῦσε -ὡς φαίνεται- τήν δίοδο στήν κεντρική τοῦ νεοδμήτου ἐκείνου Μεγάρου εἴσοδο κι ἔτσι κρίθηκε ἀπαραίτητο (ποῦ τό παράδοξο καί τ' ἀνεπίτρεπτο;) νά μεταφερθεῖ ὁλόκληρο μερικά μέτρα παρέκει (κατά τήν τρέχουσα καί ἄκρως ρεαλιστική νοοτροπία: "πονεῖ χέρι, κόβεις χέρι"), ὥσπου ἦρθε κι ἔδεσε μέ τήν ταπεινή Κολόννα τοῦ Ἁγίου. Σήμερα, ἕνα "καλλίγραμμο" καί διαπρεπές ὁλοκόκκινο ψυγεῖο τῆς φίλης coca-cola, φουλαρισμένο μέ ἀναψυκτικά κι ἄλλα παρόμοια τέτοια γιά τούς περαστικούς (ἀνέκαθεν γι' αὐτούς) εὔχυμα καί δροσιστικά, ἔχει σφιχταγκαλιαστεῖ μέ τόν Στρατηλάτη σ' ἕνα παράταιρο, ἀνάρμοστο, κωμικοτραγικό ἕως "κητσάτο" σύμπλεγμα..., ἐνῶ τό φωτάκι ἀπ' τό καντήλι, πού ἀνάβουν πάντα κάποιοι ἀμετανόητοι Ἐπιμένοντες, δια-δηλώνει ὁλόμονο (γιά πόσο ἀκόμα κι αὐτό;) τό τί καί τό πῶς τῶν καθημερινῶν παρόμοιων, ἀνεξιχνίαστων καί παραγραμμένων συνήθως μικρο-εγκλημάτων...
     Σάν διάδοχη τοῦ ἀνεγκέφαλου ἐκείνου Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου κατάσταση, ἀναλαμβάνω προσωπικά αὐτό, πού τεχνηέντως οἱ πολιτικοί ὀνομάζουν "πολιτική εὐθύνη". Καί τί μ' αὐτό; Κρατῶ πάντως στά χέρια μου, ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει στήν κυριότητα τοῦ Νομικοῦ Προσώπου τῆς Ἐνορίας τοῦ Μπανάτου ἀπό τήν ἀπωλεσμένη πιά ὑπόθεση τοῦ Ἁγίου Θοδώρου: Τήν ἄγνωστη καί ἀκατάγραφη "Κασελλέτα" (26) τῆς ἀφανισμένης ἐκκλησούλας, τήν ὁποία ἐντελῶς τυχαῖα ἀνέσυρα μέσ' ἀπό τά μύρια καί ποικίλα σκουπίδια μιᾶς ποντικοκρατούμενης ἀποθήκης, ὅταν πρίν ἀπό δεκατρία χρόνια ἀνέλαβα τήν ἐφημεριακή εὐθύνη στό Μπανάτο. Στήν κύρια πλευρά της φέρει (ὡς ἄλλωστε συνηθίζεται) ἀσημένια ἐπένδυση, ἐνῶ μιά κάθετος χωρίζει τήν ἀργυρή αὐτή ἐπιφάνεια σέ δυό ἐπιμέρους εἰκονίδια (27): Στό ἀριστερό, ἔφιππος ὁ Στρατηλάτης κατατροπώνει θεριό (σάν ἄλλος Ἅη Γιώργης), ἐνῶ στό δεξί, ὑπό τήν λαξεμένη ἐπιγραφή "Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ", ἀποτυπώνεται ἀνάγλυφα ὁ ναϊσκος του μέ τό εὐρύχωρο χαγιάτι στή δυτική του πλευρά (28), τό μικρό μά χαρακτηριστικό καί χαριτωμένο καμπαναρίο, τό διπλανό χαμόσπιτο (ταβερνεῖο στήν ἐποχή τοῦ Σαλβατώρ (29), ὑποτυπῶδες παντοπωλεῖο καί στάση τοῦ ΚΤΕΛ μέχρι πρότινος) καί τό παραδίπλα πηγάδι ἀναψυχῆς, μέ φόντο τήν ὀροσειρά τοῦ Βραχιώνα. Αποκολλώντας πρόσφατα γιά καθαρισμό μέ ὅση προσοχή τό ἀσημένιο αὐτό "πουκάμισο" τῆς Κασελλέτας ἀπ' τό ξύλο της, μοῦ ἀποκαλύφτηκε ἀμέσως καί σέ κατάσταση καλή σχετικά ἡ ζωγραφική πιά καί περισσότερο εὐδιάκριτη ἀπ' ὅτι στό ἀσήμι ἀποτύπωση τοῦ Καβαλλάρη Ἁγίου ἀπ' τή μιά, καί τῆς ἐκκλησιᾶς του ἀπό τήν ἄλλη, μαζί μέ τόν περιβάλλοντα χῶρο, ὅπως ἀκριβῶς τήν περιγράψαμε πιό πάνω στήν ἀργυρή πανομοιόγραφη ἔκφραση τῶν δύο θεμάτων. Τοὐλάχιστον αὐτό... Μιά ὕστατη παρηγορία...



* * *


Eάν πάθεις καί μάθεις, ἔχει καλῶς! Ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Θοδώρου εἶναι, δυστυχῶς, μόνο μιά ἀπ' τίς πάμπολλες τῆς μετασεισμικῆς Ζακύνθου. Ποῦ, γιά παράδειγμα, οἱ παλαίφατοι ἐκεῖνοι Ναοί τῶν Ἁγίων Σαράντα (30), τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ (31), τῶν Ἁγίων Πάντων (32), τοῦ Ἁγίου Βασιλειοῦ τοῦ Πάνου (33) καί τοῦ Κάτου (34) καί τόσοι ἄλλοι στή Χώρα καί στήν ὕπαιθρο; Ποῦ ἡ στοιχειώδης εὐαισθησία καί τό προπατορικό φιλότιμο ἑαυτῶν καί ἀλλήλων; Μιά γεύση πολλά πικρή ὡστόσο ἀπομένει. Τά παθήματα δέν μεταποιοῦνται πιά σέ μαθήματα, τά τσάτερς πᾶνε κι ἔρχονται ἀπ' τίς σύγχρονες μητροπόλεις τοῦ Κόσμου πρός ἐμᾶς τούς ἀκραίους κι ἐπαρχιῶτες, πλήν ὡραίους καί ...πολλά ὑποσχόμενους...

Μπανάτο, 2-9 Ἰουλίου 2000

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ὀ δ υ σ σ έ α Ἐ λ ύ τ η, Τά ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας, Ἐκδ. Ἴκαρος, (Ἀθήνα 1991), σ. 9 ἑξ. [ποίημα "Τό εἰκόνισμα"].
2. Δ η μ ή τ ρ η Χ ρ ι σ τ ο δ ο ύ λ ο υ, Ζάκυνθος, ἀπό τήν Ἀνθολογία "Ἡ Ζάκυνθος στήν ἑλληνική καί ξένη ποίηση", Ἀνθολόγηση: Δ ι ο ν ύ σ η ς Σ έ ρ ρ α ς, Ἐκδ. "Οἱ φίλοι τοῦ Περίπλου", (Ἀθήνα) 1994, σ. 168.
3. Βλ. Σ τ υ λ. Γ. Π α π α δ ο π ο ύ λ ο υ, [σχετικό γιά τόν Μεγαλομάρτυρα λῆμμα], Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, Ἀθῆναι 1965, τ. 6, στ. 198-202.
4. Βλ. Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, 'Ἐκδ. Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, 'Αθῆναι 1963, τ. 1, 38 ἑξ.
5. ὅ.π., σ. 445.
6. ὅ.π., σ. 580.
7. Βλ. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια στή Ζάκυνθο, Ἀθήνα 1967, σ. 61.
8. Βλ. Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., σ. 576. Πρβλ. Γ ι ο λ ά ν τ α Τ ε ρ έ ν τ σ ι ο, Ὁ Δούξ Σαλβατόρ ἐν Ζακύνθῳ· "Ζάκυνθος η ελκυστικότερη νήσος της Μεσογείου", ἀπό τόν τόμο "Ζάκυνθος ἀπό τή δεύτερη στήν τρίτη χιλιετία" (Ἐπιμέλεια: Δ ι ο ν ύ σ η ς Ν. Μ ο υ σ μ ο ύ τ η ς ), Ἐκδ. Μπάστα, Ἀθήνα 1999, σ. 309-312.
9. Βλ. ( E r z h h e r z o g L u d w i g S a l v a t o r ), Zante, Specieller theil, DrucK und Verlag von Heinr. Mercy Sohn, Prag 1904, τ. 1, 263 ἑξ.
10. ἄ ρ τ η κ α ς: ὁ νάρθηκας, τό ὑπόστεγο.
11. Στήν ὑπό ἐξέτασιν ἐποχή, Ἐφημέριοι στό Μπανάτο ἦταν οἱ ἑξῆς: Στή μέν Φανερωμένη ὁ Ἰωάννης Καβοδίστριας πτ. Ἀντωνίου, στήν δέ Παναγούλα ὁ Διονύσιος Ροδίτης τοῦ Νικολάου. Βλ. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, "Ὁ Κλῆρος τῆς Ζακύνθου ἐπί Ἀγγλοκρατίας· Δύο ἀνέκδοτοι κατάλογοι (1834, 1838)", Ἑπτανησιακά Φύλλα 6 (1968) 74.
12. Τήν Οἰκογένεια Μαρόπουλου πρωτομνημονεύει ὁ Λεωνίδας Ζώης τό 1845 (βλ. ὅ.π., σ. 398), ἐνῶ ἐδῶ ἔχομε μαρτυρία ὕπαρξης τῆς Οἰκογένειας νωρίτερα, τό 1833. Τό ἐπώνυμο αὐτό δέν ὑφίσταται σήμερα στό χωριό Μπανάτο, οὔτε κανείς ἀπ' τούς γεροντότερους τό θυμᾶται, ἀλλά εἶναι συχνότατο στό χωριό Κάτω Γερακαρίο.
13. Λ ό τ ζ α: τό χαγιάτι, τό ὑπόστεγο.
14. "Β ο υ τ ζ ί ἤ β ο υ τ σ ί, βυτίον, βύτις, πίθος. - σ α ρ α ν τ α π ε ν τ ά ρ ι κ ο , περιλαμβάνον 45 σταμνία οἴνου. Ἐν γένει τά β. περιλαμβάνουν 20-50 σταμνία μούστου". [ Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 2, 87].
15. "Μ π ο υ τ ι έ ρ η ς, ἤ καλύτερα μ π ο υ τ ι έ ρ ο ς, βυτοποιός, καδοποιός καί μ π ο υ τ ι ε ρ ο σ ύ ν η, βυτοποιΐα". [ὅ.π., σ. 301]. Περισσότερα στοιχεῖα γιά τούς βαρελοποιούς, βλ. στό Δ ι ο ν ύ σ η Φ λ ε μ ο τ ό μ ο υ, Ζακυνθινοί Τεχνίτες, Ἐκδ. ΕΟΜΜΕΧ, (Ἀθήνα 1991), σ. 17.
16. ν ο β ι τ ά: ἡ εἴδηση, τό νέο.
17. Ὁ Ἄ γ γ ε λ ο ς Κ υ β ε τ ό ς διετέλεσε Τοποτηρητής τῆς Μητρόπολης Ζακύνθου ἀπό τό 1831 (διαδεχθείς τόν ἄλλο Τοποτηρητή Γεώργιο Ρωμανό) ὥς τήν ἐκλογή τοῦ Μητροπολίτου Διονυσίου Δελάζαρη (1833), τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε συνυποψήφιος στίς ἐκλογές γιά τήν ἀνάδειξη στήν μητροπολιτική ἕδρα τοῦ Τζάντε. Περισσότερα καί εἰδικότερα, βλ. Π ρ ω τ ο π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ Π α ν α γ ι ώ τ η Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α, "Ὁ Μητροπολίτης Ζακύνθου Διονύσιος Δελάζαρης (1833-1838)", Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (2000) 619-659.
18. Γιά τόν Γ ε ώ ρ γ ι ο Δ ε ρ ώ σ σ η, βλ. Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 1, σ. 573.
19. Ἡ ἑπομένη τῆς ἡμέρας αὐτῆς , δηλαδή ἡ 2 3 η Ἰ ο υ λ ί ο υ 1 8 3 3, εἶναι σημαδιακή καί ἱστορική γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ η ς Θ ε ό κ λ η τ ο ς Φ α ρ μ α κ ί δ η ς, εἰσηγεῖται στόν Βαυαρό Μάουερ, ὡς μέλος τῆς "Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ" τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Τό Συμβούλιο τῆς Ἀντιβασιλείας ἐκδίδει τήν Διακήρυξη περί τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τῆς 23ης Ἰουλίου, ἡ ὁποία δημοσιεύεται στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τήν 1η Αὐγούστου 1833. Ἐπίσημα τό ἐκκλησιαστικό αὐτό πραξικόπημα γιορτάστηκε στίς 28 Ἰουλίου 1833 στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Ναυπλίου, συλλειτουργούντων 40 Ἀρχιερέων καί παρουσίᾳ τοῦ Ὄθωνα, τοῦ Συμβουλίου Ἀντιβασιλείας, μελῶν τῆς Κυβέρνησης καί τῶν ξένων διπλωματῶν. Ἡ ἀντικανονική αὐτή κατάσταση καί ἡ διακοπή τῶν σχέσεων μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διήρκεσε μέχρι τό 1850, ὁπότε ἡ ἐπίσημη καί κανονική Ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου. Βλ. περισσότερα καί εἰδικότερα στό τεῦχος "Τό αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ Φαρμακίδης", ἀπό τήν σειρά "Ἱστορικά" τῆς Ἐφημερίδας Ἐλευθεροτυπία, 6 Ἰουλίου 2000, τεῦχ. 38.
20. Ἡ ἐπιστολή αὐτή περιέχεται στό "Βιβλίον Πρῶτον Ἐπιστολῶν / διά τάς διαφόρους Ἐξουσίας / τοῦ Πανιερωτάτου καί Ὑπερτίμου / Γαβριήλ Πρώτου Μητροπολίτου / Ζακύνθου / 1824" [Φύλλο Kώδικα 74 r-v] καί προέρχεται ἀπό τά Ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου. Τό Βιβλίο αὐτό Ἀλληλογραφίας, διαστάσεων 20Χ31Χ2 ἑκατοστῶν δίχως ἀρίθμηση, ἄρχεται μέ τήν ἐποχή τοῦ Μητροπολίτου Γ α β ρ ι ή λ Γ α ρ ζ ώ ν η [ἐπιστολές ἀπό 1 Ἀπριλίου 1824 ἕως 1 Αὐγούστου 1827 (παρότι σημειώνεται, ὅτι "1827: Ἰουλίου 28: 'Απέρασεν εἰς τάς αἰωνίους μονάς ὁ Πανιερώτατος καί ὑπέρτιμος πρῶτος Μητροπολίτης Ζακύνθου Κος Κος Γαβριήλ.")] καί δέν κλείνει μέ τόν θάνατό του, ἀλλά συνεχίζεται μέ τήν θητεία καί δράση τῶν δυό Τοποτηρητῶν Ἱερέων, ἤτοι τοῦ Γ ε ω ρ γ ί ο υ Ρ ω μ α ν ο ῦ [ἐπιστολές ἀπό 18 Ὀκτωβρίου 1827 ἕως 21 Αὐγούστου 1831] καί Ἀ γ γ έ λ ο υ Κ υ β ε τ ο ῦ [ἐπιστολές ἀπό 7 Σεπτεμβρίου 1831 ἕως 28 Σεπτεμβρίου 1833], ὁπότε ἡ ἐκλογή τοῦ δεύτερου Μητροπολίτου Ζακύνθου Δ ι ο ν υ σ ί ο υ Δ ε λ ά ζ α ρ η.
21. Στήν δημοσίευση τῆς ἐπιστολῆς τηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία καί ἡ ὅποια φραστική ἰδιαιτερότητα τοῦ χειρογράφου.
22. Κάποιες φορές ὁ Ναός αὐτός φέρεται, μᾶλλον ἐκ παραδρομῆς, καί ὡς τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, παρότι στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά Ναό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου.
23. "Κ ο λ ό ν ν α, ἤ ἐκ τοῦ ἀρχ. κολωνός, κ ο λ ώ ν η, κίων, στήλη, ἔρεισμα, στοά". [ Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 2, 216]. Κατ' ἐπέκτασιν Κολόννα, τό προσκυνητάρι τοῦ δρόμου μέ εἰκόνα καί καντήλι.
24. Βλ. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια..., ὅ.π., σ. 115.
25. Βλ. σ. 100. Τό συγκεκριμένο (ἐν χρήσει ἀκόμα καί σήμερα) Βιβλίο Πρακτικῶν ἄρχεται ἀπό τίς 6 Αὐγούστου 1968, μέ τρεῖς πολύ σημαντικές γιά τήν Ἐνορία πρῶτες ἀποφάσεις: α) Ἀνοικοδόμηση νέου ναοῦ, β) Κατάρτιση ἐπιτροπῆς ἀνοικοδόμησης καί γ) ἐκποίηση ἀκίνητης περιουσίας πρός τοῦτο.
26. "Κ α σ ε λ λ έ τ α, κιβωτίδιον ἐκ ξύλου, ἰδίως τῶν ναῶν, ἄλλοτε περιαγόμενον ὑπό τῶν ἐπιτρόπων εἰς τάς ὁδούς πρός ἀργυρολογίαν ὑπέρ τῶν ναῶν". [ Λ ε ω ν ί δ α Χ. Ζ ώ η, ὅ.π., τ. 2, 199].
27. Ἡ ὅλη ἀργυρή ἐπιφάνεια εἶναι διαστάσεων 8,5Χ20 ἑκατοστῶν. Τά εἰκονίδια πού σχηματίζονται ἔχουν διαστάσεις, τό ἀριστερό 8,5Χ9,5 ἑκατοστῶν καί τό δεξί 8,5Χ10,5 ἑκατοστῶν.
28. Στήν ἱστορική ἀποτύπωση τοῦ Σαλβατώρ μέχρι καί τήν ὁριστική ἐξαφάνιση τοῦ ναοῦ ἀπό προσώπου γῆς (πού σημαίνει κατά τόν εἰκοστό αἰώνα), τό χαγιάτι διαπιστώνεται στή νότια πλευρά. Βλ. ( E r z h h e r z o g L u d w i g S a l v a t o r ), ὅ.π., σ. 264.
29. ὅ.π., σ. 263 ἑξ.
30. Ν τ ί ν ο υ Κ ο ν ό μ ο υ, ὅ.π., σ. 141 ἑξ.
31. ὅ.π., σ. 82 ἑξ.
32. ὅ.π., σ. 122-126.
33. ὅ.π., σ. 28.
34. ὅ.π., σ. 28 ἑξ.


Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Καλλιτεχνικές ψηφίδες για την μεγάλη συγχώρεση

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Το γεγονός της συγχώρεσης του φονιά του αδελφού του Κωνσταντίνου, είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο και πιο συγκινητικό σημείο της επίγειας παρουσίας του Αγίου μας στο νησί του και νησί μας. Με την διήγησή του μεγάλωσαν δεκάδες γενιές ζακυνθινών και σ’ αυτό πάντα κατέφευγαν όλοι οι μετέπειτα συμπατριώτες του, κάθε που κάποια δύσκολη στιγμή τους χτύπαγε την πόρτα. Το πήρε ο «άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων», ο, κατά τον Μιχάλη Περάνθη, «κοσμοκαλόγερος» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και μ’ αυτό δικαίωσε την μοναδική του «Φόνισσα», το εκμεταλλεύτηκαν, με την καλή έννοια βέβαια, ποιητές, του ύψους του Διονυσίου Σολωμού, αλλά και ελάσσονες, σαν τον Ανδρέα Μαρτζώκη, το αναπαράστησαν τεχνίτες του χρωστήρα και του ασημιού, τέλος, το χρησιμοποίησαν κατά κόρον όλοι οι υμνογράφοι του, τονίζοντας, σαν δίδαγμα για τους επερχόμενους, την πλήρη αγάπης πράξη του, αλλά και παραλληλίζοντάς το έντονα με την άλλη, την από Σταυρού συγχώρεση του Ελκόμενου ιδρυτή της θρησκείας μας. Για το λόγο αυτό ο Άγιος Διονύσιος, που αυτές τις μέρες το πάλαι ποτέ «Φιόρο του Λεβάντε» θα ξαναγιορτάσει την επέτειο της μνήμης του, χαρακτηρίστηκε επιγραμματικά και δίκαια «ο Άγιος της συγγνώμης» και δεν υπάρχει Ζακυνθινός, ο οποίος ακούγοντας το ιερό του όνομα δεν θα φτερουγίσει με της φαντασίας του την δύναμη ως την ορεινή Αναφωνήτρια, για να δει και πάλι την πόρτα που χτύπησε ο φονιάς και να προσκυνήσει τον τόπο της άπλετης μεγαλοσύνης.
Τιμώντας κι εμείς την μεγαλύτερη για μας τους Ζακυνθινούς γιορτή του χρόνου, πρόχειρα και περιληπτικά, μια και για το θέμα θα μπορούσαν να γραφτούν σελίδες ολόκληρες, θα προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε μέσα από την τέχνη και με τον τρόπο αυτό να συμβάλουμε στον μεγάλο τριήμερο εορτασμό, ο οποίος θ’ αρχίσει την ερχόμενη Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου, στις 11 το πρωί και θα τελειώσει την ίδια ώρα το ερχόμενο Σάββατο, με τα
«μπασίματα του Αγίου».
Ξεκινάμε αυτήν μας την περιήγηση με το δοξαστικό των στιχηρών προσομοίων του εσπερινού της αυριανής γιορτής, όπου σ’ αυτό ο συντοπίτης μας και κύριος υμνητής του Πολιούχου μας, Άγγελος Συμμάχιος, χαρακτηριστικά τονίζει:

«Του διδασκάλου Χριστού, εν Ευαγγελίω ακούσας λέγοντος. Εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις, ευκαίρως τω έργω μαθητής ανεδείχθης δόκιμος, αγιώτατε Πάτερ. Τον γαρ πικρώ θανάτω του βίου στερήσαντα, Κωνσταντίνόν σου τον γνήσιον σύγγονον, γλυκυτάτοις σου τρόποις υπεδέξω γλυκύθυμε, θυμού διωκόντων τόνδε ρυσάμενος, εν αποκρύφω τηρήσας, και αντί θανάτου, το ζην ανταπέδωκας. Έργον όντως παράδοξον, και υπέρ φύσιν ειργάσω μνησίθε, τοις πέρασι πολυθρύλητον, και ψυχής γενναίας και φιλοθέου αντάξιον. Διο παρρησίαν έχων προς Κύριον ιεράρχα πανεύφημε, εκτενώς ικέτευε, ειρήνην πλουσίαν δωρηθήναι τη πόλη σου, τη αγλαοφανώς εκτελούση την λαμπράν και πανέορτον μνήμην σου».

Τιμητικά, μετά τον υμνογράφο, πρέπει να σταθούμε στον εθνικό μας ποιητή, τον έχοντα, σαν γνήσιος Ζακύνθιος, το όνομα του Αγίου, ο οποίος σ’ ένα πολύ όμορφο σονέτο του, γραμμένο στα ιταλικά με τίτλο «Preghiera al Santo Dionisio», παρακαλεί τον Πολιούχο της Ζακύνθου και την μόνη καταφυγή της να σώσει το νησί από την φοβερή απειλή των σεισμών. Το ποίημα είναι γραμμένο με αφορμή την απειλή του εγκέλαδου τον Δεκέμβρη του 1820, ανήμερα στην γιορτή του Αγίου και τον επόμενο Γενάρη του 1821. Αντιγράφουμε το τέλος του, όπως το μετέφρασε ο αξιόλογος Στέφανος Μαρτζώκης:

«Ω! Συ στο θρόνο του Άπλαστου τρέξε σιμά κι’ ειπέ Του
να μην αφήσει το νησί έρμο στη δυστυχιά του!...
Κι’ αν ίσως η παράκληση δεν φτάνει, θύμισέ Του …
πως είχες έναν αδελφό κι’ έκρυψες το φονιά του!!».


Μπορεί, βέβαια, η μετάφραση να μην αποδίδει την μεγαλοσύνη του ποιήματος, ούτε και να μπορεί μέσα απ’ αυτήν να γνωρίσει ο αναγνώστης την ομορφιά της έμπνευσης του δημιουργού, αλλά όλα αυτά δεν συμβαίνουν με το επόμενο λογοτεχνικό έργο, τον επικό «Γούμενο της Αναφωνήτρας», τον οποίο με πίστη και έμπνευση πραγματική συνέθεσε ο αδελφός του παραπάνω μεταφραστή, ο Ανδρέας Μαρτζώκης. Με την σύνθεσή του, μάλιστα, αυτή ο ένας από τους πολλούς όμαιμους τεχνίτες του στίχου, αποδεικνύει το πώς με την σε όλους τους ζακυνθινούς υπάρχουσα υπερβολική τιμή και λατρεία του Προστάτη τους, αυτήν που λέει «δεν πιστεύω στο Θεό, αλλά πιστεύω στον Άγιο», μπορεί κάποιος «ελάσσων» να γίνει πραγματικά «μείζων». Για του λόγου το αληθές αντιγράφουμε το σχετικό με το θέμα μας απόσπασμα:

«Τ’ άτιμο χνώτο του φονιά, που χύθηκε στ’ αυτί του,
σταλάζει στην ψυχή του
και βόσκει μεσ’ στα σπλάχνα του, μεσ’ στης καρδιάς τα φύλλα
θανάτου ανατριχίλα…
Η όψη του Καλόγερου σαν το λουλούδι αχνίζει,
το χείλι του νεκρώνει
ζαλίζεται το πνεύμα του, το μάτι του γυαλίζει
το μέτωπό του ιδρώνει…
Κρυφά ένα δάκρυ εκύλησε από το βλέφαρό του
στ’ αχνό το πρόσωπό του,
κι’ αγάλι - αγάλι στου φονιά το χέρι το βαμμένο
σταλάζει φλογισμένο.
Αίμα και δάκρυ σμίγουνε.. Τ’ αδέλφια τα καημένα
θερμαίνοντ’ ενωμένα..
Το χέρι, που τα χώρισε, για λίγο τα ταιριάζει
το χέρι ανατριχιάζει..
Εστέναξε. Το βλέμμα του υψώνει δακρυσμένο
εις τον Εσταυρωμάνο..
Θάρρος, Χριστέ μου, δόσ’ του!
Το θύμα είναι τ’ αδέλφι του, κι’ είν’ ο φονιάς εμπρός του!..».


Θα μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε κι άλλα πολλά ποιητικά έργα, στα οποία οι συμπατριώτες του Αγίου τεχνίτες του λόγου, που δεν είναι και λίγοι, αναφέρονται στην μεγάλη στιγμή της συγγνώμης. Ο χώρος, όμως, δεν μας το επιτρέπει. Οι απαιτητικοί αναγνώστες μας μπορούν αυτά να τα βρουν στο πολύτιμο «Ανθολόγιο ποιημάτων για τον Άγιο Διονύσιο», το οποίο κυκλοφόρησε από την Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου και Στροφάδων, το 1997, τότε που στο νησί γιορτάστηκε το «Έτος Αγίου Διονυσίου», με επιλογή, επιμέλεια και εισαγωγή του ακαταπόνητου Διονύση Σέρρα.
Τελειώνοντας, όμως, θα κάνουμε μια και μοναδική αναφορά στον εικαστικό χώρο και θα παρουσιάσουμε, περιληπτικά, το πρώτο έργο, που δημιουργήθηκε με το σχετικό θέμα. Πρόκειται για τον πίνακα του Χρήστου Ρουσέα, όπου μας είναι οικείο από τις παλιότερα γνωστές μας κάρτες, αλλά και από τις άπειρες δημοσιεύσεις του σ’ εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία. Σ’ αυτό ο με το χρωστήρα Τσακασιάνος πιτόρος απαθανατίζει την μεγάλη στιγμή και κάνει συγκεκριμένη την αφήγηση. Σε λιτό δωμάτιο ο πρώην επίσκοπος της Αίγινας, ολόρθος, όπως αρμόζει στην περίσταση, κοιτά κατάματα τον μικρό επτανησιακό Εσταυρωμένο, όπως στο ποίημα του Ανδρέα Μαρτζώκη, ο οποίος φωτίζεται από ένα κρεμασμένο καντήλι. Με τι δεξί του χέρι κρατά τον μακρύ σταυρό, ο οποίος κρέμεται από τον λαιμό του και με τ’ άλλο, τ’ αριστερό, το χέρι του φονιά, ο οποίος, ντυμένος με την χαρακτηριστική τοπική στολή του ποπολάρου, στέκει γονατιστός εμπρός του. Στην άκρη της σύνθεσης υπάρχει ένα χαρακτηριστικό καντηλιέρι, τοποθετημένο πάνω σε απλό, ξύλινο τραπέζι. Το δωμάτιο έχει ένα μόνο παράθυρο, όπου μισοφαίνεται πίσω από το κεφάλι του Αγίου και στο δάπεδο έχουν τοποθετηθεί πλάκες. Παρ’ όλα αυτά το φως υπάρχει παντού. Ίσως μ’ αυτό ο τζαντιώτης ζωγράφος θέλησε να δείξει την μεγάλη πράξη. Ακολουθώντας τις διδασκαλίες των μεγάλων επτανήσιων προκατόχων του, ο Χρήστος Ρουσέας δουλεύει με τα διδάγματά τους και μένει πιστός στην αισθητική που αρμόζει στο νησί του. Το έργο του αυτό, μάλιστα, είναι και η πιο θερμή του προσευχή στον Άγιο, που τόσες φορές ζωγράφισε, προσπαθώντας να καλύψει το χάσμα του σεισμού και τα κενά που εκείνος άφησε. Το αντέγραψαν πολλοί. Όμως εκείνος πάντα έχει τα πρωτεία, μια και στην τέχνη πάνω απ’ όλα μετρά η έμπνευση.
Θα μπορούσαμε κι άλλα πολλά να γράψουμε, μια και το θέμα είναι ατελείωτο. Σταματάμε, όμως, εδώ, πιστεύοντας πως σε κάποια άλλη γιορτινή επέτειο, του Δεκεμβρίου ή του Αυγούστου, θα μας δοθεί η ευκαιρία να συνεχίσουμε. Προς το παρόν η κλασσική ευχή γι' αυτές τις μέρες:
«Χρόνια πολλά και βοήθειά μας ο Άγιος»!

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Κάθε μέρα και καλύτερη μέρα

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης


Το τζάκι φούντωσε τις φλόγες του και έσπρωξε μακριά την υγρασία του κάμπου που ταλαιπωρεί την καλοπέρασή μας και κάνει τις αρθρώσεις να δυστροπούν στις εντολές μας. Ξαπλωμένος απέναντί του, στον καλόβολο καναπέ μου απολάμβανα τη θαλπωρή της ζεστασιάς, νόμιζα πως έπαιζα κι εγώ το παιχνίδι της φλόγας που σιγοτραγουδά και λικνίζεται μέχρι να χαθεί στον καπνό της καμινάδας. Κάπως έτσι σαν το παιχνίδισμα της φλόγας τέλειωσε και η δική μου ευχάριστη διάθεση όταν άνοιξα την οθόνη της τηλεόρασης.
Τηλεμαραθώνιος της UNICEF και φριχτές εικόνες αρρώστιας και φτώχιας από τον κόσμο που δοκιμάζεται και η ζωή δεν του χαμογελά ευθύς αμέσως από την ώρα της γέννησής του. Άλλαξα στάση, σηκώθηκα κι έκανα μερικά βήματα για να διώξω τη μελαγχολία που γεννούν οι τύψεις των αντιθέτων. Έστειλα μερικά μηνύματα (SMS) στο 54234, προκειμένου να απαλύνω λίγο τις ενοχές του αναπτυγμένου κόσμου που εγκληματεί στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης. Κι ένιωσα το κάθε μήνυμα να σώζει ετοιμόρροπες ανθρώπινες υπάρξεις από το φονιά της δίψας και τον πόνο της πείνας… Έτσι μπόρεσα να στείλω περισσότερα μηνύματα, μα δεν μπόρεσαν να φτάσουν τις ενοχές για όσα μέχρι τώρα δεν έκανα.
Κάθε τρία δευτερόλεπτα πεθαίνει κι ένα παιδί στον τρίτο κόσμο και είμαστε υπεύθυνοι, σκέφτηκα! Τους σπαταλάμε την πρώτη ύλη, τους αφήνουμε τα χειρότερα από τα απόβλητά μας, εκείνα που με τις τοξικές ουσίες προκαλούν νέες ασθένειες πλάι σ΄ εκείνες που εμείς τις έχουμε ξεχάσει ή τις έχουμε εξαλείψει από τις δικές μας κοινωνίες. Αυξήσαμε τη θερμότητα του πλανήτη και μειώσαμε τις βροχοπτώσεις ώστε να καταστραφεί το οικοσύστημα που τους εξασφάλιζε τη δυνατότητα κάποιας βραχύχρονης έστω επιβίωσης. Δεν σταθήκαμε σιμά τους να τους δείξουμε όλα όσα μάθαμε από τις επιστήμες μας και που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν στη δική τους ανάπτυξη. Ξεχαστήκαμε στον λήθαργο της ευμάρειας και βουλιάζουμε στα προβλήματα του πλανήτη μας που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε.
Και τότε άρχισε ν΄ αγορεύει μέσα μου απρόσκλητος ο συνήγορος του διαβόλου…! Μήπως είναι αποτέλεσμα φυσικής επιλογής και αποτελεί αναπόφευκτη εξέλιξη; Μήπως η ανάπτυξη του τρίτου κόσμου και η αύξηση του ορίου ζωής δημιουργήσει τη γρηγορότερη κατάρρευση του πλανήτη από την αδυναμία του να θρέψει τόσες υπάρξεις; Μήπως η σημερινή προσπάθειά μας μοιάζει με κείνον τον ψαρά στο ξερονήσι του Αιγαίου με τα αγριοκάτσικα, που πέθαιναν το καλοκαίρι από την ανομβρία και κατάφερναν να ζήσουν μόνο τα πιο ικανά;
Είναι η γνωστή ιστορία, όπου ένας ψαράς κάποιο καλοκαίρι σκέφτηκε κάθε φορά που πλησίαζε το μικρό νησάκι να μεταφέρει με το καΐκι του κι ένα δοχείο νερό για τα κατσίκια. Τα κατσίκια πολλαπλασιάστηκαν, γιατί είχαν εξασφαλίσει μικρή ποσότητα νερού, αλλά στο τέλος δεν έφτανε η χλωρίδα του νησιού για να τραφούν. Τότε ο φιλόκαρδος ψαράς έπρεπε να μεταφέρει και τροφή! Το οικοσύστημα λοιπόν είχε κάνει την επιλογή του, δεν μπορούσε να θρέψει τόσο πληθυσμό γι' αυτό αφάνιζε τα πιο αδύναμα κατσίκια…
Διαβολικές σκέψεις όσων από εμάς «τους αναπτυγμένους» δε λυγίζουν μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία κι εξαθλίωση. Είναι ίδιες σκέψεις με κείνους που σχεδιάζουν την υποδούλωσή τους, γιατί τους θεωρούν κατώτερες μορφές ανθρωποειδών που πρέπει να σφαγιάζονται για την «πολιτισμένη» επιβίωση της Δύσης. Στον ανθρώπινο κόσμο της λογικής και της αγάπης τέτοιου είδους φυσική επιλογή δεν έχει θέση. Τα προβλήματα της ανθρωπότητας έχουν λύση. Η βοήθεια προς τον τρίτο κόσμο, αν μείνει στον τηλεμαραθώνιο της UNICEF, τότε θα μοιάζει με τις ευκαιριακές ελεημοσύνες που προέρχονται από τύψεις κι ενοχές. Η βοήθεια θα πρέπει να είναι συνεχής και αμείωτη ώστε οι λαοί αυτοί να μάθουν να ελέγχουν το βαθμό των γεννήσεών τους, καθώς και νέους τρόπους παραγωγής τροφής, προφύλαξης και ίασης από τις ασθένειες.
Έκανα άσχημο ύπνο και σηκώθηκα το χάραμα βαρύς και άκεφος. Κοίταξα την Ανατολή από το παράθυρο και θαύμασα τα χρώματά της. «Κάθε μέρα και καλύτερη μέρα» επανέλαβα χαμηλόφωνα, όπως συνηθίζω να κάνω όταν θέλω να βελτιώσω τη διάθεσή μου. Η ελπίδα της ανθρωπιάς παρουσιάστηκε σαν τη νεράιδα του καλού στο σχολείο μου, στο 2ο Γενικό Λύκειο Ζακύνθου. Οι μαθητές ζήτησαν την Πέμπτη, τη δεύτερη ώρα και πριν αρχίσει το μάθημα, να στείλουν την ίδια στιγμή από το κινητό τους μηνύματα αγάπης προς τον τηλεμαραθώνιο της UNICEF. Μήνυμα αγάπης προς όλα τα παιδιά που βιώνουν τον καθημερινό πόνο και μπορεί να μην προλάβουν την εμπειρία της ζωής. Αυτοί οι νέοι είναι η ελπίδα του ανθρωπισμού για το μέλλον μας, είναι οι ίδιοι που διαδηλώνουν εις μνήμη του Αλέξη, αλλά και του κάθε Αλέξη μέσα κι έξω από τα σύνορά μας, που σκοτώνουν καθημερινά οι ισχυροί της γης. Είναι οι ίδιοι οι νέοι μας που διαδηλώνουν ειρηνικά για καλύτερη δημοκρατία και δικαιοσύνη, είναι εκείνοι που τους κατηγορούμε καθημερινά για τις παντοειδείς εξαρτήσεις δίχως να αναρωτιόμαστε για τις δικιές μας ανόητες και απάνθρωπες επιλογές.
Το βράδυ άναψαν δεκάδες λαμπάκια στο στολισμένο φοίνικα του κήπου μου. Έρχονται Χριστούγεννα, η αγάπη ξαναγεννιέται, η ελπίδα δε χάθηκε μέσα στις τύψεις. Η ελπίδα θα υπάρχει όσο υπάρχουν Χριστούγεννα, όσο υπάρχει η φρεσκάδα της νιότης που ζεσταίνει τις καρδιές τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Κάθε μέρα και καλύτερη μέρα.

Ζάκυνθος 8-12-2009

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Καθημερινές σκηνές μιας επίφοβης πραγματικότητας


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Μεσημέρι Δευτέρας του Νοέμβρη, της νέας γρίπης και της επαρχιώτικης ανίας μας. Ακόμα και τίποτα να μην έχεις, με τόση φασαρία, σίγουρα λίγες κομμάρες θα αισθανθείς. Κάτι η υπερβολική και για τα δεδομένα του νησιού μας υγρασία, κάτι οι βαρύγδουπες και χωρίς μέτρο, όπως κάθε τι το νεοελληνικό, πρώτες ειδήσεις της τηλεόρασης, αυτό δηλαδή που μετά το κάθε μικροκούνημα της γης κάνει τους εκτός Ζακύνθου φίλους να παίρνουν τηλέφωνο και να ρωτούν αν ζούμε, κάτι το πρόωρο βράδιασμα και η μοναξιά ενός τόπου, ο οποίος όλο και πιο πολύ με το κύλισμα του χρόνου αρέσκεται περισσότερο στην αυτοκαταστροφή του, με ανάγκασαν, έτσι με τον πρώτο πονοκέφαλο και το κάποιο, διαφορετικά αδιάφορο, μπούκωμα, να μπω στο φαρμακείο και να ζητήσω ενίσχυση και βοήθεια.
Αυτό, βέβαια, δεν μπορεί να είναι θέμα άρθρου, μια και η καθημερινότητά μου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, επιδιώκοντας να επιβιώσω σε τούτον τον τόπο, που, λόγω αγάπης, διάλεξα να ζήσω, δεν μπορεί να ενδιαφέρουν και το ευρύ κοινό του νησιού, ακόμα και τους πιο φανατικούς μου αναγνώστες. Τα παραλειπόμενά του, όμως, αν μπορούν να χαρακτηριστούν «παραλειπόμενα», όπως θα διαπιστώσετε πιο κάτω, διαβάζοντας το σημερινό κείμενο, και αιτία γραφής μπορεί να γίνουν, αλλά, κυρίως, αφορμή για την συνειδητοποίηση του πού ζούμε και προπάντων για το ποιοι τελικά φταίνε για την κατρακύλα και την κατάντια μας.
Μπαίνω, λοιπόν, που λέτε, στο φαρμακείο, που χρόνια προτιμώ, ίσως και χωρίς λόγο, για να εξυπηρετούμαι και σαν εκτός τόπου και πραγματικότητας φαινόμενο, που είμαι, κάθομαι μπρος από τον πάγκο του, επειδή αυτήν την στιγμή ο ιδιοκτήτης ψάχνει με μια πελάτισσα για κάποιο φάρμακο ή και καλλυντικό, δεν έχει σημασία, στα ράφια του καταστήματος. Με τη λογική μου πιστεύω πως σαν τελειώσει με την εξυπηρετούμενη θ’ ασχοληθεί μαζί μου και έτσι εγώ, μετά, θα μπορέσω να συνεχίσω τις υπόλοιπες δουλειές μου και να γυρίσω σπίτι μου να ξεκουραστώ και να φροντίσω τον εαυτό μου.
Δυστυχώς, όμως, τα υπολόγιζα χωρίς τον … ξενοδόχο. Και «ξενοδόχος» -αληθινά ξένος για με- ήταν μια κυρία, η οποία μπήκε στον χώρο σαφώς πολύ μετά από εμένα, ζήτησε από τον φαρμακοποιό κάτι, κατευθύνθηκε εκεί που γνώριζε -σαν θαμώνας, φαίνεται- πως βρίσκεται, το πήρε και κατευθύνθηκε προς το ταμείο, για να πληρώσει και να φύγει, δίχως καμιά άλλη ενέργεια!
Δεν θα είχα αντίρρηση, αν ήταν πράγματι βιαστική ή ηλικιωμένη -ξέχασα να σας πω, πως δεν ήταν πάνω από σαράντα-, αν υπήρχε πραγματικός λόγος, τέλος αν έτσι ήθελε και το έλεγε, να της παραχωρήσω τη θέση μου και να μην μιλήσω, ούτε καν να γράψω αυτό το κείμενο, το οποίο για εκτόνωση και δική μου ψυχική ισορροπία το κάνω μόνο, γνωρίζοντας καλά πια, αυτοεξόριστος στην αγαπημένη μου πατρίδα, πως, όπως κάπου λέει ο Γιώργος Σεφέρης,
«αν μπει η βλακεία σε τροχιά, κανείς δεν μπορεί να την σταματήσει».
Πρόκειται, όμως, μόνο για βλακεία; Αυτό θα ήταν κατανοητό και πολύ πιθανόν και ιάσιμο. Πιστεύω πως όχι. Για θράσος πρέπει να μιλήσουμε και μάλιστα για τέτοιου βαθμού, που είναι πια επίφοβο, μια και δεν περιορίζεται στο -φαινομενικά- ασήμαντο περιστατικό που σας διηγούμαι και σας εντοπίζω, αλλά για φαινόμενο σχεδόν καθολικό -όχι, βέβαια, στο δόγμα- και για ανησυχητικό κρούσμα, όχι μεμονωμένο, αλλά πιο επικίνδυνο σε πανδημία, από αυτά που ακούμε στις ειδήσεις της τηλεόρασης και διαβάζουμε πρωτοσέλιδα στις αθηναϊκές και τις τοπικές εφημερίδες.
Αλήθεια ναι! Η νέα γρίπη έχει εμβόλιο, που επιλογή μας είναι αν το κάνουμε και ελπίδα παρέχει όπου υπάρχει. Το άξεστο της ζωής μας, αυτό που καθημερινά ζούμε και μας κάνει να νοιώθουμε ξένοι στον τόπο μας, δεν έχει ελπίδα και λύση. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να πιστεύουμε στην επούλωση και την εξαφάνισή του.
Νομίζω πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, όσο η μαγκιά αμείβεται και όσο η κουτοπονηριά βραβεύεται και επιδοκιμάζεται. Μ’ άλλα λόγια τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει όσο το «σύνδρομο του σέμπρου», στα καθ’ ημάς και η «πληγή του ραγιά», για τα πιο πέρα, τα οποία πια μας στιγματίζουν, ενώ είναι ελάττωμα, θεωρείται προσόν και όσο η άγνοια μας τυφλώνει, εξακολουθώντας να προτιμούμε το σαρίκι τυλιγμένο στο κεφάλι μας.
Η εικόνα, που σήμερα σας μετέφερα, δεν είναι, δυστυχώς, η μόνη. Το αντίθετο, η ευγένεια, αποτελεί πια την εξαίρεση.
Πήγα προχθές να παρκάρω σε κενή θέση, που βρισκόταν μπρος σε μια υπηρεσία, είχα βγάλει φλας, είχα ήδη στρίψει εντελώς το τιμόνι μου, κατευθυνόμενος στον τόπο, όπου σαν φορολογούμενος -και μάλιστα με χαράτσι, παρ’ ότι επτανήσιος- πολίτης δικαιούμαι και ξαφνικά κάποιος, που έπεται από εμένα, πιο μάγκας και ικανός -εδώ μακαρίζω την χάρη του Αγίου μας για την ανικανότητά μου- πατεί το γκάζι του και κυριολεκτικά φασιστικά μου παίρνει τη θέση.
Πηγαίνω το πρωί στην τράπεζα, στο ταχυδρομείο, στα γραφεία πληρωμής των λογαριασμών της Δ.Ε.Η. ή του Ο.Τ.Ε. και ενώ είμαι δεύτερος ή τρίτος το πολύ, καταντώ δέκατος και βάλε, επειδή καμιά εξάδα ή και ντουζίνα συμπατριωτών μου είναι «ανήμποροι» ή βιάζονται να πάνε στην δουλεία τους, όπου αναγκαστικά πρέπει να χτυπήσουν κάρτα και πρέπει να έχουν προτεραιότητα, λες και εμείς οι άλλοι την βγάζουμε όλη μέρα ξάπλα ή μας ταΐζουν τσάμπα τα δημόσια ταμεία.
Αφήστε εκείνη την κακή συνήθεια που οι μπροστινοί σου έχουν, μαζί με τον δικό τους λογαριασμό, να πληρώσουν και αυτόν της κουνιάδας, της θείας, του ξάδελφου, του κουμπάρου, του φίλου, του γείτονα, του ενοικιαστή, του συνεργάτη, του προϊστάμενου και όποιου άλλου τους βρει στην σειρά και τους φορτώσει με τα βάρη του -εμάς φορτώνοντας στην ουσία- για να χαρεί ο ίδιος τον καφέ του ή το πολύ να κάνει πιο άνετα τα ψώνια του και να μην ταλαιπωρηθεί, ταλαιπωρώντας όλους τους άλλους.
Ακόμα και όταν πας να προσκυνήσεις τον Άγιο, όταν είναι στη θύρα του, θα δεις περιμένοντας στην ουρά, καμιά δεκαριά, τουλάχιστον, συντοπίτες σου, να εφευρίσκουν λόγους προτεραιότητας και να σε κάνουν να μην βλέπεις, απλά και μόνο για να μην κολαστείς, επιτελώντας, σαν γνήσιος Ζακυνθινός, το πιο ιερό, θρησκευτικό σου καθήκον.
Θα νομίζετε, διαβάζοντάς με, πως είμαι υπερβολικός, πως τα παραφουσκώνω, εκμεταλλευόμενος τα ανάλογα δικαιώματα, που μου παρέχει η γραφή. Μα, δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το αντίθετο μάλιστα. Ίσως να είμαι και επιεικής. Στις μέρες μας η βλαβερή καθημερινότητα ξεπερνά και την πιο αρρωστημένη φαντασία.
Πάνω απ’ όλα, στον τόπο μας και τον καιρό μας, υπερισχύει ο εαυτός μας, το βόλεμά μας. Αδιαφορούμε για τον άλλο, γιατί, ατυχώς, μας έχει καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση πως είμαστε το κέντρο του κόσμου. Πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε μας. Η αγραμματοσύνη βλέπετε!
Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο σπάνια μένω στο σπίτι της Χώρας. Νοιώθοντας, όπως και άλλες φορές σας έχω εξομολογηθεί, καθαρόαιμος χωραΐτης, έχω απαρνηθεί την οδό Φωσκόλου, που με γέννησε και με μεγάλωσε -συντροφιά με τον ομώνυμο μεγάλο της Ποιητή- και έχω βρει καταφύγιο στο σπίτι μου στο Φιολίτη, που, στην ουσία, σαν εξοχικό και μόνο φτιάχτηκε, αλλά σήμερα αποτελεί την κύρια κατοικία μου. Κάποιες μέρες χρονιάρες, όμως, και κυρίως αυτές του Μεγαλοβδόμαδου, ξεπερνώ τις αναστολές μου και επιστρέφω στους οικείους μου χώρους. Γυρίζω στις αναμνήσεις μου για να ζήσω τις γιορτές. Οι γραφικές σκηνές, που αντιμετωπίζω, τότε, από το μπαλκόνι μου δεν περιγράφονται. Αυτοκίνητα να χρησιμοποιούν αντίθετα το μονόδρομο, άλλα που τριπλοπαρκάρουν, δημιουργώντας αδιέξοδο, άλλα να κορνάρουν αναίτια και τέλος κάποια, που μέρα νύχτα διαλαλούν στην διαπασών, την μουσική κακογουστιά των οδηγών τους, μην αφήνοντας κανέναν να κλείσει μάτι.
Μετά απ’ αυτά τι να περιμένεις από την αλλαγή μιας κυβέρνησης; Τι να ελπίζεις από την αντικατάσταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Είναι τυχαίο που όλα αυτά συνυπάρχουν και συμβαδίζουν με τον αναλφαβητισμό και τη παραπαιδεία;
Πιστεύω πως όχι. Να γιατί η λύση είναι προπάντων στα χέρια μας. Ας τα κουνήσουμε.

[Φωτογραφία: Σπύρος Παναγιωτόπουλος]

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ο φόβος της ανοιχτής ψαλίδας

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Η λαθρανάγνωση των κρεμασμένων εφημερίδων στα μανταλάκια των περιπτέρων είναι πάγια συνήθεια των διερχομένων, ιδιαίτερα τώρα που η οικονομική κρίση άνοιξε ακόμα περισσότερο την ψαλίδα και βρίσκει όλο και περισσότερους με άδεια την τσέπη για πράγματα που δεν ικανοποιούν ακόμα και τις πιο απαραίτητες βιολογικές ανάγκες.

Λαθραναγνώστης κι εγώ με την άκρη του ματιού μου, βρέθηκα να βαδίζω αφύσικα, κάνοντας επιδέξιες στροφές πότε δεξιά και πότε αριστερά, άλλοτε σκύβοντας και άλλοτε κουτουλώντας, σαν τα αυτοκινητάκια του Λούνα Παρκ στους κοσμοπλημμυρισμένους αθηναϊκούς δρόμους. Μαυρισμένα μανταλάκια από την αέρινη μπογιά των εξατμιζόμενων αερίων, συγκρατούσαν τις πρωινές εφημερίδες με τα δημοσκοπικά ποσοστά των υποψηφίων διεκδικητών της αρχηγίας της Νέας Δημοκρατίας μετά την πρόσφατη συντριπτική ήττα της, κυρίως του Αντώνη Σαμαρά και της Ντόρας Μπακογιάννη. Ανοιγόκλειναν την ψαλίδα της διαφοράς τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κι έσπειραν το φόβο της ήττας ανάλογα με τα συμφέροντά τους.

Στη μικρή βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Γκαίτε μας περίμεναν καλόκαρδες γερμανίδες καθηγήτριες, για να μας δώσουν τα φώτα τους σχετικά με την αύξηση του ενδιαφέροντος των μαθητών για την ανάγνωση των βιβλίων. Στη Γερμανία, σύμφωνα με έρευνες, παρόλη την οικονομική κρίση, δε μειώθηκαν οι πωλήσεις των βιβλίων. Απέναντι από το κάθισμά μου, ανάμεσα στους διαδρόμους των κάθετων προς τις μεγάλες ευήλιες τζαμαρίες σιδερένιων ραφιών, σε λεπτά σχοινάκια που ένωναν τις παράλληλες σειρές των ραφιών μεταξύ τους ήταν κρεμασμένες με μανταλάκια μικρές φωτογραφίες και εικόνες διαφόρων θεμάτων. Έμοιαζαν με τις απλώστρες των ρούχων στα σοκάκια της παλιάς Κέρκυρας, μόνο που δεν εικόνιζαν εσώρουχα, πουκάμισα και παντελόνια. Έδειχναν καραβάκια, τρενάκια, αεροπλανάκια, φυτά, ζώα, όμορφα καταπράσινα λιβάδια... Ανάμεσά τους κι ένα ανοιχτό ψαλίδι σε ζωγραφισμένο φόντο με μικροσκοπικά πολύχρωμα άνθη. Αυτό το ανοιχτό ψαλίδι πρόσεξα ανάμεσα σε όλα τ' άλλα, σαν να με μαγνήτιζε η χαρούμενη αυτή ζωγραφιά όση ώρα άκουγα τη γερμανική εισήγηση της καθηγήτριας από το Ανόβερο. Αυτή την εικόνα διάλεξα όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε βιωματικά και κληθήκαμε να διαλέξουμε μία από τις εικόνες που μας θύμιζαν κάτι εξαιρετικό από τα παιδικά μας χρόνια.

Ταξίδεψα στο μικρό εργαστήρι της μάνας, εκεί στο πέτρινο προσεισμικό σπίτι με το ξύλινο πάτωμα και το άβαφο κυπαρισσένιο ταβάνι. Οσμίστηκα τη μυρωδιά από τις νεαρές μαθήτριές της, το μαγκάνι με το ελίτικο κάρβουνο, άκουσα το ποδοκίνητο γάζωμα της ραπτομηχανής Singer κι ένιωσα το φόβο του ανοιχτού ψαλιδιού την ώρα που ετοιμαζόταν να κόψει το σημαδεμένο ύφασμα πάνω στο τραπέζι.

Κριτς-κρατς, κριτς-κρατς… κι ο πατέρας να μπαίνει και να αποθαρρύνει φοβούμενος απρόσμενο λάθος στα σημάδια...
- Το μέτρησες καλά μωρή γυναίκα, μήπως έκανες κανένα λάθος, είσαι σίγουρη;
Και τότε άρχιζε το ξαναμέτρημα για να επιβεβαιωθεί ότι το σαπουνάκι είχε σωστά σημαδέψει τις διαστάσεις της κυρίας στο επίσημο χριστουγεννιάτικο ένδυμα. Ήταν πρακτική μοδίστρα η κυρά-Ζωή, έδινε όμως όλη της την αγάπη στην τέχνη της και δεν έκανε επιπόλαιες κινήσεις. Μετρούσε προσεκτικά και πολλές φορές. Σημείωνε ευδιάκριτα τους αριθμούς και τα γράμματα που αντιστοιχούσαν στα διάφορα μέρη του σώματος των πελατισσών της και τα δημιουργήματά της ομόρφαιναν, στόλιζαν το κορμί και την ψυχή.
Έφυγα ενθουσιασμένος και κατάκοπος από το Ινστιτούτο αργά το απόγευμα, γεμάτος αισιοδοξία για πράγματα που φαίνονται ανέφικτα, αλλά που όταν προσπαθήσεις θα υπάρξει αποτέλεσμα. Πώς να συνηθίσεις τον έλληνα της ηλιοφάνειας και της ανέμελης και ταξιδιάρας θάλασσάς του να συγκεντρωθεί στις άχαρες(;) σελίδες ενός βιβλίου!

Κατηφόρισα προς την Ομόνοια και από εκεί στις φτωχογειτονιές της οδού Αχαρνών.
Αλήθεια, πόσο μεγάλωνε το άνοιγμα της ψαλίδας. Μα δεν είχε καθόλου τέχνη ο σχεδιαστής; Ούτε καρδιά θα πρέπει να είχε, διαφορετικά δε θα έκανε τόσα λάθη στο κόψιμό της... Ανθρώπινα ρετάλια στιβαγμένα στα υπόγεια της βρωμερής υγρασίας, με τ' αποφάγια από τις μισάνοιχτες σακούλες των σκουπιδιών. Απόκληροι της κοινωνίας που κανείς δε νοιάζεται για την τύχη τους λες και δεν πίνουν από την ίδια πηγή της ζωής. Ρακοσυλλέκτες, ζητιάνοι κάθε είδους ντόπιοι και μετανάστες που αναγκάζονται να κλέψουν και να βιάσουν ανά πάσα στιγμή εμάς τους βολεμένους και τους άλλους τους πραγματικούς κλέφτες, που όταν σχεδίαζαν δε σκέφτηκαν. Με το σαπουνάκι της μοδίστρας χάραξαν τα όρια της επικράτειάς τους, έτσι ώστε να μη μείνει κάτι και για τους άλλους. Κατάστρεψαν την οικονομία και τον ανθρωπισμό. Πώς μπόρεσαν και άνοιξαν τόσο την ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς χωρίς καμιά τύψη! Πώς δε βρέθηκε κανένας να τους σταματήσει να τα ξαναμετρήσουν, κι αν βρέθηκε, γιατί δεν τον άκουσαν;

Μα τα σχέδια είναι των μεγάλων και των εμπείρων με τα απορρυθμισμένα ακουστικά βαρηκοΐας και το στέμμα της αυτοπεποίθησης από την «καριέρα» της διαδρομής. Οι νέοι ευτυχώς αντιδρούν, μέχρι και αυτοί να μεγαλώσουν και ν΄ αρχίσουν να κόβουν και να ράβουν ανάλογα με το δικό τους συμφέρον.

- Για δες, η Δαμανάκη από αγωνίστρια στο Πολυτεχνείο, Επίτροπος στις Βρυξέλλες! Λαμπρή πορεία, ακούστηκε από το καφενείο εκεί κοντά στον Άγιο Νικόλα.
- Όλοι φταίξανε, αλλ' αυτός ο χοντρούλης το παράκανε, απάντησε ένας άλλος από τη διπλανή καρέκλα. Τα έδωσε όλα στους δικούς του, τραπεζίτες, βιομήχανους κι εφοπλιστές, άνοιξε τόσο την ψαλίδα…! Τι θα γίνουμε; Μετά τις γιορτές θα απολύσουν και το γαμπρό μου, πριν ένα μήνα απόλυσαν την κόρη μου. Ευτυχώς έχουμε τη σύνταξή μου, να μην πεθάνουν της πείνας τα εγγονάκια μου!

Αλήθεια πότε θα 'ρθουν τα χελιδόνια να ψαλιδίζουν τον αγέρα, να κελαηδούν πάνω στα σύρματα του ηλεκτρισμού να γεννήσουν στη φωλίτσα της βεράντας μας; Έχουμε χειμώνα βαρύ ακόμα και το ψαλίδι δύσκολα θα κλείσει, για να κόψει καινούργια φορέματα.

Ν' ανοίξουμε τις ντουλάπες και τις αποθήκες μας, έχουμε πολλά στοιβαγμένα που θα ζεστάνουν τους παγωμένους του χειμώνα. Έτσι σιγά-σιγά θα έρθει και η άνοιξη μαζί με την καταιγίδα της αντίδρασης των πεινασμένων στα λαθεμένα σχέδια του φόβου της ανοιχτής ψαλίδας.

Ζάκυνθος 1-12-2009

[ Φωτό από το Διαδίκτυο]

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Ο Άι - Κρεσέντιος

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Ο «Χάσης» του πολύ Δημητρίου Γουζέλη, το έργο με το οποίο ασχοληθήκαμε και στο προηγούμενο κείμενό μας, είναι ένα πολύτιμο διαμάντι της ζακυνθινής ειδικότερα και της επτανησιακής γενικότερα γραμματολογίας. Είναι στ’ αλήθεια απορίας άξιο το πώς ο νεαρός συγγραφέας του - όταν πρωτογράφτηκε το έργο ο ποιητής του είναι μόλις δεκαεφτά χρόνων - μπόρεσε και στους στίχους του χώρεσε όλη την ιστορία της εποχής του και όχι μόνο, αλλά και το πώς περιεκτικά κατόρθωσε να δώσει, χωρίς παραλείψεις ή επαναλήψεις, την συνοπτική εικόνα της τζαντιώτικης κοινωνίας του καιρού του. Το πρωτοποριακό αυτό θεατρικό έργο, αν τυπωθεί κάποτε σε μια κριτική και ολοκληρωμένη έκδοση, θα χρειαστεί να έχει στην κάθε σελίδα μια, δύο το πολύ γραμμές του κειμένου, όπως το ιστόρησε ο δημιουργός του και στην συνέχεια να υπάρχουν οι υποσημειώσεις και οι επεξηγήσεις. Αιτία γι’ αυτό η μεστότητά του και τα όσα το ίδιο στην εξέλιξή του περικλείει.
Ενδεικτικά εμείς σήμερα θα σταθούμε σε δύο -έναν και μισό στην ουσία- στίχους του και θα προσπαθήσουμε να διαπιστώσουμε το πόσα ο μεγάλος ποιητής δίνει στις ελάχιστες λέξεις τους. Πρόκειται για τους στίχους 409 και τον μισό 410 της όγδοης σκηνής της τρίτης πράξης, όπου ο Μπαρζός ορκίζεται όχι μόνο στ’ όνομα του Θεού και της Αγίας Άννας, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει «μάνα τση Παναγίας μου και του Χριστού κυρούλα», αλλά και σε κάποιον άγνωστο, για τους πολλούς, Άγιο, τον Κρεσέντιο, τον οποίο, κατά την τοπική συνήθεια, σύμφωνα με την οποία πολλές εκκλησίες έχουν την επωνυμία της οικογένειας των ιδιοκτητών τους, αποδίδει στον Μπαντουβέρη. Ας γνωρίσουμε, όμως, τους ίδιους τους στίχους:

Και μα τον Άι - Κρεσέντιο, άγιον του Μπαντουβέρη,
που μουσκετάρισ’ ο Ορλώφ.


Στις δώδεκα αυτές, μαζί μα τα άρθρα, λέξεις του ο Γουζέλης δεν κρύβει μόνο μια ιστορία, αλλά και παίρνει θέση για τις αισθητικές απόψεις των ιθυνόντων της εποχής του. Να γιατί ισχυριστήκαμε προηγουμένως μεστότητα. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά, αρχίζοντας από τα της ιστορίας.
Ο Κρησέντιος Μπαντουβέρης, Παδουβέρης ή Βαδουέρ ήταν ευγενής, ο οποίος, μαζί με άλλους επιφανείς συμπατριώτες του Ζακύνθιους, συμμετείχε δυναμικά, με εξοπλισμένη από τον ίδιο γαλεότα, στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και τα Ορλωφικά. Πρωτοστάτησε στις επιχειρήσεις των Επτανησίων στην Ηλεία και διακρίθηκε στην Μεθώνη, αλλά είχε την φήμη του σκληρού και του άρπαγα, γιατί, χωρίς διακρίσεις, λεηλατούσε χριστιανούς και τούρκους. Όταν ο ρωσικός στόλος του Ορλώφ εγκατέλειψε τα παράλια της Πελοπονήσου, αυτός τον ακολούθησε με πλοίο. Τον Ιούνιο του 1770, λίγο πριν τον θρίαμβο του Τσεσμέ, και ενώ ο στόλος βρισκόταν στην Πάρο, ο ζακυνθινός ευπατρίδης μαχαίρωσε σε φιλονικία έναν έλληνα αγωγιάτη. Όταν ο Ορλώφ τον κάλεσε σε απολογία αυτός αποκρίθηκε υπεροπτικά - και εδώ βρίσκεται η παρέμβαση και η κριτική θέση του Γουζέλη - πως σαν Βενετσιάνος ευγενής δεν υπόκειται σε τιμωρία. Το αποτέλεσμα ήταν να κρεμαστεί στο κατάρτι του ίδιου του του πλοίου με όλα τα βενετσιάνικα παράσημά του.
Αυτά για την ιστορία και την ανάγνωση που της δίνει ο νεαρός συγγραφέας του «Χάση». Όσο για την αισθητική του τοποθέτηση, αρκεί να γνωρίσουμε το ποιος ήταν ο Άγιος, τον οποίο ο Μπαρζός επικαλείται στο έργο.
Ο Κρεσέντιος, λοιπόν, ή Κρεσέντσιο (ιταλικά Crescenzio) ήταν και είναι άγιος της Καθολικής εκκλησίας, μαθητής του Αγίου Ζηνοβίου, επίσκοπος Φλωρεντίας, ο οποίος γιορτάζει στις 19 Απριλίου. Και μέχρι εδώ κανένας ψόγος. Ο Δημήτριος Γουζέλης, γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια κοινωνία, που τα δύο δόγματα συνυπήρχαν και μάλιστα αρμονικά, παρά τις ελάχιστες διαμάχες των αρχηγών τους, δεν τοποθετεί τον Λατίνο αυτό ιεράρχη για να σατιρίσει τους άλλου δόγματος, αλλά στην ουσία ομόθρησκους, συμπατριώτες του, τους κυρίως ευγενείς και γραμμένους στο Libro d’ Oro. Το γούστο τους και την παιδεία τους καυτηριάζει και αυτά γελοιοποιεί επί σκηνής. Μα για να τον καταλάβουμε ας δούμε τι ήταν ο Άγιος Κρεσέντιος … του Τζάντε.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Λεωνίδα Χ. Ζώη, οι οποίες διασώζονται στο σχετικό λήμμα του πολύτιμου και μοναδικού «Λεξικού» του, πρόκειται για ένα αγαλμάτιο, κακότεχνο, από ξύλο φτιαγμένο, ύψους 1,45 μ., το οποίο παρίστανε τον δυτικό επίσκοπο με αρχιερατική στολή. Η καρικατούρα αυτή υπήρχε στην πρώην καθολική εκκλησία του αγίου Σπυρίδωνα, που αργότερα έγινε ορθόδοξη, στ’ όνομα της μεγαλομάρτυρας Αικατερίνης, η οποία βρισκόταν μέσα στο σπίτι της οικογένειας του ευπατρίδη Βαδουέν ή Παδουβέρη, στην συνοικία της Μητρόπολης, το οποίο στην συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία Κονοφάου και τέλος στην οικογένεια Καρρέρ. Στην θέση εκείνη σήμερα βρίσκεται ένα απέριττο προσκυνητάρι με την εικόνα της Αγίας. Πριν από τον σεισμό του Αυγούστου του 1953 το κακότεχνο αυτό αγαλματίδιο βρισκόταν στην δημόσια βιβλιοθήκη της πόλης της Ζακύνθου, όπου εκεί αποτεφρώθηκε από την φωτιά, η οποία, ως γνωστόν, ακολούθησε την θεομηνία.
Η αισθητική, λοιπόν, του αγάλματος και όχι το δόγμα του, ήταν αυτό το οποίο ενόχλησε τον νεαρό Γουζέλη και αυτήν θέλησε να σατιρίσει στο έργο του.
Δικό μας ερώτημα είναι αν ο κατά «Χάση» Άι - Κρεσέντιος ήταν δείγμα της εποχής του μόνο, που ξεχάστηκε με τον καιρό ή πιο σωστά κάηκε, κάνοντας «σωσμό», κατά Διον. Ρώμα, το σεισμό ή αν πέρασε και στις μέρες μας και συνεχίζει να υπάρχει.
Φοβάμαι, δυστυχώς, πως το δεύτερο ισχύει και πως μας κυριεύει, πολυδιάστατο και μη ελεγχόμενο πια. Η ιστορία, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν επαναλαμβάνεται απλά, αλλά πολλαπλασιάζεται και αποκτά, όσο πάει, όλο και περισσότερους μιμητές.
Μια ματιά τριγύρω μας θα μας πείσει για τούτο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις άσχετες με την παράδοσή μας τοιχογραφίες των νεώτερων εκκλησιών μας, κακότεχνες συχνά και στην τεχνοτροπία τους, τις οποίες εκδικείται αυτό ακριβώς που οι κατασκευαστές τους δεν σεβάστηκαν, η αιώνια ζακυνθινή υγρασία, αλλά και για όλα τα άλλα προχειροφτιαγμένα και κακόγουστα, τα οποία καθημερινά μας βομβαρδίζουν με ό,τι χειρότερο και από αυτά κινδυνεύει η αισθητική μας.
Είναι η φατσάδες των σπιτιών μας, οι ταμπέλες των επιχειρήσεών μας, τα έπιπλά μας, οι αγορασμένοι από το καλοκαιριάτικο πανηγύρι του Αγίου μας πίνακες, που στολίζουν τα σαλόνια μας, η μπετόν ευδαιμονία μας, η κιτς καθημερινότητά μας, οι πλαστικές καρέκλες του εξοχικού μας, η φορτωμένη διακόσμηση των καταστημάτων μας, η παρωδία κακής χολιγουντιανής ταινίας γάμοι μας, τα πολύχρωμα μπαλόνια των βαπτίσεών μας, η αβασάνιστη και δίχως κανένα ίχνος παιδείας «καλλιτεχνική» μας έκφραση.
Αν δούμε με κριτική και ευαίσθητη ματιά γύρω μας, θα διαπιστώσουμε πως παντού ένας Άγιος Κρεσέντιος παραμονεύει. Είναι όταν το από τα άνθη της φύσης γιορτινό στεφάνι των εκκλησιών μας ή των προσκυνηταριών των δρόμων μας, αντικαθίσταται από την ευκολία και βλασφημία του πλαστικού και την προχειρότητα του έτοιμου, γεγονός που μόνο άρνηση στην ουσία αποτελεί της ταυτότητας και της καταγωγής μας, μια και δεν αναγνωρίζουμε την στην φύση ζωή μας, προτιμώντας το ψεύτικο. Είναι ξόανο Αγίου Κρεσέντιου η εξαφάνιση και της πιο μικρής ζωντανής πέτρας, όπου ξέφυγε από τις καταστροφές, για την ανέγερση μεγαθήριων. Η ασφαλτοποίηση της φύσης. Η πλαστικοποίηση των πάντων ενόψει Χριστουγέννων. Η σκηνογραφία με τις ντουμάνες της πεθεράς μας. Η επιλογή του σκυλάδικου για την κάθε χαρά μας. Η κυριαρχία του αναλφαβητισμού. Η εγκατάλειψη του χώρου που ζούμε. Το ξεπούλημα των πάντων. Η κυριαρχία των φελλών.
Μα το χειρότερο είναι πως σήμερα είναι δύσκολο να προκύψει ένας Δημήτριος Γουζέλης. Ένα ζακυνθινόπουλο δεκαεφτάχρονο, που «δια ξεφάντωσιν των φίλων» και μόνο θα ξαναστήσει στην σκηνή ένα «Χάση», για να προβληματίσει και να παραδειγματίσει.
Να γιατί ο Άι - Κρεσέντιος όλο και θα μας κυριεύει.
Η ιστορία, δυστυχώς, επαναλαμβάνεται!

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Ο Γάμος ως κοινωνικό γεγονός πανανθρώπινο

Γράφει ο Roni Bou Saba
Πτ. Αραβικής Φιλολογίας και Ορθόδοξης Θεολογίας


Σκεπτόμουν τις προάλλες το θέμα του γάμου, το οποίο ομολογώ ότι με απασχολεί λόγω της μεγάλης αξίας του κοινωνικά και θρησκευτικά. Μού ήρθαν στο νου κάποιες πτυχές του, τις οποίες παραθέτω ως κίνητρο προβληματισμού -προσωπικό τουλάχιστον- και όχι ως τελική θέση που εκφράζω αμετάκλητα.

Ο γάμος είναι, απ’ όσα ξέρω, ένα γεγονός διαθρησκειακό, αφού συναντάται σε όλες της θρησκείες κάποια σχετική τελετή. Από τη στιγμή όμως που ο γάμος υπάρχει και στις «κοινωνικές θρησκείες» ήτοι τις πρωτόγονες θρησκείες που πηγάζουν από πρωτόγονα κοινωνικά έθιμα, και εφ’ όσον υπάρχει επίσης στις λαϊκές πολιτείες, τότε αυτό σημαίνει ότι ο γάμος καθ’ αυτό δεν αποτελεί ένα μυστήριο αλλά ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο.

Ως εκ τούτου θεωρώ πιο σωστό να ταυτιστεί με τις κοινωνίες και όχι με τις θρησκείες. Κάθε θρησκεία κληρονομεί τον γάμο από την κοινωνία στην οποία γεννιέται και το καπηλεύεται εκ των υστέρων, όπως κάνει και με άλλους θεσμούς. Τού αποδίδει τις κατάλληλες μεταφυσικές διαστάσεις, για να παγιώσει την καπηλεία, με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο σε κανένα να το απελευθερώσει από το κράτος της θρησκείας.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο γάμος στις χριστιανικές κοινωνίες. Πριν από τον χριστιανισμό και στην διάρκεια της όλης πρώτης χιλιετείας περίπου ο γάμος ήταν πολιτικός. Σταδιακά πέρασε στους κόλπους της Εκκλησίας, η οποία του έδωσε διάφορες ερμηνείες που προβάλλουν το δόγμα της, χωρίς να βασίζονται στην ιστορική και κοινωνική εξέλιξη του θεσμού. (Αυτό δείχνει, ότι οι θεολόγοι δεν ασχολήθηκαν με την έννοια της ιστορίας κι ερμηνεύουν οτιδήποτε συγχρονικά και όχι διαχρονικά.)

Ο γάμος λοιπόν δεν είναι θρησκευτικός θεσμός αλλά ένα θύμα της θρησκευτικής καπηλείας. Ως εκ τούτου, πιο σωστό -κατ’ εμέ τουλάχιστον- είναι να θεωρηθεί μόνον ένας κοινωνικός θεσμός. Αν αντιληφθεί και βιωθεί ως τέτοιος, θα είναι ήδη περισσότερο από μυστήριο. Ο γάμος έχει ως σκοπό να ρυθμίσει -κατά το δυνατόν- τις σχέσεις των δύο φύλων, να τις νομιμοποιεί, να καταχωρίσει τα ζευγάρια ποιός με ποιόν κλπ., με απώτερο στόχο την δόμηση μιας τακτοποιημένης κοινωνίας. Μιας αρμονικής και δεμένης κοινωνίας, η οποία μπορεί να προοδέψει χωρίς να διαλυθεί. Όμως πολλοί παρασίτες προσπαθούν να παρέμβουν και να εκτροχιάσουν τον ομαλό ρου των πραγμάτων και παρασέρνουν τον γάμο μακριά από τον πρώτο στόχο του. Η συνέπεια αυτής της πράξης είναι η διάλυση της κοινωνίας, όπου δεν ωφελούν οι μάταιες διαμαρτυρίες ζερβά και αριστερά.

Από τη στιγμή όμως που ζει ο άνθρωπος ατομιστικά ή δίνει στο γάμο διάφορες μεταφυσικές -άρα μη εδαφικές- ερμηνείες, το αποτέλεσμα πάντα θα είναι η διάλυση του γάμου και της κοινωνίας με την πρώτη δυσκολία. Η λύση, νομίζω, είναι ο γάμος να επιστρέψει στους κόλπους της κοινωνίας και να έχει κοινωνική προοπτική.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Κικής Δημουλά: ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ (10 ποιήματα κατ' επιλογήν)


Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΣ

"Πίστεψέ με θα σ' αγαπώ αιώνια"
επαναλαμβάνει κάθε λεπτό ο θάνατος
στην αιωνιότητα

και κείνη βογκώντας
από δυστυχισμένη βεβαιότητα

αχ γιατί να μην είσαι ψεύτης

τον καταριέται.


ΕΚΜΑΓΕΙΟ ΕΝΟΧΗΣ

Γιατί άραγε να με αγαπούσε απόψε
τόσο πραγματικά εκείνο το όνειρο;
Γιατί μού έλεγε κράτα με
μη μ' αφήνεις να ξυπνήσω;

Ανησυχώ. Συνήθως
έτσι αγαπάμε την απώλεια.

Λες να μη με ξαναονειρευτεί
αυτή η πολύ συνηθισμένη απώλεια;


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Κύριε
μη μάς πάρεις κι άλλο
τις απώλειές μας.

Δεν έχουμε πού αλλού να μείνουμε.


ΑΤΙΤΛΟ

Βρέχει με απόλυτη ειλικρίνεια.
Άρα δεν είναι φήμη ο ουρανός
υπάρχει
και δεν είναι το χώμα λοιπόν
η μόνη λύση
όπως ισχυρίζεται ο κάθε τεμπέλης νεκρός.


ΠΡΟΣΕΧΕ

Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
ρην αντικρινή σου καρέκλα

αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι

γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.


ΜΗΔΕΝΟΣ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΟΥ

Τι αντικοινωνικά που είναι τα όνειρα.
Ούτε φιλίες ούτε δεσμοί
μόλις μάς δουν σβήνουν
σα σπίθα έκθετη σε θύελλα.

Ανθρωποφοβία;
Ίσως τραυματισμένο γόητρο
επειδή δουλεύουν εκεί κάτω
στα ορυχεία χαμένων ευκαιριών.

Είχαν βλέπεις κι αυτά
άλλα όνειρα.


ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Μέρες μέρες να χτυπήσει το τηλέφωνο
μήνες χρόνια;
Δεν ηχείς.

Εκλήθη ο έμπιστος μου ωριλά
μου έκανε ακουόγραμμα
μια χαρά, μου λέει, ακούς
τι σ’ έπιασε.

Εκλήθη εν συνεχεία ξανά ο τεχνικός.
Δε χτυπάει τού είπα.

Σε ξεβίδωσε, σ’ εκανε φύλλο και φτερό
καλώδια μπαταρίες
λάδωμα στη φωνή σου

εντάξει η συσκευή

η ζημιά είναι από μέσα
σ’το είπα και την άλλη φορά
θριαμβολόγησε ο ηλεκτρολόγος
έχει βλάβη η επαφή
πρέπει να σκάψω

- ας’το
αφού είναι η επαφή
θα σκάψω εγώ
ξέρω να τη θάψω
δεν είναι τίποτα ξέρω.


ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ

Μικρόσωμο νεαρό ζευγάρι.
Εκπατρισμένη των ματιών η καταγωγή.
Κάπου στην επιβίωση θα δουλεύουν
- φημίζεται για την αξιοσύνη της
η υποταγή.

Με άδεια καλοκαιρινή.
Ελεύθερα τώρα τα χέρια νοικοκυρεύουν
τα παραμελημένα χάδια τους.

Θαυμάζω τι επιδέξια ξαπλώνουν τα δάχτυλα
στου παιχνιδιού τους το κρεβάτι
σφιχτά δεμένα
σα να πλέκουν γελαστά καλαθάκια
με πόθου συστροφή τα γεμίζουν
τα ξηλώνουν κι απ' την αρχή τα πλέκουν

σα να κουράστηκε τώρα ο νέος
ίσως απ' την πολλή ελευθερία της πλοκής
λίκνιζε χαρούμενα και το πλοίο
γέρνει κι αποκοιμιέται
πάνω στο αριστερό του σκουλαρίκι

ξύπνια εκείνη ακόμα
κοιτάζει για λίγο το κοιμισμένο χέρι του
κι αργά προσεκτικά μην το ξυπνήσει
στον ώμο της το φέρνει
κι επάνω του γέρνοντας
γλυκά κι αυτή αποκοιμιέται.

Τι εύχρηστο μαξιλάρι η αγάπη
κατάλληλο
για κάθε ταξίδι του πόνου στο σώμα
για κάθε ηλικίας όνειρα
για κάθε είδους νύστα
απαραίτητο
για το σπίτι
για το στοχασμό
για το λεωφορείο
για το πλοίο και για ό,τι
μας πνίγει.


ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ' εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.


ΑΣΕΒΕΣ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ

Τρελάθηκες δύση;

Βγάλε αμέσως τα κόκκινα
ντροπή
στην κηδεία σου πας.
Related Posts with Thumbnails