© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου: ΕΠΙΣΤΗΜΗ - ΘΕΟΛΟΓΙΑ: ΑΠΟ ΤΟ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ ΤΟΥ ΚΤΙΣΤΟΥ ΣΤΟ ΜΕΘΕΚΤΟ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ

[Ομιλία κατά την Αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 3 Νοεμβρίου 2008]
Αἰσθάνομαι εἰλικρινῆ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ μοναδικότητα τῆς ἐξαιρετικῆς τιμῆς τῆς παρούσης στιγμῆς. Ἐπιτρέψτε μου στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς ὁμιλίας δημόσια να ὁμολογήσω ὅτι τίποτε δὲν ἔχει μεγαλύτερη τιμὴ καὶ ἀξία ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τιμὴ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ Θεολογία. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτήν, ἡ παροῦσα εὐκαιρία ἀποτελεῖ βαρύτατο δῶρο γιὰ μένα, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζω καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.

Σὲ μιὰ χρονικὴ συγκυρία παγκόσμιου ἐκφυλισμοῦ τῶν πολιτικῶν ἰδεολογιῶν, γενικευμένης κατάρρευσης τοῦ χρηματοοικονομικοῦ μας εἰδώλου, ἀπροσδόκητου κλονισμοῦ τῆς τεχνολογικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς μας ἔπαρσης στὴ Γενεύη, ἀνεπίστροφης καταστροφῆς του φυσικοῦ μας περιβάλλοντος σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς καὶ ἀλόγιστης ἐκδαπάνησης τοῦ φυσικοῦ μας πλούτου∙ σὲ μιὰ περίοδο ποὺ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα ἐπιστρατεύονται γιὰ νὰ καταργήσουν τὰ αἰώνια «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀμφισβητήσουν τὶς παγκόσμιες ἠθικές, κοινωνικὲς καὶ λογικὲς σταθερές, σὲ μιὰ ἐποχὴ πλήρους ἀνατροπῆς τοῦ διαχρονικοῦ συστήματος τῶν ἀξιῶν, νοσηρῆς προβολῆς τῶν ἀνθρώπινων ἐπιτευγμάτων καὶ ταυτόχρονης περιπλοκῆς τῶν διαπολιτισμικῶν ἐπικοινωνιακῶν μηχανισμῶν, σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας ἀποτελεῖ ἄγνωστη ἐμπειρία καὶ ὁ περὶ Θεοῦ λόγος στερεῖται θεολογίας, τὸ Τμῆμα Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς ἱστορικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μοῦ κάνει τὴν τιμὴ νὰ μὲ ἀναγορεύσει διδάκτορά του.

Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐπὶ πλέον διασπᾶ ἱστορικοὺς δεσμούς, ὅπως τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος μὲ τὴ ζῶσα χριστιανικὴ πνοή, ἢ αἰώνιες σχέσεις, ὅπως τῆς φυσικῆς γνώσης μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, δυσκολεύομαι πολὺ νὰ ἀξιολογήσω τὴν παροῦσα στιγμὴ καὶ νὰ προσδιορίσω μὲ ἀκρίβεια τὶς συντεταγμένες της. Βλέποντας ὅμως στὴν αἴθουσα αὐτὴν τῶν Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν νὰ συνυπάρχουν τὰ λάβαρα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, θεολόγοι ἐπιστήμονες καὶ ἐπιστήμονες πιστοί, σεβασμὸς στὴ θύραθεν καὶ στὴν κατὰ Θεὸν σοφία, καὶ διερωτώμενος γιὰ πόσο ἀκόμη καὶ γιατὶ ὄχι γιὰ πάντα, καταλήγω στὸ κλειδὶ τῆς σημερινῆς ἐκδηλώσεως.

Ἡ λέξη κοινωνία εἶναι μία μαγικὴ λέξη, συγγενὴς μὲ τὴ λέξη μέθεξη. Σημαίνει περιχώρηση ἐν ἀγάπῃ, ὅταν ἀναφέρεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Σημαίνει ἀνακάλυψη υἱοθεσίας, ἀποκάλυψη ἀληθείας καὶ «ὀθνεία ἀλλοίωση», ὅταν ἀναφέρεται στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Σημαίνει ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνεύρεση, συνάντηση, συμπόρευση, ζωντανὸ διάλογο, ὅταν ἀναφέρεται σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη σχέση. Σκέφθηκα, λοιπόν, σήμερα νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἐν τοῖς πράγμασι κοινωνία δύο φαινομενικὰ ἀντικρουομένων ἢ τουλάχιστων ἀσύμβατων συστημάτων σκέψης: τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ τῆς συνακόλουθης ἐπιστημονικῆς λογικῆς ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς διαχρονικῆς Ὀρθόδοξης θεολογικῆς πνοῆς -ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὅρος- ἀφ’ ἑτέρου.


Τὸ ἀσύλληπτο τῆς ἀριθμητικῆς πραγματικότητος
Βασικὸ στοιχεῖο τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἀποτέλεσμα τῆς θείας σοφίας, εἶναι ἡ ἁρμονία, ἡ ὁποία πιὸ πολὺ διαπιστώνεται παρὰ κατανοεῖται, γίνεται περισσότερο ἀντιληπτὴ καὶ ἐλάχιστα καταληπτή. Συνδέεται κυρίως μὲ μιὰ ἀπολαυστικὴ αἴσθηση παρὰ μὲ μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἑρμηνεία. Ὁ κόσμος μας δὲν κυριαρχεῖται μόνον ἀπὸ ἕνα χρῶμα, ἀπὸ μία συχνότητα, ἀπὸ ἕνα εἶδος, ἀπὸ φωτοαντιγραφικὴ ὁμοιότητα, ἀπὸ μονότονη συμμετρία. Γιὰ κάποιον λόγο, παρουσιάζει ἀνακουφιστικὲς ἀσυμμετρίες, ὄμορφες ἀνομοιότητες, ἰσορροπημένες ποικιλότητες, ἁρμονικές διαφορετικότητες. Αὐτὲς γεννοῦν τὴ μελωδία, συνθέτουν τὴν ἁρμονία, προβάλλουν τὴν αἰσθητική, ὑπογραμμίζουν τὴ σημασία τῆς συμπληρωματικότητας, ἀναδεικνύουν τὰ πρόσωπα.

Ἡ ποικιλότητα ἀποτελεῖ ἰδίωμα τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ δὲ αἰτία καὶ ἡ ἀριθμητική της ἔκφραση ὑπερβαίνουν τὶς ἀνθρώπινες ἀντιληπτικὲς δυνάμεις καὶ συνθλίβουν τὰ ὅρια τοῦ νοῦ. Στὸ σύμπαν μιλᾶμε γιὰ δισεκατομμύρια γαλαξιῶν μὲ μεγάλες μεταξύ τους ὁμοιότητες ἀλλὰ καμμία ταυτότητα· κανένας δὲν εἶναι ἴδιος μὲ κάποιον ἄλλον. Κάθε γαλαξίας ἔχει δισεκατομμύρια ἀστέρων, ποὺ καὶ αὐτοὶ παρουσιάζουν μία τεράστια ποικιλία ἰδιοτήτων, χαρακτηριστικῶν, χημικῆς συστάσεως, πυρηνικοῦ περιεχομένου.

Στὸν κόσμο τῆς Μοριακῆς Χημείας, συναντοῦμε ἕνα πλῆθος ἀπὸ στοιχεῖα, καθὼς δὲ διεισδύουμε στὰ ἐνδότερα τοῦ ὑπατομικοῦ κόσμου καταλήγουμε σὲ ποικίλα στοιχειώδη σωμάτια, ὅπου τὸ καθένα ἔχει τὴν ἀποστολή του καὶ ἐπιτελεῖ τὸν μοναδικὸ σκοπό του. Ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ὑλικὰ (ὅπως τὰ quarks καὶ τὰ λεπτόνια), ἄλλα εἶναι φορεῖς τῶν δυνάμεων καὶ ἄλλα πολὺ βαρύτερα, τὰ ὑπερσωματίδια, φαίνεται πὼς συμπληρώνουν τὴν ἀπαιτούμενη συμμετρία.

Ἀλλὰ καὶ στὸ φυτικὸ καὶ ζωϊκὸ βασίλειο ἀντικρύζει κανεὶς μιὰ ἀνάλογη κατάσταση. Ἕνα πλῆθος εἰδῶν, τὸ καθένα μὲ τὰ ἰδιώματα καὶ τὴ γενετικὴ πολυπλοκότητα καὶ διαφορετικότητά του, γεμίζουν καὶ κοσμοῦν τὸν κόσμο μὲ τὴ συνεισφορὰ καὶ τὴν παρουσία τους.

Κάποιες δεκάδες χιλιάδες γονιδίων συνδυάζονται μεταξύ τους γιὰ νὰ ἐκφράσουν μορφολογικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ νὰ προσδιορίσουν τὴ δυναμικὴ τῆς ὑγείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Οἱ ἀριθμοὶ ποὺ ἐκφράζουν τὴ γενετικὴ καὶ γονιδιωματικὴ διαφορετικότητά μας εἶναι ἀσύλληπτοι.

Ἡ δύναμη τῆς ποικιλότητας φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀνομοιομορφία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων, καὶ κατὰ τὴ σύντηξη ὠαρίου-σπερματοζωαρίου μποροῦν νὰ δημιουργηθοῦν 232 διαφορετικὰ μεταξύ τους ζεύγη. Αὐτὰ συνδυαζόμενα ἀνὰ 23 δημιουργοῦν ἕνα ἀσύλληπτο γενετικὸ «ἀνακάτωμα» ποὺ δίνει 1040 ἀνεξάρτητες δυνατότητες, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι δύο γονεῖς θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν ἕναν τέτοιον ἀριθμὸ διαφορετικῶν μεταξύ τους ἀπογόνων[1]. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀπόλυτα παρόμοια ἀνθρώπινα ὄντα καὶ ὅτι ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρξουν[2].

Ὅλα αὐτὰ τὰ παρατηροῦμε ἢ καὶ τὰ ὑπολογίζουμε, χωρὶς ὅμως νὰ κατανοοῦμε τὶς διαστάσεις καὶ τὶς ἀποστάσεις τους, χωρὶς νὰ χωροῦμε τὶς ἡλικίες τους, τὴν ἱστορία τους, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ μεγέθη τους καὶ τὰ αἴτιά τους. Ἀριθμοὶ πάνω ἀπὸ 1010, δηλαδὴ μεγαλύτεροι ἀπὸ δέκα δισεκατομμύρια, δὲν χωροῦν στὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη. Ἀρκεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι γιὰ νὰ καταμετρηθοῦν τὰ 6,5 δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ποὺ σήμερα ζοῦν στὴ γῆ, μὲ συχνότητα ἑνὸς τὸ δευτερόλεπτο, ἀπαιτοῦνται περισσότερα ἀπὸ 220 χρόνια. Στὸ σύμπαν ὅμως μιλοῦμε γιὰ μεγέθη μέχρι καὶ 1087, τόσος εἶναι ὁ ὄγκος του σὲ mm3. Κάθε προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν αὐτοὶ οἱ ἐκθέτες ἀποτελεῖ τραγικὴ ματαιοπονία. Μιλοῦμε γιὰ χρόνους 10-43sec∙ αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς προσδιορίζει τὴν πιὸ ἀπόμακρη στιγμὴ ἀπὸ τὸ σήμερα καὶ τὴν πιὸ κοντινὴ στὸ big bang∙ ἕνας μικρὸς χρόνος ἴσος μὲ αὐτὸν ποὺ ἀπαιτεῖται ὥστε τὸ φῶς, ποὺ καλύπτει τὴν ἀπόσταση Γῆς - Σελήνης σὲ ἕνα δευτερόλεπτο, νὰ διανύσει ἀπόσταση ἴση μὲ τὴ διάμετρο τοῦ πρωτονίου. Οὔτε τὸ μεγάλο συλλαμβάνεται οὔτε τὸ μικρὸ χωράει στὸ νοῦ μας.

Τελικά, ἡ ἀκρίβεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἀριθμῶν εἶναι μᾶλλον ἐνδεικτική, στατιστικὴ καὶ συχνὰ ἀσυμπτωτικὴ παρὰ ἀριθμητικὰ καὶ λογικὰ ἀποδεικτική. Ἀλλὰ καὶ ὅταν συμβαίνει τὸ δεύτερο, ἡ κατανόηση αὐτῶν τῶν μεγεθῶν εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη. Ὁ κτιστὸς κόσμος μας γνωρίζεται, ἀλλὰ δὲν κατανοεῖται.


Μιὰ φύση μὲ κρυμμένα τὰ μυστικά της
Στὸν ὑπέροχο καὶ ταυτόχρονα παράξενο αὐτὸν κόσμο, συνυπάρχει τὸ μικρὸ μὲ τὸ μεγάλο, τὸ κατανοητὸ μὲ τὸ ἀκατανόητο, ἡ γνώση μὲ τὴν ἀγνωσία, τὸ μεγαλεῖο μὲ τὴ μικρότητα, τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, ἡ ἑνότητα μὲ τὴ διαφορετικότητα.

Ἐνῶ κάποιοι μιλοῦν γιὰ τὴ θεωρία τῶν πάντων, διακηρύσσουν ταυτόχρονα ὅτι «εἴμαστε μιὰ ἀνακατανομὴ τοῦ τίποτα»∙[3] ἐνῶ ἀναφερόμαστε σὲ θεωρίες Ὑπερσυμμετρίας, αὐτὲς ποὺ μὲ βεβαιότητα σήμερα υἱοθετοῦμε ἔχουν τὰ ὀνόματα τῆς Σχετικότητας καὶ τῆς Ἀβεβαιότητας. Ἐνῶ θεωροῦμε ὅτι ἀποκρυπτογραφοῦμε τὰ γενετικὰ μυστικά μας, ταυτόχρονα ἀδυνατοῦμε νὰ καταπολεμήσουμε μικροὺς καὶ μεγάλους βιολογικοὺς ἐχθρούς μας. Ἴσως βρίσκουμε τὰ μυστικὰ τῶν θεωριῶν μας, ἴσως περιγράφουμε τὴν ἀπώτερη ἀρχὴ καὶ τὸ ἔσχατο τέλος μας ἢ τὶς λεπτομέρειες τοῦ μικρόκοσμου καὶ τοῦ μακρόκοσμου μας, δὲν τὰ καταφέρνουμε ὅμως καλὰ μὲ τὸ παρὸν καὶ τὴν πραγματικότητά μας. Ἐνῶ μὲ τὸ ἐργαλεῖο τοῦ πολὺ μικροῦ καὶ χρονικὰ ἀπειροστοῦ, ἀνιχνεύουμε τὰ μυστικὰ τοῦ κοσμικὰ ἀρχικοῦ καὶ τοῦ συμπαντικὰ πολὺ μεγάλου, καταφέρνουμε τὰ μικρὰ προβλήματα νὰ τὰ κάνουμε ἀνυπέρβλητα μεγάλα.

Ἡ φύση δείχνει πώς, ὅσο τὴν πλησιάζουμε, ἀρέσκεται νὰ ἀποκρύπτει τὰ μυστικά της. Πλησιάζουμε στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, μόλις 10-43 sec ἀπὸ τὸ big bang, καὶ πρὶν τὴν κατακτήσουμε, καταρρέουν οἱ ἐξισώσεις μας, ἔχουμε ἀνωμαλία (singularity). «Ἡ μεγάλη Ἔκρηξη εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἄγνοιάς μας»[4], ὁμολογεῖ ὁ μεγάλος Ἕλληνας φυσικὸς Γιάννης Ἡλιόπουλος. Κυνηγοῦμε τὶς ἐσχατιές τοῦ σύμπαντος, τὰ πιὸ ἀπόμακρα σημεῖα του, καὶ διαπιστώνουμε ὅτι, ὅσο τὶς πλησιάζουμε, αὐτὲς ἀπομακρύνονται μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα (νόμος τοῦ Hubble). Ὅσο αὐξάνουμε τὴ γνώση μας γιὰ τὸν κόσμο, τόσο αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὴ διογκούμενη ἀγνωσία μας. Ἡ θεωρία τῆς ἀβεβαιότητος (Uncertainty Principle) αὐτὸ ἀποδεικνύει. Προσδιορίζουμε μὲ ἀκρίβεια μιὰ ἰδιότητα τῆς φύσης καὶ ὑποχρεωνόμαστε σὲ σφάλμα γιὰ τὴ συζυγῆ της. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ σύμπαν∙ προχωροῦμε στὴν ἔρευνά του καὶ βρίσκουμε μαῦρες τρύπες, σκοτεινὴ ὕλη καὶ ἐνέργεια, μυστικὲς συμμετρίες, σωμάτια ποὺ ἀγνοοῦμε τὰ βασικά τους στοιχεῖα, παράξενες ὀντότητες, ποὺ τοὺς ἀποδίδουμε μεταφυσικὰ ὀνόματα (strange quark, God’s particle), οἱ ὁποῖες ὅμως κρύβουν τὰ πιὸ ὡραῖα μυστικά.

Ὁ κόσμος γίνεται φοβερὰ ἑλκυστικός, ἀλλὰ ἀποδεικνύεται τραγικὰ ἀπομονωτικός. Οἱ μεγάλες φυσικὲς σταθερὲς ἔχουν τιμὲς ποὺ δικαιολογοῦν τὴν ὑποχρεωτική μας ὕπαρξη ὡς ἀνθρώπων (Ἀνθρωπικὴ Ἀρχή) ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπίσης ὑποχρεωτική μας ἀπομόνωση. Τὸ σύμπαν εἶναι τεράστιο καὶ οἱ ταχύτητες ἀνυπέρβλητα μικρές. Ἡ ταχύτητα τοῦ φωτός, ἡ μεγαλύτερη ταχύτητα, ἡ ταχύτητα τῆς ἐπικοινωνίας μας, εἶναι ἀξεπέραστη καὶ πεπερασμένη. Μποροῦμε νὰ ἀκοῦμε -νὰ λαμβάνουμε ἐρεθίσματα-, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε -νὰ στέλνουμε μηνύματα-, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ διαλεχθοῦμε, ἀδυνατοῦμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε διαστρικὰ καὶ διαγαλαξιακά. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ τηλεσκόπιά μας εἶναι μόλις τὸ 4% τοῦ σύμπαντος. Τὸ ὑπόλοιπο 23% εἶναι σκοτεινὴ ὕλη καὶ τὸ 73% σκοτεινὴ ἐνέργεια. Καὶ ἐκεῖ κρύβεται τὸ μυστικὸ τοῦ κόσμου μας. Εἶναι τόσο λίγα αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε καὶ τόσο περισσότερα αὐτὰ ποὺ ἀγνοοῦμε!

Κάτω ἀπὸ εἰδικὲς συνθῆκες, ἡ φυσικὴ καὶ ἡ γεωμετρία ἐκφράζονται μὲ τρόπους ποὺ ἀντιβαίνουν στὶς αἰσθήσεις μας. Ἡ πραγματικότητα μοιάζει περισσσότερο μὲ φαντασία. Στὶς μεγάλες διαστάσεις, στὸ σύμπαν, ὁ χῶρος καμπυλώνεται, ἡ εὐκλείδια γεωμετρία καταργεῖται. Στὶς ἀπειροστὰ μικρές, ὁ χῶρος ἀποκτᾶ πολλαπλότητα καὶ φυσικὲς διαστάσεις -ἴσως ἑπτὰ τὸν ἀριθμό- ἐντελῶς ἄγνωστες καὶ ξένες στὴ φυσική μας ἀντίληψη. Στὶς ὑψηλὲς ταχύτητες ὁ χρόνος διαστέλλεται, τὸ μῆκος συστέλλεται, ἡ φυσικὴ αἴσθηση παραβιάζεται. Στὶς διαστάσεις τῆς νανοκλίμακας, ποὺ πλέον τεχνολογεῖται, ἡ ὕλη ἐμφανίζει ἐντελῶς ἀσυνήθεις ἰδιότητες καὶ ἐνῶ στὴν τεχνολογία θαυματουργοῦμε στὴν πρόληψη καὶ πρόνοια ἀδυνατοῦμε.

Μιὰ ἀκόμη ματιὰ στὸν κόσμο μας μᾶς πείθει ὅτι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ὀμορφιά του συνυπάρχουν μὲ ἀτέλειες, ἀναπηρίες, φθορὰ καὶ θάνατο. Μέσα σὲ ἀστρικὰ συντρίμμια γεννιοῦνται νέοι ἀστέρες. Μαζὶ μὲ τὴν ὑπερσυμμετρία στὰ 10-33cm τοῦ πρωτόγονου σύμπαντος ἢ στὰ 10-36 sec ἀπὸ τὸ big bang, ὑπάρχει μιὰ μεγάλη ἀσυμμετρία στὸν κόσμο ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ σπίτι μας. Τὸ σύμπαν παρὰ τὰ φωτεινὰ ἀστέρια του, τὶς ὑψηλὲς θερμοκρασίες τους, τὰ ἄπειρα ἀστρικὰ συστήματά του, τὴν ἀέναο κίνηση τῶν γαλαξιῶν του, εἶναι πολὺ σκοτεινὸ -μὲ ἐλάχιστα φωτόνια-, εἶναι πολὺ ψυχρὸ -μόλις 2,70 Κ, εἶναι πολὺ ἄδειο -μὲ τεράστιο κενό, στατικό.

Τὸ ἀκατανόητο συντελεῖ ὥστε κάποιοι νὰ προσπαθοῦν τὶς φιλοσοφικὲς ἐπιθυμίες τους νὰ τὶς θωρακίσουν μὲ μεταφυσικίζουσες ἐπιστημονικὲς θεωρίες, νὰ τὶς κρύψουν σὲ ἐξωσυμπαντικοὺς κόσμους, σὲ ἀναπόδεικτες ἑρμηνεῖες, σὲ ἀκατανόητες καὶ ἀνεξέλεγκτες ἐπιστημονικοφανεῖς ἀδολεσχίες. Μιλοῦν γιὰ ὑπερσυμμετρίες, γιὰ πολυσύμπαντα, γιὰ πιθανολογικὲς φαντασιώσεις, γιὰ παραμυθένιους ἐκθέτες στὶς ποσοτικές τους ἐκτιμήσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐνίοτε διαφωνοῦν ἐπὶ τῆς ἐπιστήμης μὴ ἐπιστημονικά. Ἀπορρίπτουν τὴν πίστη, ἀλλὰ ὁ μόνος τρόπος νὰ μᾶς πείσουν γιὰ τὶς θεωρίες τους, ποὺ κανεὶς δὲν κατανοεῖ, εἶναι νὰ τοὺς πιστέψουμε. Φαίνεται πὼς ἐνῶ ἡ αἴγλη τῆς ἐπιστήμης εἶναι μεγαλύτερη, ἡ ἕλξη τῆς φιλοσοφικῆς αὐθαιρεσίας εἶναι δυνατότερη.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη χρησιμοποιεῖ ὅρους ποὺ μοιάζουν μεταφυσικοί, γνωρίζοντας ὅτι μὲ τὰ μέσα καὶ τὰ ἐργαλεῖα της εἶναι στὴν οὐσία ἀσυμπτωτικοί, ἄφθαστοι, ἀπρόσιτοι. Γιὰ παράδειγμα τὸ ἄπειρο -ἔχει καὶ μαθηματικὸ σύμβολο-, τὸ αἰώνιο -ἀποτελεῖ φυσικὸ πλέον ὅρο- ὅλο καὶ περισσότερο χρησιμοποιούμενο. Οἱ τελευταῖες θεωρίες βιάζονται νὰ μιλήσουν γιὰ τελειότητα καὶ πληρότητα ἑρμηνειῶν. Παρὰ ταῦτα ἡ ἐπιστήμη στὴν προσπάθειά της νὰ γνωρίσει καλὰ τὸν κτιστὸ κόσμο ὁδηγεῖται στὴ συνειδητοποίηση τῆς ἀδυναμίας της νὰ τὸν κατανοήσει.


Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ φύση, ἔχουμε πρόβλημα καὶ μὲ τὴν κατανόηση τῆς βιολογικῆς μας ταυτότητος.

Στὸν κώδικα τῆς ζωῆς, ἀνοίγουμε τὸ βιβλίο καὶ διαπιστώνουμε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ διαβάσουμε. Κι ἐδῶ μιλοῦμε μὲ ἀριθμοὺς ποὺ δὲν κατανοοῦμε, μὲ πιθανότητες ποὺ δὲν ἐπιβεβαιώνονται. Προσεγγίζουμε τὸ γονιδίωμα, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἀποκαλύπτουμε τὴ γενετικὴ ἀλήθεια μας, καὶ αὐτὸ μᾶς προωθεῖ στὸ πρωτέωμα, μὲ τὴ διαβεβαίωση τῆς μεγαλύτερης ἀγνοίας μας. Πρὶν προλάβουμε νὰ μάθουμε τὸ ἕνα ἀλφάβητο, ὁδηγούμαστε στὴν ἀνάγκη ἐκμάθησης μιᾶς δυσκολότερης γλώσσας.

Μέσα ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση τῶν μορφῶν τῆς ζωῆς, ἐμφανίζονται ἄλλες πιὸ ἐξελιγμένες. Μέσα στὴ γενετικὴ περιουσία τοῦ ἀνθρώπινου κυττάρου, ἀκόμη καὶ τὸ ἀποκαλούμενο ἄχρηστο DNA (junk DNA), φαίνεται πὼς διακριτικὰ ἀποκρύπτει πλοῦτο μυστικῶν ποὺ παίζουν ἕναν καθόλου εὐκαταφρόνητο ρόλο στὴν ὅλη κληρονομικὴ διαδικασία καὶ τὸν προσδιορισμὸ τῶν βιολογικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἀτόμου.

Οἱ σύγχρονες ἐπιστῆμες τῆς νευροφυσιολογίας καὶ τῆς νευροβιολογίας μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι τελικὰ τὸ ὄργανο τῆς νόησης, μᾶς εἶναι ὁ μεγάλος ἄγνωστος. Δὲν κατανοοῦμε οὔτε τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ ἐγκεφάλου οὔτε τὴ δυναμικὴ τῆς κατανόησης.

Αἰσθανόμαστε πὼς τὸ πραγματικὸ σύμπαν εἶναι αὐτὸ τῆς ἀγνωσίας μας, ὅπου ὅμως μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε διάσπαρτους ἀστέρες καὶ γαλαξίες, ἀπόψεις καὶ θεωρίες, ἐντυπωσιακῆς ἀλλὰ μερικῆς γνώσεως «ὡς δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι»[5].

Στὸ ἴδιο συμπέρασμα καταλήγει καὶ ἡ φιλοσοφικὴ ὁδός. Οὔτε αὐτὴ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσουμε πῶς ἡ μεγάλη ἡλικία τοῦ σύμπαντος συνυπάρχει μὲ τὴ σύντομη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο μεγαλεῖο μὲ τὴ μικρότητα, ἡ σοφία τοῦ κόσμου καὶ ἡ ὀμορφιὰ μὲ τὴν καταστροφικότητα, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ καλωσύνη μὲ τὸ κακό.

Ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ὅποιου ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀσύλληπτο κλάσμα τῆς ἡλικίας τοῦ σύμπαντος. Τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦμε μέσα σὲ ἕναν κόσμο σκεπτόμενοι ἀλλὰ ἀγνοοῦντες, δυνατοὶ κατὰ τὴ σκέψη ἀλλὰ ἀπειλούμενοι ἀπὸ τὰ ζῶα καὶ τὴ φύση, γεμᾶτοι ζωὴ ἀλλὰ συνεχῶς καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὸν θάνατο, μὲ ἔμφυτη μυστικὴ ἀναζήτηση ἀλλὰ πλήρη ἀνεπάρκεια ἀνακάλυψης τοῦ ὑπερλόγου, ἂν δὲν ἀποτελεῖ τραγωδία, εἶναι μυστήριο. Τελικά, δὲν ἀποτελεῖ μυστήριο μόνον ἡ φύση ἀλλὰ καὶ ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος.

Ὁ ἄνθρωπος φαίνεται πὼς εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἕνα βιολογικὸ κυτταρικὸ σύστημα. Ἡ ποικιλία τῶν ἐπιλογῶν τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ χαρακτηριστικὴ διαφορετικότητά του, ἡ ἰδιομορφία τῆς ψυχικῆς ἔκφρασής του, ἡ δημιουργικότητα τῆς σκέψης του, τὸ κτίσιμο τοῦ προσώπου του εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἀνατομικὰ ἰδιώματα καὶ ἀνιχνεύσιμες βιοχημικὲς διεργασίες. Ἡ βιολογική του ἀρχὴ σηκώνει τὸ βάρος τῆς ὑπαρκτικῆς ἔναρξης, ἐνῶ τὸ τέλος παραπέμπει στὴν εὐθύνη τῆς ἄγνωστης, ἐνδεχομένως πολὺ ἀνώτερης, συνέχειας. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς μοναδικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στὴν ὑποψία τοῦ μὴ τέλους του καὶ στὴν αἴσθηση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς του. Ἡ βιολογική του ὑπόσταση τὸν κοσμεῖ μὲ τὴν ὀμορφιὰ μιᾶς ὀργανωμένης νομοτέλειας, ἐνῶ ἡ πνευματική του μὲ τὸ μεγαλεῖο μιᾶς ἀνεπανάληπτης αὐτεξουσιότητας.

Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, τὸ «ἄν», τὸ «πώς» καὶ τὸ «πότε» τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τῆς βιολογικῆς πορείας τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἐξέχουσας σημασίας. Ἡ ἐποχή μας, μὲ τὴν ἀντισυλληπτικὴ καὶ περιγεννητικὴ τεχνολογία της, μπορεῖ νὰ καθορίσει τὸ ἂν κάποιος θὰ συλληφθεῖ -δηλαδὴ ἂν θὰ ὑπάρξει- καὶ τὸ ἂν τελικὰ θὰ γεννηθεῖ -δηλαδὴ ἂν θὰ ζήσει. Μπορεῖ νὰ ἀλλοιώνει κατ’ ἐπιθυμία τὴ μορφὴ καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς. Μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐπιβραδύνει τὸν θάνατο, μπορεῖ νὰ ἁπαλύνει τὸν πόνο, μπορεῖ νὰ παρεμβαίνει τεχνολογικὰ καὶ νὰ δημιουργεῖ νέες καταστάσεις ζωῆς καὶ πρωτοφανεῖς συνθῆκες θανάτου. Μπορεῖ νὰ προκαλεῖ τὴ δυνατότητα πλήθους ἐπιλογῶν.

Παρὰ ταῦτα, θέτει κενοφανῆ ἐρωτήματα, ποὺ ὅμως ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήσει, καὶ προξενεῖ πρωτόγνωρα διλήμματα, ποὺ ὅμως προσπαθεῖ μάταια νὰ ὑποβαθμίσει. Ἡ συζήτηση γιὰ τὸ πότε ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ ζωὴ ἢ γιὰ τὸ status τῶν κρυοσυντηρημένων ἐμβρύων ἢ τὸ πῶς συνδέεται ἡ ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα ἢ τὸ τὶ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὶ ὁ θάνατος, ἐνῶ παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον δὲν δείχνει νὰ φθάνει σὲ ὁριστικὸ τέλος στὸ ὁρατὸ μέλλον. Οἱ συνέπειές της ὅμως εἶναι τεράστιες, καθὼς ἐνίοτε ὁδηγοῦν σὲ μιὰ εὐπρόσδεκτη εὐγονικὴ καὶ εὐθανασιακὴ λογικὴ ποὺ φαίνεται ἠθικὴ καὶ σὲ μιὰ ἀνεπιθύμητη ἠθικὴ ποὺ παρουσιάζεται πολὺ σκληρή. Μὲ βάση τὴν αὐθαίρετη γνώση τοῦ ἀγνώστου τὸ τοπίο τῆς ἠθικῆς καὶ τῶν ἀξιῶν κυριολεκτικὰ παραμορφώνεται.

Τὸ πότε ἀρχίζει ἢ τελειώνει ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλὸ ἐπιστημονικὸ θέμα. Οὔτε προσδιορίζεται μὲ ἀκριβεῖς ὁρισμούς, νομικὲς παρατηρήσεις, πολιτικὲς ἀποφάσεις ἢ ἀριθμούς. Τὸ πῶς καὶ γιατί τῆς ἀρχῆς τῆς ζωῆς εἶναι μυστικὸ ἀνεξιχνίαστο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ θάνατος. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, τὴ ζωὴ δὲν τὴν ἀντικρύζουμε ὡς δικαίωμα πού μᾶς ἀνήκει, ἀλλὰ τὴ σεβόμαστε ὡς μυστήριο πού μας ὑπερβαίνει.


Πρὸς τὸ μεθεκτὸν τοῦ ἀκτίστου

Τὰ πάντα συνηγοροῦν στὸ ὅτι ὁ κτιστὸς φυσικὸς καὶ ὑλικὸς κόσμος δείχνει λίγα καὶ κρύβει πολλά. Τὸ νοητό του μέρος κυρίως ὑποψιάζει γιὰ τὸ πολύ του ἀκατανόητο. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὅπως τὸν βέπουμε καὶ τὸν νοοῦμε. Ἁπλὰ τὸ γνωστὸ καὶ τὸ νοητὸ παραπέμπουν σὲ ἄλλες διαστάσεις ὕπαρξης, γνώσης καὶ ἀλήθειας, κτιστῆς φυσικά, συμπληρωματικῆς ποὺ ὅμως μᾶς ὑπερβαίνει. Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὴ σύγχρονη ἐπιστήμη.

Ζοῦμε σὲ μιὰ μοναδικὴ ἐποχή. Ἡ ἔκρηξη τῆς γνώσης καὶ τῆς πληροφορίας μᾶς ὁδηγοῦν στὸ χρησιμότερο συμπέρασμα: Τελικά, εἴμαστε ἀπίστευτα μικροί, ὑπερβολικὰ μόνοι, πολὺ στιγμιαῖοι γιὰ τοὺς κοσμικοὺς χρόνους γιὰ νὰ ποῦμε:

α) ὅτι γνωρίζουμε τὸν κόσμο,

β) ὅτι τὸν κατανοοῦμε καὶ

γ) ὅτι μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε.

Ἡ μέγιστη ταχύτητα ἐπικοινωνίας, ἡ ἰλιγγιώδης ταχύτητα τοῦ φωτός, εἶναι πεπερασμένη καὶ τὸ σύμπαν ἀσύλληπτα μεγάλο. Αὐτὸ τὴν κάνει πολὺ μικρή. Ἐνῶ, κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη, εἴμαστε κοινωνικὰ ὄντα, «ὁ ἄνθρωπος ζῷόν ἐστι πολιτικόν»[6], εἴμαστε καταδικασμένοι σὲ μοναξιά. Ἐνῶ, κατὰ τὸν ἴδιο Ἕλληνα ἀρχαῖο φιλόσοφο, «φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται ὁ ἄνθρωπος»[7], εἴμαστε καταδικασμένοι καὶ σὲ ἄγνοια. Ἔτσι φαίνεται ἡ ἀνεπάρκεια καὶ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας μας. Ἐνῶ ἡ κατάστασή μας, τὰ ἐπιτεύγματά καὶ ἡ γνώση μας σὲ ἀνθρώπινη κλίμακα εἶναι ἀπίστευτα, συγκλονιστικὰ καὶ ἀσύλληπτα, τὴν ἴδια στιγμή, σὲ κοσμικὲς διαστάσεις πλησιάζουν τὸ τίποτα καὶ συγγενεύουν μὲ τὸ λάθος.

Ταυτόχρονα, ὅμως, εἴμαστε καὶ πολὺ διαφορετικοὶ καὶ ἰδιαίτεροι μέσα στὸ σύμπαν. Μοναδικοί! Διαθέτουμε λόγο (σκέψη καὶ λογικότητα) καὶ λόγο (δυνατότητα ἔναρθρης ἔκφρασης). Τὸ σύμπαν καὶ ἡ φύση δὲν ἔχουν λόγο, ἀλλὰ ἐμφανίζουν λογική: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα»[8]. Αὐτὴ τὴ λογικὴ μποροῦμε νὰ τὴν προσεγγίσουμε ἐπιστημονικά, μποροῦμε ὅμως καλύτερα νὰ τὴν κατανοήσουμε πνευματικά.

Σήμερα χρησιμοποιοῦμε ὅρους στὴ Φυσικὴ ὅπως Ὑπερσυμμετρία, Ὑπερχορδὲς, Ὑπερσύμπαντα θέλοντας νὰ δείξουμε τὸ πέραν τοῦ αἰσθητοῦ καὶ λογικοῦ, ὅπως καὶ στὴν Ἐκκλησία χρησιμοποιοῦμε τοὺς ὅρους Ὑπερευλογημένη γιὰ τὴν Θεοτόκο, Ὑπερκόσμιος γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ Ὑπερούσιος γιὰ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε τὸ πέραν τοῦ κατανοητοῦ καὶ τοῦ ἀντιληπτοῦ, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὑπὲρ φύσιν κόσμου, τὸ μετὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὸ ὑπὲρ τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων.

Παρά ταῦτα, ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ φιλοσοφία διακατέχεται ἀπὸ μία τάση νὰ ἀποδείξει τὴν αὐτάρκειά της καὶ γι’ αὐτὸ ἀντιστρατεύεται στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ἴσως διότι διαλέγεται μαζί Του στὸ ἐπίπεδο τῆς δυνάμεως. Δὲν θέλει ἕναν παντοδύναμο θεό. Προτιμᾶ δυνατότερο τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐρευνᾶ γιὰ ἀξίες πιὸ σίγουρες, κατὰ τὴν ἄποψή της, χωρὶς Θεό.

Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση, πίστη καὶ θεολογία δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς ὕπαρξής τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τῆς ἀποδεδειγμένης παρουσίας Του. Ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βάλει τελεία στὴν ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. Κάθε προσπάθεια ἀποδείξεως τῆς ὕπαρξής Του εἶναι ματαιοπονία. Ὁ Θεὸς ὡς μυστήριο εἶναι καλύτερα νὰ μπορεῖ νὰ ἀμφισβητεῖται πνευματικὰ παρὰ νὰ ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά. Θεὸς ποὺ ἀποδεικνύεται ὅτι ὑπάρχει ἤ ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει, δὲν εἶναι θεός.

Ὁ Θεὸς ὡς ΩΝ ἐμφανίζεται ἀπρόσιτος στὴν κτίση∙ Τὸν ψάχνουμε καὶ κρύβεται, εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του. Ἀντίθετα, ὡς ΠΑΡΩΝ εἶναι φίλος καὶ πατέρας τῆς κτίσης∙ φανερώνεται, εἶναι μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του∙ βιωματικὰ διαπιστώνεται, κοινωνεῖται. Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη πιστοποιεῖ τὸ πρῶτο∙ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἐπιβεβαιώνει τὸ δεύτερο.

Ὁ Αὐγουστῖνος διεκήρυξε ὅτι μὲ τὸν νοῦ μας μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεό, ἐπειδὴ αὐτὸς συγγενεύει μαζί Του καὶ ἔτσι παρέσυρε τὴ Δύση στὴν ἄκαρπη προσπάθεια τῆς κατανόησης τοῦ ἀκατανοήτου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς ὑποστηρίζουν ὅτι μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας μόνον ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Θεὸς συνδυάζει τὸ κατανοητὸ μὲ τὸ ἀκατανόητο[9].

Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καταθέτει καὶ στὸν σύγχρονο κόσμο μιὰ θεολογία, ὅπου ὁμολογοῦμε πὼς γνωρίζουμε πολὺ λιγότερα ἀπ’ ὅσα ἀγνοοῦμε, ὅτι τὸ καταληπτὸν τελικὰ εἶναι πολὺ μικρότερο ἀπὸ τὸ ἀκατάληπτον, ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταφατική, ὑπάρχει καὶ ἡ ἀποφατικὴ ὁδὸς γνώσεως, ὅτι ὑπάρχει τὸ μυστήριο πού, ἐνῶ δὲν κατανοεῖται, κοινωνεῖται. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέθεκτος κατὰ τὴν οὐσία Του καὶ μεθεκτὸς κατὰ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του. Ὁ ὅρος «ἄκτιστες» ἀποδυναμώνει τὸ κατανοητό, ἀλλὰ δὲν ἐξασθενίζει τὸ μεθεκτό. Ἐμφανίζεται «καθὼς ἐστί» (Α΄ Ἰω. γ΄ 2), «ὁ ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιν» ὁρᾶται καὶ γιγνώσεται «δι’ ἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας– τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶ γνῶναι»[10]. Ἕνα εἶναι τελικὰ κατανοητό, ἡ ἀκατανοησία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου[11]. Ἡ προσπάθεια τῆς Δύσης νὰ διεισδύσει στὴν ἀμέθεκτη διάστασή Του, τὴν ὁδήγησε στὴ ματαιοπονία τῆς ἀπόδειξής Του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ φιλοσοφία.

Ὁ Θεός, ὅπως βιώνεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή, εἶναι ὑπερβατικὸς γιὰ τὴν δύναμή Του, εἶναι ὅμως ὑπερβατικὸς κυρίως γιὰ τὴ σοφία καὶ ἀγάπη Του. Εἶναι ὑπερούσιος, εἶναι παντέλειος∙ δὲν εἶναι ἀπόμακρος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ διαρκῶς κενούμενος γιὰ τὸν ἄνθρωπο∙ δὲν εἶναι τιμωρός, ἀλλὰ σταυρούμενος ὁ Ἴδιος∙ δὲν πεθαίνουμε ἐμεῖς καὶ ζεῖ ὁ Ἴδιος, ἀλλὰ πεθαίνει Ἐκεῖνος ἐν χρόνῳ γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς αἰωνίως. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾶ δείχνοντάς μας ὑπεροπτικὰ τὴ δύναμή Του, ἀλλὰ δίνοντάς μας τὴ δυνατότητα ὑπερβατικὰ νὰ μετέχουμε τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τῆς ἀγάπης Του. Ἀπέναντι σ’ Αὐτὸν δὲν στεκόμαστε μὲ τὴν διάθεση νὰ μὴ μᾶς συντρίψει, ἀλλὰ μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιά, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη Του εἶναι τέτοια καὶ τόση ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ Τὸν κοινωνοῦμε. Αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀντίπαλος ποὺ πρέπει ἡ ἐπιστήμη νὰ ἐξαφανίσει. Οὔτε ἀντικείμενο ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξει. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης ποὺ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀνακαλύψει.

Αὐτὸς ὁ Θεὸς κοινωνεῖται καὶ διὰ τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης. Ἀποκαλύπτει ὅμως τὴ σοφία Του, ὅπως καὶ τὴν ἀλήθεια Του, στοὺς «ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ». Τὴν κρύβει ἀπὸ τοὺς ἐπαιρόμενους. Ἡ ὁδὸς γι’ αὐτὴ τὴ γνώση εἶναι ἡ παραδοχὴ τῆς ἀγνωσίας μας. Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σωκράτης στὴν Ἀπολογία τοῦ Πλάτωνος (21d) «οὐκ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι... ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» καὶ καταλήγει ὅτι εἶναι προτιμότερη ἡ εἰλικρινὴς ἄγνοια τῆς αὐταπατούσης γνώσεως. Ὑπάρχουν ἀλήθειες ποὺ ἀνακαλύπτονται μὲ τὴ γνώση μας, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἀλήθειες ποὺ ἀποκαλύπτονται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδεχόμαστε τὴν ἀγνωσία μας. Ἡ συνειδητοποιημένη αἴσθηση ἄγνοιας, ἡ ἥσυχη θέα τῆς ἐνδοτέρας ἐρήμου μας, ἡ ταπείνωση, ἀποτελεῖ «ὁδὸν ἀρίστην», προκειμένου νὰ βιώσουμε τὴν ψηλάφηση τοῦ ἄγνωστου καὶ ἀκατανόητου μυστηρίου τοῦ κόσμου μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦμε.

Ἡ ἐπιστημονικὴ ὁδὸς ἐγκρύπτει στὸ βάθος της μία λεπτὴ ἀπογοήτευση, διότι ἐνῶ γοητεύει καὶ ἐξάπτει τὸ ἐπιθυμητικὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀπατηλὴ προσδοκία τῆς κατανόησης τοῦ κτιστοῦ κόσμου, τελικὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν παραδοχὴ τῶν ὁρίων του. Ἡ δυνατότητα πλήρους ἀνακάλυψης τοῦ φυσικοῦ κόσμου εἶναι φραγμένη. Τελικά, μποροῦμε πολὺ λιγότερα ἀπὸ ὅσα ἐπιθυμοῦμε.

Ἀντίθετα, ἡ θεολογία τῆς ἐνώπιον τοῦ ἀποκρύφου καὶ ἀπορρήτου θεϊκοῦ μυστηρίου ταπεινῆς παραστάσεως τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς ἐπιτρέπει τὴν ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὴν ἐν ἡμῖν ἀποκάλυψη τοῦ θεϊκοῦ φωτός. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης δὲν ζητάει ἀπὸ τὸν διαρκῶς κενούμενο Θεὸ νὰ τοῦ φανερώνεται. Δὲν περιμένει, δὲν θέλει πολλά. Τελικά, ὅμως, τοῦ προσφέρεται γνώση πολὺ μεγαλύτερη καὶ περισσότερη ἀπὸ ὅση φαντάζεται. Τοῦ προσφέρεται ἡ «καινή» γνώση, ἡ «ἑτέρα» ἐμπειρία, τὸ «ξένον θέαμα», τοῦ προσφέρεται ὁ Θεὸς ὡς πρόσωπο.

Ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸ ψηλότερο σκαλοπάτι τῆς γνώσης, στὴν ταπεινὴ συνειδητοποίηση τῶν φυσικῶν καὶ διανοητικῶν ὁρίων του. Ἡ θεολογία μπορεῖ, ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ καὶ νὰ τὸν παραλάβει, προκειμένου νὰ τὸν εἰσαγάγει στὸ ἱερὸ βῆμα τῆς θεϊκῆς ἀποκάλυψης.

Ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη μᾶς ὁδηγεῖ νομοτελειακὰ στὴν ἀλήθεια τῆς ἀποφατικῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀπόδειξη οὔτε μὲ τὴν ἀνακάλυψη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀποκάλυψη. Καὶ κάτι ἀκόμη. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι γιὰ λίγους. Ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ ὅλους. Ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τὸν ὑποκαταστήσουν. Ἀκόμη καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ τὸν κατανοήσουν. Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἐπιστήμονες! Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ...«θεολόγους»!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Claudine Guérin-Marchand: Les manipulation génetiques, p. 28, coll. “Que sais-je?” P.U.F. Paris 1997.
[2] André Boué, La médicine du fœtus, p.39, éd. Odile Jacob, Paris 1995.
[3] Δημήτρης Νανόπουλος, http://www.physics4u.gr/news/2001/nanopoulos.html
[4] Ἡλιόπουλος, Γιάννης. Ἀπὸ τὸ ἀπειροστὰ μικρὸ στὸ ἀπείρως μεγάλο. Τὰ μυστήρια τοῦ Σύμπαντος, τ. 8. Φεβρουάριος 2008, σ. 22
[5] Α΄ Κορ. ιγ΄ 12
[6] W.D. Ross, ἐκδ. 1957. Aristotelis Politica. Ὀξφόρδη: Clarendon Press. Ἀνατ. 1964.
[7] Ἀριστοτέλη, Μετὰ τὰ Φυσικά, 922α, πρώτη πρόταση.
[8] Ψάλμ. ιη΄ 1
[9] «ἐμοὶ δοκεῖ ἵνα τῷ ληπτῷ μὲν ἕλκῃ πρὸς ἑαυτὸν (τὸ γὰρ τελέως ἄληπτον, ἀνέλπιστον καὶ ἀνεπιχείρητον), τῷ δὲ ἀλήπτῳ θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δὲ ποθῆται πλέον, ποθούμενον δὲ καθαίρῃ, καθαῖρον δὲ θεοειδὲς ἀπεργάζηται. Τοιούτοις δὲ γενομένοις, ὡς οἰκείοις ἤδη προσομιλεῖ τολμᾶ τι νεανικὸν ὁ λόγος» (Γρηγ. Θεολόγου, ὁμιλία εἰς τὰ Θεοφάνεια, Λόγος ΛΗ΄ παρ. 7, ΕΠΕ 5.44-46).
[10] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG 3, 1025 A
[11] «Ἄπειρον τὸ Θεῖον καὶ ἀκατάληπτον καὶ ἓν μόνον αὐτοῦ καταληπτὸν ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία αὺτοῦ» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἀκριβὴς Ἔκδοσις Ὀρθοδόξου Πίστεως, 1,4).

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Rafael Alberti: [ΟΚΤΩ ΠΟΙΗΜΑΤΑ] (Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης)


ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ

Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
κι άμα δεν ήμουνα, θε να γινώ.

Αν την αυγή δεν έκλεψα των θαλασσών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.

Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
επάνω σ’ ένα αντιτορπιλικό,
μ’ έξι γεροδεμένους ναύτες
βάρδια ν’ αλλάζουνε, τρεις-τρεις.

Αν την αυγή δεν έκλεψα των ουρανών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.


ΜΑΔΡΙΓΑΛΙ ΤΗΣ ΧΙΟΝΑΤΗΣ

Στη θάλασσα έφυγε η Χιονάτη
μα θα 'χει λιώσει τώρα πια!

Χιονάτη, άνθος του Βορρά,
στη θάλασσα έφυγε του Νότου,
να λούσει το κορμί της.
Μα θα 'χει λιώσει τώρα πια!

Χιονάτη, άσπρη και ψυχρή,
γιατί στη θάλασσα έχεις φύγει
να λούσεις το κορμί σου;

Μα θα ' χεις λιώσει τώρα πια!


ΑΝ ΠΕΘΑΙΝΕ Η ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ

Αν πέθαινε η φωνή μου στη στεριά
φέρτε την δίπλα στη θάλασσα
κι αφήστε την στην ακρογιαλιά.

Φέρτε την δίπλα στη θάλασσα
και βάλτε την καπετάνισσα
σε κάτασπρο πολεμικό καράβι.

Ω η φωνή μου παρασημοφορεμένη
με το παράσημο το ναυτικό:
μ’ άγκυρα επάνω στην καρδιά,
κι άστρο την άγκυρα επάνω,
και πάνω το άστρο ο άνεμος,
πάνω στον άνεμο το ιστίο!


ΑΠΟ ΤΟ GUMIEL DE HIZAN
ΣΤΟ GUMIEL DEL MERCADO


Κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, αγάπη μου,
κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, όχι.
Μα στα ριζά της λεύκας, ναι,
της κάτασπρης και πράσινης λεύκας.
Κάτασπρο φύλλο εσύ,
πράσινο φύλλο εγώ.


ΝΤΕΛΑΛΗΜΑ

Σύννεφα εγώ πουλώ χρωματιστά:
σύννεφα στρόγγυλα και πορφυρά
για ν’ απαλύνουνε τη ζέστα!

Νέφη πουλώ μενεξεδιά
και ρόδινα, τις χαραυγές πουλώ
και τα χρυσά τα δειλινά!

Τον κίτρινο αυγερινό
που μάζεψα απ’ το πράσινο κλωνάρι
ροδακινιάς ουράνιας, πουλώ!

Πουλώ το χιόνι και τη φλόγα μου
κι ακόμα το τραγούδι μου πουλώ!


Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

Παρθένες με αλφάδια
και διαβήτες, αγρυπνώντας
μπροστά στους ουράνιους μαυροπίνακες.
Και ο άγγελος των αριθμών,
στοχαστικός, πετώντας
από το 1 στο 2, από το 2
στο 3, από το 3 στο 4.
Κρύες κιμωλίες και σφουγγάρια
χάραζαν κι έσβηναν
το φως από τα διαστήματα.
Μήτε ήλιος, ή φεγγάρι, μήτε άστρα,
μήτε το αιφνίδιο πρασίνισμα
της αχτίδας και η αστραπή,
μήτε ο αγέρας. Μονάχα καταχνιές.
Παρθένες δίχως διαβήτες, κλάιγοντας.
Και στους νεκρούς τους μαυροπίνακες,
ο άγγελος των αριθμών
χωρίς ζωή, σαβανωμένος
επάνω στο 1 και στο 2
επάνω στο 3 και στο 4…


ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ

Χώματα, χώματα, χώματα της Ισπανίας,
μεγάλες, μοναχικές, ερημικές πεδιάδες.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
στον ήλιο και στη σελήνη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα!
Σα μια καρδιά ηχεί, αντηχεί, αντηχεί
η γη της Ισπανίας στις οπλές.
Κάλπαζε, καβαλάρη του λαού,
άλογο λευκοπόδαρο,
αλογο αφρισμένο.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.
Κανένας, κανένας, κανένας, γιατί κατάντικρυ δεν υπάρχει κανένας
γιατί ο θάνατος δεν είναι κανένας αν πορεύεται πάνω στο υποζύγιό σου.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
γιατί δική σου είναι η γη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.

GALOPE

Las tierras, las tierras, las tierras de España,
las grandes, las solas, desiertas llanuras.
Galopa, caballo cuatralbo,
jinete del pueblo,
al sol y a la luna.
¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!
A corazón suenan, resuenan, resuenan
las tierras de España, en las herraduras.
Galopa, jinete del pueblo,
caballo cuatralbo,
caballo de espuma.
¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!
Nadie, nadie, nadie, que enfrente no hay nadie;
que es nadie la muerte si va en tu montura.
Galopa, caballo cuatralbo,
jinete del pueblo,
que la tierra es tuya.
¡A galopar,
a galopar,
hasta enterrarlos en el mar!


ΣΤΟΝ ERNESTO CHE GUEVARA

Σε γνώρισα παιδί
Εκεί κάτω στην πεδιάδα της Κόρδοβας στην Αργεντινή,
παίζοντας ανάμεσα στα καλαμπόκια και στις λεύκες
στις αγελάδες των παλαιών στάβλων και στους στρατοκόπους…
Δεν σε ξαναείδα, ως την ημέρα που έμαθα
πως ήσουν ένα φως καταματωμένο, ο βορράς,
αυτό το άστρο
που πρέπει κάθε στιγμή να το καθηλώνουμε
για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε.


Ρώμη, Οκτώβριος 1970

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

π. Παναγιώτη Καποδίστρια: Ο ΕΝΙΚΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

[Ομιλία κατά την υποδοχή του συγγραφέως ως Αντεπιστέλλοντος Μέλους του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», στις 14 Ιανουαρίου 1999] 1

Έναστρος κάμπος
ασημένια λιόφυτα
λάμψη αλλότρια

......
Πυρσός ο Λόγος
στ’ αλωνάκι του Στράνη
φυσάει λεβάντες.

Π.Κ. 2

Απαντώντας στην τόσο απρόσμενη και ιδιαίτερα κολακευτική για μένα είδηση της εκλογής μου ως Αντεπιστέλλοντος Μέλους του «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ», κατέθεσα σε σχετική επιστολή μου (μαζί με τις εκ βαθέων ευχαριστίες μου, τις οποίες επαναλαμβάνω ενώπιόν Σας απόψε) «την ειλικρινή μου παραδοχή, ότι η όποια προσωπική μου συνεισφορά στην τοπική πνευματικότητα […] ψάχνει τόπο να σκηνώσει στην παρασκιά δυσθεώρητων και ανεπανάληπτων γόνων του νησιού μας (πρωτόλεια και ασθμαίνουσα) […] 3».

Θεωρώ αναγκαίο –από την τιμητική αυτή θέση- να Σας βεβαιώσω, ότι τούτο δεν υπήρξε απλώς ευκαιριακό λεκτικό σχήμα ή συνήθης ταπεινολογία, αλλά κατάθεση ειλικρίνειας και απότιση βαθέος σεβασμού προς τον επιδεξιότερο (κυρίως) Πλοηγό μας στο βαθυκύανο πέλαγος της ελληνικής ποιητικότητας, τον αναστάσιμο –εννοώ- ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ, προς τον Οποίον ευλαβικά στρέφω (όπως άλλωστε ο καθένας μας) «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου», για να χρησιμοποιήσω λόγο δικό του.


Τι ανάλογο δύναται ή δικαιούται ν’ αρθρώσει ένας σύγχρονος Ζακύνθιος για τον κραταιότερο των Ζακυνθίων; Τι λεκτικά στέφη να πλέξει ένας εφήμερος στιχοπλόκος της λεγόμενης «γενιάς του ιδιωτικού οράματος» 4 για τον Αρχιμάστορα του ελληνικού Λόγου κι εκφραστή των εθνικών (αλάλητων) καημών; Τι εγκώμια να συνθέσει ένας κάποιος ιερωμένος για τον Ένα Διονύσιο, τον ασκητή «εγκάτοικο» του Αγίου Λύπιου, τον αυτήκοο μάρτυρα των σεπτών Παθών του Γένους, ο οποίος αναπνέει διαρκώς μέσα στο Αποκαλυπτόμενο Μυστήριο με την άνεση πολιού αναχωρητή, κατέχοντας απέξω κι ανακατωτά τη διάλεκτο και τους ιδιωματισμούς του Απείρου; Κι όλες αυτές οι προσωπικές μου επιφυλάξεις, με δεδομένη και δεσμευτική (έως απαγορευτική σχεδόν) την περίπτωση του τελευταίου ιερατικού των Ποιητών, του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος με συστολή και περίσκεψη παραδεχόταν παλαιότερα: «Η υπόθεση Σολωμού είναι πολύ μεγάλη και ιερή για μένα. Μιαν ολόκληρη ζωή περιμένω να αισθανθώ ώριμος για να μιλήσω όπως τού αξίζει. Και η στιγμή δεν έφθασε. Ίσως δεν φθάσει ποτέ. Οπωσδήποτε δεν θα ήθελα να κάνω κάτι συμβατικό» 5. Μόλις το 1991, στην εποχή της ωριμότητας και της πνευματικής του καθαρότητας πλέον, μες από «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», ορθρώνοντας μάλιστα ανθηρότατο μεγαλυνάριο «συντριβής και δέους», τον γεραίρει, μεταξύ άλλων, μ’ ετούτα τα λόγια:

«Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός
……………………………………………………………..
Που μόνο η σκέψη σου μού 'καψε όλα τα χειρόγραφα
……………………………………………………………..
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω»
6.

Ποιος; Ο Ελύτης, μπροστά στον Σολωμό!... Παραδέχεται, ότι υπήρξε ένας «άγνωστος», ο οποίος θα ξαναέλθει στην αγνωσία και την αφάνεια… Ποιος; Ο Ελύτης!!!

Τολμώ, παρ’ όλ’ αυτά –κατά τρόπο λες θρασύ, σχεδόν ιδιότροπο και συνεπώς βέβηλο, ελπίζω πάντως (ως εκ τούτου γόνιμο)- να τον κατασκοπεύσω έστω και από την «κλειδωνότρουπα», που θάλεγε κι ο ίδιος, να τον ιδώ θεοπρεπή και ωραίον, παραδομένον εντούτοις σε πειρασμούς εσώψυχους και στοχασμούς των ορίων. Διατηρώ πάντα την «τρελή» πεποίθηση, ότι ο Σολωμός συνεχίζει να κυκλοφορεί ευθυτενής και αρχοντικός δίπλα μας, γύρω μας, πίσω από τα γνώριμα (και μη εξαιρετέα) πεζούλια και τα μακρόβια λιόφυτα του Μπόχαλη. Σε μια προηγούμενη μάλιστα «παρακολούθηση» τον είχα επισημάνει ως εξής:


«Νια Παρασκευή
κι ο Σολωμός θεάται
στο Κοιμητήρι.
……………….
Εσπέρα Μαγιού
βολτάρει στο Ψήλωμα
αλύπιος δήθεν»
7.

Σάς εξομολογούμαι, ότι κάθε φορά που, οδεύοντας άπολις προς την πόλη της Ζακύνθου, περνώ απ’ τον Λόφο του Στράνη (πολυάσχολος ή αφηρημένος, προβληματιζόμενος ή αγχωμένος για τα πλείστα όσα, περιπεπλεγμένος σε χίλιες δυο μέριμνες βιοτικές), νιώθω τον πανίερο κι ευεργετικό Ήσκιο του αεί παρόντα (μα λανθάνοντα, ευτυχώς), να γυροδιαβαίνει αθέατος και μονήρης τα στοιχισμένα λεωφορεία, με τα οποία εκδράμουν εκ περάτων συνήθως (προς χάριν του, υποτίθεται) τα Κ.Α.Π.Η. και ο μαθητόκοσμος, ορδές σχετικοασχέτων. Τον διαισθάνομαι, να ξαποσταίνει στα ερωτόσημα παγκάκια του Λόφου, να ψαύει αναγνωριστικά τ’ ανεξήγητα γράφιτι των αρχαίων κυπαρισσιών του τριγύρω ευφρόσυνου χώρου, να λερώνει απορημένος τα υποδήματά του ενίοτε στα παρατημένα από χθες βράδυ φονικά εργαλεία των εφηβικών δήθεν παραδείσων, που –δυστυχώς- ευδοκιμούν εκεί. «Εάν οι άνθρωποι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται» 8 για Εκείνον και για τους νεότερους όλους εμάς, για τα πάρεργα έργα μας και τις ανήμερες ημέρες μας, τα πρώιμα και τα ύστερα, την Ποίηση θαρρείς και την εν γένει των καιρών μας αντι-ποίηση.

Αν ο καθένας από εμάς, διαπλέοντας αναπόφευκτα κάποια στιγμή την προσωπική του εξόδιο Αχερουσία, εγκαταλείπει στα μετόπισθεν –έτσι κι αλλιώς- ανεξίτηλα χνάρια παντού (όπου ακράγγιξε η ψυχή και η δημιουργική ενέργεια του νου και του σώματος), πόσο μάλλον ο Σολωμός, ο οποίος συμπύκνωσε με απαράμιλλη σοφία και παρήγαγε καλλίκαρπα, με θαυμαστή γλωσσική και νοηματική δεξιότητα, τις μύριες όσες της καρδιάς κρυφιότητες και κυμάνσεις, αθανατίζοντάς τες «Μεσ’ στ’ Άγιο Βήμα της ψυχής», με κυρίαρχη μυστική μέθοδο (μονόδρομο) το «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο», διότι –θέλοντας και μη- «Πολλοί 'ναι οι δρόμοι πώχει ο νους», όπως ο ίδιος παραδέχεται.


Οι στίχοι του (λαβυρινθώδεις και αλλοπρόσαλλοι στ’ Αυτόγραφα θαρρείς, παραμυθητικοί έως «φιλοκαλίας» στην ακρόασή τους), διαθέτουν όντως «οσμήν ευωδίας πνευματικής», έτσι που νύσσουν δημιουργικά, ή μάλλον κατανύσσουν αγαπητικά, τον υποψιασμένον αναγνώστη. Με τις ποιητικές του (αυτο)σχεδίες διαπερνά εκείθεν το Πρόσωπο, τις ταλανιζόμενες ελπίδες, τις αγάπες, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα. Με τις εαρινές του εξάρσεις –διαρκούντος μάλιστα του αισθητού χειμώνα και του υπεραισθητού εσώτατου και μόνιμου ψύχους, του ορατού ψεύδους και του αόρατου πολέμου- ανάγει και καταξιώνει σε ύψος περιωπής λέξεις, τοπία, αισθήματα, πτώσεις και αναστάσεις, έμψυχα, εσώψυχα και άψυχα, ιδέες και ύλη, όνειρα και ρεαλισμό, σάτιρες ή λυγμούς, φαρμακωμένους, φεγγαροντυμένους ή λαμπροφόρους αμαρτωλούς, λυτρωμένους ωστόσο. Ερανίζομαι λιγοστούς σολωμικούς δεκαπεντασύλλαβους από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», υποστηρικτικούς της διασώζουσας αναγωγικότητας, την οποίαν επιτυγχάνει ο Ποιητής:

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.

άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.

Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για τη γλυκειάν ελπίδα.

Κρυφή χαρά 'στραψε 'ς εσέ κάτι καλό 'χει ο νους σου.

Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά˙ όλα τ’ αστέρια βγάνει.

Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.

Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πώχει.

Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο.

Για να μού ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.

Στον κόσμο τούτον χύνεται και 'ς άλλους κόσμους φθάνει.

Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση.

Σαν ήλιος, οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη.


Τι παράδοξο, αλήθεια! Αν προσέξατε, θα διαπιστώσετε αμέσως τούτο: Οι εντελώς τυχαία επιλεγμένοι αυτοί σολωμικοί στίχοι διαθέτουν τόσην ευπλασία και τέτοια ζωντάνια υφής και ήθους, ώστε ο ανυποψίαστος ακροατής τους, να θεωρήσει ενδεχομένως, ότι βρίσκονται αρμοσμένοι στο ίδιο και το αυτό ποίημα, με άρτιο νόημα και αυτόνομη δομή. Μόνο στον Σολωμό –θεωρώ- και στα ιερά του στιχηρά θα μπορούσε να ισχύει το απρόβλεπτο ετούτο.

«Η Γυναίκα της Ζάκυνθος» αποπνέει σαφέστατα την ίδια υπερβατική ευωδία, που αναδίνουν τα εξαίσια εκείνα έργα της Αποκαλυπτικής Γραμματείας των δύο πρώτων μετά Χριστόν αιώνων και δεν εννοώ μονάχα την «Αποκάλυψη» του Ιωάννου, κάτι που ήδη έχει από τους ειδικούς επισημανθεί. Ο έγκριτος Πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου έχει υποστηρίξει, ότι «γενικώς το περιεχόμενον των αποκαλυπτικών κειμένων χαρακτηρίζεται από την παρουσίαν εκστατικών φαινομένων, κατά τα οποία παρατηρείται αλλοίωσις της λειτουργίας των κοσμικών νόμων, όρασις παραδόξων πραγμάτων, διάνοιξις ουρανών, ουρανία ανάβασις, άκουσμα θείας φωνής, παρουσίασις ουρανίων βιβλίων, μελώδησις ύμνων από ουρανίους χορούς, ταλανισμοί και αφορισμοί. Είναι εύλογον ότι τοιαύτα κείμενα γράφονται εις ύφος μυστηριώδες, συμβολικόν, το οποίον συχνάκις τονίζεται δια της παρεμβάσεως ποιητικών στίχων ή δια συνολικής συνθέσεως εις στίχους» 9.

Παρόμοια συμβαίνουν κατ’ αντιστοιχίαν στη σολωμική «αποκάλυψη». Δείτε με προσοχή τη «Γυναίκα της Ζάκυθος»!... Πρόκειται περί οράματος του έμπειρου στη θέα των αθεάτων και ταυτόχρονα κριτικού οφθαλμού του πολυπικραμένου Ιερομονάχου, ο οποίος, ασχολούμενος συνήθως με «κάτι υπόθεσες ψυχικές», οδηγείται τώρα, να γυρέψει «ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό». Κι όμως, το επιτυγχάνει! Οι ξεσπιτωμένες εξάλλου Μεσολογγίτισσες ζητιανεύουν δίχως πια ίχνος ντροπής από πόρτα σε πόρτα υπέρ του κοινού της πόλης τους αγώνα. Υπάρχουν δυο καίρια (κατ’ εμέ, σπαραχτικά) χωρία μέσα στο σχετικό αινιγματώδες κείμενο, τα οποία προσεγγίζω ανέκαθεν με βουβό λυγμό (δεν ξέρω γιατί) και αξίζει –πιστεύω- να μνημονευθούν εδώ:


[Κεφ. ΙΙΙ]
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά ‘βγουνε και επροσμένανε να βραδιάσει για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες˙
[…………………………………………………………..]
6. Αλλά, όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την <ν>τροπή, ετρέχανε ολημερνίς.


Άλλωστε, ο ίδιος ο Ποιητής διαπιστώνει πικρότατα στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» [στ. 10], ότι 

δεν είν’ εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλή.


Όποιος βρει την ευκαιρία να επισκεφτεί τον κρημνώδη λόφο και ναό του Άι Λύπιου, την ώρα μάλιστα, που «θολώνουνε τα νερά», θα οσμησθεί αναμφίβολα το πέρασμα πριν από λίγια μόλις δευτερόλεπτα του ασκητικού Ήσκιου του προορατικού «εγκατοίκου», θ’ ακούσει ν’ αλυχτάν ή και να βαΐζουν τα διαχρονικά και γνώριμα «ψωρόσκυλα». Θ’ αφουγκρασθεί καταρούσες γερόντισσες «γονατισμένες και ξέπλεκες» επί το έργον, θα ξεδιακρίνει ανέραστες γυναίκες και ήδη γέροντες εφήβους της μοντέρνας φτωχοπροσφυγιάς στο έλεος των όσων αγαθών ή παμπόνηρων εντοπίων. Θα νιώσει οπωσδήποτε μια και δυο φορές την ημέρα «να τρέμει η γη από κάτου από τα πόδια». Θα εισοδεύσει επιτέλους «στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο», στ’ Όνειρο λες, ή στο παρακείμενο έστω σπήλαιο τ’ ανεξερεύνητο, εκεί όπου θα κολάζεται αέναα η κακάσχημη Γυναίκα.


Κι αν η επίσκεψη συμπέσει με Κυριακή του Αντίπασχα (ή, καλύτερα, των άπιστων Θωμάδων) στο Πανηγύρι του Άι Λύπιου, η Λύπη αίφνης καταργείται, διότι ως «λύτρον λύπης» (κατά την ορθόδοξη υμνογραφία) η κοσμοχαρμόσυνη «ημέρα της Λαμπρής» -και μάλιστα «με καθαρώτατον ήλιον»- αποτελεί τον ιαματικό καταλύτη του Επάνω και του Κάτω Κόσμου. Τότε ασφαλώς «ομπροστά στους Αγίους», μες από τις θαμνώδεις των εκκλησιών (κατά την απαράβατη τοπική παράδοση) δάφνες της Ανάστασης, θα μεταλάβει πανευφρόσυνα του ακριβού και αυθεντικού νοήματος της ύπαρξης (Σώματος κι Αίματος Ζωής), ενώ η Γυναίκα, μαζί και ο Λάμπρος ο πολύαθλος, από το αλωμένο ήδη Κράτος του Θανάτου 

Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
ν’ αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο.

(Ο Λάμπρος)

Ο Ελύτης πάντως, ευρισκόμενος προσκυνητής ευλαβικός το 1980 στη Ζάκυνθο, διαρκούντος μάλιστα του «Χριστός Ανέστη» εκείνης της χρονιάς, κατόρθωσε (όπως ο ίδιος δήλωσε τότε) «ν’ αναβαπτισθεί στο πνεύμα του Σολωμού […]» 10 και κατέθεσε, μες από τον «Μικρό Ναυτίλο» του, ένα «στιγμιότυπο» του έκτακτου συγκλονισμού, τον οποίον υπέστη:

«Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα υπόκωφη, παράξενη παρηγορία» 11.

Ο πρώτος (και μοναδικός) σχολιασμός, που μού 'ρχεται στο νου, βιώνοντας τέτοιες επινίκιες προοπτικές, είναι κάποιοι στίχοι από τον ύμνο του Μεγάλου Σαββάτου τον Χερουβικό, που με καθήλωνε ανέκαθεν:
«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω».

Τα πρόσωπα, τα προσωπεία, οι χρονικές διαδοχές, οι διαδρομές και τα τοπία στο σολωμικό corpus (αν βέβαια ιδωθούν μετά από μια δεύτερη μα και τρίτη ανάγνωση) δεν υπόκεινται σε λογικούς συνειρμούς. Ο Διονύσιος, ως όντως Ποιητής, αυτοαναιρείται και αυτοκαθαίρεται. Είναι απρόβλεπτος, ένας, μονήρης και μοναδικός. Εκεί που πονάει, συμπονά, γλυκαίνει κι ευφραίνεται. Εκεί που σατιρίζει και κολάζει, κολάζεται. Εκεί που ανασταίνει, ανασταίνεται. Εκεί που πεθαίνει, ερωτεύεται. Ταυτόχρονα, εξαίρει (εμφυσώντάς τους μάλιστα δημιουργικό λογισμό) την πέτρα, το χορτάρι, το χώμα, το κρίνο, το πουλάκι, τα προβατάκια, το σπειράκι, το σκουληκάκι… Θα ημπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι πρόκειται για μιαν αποθέωση των ταπεινών, των άψυχων και των υποκοριστικών, για μιαν εκτεταμένη επικράτεια των Πραγμάτων στην αρχαϊκή τους αθωότητα. 


Να μια ενδεικτική, όχι ασφαλώς εξαντλητική, ανθολόγηση:


λαλεί το πουλάκι
[…………..]
και βρίσκει σπειράκι

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει

Το σκουληκάκι βρίσκεται ‘ς ώρα γλυκειά κι εκείνο

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι 
(«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»)

Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι – ειρήνη
όλην, όλη την φύσι ακινητούσε,
και μέσα από την έρημη την κλίνη
το αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε˙ 
(«Η σκιά του Ομήρου»)

Τ’ αρνί μόνον ακλούθαε, μπε-μπε, μπε-μπε φωνάζει («Ο θάνατος της ορφανής»)

βούιζε εδώθε η καλαμιά, 'κείθε το κυπαρίσσι («Ο θάνατος του βοσκού»)


δροσάτο αεράκι
μέσα σε ανθότοπο

Όλα την έκραζαν
όλα τ’ αστέρια 
(«Η ψυχούλα») 

Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα
εις την έρμη ακρογιαλιά˙
λες και η θάλασσα κοιμάται
μες στης γης την αγκαλιά 
(«Γαλήνη») 

Δεν άκουες βάδισμα
χαμένου σκύλου˙
πουλιού δεν άκουες
λάλημα, ή χείλου.
ή κλωνοφλίφλισμα
να πνέη τερπνά 
(«Ο Λάμπρος»)


κ’ η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα
σαν περιβόλι ευώδησε κι’ εδέχτηκε όλα τ’ άστρα 
(«Ο Κρητικός»)

Γελάς κι’ εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο («Ο Πόρφυρας»)

Στενός ο τόπος, σκοτεινός, κι’ εβρόντουνε από γέλια 
(«Νικηφόρος Βρυένιος») 

Σαστίζ’ η γη κ’ η θάλασσα κι’ ο ουρανός το τέρας,
το μέγα πολυκάντηλο μεσ’ στο ναό της φύσης,
κι’ αρμόζουν διάφορο το φως χίλιες χιλιάδες άστρα 
(«Carmen Seculare»)

Όλα ετούτα και άλλα τόσα απαρτίζουν την κατ’ εξοχήν ηρωική σολωμική κουστωδία. Οι άλλοι, οι σε πρώτη ανάγνωση διαφαινόμενοι πρωταγωνιστές (οι Μεσολογγίτισσες, ο Σουλιώτης, ο Λάμπρος, η Μαρία, η τρελή μάνα, η Γυναίκα της Ζάκυνθος) στέκονται ουσιαστικά στον αντίποδα του ηρωισμού. Είναι αυτοί που είναι: Κλαίνε, φοβούνται, πενθούν, πολεμούν, τραγουδούν, γελούν, μοιρολογούν, υποψιάζονται, αμαρτάνουν, ελεούν, εγκληματούν, επαίρονται, προσεύχονται, κακιώνουν, ερωτεύονται, χορεύουν, θανατώνονται, ανασταίνονται… Πρόκειται –μ’ έναν λόγο- για σάρκινες και οστέϊνες υπάρξεις, που χαρακτηρίζονται από τη σύμφυτη ροπή στην πτώση, αλλά και την εξαιρετική δυνατότητα της ανόρθωσης. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους με πάθη, απάθειες, εμπάθειες, συμπάθειες, αντιπάθειες…

Γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίσθηκα νωρίτερα, ότι ο Σολωμός είναι απρόβλεπτος. Η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με συχνότερη εποχή στο ποιητικό του Μηνολόγιο τους φωτοειδείς Απρίλιο και Μάιο είναι αυτή, που ωθεί την Ψυχή σε υπερλογικές επιδόσεις. Ο εσώτερος Έρως για τα μικρά και τα παραθεωρημένα, τα ευτελή και δευτερεύοντα, εκρήγνυνται, μόλις απειληθούν κατά τι τ’ αγαπώμενα, εξαναγκάζοντας τον Άνθρωπο ν’ αμυνθεί μέχρις αίματος έναντι των επηρμένων κάθε λογής εναντίων πολιορκητών. Ο μυημένος, εξάλλου, σε «υπόθεσες ψυχικές» Ιερομόναχος χαριτώνεται να ιδεί την οργανική καταβαράθρωση της μυσαρής Γυναίκας, διότι πλέον έχει απροκάλυπτα (σχεδόν αναίσχυντα) κι εξαιτίας της σαλευτεί η ηθική (με όλες τις έννοιες) ισορροπία. Η Ύβρις, ως παρά φύσιν ενέργεια, δεν αντέχεται, γι’ αυτό ακριβώς και η Θεία Δίκη (παρά τη σαφέστατη θεολογική επ’ αυτού διαφοροποίηση) υπερισχύει στο Ποιητικό Δίκαιο, Οι Ποιητές υπολογίζουν διαιώνια στην άνωθεν Δίκη, αποβλέποντας μεσσιανικά σχεδόν σε αυτήν. Αίφνης, αναθυμούμαι τον Νίκο Εγγονόπουλο, ν’ ανακράζει:


«[………]
υ π ά ρ χ ε ι Θ ε ό ς!
όπως του δίκαιου το κάθε τι θε να γενή χαλάλι
ο ανομήσας –μη σας νοιάζη- θα κριθεί
ακούσατε τα λόγια αυτά του ποιητή:
Το άνομο ψωμί δεν ωφελεί
υπάρχει οπωσδήποτε Θεός:
τι κρίμα όμως νάν’ οι ανθρώποι τόσο λίγοι!»
12

Ξαναλέω και υποστηρίζω, ότι ο Σολωμός περιδιαβαίνει ευτυχώς ακόμη το γονικό του νησί, Ένας, Μονήρης και Μοναδικός, παρά τις πολυποίκιλες αλλαγές, που άφευκτα επήλθαν εν τω μεταξύ στον τόπο και στον τρόπο των Ζακυνθίων. Από θέση κυρίαρχη και κατά τρόπον αλλότριο για την πεπερασμένη μας νόηση, εμπνέει πάντα. Δεν θα σταθώ στη μετασολωμική τοπική διανόηση, η οποία ευκαίρως ακαίρως (ή του ύψους ή του βάθους) τον μνημονεύει 13, νοηματοδοτούμενη από την αεί παρουσία του. Θέλω να επιμείνω σε κάποιους (όχι λίγους) απλοϊκούς ποπολάρους, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν, όχι το πού υπάρχει, αλλά τι εστί «σχολείο», μα που, μες από διεργασίες απερινόητες και ακατάληπτες, ένιωσαν τις ίδιες συθέμελες δονήσεις με τον κόντε Διονύσιο, τα αίματά τους αλληλοπεριχωρήθηκαν άγνωστο πώς και πότε, έτσι που παρήγαγαν (ως ανάγκη πλέον αναπνοής) στιχάκια σολωμίζοντα, δίχως ποτέ να υποψιασθούν (είμαι προς τούτο σίγουρος) ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.

Έχω πρόχειρες δυο τέτοιες λανθάνουσες –μα συναρπαστικές- περιπτώσεις λαϊκών στιχοπλόκων, που έζησαν βίο στερημένο και αναπόδραστο, όπως άλλωστε χιλιάδες άλλου ανώνυμοι ποπολάροι των τελών του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα. Το χωριό τους, τέσσερα μόλις χιλιόμετρα απ’ το Σολωμέικο, στη σκιά κυριολεκτικά του Ποιητή, στην αγκαλιά των λόφων. Το θαύμα συντελέστηκε: Ο ίδιος ευοίωνος αέρας, τα ίδια νηφάλια δέντρα, το ίδιο ευεργετικό νερό, ο ίδιος αλάλητος πόνος, οι ίδιοι πόθοι μεθυστικού, ο αυτός ομφάλιος λώρος της Παράδοσης 14 και μάλιστα των δημοτικών τραγουδιών μας, κυοφόρησαν και γέννησαν εντέλει στιχουργήματα της αυτής –τολμώ να πω- έντασης μ’ Εκείνον˙ τον Έναν, τον Μονήρη και Μοναδικό.

Γράφει η Αθηνά Ζαρκάδη 15 με κόκκινο μελάνι (χρώμα του σύντομου και του ακριβούς) σε σχισμένες σελίδες παλιού σχολικού τετραδίου, μ’ εντελώς ανορθόγραφη (τι Σας θυμίζει αυτό;) πλην όλο αυτοπεποίθηση και συναίσθημα γραφή:


α΄
Τυραννισμένε λογισμέ και νου βασανισμένε

β΄
Ο ήλιος αποφάσισε την πόρτα μου ν’ ανοίξει
να έμπει ένα χρυσό πουλί για να μού κελαδήσει
ν’ ανοίξει την καρδούλα μου να με παρηγορήσει.


Ένας άλλος λαϊκός ποιητάρης, ο Π. Κ. 16, που ξόδεψε τη σύντομη ζωή του μέχρι σταγόνας μεταξύ ταβερνείων, κιθάρας, στίχων και κρασιού (τί Σας θυμίζει ετούτο πάλι;) τραγουδούσε, για να ξεχάσει τον πρόωρο χαμό της μάνας των δεκαεπτά παιδιών του:


Ζητάω μνήμα έρημο, ζητώ το θάνατό μου
αφού εσένα έχασα, το δόλιο όνειρό μου.


Τα σχόλια δικά σας. Απλώς υπενθυμίζω: Οι δυο παραπάνω στιχοπλόκοι ποτέ δεν υποψιάστηκαν ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.

Και τώρα, η ώρα του επιλόγου. Που σημαίνει, ότι θα έπρεπε να οδηγηθούμε σε σύνοψη, πόρισμα, κατακλείδα. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση του Σολωμού, φαντάζει αδιανόητο κάτι τέτοιο, διότι γι’ Αυτόν, ό,τι κι αν ψελλίσεις, όσο κι αν επιθυμείς να πείσεις τον εαυτό σου, ότι προσέλαβες τα μηνύματά του, βρίσκεσαι ουσιαστικά σ’ ένα πρώτο πάντα (κατ’ επίφασιν ερμηνευτικό) στάδιο προσέγγισης. Κατά συνέπειαν, πώς να θέσεις σκέψεις επιλογικές στα όποια περί Σολωμού ψαξίματά σου, αφού δεν έχεις ακόμη αρθρώσει λόγον εύρωστο και στέρεο για το μεγαλείο του Ανδρός;


Ταλαίπωρος, λοιπόν, από έναν τέτοιο πειρασμό και λήγοντος του χρόνου ανοχής σας, επιτρέψατέ μου να υπεκφύγω, απευθύνοντάς του κάποια οφειλόμενα φιόρα στίχων (που παρήχθησαν στο περιθώριο της εργασίας αυτής) ως ταπεινό αντί-δωρο για τα εξαίσια δώρα που προσεκόμισε στην Τέχνη, «αναπαρθενεύοντας» (κατά τον Ελύτη 17) τον ποιητικό των Συνελλήνων λόγο. Ταυτόχρονα προσυπογράφουμε ανεπιφύλακτα την εύστοχη και αφοπλιστική εκτίμηση τού παράδοξα απόντος κορυφαίου των ημερών μας διανοητή Δημήτρη Λιαντίνη, ότι δηλαδή «ο Σολωμός […] είναι ο Κανένας που ενίκησε τον Κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ’ όνομα» 18.

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΟ ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ 19

Ο ενικός Απρίλης των Ζακυνθίων
ο αυτόγραφος των λουομένων πληθυντικός
άλλοθι νέο
ελληνάδικο
και γειτονεύεις

Βαγιώνε
κι εσπερίζω στο Ταβερνείο
μ’ Εσέ Νυμφίο Πρώτο
με Διαλόγους
τη βουρλισμένη Μάνα
και τον Κουτούζη

μα πάνω που θολώνεις
κι αποκοιμιέσαι
στις φλέβες του χεριού σου πάνω στην τάβλα
φιλήδονα χαϊδεύω θραύσματα στίχων
σ’ εκειό το χέρι της Ελλάδας

ανάκουστα είδα

σμήνη με κατατρώνε σφήκες ονείρων
με τη σφεντόνα λέξεις με σημαδεύουν
ο Τύφος
ο Τυφώνας σπλαχνίσου με άρα

Ριπές ξανά φωτός
άκου τα σμπάρα

χαράζει Πρώτη Ανάσταση
κι ας αρτυθούμε.

----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

1. Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Παρνασσός 41 (1999) 398-410, κυκλοφόρησε μάλιστα και σε ανάτυπο.
2. Παναγιώτη Καποδίστρια, Ενύπνιο μετά τρούλλου, εκδ. Μπάστα, Αθήνα 1999, σ. 29.
3. Απόσπασμα από την ευχαριστήρια απαντητική μας επιστολή της 31ης Ιουλίου 1998 προς τον Πρόεδρο του Φ. Σ. «Παρνασσός» Καθηγητή (μακαριστό σήμερα) Νικόλαο Λιβαδάρα. Περί αυτού, βλ. Χρήστου Φιλ. Αναγνωστού, Εβδομήντα προσωπογραφίες, Αθήνα 1998, σσ. 33-38.
4. Πρόκειται για την δεκαετία του ’80, ως προς την ποιητική παραγωγή. Βλ. ενδεικτικά, α) Β. Δ. Αναγνωστόπουλου, Μοναχικές αναγνώσεις. Το ιδιωτικό όραμα και η ποίηση˙ Ανθολογία, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1993, σ. 22-24, β) Γ. Στεφανάκι – Ν. Χουρδάκη, 43 ποιητές και 23 χαράκτες της γενιάς του ’80, εκδ. «Νέο Επίπεδο», (Αθήνα 1997), γ) Ηλία Κεφάλα, «Το ιδιωτικό όραμα και η γενιά του 1980. (10 χρόνια μετά)», Περιοδικό Νέο Επίπεδο 26 (1997) 4-6, δ) Αγγελικής Κωσταβάρα, «Η προσδοκία ανανέωσης του ποιητικού λόγου και το ιδιωτικό όραμα», Περιοδικό Ελί-τροχος 16 (1998) 20-31 και ε) Γεωργίας Λαδογιάννη, «Ποίηση και κοινωνικός δεσμός στους ποιητές της γενιάς του 1980», ό.π., σ. 32-51. Περισσότερα στο παραπάνω τεύχος του Ελί-τροχου [ό.π.], όπου και συνομιλία με δεκαεπτά ποιητές.
5. Περιοδικό Υδρία, τεύχ. 16, Πάτρα Μάιος-Ιούνιος 1975.
6. Οδυσσέα Ελύτη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1991), σ. 16 εξ.
7. Παναγιώτη Καποδίστρια, ό.π., σ. 31.
8. Λκ 18, 40.
9. Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, τ. 1, 133 εξ.
10. Βλ. Επτανησιακά Φύλλα 18 (1997) 42.
11. Οδυσσέα Ελύτη, Ο Μικρός Ναυτίλος, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1985), σ. 106. Πρβλ. α) π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Η αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος. (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)», Περιοδικό Τετράμηνα 48 (1992) 3213 (και σε ανάτυπο) και β) Διονύση Σέρρα, «Μετάληψη ζωής Ζακύνθου και Ελύτη», Επτανησιακά Φύλλα 18 (1997) 30-51.
12. Νίκου Εγγονόπουλου, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1978), σ. 20.
13. Πρβλ. Διονύση Σέρρα, Ποιητών αναθήματα στον Διονύσιο Σολωμό, εκδ. Μπάστας-Πλέσσας, (Αθήνα) 1998.
14. Εξαντλητική επί του θέματος εργασία, βλ. την διδακτορική διατριβή, Σπύρου Αλ. Καββαδία, Η λαϊκή ζωή και γλώσσα στο ελληνόγλωσσο έργο του Διονυσίου Σολωμού, εκδ. Περίπλους, (Αθήνα 1987).
15. Περισσότερα, βλ. Παν. Καποδίστρια, «Μια γνήσια ζακυνθινιά [η Αθηνά Ζαρκάδη]», Εφημ. Ελεύθερη Φωνή, Ζάκυνθος 10 Ιανουαρίου 1979, φ. 210, σ. 2.
16. Πρόκειται για τον Παναγιώτη Νικ. Καποδίστρια ή Σοχάδα (1882-1936), παππού του γράφοντος, από το καμπίσιο χωριό Μπανάτο της Ζακύνθου. Τα «στιχάκια» του είναι τα περισσότερα ανέκδοτα μέχρι στιγμής και σώζονται στο Αρχείο μας. Πρβλ. Παν. Καποδίστρια, «Ζακυνθινή λαϊκή ποίηση», Εφημ. Ελεύθερη Φωνή, Ζάκυνθος 15 Απριλίου 1978, φ. 173, σ. 2.
17. «(…) σαν τους μεγάλους σύγχρονους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά, όπως έλεγε ο Σεφέρης για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη, και που ωστόσο –ίσως γι’ αυτό- αναπαρθενεύσανε, από ένα δρόμο απροσδόκητον ο καθένας τους, τον ποιητικό λόγο. Επειδή συμβαίνει κι αυτό καμιά φορά στην ποίηση: ο ανεξοικείωτος να συλλαμβάνει αποτελεσματικότερα τις δυνατότητες που παρέχει ένα τέντωμα της γλώσσας και τις αποτολμά, όταν ο άλλος, ο βαθύς γνώστης, έχει λόγους ν’ αντιστέκεται» [Οδυσσέα Ελύτη, Εν λευκώ, εκδ. Ίκαρος, (Αθήνα 1992), σ. 36].
18. Δημήτρη Λιαντίνη, Γκέμμα, εκδ. Βιβλιογονία, Αθήνα 1997, σ. 101. Πρβλ. Του ίδιου, «Ο Σολωμός ως σωτήρας του μύθου του '21», Επτανησιακά Φύλλα 19 (1998) 231-247 και β) την εξόχως ενδιαφέρουσα ανθολόγηση «αναφορών στον Διον. Σολωμό» του Λιαντίνη, ό.π., σ. 261-270.
19. Το ποίημα «Ο Σολωμός στο Ταβερνείο» δημοσιεύτηκε στην ενότητα υπό τον τίτλο «Στον ίσκιο του Ήσκιου» της ποιητικής συλλογής μας Ενύπνιο μετά τρούλλου, ό.π., σ. 36.


Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ο μετεκλογικός πολιτικός συμβολισμός

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

«Συμβολισμός είναι η τέχνη τού να ανακαλείς βαθμιαία ένα αντικείμενο έτσι ώστε να φανερώσεις μια διάθεση, (που πρέπει να εξαχθεί με μια σειρά αποκρυπτογραφήσεων) ή, αντίστροφα, του να διαλέγεις ένα αντικείμενο και ν΄ αποστάξεις από αυτό μια ψυχική κατάσταση»
(Stéphane Mallarmé, 1891)


Στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε στη Γαλλία ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα από μια ομάδα ποιητών που διαδόθηκε στις εικαστικές τέχνες και στο θέατρο και επηρέασε την ευρωπαϊκή και αμερικανική λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Σκοπός των συμβολιστών ήταν να εκφράσουν προσωπικά βιωματικά συναισθήματα χρησιμοποιώντας με λεπτό και υποβλητικό τρόπο εξαιρετικά συμβολοποιημένη γλώσσα.

Η αλλαγή των προσώπων και των ονομάτων των υπουργείων της νέας Κυβέρνησης που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009 αλλά και οι πρώτες κινήσεις στην εξωτερική πολιτική, στηρίζονται σε συμβολοποιημένη γλώσσα. Τα κλαδιά ελιάς που άφησε ο πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Γ. Παπανδρέου στον τάφο του Ισμαήλ Τζεμ κατά το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό και μάλιστα στην εχθρική Τουρκία, είναι συμβολισμός ειρήνης και καλής γειτονίας. Η παρουσία της Φ. Γεννηματά στο υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης είναι συμβολισμός γιατί ο έντιμος, αείμνηστος πατέρας της ήταν ο ιδρυτής του απαξιωμένου σήμερα Εθνικού Συστήματος Υγείας. Το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Ασφάλισης μετονομάστηκε Υπουργείο Εργασίας, το υπουργείο Εννόμου Τάξεως σε Προστασίας του Πολίτη, το Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, το Δικαιοσύνης σε Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ιδρύθηκε επίσης Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής… Όλα αυτά οφείλονται άραγε σε μια άλλη διάθεση, μια ελπίδα αλλαγής σαν αυτή που ένιωσαν να κυριεύει πολλούς την ημέρα της ορκωμοσίας ή είναι επικοινωνιακά τερτίπια "σοσιαλιστικού" τύπου που σύντομα θα δημιουργήσουν μεγάλη πτώση της «ψυχικής κατάστασης-ευφορίας»;

Κατά τη Γαλλική Επανάσταση υπήρξε έκρηξη νέων ονομάτων του χώρου και του χρόνου για να σηματοδοτηθεί μια νέα εποχή. Συμβολικά άλλαξαν τα ονόματα των χωριών, των γεφυριών, των δρόμων, των πλατειών και τη θέση των ονομάτων των αγίων πήραν ονόματα καρπών, δένδρων, λουλουδιών, ζώων… Άλλαξαν και οι μέρες, οι μήνες κι έγιναν αηδόνια, χήνες , πλάτανοι, φρούτα, χιόνι, ομίχλη… Άντεξαν όμως μερικά χρόνια και καταργήθηκαν αφού και Επανάσταση απέτυχε όπως άλλωστε και όλες οι μεγάλες επαναστάσεις. Έμεινε όμως ανεξίτηλο το άρωμα που φρεσκάρει την αίσθηση της οσμής όταν στρέφουμε το βλέμμα μας στις αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης.

Το όραμα της σημερινής πράσινης ανάπτυξης δε διάλεξε τη γλώσσα του συμβολισμού από το λεξιλόγιο της φύσης που διακατέχεται από ρομαντισμό. Ζούμε την εποχή του ορθολογισμού-τεχνοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί υπουργοί είναι εξωκοινοβουλευτικοί, οι περισσότεροι είναι τεχνοκράτες και δε θα λογοδοτήσουν στο λαό για όσα πρόκειται να πράξουν χωρίζοντας τους κατοίκους αυτής της χώρας στους έχοντες και «αξιοπρεπείς» και στους φτωχούς και περιθωριοποιημένους.

Τα κλαδιά της ελιάς άραγε θα βελτιώσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δίχως την παραχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή θα μαραθούν σύντομα σαν την κουμπαριά του Κώστα Καραμανλή με τον τούρκο Πρωθυπουργό; Πώς θα πληρωθούν πάνω από είκοσι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας στο ΕΣΥ και μάλιστα με αμοιβές που να μην απομακρύνουν τους καλούς επιστήμονες και να τους οδηγούν στο «ιδιωτικό σύστημα υγείας»; Η εργασία είναι αναμφισβήτητο δικαίωμα που σήμερα αγχώνει και συνθλίβει εργαζόμενους, απασχολούμενους και άνεργους. Εννοεί η νέα κυβέρνηση ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας και της υποαπασχόλησης; Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας έγινε Δια Βίου Μάθησης και σηματοδοτεί αφενός την αναγκαιότητα μάθησης, (κατά το «γηράσκω αεί διδασκόμενος» των αρχαίων), και αφετέρου τον παραγκωνισμό της ιδέας του Έθνους (στην εποχή της πολυπολιτισμικότητας) καθώς και των ανθρωπιστικών σπουδών, αφού στόχος είναι η εκμάθηση δεξιοτήτων για παραγωγή έργου σε μια μαζοποιημένη κοινωνία. Οι μαθητές μας σήμερα αποκτούν πολλές γνώσεις που βρίσκονται όμως «ακατάστατες», χωρίς στόχο και πυξίδα. Είναι ικανή η πολιτεία να στοχοποιήσει τη γνώση για την ανάπτυξη του ανθρωπιστικού πολυπολιτισμικού πολιτισμού και της ετερότητας του ελληνισμού ως μια διαφορετική πρόταση της ευζωίας;

Ποιους θα προστατεύει το Υπουργείο Προστασίας και ποιοι έχουν ανθρώπινα δικαιώματα; Θα καταργήσει τις προσωπικές φρουρές των «υψηλά ισταμένων» και θα σέβεται την ετερότητα, τη διαφορετικότητα στο χρώμα, στην ένδυση, στις ιδέες, θα παραχωρηθούν ανθρώπινα δικαιώματα στους μετανάστες; Θα υπάρξει διαφάνεια στις κρατικές οικονομικές συναλλαγές και στο τραπεζικό σύστημα ή θα μιλάμε για τη διαφάνεια των μοντέρνων ανελκυστήρων που εσωκλείουν κι επιδεικνύουν τα μοντελάκια στα ψηλά τζάκια της οικονομίας και της εξουσίας;

Δύσκολες οι απαντήσεις σε μια χώρα όπου οι πολίτες της πιστεύουν ότι πάντα φταίει ο άλλος και ζουν στην ιδιώτευση και την αδράνεια και τη διαπλοκή, που κινείται στα όρια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και που πολλές από τις αποφάσεις λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης.

Για να σταματήσουμε τη διαφαινόμενη κλιματική αλλαγή χρειαζόμαστε μια άλλου είδους ενέργεια που μαζί με την αιολική και τη γεωθερμική απαιτεί την αλλαγή στις νοοτροπίες, τις οικονομικές και τις πολιτικές. Οι πυλώνες της αιολικής ενέργειας τοποθετούνται στης ψηλές κορυφές των βουνών και η ανάβαση για την όποια «αλλαγή» απαιτεί βούληση και αποφασιστικότητα, διαρκή και αυξανόμενη. Θέλει δηλαδή την ανάλογη ψυχική διάθεση-αγωνιστικότητα από το σύνολο των πολιτών. Η αμυδρή ελπίδα στη γλώσσα των πολιτικών μετεκλογικών συμβολισμών μπορεί να σηματοδοτήσει μικρές αλλαγές αφού δεν αποφασίσαμε ρηξικέλευθες επιλογές την Κυριακή της Δημοκρατίας. Και αυτό μπορεί να είναι ένα μικρό σκαλοπάτι στο αγκαθοσπαρμένο μονοπάτι του εξανθρωπισμού μας, αρκεί το συμβολικό χρονικό διάστημα χάριτος των εκατό ημερών να μη γίνει παγιωμένη συναίνεση στην ενδεχόμενη «σοσιαλιστική» ανικανότητα των νέων ηγετών.

Ζάκυνθος 14-10-2009

[ Στη φωτό: Έργο Renato Casaro ]

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ: ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (απόσπασμα)


Αδιάσπαστος κρίκος το Βυζάντιο ανάμεσα στον αρχαίο (στον ελληνιστικό κυρίως ελληνισμό) και στο σύγχρονο, η ιστορία του εξηγεί την ειδοποιό ψυχοσύνθεση των Νεοελλήνων και καθορίζει τη σχέση τους με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια, υπαγορεύοντας, υπόγεια έστω και λάθρα, τη διαχείριση, από την πολιτεία, αλλά και από τους απλούς πολίτες, του «ένδοξου» παρελθόντος. Ξένο βέβαια τελείως το βυζαντινό επίτευγμα από την κυρίαρχη πεποίθηση ότι το Βυζάντιο αποτέλεσε ένα χιλιόχρονο θεοκρατικό σκοταδιστικό σχήμα, πλήρες από ανατολικό δεσποτισμό.

Παρεξηγημένο λοιπόν το Βυζάντιο... Παρεξηγημένο ιδιαίτερα όταν το συγκρίνουν με το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, έστω και αν αναγνωρίζεται έτσι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Παρεξηγημένα τα πνευματικά του ενδιαφέροντα και οι διανοούμενοί του, που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν από τις εκκλησιαστικές τάξεις.

Χαρακτηριστικά θα πω εδώ ότι ενώ η αρχαιοελληνική γλώσσα έδωσε τα ονόματα των επιστημών (και ιδιαίτερα της φιλοσοφίας αλλά και του θεάτρου) καθώς και τους αντικειμένου τους σε όλες σχεδόν τις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, το Βυζάντιο κληροδότησε γλωσσικά στην Ευρώπη όρους που σχετίζονται σχεδόν όλοι με τις ιδεολογίες, με τη θρησκεία και την εκκλησιαστική πρακτική. Αναφέρω ως παράδειγμα τους όρους: ορθοδοξία, καθολικός, κοιμητήριο, αίρεση και αιρετικός, ιεραρχία και εικονοκλάστης, λέξεις που τόσο χρησιμοποιούν οι νέοι της εποχής μας, αυτοί που αρνούνται την όποια αυθεντία.


Σχολαστικισμός και λογιοτατισμός

Σχολαστικισμός, λογιοτατισμός και σκοταδισμός ταυτίζονται σχεδόν σήμερα με τον βυζαντινισμό για να περιγράψουν μια περίπλοκη σκέψη, που αποστασιοποιήθηκε από το αρχαίο ορθολογιστικό πνεύμα και από την ανθρωπιστική ενατένιση της κλασικής παιδείας· θέσεις ακραίες αυτές δηλώνουν πασιφανώς την άγνοια του βυζαντινού κατορθώματος. Λίγοι άλλωστε γνωρίζουν (ακόμη και στην Ελλάδα) τη βαθιά προσήλωση των Βυζαντινών στις ανθρωπιστικές αρχές. Ενδείκνυται νομίζω να θυμίσω εδώ, έστω και εξωθεματικά και παρενθετικά, μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που βεβαιώνουν την αλήθεια των λεγομένων μου.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι η βυζαντινή νομοθεσία απαγορεύει το «μετά βασάνων εξετάζεσθαι» (είμαστε παρασάγγες μακριά από τις συνήθειες της Ιεράς Εξέτασης των Δυτικών) και ότι η περιώνυμη βυζαντινή διπλωματία είχε ως αρχή την εξυπηρέτηση της παγκόσμιας ειρήνης, σύμφωνα με τον τίτλο του «Ειρηνοποιού», τον οποίο έφερε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, αλλά και τη διατήρηση του «status quo» που εγγυόταν την Ρax Romana. «Μολονότι είμαστε βέβαιοι για τη νίκη των όπλων μας, προτιμάμε να συνάψομε ειρήνη, γιατί πιστεύουμε ότι ο νικητής ζει κάκιστα εξαιτίας των δακρύων που χύνουν οι ηττημένοι» (οίμαι τον νενικηκότα κάκιστα ζην εξ ων δακρύουσιν έτεροι). Αυτό υπεστήριξε ο πρέσβης του τροπαιούχου Ιουστινιανού, Ιωάννης Πατρίκιος, εμπρός στον Πέρση βασιλέα Χοσρόη. Αυτή η περί ειρήνης θεωρία και μέριμνα των Βυζαντινών καταγράφεται και στην εσωτερική πολιτική, με την άσκηση της «φιλανθρωπίας» ως της ανωτάτης αυτοκρατορικής αρετής. Αυτή άλλωστε οδήγησε τους Βυζαντινούς στην κατάργηση της έννομης δουλείας ήδη τον 12ο αιώνα. «Ο Θεός μάς αποκαλεί υιούς όλους εμάς και εμείς τολμάμε να υποβιβάζουμε τους αδελφούς μας σε τάξη δούλων», θα γράψει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης στον Μανουήλ Κομνηνό, τον αυτοκράτορα που, καταργώντας τη δουλεία, εγγυήθηκε τις προσωπικές ελευθερίες των Βυζαντινών. Αυτός ο ανθρωπισμός τραυματίστηκε από χριστιανούς το 1204 και πλήγηκε θανάσιμα από μουσουλμάνους το 1453.


Η παγκόσμια δύναμη

Θα πω τώρα, χωρίς αυτό να φανεί παραδοξολογία, ότι νομίζω πως η καινούργια παγκόσμια δύναμη, η Αμερική, αν και έχει για πρότυπο και υπόδειγμά της, όπως λέγεται, την αρχαία Ρώμη, οφείλει την ύπαρξή της στη βυζαντινή ιστορία και στο δραματικό τέλος της. Η πρόθεσή της άλλωστε να διασώσει τις αξίες του πολιτισμένου κόσμου την κάνουν να προσεγγίζει και ιδεολογικά στο Βυζάντιο. Θα αναφέρω λοιπόν βιαστικά ότι η εγκατάσταση των μουσουλμανικών δυνάμεων (Τούρκων αλλά και Μογγόλων, Μαμελούκων κ.ά.) στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Πόντο στέρησε και απέκλεισε τους χριστιανικούς στόλους των Δυτικών (Γενοβέζων, Βενετών κ.ά.) από τους δρόμους της Ασίας, δρόμους του μεταξιού και των μπαχαρικών, που αποτελούσαν τα πολύτιμα είδη (πρώτες ύλες) του διεθνούς τότε διαμετακομιστικού εμπορίου. Η αναζήτηση νέων οδών που θα οδηγούσαν στην Ανατολή, στις Ινδίες, παρακάμπτοντας τα μουσουλμανικά κράτη, αποτελούσε το κύριο μέλημα των χριστιανικών δυνάμεων της τότε Μεσογείου.

Ο πολυπράγμων Χριστόφορος Κολόμβος, Γενοβέζος που έζησε και στη Χίο κατά την εκεί γενοβέζικη κυριαρχία, καπετάνιος με ευρεία ναυτική εμπειρία, ασφαλώς θα γνώριζε τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, τα οποία είχε ήδη μεταφράσει ο Θωμάς Ακινάτης στα μέσα του 14ου αιώνα. Κατά τα Μετεωρολογικά, λοιπόν, η γη είναι «σφαίρα και πάνυ μικρά»· έτσι μπορείς να φτάσεις σε όποιο σημείο της θέλεις, ξεκινώντας είτε από την ανατολή είτε από τη δύση. Την παρατήρηση αυτή ο Αριστοτέλης την έκανε όντας στην Κύπρο, όπου διαπίστωσε, όπως γράφει, ότι οι αστερισμοί στον ουρανό της Κύπρου δεν είχαν την ίδια θέση που είχαν στον ουρανό της Ελλάδας, πράγμα που τον οδήγησε στο συμπέρασμα για τη σφαιρικότητα της γης. Το γεγονός ότι η Αμερική ονομάστηκε άλλωστε πρώτα, όπως είναι γνωστό, «Δυτική Ινδία» δείχνει, αν μη τι άλλο, την πρόθεση αυτών που την ανακάλυψαν το 1492, σαράντα δηλαδή χρόνια μετά την πτώση της Πόλης.

Ακριβώς την ίδια χρονιά οι χριστιανικότατες δυνάμεις της Ισαβέλας της Καθολικής καταλαμβάνουν τη Γρανάδα, σηματοδοτώντας την έξοδο όλων των μουσουλμάνων από τη χριστιανική Ευρώπη. Επίσης διώχνουν τους Εβραίους της Ισπανίας, στην προσπάθειά τους να επιβάλουν την πρώτη συστηματική εθνοκάθαρση που γνωρίζει η Ευρώπη. Πολλοί από τους Εβραίους αυτούς κατέφυγαν στη Μακεδονία και στη Θεσσαλονίκη, όπου οι απόγονοί τους είχαν το τραγικό τέλος που τους επεφύλαξε η «πολιτισμένη» ναζιστική Γερμανία.


Το τέλος του Μεσαίωνα

Λογικά λοιπόν το 1492 περισσότερο ίσως και από το 1453 θεωρείται το τέλος του Μεσαίωνα για όλη την Ευρώπη και η αρχή της Αναγέννησης, που παρά το καλλιτεχνικό θαύμα της Ιταλίας σημαίνει την προοδευτική εγκατάλειψη της Μεσογείου εμπρός στα λιμάνια του Ατλαντικού, λιμάνια που κατακλύζει τώρα ο χρυσός του αμερικανικού Εldorado, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του Νέου Κόσμου και της ιστορίας των μοντέρνων χρόνων.

Παγιδευμένο λοιπόν το Βυζάντιο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση από το τέλος κιόλας του 11ου αιώνα (η μάχη και η συγκλονιστική ήττα στο Μαντζικέρτ το 1071 συμπίπτει με την πτώση του Μπάρι- τελευταία βυζαντινή κτήση στην Ιταλία), το πρώην παγκόσμιο Βυζάντιο ψυχορράγησε το 1204 και εξέπνευσε το 1453, παρασύροντας μαζί με την πτώση τής πρώην παγκόσμιας Νέας Ρώμης και τις δοξασίες και τις προφητείες για την αιωνιότητά της. Μπορεί η μόνη εκτός ισλαμικής κατοχής ορθόδοξη δύναμη, η Ρωσία, να διεκδικήσει τη συνέχειά του (η Μόσχα αυτοαποκαλείται τον 16ο αιώνα με τον τίτλο της Τρίτης Ρώμης), μπορεί οι υπόδουλοι λαοί που βρέθηκαν στη σφαίρα της επιρροής ή στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (ιδιαίτερα βέβαια οι Ελληνες-Ρωμιοί) να τρέφονται στο εξής με ελπίδες, όπως αυτή που εκφράζει το ποντιακό τραγούδι «η Ρωμανία κι αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο», και η πίστη για το θρύλο, τη μελλοντική δηλαδή ανάσταση του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, του τελευταίου Κωνσταντίνου, μπορεί ακόμη ένας τεράστιος σταυρός να περιμένει να αναρτηθεί κάποτε στον τρούλο της Αγιασοφιάς (λέγεται ότι βρισκόταν ως το 1917 στην Οδησσό, περιμένοντας το πλοίο που θα τον έφερνε στην απελευθερωμένη Κωνσταντινούπολη), ένα ωστόσο είναι σίγουρο, ότι η Κωνσταντινούπολη, αν και κατακτήθηκε και από τους Λατίνους το 1204 και από τους Οθωμανούς το 1453, έμεινε πάντα, παρ΄ όλα τα παθήματά της αυτά, αναφορά αίγλης και μεγαλείου. Ετσι ο Μωάμεθ Β΄ θα προτρέψει τα στρατεύματά του να καταλάβουν την «πολυάνθρωπον και μεγάλην πόλιν, βασίλειον των πάλαι ποτέ Ρωμαίων, ες άκρον ευδαιμονίας και τύχης και δόξης ελάσασαν, κεφαλήν γεγενημένην της οικουμένης [απόδειξη αυτό του άλλοτε παγκόσμιου ρόλου της], ής το κλέος», συνεχίζει ο Μωάμεθ, «πάσαν επήλθε την οικουμένην».


Ανεπηρέαστη και αλώβητη

Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο ότι η θέση της Κωνσταντινούπολης, όχι μόνο ως του κόσμου Βασιλεύουσας, αλλά και ως του κατεξοχήν θαυμαστού πολεοδομικού κατορθώματος του Μεσαίωνα, έμεινε ανεπηρέαστη και αλώβητη παρά τις αντιξοότητες της αυτοκρατορίας.

Η Κωνσταντινούπολη φτιάχνει αυτοκράτορες· η πρώην αρχαία Roma mobilis γίνεται στη Νέα Ρώμη Βασιλεύουσα, πάγια εστία αυτοκρατορίας και έδρα αμετακίνητη αυτοκρατόρων, Πόλις νομιμοποιούσα τις αυτοκρατορικές διεκδικήσεις: στο εξής όποιος κατέχει την Κωνσταντινούπολη είναι κύριος της αυτοκρατορίας και συμβολικά του κόσμου. Αυτό γράφει στον Μωάμεθ ο Κριτόβουλος Ιμβριώτης στην αφιερωτήρια επιγραφή της ιστορίας του, όταν τον αποκαλεί «Κύριον Γης και Θαλάσσης» μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ή μάλλον χάρη σ΄ αυτήν.

Και γι' αυτό οι Τούρκοι κατακτητές της θα φέρουν στο εξής ως τίτλο τους το: «Σουλτάνος, Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ασίας, Ευρώπης και των εξής» και θα αναφέρονται (όπως ο Μωάμεθ Β΄ στο γράμμα προς τον δόγη Μοτσενίγο το 1480) στο «κράτος της κοσμοκρατορικής βασιλείας τους». Κληρονομιά λοιπόν η παγκοσμιότητα, που η εξουθενωμένη Κωνσταντινούπολη παρέδωσε ακέραια στους νέους της κυρίους (και που αυτή είχε παραλάβει από την αρχαία Ρώμη), άσχετα όμως τώρα πια από το πρόσωπο του αυτοκράτορα, από την εθνικότητα και από τη θρησκεία του.


Το ζωντανό κατόρθωμα

Η βυζαντινή κληρονομιά,το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»,θα ζήσει μέσα σ΄ αυτόν τον νέο κόσμο ως η αναφορά σε έναν νέο ουμανισμό,τον ανθρωπισμό που μετουσίωσε το αρχαίο μάθημα μπολιάζοντάς το με το χριστιανισμό, αυτό το μάθημα που μετέφεραν στη Δύση οι διανοούμενοι της Κωνσταντινούπολης φεύγοντας, την πνευματική κενότητα του κατακτητή.

Η Εκκλησία θα οικειωθεί το σύμβολο του δικέφαλου αετού (όπως άλλωστε και πολλά ευρωπαϊκά κράτη: Ρωσία, Πολωνία, Αυστροουγγαρία, ως και η Αλβανία),ενώ ο πολύς λαός,υποσυνείδητα σχεδόν, θα περιμένει ακόμη (ιδιαίτερα βέβαια οι Νεοέλληνες) αυτό που «δεν χωρά ανθρώπου νους, να δει και πάλι δηλαδή, στην Πόλη ζωντανούς, τον πετρωμένο βασιλιά και τον Ακρίτη Διγενή».

Αυτή είναι ίσως για τους Νεοέλληνες η πνευματική υποθήκη της παρωχημένης πια αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, σχετικά με αυτές που ονομάζουν «αλησμόνητες πατρίδες», αυτό το τελευταίο κατάλοιπο της Μεγάλης Ιδέας, ενός σθεναρά ριζωμένου ιδεολογήματος, στην καρδιά του μόνο Βαλκάνιου λαού που δεν ελευθέρωσε την κοιτίδα της ύπαρξής του, δηλαδή τη Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη.

Η νεοελληνική πρωτεύουσα Αθήνα, που παρά την αρχαία της δόξα δεν ήταν στο Βυζάντιο παρά ένα ταπεινό πόλισμα, όπως γράφει στο τέλος του 12ου αιώνα ο μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης (ο κακώς λεγόμενος Ακομινάτος), εκδικήθηκε την Κωνσταντινούπολη, που για να υπογραμμίσει το κλέος της ονομάστηκε Νέα Ρώμη, Νέα Ιερουσαλήμ, Νέα Σιών, αλλά ουδέποτε «Νέαι Αθήναι», επωνυμία που ήταν καταδικαστέα λόγω του ειδωλολατρικού μεγαλείου της αρχαίας Αθήνας. Ψυχαναλυτικά σχεδόν η νεοελληνική παράδοση και παιδεία, με την Αθήνα ως αναφορά,αγκιστρώθηκαν στο μεγαλείο της αρχαιότητας, αυτό το παγκόσμια πια αναγνωρισμένο,παραγνωρίζοντας όμως και αγνοώντας ολότελα σχεδόν το έργο του χιλιόχρονου και «ένδοξου», όπως έγραψε ο Καβάφης, βυζαντινισμού. Μένει όμως το βυζαντινό κατόρθωμα ζωντανό σαν θεμέλιο της εθνικής ταυτότητας κάθε Βαλκάνιου, αλλά και σαν ξύπνημα και προσήλωση στις αρχές που στηρίζουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως τα σήμερα. Εννοώ τη χριστιανοσύνη, τη ρωμιοσύνη και την ελληνοσύνη, που αναδεικνύουν ως πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία την αυτοκρατορία του ελληνισμού των μέσων χρόνων.

Διοίκηση ρωμαϊκής έμπνευσης, θρησκεία και εκκλησία χριστιανική, και ελληνόφωνη, ελληνοπρεπής πνευματική κίνηση και διανόηση είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Βυζαντίου· και αυτό ήδη από την αυγή της ύπαρξής του. Από αυτήν την άποψη το Βυζάντιο είναι, όχι μόνο μια βέβαιη ευρωπαϊκή πολιτική ενότητα, αλλά σίγουρα η πρώτη ιστορικά ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, σύμφωνα αυτό με τον πάντα επίκαιρο ορισμό του Ρaul Valéry για τον Ευρωπαίο. Τον μεταφέρω συνοπτικά εδώ: Είναι λοιπόν Ευρωπαίος, κατά τον Valéry, αυτός που υπέστη την επίδραση της ελληνικής ορθολογικής σκέψης,που γνώρισε την εμβέλεια των ρωμαϊκών διοικητικών θεσμών και που ζει σύμφωνα με την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα. Κατά τον Valéry, Ευρώπη είναι εκεί όπου τα ονόματα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Κικέρωνα, του Μωυσή και του Παύλου έχουν σημασία και βαρύτητα. Αυτά σε κείμενο γραμμένο το 1922, πολύ δηλαδή προτού γίνει λόγος για Ευρωπαϊκή Κοινότητα και Ευρωπαϊκή Ενωση, θεσμοί που έχουν κάποτε την ανιστόρητη τάση να θεωρήσουν αρχή της Ευρώπης την καρλομαγνική πολιτεία της Δύσης. Και αυτό γιατί ξέχασαν οι Δυτικοευρωπαίοι ότι το πνεύμα ταξιδεύει και μεταλαμπαδεύει το ζωογόνο μήνυμά του. Η Κωνσταντινούπολη είναι ο μακροχρόνιος σταθμός του, μετά την Αλεξάνδρεια και πριν τη Βενετία. Χάρη στις διάφορες αναγεννήσεις που γνώρισε το χιλιόχρονο Βυζάντιο (του Φώτιου και των Μακεδόνων, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων) διέσωσε τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που οι διανοούμενοί του διέδωσαν στη Δύση. Στα κείμενα αυτά στηρίχθηκε το πνευματικό ξύπνημα της Ευρώπης· άσχετο τώρα αν για λόγους ξένους από την ιστορική αλήθεια,το κατόρθωμα αυτό το καρπούνται οι Άραβες κυρίως της Ισπανίας. Αλλη μια απόδειξη αυτό της παρεξήγησης που βαρύνει το Βυζάντιο, με επακόλουθο την αθέμιτη, αλλά επίμονη προσπάθεια για εξοβελισμό του από την ιστορία της Ευρώπης. Η περιπέτεια του υπό ίδρυση Μουσείου της Ευρώπης μαρτυρεί την αλήθεια των λεγομένων του. Καθήκον των μελετητών της πρώτης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας να αποκαταστήσουν την αξία των βυζαντινών κατορθωμάτων, πολιτικών και πολιτισμικών, στη θέση που τους ανήκει και τους πρέπει. Αυτό και μόνο αποτελεί απλή απόδοση ιστορικής δικαιοσύνης.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Διονύση Σέρρα, ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΑΔΥΤΟ ΜΕ "ΣΩΜΑ ΗΛΙΟΜΑΝΕΣ"

[Περιοδικό ΠΟΡΦΥΡΑΣ 83 (1997) 119-122]

«Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται»
ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ

Οχτώ χρόνια ύστερ’ από την πρώτη –μα διόλου πρωτόλεια- συνθετική και έντονα χρωματική του κόσμου του «Δήθεν υαλογραφία» (Περίπλους, Αθήνα 1989), με ώριμα «κομμάτια» επίμονης ενδοσκαφής και αποκαλυπτικά της υπαρξιακής και υπερβατικής στάσης και τάσης του «σημάδια», και τρία χρόνια μετά τα λυρικά, βαθύχροα, κ’ επιγραμματικά «Φωτοειδή Νερά» του (Υλήεσσα, Ζάκυνθος 1992), ο ποιητής, δοκιμιογράφος, μελετητής και θεολόγος Παναγιώτης Καποδίστριας, εκλεκτός του Κλήρου λειτουργός κ’ εγκάτοικος πιστός του γενέθλιου χώρου του και της ιδανικής και ηδονικής (κι όχι λιγότερο μαρτυρικής) του Λ ό γ ο υ «χώρας», φτάνει καλότυχα κοντά μας με την καλοτυπωμένη συλλογή του «Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει» (Αίολος, Αθήνα 1995, μ’ εκφραστική προμετωπίδα της ζωγράφου Μαρίας Ρουσέα). Μ’ αυτήν, συνδυάζοντας στοιχεία από τις δύο προηγούμενες με νέα υλικά μαστορικά πλασμένα, μας δωρίζει μια συνθετότερη και ωριμότερη γραφή, με ουσία ποιητική από βάθη κ α ι νου κ α ι ψυχής συναγμένη, με λέξεις-εικόνες αυθεντικές και ανθεκτικές από μεταλλεία και «αμμουδιές» της γλώσσας μας εξαίρετα τεχνουργημένες.

Με τέσσερις ποιητικές ενότητες και ένα επιλογικό του (του τίτλου) ποίημα (Δυο Σάββατα ελληνοπρεπή και μια σελήνη εταίρα, Νήψη, Απόψε η κάψα, Εαρινά ελάχιστα, Ο Σπηλαιοκτήτης), που ακολουθούν-σε ισόρροπη μορφική και νοηματική, λίγο-πολύ, αλληλουχία-μια τετράστιχη ομοιοκατάληκτη «Απολογία στον άνεμο» (εν είδει συνοπτικής προοιμιακής εξαγγελίας ή ατομικής ποιητικής αυτοσύστασης), ο Παν. Καποδίστριας συγκροτεί ή συμπληρώνει τον προσωπικό του κόσμο και μύθο, ιχνηλατώντας με προσοχή, ικανότητα, τόλμη και δύναμη περισσή κάθε σχεδόν πτυχή, «γραμμή» και «στιγμή» του ορατού και αόρατου «χώρου» του (του εδώ πολλαπλά προσδιοριζόμενου), εκείνου που τον φέρει μέσα του ως «κτίσμα» μιας γέννας ψυχοσωματικής, μα και εκείνου που εκτείνεται περ’ από τα όρια της σαρκικής «περιοχής» του, εκεί που πια τον λόγο έχει μια «σύλληψη» ονειρική, ανερμήνευτη και θεία.

Έτσι, μιλώντας αψεγάδιαστα διαχρονικά και «πάμφωνα» ελληνικά, μ’ αναγνωρίσιμα ελκυστικά ελυτικής λαλιάς αποτυπώματα και συνοδευτικούς τους τόνους και τους όρους των εκκλησιαστικών αναγνωσμάτων του, σε μια κρυφή και γόνιμη συνομιλία με «σ(χ)ήματα» άπεφθης Τέχνης και Ζωής ερωτικά, πλάθοντας αφομοιωτικά και δημιουργικά τάσαν από γύρη λεπτών φωνημάτων-φανερά ή μυστικά «δανείσματα» με τα πολύσπορα γεννήματά του, ξεκινάει αυτόν τον υπαρξιακής, μεταφυσικής και για τούτο ουσιαστικής θεώρησης, αναγνώρισης και, «άσκησης» του κόσμου του γύρο (ή κύκλο), κλείνοντας από τον πρώτο έως τον ύστερο στίχο του (από την «αφή» της γέννησης και ως τη «θέαση»του μέλλοντος να έρθει Τέλους) όλα τα ευφωνικά μιλήματα μιας ευαισθησίας παρα-μυθιακής, μιας αυτογνωσίας παρα-δειγματικής, μιας «εικονογραφίας» παρα-σημαντικής.

Ξεκινάει και παραμένει σταθερά ενδοσκοπικός και ενδοκοσμικός, ένας από «φύσει και θέσει» ποιητής-στοχαστής «αθώα μιλημένος για τα πράγματα ολόκληρα», στοχεύοντας στο πέρασμα στην άλλη διάσταση της Γ ν ώ σ η ς, σε «διάρκεια αστρική», σε μια ποθητή -μέσω του Λόγου αθανατίζουσα- «του γλαυκού θανάτου ενσάρκωση».

Μεταϋπερρεαλιστικής καταγωγής, ελλειπτικής υφής και χρήσης πολυσύνθετης, υπαινικτικής ή ερμητικής, του νοητικού, λεκτικού και συντακτικού του υλικού και τρόπου, διασταυρώνοντας δρόμους ποιητικής γραφής δοκιμασμένους κ’ ελεγχόμενους, νεότερους ή παλαιότερους μα και προσωπικής «κατασκευής» (ή ανάλογης κατεύθυνσης), αφήνοντας κατά μέρος τις αμφίβολες νεοτερικές «συνταγές», τους όποιους πειραματισμούς ή τις λογοπαικτικές (του πρόσκαιρου εντυπωσιασμού) επινοήσεις, ο π. Παν. Καποδίστριας σμιλεύει κάθε στιχουργικό του ολοκλήρωμα με «νηφάλιες» φωνές και «κινήματα ψυχής» κρυπτικής συχνά ή δυσδιάκριτης χροιάς και «ταυτότητας», ωθώντας ή προ(σ)καλώντας πιο πολύ τον υποψιασμένο και αποφασισμένο αναγνώστη-θεατή των ποιητικών του απεικονίσεων να διεισδύει και ν΄ αποκρυπτογραφήσει την αθέατη-μα όχι σκοτεινή-πλευρά του συμπαντικού μικρόκοσμου του, αν θέλει και να μπορεί να υποστεί, βέβαια, τη δοκιμασία της ά λ λ η ς (της δύσκολης) προσέγγισης και κατάκτησής του, για ν’ αντλήσει σαν κέρδος μοναδικό ό,τι με κάλλος λύτρωσης απορρέει από τέτοια της κορφής ή του βάθους ανέκφραστα θαύματα.

Μνήμες, βιώματα, στοχασμοί, μεταφυσικές αγωνίες ή αναζητήσεις, σκέψεις, αισθήματα, διαπιστώσεις, προβληματισμοί, ερεθίσματα άγρυπνης σάρκας και ψυχής, κεντρίσματα ηδονής και οδύνης από τόπους και πρόσωπα του οικείου ή του ευρύτερου περιβάλλοντός του, από τις στιγμές ή τις δονήσεις ορισμένων άμεσων επαφών και επισκέψεων (με το κάτω από την επιδερμίδα, κυρίως, σώμα), όλα δια-μοιρασμένα ή συλ-λεγμένα μεθοδικά από το έμπειρο και έμπυρο χέρι του όλο «καύμα» Πνοής ποιητή, σ’ αυτήν την αυτο-βασανιστική μα και σωτήρια πορεία του από το ατομικό στο γενικότερο, από το απλό στο πιο σύνθετο, από το ελάχιστο στο μέγιστο, από το καλό προς το Άριστο, από την Αρχή προς το Τέλος. Έτσι, λοιπόν, κάπου πικρά σού «αυξαίνει ένας ολολυγμός, σαν από περιπλάνηση», κάπου σε παρηγορεί η «θωπεία του σαββάτου» ή μια «λανθάνουσα ριπή φωτός ανάμεσα στο μπλε / και στο μη μαύρο», κάπου αφήνεις αξεδίψαστος το «φρέαρ των οδυρμών» και ξεδιψάς εκεί όπου «Η πυροστιά έχει το σχήμα και τη λύπη της αγάπης», ενώ αλλού σκύβεις και παίρνεις άξια και διάφανα «ρινίσματα ουρανού», για να σπείρεις ικετευτικά -καί με δέος– μπρος απ’ την πύλη του Κενού, στοχαστικά ψιθυρίζοντας:

«Σκύψε Θε μου και θαύμασε:
φυτρώνουμε αναπάντεχα κι άλλοι μπροστά κι άλλου πίσω,
συχνά σιωπώντας την οδύνη του μυαλού μας
ή την εντάφια βλάστηση».


Με τούτα (κι όχι μόνο) τα άσπρα και άπειρα της «φύτρας» μας «πενθήματα», με την αλήθεια των παθών και της ανά(σ)τασης στα χείλη της Ανάγκης, με την άσφαλτη γνώση πως «η σαλότης αυτή διέξοδος είναι μόνη των απελπισμένων, των εσωτερικών ανθρώπων» και με τις όποιες πληγές ορίζεται ν’ αγγίζει ή ν’ ανοίγει μέσα του (θεραπεύοντας άλλες) ο ποιητής στην «υπερ-όρια» διαδρομή και θητεία του (δεμένος πάντα με τον κόσμο του), ο π. Παν. Καποδίστριας θα πυροδοτήσει τη νύχτια «κάψα» του π.χ. εκεί, στην ιστορική Μονή Μαχαιρά, σ’ ένα σαν Αποκάλυψης νέας «Τοπίο λίγο ιώδες με αέρια οράματα», όπου άγρια ηχούν «στο έμπα της Λυθράγκωμης φρυάγματα ήλιου». Ή ακόμα εκεί, όπου με κάθυγρης στάχτης φωτοκύτταρα συν-αρμονίζει δοξολογικά τη λυγμική (και γι’ άλλους δηκτική) ελεγεία «του φίλου που σκορπίστηκε» (του συμπατριώτη συνθέτη Δημήτρη Λάγιου, 1949-1991), ερμηνεύοντας ότι «Καλός οιωνός το κλάμα / το χάραγμα του απείρου βαθιά στη σάρκα σου» με αποκρουστική ή μισητή «την αποψινή των αισθήσεων κατάνυξη». Και ακόμα εκεί, όπου λεξίγλυφο στη σελίδα του φωτίζει «Επιτάφιο για τον Γιάννη Ρίτσο», σε μια μυστήρια υπερλογική επαφή με το «Ανέγγιχτο» και στην μ’ επίγνωση αντιθετική -βιβλικής αρχής- αποτροπή του:

«Τώρα που αυξαίνεις και μικραίνω
μη στρέψεις Ποιητή
Στήλες αλάτινες θα μείνουμε».


Μέσα σ’ ένα σκιόφωτο, υποβλητικό και σχεδόν μυσταγωγικό «κλίμα» κατάφασης ή καταξίωσης του ανθρώπινα αληθινού (ή του αληθινά ανθρώπινου) και απομυθοποίησης του πλασματικού, ο ποιητής μάς οδηγεί εκεί όπου «βλέπεις / τα κονίσματα σφαγμένα όλα στο σημείο λατρείας», εκεί όπου γίνεται αλάθητος αναγνώστης και διανομέας ψυχής, με τα ερωτηματικά στο «κέντρο» σου ατέλειωτα και αναπάντητα, εκεί όπου κ’ εσύ μ’ άλλη ανάσα μεταβάλλεσαι σε «κατ’ εικόνα» πλάση του Ωραίου και Αγαθού, αφού

«Έλαβες χώμα
και το 'καμες μικρές τούφες αγάπης
παραμυθία του ποιήματος
αίσθηση του συρμού».


Είναι αυτές οι θαυμαστικές και θαυματουργικές «απολεπίσεις της εικόνας», όταν πέφτοντας (λέξη με λέξη) ένα-ένα τα στολίδια, της πλάνης τα ψιμύθια ή της Λύπης τα χρώματα, αφήνουν να φανεί ολόγυμνη της Στιγμής η αλήθεια, το μεγαλείο του ταπεινού, η χάρη της απλότητας, η δύναμη του ελάχιστου,

«οπότε πια καταλαβαίνεις
πόση έχει σημασία ο ίσκιος της μολόχας
πόση εγκαρτέρηση το στρατόνι των μυρμηγκιών
ή
το πράσινο της υγρασίας στα βορινά πεζούλια».


Κ’ εδώ, στο πάναγνο και ιερό του κόσμου του και του ανθρώπου «απολεπισμένο» γ υ μ ν ό, εδώ που «είναι το στιγμιαίο ετούτο αιχμαλωσία του όλου», ο ποιητής -και μαζί του όποιος τολμά και αντέχει ν’ απαλλαγεί ή να γυμνωθεί από τα μέσα και τα έξω σωρεύματα του ψεύδους και της α γ ν ω σ ί α ς- μπορεί να ευσταθήσει σαν ένας απολιτικός μοναχικός επαναστάτης διακηρύσσοντας προκλητικά και περήφανα:

«Κι όσο το στιγμιαίο ετούτο διαρκεί
θεσμοθετώ την αναρχία των αριθμών και των ονείρων
που καμιά στο εξής δημοκρατία δεν δύναται
να μου την αποτρέψει».


Όσο κι αν καιροφυλακτεί συχνά ο κίνδυνος για πολλούς ποιητές να παρεισφρήσει στο λόγο τους ή πεζολογία, η μεγαλοστομία, η κοινοτοπία και η σαν εξομολόγηση (ή κατάθεση) αντιποιητική έκφραση ιδεών, απόψεων, θέσεων, μηνυμάτων κ.λ.π., χωρίς γοητευτική μετάπλαση της λέξης ή της φράσης, της έμπνευσης ή του αισθήματος σε εικόνα και πρό-ταση ποιητική (με χρήση σωστή της μεταφοράς ή με σύνθεση αντιθετικών και πρωτοτύπων νοηματικών και λεκτικών στοιχείων), ο π. Παν. Καποδίστριας, κάτοχος απ’ την αρχή των μυστικών της τέχνης του, θηρευτής βασανιστικός του ουσιαστικού και του τέλειου, καταθέτης γενναιόδωρος των ακριβών θησαυρισμάτων του (όντας νέος ακόμα) και με πηγαίο και ποικίλο ποιητικό υλικό (παραμένοντας, συνειδητά, ολιγογράφος και αυστηρός με την γραφή του- και γι’ αυτό πολλαπλά κερδισμένος), αποφεύγει τις παγίδες και διατηρεί πάντα παρούσα και ελεητική την Ποίηση (σύμφωνα με τις επιλογές του) και ολοκληρώνει ετούτο το σημαντικό και γερά δομημένο έ ρ γ ο του, με την ίδια επιτυχημένη και αδιάσπαστη ενότητα ύφους, μορφής και περιεχομένου (με κάποια «κομμάτια» σαφώς να ξεχωρίζουν), με την απουσία κάθε περιττού ή αντιποιητικού στοιχείου, με πλούτο λεξιλογικό ευφρόσυνο, έντεχνα επιλεγμένο και πλεγμένο, με περισσή πυκνότητα λόγου αποσταγμένου (που καθιστά συχνά όχι εύκολη, για τον αμύητο, την πρόσβαση στη νοητική του επικράτεια» ή την ολική απόλαυσή του), με μετάδοση γνήσιας αισθητικής συγκίνησης από την πολυεπίπεδη και πρισματική χρήση και σύνθεση γλώσσας και εικόνας.

Η ευρηματικότητα και η δεξιοτεχνία του ποιητή διαπιστώνονται, επίσης, και στα εικοσιπέντε (25) τρίστιχά του («χάι-κου») που απαρτίζουν, σαν κομψά και θαυμαστά μικροτεχνήματα (μ’ αντίστροφο της έκτασής τους βάρος), την τελευταία ενότητα της συλλογής του («Εαρινά ελάχιστα»), με χαρακτηριστικότερα τ’ αφιερωμένα στον μοναχικό «ωδοποιό» Ανδρέα Κάλβο (1792-1869), με του οποίου την ανεικόνιστη μορφή και το επικολυρικό έργο ο Παν. Καποδίστριας είχε και άλλοτε ασχοληθεί (στο μεστό δοκίμιό του «Οφειλόμενα στο νυκτερινό μαθητή του Ομήρου Ανδρέα Κάλβο» (1992) και στη συλλογή του «Φωτοειδή νερά» (1992), πάλι με τρίστιχα-«χάι-κου» και με τον τίτλο «Οκτώ εκδοχές για τον Ανδρέα Κάλβο»). Σ’ αυτόν του χώρου μας «υψιπετή» ομότεχνο προσέρχεται, τολμηρά κ’ ευλαβικά, προσκυνητής «κυκλοδίωκτος» και ο ίδιος, για να κωδικοποιήσει της δικής του ψυχής τα κρυπτογραφήματα:

«Έξω απ’ τον ύπνο
ριγμένα τα σύνορα.
Έλα να βγούμε.

Σφήκες ανάσες
στις φωλιές του προσώπου
οι Δαναΐδες.

Το ποίημα ιδές:
Για τα φρονήματά του
σώμα στην πυρά.

Το θαύμα τρέχει
στις ορμές των δακρύων
αποβρεχάρης.»

Έτσι, τώρα, με τις «οφειλές» του αυτές προς τους χώρους, τις «Σκιές» και τα σώματα που του μίλησαν και τους μίλησε μυστικόπαθα και αναγεννητικά, με την ευεργετική συνέχιση, εδώ, της δύσβατης πορείας του και της εσώτερης ανάβασης στο Δάκρυ που του αναλογεί (χωρίς να τελειώνει), με την επίπονη μα και ωραία ενασχόλησή του μ’ ακριβές «υπόθεσες ψυχικές» (κατά τη σολωμική ρήση) και με θέματα υπαρξιακού και μεταφυσικού προσανατολισμού και χαρακτήρα, ο ποιητής Παν. Καποδίστριας, ικανός «συνωδός» και «συνοδίτης» του Σολωμού, του Κάλβου, του Ελύτη…, ο ρ ι ο θ ε τ ε ί, με το μελάνι-αίμα του σαν από Ήβης σωθικά, τον σαρκωμένο και άσαρκο κόσμο του, χαρτογραφεί με στίγματα-φωνήεντα το ασύνορο «είναι» του (υπερβαίνοντάς το), μες στη (με τη) Σιωπή του σημαδεύεται σε μία αίσιας έκβασης «απόπειρα για εικονισμό και μάχη ακροστιχίδων», ενώ χαράζει μ’ «εαρινά» δωρήματα ψυχο-γραφής τις ατραπούς της λύτρωσής του, τα σκοτεινά τού (κάθε) άδυτου με συλλαβές Ζωής «φωτορραγώντας». Έτσι, ακόμα, ατενίζει και μελετά με διάθεση και σκέψη φιλοσοφική το προκαθορισμένο τ έ λ ο ς, προσωποποιεί και προσωπογραφεί το «πνεύμα» του ερχόμενου Αγνώστου, σε μια συμβολική-σιβυλλική (μα όχι παρα-λογική ή εξωπραγματική) «σπηλαιογράφηση», πλατωνικής και χριστιανικής αρχής και διάστασης, ορίζοντας για το ευλογημένο από τη «Μοίρα» και την Ποίηση «επτάστιχο»-εφτάψυχο κορμί (ως φορέα ομορφιάς και δημιουργίας), ό,τι γιορτινό, φωτεινό και ανώτερο δίκαια και δικαιωματικά τού αρμόζει ή τού πρέπει- στη διάρκεια της μεγάλης προσμονής ή για την άφευκτη στιγμή της τελικής συνάντησής τους, τότε που καταλήγοντας αυτογνωστικά και εξομολογητικά εντέλλεται:

«ότι για να πατάξουμε που ελέγαμε την τάξη
μέτρα μου ένα ένα ως το πλαϊνό σου αέτωμα
κι άσε μετά το σώμα σου
το ηλιομανές
το επτάστιχο
το από πάντα ελεημένο
να πάρει όσα του πρέπουνε

έτσι που να μην τόβρει ο ύπνος αγεωγράφητο
όταν
ο Σπηλαιοκτήτης έρθει».


Αναμφίβολα τούτο το ποιητικό βιβλίο του προικισμένου και σεμνού Παναγιώτη Καποδίστρια συγκροτεί μια καλότυχη «στιγμή» της νεότερης ζακυνθινής (και όχι μόνο) ποίησης και προοιωνίζεται μια, ακόμα πιο επιτυχημένη, συνέχεια προς την ολοκλήρωση της προσωπικής του εκφραστικής δημιουργίας.
Related Posts with Thumbnails