© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Ware: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

[Από το βιβλίο Άνθρωπος και Κοινωνία, Δοκίμια για τη θέση του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο, εκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1991. Μετάφραση Νίκου Χριστοδούλου]

Μια ψυχή φτιαγμένη κατ' εικόνα Θεού είναι πιο πολύτιμη στο Θεό απ' ότι δέκα χιλιάδες κόσμοι με όλα όσα περιέχουν.
Αποφθέγματα Πατέρων της Ερήμου


Το αληθινό θαύμα

«Μίλησέ μας για τις θείες οπτασίες που έχεις», είπε κάποτε ένας μοναχός στον Αββά Παχώμιο (286-346). «Ένας αμαρτωλός σαν εμένα δεν περιμένει να έχει καμμιά οπτασία από το Θεό», απάντησε ο Παχώμιος. «(...) Επίτρεψε μου όμως να σου πω για μια μεγάλη οπτασία. "Αν δεις έναν άγιο και ταπεινό άνθρωπο, αυτό είναι μια μεγάλη οπτασία. Γιατί ποια άλλη μεγαλύτερη οπτασία απ' αύτη μπορεί να υπάρξει: να δεις τον αόρατο Θεό να φανερώνεται στο ναό του, σ' ένα ορατό ανθρώπινο πρόσωπο»;1
Αυτή είναι η ανώτερη οπτασία από όλες, το αληθινό θαύμα: μια ανθρώπινη ύπαρξη φτιαγμένη κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού. «Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθην» (Ψαλμ. 138:14). Στην πνευματική ζωή του καθενός από μας ίσως δεν υπάρχει καθήκον πιο επιτακτικό από αυτό: να ανανεώνουμε το αίσθημα του θαυμασμού και της έκπληξης μπροστά στο θαύμα και το μυστήριο του δικού μας προσώπου. Η λέξη μυστήριον, ιδιαίτερα, χρειάζεται έμφαση. Ποιος είμαι; Τι είμαι; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Γνωρίζω μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του εαυτού μου. Τα όρια του ανθρωπίνου προσώπου είναι απίστευτα πλατειά. Εκτείνονται κατά ύψος και κατά πλάτος στο χώρο και πέρα από το χρόνο, στο ατελεύτητο. Προεκτείνονται μπροστά και πίσω μέσα στο χρόνο και πέρα από το χρόνο, στην αιωνιότητα. Στο βάθος του εαυτού μου κρύβονται ανεξιχνίαστα βάθη πού διαφεύγουν της δικής μου αντίληψης.
Μέσα σ' αυτό το μυστήριο ανθρώπινο πρόσωπο, πού είναι φτιαγμένο κατ' εικόνα του ζώντος Θεού, υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ξεχωριστής σημασίας: ελευθερία, ευχαριστία, κοινωνία και ωρίμανση.

Ελευθερία

Ο Δημιουργός Θεός είναι ελεύθερος: με τον ίδιο τρόπο και τα ανθρώπινα δημιουργήματα πού είναι φτιαγμένα κατ' εικόνα του είναι προικισμένα με ελευθερία. Τί είναι αυτό πού κάνει τα ανθρώπινα οντά να ξεχωρίζουν, με ένα τρόπον πού υπερέχει, από τα άλλα οντά; Πέρα από όλα τα άλλα, είναι η αυτοσυνειδησία, η φωνή της συνείδησης, η δύναμη της ελεύθερης απόφασης, η ικανότητα της ηθικής εκλογής. Ενώ τα άλλα οντά ενεργούν από ένστικτο, το ανθρώπινο ον στέκεται ευσυνείδητα απέναντι του Θεού —στέκεται με πλήρη επίγνωση στο σημείο του καιρόν, στη στιγμή της κρίσης και της ευκαιρίας— και διαλέγει. Ο Θεός κάθε μέρα απευθύνεται στον άνθρωπο λέγοντας του: «Την ζωήν και τον θάνατον δέδωκα προ προσώπου υμών, την ευλογίαν και την κατάραν εκλέξαι...» (Δευτ. 30:19). Μόνο με την άσκηση αυτής της δύναμης, της ελεύθερης εκλογής, ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος πραγματικά.
Πρώτα απ' όλα ο άνθρωπος πρέπει να οριστεί ως ένα ελεύθερο ον. Αυτό το σημείο τονίζεται έντονα από τον Ντοστογιέφσκι στη διήγηση του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στους Αδελφούς Καραμάζωφ. Αυτό που ο Χριστός πρόσφερε στον άνθρωπο, όπως αναγνωρίζει ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είναι ακριβώς το δώρο της ελευθερίας: ο Υιός του Θεού ήρθε για να μας ελευθερώσει (Ιωάν. 8: 36). Αυτή η ελευθερία όμως, στα μάτια του γηραιού καρδιναλίου, είναι πολύ βαρεία, ένα φορτίο δυσβάστακτο για τους ανθρώπους, ένα επικίνδυνο κοφτερό σπαθί, το ανθρώπινο γένος θα ήταν ευτυχέστερο αν του αφαιρούσαν αυτό το δώρο. «Εμείς διορθώσαμε το έργο σου», λέει ο Ιεροεξεταστής στον Ιησού. Από μια σκοπιά έχει δίκιο: η ελευθερία μας πολύ συχνά αποδεικνύεται ένα άσχημο δώρο. Όμως, αν ο άνθρωπος είναι κάτι λιγότερο από ελεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι από άνθρωπος.
Η ζωτική σημασία της ελευθερίας μπορεί να φανεί στην περίπτωση της ευλογημένης Παρθένου Μαρίας, η οποία είναι και ή εικόνα του τί σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος. Στον Ευαγγελισμό, ο Αρχάγγελος δεν επληροφόρησε απλώς την Παναγία για το σχέδιο του Θεού, άλλα περίμενε την ελεύθερη και εθελοντική της απάντηση: «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38). Θα μπορούσε να είχε αρνηθεί. Ο Θεός λαμβάνει την πρωτοβουλία, όμως η εθελοντική συνεργασία της Παναγίας είναι επίσης απαραίτητη. Δεν είναι απλώς ένα παθητικό εργαλείο αλλά ένας ενεργητικός μέτοχος στο έργο της σωτηρίας. Η απάντηση της με κανέναν τρόπο δεν ήταν ένα εκ των προτέρων γνωστό συμπέρασμα¨ σ' αυτή την ελεύθερα δοσμένη απάντηση κρεμόταν ολόκληρο το μέλλον της ανθρώπινης ιστορίας. Σ' έναν κόσμο πού ολοένα γίνεται πιο απάνθρωπος —σ' έναν κόσμο πού φαινομενικά ελέγχεται από τους ψυχαναλυτές, τις στατιστικές και τις μηχανές— ή ανάγκη για Χριστιανούς πού επιμένουν στην ύψιστη αξία της ελευθερίας, είναι άμεση. Σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα, τίποτα δεν είναι πιο αποφασιστικής σημασίας από τις ελεύθερες πράξεις εκλογής πού γίνονται από πρόσωπα προικισμένα με λόγο και συνείδηση. Ως ανθρώπινες υπάρξεις επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον και τις ασυνείδητες διαθέσεις μας, όμως ποτέ δεν υποδουλωνόμαστε τελειωτικά σ' αυτά τα πράγματα. Παραμένουμε ελεύθεροι. Ο Θεός έθεσε τον καθένα από μας σαν βασιλιά πάνω στη γη και του έδωσε εξουσία επί «πάντων των κτηνών» (Γεν. 1:28). Ας μην παραιτούμαστε από αυτή μας τη βασιλική εξουσία από δειλία ή έλλειψη φαντασίας. Εδώ εξάγεται ένα σημαντικό συμπέρασμα. Η ελευθερία δείχνει ότι σαν άνθρωποι είμαστε διάφοροι, ξεχωριστοί. Εφόσον καθένας από μας είναι ελεύθερος, ο καθένας εκφράζει το κατ' εικόνα με το όποιο είναι προικισμένος με το δικό του ή δικό της μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Και ο καθένας, εφόσον είναι μοναδικός, έχει ανεκτίμητη αξία, ο καθένας είναι το τέρμα και ο σκοπός κι όχι το μέσο για κάποιον άλλο σκοπό. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας κάνει να σκεφτόμαστε με τρόπο στερεότυπο, έτσι πού να φαίνεται ότι όλα μετρούνται και κατατάσσονται στατιστικά η «προγραμματίζονται» σ' ένα κομπιούτερ. Ως χριστιανοί ανθρωπιστές έχομε κάθε λόγο να αρνηθούμε μια τέτοια τάση. Είναι καθήκον μας να προσβλέπουμε πάντα πέρα από το επίπεδο της επιπολαιότητας, οπού οι ανθρώπινες υπάρξεις κατατάσσονται σε ομάδες, προς το επίπεδο της γνήσιας προσωπικότητας, οπού κανένας δεν είναι κουραστικός. Το Άγιο Πνεύμα καθιστώντας μας ελεύθερους, κάνει τον καθένα μας διαφορετικό το ίδιο και οι πνευματοφόροι η άγιοι, οι όποιοι αποκαλύπτουν σε μας τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, πάντοτε επιδεικνύουν την άκρα ποικιλία. Δεν είναι η αγιότητα άλλα η αμαρτία πού είναι μονότονη.

Ευχαριστία

Κατ' εικόνα Θεού, προικισμένος με αυτοσυνειδησία και ηθική εκλογή, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σ' αυτόν τον κόσμο κάνοντας του χρήση όπως τα υπόλοιπα οντά. Το ανθρώπινο ον μπορεί επιπλέον να δοξάζει το Θεό, αντιπροσφέροντας τη δημιουργία στο Δημιουργό με ευχαριστία και σ' αυτήν την πράξη της προσφοράς ο καθένας γίνεται πραγματικός άνθρωπος, πραγματικό πρόσωπο. Αυτό είναι το δεύτερο ουσιώδες στοιχείο της ανθρώπινης μας ύπαρξης. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι απλώς ένα ελεύθερο ον αλλά ένα ευχαριστιακό ον. Ο καθένας είναι και βασιλιάς και Ιερέας.
Αυτό το σημείο μπορεί και πάλι να τονιστεί με κάτι από τον Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας, ή μάλλον ο αντί -ήρωας, λέει στις Σημειώσεις από το Υπόγειο:
«Κύριοι, ας υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι βλάκας... Όμως αν δεν είναι βλάκας, είναι τερατωδώς αγνώμων. Είναι αγνώμων μ' ένα τρόπο πρωτοφανή. Ακόμη νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός για τον άνθρωπο είναι: ένα δημιούργημα με δύο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης...
Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προφέρει κατάρες: είναι το προνόμιό του και αυτό κυρίως τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα».

Όλα αυτά είναι αναμφίβολα ορθά για το μεταπτωτικό άνθρωπο, για τον άνθρωπο πού απομακρύνθηκε από το Θεό. Όμως στην περίπτωση του ανθρώπου, όπως αρχικά ο Θεός τον ήθελε να είναι, και όπως λυτρώθηκε εν Χριστώ, αυτές οι θέσεις πρέπει να αντιστραφούν. Ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου, το κύριο χαρακτηριστικό του, αυτό πού τον κάνει να είναι ο εαυτός του, είναι η ευγνωμοσύνη η ευχαριστία. Αυτό πού κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα ζώα, το προνόμιο του σαν ιερέας της κτίσης, είναι να ευλογεί το Θεό και να επικαλείται τη θεία ευλογία για τα άλλα πρόσωπα και πράγματα.
Όπως και πριν, έτσι και τώρα, το παράδειγμα της Θεοτόκου στον Ευαγγελισμό μπορεί να σταθεί το πρότυπο μας. Όταν πήρε το μήνυμα του αρχαγγέλου, απάντησε με μια πράξη ευχαριστίας: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου» (Λουκ. 1:46-7).
Η διάθεσή της είχε τα χαρακτηριστικά της χαράς, της ευχαριστίας, της δοξολογίας.
Αν, λοιπόν, πρόκειται να είμαστε πραγματικά άνθρωποι στην εσωτερική μας ζωή, η προσευχή μας πρέπει να διαπνέεται από το πνεύμα της ευχαριστίας. «Προσευχή είναι η κατάσταση της συνεχούς ευχαριστίας», τονίζει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908). Και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας (7ος αιώνας) σημειώνει:
«Προ πάντων εν τω της ημετέρας δεήσεως χάρτη ευχαριστίαν ειλικρινή κατατάξω μεν εν δευτέρω δε στίχω, εξομολόγησιν και συντριμμόν ψυχής εν αισθήσει' είθ' ούτο) την αίτησιν ημών τω παμβασιλεί γνωρίσω μεν».2
Ευχαριστία, εξομολόγηση, αίτηση — αυτή είναι η βασική σειρά πού πρέπει να ακολουθούμε όταν προσευχόμαστε. Δεν πρέπει να αρχίζουμε εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας. Πριν σκύψουμε προς τα κάτω για να δούμε την εσωτερική μας ασχήμια, πρέπει να υψώσουμε το βλέμμα προς τα έξω και προς τα πάνω για να ατενίσουμε τη δόξα του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον όποιο ο εικοσιτετράωρος λατρευτικός κύκλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας αρχίζει κάθε μέρα με τον εσπερινό οπού διαβάζεται ο ψαλμός 103 πού είναι ένας ύμνος δοξολογίας για τη δημιουργία:
«Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, Κύριε ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα, εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω (...) ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Με παρόμοιο τρόπο αρχίζει και η Θεία Λειτουργία, όχι με μια πράξη εξομολόγησης αλλά με μια προκήρυξη για τη δόξα του Θεού: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...». Ως ο περιούσιος λαός του Θεού, αρχίζουμε πρώτα-πρώτα ευλογώντας αυτόν για τη χαρά της Βασιλείας του.

Κοινωνία

Πέρα από το ότι είμαστε ελεύθερα οντά και ευχαριστιακά οντά, ο άνθρωπος είναι επίσης κοινωνικό ον. Αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό του στοιχείο. Είναι, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Αριστοτέλη, ένα «πολιτικό ζώο», γιατί όντως πραγματώνει τον εαυτό του, γίνεται όντως άνθρωπος, εφόσον ζει σε μια πόλη, σ' ένα κοινωνικά οργανωμένο χώρο. Ακόμη και οι ερημίτες πρέπει να προετοιμάσουν τον εαυτό τους για τη μόνωση αφού ζήσουν αρχικά στην κοινοτική ζωή μιας μοναχικής αδελφότητας. Ο άνθρωπος είναι διαλογικός. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του John Macmurray
«δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος μέχρι που να βρεθούν δύο τουλάχιστον σε κοινωνία».
«Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν» (Γεν. 1:26). Αυτό το «ποιήσωμεν άνθρωπον», όπως παρατηρούν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, δείχνει ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους.3 Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα της Αγίας Τριάδος — δηλαδή σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, πού δεν είναι απλώς Ένας, αλλά ένας εν τρισίν υποστάσεσι. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να πραγματώσει τον εαυτό του καθ' ομοίωσιν Θεού, σε κοινότητα ή κοινωνία. Όπως ακριβώς ο Θεός δεν είναι μια απομονωμένη μονάδα, αλλά μια ένωση τριών προσώπων πού αλληλοπεριχωρούνται μέσω μιας ακατάπαυστης αμοιβαίας αγάπης, έτσι και ο άνθρωπος, πραγματώνει πλήρως τον εαυτό του —γίνεται ολοκληρωμένος άνθρωπος σύμφωνα με τη θεία εικόνα— μόνο όταν ζει μέσα στους άλλους και για τους άλλους. Γίνεται άνθρωπος όταν ξέρει να μοιράζεται.
Ο Ντοστογιέφσκι μάς προσφέρει ακόμη μια πετυχημένη εικόνα αυτής της πραγματικότητας. Στους Αδελφούς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μια λαϊκή ιστορία πού άκουσε κάποτε, σχετικά με μια ηλικιωμένη γυναίκα πού δεν έζησε σωστά και μετά θάνατο βρέθηκε σε μια λίμνη από φωτιά. Ο φύλακας Άγγελος της προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει. Η μόνη καλή πράξη όμως που θυμόταν ότι έκανε αυτή η γυναίκα όταν ζούσε, ήταν πού είχε δώσει κάποτε από τον κήπο της ένα κρεμμύδι, σε μια ζητιάνα. Πήρε λοιπόν ο άγγελος το κρεμμύδι, είπε στη γυναίκα να πιαστεί απ' αυτό κι άρχισε να την τραβά έξω από τη λίμνη. Μέσα στη λίμνη όμως δεν ήταν μόνη της. Όταν οι άλλοι είδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω και κρεμάστηκαν πάνω της με την ελπίδα να συρθούν κι αυτοί έξω μαζί της. Τότε όμως η γυναίκα, με τρόμο και αγανάκτηση, άρχισε να τους κλοτσά. «Αφήστε με», φώναξε. «Εμένα τραβά έξω, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμύδι, όχι δικό σας». Τη στιγμή που το είπε αυτό, το κρεμμύδι έσπασε στα δύο και η γυναίκα έπεσε πίσω, μέσα στη λίμνη. Και εκεί μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.
Εάν η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε μόνο «αυτό είναι το κρεμμύδι μας», δεν θα αποδεικνυόταν άραγε αρκετά δυνατό για να τους τραβήξει όλους έξω από τη φωτιά; Μόλις όμως είπε «είναι δικό μου, όχι δικό σας», έγινε κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Με το να αρνηθεί το μοίρασμα, αρνήθηκε την προσωπικότητα της. Ο γνήσιος άνθρωπος, πιστός στην εικόνα της τρισυπόστατης Θεότητας, είναι αυτός πού πάντοτε λέει όχι «εγώ», αλλά «εμείς», όχι «δικό μου άλλα «δικό μας». Η προσευχή πού ο Υιός του Θεού μας δίδαξε αρχίζει με το «Πάτερ ημών» κι όχι «Πάτερ μου». Αυτό που έκανε την πρώτη αποστολική κοινότητα των Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα να ξεχωρίσει, ήταν ακριβώς η πράξη της μοιρασιάς. «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς (...) πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Πράξ. 2:42-4). Ως Χριστιανοί δεκαεννιά αιώνες αργότερα, πόσο απεγνωσμένα χρειαζόμαστε να ανακτήσουμε αυτή την αίσθηση της κοινωνίας, να ξαναμάθουμε πώς να μοιραζόμαστε το κρεμμύδι.
Το πρότυπό μας σ' αυτό το μοίρασμα είναι και πάλι η Παναγία. Όταν δέχθηκε το μήνυμα του Ευαγγελισμού, η άμεση αντίδρασή της ήταν να πορευθεί «εις την ορεινήν μετά σπουδής» για να μοιραστεί την καλήν είδηση με την εξαδέλφη της Ελισάβετ (Λουκ. 1:39-40). Με σπουδή και αίσθημα βιασύνης: ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει τη χαρά για τον εαυτό της.
Όπως δείχνει η παραβολή των προβάτων και των εριφίων (Ματθ. 25:31-46), το κριτήριο της θείας κρίσης στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεν θα είναι οι εσωτερικές μου σκέψεις και τα αισθήματα, οι θειες οπτασίες και οι εκστάσεις μου. Ούτε θα ερωτηθώ για τη μοναχική μου άσκηση, τις νηστείες και τις μετάνοιες. Θα μου ζητηθεί όμως να πω αν έδωσα τροφή στους πεινασμένους, αν επισκέφθηκα τους φυλακισμένους και τους άρρωστους, αν φιλοξένησα τους ξένους. Γι' αυτά όλα θα ερωτηθώ. Με άλλα λόγια, πώς ήσαν οι σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους; Ήξερα να μοιράζομαι; Ήμουν απλώς ένα άτομο, κλεισμένο στον εαυτό μου; Η ήμουν ένα αυθεντικό πρόσωπο πού ζούσα σε κοινωνία με τους άλλους; Δεν είναι συμπτωματικό ποy η λέξη πρόσωπο σημαίνει επίσης και «όψη». Είμαι ένα ζωντανό πρόσωπο, πού ξεχωρίζω από τα άλλα, μόνο όταν στέκω απέναντι τους, τα αντικρίζω, τα κοιτάζω μέσα στα μάτια και αυτά κοιτάζουν έμενα. Το Άγιο Πνεύμα πού κατοικεί μέσα στην καρδιά μας είναι Πνεύμα κοινωνίας: κάνοντας μας διαφορετικούς, μας κάνει όλους ένα.
Ζώντας σε μια κοινωνία πού μεγαλώνει ολοένα πιο ψυχρά και αδιάφορα, είναι χριστιανικό μας καθήκον να επαναβεβαιώσουμε το νόημα της προσωπικής κοινωνίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις μηχανές να κυριαρχήσουν. Υπάρχει μια ιστορία ενός ανθρώπου που πήγε να δει έναν ψυχίατρο. «Βρήκα σαν πιο εύκολο τρόπο για να συγκεντρώνομαι», είπε ό ψυχίατρος, «το να μη σε κοιτάζω στο πρόσωπο. Γι' αυτό ξάπλωσε στον καναπέ και εγώ θα καθήσω στη γωνιά, πίσω από την κουρτίνα». Αφού πέρασε λίγη ώρα ο άνθρωπος παραξενεύθηκε γιατί επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία πίσω από την κουρτίνα. Περπάτησε στις άκρες των ποδιών του ως τη γωνιά και κοίταξε προσεκτικά πίσω από την κουρτίνα. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Είδε μια καρέκλα και πίσω της μια πόρτα όμως πουθενά ο ψυχίατρος. Στην καρέκλα υπήρχε ένα κασετόφωνο. Ο άνθρωπος δεν τα έχασε. Είχε πει την ιστορία του πολλές φορές σε διαφορετικούς ψυχίατρους και την είχε γραμμένη σε κασέττα. Πήρε λοιπόν ένα κασετόφωνο από την τσάντα του, έβαλε μέσα την κασέτα, το άφησε στον καναπέ και το έβαλε σε λειτουργία. Ύστερα κατέβηκε κάτω για να πάρει ένα καφέ. Στην καφετερία όμως συνάντησε τον ψυχίατρο πού επίσης έπαιρνε τον καφέ του. Ο άνθρωπος κάθησε στο ίδιο τραπέζι μαζί του. «Πρόσεξε», διαμαρτυρήθηκε ο ψυχίατρος, «δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ, όφειλες να μείνεις πάνω, ξαπλωμένος στον καναπέ, να λες την Ιστορία σου». «Πολύ σωστά», απάντησε ο άνθρωπος.
«Το δικό μου κασετόφωνο μιλά στο δικό σου».
Ως Χριστιανοί βρισκόμαστε εδώ για να επιβεβαιώσουμε τη μεγάλη αξία της άμεσης επικοινωνίας και συνάντησης — Όχι μηχανή προς μηχανή, αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο, ενώπιος ενωπίω.

Ωρίμανση

Τέτοιο είναι το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο: ελεύθερο, ευχαριστιακό, κοινωνικό — αυτό πού, σύμφωνα με το παράδειγμα του στάρετς Ζωσιμά του Ντοστογιέφσκι, καθιστά τον εαυτό του «υπεύθυνο για όλους και για όλα». Σ' αυτά τα τρία χαρακτηριστικά πρέπει να προστεθεί και ένα τέταρτο: η ωρίμανση, η πορεία προς τα εμπρός, η συνεχής πρόοδος. «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού έσμεν, και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα» (Α' Ιωάν. 3:2). Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι στατικό ή στάσιμο, αλλά είναι δυναμικό. Είναι ένας οδοιπόρος, ένας ταξιδευτής —Αυτή η δυναμική όψη της ανθρώπινης προσωπικότητας συχνά εκδηλώνεται κάνοντας μια διάκριση μεταξύ της εικόνας και της ομοίωσης του Θεού. Ο συγγραφέας της Γεν. 1:26, όταν έγραψε τις λέξεις «κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν», πιθανόν δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει αντίθεση μεταξύ των δύο όρων. Απλώς εκατανοούντο ως δύο παράλληλοι. Οι Έλληνες όμως Πατέρες —ιδιαίτερα ο Αγ. Ειρηναίος, ο Ωριγένης, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός4— τους ερμηνεύουν ως να έχουν διαφορετικό νόημα. Η εικόνα, σύμφωνα με τη δική τους εξήγηση, δηλώνει αυτό πού ο άνθρωπος κατέχει από την αρχή και το όποιο, παρά την Πτώση, ποτέ δεν χάθηκε εντελώς. Η «ομοίωση» δηλώνει τον έσχατο σκοπό μας, την πληρότητα του αγιασμού και της ζωής εν Θεώ, τη θέωση. Εικόνα είναι τα αρχικά χαρίσματα πού δόθηκαν στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία, ομοίωση ο τελικός σκοπός πού πρέπει να εκπληρωθεί μέσω της ορθής χρήσης της ελευθερίας, με τη χάρη πάντοτε του θεού. Εικόνα είναι ή δυνατότητα για πραγματοποίηση της ομοίωσης, ή αφετηρία και το τέρμα. Η Εικόνα δεν είναι ποτέ αυτάρκης, πάντοτε κοιτά προς τα εμπρός, κατευθύνεται πάντα προς την ομοίωση για να εκπληρωθεί. Ο άνθρωπος ταξιδευτής, ο homο viator, σε όλη του τη ζωή βρίσκεται σ' ένα ταξίδι από την εικόνα στην ομοίωση.
Οι χριστιανοί συγγραφείς συχνά μίλησαν για το «πρωτόκτιστον κάλλος» του ανθρωπίνου γένους στον Παράδεισο. Ο Αδάμ κατά τη δημιουργία του, με μια τέτοια θεώρηση, προικίστηκε με όλο το πλήρωμα της αγιότητας και της γνώσεως. Για μας σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθούμε τί σημαίνει αυτό. Είναι λοιπόν σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο μοναδικός τρόπος πού εξετάζεται η προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου στη χριστιανική παράδοση. Υπάρχει ακόμη μια προσέγγιση πού βρίσκεται σε συγγραφείς του δευτέρου αιώνα, όπως για παράδειγμα οι Θεόφιλος Αντιοχείας και Ειρηναίος, και η οποία προσαρμόζεται πολύ καλύτερα στη δυναμική διάκριση πού κάναμε μεταξύ εικόνας και ομοίωσης. Ο άνθρωπος στην πρώτη δημιουργία, εισηγούνται αυτοί οι συγγραφείς, ήταν σαν νήπιο — τέλειος όχι τόσο ενεργεία όσο δυνάμει. Δεν ήταν προικισμένος με την πληρότητα της σοφίας και της δικαιοσύνης αλλά βρισκόταν απλώς σε μια κατάσταση απλότητας και αθωότητας. «Ήταν ένα παιδί πού δεν είχε ακόμη αναπτυγμένη τέλεια την αντίληψη του», σημειώνει ο Ειρηναίος. «Απαραίτητα έπρεπε να ωριμάσει και να φτάσει στην τελειότητα».5 Ο Δημιουργός Θεός έβαλε τα πόδια του Αδάμ στο σωστό δρόμο, όμως ο Αδάμ είχε μπροστά του πολλή απόσταση να διανύσει ώσπου να φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του. Ο homο viator δεν ταξιδεύει σ' ένα κλειστό κύκλο αλλά κατά μήκος μιας γραμμής πού οδηγεί προς τα πάνω.
Αυτό το σημείο δικαιώνεται αν δοθεί η πραγματική βαρύτητα στην Ενσάρκωση του Χριστού. Λαμβάνοντας τη δική μας ανθρώπινη φύση στη δική του κατά την ενσάρκωση και «θεώνοντάς» την κατά τη Μεταμόρφωση, Ανάσταση και Ανάληψη, ο Λόγος εισήγαγε στην ανθρωπότητα ένα νέο στοιχείο, μια πιο πλήρη διάσταση πού δεν υπήρχε σ' αυτήν από την αρχή. Δεν αποκατάστησε απλώς την εικόνα αλλά χάρισε στο καθ' ομοίωση πλατύτερες δυνατότητες. Το τέλος αξίζει περισσότερο από την αρχή εσχατολογία δεν είναι απλώς αρχαιολογία. Όμως όλα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με το Βίο του Μωυσέως του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (330-395), η πορεία του άνθρωπου προς τα εμπρός και η συνεχής ωρίμανσή του — ο Γρηγόριος την αποκαλεί επέκταση, που σημαίνει την κίνηση εις το πέραν, πέρα απ' αυτό πού βρίσκεται μπροστά (ίδε Φιλ. 3:13) — θα συνεχιστεί αδιάκοπα όχι μόνο σ' αυτή τη ζωή άλλα και στην άλλη, στην αιωνιότητα. Όχι μόνο στη γη, άλλ' εξ 'ίσου στον ουρανό, η ωρίμανση είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης μας προσωπικότητας. Αφού ο θεός είναι ατελεύτητος, πιστεύει ο Γρηγόριος, η σεσωσμένη ανθρώπινη φύση δεν θα πάψει ποτέ να μετέχει έτι και έτι πληρέστερον στην απέραντη δόξα και αγάπη του Θεού. Η γνώση μας γι' αυτόν, ενώ συνέχεια αυξάνεται ποτέ δεν θα εξαντληθεί. Η ουσία της τελειότητας συνίσταται παραδόξως στο γεγονός ότι ποτέ δεν γινόμαστε τέλειοι αλλά συνεχίζουμε να μεταμορφωνόμαστε από «δόξης εις δόξαν» (Β' Κορ. 3:18). Όπως γράφει ο Jean Danieloou, «κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή, και κάθε άφιξη είναι μοναχά μια νέα αναχώρηση».6 Κάθε σύνορο, στη σκέψη του Γρηγορίου, προϋποθέτει ένα πέραν κάθε περιορισμός συνεπάγεται ότι ο ίδιος είναι πεπερασμένος.7 Η αιωνιότητα όπως και η ιστορία δεν είναι ένας κύκλος αλλά μια πορεία προς τα πάνω. Δεν είναι ένα γεωμετρικό σημείο αλλά μια ελικοειδής άνοδος.
Αυτό λοιπόν σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος: να εκλέγεις, να ευχαριστείς, να μοιράζεσαι, να ωριμάζεις. Gloria enim Dei vivens homo, βεβαιώνει ο Άγιος Ειρηναίος: «Η δόξα του Θεού είναι ο ζωντανός άνθρωπος».8 Ας αγωνιστούμε να κάνουμε αυτή τη δόξα ολοένα και πιο εμφανή στον εαυτό μας. Ας γίνουμε περισσότερο όμοιοι του Θεού με το να γινόμαστε ακόμη περισσότερο άνθρωποι.


Σημειώσεις:

1. Βίος του Αγίου Παχωμίου 18, έκδ. Halkin, σσ. 30-31.
2. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Βαθμίδα 28, P.G. 88, 1132A
3. Αυτή η ερμηνεία ξεκινά ήδη από τον 2ο αιώνα. Πρβλ. Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, ΙΙ18· ιδέ επίσης Επιστολή του Βαρνάβα, V.5, VI.12· Ιουστίνου Μάρτυρος, Διάλογος προς Τρύφωνα, 1 XII.2.
4. Ιδέ Ειρηναίου, Κατά των αιρέσεων, V.i.3 και V.vi.1· Ωριγένους, Περί Αρχών, ΙΙΙ.vi.1· Μαξίμου, Περί Αγάπης, iii.25· Θεολογικά Κεφάλαια, i.13· Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί Ορθοδόξου Πίστεως, ii.12. Η διάκριση επίσης βρίσκεται στους Κλήμη Αλεξανδρείας, Μεθόδιο, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ιωάννη Χρυσόστομο και Διάδοχο Φωτικής. Σε άλλους όμως Πατέρες, όπως τους Ιππόλυτο, Αθανάσιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Θεόδωρο Μοψουεστίας και Θεοδώρητο Κύρου, η διάκριση είτε απορρίπτεται είτε δεν εξετάζεται με καθαρό και συγκεκριμένο τρόπο.
5. Επεξήγησις Αποστολικού Κηρύγματος, 12· πρβλ. Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον, ii.24 και 27.
6. J. Danielou και H. Musurillo, From Glory to Glory: Texts from Gregory of Nyssa’s Mystical Writtings, London 1962, σελ. 69.
7. Εις το Άσμα Ασμάτων, P.G. 44, 1024 BCD.
8. Κατά των αιρέσεων, IV.xx[xxxiv].7.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΑΠΟΤΟΜΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ (διήγημα)

Ταξίδεψα με τα φτερά του εθνικού αερομεταφορέα στο μεγάλο ταξίδι της ενηλικίωσής μου. Μ' ελάχιστο συνάλλαγμα και την ευχή των δικών μου απογειώθηκα και ύστερα από λίγες ώρες προσγειώθηκα στον προορισμό μου. Έφυγα από τον ήλιο και στάθηκα μόνος σε μια πολιτεία, που εκτός από πανωφόρι, απαιτούσε και στέγη για την ατέλειωτη νύχτα που θα ακολουθούσε. Ο θεός των Ελλήνων ήταν όμως μαζί μου και έτσι το θάρρος υπήρχε ακέραιο και φυσικά αρωγός στο πέρασμα από τον έλεγχο των διαβατηρίων στον δρόμο που μου έδειχνε ο φίλος από την Κύπρο.


Πήραμε το μετρό και κάποτε φτάσαμε στο σπίτι της κυρά Μαρίας από τα Κατεχόμενα. Τρίτος όροφος στη σοφίτα, μ' εκείνο το παράθυρο να κοιτάζει όλο το βόρειο τμήμα της πόλης. Ενθουσιάστηκα κι έπεσα σ' ένα πολύωρο όνειρο, που μου στοίχισε όμως. Το επόμενο πρωινό κοίταξα γύρω μου και τίποτα δεν ήταν γνώριμο. Μόνος σ' ένα σπίτι να ψάχνω για την τουαλέτα. Την βρήκα έγκαιρα και, πάνω που αποφάσισα να οργανώσω τη σκέψη μου στο θρόνο της περισυλλογής, μια ξένη γλώσσα μ' επανάφερε στην πραγματικότητα. Έπρεπε να βιαστώ. Ο χώρος ήταν κοινόχρηστος και όπως όλο το σπίτι, τον μοιραζόμουνα με άλλους πέντε. Βγήκα. Καλημέρισα στη γλώσσα του τόπου - δέχθηκα χαμόγελο - ανταπέδωσα και με ψηλά το κεφάλι αναζήτησα την κουζίνα. Εύκολο. Ακολούθησα τη μυρουδιά από φασόλια και ψημένο μπέικον. Ένα πιάτο τεράστιο με υποδέχθηκε στο τραπέζι. Δίπλα άχνιζε καφές φίλτρου και στο ψυγείο υπήρχαν μπόλικα καλούδια. Είπα για μένα είναι, μα κάτι με φύλαξε και δεν ακούμπησα. Στο λεπτό ο ίδιος άνθρωπος, που μου περιόρισε την πρωινή μου περιποίηση, εμφανίστηκε και, αφού με ευγένεια με παράκαμψε, καταβρόχθισε όλη την ομορφιά. Ήπιε και τον καφέ μονορούφι και με την διεθνή λέξη της απόλυτης χώνεψης έφυγε από την κουζίνα με κέφι. Μόνος ξανά. Κάθισα και κοίταγα τη βρύση. Λες να πίνεται το νερό; Αναρωτιόμουνα. Το ρίσκαρα. Περίμενα λίγο και όταν βεβαιώθηκα για τα ευεργετικά του αποτελέσματα αποφάσισα να βγω στον κόσμο.

Ήταν μια κατηφόρα που οδηγούσε σε μια κεντρική λεωφόρο. Ένας ντόπιος κάτι μου έλεγε και με νοήματα κατάλαβα ότι ήθελε κέρματα. Είχα κάτι στη τσέπη μου και είπα ότι μάλλον δεν τα χρειάζομαι. Τα πήρε και μου μίλησε για το θεό και τότε θυμήθηκα ότι είχα μια σύσταση. Μπήκα στο θάλαμο και τηλεφώνησα. Μετά από δυο - τρεις άκαρπες προσπάθειες ανακάλυψα τον τρόπο κλήσης και μια φωνή με καλημέριζε στα ελληνικά. Αισθάνθηκα ανακουφισμένος. Υπήρχε ασφάλεια.
- Μου έδωσε τη σύστασή σας ο κοινός φίλος και συμφοιτητής από την Πελοπόννησο, είπα με ελπίδα.
- Μάλιστα, μια ευγενέστατη φωνή μού απάντησε. Και πώς θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος; είπε.
- Να έρθω να σας δω. Ξέρετε, ψάχνω για δουλειά. Ό,τι κι αν είναι.

Την άλλη μέρα όλο ενθουσιασμό ταξίδεψα κάμποσο με τα τρένα για τον παράδεισο. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έφτασα γύρω στις δώδεκα. Δεν πρόλαβα την Κυριακή λειτουργία και λυπήθηκα γι' αυτό. Μπήκα στην εκκλησία και θυμήθηκα την πατρίδα μου. Προσκύνησα κιι έπειτα ρώτησα ένα παιδάκι να μου πει πού είναι ο ιερέας.
- Μπαμπά, ένα κορίτσι σε ζητάει, φώναξε αυτό και με αγωνία τσιμπήθηκα μήπως και μεταλλάχθηκα στη διαδρομή. Δεν πρόλαβα να το πολυσκεφτώ κι ένας ιεροπρεπέστατος νεαρός κληρικός εμφανίστηκε.
- Σας είχα πάρει τηλέφωνο, του είπα.
Ασπάστηκα την δεξιά, με οδήγησε έξω στον περίβολο και δίπλα σε μια ψησταριά όπου κάμποσες σεφταλιές ψήνονταν. Απ' ό,τι κατάλαβα, μετά την εκκλησία οι ομοεθνείς τρώνε όλοι μαζί. «Λαμπρά», σκέφτηκα και το σάλιο μου έκανε το γύρο του θανάτου. Θα λιποθυμούσα. Κρατήθηκα από την καρέκλα και συνέχισα να αντικρίζω την επαφή μου.

Αφού με ρώτησε για την πατρίδα, για τον κοινό γνωστό, για τη σχολή που σπουδάσαμε, για την αιτία του ταξιδιού μου και προσπάθησα να απαντήσω με το ένα μάτι μου καρφωμένο στις πίτες που θα άρπαζαν, απέτρεψα τον μικρό, που με αγένεια προσπαθούσε να μου τραβήξει τα μαλλιά. Ο πατέρας του το μάζεψε προς στιγμήν και κείνο το ευλογημένο χοροπηδώντας επέμενε ότι είμαι κορίτσι. Μα εμένα δεν μ' ένοιαζε περισσότερο από το να μην καούν τα κρέατα στη σχάρα και φυσικά η απάντηση στην παράκληση για εργασία. Δεν γινόταν. Ολόκληρος παπάς, έλεγα μέσα μου, σε μια τεράστια ενορία. Τόσοι πατριώτες. Ήξερα να κάνω και κάμποσες δουλειές, ειδικά στην οικοδομή. Ο μικρός με εκνεύρισε και του εξήγησα το μάλλον αυτονόητο, ότι όποιος έχει μακριά μαλλιά δεν σημαίνει ότι απαραίτητα είναι γυναίκα. Ή εγώ δεν έφυγα από το χωριό ή αυτοί είναι πάντα εκεί, σκέφτηκα. Δεν κοιτάνε τουλάχιστον καμιά ορθόδοξη εικόνα, είπα, και μύρισα το κρέας. Με μάγεψε. Δεν μπορούσα παρά να το κοιτάζω πια απροκάλυπτα σαν ικέτης. Θυμήθηκα τον σκύλο μου στην Αθήνα και αποφάσισα πως στο μέλλον πρώτα θα του ρίχνω μεζέ και μετά θα τρώω.

Ξάφνου μια κυρία ήρθε και πήρε τροφή για τον μικρό. Εμένα; είπα μέσα μου. Δεν μπορεί, σε εκκλησία ήμουνα, θα μου πουν κάτι. Η κυρία ξανάρθε και, αφού γέμισε ένα πιάτο με χάρη, με κοίταξε και, πάνω που θα έλεγα δεν πρέπει αλλά να, σας ευχαριστώ και θα έπεφτα στο μέλι, έφυγε με χρηστοήθεια για κάπου μέσα στο παρακείμενο σπίτι. Σειρά μου, σκέφτηκα. Ο παπάς σηκώθηκε, άρχισε να τσιμπολογάει από τη σχάρα και να με ρωτάει για θεολογικά ζητήματα. Είχα πάθει μπλακ - άουτ. Ποσώς με ένοιαζε η πορεία της θεολογικής σκέψης και η αγωνία της σωτηρίας του θεού από τους ανθρώπους, που μου έλεγε. Εγώ σκεφτόμουνα πως εκείνη την ώρα όλοι οι θεολόγοι τρώνε και μόνο η αφεντιά μου περνά τέτοιο μαρτύριο. Ε! δεν άντεξα.
- Μπορώ; του είπα…
- Βεβαίως, μου απάντησε.
Πήρα μια πίτα, έβαλα μέσα μια σεφταλιά και αφέθηκα στη γεύση. Να τους έχει ο θεός καλά, είπα σιωπηρά και σκεφτόμουνα πως θα ήταν καλύτερα αν μου πρότεινε να βάλω μέσα στην πιτούλα και σαλάτα που την είχαν κόψει για το λόγο αυτό. Εκείνος όμως με κοίταζε σαν αποσβολωμένος. Μάλλον θα έφταιγε ο τρόπος που έτρωγα. Όσο και να μην το ήθελα, ήταν σαν να είχα να φάω χρόνια. Δυστυχώς η πίτα ήταν τρεις μπουκιές. Τελείωσα και κοίταγα τη σχάρα.
- Θα καούν, του συνέστησα.
- Ναι, δίκιο έχεις, μου απάντησε κι έκανε ένα νόημα στην πρεσβυτέρα να τα πάει μέσα μπας και κάνουν φτερά.
- Ξέρεις, είναι δύσκολο να βρω κάτι για σένα, μου τόνισε.
- Οτιδήποτε, του απάντησα. Να καθαρίζω, να πλένω πιάτα, να μπογιατίζω, να σκάβω…
- Θα δούμε, μου αποκρίθηκε βλοσυρά.
Μάλλον ήμουν εκτός προδιαγραφών του. Με αξιοπρέπεια σηκώθηκα, ευχαρίστησα για τη φιλοξενία και αφού θύμισα στο παιδί του πως και άλλοι στη χώρα που ζει έχουν μακριά μαλλιά, εκτός από τον πατέρα του, αναχώρησα με ευχή κι ένα φυλλαδιάκι θρησκευτικού περιεχομένου στα χέρια μου για τον δρόμο της επιστροφής. Η προσγείωση ήταν απότομη.
Φεύγοντας σκέφτηκα κάτι να αφήσω για τη σεφταλιά.
- Πόσο κάνει; ρώτησα με ντροπή.
- Αφήστε ό,τι θέλετε εκεί, μου είπε και μου έδειξε τον πάγκο δίπλα στη σχάρα. Άφησα κάτι και βγήκα στο δρόμο. Ψάχτηκα, τα λεφτά που είχα μου έφταναν για το μισό της διαδρομής. Θα περπατούσα λίγο, σκέφτηκα και πράγματι μου πήρε τρία χρόνια μέχρι να ξαναγυρίσω στην πατρίδα.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

π. Βασιλείου Θερμού, [ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ] (21 ποιήματα)


Η άλλη δυνατότητα

Κάθε καινούργια μέρα
κι ένα απ’ τα όνειρά μου
πέφτει

και χάνεται στην άβυσσο
ενόμιζα

και αποθηκεύεται στα κατώγια
όπου χαλκουργείται το μυστήριο
της ευσεβείας, μού είπες.


«Της ιεροδιακονίας σου…»

Αχ να γινόταν
να μη διακονήσω σήμερα
μεσ’ στης χαράς σου τα παλάτια!
Να διακονέψω μόνο μια φορά
στης μετανοίας τα σκαλοπάτια!


Ερινύες των εσχάτων

Πρόσωπα, αλλοίμονο!,
των αδελφών που βαστάζουν
επάνω τους τραχέα,
ιδιόρρυθμα, δυσήνια,
τα περάσματα της Αλήθειας
… όσα αρνηθήκαμε.


Νεκρά φύσις

Στολισμένοι εξήλθαμε
για την αγορά
των ιδεών, αλλά πίσω μας
αποτσίγαρα οι λέξεις
μπροστά στον καθρέφτη.


Θεολογικοί διάλογοι

Τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά
ώσπερ μέλι και κηρίον
εύπλαστα και μαλακά
για να παίρνουν ό,τι σχήμα επιθυμείς:
φωτιές, τσιχλόφουσκες, ρόπαλα.


Υπηρεσία νεωκόρου

Τώρα που τελείωσε η ακολουθία
και όλα ησύχασαν,
βγάλε τα επίσημα, Κύριε,
και ζώσου την ποδιά
να καθαρίσεις
τα σταλάματα των λογισμών.


Δέηση

Κύριε, τα λόγια σου φωτιά
να ψήσουν τα ωμά οράματά μου
για να τρώγονται από τους αδελφούς μου.


Vicarius Christi

Σε ονομάζουμε «ο βασιλεύς της δόξας».
Όταν όμως προχθές «ενδεδυμένον άπασαν»
μπροστά στην αγία Τράπεζα
μού πρότεινες «αλλάζουμε;»
κόντεψα να λιποθυμήσω.


Εύλογο

Πώς να μην πεθάνεις νέος, Κύριε;
Αφού τις νύχτες, κατάκοπος
μετά τις πορείες ξαγρυπνούσες
να κεντήσεις τις ιερατικές μας στολές;


Διευκρινιστικό

Ξέρεις μόνο γιατί ελπίζω;
Γιατί δέχτηκες να κάμεις Αίμα σου
την χθεσινή μαυροδάφνη με τα συντηρητικά.


Εθνική εορτή

Σημαίες, πρόεδροι, επίσημοι,
κατά την καθιερωμένην τάξιν
έχουν λάβει την θέση στον ναό.
Και ο Ιησούς παράμερα
συνωθείται με κάτι άσημους
που θα Τον κοινωνήσουν.


Το καμπαναριό των Φηρών

Ανάμεσα σε ταράτσες και σκαλιά
στην άκρη του γκρεμού
με τραπεζάκια γύρω
κατάντικρυ από το ηφαίστειο
με υπόκρουση από Ένιο Μορικόνε
μετράει τα ηλιοβασιλέματα
και περιμένει τα έσχατα.


(Από το βιβλίο «Φωνήεντες στεναγμοί», εκδ. Αρμός 1996)


Δια γυμνού οφθαλμού

Ο άδακρυς λόγος: άπατρις.

Ο άφθονος λόγος: ρίψασπις.


Δελτίο καιρού

Καιρός ταραχώδης
έως τρικυμιώδης.
Απαγορεύτηκε ο απόπλους
ελπίδων.


Εξωτερικαί ειδήσεις

Ανακοινωθέν της Εταιρείας Περιορισμένης
(Υπαρξιακής) Ευθύνης:

Τέρμα η ονειροπόληση
Στο εξής ονειροπώληση.


Η ενδοχώρα των λογισμών

Ένα σκαρί η ψυχή – τι νομίζεις;
Ανήσυχο διαρκώς μη μπατάρει,
με το βλέμμα του καπετάνιου δριμύ
ν’ αναζητά μιαν αιωνιότητα
εφήμερη – κι ύστερα άλλη κι άλλη…
Ενθύμια στιλπνά στο κατάστρωμα
αποθησαυρισμένα και άλλα
και παλατάκια φωτισμένα που ο νους
ο τάχα μου ηγεμόνας ιδρύει.
Και οι προσχώσεις ολοένα αυξάνουν
την άβατη των λογισμών ενδοχώρα.


Μελέτη Περιβάλλοντος

Οι λέξεις είναι δάκρυα
που κυλούν για κάθε τι
που δεν γνωρίζουμε
που δεν καταλάβαμε
και που δεν θα μάθουμε ποτέ.

Πέφτουν στην θάλασσα της ζωής μας
και γίνονται νησιά.
Και η ποίηση έρχεται κατόπιν
να τα βάλει σε σειρά αναγνώσιμη.

(Μην ακούτε εκείνους που ισχυρίζονται
πως δεν μετακινούνται πλέον όρη).


Συζήτηση

Τα λόγια που πηγαινοέρχονται,
κλητήρες της πείνας,
δραπέτες της πλησμονής.

Λέξεις – αγγεία για ό,τι πιο πολύτιμο,
για λάδι από τη σύνθλιψη ονειροκάρπου,
για νερό που πρέπει να γίνει κρασί.


Ρεαλισμός

Πρέπει να ρίξεις πολλά όνειρα
στο πηγάδι της ζωής
για ν’ ανέβει το νερό της αλήθειας.


Μυστήριο

Ψυχές σαν βυθός
με σπάταλο χρώμα
που κανείς δεν θ’ αντικρίσει ποτέ.


Άλλοθι

Στ’ απόνερα των ταχύπλοων λογισμών
κήτη αργυρά αναρριπίζουν
τον πόντο της ζωής μας
αμέριμνα οι πράξεις.

(Από το βιβλίο «Ονειροδρόμιο», εκδ. εν πλω 2003)

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος: "ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ!"

[Ομιλία κατά την 13η Διάσκεψη των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στη Λυών της Γαλλίας
(15 Ιουλίου 2009)]

1. Ως χριστιανοί, τολμούμε να ελπίζουμε. Ακόμη και σε μια εποχή όπου εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη βρίσκονται σε απόγνωση κάτω από την πίεση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως και μιας ασφυκτικής αβεβαιότητος. Ακόμη κι όταν ποικίλοι παλαιοί και νέοι φόβοι σφίγγουν την καρδιά μας.

Εμείς οι χριστιανοί τολμούμε να ελπίζουμε. Η ελπίδα μας αυτή δεν στηρίζεται σε κάποια αόριστη αισιοδοξία, αλλά σε ένα Πρόσωπο ζωντανό, τον όντως Όντα, στην εμπιστοσύνη και την προσωπική, αγαπητική σχέση μαζί Του. Έχουμε κληθεί "εν μια ελπίδι" εν Χριστώ (Εφεσ. 4:4).

Από όλες τις φιλοσοφικές θρησκευτικές προτάσεις, σχετικά με την αξία και το μέλλον του ανθρώπου, η πιο τολμηρή και μεγαλειώδης παραμένει η χριστιανική. Αυτή επιμένει στην ενανθρώπηση του Υπέρτατου Όντος, του Θεού, και στην πορεία του ανθρώπου προς την κατά χάριν "θέωση" .

Κατά τον Απόστολο Παύλο, η ελπίδα "ασπάζεται σ' όλη της την έκταση τη θεία οικονομία και απαντά με αγάπη στην αγάπη του Κυρίου … Η χριστιανική ελπίδα δεν είναι άλλο παρά η σφοδρή επιθυμία μιας αγάπης που διψά για την παρουσία του Κυρίου της" (Jean Duplacy, “Espérance”, Vocabulaire de Théologie Biblique, éd. du Cerf).

Για να γίνει αντιληπτό "τις η ελπίς της κλήσεως" του Θεού δεν φθάνει η νοητική μόνο προσέγγιση. Απαιτείται, όπως ο Παύλος δέεται, ο Θεός, "ο Πατήρ της δόξης", να μας δώσει "πνεύμα σοφίας και αποκαλύψεως εν επιγνώσει αυτού" (1:17).

Η επίγνωση αυτή δεν αποκτάται με συζητήσεις και ανθρώπίνες διανοητικές διεργασίες. Είναι δώρο που "ο Θεός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" προσφέρει μέσα σε μια προσωπική κοινωνία μαζί Του, σε ατμόσφαιρα προσευχής, στοχαστικής σιωπής και κοινής λατρείας.

Οι σύγχρονοι άνθρωποι συνήθως αδιαφορούν για πνευματικές υποσχέσεις. Τους ελκύει, όπως είναι πασίγνωστο, κυρίως ο πλούτος και η δύναμη με τις ποικίλες μορφές και παραλλαγές τους. Αλλά και η ελπίδα της κλήσεως ημών συναρτάται με πλούτο -άλλης βεβαίως ποιότητος. "Ελπίς εστιν αδήλου πλούτου πλούτος· ελπίς εστιν ανενδοίαστος προ θησαυρού θησαυρός· … Αύτη αγάπης θύρα, αύτη αναιρεί απόγνωσιν", διευκρινίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος (Κλίμαξ 230, PG 881157). .

Ο Απόστολος στην προσευχή του θαυμάζει: "τις ο πλούτος της δόξης της κληρονομίας αυτού εν τοις αγίοις" (1:18). Και όχι απλώς πλούτος, αλλά και δύναμη. Δύναμη ασύλληπτη, με μοναδική ενέργεια: "… και τι το υπερβάλλον μέγεθος της δυνάμεως αυτού εις ημάς τους πιστεύοντας κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού" (1:19).

Πρόκειται για μια ενέργεια που ήδη έχει διαχυθεί και δρα στην παγκόσμια ιστορία. Διότι ο αναστάς Χριστός είναι πλέον "υπεράνω πάσης αρχής και εξουσίας και δυνάμεως και κυριότητος … ονομαζομένου ου μόνον εν τω νυν αιώνι αλλά και εν τω μέλλοντι" (1:21).

Στηριγμένος ακράδαντα σ᾽ αυτή την αλήθεια βρίσκεται ο πυρήνας της ελπίδας μας. Η χριστιανική ελπίδα αποκαλύπτει συνεχώς δυνατότητες, απρόσιτες στην απλή λογική και εμπειρία.

Μέσα στα αδιέξοδα, τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, οι πιστοί όχι μόνο τολμούμε να ελπίζουμε αλλά "και καυχώμεθα επ᾽ ελπίδι της δόξης του Θεού. Ου μόνον δε, αλλά και καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει" (Ρωμ. 5:2-3). Η εν Χριστώ ελπίδα συνυφαίνεται με ειρηνική χαρά· "τη ελπίδι χαίροντες", προτρέπει ο Απόστολος (Ρωμ. 12:12).

Και ο Μέγας Βασίλειος βεβαιώνει: "Ελπίς ουν εστιν η την χαράν σύνοικον τη ψυχή του σπουδαίου παρασκευάζουσα" (Ομιλ. 4,3, PG 31,234C). Χωρίς να αγνοεί τη σκληρή πραγματικότητα, η ελπίδα μας έχει τη δύναμη να μεταπλάθει εν χαρά και τις πιο τραγικές συνθήκες. "Η γαρ εις Θεόν ελπίς πάντα μεταρρυθμίζει", βεβαιώνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Εξ. Εις Ψαλμ. 10, Gaume 5,43)..

Η εν Χριστώ ελπίδα μας εντάσσει την καθημερινότητά μας σε έναν ασύγκριτα ευρύτερο ορίζοντα, στην "εσχατολογική προοπτική". Το όραμά της αγκαλιάζει τα σύμπαντα στον χώρο και τον χρόνο. Σαν ένα πνευματικό τηλεσκόπιο, προεκτείνει τη ματιά μας στην απεραντοσύνη του χρόνου. Μ᾽ αυτή την ελπίδα συνδέεται η σωτηρία μας.

"Τη γαρ ελπίδι εσώθημεν· ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς· ο γαρ βλέπει τις, τι και ελπίζει; Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι' υπομονής απεκδεχόμεθα" (Ρωμ. 8:24-25· πρβλ. Α Πέτρ. 1:3-5). Αν αφαιρεθεί από τη χριστιανική ελπίδα η εσχατολογική αυτή διάσταση, όπως από ορισμένους επιχειρείται, η ελπίδα της κλήσεώς μας χάνει τη δύναμη, τον πλούτο και την πολύπτυχη ενέργειά της.

Οι σαφείς υποσχέσεις του Θεού αποτελούν για μας "ισχυράν παράκλησιν", καθώς μένουμε σταθεροί στην προκείμενη ελπίδα· "ην ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν" (Εβρ. 6:18-19). Αυτή μας ασφαλίζει μέσα στις θύελλες και είναι πολύτιμη για τη γαλήνια παραμονή μας στα διάφορα πνευματικά λιμάνια (και αυτής της Συνελεύσεως), κατά το μεγάλο ταξίδι μας προς τον τελικό μας προορισμό, τη βασιλεία των Ουρανών,

2. Αλλά υπάρχει μια ακόμη πλευρά που πρέπει να διερευνηθεί στη Συνέλευσή μας. Αυτή η μία ελπίδα της κλήσεως ημών εν Χριστώ δεν είναι κάποια ατομική υπόθεση. Ενεργοποιείται εν τη Εκκλησία. "Και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία, ήτις εστι το σώμα αυτού" (Εφεσ. 1:22-23).

Δεν υπάρχει χριστιανική ιδιωτική ευσέβεια, αποκομμένη από την Εκκλησία του Χριστού, από την κοινωνία αγάπης με τον Τριαδικό Θεό και τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Όποιος ζει ουσιαστικά ως κύτταρο στο Σώμα Αυτού, αισθάνεται συνδεδεμένος με όλη την ανθρωπότητα και ολόκληρη την κτίση. Κλείνει μέσα του, αγκαλιάζει με την αγάπη του τα πάντα και τους πάντες. Διότι η Εκκλησία είναι "το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου" (Εφεσ. 1:23).

Η ελπίς της κλήσεως ημών εν Χριστώ δεν μας κάνει ρομαντικούς οραματιστές ενός απροσδιορίστου μέλλοντος. Αλλά, συμπορευόμενη με ακλόνητη πίστη και ανυπόκριτη αγάπη, ενεργοποιεί όλα τα χαρίσματα που ο Θεός μας έχει δώσει για μια δημιουργική παρουσία στα ιστορικά δρώμενα, με λόγο και έργο.

Θυμούμαι τη δεκαετία του 1990 στην Αλβανία. Ναοί, μονές, εκκλησιαστικές δομές, ήταν όλα κατεδαφισμένα από τον 23χρονο απόλυτο αθεϊστικό διωγμό. Έμοιαζε πνευματικά έρημο τοπίο, αποκαρδιωτικό. Το μόνο που στήριζε τον αγώνα για την ανασύσταση της Εκκλησίας ήταν μια φράση που συμπύκνωνε όλες τις βεβαιότητές μας: Εν Χριστώ υπάρχει ελπίδα! Τολμούμε. Και "ο Θεός της ελπίδος", ο Θεός των εκπλήξεων, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, μας επεφύλαξε πολλές ευλογίες και εκπλήξεις.

Και στη νέα φάση της παγκόσμιας ιστορίας, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιήσεως, οι χριστιανοί καλούμεθα να ζούμε προσωπικά την "εν ημίν ελπίδα"· και συγχρόνως, με τόλμη να την προσφέρουμε, όπου σταθούμε.

Υπάρχει ελπίδα!, είναι το μήνυμά μας. Υπάρχει ελπίδα στον αγώνα μας για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Υπάρχει ελπίδα, όταν αντιστεκόμεθα σε κάθε μορφή βίας και ρατσισμού, όταν υπερασπιζόμεθα την αξιοπρέπεια κάθε ανθρωπίνου προσώπου, όταν επιμένουμε στο χρέος ανιδιοτελούς αλληλεγγύης μεταξύ ανθρώπων και λαών· όταν αγωνιζόμεθα για ανυπόκριτο σεβασμό στην κτίση.

Τελικά, με τη δύναμη του σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού, στον οποίο έχει δοθεί "πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης" (Ματθ. 28:18), η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η αγάπη θα επικρατήσουν. Και η ζωή θα θριαμβεύσει πάνω στον θάνατο.

3. Την αναγγελία όμως αυτής της ελπίδος οι χριστιανοί δεν μπορούμε να την προσφέρουμε διηρημένοι. Η διατηρώντας σχέσεις τυπικές, συμβατικές, ψυχρές. Απαιτείται "αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ης εκλήθημεν". Το παρακαλεί όχι μόνο ο Παύλος, αλλά όλοι οι άγιοι της θριαμβευούσης Εκκλησίας: να πορευθούμε "μετά πάσης ταπεινοφροσύνης και πραότητος και μακροθυμίας, ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη, σπουδάζοντες τηρείν την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης" (Εφεσ. 4:2-3). Λόγοι άμεσοι, σαφείς, που καθορίζουν μια στάση ζωής, πειστικής τόσο για τους εντός της Εκκλησίας όσο και για όσους στέκουν κριτικά απέναντί μας.

Έχουμε όλοι κληθεί σε μια κοινή ελπίδα. Δεν έχουμε διαφορετικές ελπίδες. Η πολύπλευρη ενότητα της Εκκλησίας έχει βάση και πηγή της τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος (εν "Πνεύμα", εις "Κύριος", εις "Θεός") και ο κάθε πιστός συνδέεται μαζί της με την "μία πίστη", το "εν βάπτισμα". Σ᾽ αυτή την πραγματικότητα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος εν τη Εκκλησία βασίζεται η χριστιανική βιοτή, όχι σε αόριστες ιδέες. Το τελικό Κέντρο αναφοράς της υπάρξεώς μας, όλων των προσδοκιών, εφέσεων και ελπίδων μας είναι: "Εις Θεός και πατήρ πάντων, ο επί πάντων και δια πάντων και εν πάσι" (Εφεσ. 4:6). [Η νεότερη βιβλική άποψη θεωρεί ότι όλα αναφέρονται στον Θεό Πατέρα. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η άποψη του Μ. Αθανασίου, ο οποίος διαβλέπει σ᾽ αυτή τη φράση αναφορά στην Αγία Τριάδα: "Επί πάντων μεν ως Πατήρ, ως αρχή και πηγή, δια πάντων δε δια του Λόγου, εν πάσι δε εν τω Πνεύματι τω Αγίω"].

Στην ιστορία της οικουμενικής κινήσεως αναζητήθηκαν ως άξονες αρχικά η πίστη, αργότερα η αγάπη. Οι συνθήκες της εποχής μας επιβάλλουν να συμπληρώσουμε την αναζήτησή μας στρέφοντας εντονώτερα την προσοχή, τις συζητήσεις μας, την προσευχή μας και στον άξονα της μιας ελπίδος. Δεν πρόκειται φυσικά να εγκαταλείψουμε τα προηγούμενα. Αλλά να επιδιώξουμε την πληρότητα, ώστε η όλη προσπάθειά μας να είναι "έργον πίστεως, κόπος αγάπης και υπομονή της ελπίδος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" (Α Θεσ. 1:3). Η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, αλληλοπεριχωρούνται, αποτελούν μια ενότητα οργανική.

Αδελφοί και αδελφές μου, ας συνοψίσουμε: Η εν Χριστώ ελπίδα, στην οποία έχουμε κληθεί, προσφέρει αστείρευτη ενεργητικότητα, αντοχή και δημιουργικότητα στον καθημερινό μας αγώνα, όπου έκαστος και εκάστη έχουμε κληθεί. Και ακόμη, ανοίγει τον νου και την καρδιά μας στα έσχατα του χρόνου. Όχι για να δραπετεύσουμε στην αοριστία, αλλά για να αντιμετωπίζουμε το καθημερινό μας χρέος με υπομονή, χαρά και ειρήνη. Να ζούμε το τοπικό ατενίζοντας το παγκόσμιο. Να βιώνουμε την κάθε χρονική στιγμή με προοπτική την αιωνιότητα.

Πρόκειται για μία ελπίδα που μας ελευθερώνει από κάθε μορφή δειλίας και φόβου, ακόμη και του φόβου του θανάτου. Σ᾽ αυτή τη μία ελπίδα εν Χριστώ σταυρωθέντι και αναστάντι έχουμε κληθεί. "Επ' αυτώ έθνη ελπιούσιν. Ο δε Θεός της ελπίδος πληρώσαι υμάς πάσης χαράς και ειρήνης εν τω πιστεύειν, εις το περισσεύειν υμάς εν τη ελπίδι εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου" (Ρωμ. 15:12-13).

Την πολύμορφη δυναμική αυτής της μιας εν Χριστώ ελπίδος, ας μας αξιώσει ο Θεός να συνειδητοποιήσουμε πληρέστερα στη διάρκεια των εργασιών αυτής της Συνελεύσεως και να τη χαρούμε από κοινού.

Και στη συνέχεια, με παρρησία να τη μεταφέρουμε στον τόπο μας, στις εκκλησιαστικές μας κοινότητες, και ευρύτερα στην Ευρώπη και τον σύγχρονο κόσμο. Το μήνυμά μας είναι σαφές: Εμείς οι χριστιανοί και στις πιο δύσκολες συνθήκες τολμούμε να ελπίζουμε.

Περί Εκκλησιαστικής Μουσικής

Άρθρο του Αντώνη Κλάδη, Μουσικού

«Η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική, όσον πρέπει να είναι. Είναι η μόνη γνήσια και η μόνη υπάρχουσα. Και δι' ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων ».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Βυζαντινή Μουσική είναι η μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία έχει ως κύριο σκοπό να υπηρετεί αποκλειστικά τις λατρευτικές της ανάγκες και λέγεται Βυζαντινή, διότι αναπτύχθηκε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Λέγοντας Βυζαντινή Μουσική στα Επτάνησα εννοούμε τις απλοποιήσεις και τις διασκευές του Ιωάννη Σακελλαρίδη (1853-1938), ο οποίος εισήγαγε δυτικίζουσες και λαϊκότροπες «θέσεις» δηλαδή μελωδικές φόρμες. Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση που δόθηκε στην εκκλησιαστική μουσική από τον Ι. Σακελλαρίδη εδραιώθηκε στα Επτάνησα και παραμέρισε σε κάποιο βαθμό την τοπική εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Φυσικά η αξία και η προσφορά του Ι. Σακελλαρίδη στην Εκκλησιαστική Μουσική είναι μεγάλη. Σχετικά δε με την ικανότητά του ως ψάλτη, υπάρχει η μαρτυρία του μακαριστού γέροντος Θεόκτιστου Αλεξόπουλου (1907-2007) της Ι. Μ. Προδρόμου Δημητσάνας, που έλεγε πως, όταν άκουσε τον Σακελλαρίδη να ψάλει, «ήταν σαν να άκουγε αγγέλους».

Η εκκλησιαστική μουσική αυτή, όπως και κάθε άλλη τέχνη, εμφανίστηκε στην αρχή ατελής, εξελίχτηκε όμως και αναπτύχθηκε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Τον Δ΄ αιώνα, εποχή των μεγάλων πατέρων Βασιλείου και Χρυσοστόμου, γίνονται οι τελικές διαρρυθμίσεις των τύπων της Θείας Λειτουργίας. Ο ιερός Χρυσόστομος θέλοντας να παραστήσει ότι η βάση για την υμνωδία της Εκκλησίας της Καινής Διαθήκης υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, λέγει «Ο Σωτήρ ύμνησεν όπως και ημείς υμνώμεν ομοίως».

Η Βυζαντινή Μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι εκκλησιαστική – λατρευτική τέχνη. Για το λόγο αυτό ορθά ονομάζεται στη χειρόγραφη μουσική παράδοση Ψαλτική Τέχνη. Η Ψαλτική όμως, εκτός από τέχνη, είναι και επιστήμη. Ως τέχνη αποτελεί έκφραση του πνεύματος και της ψυχής, ενώ ως επιστήμη διαθέτει τεχνική και συστατικά στοιχεία που μπορεί κανείς να αναλύσει και να εξετάσει.

Δεν είναι επάγγελμα, αλλά λειτούργημα και αυτό οφείλουν να το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι ψάλλουν, πως το έργο του Ιεροψάλτη είναι η απόδοση των ιερών ύμνων, όπως μας τους παρέδωσαν οι θεόπνευστοι υμνογράφοι της εκκλησίας μας, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Κοσμάς ο Μελωδός, Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ο οποίος θεωρείται η μεγαλύτερη μορφή έπειτα από τον Ι. Δαμασκηνό και πολλοί άλλοι. Γι' αυτό το λόγο χρειάζεται τόσο η γνώση της μουσικής αυτής καθ' εαυτής και της υμνολογίας, όσο και της λειτουργικής πράξης. Ο ιεροψάλτης οφείλει δηλαδή να γνωρίζει, εκτός από τη βυζαντινή μουσική, και τους ειδικούς Ιερούς Κανόνες της θείας λατρείας, το χώρο της λατρείας, τον ιερό ναό και όσα τελούνται σ΄ αυτόν καθώς και όλους τους συμβολισμούς τους.

Το τυπικό της Εκκλησίας περί ψαλτών, στο προλογικό σημείωμά του, αναφέρει ότι πρέπει να ψάλλουν «οι μουσικής έμπειροι και της Εκκλησιαστικής τάξεως γνώσται» (ΙΕ΄ Κανών της εν Λαοδικεία τοπικής Συνόδου), τότε επικρατεί «ευταξία και συγκίνησις», ενώ όταν την ψαλμωδία αναλαμβάνει ο «τυχών αμαθής και άμουσος», τότε η «αταξία και η χασμωδία» προκαλούν την εύλογη δυσφορία και τις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες του Εκκλησιάσματος. (Γ. Αγγελινάρας). Ασφαλώς, η καλλιφωνία και η ορθοφωνία αποτελούν πολύ σημαντικά προσόντα για έναν καλό ιεροψάλτη. Και η ίδια η Εκκλησία με Κανόνες [1] αποδοκιμάζει τις άτακτες κραυγές και τις επιτεταμένες καλλιφωνίες των ψαλτών και συνιστά την απέριττη φωνή και την μετά προσοχής και κατανύξεως ψαλμωδία.

Στη θεία λατρεία δεν έχουν θέση τα εξεζητημένα και επίπλαστα φωνητικά τεχνάσματα, οι χορευτικοί ρυθμοί, τα λικνίσματα τσακίσματα, ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία.

Μέσα στην απλότητα ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια, η υποβλητική σεμνότητα, η συγκρατημένη πανηγυρική και δοξολογική διάθεση. Δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι από τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής μελουργίας είναι η πνευματικότητα και η απόρριψη του περιττού. Και ο ιεροψάλτης δεν πρέπει να λησμονεί ότι η μουσική στη λατρεία της ορθόδοξης εκκλησίας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, τέχνη για την τέχνη αλλά μέσο για την κατάνυξη των ψυχών και την επικοινωνία τους με το θεό.

Η Εκκλησιαστική Μουσική υπηρετεί τον λόγο, γι' αυτό είναι φωνητική και δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, επειδή η παρουσία τους δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα της χριστιανικής λατρείας, άλλωστε η χρήση της οργανικής μουσικής στη λατρεία είχε απαγορευτεί με Αποστολικές διατάξεις. Έτσι προέχει ο λόγος και με την απλότητα και την ιεροπρέπεια της μουσικής δημιουργείται κλίμα κατανυκτικό, μέσα στο οποίο οι ύμνοι εκπληρώνουν το θεολογικό τους και διδακτικό τους σκοπό. Γι΄ αυτό και η ψαλμωδία δεν πρέπει μόνο να έχει ένα ωραίο άκουσμα, όπως συμβαίνει με κάποιο τραγούδι αλλά να κινεί όλες τις πνευματικές λειτουργίες, να γαληνεύει και να καταπραΰνει την ψυχή του πιστού [2].

Και ο Μέγας Αθανάσιος τονίζει ότι με την ψαλμωδία «δεν επιδιώκουμε την ευφωνία, αλλά αποδεικνύουμε την αρμονική διάθεση των ψυχικών μας λογισμών. Η ψυχή προτρέπεται να περάσει από την ανισότητα στη ισότητα για να φτάσει στη φυσική της κατάσταση. Λησμονεί τις ηδονές, σκέπτεται μόνο το αγαθό.» [3]

Το εκκλησιαστικό μέλος πρέπει να απέχει από τους κοσμικούς νεωτερισμούς, να βοηθά την κατάνυξη της καρδιάς, να είναι στόλισμα της λατρείας. Οφείλει να συμβάλει μέσω της ψαλμωδίας στην προσευχητική κοινωνία και αναφορά του πιστού προς τον τριαδικό Θεό.

Η Εκκλησιαστική Μουσική είναι αναπόσπαστο στοιχείο της παράδοσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έχουμε χρέος να τη διασώσουμε, πολύ δε περισσότερο που την παραλάβαμε από Άγιους Πατέρες που έζησαν βιωματικά και εξ εμπειρίας τη σχέση τους με το Θεό. «Μάθε ψάλλειν και ὃψει τοῦ πράγματος τήν ἡδονήν οι ψάλλοντες γάρ πνεύματος πληροῦνται ἁγίου» (Ιωάννης Χρυσόστομος).
Ζάκυνθος, Ιούλιος 2009


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Κανών ΟΕ΄ της εν Τρούλλω Οικ. Συνόδου: «Τους επί τω ψάλλειν εν ταις εκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι, και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω θεώ».
2. Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, στο βιβλίο του « Η βυζαντινή μουσική», Κοζάνη 1969, σ.3, σημειώνει ότι με τον όρο Ψαλμῳδία «ἐκφράζεται τὸ περιεχόμενο καὶ ὁ χαρακτῆρας τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ᾄσματος καὶ διαστέλλεται τοῦτο ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκευτικὴ μουσική. Ἡ ὀρθόδοξος ψαλμῳδία εἶναι αὐστηρὰ ἐκκλησιαστικὸ μέλος (ποίηση καὶ μουσική) ἱερατικοῦ καὶ λειτουργικοῦ χαρακτῆρος.»
3. Η Μουσική μέσα από την Ιστορία της, Σχολικό Βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 2006


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

* Αγγελινάρας Γεώργιος, «Άκουσμα και λάλημα τερπνόν» στο μουσικοφιλολογικό έργο «Ο Γλυκασμός των αγγέλων», Έκδοση Χορωδία και ορχήστρα Νέων «Άνθη της Πέτρας», Άγιος Νικόλαος Κρήτης 2000.
* Καραγκούνης Κωνσταντίνος, «Ζητήματα θεολογίας της ψαλτικής τέχνης», Βόλος 2005
* π. Κυριακόπουλος Χρίστος, «Η παρουσία του ιεροψάλτη στα τελούμενα εντός του ιερού ναού», εισήγηση στο σύλλογο Ιεροψαλτών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Κυριακή 29 Απριλίου 2001.
* Κωνσταντίνου Γεώργιος «Θεωρία και πράξη της εκκλησιαστικής μουσικής», Αθήνα 2003.
* Μακρής Ευστάθιος, «Η παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική των Επτανήσων. Συνολική ιστορική προσέγγιση», άρθρο στο Μουσικολογικό περιοδικό «μουσικός λόγος», χειμώνας 2009, τεύχος 8.
* Παϊβανάς Αθανάσιος, «Η ψαλτική Τέχνη συστατικό της Ορθόδοξης Λατρείας και Κατήχησης», Πεύκη 2004
* Στάθης Θ. Γρ. «Οι αναγραμματισμοί και τα μαθήματα της βυζαντινής μελοποιΐας», Αθήνα 1994.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Nabil Khoury (1939-2002): [ΜΕΘΗ Η ΖΩΗ] (Μετάφραση στα Ελληνικά: Roni Bou Saba)


Μέθη τούτη η ζωή, και της μέθης το κορύφωμα
άνθρωπος περιπλανώμενος πάνω στης γης το χώμα
υπόσχεση γεννιέται και καταλήγει ανάμνηση
και κάθε μέρα μιαν ακόλουθη έχει
και φασαρία από κάποιον ερχόμενο και από φευγάτο φασαρία



هالعمر سَكرَه ، ونشوِة السَكرَه
إنسان عَ تراب الأرض سايح
بيخلَق وعد ، وبْينتهي ذِكرى
وكلّ يوم وْفي إلو بُكرا
وعجقة حدا جايي وحدا رايح

[Πηγή: Σταγόνας Ωκεανός]

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Οι πατημασιές στη Σελήνη και η λιμνούλα με τα νούφαρα

Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης

Δεκάχρονο αγόρι τότε, αναστημένο με τα παραμύθια της γιαγιάς, ένιωθα τις πρώτες ανθρώπινες πατημασιές στο φεγγάρι κάτι σαν την ιεροσυλία της φαντασίας και των ονείρων. Στις 20 Ιουλίου 1969 η ανθρωπότητα παρακολουθούσε ενθουσιασμένη ένα μεγάλο άλμα της επιστήμης, την απελευθέρωση από έναν ακόμα φυσικό περιορισμό, αλλά για τα παιδιά (ίσως και για τους μεγάλους) ήταν ένα μεγάλο σοκ που κατέρριπτε τους μύθους και περιόριζε τα όριά τους. Στο σχολείο μαθαίναμε το γνωστό ποιηματάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ να πηγαίνω στο σχολειό να μαθαίνω γράμματα…». Ήταν το φυσικό νυχτερινό φως στις ρομαντικές βραδιές της παρθένας παιδικής ζήσης μας, που η τεχνολογία δεν την είχε ακόμα συλήσει.

Η κατάκτηση του διαστήματος άρχιζε με τη διάθεση της υποταγής, της υποδούλωσης και την προσδοκία της εκμετάλλευσης. Σαράντα χρόνια μετά αντιλαμβανόμαστε ότι η Σελήνη και οι πλανήτες εμφανίζονται εντελώς αφιλόξενοι… Το πολυτιμότερο ίσως δώρο των Armstrong και Aldrin ήταν η φωτογραφία που δείχνει πώς φαίνεται από μακριά η γη μας. Ένας όμορφος, μικρός, γαλάζιος πλανήτης που δεν πρόκειται ποτέ να τον εγκαταλείψουμε. Μοιάζει μ' ένα διαστημόπλοιο με εξήμισι περίπου δισεκατομμύρια ψυχές που ταξιδεύει με την ίδια επαναλαμβανόμενη τροχιά στο διάστημα…

Κατά τη διάρκεια πολλών χιλιετιών, πιστεύαμε ότι ο χώρος μας είναι απεριόριστος. Πριν από μερικούς αιώνες όμως καταλάβαμε, χάρη στον Κοπέρνικο και το Γαλιλαίο, ότι ζούμε πάνω σε μια σφαίρα. Σήμερα δε μπορούμε να ξεχάσουμε ότι το μέρος του κόσμου που μας είναι προσιτό είναι τρομερά περιορισμένο. Είμαστε φυλακισμένοι. Και το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η διαπίστωση αποτελεί συμφορά ή αποτελεί την ευκαιρία για μια νέα περιπέτεια βασισμένη στην εμπιστοσύνη προς τις δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου. Οι έγκλειστοι που ξεχειλίζουν από ελπίδα σκαρώνουν απίστευτα σχέδια και χτίζουν την ελευθερία τους!

Η εξέλιξη της επιστήμης και η διαδοχή των γεγονότων αφοπλίζει την ικανότητά μας να κάνουμε προβλέψεις για το μέλλον και να αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες. Σε συνθήκες ένοπλης βίας για παράδειγμα, (όπως τα γεγονότα του Κόλπου, οι συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το χτύπημα των Διδύμων Πύργων στην Αμερική κλπ) η έννοια της υπεροχής χάνει κάθε νόημα, γιατί οι αδύναμοι μπορούν να προκαλέσουν τεράστιες καταστροφές στους ισχυρούς και οι δυνατοί τρομάζουν μπροστά στις καταστροφές που μπορεί να προκαλέσουν. Δυστυχώς ενεργούμε ακόμα βασισμένοι σε συλλογισμούς που χαρακτηρίζουν το Μεσαίωνα αλλά τα μέσα που διαθέτουμε ανήκουν στον 21ο αιώνα. Οι ερευνητές απ' την άλλη ανανεώνουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο, οι έννοιες του χωροχρόνου και της ύλης παίρνουν διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά η πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι ενημερωμένη και δεν αντιλαμβάνεται τις συνέπειες. Στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα οι άνθρωποι τριπλασίασαν τον αριθμό τους, δεκαπλασίασαν την αποτελεσματικότητά τους και πολλαπλασίασαν τις ανάγκες, ώστε η γήινη πραγματικότητα καθημερινά να ανατρέπεται.

Στο βιβλίο της Γένεσης, κεφ. 1,28 διατυπώνεται η εντολή του Θεού «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην… και κατακυριεύσατε αυτής». Η δημογραφική έκρηξη δείχνει ότι η εντολή αυτή εκτελέστηκε. Η γη μας μοιάζει με την αλληγορική εκείνη ιστορία της λιμνούλας με τα νούφαρα που το καθένα τους παράγει, κάθε μέρα, άλλο ένα νούφαρο. Μεγάλα και μικρά ανθισμένα νούφαρα καλύπτουν σταδιακά και γοργά την επιφάνειά της σε τέτοιο βαθμό ώστε η ζωή της ομάδας λήγει απότομα λόγω έλλειψης ζωτικού χώρου. Ο σημερινός κορεσμός του πλανήτη επιβάλλει την αναθεώρηση της «εντολής» του Θεού μέσα από τα κελεύσματα των θρησκειών και τη δημογραφική πολιτική των κυβερνήσεων.

Η αναζήτηση ζωτικού χώρου λόγω υπερπληθυσμού (αλλά και καταστροφής του περιβάλλοντος, έλλειψης νερού κλπ) θα είναι και ένα από τα περιφερειακά μεσογειακά προβλήματα. Υπολογίζεται ότι το 2025 ο πληθυσμός των ευρωπαϊκών εθνών θα έχει ελαφρώς αυξηθεί και θα φθάνει τα 194 εκατομμύρια, ενώ όσον αφορά τα αφρικανικά μεσογειακά έθνη ο πληθυσμός τους θα φτάσει στα 215 εκατομμύρια. Χειροπιαστό παράδειγμα αποτελεί και η δημογραφική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Τουρκία αυξάνει τον πληθυσμό της κατά 4 εκατομμύρια το χρόνο και το ζητούμενο δεν είναι το πώς σε έναν κορεσμένο πλανήτη θα αυξηθεί ο ελληνικός πληθυσμός μέσα από γεννήσεις, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά το πώς θα οικουμενικοποιείται ο ελληνικός πολιτισμός. Είναι ο μόνος τρόπος για να συνεχιστεί η πορεία μας, ως ενός κατ' εξοχήν ιστορικού λαού που μπορεί ν' ακτινοβολεί από το έντονο ενεργειακό του πεδίο στη μικρή κουκίδα της γης που καταλαμβάνει.

Δεν γνωρίζω πώς τα νούφαρα της λιμνούλας «διαχειρίζονται» τις διαφορές πυκνότητας του πληθυσμού τους μέχρι το θάνατό τους. Στις ανθρώπινες ομάδες όμως που η βία εξακολουθεί να γίνεται πολλές φορές μέσο επίλυσης διαφορών η «διαφορά δυναμικού» που θα δημιουργείται ανάμεσα σε πυκνοκατοικημένες και αραιοκατοικημένες περιοχές θα δημιουργεί αναπόφευκτες και καταστροφικές «σεισμικές δονήσεις» .

Η μεγάλη πρόκληση για την ανθρωπότητα είναι να πετύχει τη συνύπαρξη τόσων δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε έναν μικρό πλανήτη με περιορισμένους πόρους. Θα αποτελέσει άραγε αξίωμα ο σεβασμός όλων των ανθρώπων ή θα ακολουθήσουμε την οδό που εξασφαλίζει την πρόσκαιρη άνεση μιας μειονότητας με τίμημα τη σταθερή δυστυχία της πλειονότητας. Ο χώρος της ουτοπίας θεμελιώνεται στην αδελφοσύνη της παγκόσμιας κοινότητας και ο κόσμος μας χρειάζεται σήμερα, ακόμα περισσότερο, τους οραματιστές επιστήμονες και πολιτικούς.

Η ανθρώπινη επιβίωση και ο πολιτισμός σε έναν πεπερασμένο κόσμο στηρίζεται στην επίγνωση των ορίων, των προσωπικών, ιδιαίτερα δε των συλλογικών. Η παγκόσμια διάδοση της επιστημονικής γνώσης καθώς και η ενεργός συμμετοχή των κρατών σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς κι ενώσεις για την κατανόηση και τη λύση των προβλημάτων, γλυκοχαράζει την ελπίδα στη Σελήνη να χαμογελά πάνω απ' τ' ανθισμένα νούφαρα και το νεαρό ζευγάρι στο διπλανό παγκάκι αενάως να ερωτεύεται τη ζωή στην ελεγχόμενη διαιώνισή της.
20-7-2009
Βιβλιογραφία:

1. Η επίγνωση των ορίων του Albert Jacquard, εκδ. Κάτοπτρο
2. Διαδικτυακοί τόποι.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης, κατά κόσμον Juan de la Jara ο Περουβιανός

Μια παλαιή Συνέντευξη στον ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
(Περιοδικό Το Τέταρτο, 1986)

Ο Ιερομόναχος Συμεών Γρηγοριάτης (που κάποτε λεγόταν Juan de la Jara καί μεγάλωνε στη Λίμα του Περού) σπούδασε κινηματογραφία στο Παρίσι, έζησε στην Αγγλία και τις Ινδίες, ταξίδεψε σ' όλη την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, για να καταλήξει το 1974 στο Άγιον Όρος. Αλλά δεν είναι σωστό να γράφεις βιογραφικά για κάποιον που έχει ντυθεί στα μαύρα – ακόμα κι αν τα μάτια του αφήνουν ακάλυπτη μια προσωπικότητα εκρηκτική. Ίσως γιατί αρκεί ν' ακούσεις τα λόγια του και να δεχτείς την ακριβή του αγάπη. Κι ίσως γιατί, πραγματικά, εκείνο που διαπερνάει τον σφοδρό εγωισμό μας και διαρκεί είναι ο σπόρος της προσωπικής μας αλήθειας.
Είναι λοιπόν μικρόψυχο να σκαλώνουμε στα τσαλίμια της κενοδοξίας την ώρα που συλλαβίζεται εδώ – σχεδόν παραισθητικά – η μυστηριακή ουσία της ύπαρξης και το όριο των αναζητήσεων της καρδιάς.
Τον σκεφτόμουνα έξι χρόνια τώρα, έτσι όπως λειτουργούσε στο κοιμητήριο του μοναστηριού ριγώντας ελαφρά από την αύρα της αυγής, δίπλα στις στοιβαγμένες νεκροκεφαλές, στο πρώτο φως με είχε μαγέψει η παρουσία του και η φυσική του αιδημοσύνη .
Με περίμενε τώρα στην προκυμαία αμήχανος και μόνος μέσα στους άλλους. Μιλήσαμε πολύ διαρκώς για λίγες μέρες. Όμως δεν θέλω να χαλάσω ακόμα και αυτήν την πράξη αγάπης για λίγες κομψές περιγραφές,για μια φτηνή ύστερη λάμψη. Ας υπεξαιρέσω για μια φορά τα συναισθήματα που ανήκουν σ' όσους τ' αγοράζουν με την σιωπή εξαγοράζοντας τα λόγια που μου ανήκουν.


Πέρασαν τρυφερά τα πρώτα 18 σας χρόνια;

Θα σας μιλήσω για τον εαυτό μου, μόνο για να σας μεταδώσω κάτι – όχι για τίποτ' άλλο: από το μέρος του πατέρα μου ανήκω σε μια παλιά ισπανική οικογένεια του Νότου, αριστοκρατικής καταγωγής – ο παππούς μου ήταν στρατηγός και είχε δέκα παιδιά. Είχαν μεγάλη αρχοντιά και δεν είχαν αστική σκέψη: θεωρούσαν σημαντικότερο να υπάρχει ένας ποιητής στην οικογένεια παρά ένας γιατρός ή δικηγόρος. Δεν έδωσαν ποτέ σημασία στα χρήματα κι ήταν άνθρωποι μποέμ γλεντζέδες. Αντίθετα, η μητέρα μου είναι κατά το ήμισυ ιρλανδικής καταγωγής – ήταν μια γυναίκα βαθύτατων αισθημάτων, μια γυναίκα με πάθος. Είμαι πρωτότοκος, με δυο αδέλφια – αγόρι και κορίτσι. Οταν γεννήθηκα ή μητέρα μου με αφιέρωσε στον Εσταυρωμένο. Ήμουν χαιδεμένος, με αγαπούσαν… Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν 6 χρονώ, καθόμουν στο σαλόνι μαζί με τη μητέρα μου η οποία κεντούσε. Ηταν ηλιοβασίλεμα – στη Λίμα έχουμε πάντα ισημερία – σήκωσε τότε το κεφάλι κι εκεί που καθόμουν σιωπηλός με κοίταξε και ψιθύρισε: «Παιδί μου, όταν εσύ θα μεγαλώσεις δεν θα μείνεις κοντά μου. Θα φύγεις πολύ μακριά – σε μια χώρα όπου υπάρχει κάτι σαν ένα νησί και που το κατοικούν άνθρωποι της μοναξιάς, που σπάνια βγαίνουν στον κόσμο». Μετά ξεχάσαμε κι οι δυο αυτές τις φράσεις – τις ξεχάσαμε για πολύ καιρό.
Πολλές φορές το μεσημέρι καθόμουν δίπλα στο κρεβάτι της όταν αυτή κοιμόταν, και ξεχνιόμουν για ώρες κοιτώντας την αντανάκλαση του φωτός σ΄ ένα πρίσμα από κρύσταλλο πού στριφογύριζα στα χέρια.

Χαράξατε από νωρίς το δρόμο της αναζήτησης.

Μου το μετέδωσαν και λίγο από το σπίτι: πάντα μού έδειχναν τα πράγματα και μού έλεγαν: «Διάλεξε». Στα 11 χρόνια όμως κοινώνησα, κι άρχισα να προσεύχομαι πολύ. Κλειδωνόμουν στο δωμάτιο μου, καμιά φορά και στην τουαλέτα, ή πήγαινα τη χαραυγή πριν το σχολείο στην εκκλησία και προσευχόμουν.

Για ποιο πράγμα μπορεί να προσεύχεται με τέτοια ένταση ένα παιδί 11 χρονώ;

Έλεγα και ξανάλεγα το Πάτερ ημών… Παρασυρμένος απ' τη μυστικιστική μου τάση, ζήτησα να πάω σε Γυμνάσιο με δασκάλους κληρικούς. Εκεί έχασα την πίστη μου στον Καθολικισμό – έτσι όπως εξηντλείτο στην επιστημονική τεκμηρίωση της ύπαρξης του Θεού. Ήταν τόσο μίζερο, χωρίς καμιάν αίσθηση μυστηρίου. Αντέδρασα τόσο σφοδρά στον χριστιανισμό, έτσι όπως μου φαινόταν συμβιβασμένος με την κοινωνία. Διάβασα τότε πολλήν ανατολική φιλοσοφία, για να έχω εμπειρία του Θεού σ' αυτήν τη ζωή. Διάβασα για τον Ταοϊσμό, τον Βουδισμό, τον Ινδουισμό. Ταυτόχρονα διάβασα στα 17 μου ένα βιβλίο που με χτύπησε σαν κεραυνός: ήταν η Νάντια του Μπρετόν. Ταυτίστηκα με τον Μπρετόν, που ζητούσε το θαύμα, το «μερβεγιέ» ταυτόχρονα ήλεγχε την κλειστή κοινωνία αυτή που κι εγώ δεν μπορούσα να δεχτώ, έτσι όπως στο όνομα της επιστήμης υπερύψωνε μόνο τα φαινόμενα και τη λογική. Με γέμισε λοιπόν μια αύρα ελευθερίας κι αγάπησα πολύ τους σουρεαλιστές. Επηρεάστηκα πολύ κι απ' τον Ρεμπώ - ζητούσε όπως κι οι άλλοι τον Χαμένο Παράδεισο.
Κοιτάξτε: αυτοί οι άνθρωποι αγαπούσαν πολύ. Δεν γνώρισαν την Ορθοδοξία. Υπερύψωσαν τα αισθητά, τα δημιουργήματα, που περιφρονεί ο καθολικισμός ή ο προτεσταντισμός. Έβλεπαν τα αισθητά όχι μόνο σαν αντικείμενα ηδονής, αλλά σαν όργανα μυσταγωγίας.

Μόνο τα ρούχα σας χαρίσατε;

Δεν είχα πλέον τίποτε άλλο: ήμουν ο πρώτος στο Περού που άφησε μακριά μαλλιά και φόρεσε κόκκινα βελουδένια παντελόνια.

Χίπικο image!

Όχι, δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου χίπι - δεν είμαι Βορειοαμερικάνος. Απλώς ήθελα να προκαλέσω την κοινωνία του Περού. Τότε πίστευα πολύ στο σκάνδαλο. Τώρα, όπως είπε ο Μπρετόν, αντιλαμβάνομαι πώς οι αστοί δεν σκανδαλίζονται με τίποτα.

Το είχατε λοιπόν καταφέρει;

Βέβαια! Δεν τολμούσα να βγω, επειδή μού πετούσαν πέτρες στους δρόμους. Έβγαινα και μιλούσα στους χωροφύλακες για την ομορφιά των βράχων απέναντι, τους έδινα λουλούδια και τους ρωτούσα αν τους αρέσει το παντελόνι μου ή το περιδέραιο μου. Ήταν σκανδαλώδες να έχω μακριά μαλλιά σ' αυτήν την επαρχία που οι άνδρες έχουν έντονο machismo.

Και η καλογερική είναι μέρος του σκανδάλου σας;

Μα ναι! Οι άνθρωποι λένε «μα αυτός τρελάθηκε, έγινε καλόγερος». Είναι το πιο τιποτένιο και περιθωριακό να γίνεις σήμερα καλόγερος… Αλλά όχι: έγινα καλόγερος ζητώντας το απόλυτο – ζητώντας την υπέρβαση του εαυτού μου, αυτό το παραμυθητικό φως, το λάλον ύδωρ… Έδωσα λοιπόν τα ρούχα μου και τα βιβλία μου -κράτησα μόνο τρία – κι έφυγα στις Ινδίες.

Ποια βιβλία κρατήσατε;

Την Αγία Γραφή, τη Νάντια του Μπρετόν και τα ποιήματα ενός γιόγκι που λεγότανε Paramahansa Yosananda… Στις Ινδίες όμως απογοητεύθηκα συζητώντας, ζώντας σ' αυτήν την απρόσωπη ανωνυμία μάλιστα αρρώστησα και δεν μπορούσα να υπομείνω την τόση φτώχεια που υπήρχε εκεί. Πήγα με το Όριαν Εξπρές στην Πύλη – κι εκεί για πρώτη φορά ένιωσα ότι ο χρόνος περνούσε διαφορετικά, ένιωσα μια πρόγευση αιωνιότητας. Με τρένο πήγα μετά στα σύνορα της Περσίας, σε άθλια κουπέ με στοιβαγμένα 16 άτομα μαζί. Μου άρεσε πολύ το Αφγανιστάν – είχε ανθρώπους με μεγάλη ευγένεια. Στα σύνορα της χώρας φιλοξενήθηκα σ' έναν ινδουιστικό ναό πάνω σε μια ψάθα σ' ένα τεράστιο δωμάτιο. Τη νύχτα απέναντι μου είχαν ξαπλώσει 3-4 παιδιά που τη μέρα έψελναν στο ναό. Κρυφογελούσαν κοιτάζοντας τα μακριά μαλλιά μου – χαριτωμένα όμως. Ένα από αυτά σηκώθηκε να βγάλει το τιρμπάν του για να κοιμηθεί, κι άφησε να πέσουν ως τους αστραγάλους του τα ωραιότατα κατάμαυρα μαλλιά του, που γυάλιζαν μες στό σκοτάδι από το λάδι που τα είχε αλείψει. Με κοίταξε ανταγωνιστικά χαμογελώντας και τότε κατάλαβα.

Θα ήταν όμορφος!

Ναι, βέβαια. Χαριτωμένο τον βρήκα εγώ. Είχε μια αθωότητα πάνω του. Πολλή χάρις, πολλή ομορφιά…

Κυκλοφορεί η φήμη ότι είχατε γίνει βουδιστής.

Α! όχι. Πολλά λέγονται για μένα, αλλά δεν είναι έτσι.

Έχετε γίνει, ξέρετε, μέλος της νεοελληνικής μυθολογίας!

Είναι ωραίο που ο λαός διατηρεί έντονη τη μυθική του σκέψη. Είναι ωραίο ένας λαός να ζητάει διαρκώς την παραμυθία, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα αντικείμενα του μύθου… Μετά γύρισα στο Παρίσι, οπού ήταν ένα όνειρο για μένα – φύση καλλιτεχνική όπως ήμουν.

Ηταν λοιπόν καιρός να γίνετε επιτέλους κινηματογραφιστής.

Δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν ήμουν πρακτικός για να λαβαίνω επιχορηγήσεις, μπερδευόμουν και με τις μηχανές δεν τα πήγαινα καλά – δεν είμαι πρακτικός άνθρωπος. Έχω κάνει όμως μερικά φιλμάκια, κι ένα μεγαλύτερο. 15 λεπτών.

Με ποια πλοκή;

Μάλλον χαζή, όμως τότε μας άρεσε: η ιστορία μιας αστής γυναίκας πού ζούσε μια ζωή μπανάλ, χωρίς νόημα – ως τη μέρα πού έξω απ΄ το σπίτι της συναντάει ένα παιδάκι πού παίζει στην ακροθαλασσιά με κογχύλια και βότσαλα. Αυτή αφήνεται να μεθύσει από την ομορφιά των πραγμάτων και χαμογελάει ανακαλύπτοντας το μυστήριο τους.

Μα δεν είναι χαζό αυτό άλλωστε παθαίνω κι εγώ τώρα μαζί σας.

Α, ναι;. …Ημουν τότε πολύ άδειος- έτοιμος να γυρίσω στο Περού. Ενα γράμμα της μητέρας μου άλλαξε πάλι τις αποφάσεις μου: «Ξέρεις, παιδί μου πόσο σου ζητώ να γυρίσεις», μου έγραφε, «όμως, αν γυρίσεις τώρα εδώ, θα γίνεις διπλά δυστυχισμένος». Εμεινα λοιπόν στο Παρίσι, και μια μέρα συνάντησα σ΄ ένα εστιατόριο έναν Ορθόδοξο μοναχό που επρόκειτο ν' αλλάξει ολόκληρη τη ζωή μου. «Η Ορθοδοξία ανακεφαλαιώνεται σ΄ αυτά τα λόγια», μου είπε. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ό άνθρωπος θεός κατά χάριν και μετοχήν. Και αυτό σημαίνει ότι έτσι όπως όταν βάλεις ένα σίδερο στη φωτιά το σίδερο γίνεται φωτιά δια της συμμετοχής στο πυρ, έτσι κι όταν ο άνθρωπος μετέχει του θείου πυρός γίνεται κι αυτός και πυρ και φως και θεός κατά χάριν». Αυτός μού είπε τότε, ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια χερσόνησος όπου οι μοναχοί επαναλαμβάνουν το όνομα του Ιησού ώσπου να γραφτεί στις καρδιές τους. Τον ρώτησα τότε αν υπάρχουν ποιητές στην Ορθοδοξία και μου απάντησε ότι υπάρχουν πολλοί, κι ένας απ' αυτούς είναι ο Αγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος, που έγραψε ύμνους έρωτος για τον Θεό.
Όμως η πρώτη μου επαφή με την Ορθοδοξία έγινε μιαν αυγή στη Λίμα όπου με τον αγαπημένο μου ξάδερφο Φερνάντο περπατούσαμε στους άδειους δρόμους μετά από μια νύχτα αγρυπνίας όπου φτιάχναμε ένα κολάζ. Αυτήν την ώρα πέφτει μια δροσούλα στή Λίμα. Η γη μυρίζει λιγάκι, κι εκείνη την ώρα ξεφουρνίζουν τ΄ αρτοπωλεία και μυρίζει ψωμί η ατμόσφαιρα. Μια τέτοια ώρα περάσαμε από την ορθόδοξη εκκλησία κι ο Φερνάντο μου πρότεινε να μπούμε: «Είναι ωραία εκεί μέσα: έχουν σταφύλια, κρασί, άρτους». Εγώ φαντάστηκα κάτι σαν αρχαιοελληνικό συμπόσιο και φυσικά δέχτηκα (γέλια). Ήταν ανοικτή, αλλά άδεια – λίγο πριν ξημερώσει. Μ' εντυπωσίασε βαθιά η σιγή που βασίλευε εκεί, οι εικόνες στους τοίχους και τ' αναμμένα καντήλια. Και δεξιά μου ένα τραπεζάκι γεμάτο αρτίδια – τα πρόσφορα που συνηθίζουν να κάνουν οι Ρώσοι μου φάνηκαν τόσο κομψά, και νομίζω για πρώτη φορά στη ζωή μου έκλεψα κάτι. Λίγο μετά το άφησα πάνω στο πήλινο χέρι του Δημιουργού που είχε φτιάξει ό Φερνάντο στο στούντιο του, και λίγο αργότερα μ' «έκλεψε» με τον ίδιο τρόπο ή Ορθοδοξία, όπως συνηθίζει.

Παρ' όλο που έκλεβα παιδί κι εγώ πολλά αντίδωρα, δεν έπαθα τέτοιο πράγμα!

Εγώ πιστεύω ότι θα το πάθεις.

Α, μην το λέτε – αυτήν τη στιγμή δεν θα μου ήταν ευχάριστο.

Το καταλαβαίνω, αλλά και πιστεύω ότι σιγά σιγά θα ΄ρθεις κοντά στην εκκλησία γιατί – όπως βλέπω – είσαι ένα παιδί από την ευγενική Ζάκυνθο. Κι αν σήμερα παρασύρεσαι απ' αυτά που σου γυαλίζουν, θα 'ρθει μια μέρα που θα σωφρονιστείς.

Μ' αρέσει η μοναχική ζωή, δεν μ' αρέσει όμως όταν κλείνεται σε δόγματα.

Επειδή δεν έχεις εσωτερικεύσει το δόγμα, ώστε να καταλάβεις πόσο ζωτικό είναι. Δεν είναι καταπιεστικό αλλά μια αυθόρμητη κίνηση σαν την ανάσα. Αλλωστε ερήμην αυτών όλοι οι Ελληνες είναι ορθόδοξοι. Δεν λέω ότι θα γίνεις μοναχός, αλλά ότι θα νιώσεις την ανάγκη βαθιάς παραμυθίας που αναζητάς μάταια στον αισθησιασμό.

Δυστυχώς, ούτε σ' αυτόν την ψάχνω πια. Όμως ας μην περιφρονούμε τον έρωτα των σωμάτων – είναι ένα μέρος της ζωής, μόνο που χρειάζεται κι αυτός μια τέχνη που φαίνεται πώς έχουμε ξεχάσει.

Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπάνε. Ένας πατέρας της Εκκλησίας λέει: «Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις». Σήμερα οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν ό,τι θέλουν αλλά προπαντός να μην αγαπάνε. Γιατί; Διότι φοβούνται. Δεν θέλουν να δεσμευτούν. Θέλουν να καταναλώνουν μόνο και να συμπεριφέρονται μέσω των καταναλωτικών τους προσωπείων. Και ξέρεις πόσο υποφέρουν; Δεν ξέρουν πώς να πλύνουν το πρόσωπο τους γιατί δεν έχουν πια.

Η ίδια αιτία όμως γεννάει τόσο την αδυναμία μας ν' αγαπάμε όσο και την ανάγκη μας να κλεινόμαστε σε μοναστήρια.

Ε, βέβαια. Αλλά μη νομίζετε ότι ζει κανείς περισσότερο τη ζωή από ένα μοναχό.

Αν ήξερα ν' αγαπώ, θα δινόμουν απερίσπαστα στη ζωή – δεν θά 'χα λόγο να μονάσω.

Μα οι μοναχοί είναι κατεξοχήν ερωτικά όντα.

Το διάβασα στα βιβλία σας, άλλα δέν το πιστεύω.

Θέλετε να σας το αποδείξω; Το αντικείμενο του αμέσου έρωτος είναι συνήθως περιορισμένο όταν δεν σε ανάγει στον άκρως εφετό (ποθεινόν) που είναι, νομίζω, για όλους ο Δημιουργός μας - τελειώνει εκεί το πράγμα…

Είναι θέμα καί προσωπικών ορίων. Εγώ ένιωσα αληθινά πληρωμένος μ' έναν δυο ανθρώπινους έρωτες.

Ο έρωτας όταν πραγματικά αγαπάς είναι ωραίος αλλά και σπάνιος. Ομως αυτό που κάνει ό μοναχός είναι κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό… δεν θέλω να το συγκρίνω.

Να το συγκρίνετε: άνθρωποι είναι οι φορείς και των δυο ερώτων.

Έχουν όμως άλλη ποιότητα. Ο ερωτευμένος ξέρετε ότι δεν βλέπει – είναι τυφλός, δεν βλέπει τον άλλον παρά μόνον όταν πάψει να τον αγαπά, όταν απομακρυνθεί απ΄ αυτόν.

Γι' αυτό κι ο Θεός υπάρχει μόνο όταν μεθάμε από τον έρωτά του, κι όταν τον σκεπτόμαστε ήρεμα διαλύεται;

Βέβαια. Αλλά ο ορθολογισμός πρέπει να είναι συνυπηρέτης αυτής της μέθης, γι΄ αυτό κι ο έρωτας του Θεού είναι μια νηφάλιος μέθη.

Δεν μπορούμε να μεθύσουμε νηφάλια με κάποιον άλλον άνθρωπο;

Ναι, όταν τον βλέπουμε εκ σαρκικής αποστάσεως, όταν δεν χρειάζεται να συνουσιασθούμε μαζί του γιατί το έχουμε ήδη κάνει. Αλλά τον πήραμε λίγο ψηλά τον αμανέ.

Το Άγιον Ορος όμως είναι ένας τόπος – αφού ανακαλύψατε τον τρόπο γιατί εγκαταλείψατε το Περού;

Να σας πώ: η αναζήτηση μου πέρασε από την τέχνη, αλλά ποτέ δεν πίστεψα στην πολιτιστική της αξία. Αναζητούσα το θαύμα, την ομορφιά που μοιάζει με βόμβα· το απόλυτο πού δεν μπορείς να το βάλεις στο τσεπάκι. Πίστευα πως η ζωή μου έπρεπε να είναι ένα ποίημα. Πέρασα απ' τη μοντέρνα τέχνη αναζητώντας αυτό που βρήκα στην ορθοδοξία: να σπάσω με το θαύμα τα δεσμά του Θανάτου.

Είστε βέβαιος, πατέρα Συμεών, ότι δεν υπάρχει επόμενο βήμα;

Ζητώ, και τώρα που μιλάω μαζί σας, τον Θεό. Αναζητώ τώρα τον αληθινό Ευστάθιο, κι αυτή η υπόθεση κοινωνίας είναι ο Θεός. Κάθε αρχή είναι τέλος και κάθε τέλος αρχή – δεν μπορώ να βάλω τον Θεό στο τσεπάκι. Εγώ προσπαθούσα να είμαι μηδενιστής, όμως το μηδέν είναι απελπιστικό κι αν θέλεις να 'σαι συνεπής τινάζεις τα μυαλά σου στον αέρα. Γι' αυτό πολλοί συμβιβάζονται με κάποιες ψεύτικες αξίες. Οι πατέρες της εκκλησίας ωστόσο είναι οι όντως μηδενιστές γιατί δεν πιστεύουν σε καμιά αξία της εκκλησίας, και στον θάνατο που είναι η νέκρωση ανακαλύπτουν τη μονάδα που είναι Τριάς: τον αναστημένο Χριστό που νίκησε τον θάνατο. Τότε το μηδέν είναι ζωογόνο κλείνοντας την απαστράπτουσα μονάδα… Τι ερώτηση μου είχατε κάνει;

Υπάρχουν στιγμές αμφιβολίας σ΄ αυτή την ακραία σας επιλογή;

Υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλω για τον εαυτό μου – κατά πόσο δεν χαϊδεύομαι. Κάθε μερα που κατεβαίνω στην εκκλησία αναπνέω, βλέπω τη ζωή μου σ' ένα κέντρο. Κάθομαι και τραβάω λίγο κομποσκοινάκι κι η καρδιά μου γεμίζει γαλήνη και παίρνω δύναμη να ζήσω – αλλιώς θα είχα χαθεί, δεν ξέρω, ίσως θα είχα αυτοκτονήσει. Εκεί βρίσκω μεγάλη ανακούφιση, γιατί εγώ – θα σου το πω – πάσχω κι από κάτι: Βαριέμαι που ζω, αλλά με την προσευχή παίρνω δύναμη.

Μήπως γλυκαίνουμε τον εαυτό μας με τα τυπικά;

Θέλετε να πείτε μήπως την κάνουμε λαχείο με τον εαυτό μας;

Ε, ναι.

Υπάρχει ο κίνδυνος της πλάνης. Υποπτεύομαι συχνά τον εαυτό μου και δεν είμαι βέβαιος. Οχι, δεν ξέρω – σαν το παιδί αφήνομαι κι ελπίζω.
Διακρίνω όμως κάποτε μια ράθυμη παράδοση των μοναχών στο πολύ λιβάνι.

Η μέθη σας, πατέρα Συμεών, είναι νηφάλια αλλά, συχνά, και υπνηλή.

Αυτήν τη στιγμή που σας μιλάω δεν νυστάζω. Δεν μ' ενδιαφέρει η συνέντευξη. Το ότι προσπαθούμε να μιλήσουμε αληθινά δίνει αξία στη ζωή μας – αλλιώς θα είμαστε δυο κομμάτια κρέας. Θέλω να σε αισθανθώ – αυτό το πράγμα δεν είναι αγώνας για την αλήθεια;

Μπορώ να δοκιμάσω την πίστη σας για την Ορθοδοξία;

Οχι, δεν μπορείτε!

Αυτό ακριβώς θεωρώ εφησυχασμό: την πίστη που δεν γεννιέται κάθε μέρα καινούργια.

Η Ορθοδοξία δεν είναι προς κλονισμόν ούτε προς εφησυχασμόν γιατί είναι μυστήριον. Θα ήτανε μια τρομερή κακογουστιά να αποδείξω την ύπαρξη του Θεού – δεν μ' ενδιαφέρει. Γιατί αν ο Θεός είναι αντιληπτός δια των πεπερασμένων μου αισθήσεων είναι κάτι που με αφήνει αδιάφορο. Εγώ θέλω να μην υπάρχω αλλά να υπερ-υπάρχω.

Αλλά και η εξομολόγηση πρέπει να είναι δοκιμασία για έναν μοναχό.

Απαιτεί τεράστια αποθέματα αρετής, γιατί ο πιστός πλησιάζει το Θεό κι εσύ πρέπει να 'σαι διάφανος ώστε να μπορεί μέσα από σένα να τον διακρίνει. Εκεί τελειώνουν τα ψέματα και χρειάζεται γι αυτά μια τρομερή αυταπάρνηση.

Είστε κι εσείς εξομολόγος, έτσι;

Ναι, μ' έκαναν.

Η αυταπάρνηση όμως δεν γεννιέται από την υπακοή.

Οχι! Η αυταπάρνηση γεννιέται απ' την αγάπη.

Θα πρέπει να υπάρχει κι ένα μίνιμουμ κοινών αμαρτιών για να υπάρχει κατανόηση.

Όχι πάντοτε. Για να καταπολεμήσεις τον καρκίνο δεν είναι ανάγκη να είσαι καρκινοπαθής. Εκείνο που χρειάζεται να ξέρεις είναι η αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως, να βράσεις στο ζουμί σου κι εσύ για οποιαδήποτε αιτία… Εμένα όλες οι διαστροφές μου έρχονται στο νου και αισθάνομαι τόσο βρόμικος. Ντρέπομαι που ζω μαζί μ' αυτά τα άγια παιδιά. Στη μοναξιά βλέπεις αναγκαστικά τον εαυτό σου και λες «μα τέτοιος είμαι εγώ;». Ε, τέτοιος είσαι. Τότε δεν μπορείς παρά να συμπονέσεις τον άλλον.

Πώς αμύνεστε;

Πολλές φορές αποδέχομαι τη βρομιά μου, κι αυτό μ' απομακρύνει απ' το Θεό, μού πληγώνει την καρδιά. Άλλοτε πάλι με μια δύναμη που δεν ξέρω από πού έρχεται (γιατί εγώ τείνω σε αυτά) μπορώ και τις διώχνω και γλιτώνω για λίγο. Το παν είναι να μην υπερηφανεύεται κανείς – να μην έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.

Εχετε γράψει ότι θεωρείτε τον εαυτό σας κατεξοχήν ερωτικό όν.

Ο μοναχός που βάζει φραγμό στον άμεσο έρωτα γίνεται 100% ερωτικός.

Δεν νοσταλγείτε ποτέ έρωτες κοσμικούς;

Nαι. Αλλά καμιά φορά, μου φαίνεται, το κάνω από μιαν ανάγκη να εξευτελίσω τον εαυτό μου, να πέσω πάνω στον εμετό μου – περιέργως ίσως. Βλέπεις, πρέπει να παλέψουμε και με τις μνήμες: με όσα ακούσαμε και με όσα πράξαμε. Είναι ένας αγώνας όταν πέφτω στην έλξη των φαινομένων να προσεύχομαι για να φέρω πάλι λίγη πραότητα στην αγριεμένη μου ψυχή.

Μιλήστε μου, παρακαλώ, για τα πράγματα – τα ασήμαντα και σημαντικά – που σας αρέσουν.

Βαδίζοντας από Δυσμάς πρός Ανατολάς χαιρετώ το ιλαρό φως κουβαλώντας μνήμες και αρέσκειες. Ω! Μέσα στα πράγματα που μου αρέσουν είναι το χαβιάρι, ο καπνιστός σολομός, ένα περουβιάνικο φαγητό πού το λένε σεβίτσε (ψιλοκομμένο ψάρι μαγειρευμένο χωρίς φωτιά με λεμόνι κι αλάτι), τα ποτά- το μπας αρμανιάκ (ένα είδος κονιάκ) μου αρέσουν τα μάνγκος, οι φράουλες, το παγωτό, τα στρείδια, όλα γενικώς τα θαλασσινά, εκτός από τα καλαμάρια.
Μου αοέσουν οί άνθρωποι που με κάνουν να ονειροπολώ, οι γυναίκες που μοιάζουν μέ νεράιδες κι είναι πάρα πολύ όμορφες – όχι όμως για να τις καταναλώνω, αλλά έτσι, προς παραμυθίαν. Μου αρέσουν βιβλία, η ζωγραφική. Δεν μου αρέσουν οι στρυφνοί και μίζεροι άνθρωποι. Μ' αρέσει πολύ η γενναιοδωρία κι η αρχοντιά, η αθωότητα επίσης. Αντιλαμβάνομαι το Θεό σαν το καλό χαβιάρι, προς βρώσιν. Δεν μ΄ αρέσουν τα νομικά κείμενα κι οι πρακτικές δουλειές. Δεν μου άρεσουν ο συμβιβασμός και το χιόνι – συμφωνώ πως είναι «η λέπρα της γης». Μ' αρέσει η θάλασσα, ο ήλιος, οι ζεστές χώρες, το καλό άσπρο κρασί, η σαμπάνια κι οι σοκολάτες πλην της άσπρης. Μ' αρέσουν τα κογχύλια, ο ξάδελφός μου ο Φερνάντο και τα μικρά κουτάκια. Μου αρέσει ακόμα ο Μπάστερ Κίτον, ο Κόναν Ντόιλ, η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, ο Τζέιμς Μπόντ, η μυρωδιά του νεφτιού, τα ωραία χαρτιά, οι εκδόσεις Άγρα, ο ζωγράφος Θεόφιλος, οι ραπιδογράφοι, το δημιουργικό γράψιμο (το άλλο τo βαριέμαι), ο Ανδαλουσιάνικος Σκύλος, η Θεία Κοινωνία, τα ελληνικά παραμύθια, υπεραγαπώ την Ελλάδα και τους Έλληνες (με όλα τα χάλια τους). Δεν μου αρέσουν τα υπουργεία, το τσιγάρο, οι φυλακές. Απεχθάνομαι τον Καθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Μ' αρέσει η προσευχή, αυτό το κέντημα του χρόνου που καταφέρνει ώστε ο χρόνος που γεννάει το θάνατό μας να παύει να είναι ο εχθρός και να πλημμυρίζει την καρδιά μας η αγάπη για να μη στεγνώσουμε… Αχ, πρέπει ν' αγαπάμε, να ποτίσουμε τις πέτρες κεντώντας το χρόνο, να μεταβάλουμε τα πάθη μας σαν ακροβάτες της πίστεως. Να αρνηθούμε τα συναισθήματα μας μέσα στο θείο πυρ. Γι' αυτό κόβει τα μαλλιά του ο μοναχός στην κουρά – κόβει δηλαδή τα συναισθήματα κι είναι η φλόγα που αναγκάζει τις γυναίκες να τυλίγουν τα μαλλιά τους σε μαντίλι όταν πηγαίνουν στην εκκλησία – από σέβας να μην εκδηλώνουν τα συναισθήματα τους.

Μα γιατί είναι τα μαλλιά μας συναισθήματα κι όχι τα γένεια μας;

Μιλώ εντελώς διαισθητικά – νομίζω τα ωραία μαλλιά δηλώνουν έναν έντονο συναισθηματικό κόσμο.

Και μένα που μού πέφτουν τα μαλλιά;

Συμβαίνει ίσως επειδή είστε πληγωμένος.

Τότε εσείς θα πρέπει να 'στε αλώβητος με τόσα μαλλιά, πατέρα Συμεών! Αχ, νομίζω ότι δεν λέμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους.

Εγώ σας μιλάω πολύ καθαρά, νομίζω – δεν σας έχω κρύψει τίποτα, σε σημείο πού αρχίζω να ανησυχώ (γέλια).

Γίνεστε διάσημος – αυτά ζητάτε;

Εκείνο πού ζητώ αληθινά είναι να κάθομαι στην ησυχία για πολύ καιρό και να χάνομαι, να ξεχνιέμαι. Σ΄ ένα μέρος με πράσινο, να βρώ λίγο τον εαυτό μου, στο δάσος ίσως – να γράφω, να ζωγραφίζω. Εχω κουραστεί από τις επαφές και τ΄ αναγκαστικά μου ταξίδια.

Πόσο μοναχός μπορεί να είναι κανείς, όταν τον επισκέπτονται τόσοι και ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου;

Κοιτάξτε: άπαξ καί έχεις υπακοή είσαι μοναχός. Το παν είναι πού έχεις την καρδιά σου. Μπορείς να ζεις σε όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου κι ο νους σου νά 'ναι στην αγάπη.

Με τον αναχωρητισμό γλιτώνουμε κι απ' οποιονδήποτε κοινωνικό αγώνα.

Το Βυζάντιο όμως οι μοναχοί ήταν εκείνοι που το διατήρησαν.

Σήμερα τι διατηρούν οι μοναχοί;

Τον ίδιο τον άνθρωπο!

Την ώρα που άλλοι είναι στα οδοφράγματα ο μοναχός νοιάζεται μονάχα για τη σωτηρία της ψυχής του.

Αλίμονο αν κοιτάει μόνο τη δική του σωτηρία, και δεν ξέρει ότι περνάει μέσα απ' τη σωτηρία των άλλων. Αλλά ο σκοπός του καλόγερου δεν είναι να πιάνει τα όπλα – βοηθάει με άλλον τρόπο, γιατί νομίζω ότι η αληθινή επανάσταση ξεκινάει απ΄ τον εαυτό μας. Αλλά τι ζητάμε με την επανάσταση; Μια αλλαγή οικονομικών καθεστώτων; Όχι εκείνο που ζητάμε είναι να διασώσουμε τον άνθρωπο. Ο μοναχός μαρτυρεί για τον αληθινό άνθρωπο, διότι αυτός αγωνίζεται ν΄ απελευθερώνεται απ΄ τα πάθη του δια της αγάπης.

Η Ιστορία όμως διδάσκει ότι καμιά δικτατορία δεν έπεσε δια της αγάπης.

Δια της αγάπης πέφτει η δικτατορία των παθών. Δες τις χώρες που έχουν γίνει οι επαναστάσεις: ποια πέτυχε; Καμιά!

Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα στις πολιτικές εξουσίες;

Υπάρχει, κι ο καθένας ανάλογα με τη συνείδησή του πρέπει να παίρνει θέση. Όμως ό μοναχός δεν ψάχνει την εξωτερική αλλαγή. Δες το κενό που υπάρχει στις «ευημερούσες» μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Ολοι μιλούν για την πολιτική αλλά χάνουν τον στόχο τους.

Πέστε μου, αλήθεια, πατέρα Συμεών: κάποια νύχτα που έπρεπε να ξυπνήσετε για τον όρθρο, κάποιο απόγευμα – όπως τώρα – μετά τον εσπερινό, κλείσατε την πόρτα του κελιού σας κουρασμένος, νιώθοντας πως όλος αυτός ο αγώνας ίσως είναι και λίγο μάταιος;

Πολλές φορές έχω κλείσει την πόρτα μου νιώθοντας εντελώς απογοητευμένος από όλα. Από όλα. Ακόμα κι απ' τον αγώνα μου – αλλά την πίστη μου δεν την έχω χάσει. Απλούστατα έχω πέσει σε μια ραθυμία, μια – πώς να το πω; – μια μελαγχολία πολλές φορές μελαγχολώ και βαριέμαι που ζω. Ας μπορούσες να καταλάβεις: όλοι μας τρέχουμε να φύγουμε απ' τον εαυτό μας· δεν θέλουμε να τον συναντήσουμε. Αν όμως τον δεχτούμε και υποφέρουμε το κενό που μας μεταγγίζει, θα δεχτούμε τα γόνιμα δώρα της υπομονής. Ομως πολλές φορές εγώ τα χάνω όταν διαπιστώνω αυτό το κενό μου και λιμνάζω οδυνηρά – κυρίως όταν δεν έχω να κοροϊδεύομαι με επισκέπτες ή κοσμική ζωή βλέποντας τον εαυτό μου γυμνό. Ζητάω τότε να δροσιστούνε λίγο τα χέρια μου και προσεύχομαι.

Τι άλλο είναι αυτό που σάς βγάζει από την αρπάγη της μελαγχολίας;

Δεν ξέρω. Δεν ξέρω να σας πω αν είναι η προσευχή. Μερικές φορές είναι – όχι πάντοτε όμως. Αλλες φορές είναι η ίδια η ροή των πραγμάτων που με τραβάει από αυτήν τη στενοχώρια της απραξίας… Γι' αυτό, παλιά, τη μέρα της κουράς του καλόγερου ο ηγούμενος απηύθυνε μόνον δυο λέξεις: «Καλή υπομονή». Υπομονή μέσα στη μοναξιά. Με τη μοναξιά κανείς βυθίζεται μέσα στα ύδατα της ψυχής, στον υδατόστρωτο τάφο της κι όλες οι φωτεινές εμπειρίες, όλες οι αντανακλάσεις του νοητού ηλίου στη θάλασσα της ψυχής αστράφτουν πάνω σε Βρώσιμους Ιχθείς, πάνω στο σώμα του Χριστού. Το έχω γράψει και σ' ένα κείμενο μου – το έχετε προσέξει; «Η αλήθεια εν τω βυθώ». Είναι η αλήθεια που βρίσκεις στα μάτια των αγίων και των απλών γυναικών, είναι η φλόγα που περνάει μέσα απ τα χρόνια, δίνοντας στα μάτια των ανθρώπων μιαν όψη αλλοτινή.

Και μιαν όψη θλιμμένη.

Μη λυπάστε γι' αυτήν τη θλίψη είναι γιατί τα πάθη δεν χάνονται αλλά μόνον αλλάζουν με τη δύναμη της αγάπης, κρατώντας για πάντα τις μνήμες της πτώσης των.

Δεν λυπάμαι, πατέρα Συμεών – φοβάμαι όμως.

Όπως φοβάται ο ακροβάτης που βγαίνει χωρίς πίστη στή σκηνή. Οπως φοβάται όποιος δεν δαπανιέται για τους άλλους. Ομως μη φοβάσαι: πέσε στο κενό για να υπάρχει λόγος να σε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Θεός.
Related Posts with Thumbnails