© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ Ο ΘΕΙΟΣ ΗΧΟΣ

Στὴν ἀξιότιμη κ. Μαρία Κοτοπούλη, ὀφειλὴ

Έχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου. 

(Μ. Μουντές)

Τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ σφράγισαν τὴν παιδεία μου εἶναι κι αὐτό, ποὺ διαβασα καὶ εἶναι ἔργο ἑνὸς μακαριστοῦ σήμερα θεολόγου ποιητῆ, χιώτη τὴν καταγωγή, μὲ τρυφερὴ ψυχὴ κι ἄδολη ἀγάπη στὸ αὐγουστιάτικοπαλὸ μελτέμι ποὺ εὐωδιάζει θυμίαμα, γιασεμὶ κι ἁρμύρα.

Τώρα θὰ μοῦ πεῖτε -καὶ δικαίως- γιατὶ ἀνάφερα τὰ παραπάνω. Μὰ, γιὰ να σταθῶ στὸ στίχο ἐκεῖνο, ποὺ ἀναφέρει ὅτι «ἕνας καιρὸς παιδικὸς ξανάνθισε» Καὶ ναί, ξανάνθισε, ἀλλ’ ἐτούτη τὴ φορὰ ἀπὸ ἕνα βιβλίο πού -σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα ξέρω- μήτε παρουσιάστηκε, μήτε ἔλαβε τὶς ἀπαραίτητες διαστάσεις του μέσα στὴ σκοπελίτικη κοινωνία. Τουλάχιστον ὅπως ἐγὼ τὸ γνωρίζω ἤ τὸ αἰσθάνομαι. Μπορεῖ ὅμως νὰ κάνω λάθος. Καὶ μιλῶ γιὰ τὸ βιβλίο τῆς σήμερα τιμωμένης κ. Μαρίας, «Στὴ Σκόπελο, ὅπως τὰ πεῦκα». Βιβλίο κορυφαῖο, σύμφωνα μὲ τὴν ταπεινή μου γνώμη, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ καὶ εἶναι ἕνα ταμεῖον μὲ ἰστορικὲς, λαογραφικὲς, θρησκευτικὲς ἀλλὰ καὶ οἰκογενειακὲς μνῆμες, ὅπως θὰ πῶ στὴ συνέχεια.

Ἐπέλεξα, λοιπόν, τὸ στίχο αὐτό, γιατὶ θεώρησα πως εἶναι ὁ πλέον πολύτιμος, κατὰ τὴ γνώμη μου, γιὰ νὰ ξανανθίσει, μαζὶ μὲ τὰ γραφτὰ τῆς σ. γιὰ ὅλους μας ἐκεῖνος ὁ τρυφερὸς καιρός τῆς παιδικής μας ἡλικίας, ποὺ ὅσοι τὸν ζήσαμε τὸν νοσταλγοῦμε τόσο! Ναί, τὸν νοσταλγοῦμε. Πόσο μᾶλλον ἡ σ. ποὺ τιμᾶμε ἀπόψε Κι εἶναι ὄντως ἕνα μέγα χρέος ἀπέναντί της, ποὺ ἐλπίζω νὰ ἔχει εὐλογημένη συνέχεια…

Εἰλικρινά Σᾶς ἐξολογοῦμαι, προσφιλεῖς μου πατέρες, ἀγαπητέ μου κ. Δήμαρχε μὲ σύμπαν τὸ φιλόπατρι Δημ. Συμβούλιο, ἀγαπητοί μου καὶ ἀθεράπευτα οἰκεῖοι Σκοπελίτες καὶ φίλοι τοῦ νησιοῦ μας, ὅτι γιὰ μένα εἶναι μεγάλη, ὑψίστη τιμἠ, ὥστε νὰ βρίσκομαι στὸ ἴδιο τραπέζι μετὰ τῆς ἀγαπητῆς, ἀξιοσεβάστου καὶ κορυφαίας λογίου τῆς κύριας Ἀνθούλας μας Δανιὴλ -καὶ τονίζω τὸ “μας“, γιατὶ τὴ θεωροῦμε πιὰ Σκοπελίτισσα. Μόλις, λοιπόν, ἔμαθα ὅτι θὰ μὲ συντροφέψει ἀπόψε μιλώντας καὶ τιμώντας τὴν πάντα ἀξιαγάπητη καὶ ἐντιμόταταη κυρία Μαρία Δελήτσικου-Παπαχρήστου, εἶπα μέσα μου: Πῶς νὰ ἀντιμετρηθεῖ ὁ δικός μου ὁ κεχριαῖος καὶ λιτὸς λόγος μὲ ἐκεῖνον τῆς κ. Ἀνθούλας; Λόγος τόσο πλούσιος εἶναι σὲ λέξεις, παραθέματα καὶ μὲ βαθύτατη μελετη ἑκατοντἀδων ἔργων τῆς Ἑλλ. καὶ ξένης Λογοτεχνίας -μεταξὺ αὐτῶν δε καὶ τῶν ἔργων τῆς κ. Μαρίας, μὲ κεῖνον τὸν τὀσο ὑφηλό, ὕψιστο θὰ τὸν ἔλεγα κι ἀξεπεραστο κριτικὸ νοῦ. Κι ἀσφαλῶς θὰ θυμόμαστε, σχεδὸν οἱ περισσότεροι, τὰ ὄσα μᾶς μᾶς παρέδωσε, καὶ μὲ παραδειγματκὴ σοφία καὶ φιλοτιμία μᾶς δίδαξε καὶ ἀνέλυσε ἀβίαστα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ σοφία ποὺ τὴ διακρίνει τὸ βιβλίο τῆς κ. Μ. «Σκοπέλου λάλον ὕδωρ» ἤ γιὰ τὴν συμπαθέστατο καὶ πολυσέβαστο Δημήτρη Νολλα. Εἶναι, λοιπόν, μεγίστη ἡ συγκίνηση γιὰ τὸν ὑποφαινόμενο, ποὺ στεκει δίπλα σὲ μιὰ λόγια κυρία μὲ Κ. κεφαλαῖο, ποὺ ὑψώνει τὸν Ἕλληνα λόγο καὶ ἐντίμως διακονεῖ.

Γι’αὐτὸ καὶ προτίμησα , μὲ δηγὸ τὸν στίχο τοῦ Μ. Μουντέ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ δικά μου βιώματα, τὶς μνμες καὶ κυρίως τὰ γνώριμα τοπία ποὺ προβάλλει ἡ σ. νὰ συντονιστῶ μὲ τὸ ἀγαπημένο μου θέμα: Τὴ Μνημοσύνη… Τὴ θεὰ αὐτὴ τῶν προγόνων μας, ποὺ διασώζει ἀπὸ τὴ λησμονιὰ καὶ τὴν ὅποια καταστροφὴ τὴν ἱστορικολαογραφικὴ καὶ ὄχι μονο- ἰχνογράφηση ἑνὸς τόπου, ὥστε νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του στὸ Χρόνο. Θεωρῶ, βλεπετε τὰ ἄλλα τῆς κ. Μαρίας βιβλία ἐπιστημονικὲς μελετες βασισμένες κυρίως στὴν ἀποδελτιωση τοῦ ὑλικοῦ, τὴν προσεχτικὴ θήρευση τῆς βιβλιογραφίας, στὴν ἔρευνα καὶ στὴν πειθαρχία τῶν κανόνων τῆς ἐπιστήμης. Μὲ λίγα λόγια εἶναι βιβλία-διατριβές. Βιβλία δηλ. ποὺ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ κρίνω ἤ νὰ παρουσιάσω.

Ἐνῶ στὸ περίλαμπρο αὐτὸ βιβλιο «Στὴ Σκόπελο, ὅπως τὰ πεῦκα» ὁ λόγος εἶναι καθαρὰ ἀπομνημονευτικός, καρδιακός, βαφτισμένος μέσα στὸ βαθὺ πηγάδι τῶν ἀναμνήσεων: Αὐτῶν τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς χαρίζονται, γιὰ νὰ τὶς ἀξιολογοῦμε καὶ μετὰ νὰ τὶς ἀρχειοθετοῦμε στὶς πολυτιμότερες κοσμηματοθῆκες τῆς ψυχῆς μας, ἔτσι ὥστε νὰ μᾶς ἀκολουθοῦν πάντα καὶ νὰ μᾶς συντροφεύουν κάποιες ὧρες, ὧρες τρυφερὲς καὶ στολισμένες μὲ λυρισμὸ καὶ κυρίως σ’ ἐκεῖνα «τὰ δειλινὰ τὰ πένθιμα τὰ φθινοπωρικά». κατὰ πῶς λέει ὁ ἀγαπημένος μου ποιητὴς, ὁ Κώστας Οὐράνης, ὅπου ἡ νοσταλγία κορυφώνεται μέσα μας. Διασώζει, λοιπόν, ἡ σ. μέσα στὶς πεντακόσιες εἰκοσιπέντε σελίδες τοῦ ὡς ἄνω βιβλιου της, ἕνα πολιτισμὸ ποὺ δὲν ἐπιστρέφει πιά, ἀλλὰ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν πρόσωπα, ἀσχολίες τῶν κατοίκων, μνῆμες καὶ συμπεριφορές, λαογραφικές, ἐκκλησιαστικὲς καὶ καίριες ἱστορικὲς πληροφορίες, κανὰ στοιχεῖα παναπεῖ, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, πάνω στὸν ὁποῖο θὰ στηθοῦν στὸ μέλλον ἐρευνητικὲς προσπαθεις γιὰ μιὰ καταννόηση ἤ καὶ σύγκριση τοῦ χτὲς μὲ τὸ σήμερα τῆς χρυσῆς- κατὰ τὸν Δαπόντε- πατρίδος μας, τῆς Σκοπέλου

Ὅμως νομίζω ὅτι πολλὰ εἶπα, ἐνῶ καιρὸς εἶναι νὰ περπατήσουμε μέσα στὸν πνευματικὸ λειμώνα τοῦ βιβλιου αὐτοῦ, ἀφήνοντας σὲ πολλὰ σημεῖα τὴ σ. νὰ μᾶς σεργιανίσει σὲ μιὰν ἄλλη Σκόπελο. Τὴ Σκόπελο ἐκείνη δηλ. ποὺ εὐωδίαζε ἀσβεστη, γαρύφαλο, βασιλικὸ καὶ ματζουρνα, ἀλλὰ καὶ φρεσκοπλύμένους, πεντακαθαρους δρομους. Δρόμους, σοκάκια, σπίτια, τοπία,ὄχι μονάχα τῆς Χώρας, ἀλλὰ καὶ τῆς Γλώσσας, ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια ποὺ τὰ ξαναεπισκέπτεται ὅποιος τὸ ἐπιθυμεῖ, μελετώντας βμα-βμα τὸ βιβλίο αὐτό, συνεπικουρούμενος κι ἀπὸ κάποια σπαράγματα περιηγητικῶν περιγραφῶν ἀλλὰ καὶ παλαιῶν φωτογραφιῶν, ποὺ γίνονται ἀρωγὸς στὸ λόγο, ὥστε νὰ βιωθεῖ ἐντονώτερα.

« Ἀρχὲς Ὀκτώβρη, θὰ μᾶς ἐξομολογηθεῖ ἡ σ., πατούσα πρωΐ-πρωΐ τὸ μαδέρι τοῦ «Πασχάλη», τοῦ πλοίου τῆς γραμμῆς κι ἔφευγα γιὰ τὸ Βόλο… Σφιγμένη μέσα μου ἡ ψυχὴ καθὼς ξεμάκραινε τὸ πλοίο ἀπὸ τὸ λιμανάκι ἄφηνα πίσω μου τὸ σπίτι, τοὺς οἰκείους, τὴ σιγουριά, τὸν τόπο ὅπου πρωτοψηλάφησα τὴ ζωή. Ἀποσκευές μου ὅ, τι εἶχα μέχρι τώρα μάθει… Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἦρθε ἡ στιγμὴ τώρα καὶ σὺ νὰ δοκιμάσεις τὰ δικά σου τὰ φτερὰ καὶ ν’ ἀποδείξεις σ’ ὅλους ὅτι ὁ ἄνθρωπος καταξιώνεται ἀπ’ τὸν ἀγώνα του νὰ γίνει Ἄνθρωπος, εἴτε ἄντρας εἶναι αὐτὸς, εἴτε γυναίκα».

Σᾶς θυμίζω ἐδῶ, πὼς τὸ παράθεμα ποὺ διάβασα εἶναι ἀπὸ τίς στερνὲς τοῦ βιβλίου σελίδες. Καὶ ξέρετε γιατὶ τὸ ἔκανα αὐτό; Γιατὶ πιστεύω πὼς μέσα σ’ αὐτὲς τὶς ἀράδες συμπυκνώνεται μὲ ὁλόθυμη συγκίνηση καὶ ἱερὁτητα, ὁλάκερη ἡ παιδικὴ καὶ ἐφηβικὴ βιοτὴ τῆς σ. Καὶ ἐξηγοῦμαι:

Ἐπειδή πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, σὲ ἄλλους φυσικὰ καιροὺς καὶ χρόνους ποὺ ἡ τεχνολογία δὲν ἦταν τόσο προηγμένη, ἔζησαν ἔντονα αὐτὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν προκυμαία στὸ πλοῖο, ὅσοι δηλ. κοίταξαν γιὰ στερνὴ φορὰ, ἐνῶ ταξίδευαν, νὰ χωνεύουν τὰ σπίτια τῆς Χώρας ἤ τοῦ γενέθλιου τόπου τους πίσω ἀπὸ τοὺς θεόρατους βραχους, τοὺς ντυμένους μὲ ἔντονη βελόυδινη πράσινη φορεσιά, αὐτὸ τὸ ταξίδι λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνο, ὅπου καθορίζει πιὰ ἕναν ἄλλο βίο. Ἕναν βίο ποὺ ὀφείλεις νὰ τὸν ζυγιάσεις μὲ ἀκρίβεια μέσα σου. Παναπεῖ, τὸ ἄν θὰ κατορθώσεις νὰ λησμονήσεις, καθὼς μακραίνεις ἀπὸ τὸ νησὶ, ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦ χτές, αὐτὰ δηλ. ποὺ ταμίευσες δεκαετίες ὁλάκερες στὸ γενέθλιο τόπο σου; Γιατὶ εἶναι βέβαιο, καθὼς ταξιδεύεις ἀποκομμένος πιὰ ἀπὸ τὸν τόπο σου, ὅτι θὰ τὸ πεῖς, θὰ τὸ ὑποσχεθεῖς στὸν ἑαυτό σου- ὅπως πολλοὶ τὸ κάνουν: Καὶ νὰ τώρα ἀρχίζει κάτι τὸ καινούριο, ποὺ ὅμως δὲ σημαίνει ὅτι τὰ ἀρχαῖα παρήλθον. Γιατὶ σο καὶ νὰ μακραίνεις ὁ μίτος τῆς Ἀριάδνης ποὺ σὲ ἀκολουθεῖ, τὸ αὐτὸ τὸ ἀόρατο νῆμα της σὲ κρατεῖ γερὰ δεμένο μὲ τὶς ρίζες σου Εἶναι δηλ. αὐτὸ ποὺ πολὺ σωστὰ λέει ὁ Ππδ. ὅτι δηλαδή. νῆσος αὐτή, δηλ. ἡ Σκόπελος, κρατεῖ δέσμια τὰ παιδιά της, μὲ μιὰ νοσταγία ἀνεπανάληπτη. Φρονῶ, λοιπόν, πὼς οἱ πολυτιμότερες ἀποσκευὲς ποὺ μὲ ιεροπρέπεια ἀποθηκεύει μέσα στὴν Ἅγια Τράπεζα τῆς καρδιᾶς του αὐτὸς ποὺ ἀποδημεῖ πιά, εἶναι ὁ πανίερος θησαυρὸς, ποὺ τὸν ἀποτελοῦν πρόσωπα ἁγιασμένα -τῶν γονιῶν πρωτίστως καὶ τῶν παππούδων, τῶν δασκάλων, τῶν συγγενῶν, τῶν φίλων τῶν γειτόνων… Καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς, ποὺ ἀποτελοῦν γιὰ κείνη καὶ εἶναι μιὰ πολύτιμη πινακοθήκη, γεγονότα ἀρυτίδωτα στὸ χρόνο, ὅπως ἐκεῖνα τὰ γιορτινὰ τραπέζια, ὅπου ὅλη ἡ οἰκογένεια πανηγυρίζει τὰ Χριστούγεννα, «ἐνῶ ἔξω ἀναταραζόταν ἡ φύση, λυσσομανοῦσε γραιγολεβάντες κι μαΐστρος….[ἀλλὰ] μέσα στὶς ψυχὲς μας βασίλευε γαλήνη, ευτυχία καὶ χαρά. μορφα, λοιπόν, χρόνια παιδικὰ ὅπου τὰ μετρᾶς κι είναι ὅλοι παρόντες ἐκεῖ γύρω σου» θὰ μᾶς θυμίσει μὲ φανερὸ τὸ ἀσίγαστο συγκινησιακὸ φορτίο μέσα της ἡ σ. Κι ἀκόμα μαζὶ μὲ ὅλ’ αὐτὰ ἀνεβαίνουν στὴν ψυχὴ φωνὲς ποὺ σιώπησαν σήμερα, εὐωδιὲς καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἐκείνη ἡ λατρεμένη ἁπλότητα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, χωρὶς ὑπερβολλὲς καὶ δάνεια ξένα. Γιατὶ λ.χ. κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ ξαναφέρει τὶς τηγανίτες μὲ τὸ εὐωδιαστὸ καὶ ἀθάνατο πετιμέζι, τὶς πασπαλισμένες ἀμύγδαλο καὶ κανέλλα. Ἤ τὶς εὔγευστες κολοκυθόπιττες ἀπὸ χειμωνιάτικο, κίτρινο κολοκύθι, τὶς «λύρες», ὅπως τὶς λέγαμε, ἀλλὰ καὶ τὸ πάλλευκο ρυζόγαλο τὸ στολισμένο μὲ κανέλλα. Κ. ἄ. ἀκόμη.

Θὰ μποροῦσα πολλὰ ἀκόμη ν’ἀναφέρω, ὅμως δὲν θὰ τὸ ἐπιδιώξω, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ κάθε ἐνδιαφέρομενος νὰ μελετήσει τὸ βιβλιο, ὅπου μὲ ἱερὴ εὐλάβεια παρατίθενται, μὲ κάθε λεπτομέρεια, τὰ σα παραδειγματικὰ εἶπα καὶ ἀκόμα ἕνα πλῆθος ἀπὸ τὴν ἐθιμικὴ διατροφικὴ πρακτικὴ τῆς κάθε μέρας, τῆς κάθε χρονικς περιόδου, τῆς κάθε χρονιάρας μέρας ποὺ σίμωνε. Γιατὶ τὸ βιβλιο αὐτὸ διδασκει καὶ τὶς παλιὲςς ἀρχὲς πο]θ εἶχαν οἱ προγονοί μας. Γι’ αὐτὸ ξεχώριζαν τὴν γιορτὴ ἀπό τὴν καθημερινή, ἤξεραν τὶς μέρες τὴς νηστείας, ἀλλὰ καὶ τῆς πασχάλιας εὐφροσύνης. Κι ὅλ’ αὐτὰ καμωμένα καὶ βασισμένα στὸ ἀθάνατο «μέτρον ἄριστον».

Ὅμως ἐκε ποὺ ἡ συγκίνηση περισσεύει εἶναι οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὶς ἀγροτικὲς ἀσχολίες, τὶς ὁποῖες μὲ λεπτομερῆ τρόπο ἀναφέρει. Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ θερισμό, τὸ τίναγμα, μάζεμα, ξεφλούδισμα καὶ λιάσιμο τοῦ ἀμύγδαλου, τὴ συγκομιδὴ τοῦ κορόμηλου, τὸ μάζεμα τῶν σύκων ποὺ προορίζονταν γιὰ λίασιμο, τὰ λεγόμενα πασταλια, ἡ ἑτοιμασία τοῦ χόντρου κι ὕστερα τὸ βράσιμο καὶ τὸ λιάσιμο τοῦ τραχανά, ὁ τρύγος τὸν Σεπτέμβριο μὲ τὴν ἑτοιμασία τοῦ κρασιοῦ, τοῦ λάγκερου, μὲ τὸ καλύτερο, μάλιστα νερὸ τῆς Σκοπέλου: ἐκεῖνο τῆς Λαγόβρυσης. Φυσικὰ ὑπῆρχε κι ἡ κουρκούτη, ἡ γνωστὴ πιὰ μουσταλευριὰ, ἀλλὰ κι οἱ ἀρμαθιές μὲ ξεροὺς καρποὺς μπελονιασμένος μὲ προσοχὴ, ποὺ τὶς βουτοῦσαν στὴ χοχλαστὴ τὴ κουρκούτη κι ὕστερα τὶς λιάζανε γιὰ τὸ χειμώνα. Καὶ τέλος τὸ πρῶτο χέρι τοῦ μαζέματος τῆς ἐλιᾶς, ἡ συλλογὴ τῆς μαύρης γιὰ πώληση, τὸ εὐωδιαστὸ χνωτο τοῦ φρεσκοβγαλμένου λαδιοῦ μὲ τὶς νοστιμόνατες τὶς καψαλισμένες ζοῦπες.

Μακάρι νὰ μποροῦσαν ν’ ἀναστηθοῦν κι ποπτικὰ αὐτὲς οἱ εἰκόνες. Εἰκόνες ποὺ θυμίζουν τὸ ἀξεπέραστο «Ἀπό τὴν Σκίαθον» τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη, ποὺ θησαυρίζεται μέσα στὸ ἔργο του «Μὲ τοῦ βορηᾶ τὰ κύματα». Ὅμως εὐτυχῶς ποὺ ἔχουμε τὶς περιγραφὲς αὐτές, οἱ ὁποῖες, ἐμᾶς τοὺς μεγαλύτερους μᾶς ἀγγίζουν στὶς πιὸ τρυφερὲς χορδὲς τῆς ψυχῆς μας. Γιατὶ ἀκόμα ἔχουμε ἐκείνη τὴ εὐωδιὰ ἀπὸ τὸ θερισμένο χορτάρι τῖς πρῶτες ὧρες τῆς ἡμέρας, μὲ τὴ δροσιὰ ἐπανω στὶς κομμένες καλαμιές ἤ ἐκείνη τὴ γλυκιά ξυνίλα ποὺ ἀναδιναν τὰ παστρεμένα ἀμύγδαλα ποὺ λιάζονταν, τὸ ἄρωμα τοῦ σταφυλιοῦ ποὺ τὸ πατούσαν ἤ τὸν ἀφηνα στὴν κάδη νὰ βράσει μὲ τὰ στεφλα κι ἀπὸ πάνω του νὰ εἶναι ἑκατομύρια οἱ «μ’σίτσις» κ. ἄ ἀκόμα.

Τὶ ὄμορφα, λέω, θὰ ἦταν νὰ γράφονταν μιὰ μελέτη μὲ βάση τὶς διηγήσεις τῶν δύο Ἀλέξανδρων τῆς Σκιάθου καὶ τὰ ὅσα χρήσιμα μᾶς χαρίζει τὸ βιβλιο αὐτό, ὥστε νὰ δοῦμε τὶς πνευματικὲς συγγένειες ποὺ ἔχουμε, ἀλλὰ καὶ τόν σχεδὸν κοινὸ λαϊκὸ πολιτισμό. Ἀκόμη κι ἐκείνο τὸ ἐξαίσιο χρονικὸ τοῦ Α. Μ. ποὺ ἀναφέρεται στὰ τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Ἁγίου Δεσπότου στὴ Σκιάθου, μὲ πόση μαστοριὰ δὲν τὸ δένει καὶ τὸ κείμενο τῆς σ. ὁ Ἅγιος Χαλκίδος στὸ νησί μας. Κι ὅλ’ αὐτὰ εἶναι πολὺ χρήσιμα γιὰ νὰ μελετηθεῖ τελικὰ ἡ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ τῶν κατοίκων τοῦ χθὲς καὶ τοῦ σήμερα.

Ἐπειδὴ πρέπει νᾶ σταματήσω -δὲν πάει ἄλλο βλλέπετε νᾶ σας ταλαιπωρῶ- θὰ ἤθελα νὰ πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὸ ναυπηγεῖο, τὸν ταρσανᾶ, ποὺ τὸν περιγραφει μὲ κάθε λεπτομέρεια καὶ διασώζει τὴν ἐθιμὴ πρακτική, ποὺ ἀκολουθοῦσν οἱ παλιοὶ μαστόροι.Κατι παρόμοιο μᾶς παραδίνει καὶ ὁ πολὺς Ἀλ. ΠπΔ. στο διήγημά του “Ὁλόγυρα στὴ λίμνη”. Νὰ, λοιπόν, κι ἄλλη μιὰ πνευματικὴ συγγένεια, ποὺ μπορεῖ νὰ φέρει στὸ φῶς μιὰ συγκριτικὴ μελέτη ἀνάγνωσης καὶ τῶν δύο ἀφηγήσεων. Δὲν ἐπιμένω περισσότερο πάνω σ’ αὐτό, ἀντίθετα τὸ θέτω εἰς τὰ ὑπόψιν.

Καὶ θὰ κλέισω μὲ τὰ ἑξῆς: Σ’ ἕνα ἄλλο διήγημά του ὁ Σκιαθίτης γείτονας ποὺ προανέφερα, ὁ Ππδ, τιμητικὰ ἀποφαίνεται γιὰ τὴ Σκόπελο, «ὡς νῆσον ἡ ὁποία μεταβάλλει εἰς φανατισμὸν τῆς ἀγαπην τῆς πατρίδος τους», γιὰ ὅλα της τὰ τέκνα-μικρὰ ἤ μεγάλα.

Καὶ στὸ βιβλίο αὐτὸ ἐπακριβῶς διαπιστώνεται. Γιατὶ ὁ σεβαστικὰ ἀγαπητικὸς φανατισμὸς εἶναι τὸ νὰ ἀθανατίζεις πρόσωπα, γεγονότα, ἀσχολίες -λησμονημένες πιά- καὶ τόσα ἄλλα. Νὰ στήνεις, δηλαδή μὲ λέξεις καὶ ἀφηγήσεις εἰκόνες ποὺ τὶς ἔχεις κρατήσει μέσα σου καὶ μετὰ νὰ τὶς παραδίνεις - κληρονομιὰ ἀθάνατη καὶ βαθύτατα χρήσιμη, ὥστε νὰ μὴ σπάσει ποτὲ τὸ νῆμα ποὺ σὲ δένει μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴν πολιτιστικὴ κληρομιὰ τοῦ τόπου. Γι’ αὐτὸ βιβλία ὡσὰν αὐτό, πλόχερα μᾶς εἰκονίζουν μὲ τοὺς αὐστηροὺς καὶ πειθαρχημένους κανόνες τῆς εἰλικρινοῦς περιγραφῆς, «μιὰ γλυκιὰ φαντασία χρόνων μακρυνῶν [να στολισμένο] τοπίο νησιώτικο, δικό μας, κοντινὸ μὲ τ’ ἀνθισμένα γιασεμιὰ, τὰ φούλια καὶ τὸν βασιλικό στοῦ γαλανοῦ γυαλο μας κάποιαν ἄκρη», γιὰ νὰ ξαναθυμηθῶ τὸν Μ. Μουντὲ καὶ πάλι. Ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ βιβλία δὲν τὰ διαβάζεις καὶ τ’ ἀφήνεις. Τὰ ἐπισκέπτεσαι συχνὰ γιὰ διαπιστώσεις τὴ χρησιμότητά τους, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ ἱερὴ τὴ Μνήμη ἤ γιὰ νὰ σᾶς πῶς πιὸ ἁπλᾶ, Ψυχοσάββατα θυμίζουν, μὲ τὸ χαρμολυπικό τους χαρακτήρα καὶ τὴν ἱερότητα ποὺ τὰ ντύνει καὶ τὰ συνθέτει ἐκείνη ἡ γιὰ λίγο παρουσία τν ὀνομάτων ποὺ διαβάζονται.

Καὶ φτάνω στὰ ἐπιλεγόμενα:

« Τώρα ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβησε ὁ ἴσκιος τους πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ τ᾿ ἀναθιβάλει μὲς στὸ νοῦ του ἕνα πρὸς ἕνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τῶν τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γυρίζει βουὴ καὶ σάλαγο. Κάποια μέρα θἄρθει βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές». (Στρατής Μυριβήλης, Τὰ Παγανά)

Προσθέτω στὸ ἄμετρα συγκινητικὸ καὶ μὲ τὴν πρέπουσα ἱερότητα καλοστορισμένο γραφτὸ τοῦ Μυριβήλη, πὼς εὐτυχῶς ποὺ ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε νὰ ἔχουμε στὰ χέρια μας τοὺτη τὴν αὐτοβιογραφικὴ παρακαταθήκη τῆς κ. Μαρίας, ποὺ ἀθανατίζει ἀνθρώπους, τοπία καὶ γεγονότα, ὥστε νὰ παραμείνουν «ἕως τῆς συντελείας» σιμά μας. Καταλαβαίνω πὼς ἤμουν καπως βαρετός, γι’αὐτὸ καὶ ἀπὸ καρδιᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὑπομονή καὶ τὴν ἀντοχή Σας.

( Ὁμιλία στὶς 24-7-2021 στὴ Σκόπελο, κατὰ τὴν τιμητικὴ ἐκδήλωση τοῦ Δήμου Σκοπέλου γιὰ τὴν Σκοπελίτισσα λόγιο κ. Μαρία Δελήτσικου-Παπαρχήστου)

π. κ. ν. κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails