Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Πρώτα πρώτα θέλω να συγχαρώ
τον Δήμαρχο Σκοπέλου κ. Σταμάτη Περίσση και
τις άλλες αρχές του τόπου που είχαν την ευγενή ιδέα να τιμήσουν ένα εξέχον
μέλος της σκοπελίτικης κοινωνίας για τη συνολική προσφορά του στον τόπο∙
την Κυρία Μαρία Δελήτσικου-Παπαχρίστου, για τα ωραία βιβλία που έγραψε, για τα
παιδιά που δίδαξε, και για το ήθος που τους μετέδωσε.
Και επίσης θέλω να πω κι εγώ ευχαριστώ που έρχομαι εδώ για να συμβάλω, όσο και όπως μπορώ, σ’ αυτή την γιορτή και που έχω την χαρά να φιλοξενούμαι, στο «σπίτι» της Μαρίας και της Ιφιγένειας Δελήτσικου που η συνάντησή μου μαζί τους οφείλεται στην καλή μου τύχη.
Θα αρχίσω με μερικούς
στίχους από ένα ποίημα της Μαρίας Δελήτσικου- Παπαχρίστου
Και συ στη θέα θαύματος που επαναλαμβάνεται
αλάθευτα,
τι λέω; ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ,
θέλω να πω, αναφωνείς:
«Μέγας ει, Κύριε, και
θαυμαστά τα έργα Σου!»
Και πόσο αδύναμος, φτωχού
μυαλού ανθρώπου
ο λόγος γέννημα
ύμνο αντάξιο να πλέξει «των θαυμασίων Σου!»
τηρουμένων των αναλογιών θαυμαστά έργα έκανε και η Μαρίαˑ είναι που το σημαίνον όνομα εμπεριέχει το θαύμα και η συγκεκριμένη Μαρία έχει το ταλέντο,
ό,τι λέει και ό,τι κάνει να αγγίζει την τελειότηταˑ να μας δείχνει πόσο μακριά
είμαστε εμείς από αυτό που θέλουμε να επαινέσουμε και πόσο, εν σοφία εκείνη
εποίησε, όλα όσα επεχείρησε και πώς τα διεκπεραίωσε με αίσθημα μεγάλης ευθύνης
και με σεμνότητα, κάνοντας μια δουλειά
ψυχο-πνευματικο-χειρωνακτική, γιατί γράφοντας με το χέρι ό,τι είχε στην ψυχή
και στο μυαλό της, ενεργοποιούσε όλες τις λειτουργίες και αισθήσεις, άκουγε πάνω
στο χαρτί τον ήχο και ένιωθε το σχήμα της λέξης, μια αίσθηση που έχει χαθεί
στον υπολογιστή όπως, βέβαια, έχει χαθεί και η μυρωδιά από το μελάνι που
προλάβαμε οι παλαιότεροι.
Το έτοιμο τυπωμένο βιβλίο της
Μαρίας Δελήτσικου-Παπαχρίστου είναι ένα έργο τέχνης, πνεύματος και ψυχής. Και
επιμένω σ’αυτό. Και κάτι ακόμα. Η σεμνότητά της δεν της επέτρεψε να ανοίξει τα αετίσια φτερά της και
να γράψει κι άλλα πολλά που θα την έβγαζαν από τον όμορφο μικρό παράδεισο της
νήσου Σκοπέλου.
Κυκλοφορώ πολλά χρόνια στον χώρο
και έχω δει πολλά. Τέτοια γνώση, τέτοια πολυμάθεια, τέτοια ικανότητα
επισήμανσης της λεπτομέρειας, αλλά και τέτοια σεμνότητα, δεν έχω ξαναδεί. Και
αρκεί να την ακούσουμε να μιλάει αλλά
και να ψέλνει, ντουέτο με την αγαπημένη της αδελφή, την Ιφιγένεια, για να
καταλάβουμε τι ποικιλία φωνών έχει αυτή η θαυμάσια γυναίκα αποθησαυρίσει στο
μυαλό της και στην ψυχή της, που ζωγραφίζεται και στο πρόσωπό της,
επιβεβαιώνοντας αυτό που έλεγαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι, ο Πλάτων
συγκεκριμένα, οία η μορφή τοιάδε και η
ψυχή.
Μια τέτοια ψυχή μόνο για την
προσφορά ενδιαφέρεται. Να διδάξει γράμματα αλλά και ήθος στους μαθητές της, να
προσφέρει στη μάνα γη που την γέννησε. Δεν είναι τυχαίο που, όπου περπατήσαμε
μαζί κάποιοι/ες, άντρες ή γυναίκες πια, μας σταματούσαν για να την χαιρετήσουν
με χαρά, γιατί ήταν η καθηγήτριά τους και το πρόσωπό τους γέμιζε φως από την
ανάμνησή της.
Και φυσικά η πολυτάλαντη γυναίκα,
χωρίς να αφήσει στην άκρη, να περιφρονήσει ή να σνομπάρει (όπως λέμε σήμερα) τα
παραδοσιακά, όλα τα ανέδειξε με πάθος και αγάπη.
Θα αναφέρω ένα ανάλογο για να πω
πώς νομίζω ότι η Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου άρχισε να γράφει. Ο μεγάλος μας
ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, λεει ότι, μικρό παιδί ακόμα, είδε μια μέρα την μικρή
μαραγκοπούλα, την κόρη του μαραγκού που είχαν στην υπηρεσία τους, να του κάνει
από μακριά νοήματα. Γράψε! Να γράψεις!
Κι εκείνος νόμισε πως ήταν ένας άγγελος
αυτό το κοριτσάκι που τον παρότρυνε να γράψει ποίηση. Ήταν ένας άγγελος
Κυρίου ή απλώς η μαραγκοπούλα που ήξερε πως το αγόρι έπρεπε να γράφει και να
διαβάζει, του υποδείκνυε να μη χαζεύει,
αλλά να μπει στο σπίτι και να γράψει τις
ασκήσεις του.
Ή μήπως του ζητούσε να της στείλει ένα
γραμματάκι; Σημασία δεν έχει τι του έλεγε, αλλά τι εκείνος νόμιζε ότι του
έλεγε! Και νόμιζε ότι του έλεγε να γράψει –ποιήματα! Είναι ο κόσμος όπως διαμορφώνεται μέσα στον ποιητή και όχι ο ποιητής
μέσα στον κόσμο, λέει ο ποιητής.
Όταν ο Ελύτης μεγάλωσε κι έγινε
ποιητής σημείωσε αυτό το περιστατικό σαν σημαδιακό για την πορεία του. Έτσι και
η τιμωμένη μας σήμερα, κάποιο κέντρισμα έλαβε, κάποιο καλό μήνυμα, το οποίο στα
Θρησκευτικά μας το λέμε Ευαγγελισμό. Το όνομά της είναι Μαρία, βλέπετε, και
είναι επιδεκτικό θαυμάτων. Κι έτσι αποφάσισε να γράψει. Να γράψει βιβλία για
την αγαπημένη της Σκόπελο και να σώσει τον θαυμάσιο αυτό θησαυρό πριν η λαίλαπα
της εξέλιξης τον παρασύρει. Η νέα γενιά που όλο και περισσότερο
εκμοντερνίζεται, κυκλοφορεί με ένα κινητό στο χέρι ή ένα τάμπλετ στην τσάντα
και χώνεται μέσα στο ίντερνετ, όπου υπάρχουν χίλια λουλούδια αλλά και πολλά
αγκάθια. Και χωρίς σκέψη παπαγαλίζει ό,τι νομίζει πως έχει ενδιαφέρον…
τρώγε την πρόοδο με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της λέει ο
ποιητής. Τρώω βερύκοκο και φτύνω το κουκούτσι…
Να θυμίσω πως ό,τι δεν
καταγράφεται, χάνεται. Το παίρνει ο αέρας, το παίρνει το ποτάμι και φεύγει. Οι Δέκα Εντολές δόθηκαν γραπτές στον Μωϋσή. Ο
κώδικας του Χαμουραμπί σώθηκε γιατί γράφτηκε. Ο Λόγος του Χριστού σώθηκε γιατί
τον κατέγραψαν οι μαθητές του. Θα κάνω κι άλλη παρέκβαση για να σας πω πως ο
Άγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Καζατζάκης που ήταν φίλοι, ενδιαφέρονταν για
λέξεις λαϊκές που σιγά σιγά ξεχνιούνταν. Μια μέρα σε ένα χωράφι βάλθηκαν να αναγνωρίζουν
τα λουλούδια. Βρήκαν και ένα που δεν ήξεραν το όνομά του. Ρώτησαν κάποιον και
εκείνος τους παρέπεμψε σε μια γιαγιά που τα ήξερε όλα. Όταν όμως έφτασαν εκεί,
η γιαγιά είχε πεθάνει. Και τότε οι δύο λογοτέχνες μας δάκρυσαν γιατί είχε
πεθάνει μία λέξη.
Οι άνθρωποι είμαστε θνητοί, θα
πεθάνουμε, οι λέξεις όμως είναι αθάνατες, αλλά μόνο όταν καταγράφονται, γιατί, αν δεν
καταγραφούν και πεθάνουν οι άνθρωποι που τις μιλάνε, πεθαίνουν κι αυτές. Θα
ξαναθυμίσω τον Ελύτη, ο οποίος στον Λόγο του στη Σουηδική Ακαδημία τόνισε ότι
στη γλώσσα του υπάρχουν λέξεις όπως θάλασσα
και ουρανός που ο λαός μας τις λέει
ακόμα έτσι όπως λέγονταν από τον καιρό του Ομήρου, γραμμένες από τότε που τις
απαθανάτισε στα έπη ο Όμηρος. Και στη Σκόπελο, επί τριανταέξι αιώνες καποια
τοπωνύμια έχουν τα ίδια ονόματα.
Όλος αυτός ο πρόλογος έγινε για
να σας πω πως η συγγραφέας μας, όταν κατέγραψε το λάλον ύδωρ της Σκοπέλου, το νερό που μιλάει, δηλαδή, και ο τίτλος
μας θυμίζει το μαντείο των Δελφών, όταν λοιπόν,
κατέγραψε, το λάλον ύδωρ της
Σκοπέλου στο πολυτιμότατο βιβλίο της,
διεκπεραίωσε ένα ηθικό και πανάρχαιο χρέος στη γλώσσα την ελληνική και συγκεκριμένα στην Σκοπελίτικη διάλεκτο, μια
πτυχή του ελληνικού εθνικού γλωσσικού μας πλούτου. Μπορεί να μην είμαστε
πλούσια χώρα, έχουμε όμως πλούσια γλώσσα. Και η Μαρία Δελήτσικου- Παπαχρίστου
έκανε αξιομνημόνευτο έργο. Δεν τις άφησε τις λέξεις να πεθάνουν. Έσωσε τις
λέξεις από τον θάνατο. Λίγες είναι οι ανάλογες δουλειές, από όσο ξέρω, και
μπράβο σ’ αυτούς που τις εκπόνησαν.
Η Ελλάδα μία μικρή σε έκταση χώρα
είναι μεγίστη σε σημασία γιατί άφησε πολιτισμό
και γραπτά κείμενα. Σκεφτείτε και πόσα, πολύ περισσότερα, έχουν χαθεί! Και
μάλιστα εμείς, πλάι σε ένα γείτονα που θέλει να μας καταπιεί και που θα το είχε
καταφέρει, αν δεν υπήρχε αυτή γλώσσα που φωνάζει ότι εμείς είμαστε Έλληνες και ακούμε
το πρόσταγμα του Αισχύλου. Ίτε παίδες Ελλήνων.
Το έχετε ίσως ακούσει ότι ο
Διονύσιος Σολωμός πήγαινε εκεί που σύχναζαν άνθρωποι του λαού και αγόραζε
λέξεις. Αυτές τις λέξεις τις χρησιμοποίησε κι έτσι τις έσωσε. Γιατί στα επίσημα
βιβλία γράφεται ο λόγος ο επίσημος, η γλώσσα του λαού όμως σώζεται μόνο στη
λογοτεχνία. Και έτσι κερδίζεται ο χαμένος χρόνος. Πλουτίζουμε τη ζωή μας με τη
γλώσσα που διαβάζουμε. Ο Παπαδιαμάντης, γράφει στην καθαρεύουσα αλλά γράφει και
στα σκιαθίτικα που μιλούν οι ήρωές του και ο Καζαντζάκης τα κρητικά, ο
Σικελιανός τα λευκαδίτικα, ο Σολωμός τα ζακυνθινά και η Μαρία τα σκοπελίτικα.
Είναι μέγας άθλος το βιβλίο της για τη γλώσσα.
Τη γλώσσα τη χρησιμοποιούμε για
να συνεννοούμαστεˑ αλλά θα ήταν κατάντια αν την χρησιμοποιούσαμε μόνο γι’ αυτό,
μαρτυρεί ο ποιητής δανειζόμενος τη μαρτυρία από τον Αντρέ Μπρετόν. Γιατί η γλώσσα είναι
ικανή να μας φέρει σε επαφή με το
άόρατο, με τον λόγο του θεού, με το ασύλληπτο και μαγικό που το νιώθουμε και ας
μην το βλέπουμε, και προσπαθούμε με λόγια να το περιγράψουμε για να το κάνουμε
φανερό και στους άλλους. Εκεί λοιπόν, σ’αυτή τη γλώσσα, κρύβεται η φωνή του
Θεού, η φωνή της μεγάλης φύσης, η φωνή των προγόνων μας, της γης μας και
διατρέχοντας την Ιστορία αντίστροφα, από το σήμερα στο πίσω, φτάνουμε στην αρχή
της ουσίας, της οποίας εμείς σήμερα
είμαστε απλώς ένας ακόμα κόκκος, σημαντικός όμως. Μια νότα στο πεντάγραμμο της
μεγάλης συμπαντικής Συμφωνίας.
Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό το
βιβλίο για τη γλώσσα με όλο το μορφοσυντακτικό της σύστημα ανεπτυγμένο έτσι ώστε, αν κάποιος
φέρελπις νέος επιστήμονας θελήσει στο μέλλον κάτι να βρει, αυτό το βιβλίο από μόνο του, - άλλωστε δεν
υπάρχουν πολλά παρόμοιά του- να είναι η μόνη βιβλιογραφία του.
Για να καταλάβουμε τη σημασία αρκεί να σκεφτούμε την αναλογία. Να φέρουμε
στο νου μας το αίνιγμα των πινακίδων της 2ης χιλιετίας π. Χ.,
που βρήκαν ο Εβανς και ο
Βέντρις στην Κρήτη, στην
Κνωσό. Τι έλεγαν άραγε; Τι ήθελε να μας πει εκείνος ο πανάρχαιος συνάνθρωπός
μας, πριν από χιλιάδες χρόνια μ’ αυτά που χάραξε πάνω στις πινακίδες του; Και πόση
συγκίνηση φέρνουν αυτές που διαβάστηκαν και τι μεγάλη απώλεια είναι οι άλλες
που δεν διαβάστηκαν, που βλέπουμε τα χαράγματα αλλά δεν ακούμε τη φωνή τους. Τη
Σκοπελίτσσα γιαγιά μας όμως μπορούμε να την ακούσουμε γιατί υπάρχει το βιβλίο
της Μαρίας Δελήτσικου- Παπαχρίστου, το
Σκοπέλου λάλον ύδωρ, το οποίο μοιάζει
σαν να υψώνει έξω από τη φθορά του
χρόνου δυο δάχτυλα και κάνει το σήμα της
νίκης.
Ο Γιάννης Ψυχάρης έλεγε: Η ώρα
της ευθύνης για κάθε λαό έρχεται όταν αρχίζει να γράφει, για να γίνει αυτό όμως χρειάζεται το γλωσσικό
όργανο με το οποίο θα καταγράψει τις λέξεις και
θα διασώσει τους ήχους. Και εδώ πρέπει με προσοχή να δούμε τις λέξεις τις
σκοπελίτισσες που φέρουν κορωνίδα τους
τα φωνητικά καθοδηγητικά για τον αναγνώστη σημαδάκια, για να τις ακούσουμε
σωστά και να προσλάβουμε σωστά τον μουσικό τους ήχο.
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, είπε ο Σεφέρης. Ναι, και
ο καθένας, από τόπο σε τόπο, τα ίδια
λόγια, αλλιώς τα λέει, Και οι Κρητιτζοί μιλλούσιν τα λωά τα λόια τους, λέει
ο Κύπριος γιατρός στο έργο Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου. Η συγγραφέας μας ξέρει πόσο σημαντικός είναι ο
Λόγος γι’ αυτό και μας θυμίζει όλους τους μεγάλους μας που έκαναν το ίδιο,
ξεκινώντας από το
«Εν αρχή ην ο λόγος», και
μας στέλνει στον Θεό -Λόγο - Δημιουργό,
εφόσον Εκείνος Είπε και εγένετο, και
αμέσως μετά η συγγραφέας μας δίνει σε τριπλή παραλλαγή τον ίδιο στίχο του
Οδυσσέα Ελύτη από το Άξιον Εστί:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις
αμμουδιές του Ομήρου --- Χρόνος
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με
τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι! ---Θεός
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με
τα πρώτα λόγια του Ύμνου!---_Σολωμός
Γιατί τον Ύμνο
εις την Ελευθερία του Διονυσίου
Σολωμού εννοεί, την Ελευθερία που βγήκε και περπάτησε ξιπόλητη / πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού … και κάναμε Ανάσταση, όπως λέει στον Μικρό ναυτίλο.
«Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου
πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», που είναι το πρώτο ζητούμενο της Ελληνικής
Επανάστασης. Να μορφωθούμε πρώτα, έλεγε ο Αδαμάντιος Κοραής. Και ο Ρήγας
Φεραίος, εμφορούμενος από τις ιδέες του Διαφωτισμού, στο 22ο άρθρο του
Μανιφέστου του, διατυπώνει με έμφαση ότι «εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή,
με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη».
Η συγγραφέας έμαθε γράμματα και είχε επιμονή, πείσμα, δύναμη,
συστηματική, επιστημονική και οργανωτική ικανότητα και κυρίως, θερμή καρδιά,
για ένα έργο που χρειάστηκε είκοσι χρόνια κυοφορίας. Είκοσι χρόνια ελπίδας για
το αίσιο τέλος. Και διάλεξε δύο ωραίες
ποιητικές εικόνες για να μας εξηγήσει πώς ένιωθε τις δύο γλώσσες που είχε να
χειριστεί· τη γλώσσα των σπουδών της που την αισθανόταν σαν κυριακάτικο φόρεμα και τη γλώσσα του
νησιού της σαν καθημερινό. Είχε σεβασμό και αγάπη και για τη μία και για την
άλλη. Και μια τρίτη εικόνα μοιάζει με
παιδική ζωγραφιά. Ήταν μικρό κορίτσι και μάζευε βότσαλα και κοχύλια στην
παραλία, τα ριχνε στην ποδιά της και έριχνε μαζί τους και τις λ΄εξεις με τα
ονόματά τους. Λέξεις μάζευε και ο Σολωμός, όπως και ο Σικελιανός με τον
Καζαντζάκη. Τα ήξερε όλα αυτά; Όχι νομίζω, αλλά, σαν από θαύμα και σαν να είχε
πάρει το καλό παράδειγμα, αγνοώντας τον προορισμό της, ετοιμαζόταν για το
μελλοντικό της έργο. Κι όταν μεγάλωσε και σπούδασε αποφάσισε να βάλει σε βιβλίο
όλα εκείνα τα αποθησαυρίσματα «τα τιμαλφή της λαλιάς μας», πλέον, μάζεψε τις
λέξεις και διέσωσε τους ήχους που είχαν κατακαθίσει κάτω από το γλωσσικό στρώμα
των γραμματιζούμενων, αφού στα χρόνια των σπουδών της έπρεπε να μάθει να πιέζει στο βάθος της γλωσσικής συνείδησης
την καθημερινή της γλώσσα για να χειρίζεται την άλλη, την κυριακάτικη.
Έτσι, σαν για να κλείσει ο κύκλος – σχολείο, μόρφωση, οικογένεια, αφυπηρέτηση, αποχώρηση- έρχεται η επιστροφή με άλλους όρους στην καθημερινή γλώσσα, τη γλώσσα της γιαγιάς και του παππού, της μητρικής και πατρικής γης, από την οποία όμως συνέχεια ξεπετάγεται η κυριακάτικη ή, για να το πούμε διαφορετικά, η αρχαία που είχε αφομοιωθεί και είχε χωνευτεί μέσα στην νέα. Γιατί είμαστε εμείς τα αντίγραφα των προγόνων μας, ό,τι κι αν λένε οι μοντέρνοι και νέαις ταις διανοίαις χρώμενοι…
Η Σκόπελος γεωγραφικά ανήκει στον Νομό
Μαγνησίας, διοικητικά στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη
Χαλκίδας. Αυτό το τρισυπόστατο της
τοποθέτησής της στον γεωφυσικό, πολιτικό και θρησκευτικό χάρτη, μας παρέχει ένα
λιτό δείγμα των επίσημων τουλάχιστον επιμιξιών της. Η Σκόπελος (Χώρα),
η Γλώσσα, το Κλήμα είναι τα τρία «χωριά» (να ’το πάλι το ιερό τρία) που της έδωσαν το γλωσσικό δείγμα για τον σκοπελίτικο λόγο που κυκλοφορεί παντού, όπως ο «ουρνός», η αρσενική συκιά, η
αγριοσυκιά, με καταγωγή από τον Όμηρο, αλλά και ο ουρανός με τα άστρα του πάνω
από τη Σκόπελο. Η «πίτυς» είναι το
πεύκο, σκορπάει το ρετσίνι του στον
αέρα, όπως λέξεις από τον καιρό του
Ομήρου, λόγια του σημαντικότατου λόγιου Σκοπελίτη του 18ου
αιώνα Καισάριου Δαπόντε, που
ακροπατούν ακόμα στα ανηφορικά δρομάκια του νησιού.
Και όπως μίλησε για την καθημερινή και κυριακάτικη γλώσσα, έτσι μίλησε
και για την καθημερινή και κυριακάτικη και, κυρίως, τη νυφιάτικη φορεσιά της Σκοπέλου.
Στο εξώφυλλο του βιβλίου της βρίσκονται όλα τα κοσμήματα του ποδόγυρου
ενός σκοπελίτικου φορέματος, αρχαία και νεότερα ανθέμια σε μάρμαρο και σε πηλό,
τα οποία μεταμορφώθηκαν από χέρια άξιας κεντήστρας σε κεντήματα. Ένας έναστρος
ουρανός, αντάξιος (και δεν υπερβάλλω) της έναστρης νύχτας του Βαν Γκογκ είναι το
εξώφυλλο του βιβλίου.
Εδώ όσο, και αν κάποιος θεωρήσει
το θέμα… τελοσπάντων… καθόλου δεν είναι τελοσπάντων. Γιατί μιλάμε για τη μόδα.
Η λέξη μας ήρθε από τη Γαλλία, και θα πει συνήθεια. Και μη γελάσετεˑ «έξις δευτέρα
φύσις», έλεγαν οι αρχαίοι μας, και ανάλογα με τις έξεις μας, δηλαδή τις
συνήθειές μας, χαρακτηριζόμαστε. Τα ρούχα που φοράμε, ο τρόπος που μιλάμε δείχνει
ποιος/ποια είμαστε. Το who ις who, που λέμε σήμερα φαίνεται
από το τι φοράει ο κάθε who.
Ακόμα και το παγκοσμιοποιημένο μπλουτζίν έχει τις κοινωνικές του ποικιλίες, είναι
δείγμα κοινωνικής θέσης. Ξεκίνησε από τους καουμπόηδες του Φαρ Ουέστ, αλλά
κατέκτησε και την ελίτ και τον κόσμο όλο.
Ο αξέχαστος Άγγελος Δεληβοριάς
–που ήταν Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής στο Μουσείο Μπενάκη- ένας
ευγενής, χαριτωμένος, ωραίος άνθρωπος, άγγελος όνομα και πράγμα, είχε
γράψει:
«Δεν ξέρω να έχουν εκτιμηθεί
συνολικά οι αφανείς και αθόρυβες, οι υπεράνθρωπες προσπάθειες
που καταβάλλουν συχνά οι διάφοροι τοπικοί σύλλογοι για να διασώσουν ό,τι
περισώθηκε από τον πολιτισμό της
περιφέρειας» και « μένει ακόμα το χρέος της ευγνωμοσύνης μας για τον απρόσμενο όγκο των συγκεντρωμένων τεκμηρίων,
για το εντυπωσιακό σώμα των συνοδευτικών μαρτυριών, για την αγάπη που αναλώθηκε
απλόχερα στην ανάδειξη ενός λίγο προσεγμένου τομέα της νεοελληνικής
καλλιτεχνικής παραγωγής».
Ο αγαπητός σε όλους μας Καθηγητής
Λαογραφίας και κριτικός λογοτεχνίας Μιχάλης Μερακλής ξεκινάει το εγκώμιό του
στην Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου, η
οποία μία Κυριακή, στο νησί, ανάμεσα στο
εκκλησίασμα, διαπίστωσε πως μόνο μία
γυναίκα φορούσε την παραδοσιακή «φουστάνα», και έτσι της γεννήθηκε η σφοδρή, η
διακαής, επιθυμία να ασχοληθεί με την σκοπελίτικη φορεσιά, ξεκινάει ως εξής:
Δεν είναι επαγγελματίας
ενδυματολόγος, εθνολόγος, κοινωνιολόγος για
να έχει την αρμοδιότητα – α! θαυμαστικό εδώ και στάση υποχρεωτική για να μας πει
ότι δεν είναι απλό πράγμα ένα βιβλίο για την παραδοσιακή φορεσιά. Μια δαντέλα
στον γιακά ή στο μανίκι είναι δείγμα κοινωνικής θέσης. Απαγορεύεται στον φτωχό
λαό να χρησιμοποιήσει κάτι που χρησιμοποιούν οι άρχοντες, απαγορεύεται το χρώμα
και το ύφασμα (και πού θα τα έβρισκαν άλλωστε). Αυτά τα είχαν οι πλούσιοι μόνο.
Άρα τέτοιας αρμοδιότητας είναι το εγχείρημα που ανέλαβε η Μαρία Δελήτσικου
Παπαχρίστου και καθόλου απλό δεν είναι, όπως θα φαινόνταν σ’ έναν βιαστικό αναγνώστη.
Το ότι δεν είναι ενδυματολόγος, εθνολόγος,
κοινωνιολόγος όμως δεν της στερεί τα εχέγγυα για να γράψει το βιβλίο της γιατί διαθέτει
κάτι πολύ σημαντικότερο κι αυτό είναι η μεγαλύτερη αρμοδιότητα που της παρέχει η
καρδιά της, και όχι μόνο η ψυχρή επιστημονικότητα. Ο ερασιτεχνισμός δεν είναι
μειονέκτημα. Στην πρώτη του έννοια δείχνει τον εραστή της τέχνης και η
ερασιτεχνία είναι ιερή γιατί πηγάζει από την καρδιά. Έχει με άλλα λόγια την
καλύτερη πηγή. Και ο καλλιτέχνης είναι
ερασιτέχνης και πρώτος από όλους είναι ο ποιητής.
Η συγγραφέας μας έδειξε και
περιέγραψε διεξοδικώς την παλαιά φορεσιά, πέρασε στην μετέξελιξή της και έφτασε
στη νεότερη και φυσικά τεκμηρίωσε τις θέσεις της με πάμπολλες φωτογραφίες. Και μια
λεπτομέρεια που μου έκανε εντύπωση ήταν το «μαντιλ’ζμα». Το στόλισμα του κεφαλιού
της νύφης που κρατούσε τρεις ώρες. Πόση ώρα θέλει η κομμώτρια σήμερα να
δημιουργήσει το χτένισμα της νύφης; Αυτά
στον Πρόλογο, γιατί, όταν έφτασα στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, είδα ότι
και τα μαλλιά χτενίζονταν με ειδικές τσουγκράνες, και τα έβαφαν και φρόντιζαν το
πρόσωπο με κρέμες και τα χέρια και τις φτέρνες. Εν ολίγοις εκείνο το στόλισμα,
υφάσματα μεταξωτά και βελούδα, βαρύτιμα κοσμήματα αγορασμένα από τις μεγάλες αγορές
του εξωτερικού, ειδικοί κατασκευαστές, οι μοδίστρες, οι κεντήστρες, όταν είδα
το νυφιάτικο και τον μπούστο και τον κεφαλόδεσμο και τον ποδόγυρο και την
υφαντή ολομέταξη στόφα στη σλ 89 και σε
λεπτομέρεια στη σελ 146 της καλλονής από
τη συλλογή Βακράτσα, μου κόπηκε η ανάσα, ένιωσα έκπληξη και ζήλεια για εκείνο το τούλι που το λένε αέρα και είναι σαν
αγγελικό τούλι, σαν να είναι υφασμένο
από το όνειρο και από το τίποτα και γι’ αυτό το έλεγαν αέρα.
Κι εμένα, το μυαλό μου πέταξε σαν το πουλί και πάει σ’ ένα ποίημα, του
Οδυσσέα Ελύτη πάλι:
Η Πρωτομαγιά
Πιάνω την Άνοιξη με προσοχή και
την ανοίγω
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
Ένα μπλε που μυρίζει ανάσα
πεταλούδας
Οι αστερισμοί της μαραγαρίτας
όλοι…
Λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες
κόκκινες
(Οδ. Ελύτης, Ημερολόγιο, 1 Μ.)»
«ανάσα πεταλούδας», τόσο λεπτή ουδ΄όσο
κάν η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, λέει ο Σολωμός για να μας δείξει αυτόν
τον ανεπαίσθητο, τον θεϊκό αέρα.
Τέτοιος είναι ο «αέρας» που φοράει εκείνη η όμορφη κοπέλα. Κι ακόμα φοράει
μια άσπρη βόλτα, ή αλλιώς το κολοβόλι. Το κοιτάζω στη φωτογραφία και ζηλεύω και απορώ, διότι αυτό είναι ένα φόρεμα που
κρέμεται σε όλα τα μοντέρνα μαγαζιά της παραλίας και της Αθήνας και φυσικά ήταν
για εσωτερική χρήση αλλά προϊόντος του χρόνου που η ντροπή απέπτη, το κολοβόλι ή αλλιώς βόλτα είναι φόρεμα για βόλτα στην
παραλία…
Επίσης εκείνο το κόκκινο
νυφιάτικο. Η νύφη ήταν τελείως κρυμμένη κάτω από αυτό ή εκείνα όλα τα
διακοσμητικά, όπως μας δείχνει η φωτ. Μπελζενίτη.
Με λίγα λόγια, τίποτα δεν είναι
καινούριο και κάθε καινούριο και όσο καινούριο κι αν φαίνεται πάνω στο παλιό
έχει πατήσει για να κάνει την επανάστασή του και να επανέλθει …. Έχει και η
περιφρονημένη παράδοση τον τρόπο της να εισβάλει στην εποχή μας και να μας
μιλάει κι ας νομίζουμε πως δεν ακούγεται. Η ζωή στηρίζεται στη μνήμη ακόμα και
αν νομίζουμε πως έχουμε ξεχάσει.
Εν
αρχή ην ο Λόγος είπαμε, και ο Λόγος ήταν για τη Σκόπελο, την αρχαία Πεπάρηθο,
το όμορφο νησί με την αρχαία ιστορία του, την νεότερη και την μέχρι τα 195…
τόσα, όταν η τουριστική μπουλντόζα την έκανε αξιοθέατο και την είδε
ο κόσμος όλος. Ε! και όταν γυρίστηκε εδώ η ταινία Μάμα μία με όλους εκείνους τους αστέρες του σινεμά… έλαμψε αλλιώς ο
τόπος.
Η ζωή τρέχει γρήγορα και όλα τα
αλλάζει και όλα κινδυνεύουν να ξεχαστούν αν δεν καταγραφούν, όπως είπαμε. Έτσι η αγαπημένη μας συγγραφέας, αποφάσισε να
εγκαταστήσει στον σκληρό δίσκο της μνήμης (για να μιλήσουμε με τη στεγνή αλλά
τόσο αληθινή ηλεκτρονική - κομπιουτερική γλώσσα), με άλλα λόγια να βάλει στο
θησαυροφυλάκιο (η συναισθηματική γλώσσα) ό,τι αγαπά και σέβεται, ό,τι πιστεύει
και καλώς πιστεύει ότι πρέπει να σωθεί. Δηλαδή να γράψει σε ένα βιβλίο,
μεγαλύτερο των 500 ό,τι ήξερε από τη Σκόπελο. Τίτλος του βιβλίου: Στη
Σκόπελο όπως τα πεύκα… Άνθρωποι, νοοτροπίες, συμπεριφορές, συνήθειες,
ασχολίες γιορτές. Στην πραγματικότητα έσωσε σ’ αυτό το βιβλίο την ψυχή του
σκοπελίτικου κόσμου. Και το έκανε με αγάπη, με χιούμορ και με κατανόηση, με
συμπάθεια για τις ανθρώπινες αδυναμίες, με πραγματικό ενδιαφέρον και για το πιο
μικρό και ασήμαντο. Γιατί όλα, όσο ασήμαντα και αν φαίνονται, είναι σαν τα μικρά
πετραδάκια, πλάι στα μεγάλα στον τοίχο του οικοδομήματος.
Στον τίτλο που διάλεξε έπαιξε με
μια πραγματικότητα –που είναι η Σκόπελος- και τρεις λέξεις «όπως τα πεύκα» από
ένα ποίημα του Σεφέρη. Και τι κάνουν τα πεύκα; Τα πεύκα, λέει ο ποιητής, κρατούνε
τη μορφή του αγέρα/ ενώ ο αγέρας έφυγε δεν είναι εκεί/ το ίδιο/ τα λόγια/
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου / κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί». Το
έχουν πει όλοι οι σοφοί πως η φύση διδάσκει. Έτσι και ο ποιητής είδε πως ο
αέρας δίνει μόνιμη κλίση στα πεύκα. (και όχι μόνο στα πεύκα) ώστε να ξέρουμε
από πού φυσάει.
Ο Παπαδιαμάντης βάζει τον νεαρό
βοσκό εις όρη, όπου έβοσκε τις κατσίκες της Μονής του Ευαγγελισμού να λέει ότι Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το
Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν.
Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι
οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ'
αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της
πνοής των φραγγέλιον). Και «η Μαρίνα των βράχων» του Ελύτη
έχει τη χτενισιά της θύελλας, ας μην το ξεχνάμε λοιπόν, ότι ο αέρας είναι γλύπτης
και δίνει σχήμα.
Και ακόμα και αν πάψει να φυσά, -«έφυγε»
λέει ο ποιητής- τα πεύκα έχουν το σχήμα που τους έδωσε. Έτσι και τα λόγια που
είπε κάποιος κάποτε. Ο κάποιος κάποτε πέθανε, αλλά τα λόγια του, τα γραπτά του
είναι εκεί. Μένουν και τα διαβάζουμε εμείς σήμερα (και να πώς συνδέεται το
βιβλίο για τη γλώσσα με το βιβλίο για τη Σκόπελο γενικά).
Οι πολιτισμοί που δεν είχαν
ανακαλύψει τη γραφή έσβησαν. Κάποτε βρίσκουμε κάποιο απομεινάρι τους, αλλά
χωρίς γραπτά μνημεία τίποτα δεν μπορούμε να μάθουμε, μόνο εικάζουμε. Κι αυτή η
προσφορά της Μαρίας Δελήτσικου Παπαχρίστου, σε μικροσκοπική έρευνα έχει τη
σημασία της για τον τόπο της, τη Σκόπελο, στο μεγάλο ψηφιδωτό της ζωής, όμως
έχει σημασία και για τη συμβολή της στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία, γιατί η
επίσημη ιστορία κοιτάζει οριζόντια, η ανεπίσημη όμως σκύβει και βλέπει την ψυχή
των ανθρώπων. Γιατί Στη Σκόπελο όπως τα πεύκα σώζεται
ο άνθρωπος, και ο επώνυμος και ο ανώνυμος και κυρίως, ο ανώνυμος που
περικλείεται στη λέξη «λαός» και στη φράση «λαϊκή ψυχή». Κι έτσι το βιβλίο έχει
σημασία και σε μακροσκοπική έρευνα, όπως θα δούμε σε λίγο.
Είναι γνωστό πως οι απλοί
άνθρωποι (αλλά και οι άλλοι) πράττουν κατά το εικός και αναγκαίον, λέει ο
Θουκυδίδης. Λογαριάζουν δηλαδή τι συμφέρει και τι γενικώς
επιβάλλεται να γίνει. Δεν κοιτάζαν κάποτε αν ευχαριστούσαν και τον άνθρωπο. Σ’
αυτή την περίπτωση, οι ενδιαφερόμενοι αναλάμβαναν δράση αυτοπροσώπως και έκαναν
την ανταρσία τους, δίνοντας δικαιώματα
και στον έρωτα, βρε αδελφέ, που δεν βρέθηκε μια γωνίτσα γι’ αυτόν ούτε στον
Χριστιανισμό ούτε στον Μαρξισμό, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης. Ένα τέτοιο
πολύ ωραίο παράδειγμα μας δίνουν οι Νιόπαντροι που ο έρωτας τούς
έφερε κοντά. Η νύφη είναι πολύφερνη∙ πολύ πλούσια. Ο γαμπρός
τεμπέλης αλλά όμορφος. Η προξενήτρα πάει
κι έρχεται αλλά δεν καταφέρνει να πείσει τη μάνα της νύφης (Η αρχόντισσα και ο αλήτης μου έρχεται
στο νου), αλλά οι δύο ερωτευμένοι δεν λογαριάζουν τέτοια. Ποιος θα φροντίσει τα
τόσα κτήματα που έχει η κόρη; Αυτή
χρειάζεται έναν άντρα να τρέχει για όλα. Ναι, αλλά ο άλλος έχει μια
κορμοστασιά, κάτι μαλλιά και κάτι μάτια, που όταν την κοιτάζουν της δείχνουν τον παράδεισο! Σκοτίστηκε για τα κτήματα,
τα πολυτελή έπιπλα και τις πορσελάνες. Όλα αυτά έχουν νόημα μόνο αν
τα μοιραστεί μ’ αυτόν που αγαπά. Κι αυτός δεν απελπίζεται, επιμένει. Στην
τελική, θα την κλέψει. Ειδοποιεί και τη μάνα του, γιατί παλιάνθρωπος
δεν είναι. Αλλά και η μάνα του που είναι μια συνετή γυναίκα, ειδοποιεί την, ας
πούμε, συμπεθέρα. Κι η συμπεθέρα προφασίζεται ασθένεια και πάει να κοιμηθεί στο
κρεβάτι μαζί με την κόρη το βράδυ που ήταν προγραμματισμένη η απαγωγή. Όμως,
όπως λέει ο λαός, ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη. Τώρα,
γιατί ο Θεός να αγαπάει και τον κλέφτη δεν το έχω καταλάβει, φαίνεται όμως πως
ο Θεός τού αναγνωρίζει κάποιο δίκιο, γι’ αυτό κάνει τα στραβά μάτια.. Τελικώς
θα γίνει ο γάμος με όλες τις τιμές και τις διατάξεις του καθώς πρέπει και ας
κρυφογελάνε κάποιοι ειρωνικά. Η καρδιά έχει τον πρώτο λόγο. Πριν όμως γίνει η
απαγωγή τής στέλνει μήνυμα για τη νύχτα που αυτή θα πραγματοποιηθεί
– ήταν βλέπεις εκούσια η απαγωγή- και το
μήνυμα γραμμένο με λεμόνι, αντί με μελάνι, το στέλνει μέσα σε ένα μακρύ κόκαλο
ζώου και το βάζει στο παράθυρό της. Μακρύ κόκαλο, σαν μακρύ σωλήνα- You tube-
το λέμε στην κομπιουτερική γλώσσα.
Αυτά στη Σκόπελο, γιατί στη
γειτονική μας Σικελία, ο Πιραντέλο σε μια παρόμοια σικελική
ιστορία, έχει μια μάνα, η οποία τη νύχτα που θα γινόταν το «κακό»
είπε ότι φοβόταν και ζήτησε να την κλείσουν στον στάβλο να μη βλέπει και να μην
ακούει. Αλήθεια, ψέματα; Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε. Σημασία έχει
πως αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα
να ’χει ο πεθερός. Και από τη Σικελία πάλι πίσω στην ηπειρωτική
Ελλάδα, σε ένα έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, Η λυγερή ας πούμε,
δεν θέλει να παντρευτεί το μπακαλόπαιδο που έχει ο πατέρας της στο μπακάλικο.
Είναι λυγερή και όμορφη κι ονειρεύεται ένα πριγκιπόπουλο… Αλλά, ανάγκα και θεοί
πείθονται και η Λυγερή πείθεται επίσης και παντρεύεται με μαύρη ψυχή τον
μπακαλόγατο. Να το εικός και αναγκαίον.
Κι είναι καλός κι εργατικός ο έρμος και όλη μέρα τρέχει για τις δουλειές του
μαγαζιού, με τα μπατζάκια σηκωμένα μέχρι τη μισή γάμπα για να μην τα λερώσει με
τις πατάτες, τα κρεμμύδια και τα κάρβουνα… Πού θα τα
φορέσει τα ωραία νυφιάτικα που της έφτιαξε ο πατέρας της…
Η λογοτεχνία είναι ο καθρέφτης
της ζωής και η ζωή είναι σε όλους τους τόπους ίδια και τρέχει και αν δεν
προλάβεις πάει πέρασε, σαν πουλί που πέταξε και δεν άκουσες τη λαλιά του. Η συγγραφέας
μας, θέλω να πω και να καταλήξω, δεν καταγράφει στεγνά αυτά που είδε και άκουσε
και βίωσε. Γι’ αυτό η δική της αφήγηση
στέκεται ισάξια με την ανάλογη των
μεγάλων συγγραφέων που αναφέραμε. Και η αναλογία δεν στηρίζεται στο
θέμα. Το θέμα είναι μόνο η αφορμή. Η γλώσσα με την οποία περιέγραψε το πράγμα
είναι καθαρά λογοτεχνική.
Μικρό δείγμα: τα
γράμματα σαν να ’τανε πιασμένα σε χορό, γράμματα καφετιά, το ένα μετά το άλλο
σχηματίζονται και ξεπηδούν μπροστά της, για να γίνουνε λέξεις κι όλες αυτές
μαζί το μήνυμα απ’ τον αγαπημένο της. Χορό τρελό χορεύουνε τα γράμματα. Χορό
τρελό κι οι λέξεις. Χορό τρελό και η καρδιά. Έκαψε το χαρτί. Της ήταν επικίνδυνο…
το μήνυμα χαράχτηκε …για πάντα στην ψυχή της…
Άλλο:
Ή θεια-Αλεξντρώ η Κουμπίνα όρθια
μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, φώναζε στις δύο αδελφές της Σειραϊνώ και
Ουρανία τη λαμπρή είδηση τον Οκτώβρη του ’44. Βγικάτι,
όξου, αρή να μάθιτι! Γίνκι απελευθέρουσ’ Λιυτιρουθήκαμι! Πάνι οι ουχτροί… Πάνι
τα βάσανα κι οι καημοί. (σελ. 175)
Μα, ο Παπαδιαμάντης πέθανε το
1911 στη Σκιάθο και τώρα είναι 1944 και η θεια-Αλεξαντρώ είναι στη
Σκόπελο… Αν δεν είχα αυτή τη χρονολογία για να με κατευθύνει, θα
έλεγα πως η συγγραφέας είναι ένας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Θου,
Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου … και αφού η μοίρα με οδήγησε στον
Παπδιαμάντη, εγώ δεν φταίω, να και άλλο παράδειγμα:
Χείμαρροι γίνονταν οι
δρόμοι, και το νερό καθώς κατακυλούσε να πάει να συναντήσει το άλλο νερό, το
πολύ και γαλάζιο νερό, συμπαράσερνε κι ό,τι έβρισκε στο διάβα του.
Αγωνιζόμασταν εμείς τα παιδιά να περάσουμε τα θεριεμένα ποτάμια… και
διασκεδάζαμε γελώντας και παίζοντας με την ορμητικότητά τους …
Μια ξαφνική νεροποντή διηγείται
και ο Παπαδιαμάντης που βγάζει στο δρόμο και τα βαρέλια του ταβερνιάρη και τα
παιδιά σαν να ’ναι άλογα ανεβαίνουν στη ράχη τους και πάνε…
Η βροχή έκανε ζημιά. Κατέστρεψε
σοδειές, περιουσίες, σπίτια, κεραυνοβόλησε έναν άνθρωπο, έφερε συμφορά και
θάνατο… όμως τα παιδιά παίζουν και γελούν και ο χρόνος πάντα σαν παιδί παίζει
μαζί τους και η ζωή είναι ωραία.
Το
βιβλίο Στη Σκόπελο όπως τα πεύκα είναι αληθινή Λογοτεχνία.
Αληθινή γιατί ό,τι περιέχει είναι πραγματικό και αληθινή γιατί έχει γραφτεί με
λογοτεχνικό τρόπο. Είναι σύνθεση Ποίησης και Πεζογραφίας, καλλιτεχνικά
φιλοτεχνημένη.
Και δεν πρέπει να
τελειώσουμε το σημερινό μας συμπόσιο χωρίς να φάμε και να πιούμε
Το βιβλίο Σκοπέλου γεύσεως δώρα, περιέχει αιγαιοπελαγίτικες νοστιμιές γαρνιρισμένες
με ιστορία και λαογραφία. Τελικά, από όπου να το πιάσεις το θέμα, όσο διαφοερετικό και αν είναι, στο βάθος επικοινωνεί
με όλα τα άλλα. Οι έννοιες αν τις ερευνήσεις σε βάθος θα σε βγάλουν σε ένα
ξέφωτο και αυτό το ξέφωτο είναι η ποίηση. Μπορεί η Σκόπελος εις τα νησία να είναι η μικροτέρα,/ από πολλά μεγάλα δε είναι καλλιοτέρα
/ και δια τα κρασία της και διά τα νερά
της γράφει ο Καισάριος Δαπόντε, στον Κήπο
Χαρίτων.
Η Μαρία Δελήτσικου-Παπαχρίστου
παίρνει την αφορμή για τις γεύσεις του
νησιού της από τη συζήτηση με μια νεαρή Σκοπελίτισσα που είχε σπουδάσει και ζήσει
στην Ιταλία και της άρεσε η ιταλική μαγειρική. Και τότε ένας χείμαρρος από
μνήμες παιδικές αλλά και πανάρχαιες ήρθε να γεμίσει την ψυχή με μια λειτουγία
επαναλαμβανόμενη στους αιώνες. Γιαγιάδες μπροστά στο τζάκι, να ρίχνουν ξύλα, να
ανεβαίνει ο καπνός να βγαίνει από την καμινάδα ανακατεμένος με τα αρώματα του
φαγητού, του ξύλου, του πεύκου και όλα
τα άλλα μυριστικά που η θεία φύση μας παρέχει. Κι ακόμα οι μανάδες να στέκονται
μποστά στο τραπέζι να ανοίγουν φύλλο, να φτιάχνουν πίτες και τα παιδιά να
πηγαίνουν το σινί στο φούρνο να τις ψήσει. Να κρέμεται από την «παρανταριά» το
φανάρι με τη σήτα, όπου φυλάγανε το φαγητό που περίσσεψε από το μεσημέρι, μέχρι που έφτασε το ηλεκτρικό ρεύμα και όλα
άλλαξαν μέσα στο σπίτι. Αυτά όλα είναι εικόνες που έχει στα μάτια κάθε άνθρωπος,
αλλά η Μαρία κατέγραψε όπως και όλοι οι ζωγράφοι του 19ου αιώνα. Διαβάζοντας
τις σελίδες της Μαρίας βλέπουμε και τους πίνακες της ζωγραφικής.
Το βιβλίο αυτό μας δίνει
πληροφορίες για τη δομή του σπιτιού, με
τον φούρνου και το μαγερείο, τον κουβά, την αποχέτευση, το νεροχύτη, και
πόσα άλλα που ξεχάσαμε, τον κόπο που είχε για να γίνει ένα καρβέλι ψωμί και
έσπαγε τη μύτη με το άρωμά του. Η αναφορά στα σκεύη ακούγεται σαν να πρόκειται
για τα ιερά. Και ξαφνικά η μάνα βάζει στο τραπέζι τα ξ’ τέλια, τα σκουτέλια, τα πιατάκια και φτάνει το άκουσμα, και μας
ξανακάνει παιδιά και βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μια μαγική εικόνα:
Κούνια μπέλα/ έσπασε η σκουτέλα/ και χύθηκε το γάλα / και βγήκε μια
κοπέλα /άσπρη σαν το χιόνι/ γλυκιά σαν
το πεπόνι.
Να μια παραμυθένια παραλλαγή της
αναδυομένης, λευκοντυμένης ή της
φεγγαροντυμένης.
Όμως εκείνο το βραδινό τραπέζι σε
ορισμένη ώρα που μαζεύεται όλη η οικογένεια και σ’ αυτό προσκαλείται και ο Χριστός,
μας θυμίζει το θαυμάσιο ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη που μελοποίησε ο Μίκης
Θεοδωράκης και όλοι έχουμε τραγουδήσει
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, /τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,/ να ’ρθούνε, να
βρουν συντροφιά.
Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,/ σταμνί για να
πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει / ο πόνος, του κόσμου
αδερφός.
Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,/ σκαμνί για να
κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε /θα ’ρθει συντροφιά κι
ο Χριστός.
Τίποτα δεν γεννιέται από το
τίποτα και η Μαρία Δελήτσικου –Παπαχρίστου, με αυτό το βιβλίο της, γαργάλισε
τον ουρανίσκο μας, αλλά μας ξαναθύμισε με πόσο κόπο γίνεται το καθημερινό
φαγητό και γι’ αυτό δεν πρέπει να πετάμε, να σπαταλάμε εκείνα για τα οποία οι
γιαγιάδες μας κουράστηκαν τόσο. Μας ξαναθυμίζει ότι η συγκέντρωση της οικογένειας γύρω από το
τραπέζι είναι ιερή, όχι μόνο για να φάμε, αλλά για να νιώσουμε ότι είμαστε
άνθρωποι. Δεν είναι τυχαίο το ότι λέμε σε κάποιους φίλους : να βρεθούμε μια
μέρα να φάμε… Μα όλοι τρώμε στο σπίτι μας καλά πλέον σήμερα. Όμως το φαγητό
είναι μια πρόφαση για επικοινωνία.
Ο πατέρας σταύρωνε το ψωμί, το έκοβε και το
μοίραζε στην οικογένεια. Στο Μυστικό Δείπνο ο Χριστός το έκοψε και το μοίρασε στους
μαθητές του. Όταν τρώμε δεν μιλάμε (και
σήμερα θεωρείται αγένεια να μιλάμε με το στόμα μπουκωμένο). Και δεν πρέπει να είμαστε
λαίμαργοι. Η λαιμαργία είναι αμαρτία. Είχε λοιπόν και ο παλιός άνθρωπος το δικό
του σαβουάρ βιβρ που καθόλου δεν διαφέρει από το σημερινό. Τα φρούτα με φειδώ, τα
γλυκά μόνο στις γιορτές. Τα γλυκά του κουταλιού για τους επισκέπτες γι’ αυτό ο
ιερέας που μας εξομολογούσε, μας ρωτούσε, «τρως κρυφά το γλυκό:», υποδεικνύοντας
μας έτσι έμμεσα πως στην περίπτωση που το αγγίζαμε χωρίς της μητέρας μας την
άδεια, τρία ήταν τα αμαρτήματα που διαπράτταμε: της κλοπής, της ανυπακοής και
της λαιμαργίας, Θανάσιμα και τα τρία.
Πώς όμως να συγκρατηθείς;
Δείτε τη φωτ. στη σελ. 310 το
κορόμηλο το αβγάτο και αν δεν νιώσετε την ανάγκη να φάτε τη φωτογραφία, τότε
να πάτε στον γιατρό…
Το ροδόσταμο μια δύσκολη
διαδικασία γι’ αυτό και η κατασκευή του ήταν πολύπλοκη αλλά μια μικρή
σταγωνίτσα του ήταν αρκετή για να αρωματίσει το γλυκό. Κι έτσι καταλαβαίνουμε
τη σημασία που έχει ο στίχος
Σε πότισα ροδόσταμο / με πότισες φαρμάκι
Ο βόρειος και ο νότιος πόλος της
γεύσης στα δύο άκρα τεντωμένα, το απόλυτο καλό που ανταποδόθηκε με το απόλυτο κακό.
Τηγανίτες; Μετά από ευχάριστο
γεγονός. Ένα γραμμα από την Αμερική, για παράδειγμα. Ο Σωτήρης Σπαθάρης στην
αυτοβιογραφία του αναφέρει ότι όταν έπαιξε Καραγκιόζη στους στρατιώτες στο
Μακεδονικό μέτωπο, ο διοικητής του ευχαριστήθηκε τόσο
που διέταξε να φτιάξουν λουκουμάδες. Λουκουμάδες,
Τηγανίτες το ίδιο είναι. Μια κουταλιά χυλού μες στο τηγάνι, ενώ οι
μεγάλες τηγανίτες που έπιαναν όλο τον πάτο του τηγανιού ήταν οι γριές, σαν τις κρέπες που τρώνε οι
Γάλλοι.
Το δυναμωτικό ρυζόγαλο, απλό στην
κατασκευή αλλά η διαδικασία του κεντήματος με την κανέλα το καθιστά έργο τέχνης.
Κάποτε ήρθε στη Σκόπελο η Αμαλία με τον Όθωνα και η κυρία Δημάρχου τους προσέφερε
ρυζόγαλο. Τόσο άρεσε στην Αμαλία ώστε ζήτησε τη συνταγή για να τη δώσει στον
μάγειρα των ανακτόρων. Και η κα Δημάρχου της είπε: τ’ κουτρου, πλάκι μ’, τ’ κουτρού … (στα κουτουρού, πουλάκι μου, στα
κουτορού…).
Σήμερα τα έχουμε όλα. Και πληθώρα
αγαθών και ευκολίες, Δόξα τω Θεώ.
Εκείνοι οι παλιοί Σκοπελίτες και όλος ο κόσμος δεν είχε τίποτα από αυτά που
εμείς διαθέτουμε. Όμως εκείνοι οι άνθρωποι με ό,τι είχαν ζούσαν και δημιουργούσαν.
Δεν στεναχωριούνταν για ελλείψεις που εμείς εκ των υστέρων σημειώνουμε. Κι εδώ
έγκειται η μεγάλη σημασία των βιβλίων της Μαρίας Δελήτσικου –Παπαχρίστου. Στο
ότι, πέρα από το ότι διασώζουν ένα πολύτιμο θησαυρό μας βάζουν να σκεφτούμε
πόσο ωραία και πόσο πολύτιμη είναι η ζωή - μέγα
καλό και πρώτο, λέει ο εθνικός μας ποιητής-
και πρέπει να ευγνωμονούμε το Θεό και τη φύση, τους γονείς μας και όλες
τις γενιές που δούλεψαν, η κάθε μία με τα μέσα που διέθετε, για να είμαστε
σήμερα εδώ πλούσιοι με όσα κερδίσαμε στον δρόμο. Η ζωή είναι θείο δώρο, περνάει
γρήγορα, τι λέω; Εμείς περνάμε γρήγορα. Εκείνη όμως δεν πεθαίνει κι αυτό
γιατί την κρατούμε αθάνατη όταν με τα
δημιουργήματά μας. Γι’ αυτό και της χρωστάμε χάρη που μας επέλεξε να ζήσουμε
και να δημιουργήσουμε…
Τα βιβλία είναι εδώ και μαρτυρούν την πρόοδο του ανθρώπου κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, έστω και με κορωνοϊό, έστω και με πολέμους και με πρόσφυγες. Η ζωή συνεχίζεται, είναι οδοστρωτήρας και νικάει τα πάντα. Και τα βιβλία είναι εδώ για να μαρτυρούν αυτή τη νίκη και η Μαρία Δελήτσικου- Παπαχρίστου είναι επίσης εδώ για να πολέμαει και να εμποδίζει τη λησμονιά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου