© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Για το βιβλίο της Χαράς Πρεβεδώρου "Λευκές λήκυθοι" (εκδ. Κουκκίδα, 2020)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια …

κατεβαίνουνε λοξά

προς τα χαλίκια του βυθού

οι άσπρες λήκυθοι

(Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη, «Το φως»)

Το πνεύμα μου είναι δύστροπο και μελαγχολικό γλιστράει πάνω από τις ευχαριστήσεις που συναντάει για ν’ αδραχτεί και να τραφεί από τις δυστυχίες… (Michel de Montaigne 1533-1592)

Η Χαρά Πρεβεδώρου, καταξιωμένη ποιήτρια με πολλές εκδόσεις ήδη και φιλολογική αρματωσιά, προσέρχεται με τη συλλογή Λευκές λήκυθοι, φορτωμένη από το μύθο και τα βιβλία, αλλά και από την εμπειρία και τα πάθη της ζωής. Από αυτά που κάνουν τον Μονταίν «μελαγχολικό» και τον στέλνουν στις «δυστυχίες». Η λευκή λήκυθος είναι αγγείο που χρησιμοποιείται σε ταφικές τελετές.

Η Πρεβεδώρου, όπως και κάθε ποιητής, επέλεξε να βάλει σε στίχους τα πάθη της ζωής, όσα η φύση και ο Θεός έχει αποφασίσει, αλλά και όσα η καθημερινή ζωή προσθέτει στα προηγούμενα.

Είναι γνωστό και ομολογημένο ότι ο ενημερωμένος άνθρωπος με ορθάνοιχτα μάτια βαδίζει την ευθείαν οδό την μία μόνη που «εις τον τάφον /φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη /αμάχητον με χείρα/ ωθεί τους ζώντας» (Ανδρέας Κάλβος, Εις Θάνατον ιθ΄).

Νόμος κοινός για όλους. Όμως ο ποιητικός λόγος έχει πάντα τη δυνατότητα να ωραιοποιεί, να δίνει ελπίδες και να στήνει φαντασμαγορικά περιβάλλοντα, παρηγοριές και «κούφια λόγια», όπως θα αποκαλούσε τις φαντασμαγορίες ο Κ. Π. Καβάφης. Διότι η ποιήτρια, προϊόντος του χρόνου σκέφτεται:

«Προϊόντος του χρόνου, / σκέφτομαι τις θάλασσες που δε θα δω, / τα γραπτά που δε θα διαβάσω» κι αυτός είναι πράγματι ένας καημός όπως και να μην ξαναδώ το φως του ήλιου. Γι’ αυτό έχει προβλέψει:

«Τριγυρνάω στον ήλιο να ρουφήξω φως,/ ώστε να φωσφορίζω στο σκοτάδι, μήπως το σχήμα μου αναγνωρίσουν/ οι προηγούμενοι».

Και είναι εδώ που οι μύθοι συμπλέκονται. Ο πεθαμένος/αναστημένος ανεβαίνει φωτεινός και ολόλαμπρος, αλλά η ποιήτρια μιλάει για σκοτάδι. Έχει ρουφήξει φως (σαν τη ελυτική «πορτοκαλένια»), από την άλλη δεν πιστεύει στις φαντασμαγορίες. Για να φωσφορίζει στα σκοτάδια του Άδη, όπως παραδίδει ο μύθος, όπου θέλει εκείνη να την «αναγνωρίσουν οι προηγούμενοι». Δεν της αρέσουν οι λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα, τα κούφια λόγια που είπαμε, αλλά με λόγια απαλύνεται ο θάνατος, ο καθημερινός μας επισκέπτης, αυτός που κάθεται πλάι μας στο παγκάκι και «των ατάφων νεκρών τη μυρωδιά» οσμίζεται.

«Προϊόντος του χρόνου/ γίνεται άπληστο το βλέμμα μου/ για πράγματα απτά», «Προϊόντος του χρόνου/ αναλογίζομαι του ποιητή τον ρόλο». Και από εδώ σε όλα τα ποιήματα νιώθουμε πως αναλύεται αυτός ο ρόλος. Οι αιώνες από τον Όμηρο και μετά απέδειξαν πως ο ρόλος του ποιητή είναι να μηχανεύεται τρόπους να δει τι γίνεται στον άλλο κόσμο. Ο Όμηρος επέλεξε τον Οδυσσέα ως απεσταλμένο και ανταποκριτή του. Στον ύστερο Μεσαίωνα ήταν ο Δάντης ο ίδιος που κατέβηκε και βρήκε εκεί τον Βιργίλιο για να τον ξεναγήσει. Είναι και ο Μπεργαδής που γλίστρησε στον ύπνο του να δει τι τάχα συλλογίζονται οι κάτω για τους απάνω. Είναι και «Η λυγερή στον Άδη» που έχει τα ίδια ερωτήματα.

Ο Αρθούρος Ρεμπώ αγωνιούσε και αυτός : «θα βρω την αλχημεία του ρήματος… Έγραψα σιωπές, νύχτες σημείωσα το ανέκφραστο. Αιχμαλώτισα ιλίγγους… Α! είμαι μάστορας σε όλες τις φαντασμαγορίες» (Μια εποχή στην Κόλαση, μτφρ. Νίκος Σπάνιας).

Ο Οδυσσέας Ελύτης, μηχανεύεται το ρήμα, όπως ο διαρρήκτης τον αντικλείδι του. Ένα ρήμα με «κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ… Από τις αποθήκες του Άδη» (Τα Ελεγεία, «Ρήμα το σκοτεινόν») για να μπει και να δει. Όμως «Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται».

Από αυτή την αλήθεια, όσο και αν δεν μπορεί να την βρει κανείς, δεν μπορεί να παραιτηθεί. Ωστόσο, ο μύθος που πάντα κρύπτει νουν αληθείας, θα αξιοποιήσει τα συναισθήματα του Ξάνθου. Ήταν το άλογο του Αχιλλέα που κλαίει για το αφεντικό του. Το άλογο ξέρει αυτό που ξέρει ο ποιητής.

Η ποιήτρια έχει έναν κήπο δροσερό σαν παράδεισο, όπου «μυρωδιές οργίαζαν/ και χρώματα» κι ένα βαθύ πηγάδι, πλάι σε μια ροδιά. Εκεί μέσα βλέπει και ξαναβλέπει τη μητέρα, συγχωρεμένη χρόνια τώρα, να κρατιέται από τη ροδιά και να φωνάζει στο πηγάδι τα ονόματα των αγαπημένων της μαζί και το δικό της. Ποια φαντασμαγορία πλαστή μπορεί να ξεπεράσει αυτή την εικόνα; Έχει και η απλή πραγματικότητα τη δική της σκηνοθεσία. «μια νύχτα με αστροφεγγιά/ πιάστηκε από την παρακείμενη ροδιά/ κι έπεσε στο πηγάδι/ τριγυρισμένη από τρεμάμενα αστέρια// Δεν ξαναβγάλαμε νερό για πότισμα».

Ο πιο σκληρός μήνας είναι ο Απρίλης, λένε. Για την Πρεβεδώρου είναι ο Ιούνιος:

Είναι οι μήνας των νεκρών μας ο Ιούνιος.

Πεθαίνουν έξω από λευκά κρεβάτια.

Τα φρύδια τους ανασηκώνονται

Σε ξύπνημα ανήμπορο

Εγώ παράγω όνειρα

που γυροφέρνουν τα καντήλια

σαν πεταλούδες νύχτας πένθιμης

δεν καίγονται,

μα παίρνουν σχήματα νοσταλγικά

και με τι χέρι να τ’ αγγίξω,

αφού κοιμάμαι ζωντανή

και μόνο στ’ όνειρο μου πέθανα

και ζω μαζί τους.


Εσύ θα μ’ έκρινες ,

«Ψέματα γράφεις,

δεν περιγράφεται ο μυστικός μου ύπνος

ούτε σε ποίημα»

Έτσι, τα «φαντασμαγορικά περιβάλλοντα», για τα οποία μας μίλησε στην αρχή, έρχονται κι εδώ μέσα στο ύπνο να στήσουν έναν χώρο που μπορούν οι νεκροί να συναντηθούν με τους ζωντανούς. Κι ας λέει ότι το εμείς οι υποκριτές αναγνώστες δεν την πιστεύουμε και τέτοιο όνειρο δεν περιγράφεται. Όμως, όλα τα πιστεύει ο άνθρωπος, αν θέλει πράγματι, κι ας ξέρει πως δεν γίνεται αλήθεια η ελπίδα. Βλέπετε στον χώρο του ποιήματος ο καθένας μας μπορεί να αυθαιρετεί απέναντι σε κάθε εξουσία, ακόμα και στον θάνατο. Σε δεύτερη εκδοχή του «Ιουνίου 2» η συμβουλή είναι: «Μην τριγυρίζεις το καντήλι∙/ ο θάνατος παραμονεύει και στη μνήμη». Κι είναι γνωστό πως οι νεκροί μας ζούνε μέσα από τη μνήμη τη δική μας.

Η Πρεβεδώρου θα κάνει το γύρω του χώρου, του χρόνου, της μνήμης της ιερής. Θα καταγράψει το περιγιάλι με την άμμο την ξανθή του Σεφέρη, το λουλουδάτο φόρεμα της κοπελιάς, που «σκορπίζει άνθη στον αέρα», το «Αυτάρεσκο καπέλο, έμβλημα της νιότης», το τοπίο που «μυρίζει θάλασσα και σκίνο,/ Στα πέδιλα χρυσίζει η άμμος». Και αφού έστησε σαν ωραίο πίνακα τον χώρο, στην επόμενη στροφή τον ανατρέπει τα πάντα και όλα γερασμένα είναι εκεί γιατί «Τα ’χει κι αυτά το καλοκαίρι». Και πάλι θα μας δείξει πράσινους λόφους, ποτάμια, και νερά, ρίγανη και φασκόμηλο, ξωκλήσια και βλοσυρούς άγιους να φυλάνε τα περάσματα. Αλλά και πάλι, δεν είναι τίποτα όπως τα ξέραμε.

«Μια μάνα, άξια για ποίημα … βύζαινε το μωρό της/ μ’ ένα αρχαϊκό μειδίαμα στο στόμα», αλλά …«μάζευε περιττώματα».

Τέλος, στην ενότητα «Έμμετρα», ανάμεσα σε άλλα θα μας δώσει ένα σονέτο για τη Γιώτα που χάσαμε πρόωρα, που σιώπησε, μα έμειναν οι ήχοι της. Στο «πιστρόφι» του σονέτου: «Θα πω, πριν από σέβας να σιωπήσω/ η ποίησή σου θα σε φέρει πίσω».

Η Χαρά Πρεβεδώρου τίμησε τους φίλους με ποιήματα ή αφιερώσεις, τίμησε τους αγαπημένους της νεκρούς, μίλησε γενικά και ειδικά. Είδε το θέμα από κοντά ως πάσχουσα αλλά και ως συμπάσχουσα. Ως ποιήτρια βρήκε τους τρόπους να δώσει αυτό που βλέπει, αλλά και αυτό που θα ήθελε να βλέπει. Ο στίχος της είναι επιμελημένος, η λέξη της επιλεγμένη, το διακείμενο πλούσιο, οι αναφορές στο μύθο και στην ιστορία πολλές, το ύφος λυπημένο, η ελπίδα μικρή, η μνήμη ισχυρή. Το «φως που πατεί χαρούμενα τον Άδη και το Χάρο», όπως λέει ο εθνικός μας ποιητής, δεν της δίνει την αφορμή να πανηγυρίσει, αλλά σεμνά απλώς, με όσα λυπημένα καταθέτει, να δοξολογήσει τη ζωή που είναι μία και μοναδική.

Για να μπορεί να φέρει τις Λευκές ληκύθους, να ανάβει το καντήλι, να φωνάζει το όνομα των αγαπημένων νεκρών στο πηγάδι και να συνεχίζει την παράδοση τη κήπου με τα νερά, τα αστέρια, τα λουλούδια, τα αρώματα και την πλούσια σε συμβολισμούς ροδιά του επίγειου παραδείσου της.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails