Χθὲς τὸ βράδυ, ἀργά, ἔλαβα τὸ ἑβδομαδιαῖο σημείωμα τοῦ «Ἔμφρονος» Ἀντωνίου Παπαβασιλείου, λίγο πρὶν ἀναπαυθεῖ τυπωμένο στὰ Χρονικά Δυτικῆς Μακεδονίας, ποὺ ἐκδίδει. Μὲ χαρὰ τὸ διάβασα, ὅπως ὅλα σχεδὸν ποὺ προαποστέλνονται πρὶν ταχυδρομηθεῖ ἡ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ τοῦ ὡς ἄνω ἐντύπου.
Ὅμως τὴν πιὸ χαρούμενη καὶ αἰσιόδοξη πινελιὰ ποὺ παρατήρησα στὸ γραφτὸ αὐτό, εἶναι ἐτούτο τὸ τρυφερὸ κομμάτι: «Τὸ γωνιακὸ κομμάτι [ἀπὸ διαλυμένο <πάζλ>]: ὁ βοσκὸς μὲ τὴ φλογέρα του ( βλ. καὶ φωτ.), Τὸ κρατάω· μὲ καίει. Εἶναι τὸ ἀγαπημένο μου, πὼς νὰ τὸ πῶ- τὸ πιὸ ἀναστάσιμο. <Ποιμένες τὸν τεχθέντα δοξάζουσι> Κάθομαι καὶ παιχνιδεύω. Ἀκουμπῶ τὴ σύνθεση μὲ ἔγνοια στὸ τραπέζι..» Μιὰ φωτεινὴ ρωγμὴ ἀπομένει, λοιπόν, μέσα στὴ σημερινὴ πραγματικότητα, ποὺ ζυγιάζεται πάνω στὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια τοῦτος ὁ φτωχὸς καὶ ἁπλὸς ποιμένας. Ποὺ δίχως ποτέ του νὰ τὸ ἐλπίζει, νὰ τὸ ὀνειρευτεῖ, νὰ τὸ βάλει ὁ νοῦς του, «εἶδε ἐν τῷ Σπηλαίῳ, βρέφος κείμενον τὸν Ἄχραντον». Συνάμα δέ, μὲ αὐτὸ τὸ θέαμα ἄκουσε καὶ τὶς οὐράνιες ὑμνωδίες τῶν Ἀγγέλων. «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες …» Καὶ τότε μαζὺ μὲ τοὺς ἄλλους «Ποιμένες τὸ θαῦμα ἀνακηρύττουσι» ὅλοι τους.
Γύρω μας καὶ παντοῦ στολισμοὶ φωταυγεῖς καὶ ἐξαίσιοι. Ὅμως, ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς, τίποτε δὲν ἀνασταίνουν μέσα σου. Κι ἔρχεται αὐτὸ τὸ εἰκονίδιο νὰ σοῦ θυμίσει «δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Τί ἄλλο, λοιπόν, θέλει ὁ καθένας μας, ὥστε νὰ παραμερίσει τὴν καταχνιά καὶ νὰ ἑορτάσει ἐνθέως καὶ μὲ τὴν ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ τὴν πτωχεία τῶν ποιμένων; «Ποίμνην ἀφέντες τὴν ἑαυτῶν Ποιμένες, Ἰδεῖν καλὸν σπεύδουσι Χριστὸν ποιμένα». Ἐμεῖς, στ’ ἀλήθεια;
Ἀλλὰ κοίτα, τὸ πόσα μπορεῖ νὰ σὲ διδάξει ἔνα κομμάτι πάζλ, πόσο μπορεῖ νὰ ὀμορφύνει τὴ ζωή σου καὶ νὰ τῆς χαρίσει ἁγιασμένα ἀντίδωρα τοῦ Παραδείσου!!!
π. κ. ν. κ. Σκόπελος, 18 Δεκ. 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου