Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Εν
πρώτοις το εξώφυλλο και ο τίτλος. Όχι
απλώς εντυπωσιακά, αλλά αγκίστρια
δυνατά. Η Ταφή του Κόμητος
Οργκάθ. Τίτλος έργου
και πίνακας του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου
- το πρώτο επίπεδο του πίνακα. Η Κλεοπάτρα
Λυμπέρη με αυτό το κείμενο κάνει μεγάλη
βουτιά στα πολύ βαθιά για να ανακαλύψει
πράγματα μέσα από τη μελέτη του πίνακα.
Σαν να είναι μελέτη της ανθρώπινης ψυχής
και της μοίρας της, σαν ο Θεοτοκόπουλος
σε ένα πρώτο επίπεδο μας έδωσε το ιστορικό
γεγονός και τις προεκτάσεις του, αλλά
αλλού ήταν ο στόχος του. Ο Θεοτοκόπουλος
για τον εαυτό του και η Λυμπέρη δι'
εαυτήν.
Από
την αρχή φαίνεται ότι διαδραματίζει
ρόλο σ’ αυτή την ενδοσκόπηση ο «πατέρας».
Ο «πατέρας» έδειχνε ενδιαφέρον για τον
ουρανό, στην αρχή·
για τη Γη αργότερα. Θα έλεγα, μάλιστα,
ότι ακολουθεί την αντίθετη πορεία από
τη χωροταξική διάταξη του πίνακα που
το βλέμμα κερδίζει η γη, Η
ταφή, και έπειτα η μέση
και η αποθέωση, ο Ουρανός. Ωστόσο, Ουρανός
και Γη επικοινωνούν, όπως ο άνθρωπος
κάτω με τα όνειρά του, τα οποία είθισται
να τα τοποθετούμε ψηλά. Ο καλλιτέχνης
«πατέρας» ενδιαφέρεται για τις κρυφές
πτυχές και βαθύτερες σκοπιμότητες της
πραγματικότητας. Η πραγματικότητα,
λέει, δεν είναι επίπεδη, δεν εξαντλείται
στο φαίνεσθαι μόνο, αλλά υπάρχει και το
κάτι αθέατο, όπως η συνείδηση του
ανθρώπου, που και αυτή αθέατη είναι αλλά
υπαρκτή. Κάθε σκέψη για να αναπτυχθεί
χρειάζεται σώμα. Εν αρχή το σώμα, λοιπόν.
Μ’ αυτό ζούμε, μ’ αυτό αισθανόμαστε,
μ’ αυτό δημιουργούμε, σκεφτόμαστε,
στοχαζόμαστε και όταν πεθάνει αυτό
πεθαίνουμε κι εμείς.
Από
τη δική του έρευνα, ο «πατέρας» έχει
καταλήξει σε μερικές βεβαιότητες,
ανάμεσα στις οποίες είναι το ότι η
κυριότητα της ζωής δεν μας ανήκει. Αυτό
είναι θλιβερό διότι διακόπτει τη
δυνατότητα της εξέλιξης. Ο «πατέρας»
βρίσκει καταφύγιο στον πίνακα. Μελετώντας
τον μοιάζει να μελετά την ψυχή του
–νοήματα, νεύματα, βλέμματα- όλες αυτές
οι δραματικές χειρονομίες υπάγονται
στην υποκειμενική, τη συναισθηματική
και ιδιωτική ερμηνεία του «πατέρα» ή
του κάθε παρατηρητή. Ο Οργκάθ κάτω, με
όλα τα υλικά ψηλαφήσιμα, χειροπιαστά,
και η ψυχή του πάνω με όλα τα άυλα σε
αντίστιξη. Σε μια επινόηση της ζωής που
χάθηκε στη γη αλλά ξανακερδήθηκε στον
ουρανό.
Το
πρόσωπο του φεγγαριού τροφοδοτεί τον
κόσμο της πλάνης, λέει η Λυμπέρη, όμως,
στο ξημέρωμα με το φως, όλα αποκαλύπτονται
και παίρνουν τις αληθινές τους διαστάσεις.
Μήπως φεγγάρι είναι η Τέχνη και μέρα
είναι η πραγματικότητα; Σαν να λέμε πως
το φως της τέχνης ομορφαίνει τη σκληρή
πραγματικότητα.
Το
βιβλίο δίνει την εντύπωση ότι ο συμβατικός
αφηγητής, η Λυμπέρη, εν προκειμένω, με
έναυσμα τον πίνακα κάνει παρατηρήσεις
πάνω στη ζωή και το νόημά της, στην πίστη
των ανθρώπων, στο φαίνεσθαι των πραγμάτων
και το είναι τους, στα σύμβολα που
μεταχειρίζεται ο καλλιτέχνης για να
αποδώσει εκείνο που μπορεί να πει και
να υπαινιχθεί, καθώς και εκείνο που
θέλει να κρύψει. Αλλά και για τον αναγνώστη
του είναι πολλά τα στοιχεία εκείνα που
θα τον καθοδηγήσουν να διαβάσει τον
πίνακα: «είναι φανερό πως οι διαβαθμίσεις
του φωτός και της σκιάς αναλογούν σε
απλές καταστάσεις της συνείδησης», πως
«οι αντιθέσεις των δύο πεδίων δίνουν
τη γνωστή μεγαλοπρέπεια».
Η
Λυμπέρη, βέβαια, στο βιβλίο της στέκεται,
κυρίως, στο κάτω μέρος του πίνακα, αν
και αναφέρεται και στο πάνω. Όμως εκεί,
στο γήινο επίπεδο, είναι που γίνεται το
«θαύμα». Εκεί συμβαίνει το παράδοξο.
Εκεί οι άνθρωποι βρίσκονται σε πλήρη
απορία, κατάπληκτοι·
και η αίσθησή μου είναι πως αυτήν την
έκπληξη και απορία επιχειρεί να
επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει και να
φωτίσει, προχωρώντας πόντο πόντο, μήπως
και πιάσει τη σκέψη του Θεοτοκόπουλου
με την καθοδήγηση του «πατέρα». Γιατί
ο Θεοτοκόπουλος είναι «ο δείξας», ο
μέγας μαιτρ δηλαδή. Εκείνος ξέρει. Και
με τον «πατέρα» διάμεσο, πάντα στοχάζεται
πάνω στο μυστήριο της τέχνης καθ’ εαυτήν
και πίσω από τα δικά της σημαινόμενα,
μελετά τη «συνείδηση» του ανθρώπου. Η
καθημερινή ζωή δίνει τα εναύσματα στην
καλλιτεχνική φύση για να φιλοτεχνήσει
και να «δείξει» ή καλύτερα, να υποβάλει
τα μυστικά της. Ένα στοχαστικό πιγκ
πογκ, όπου ο «πατέρας» αναζητεί τον
εαυτό του ως εάν ήταν ο άλλος Οργκάθ. Οι
παρεμβαλλόμενες επιστολές ή σημειώσεις
της εποχής του Θεοτοκόπουλου ρίχνουν
φως σε μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες,
όχι τόσο του πίνακα, αλλά της ψυχής που
φιλοτέχνησε και «έδειξε» τον πίνακα
σαν αλληγορία του μέσα κόσμου, της ψυχής
και του Νου.
«Να
ποζάρω γι’ αυτό το κάδρο σημαίνει πως
θα υπάρξω έξω από το χρόνο». Ο νεκρός
δεν είναι και τόσο νεκρός. Έχει πεθάνει
πριν από διακόσια εξήντα χρόνια αλλά ο
πίνακας θα δείχνει παρόντες στην Ταφή
του τους σύγχρονους άρχοντες της πόλης.
«Όλοι οι χρόνοι θα συναντηθούν στον
πίνακα», «ό,τι συμβαίνει μέσα στο κάδρο
θα συμβαίνει και αύριο» και αυτή είναι
«η φρίκη του παντοτινού», «ολοζώντανοι
ως νεκροί στην όμορφη αιωνιότητά μας».
«Ο Δομήνικος κοιτάζει τα πράγματα…
είναι η όραση», «Βλέπει για λογαριασμό
μας», «Το αγαθό θεωρείται από μερικούς
σαν μια αιώνια ζωή». Αυτές οι σκέψεις
μας βάζουν σε μεγάλη σκέψη. Γράφει ο
Σεφέρης: «Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε
το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία
ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε
το θαύμα σα να μύριζε… Αυτός
ο κύριος της "Αναγέννησης" μ' έμαθε
να μην περιμένω πολλά πράματα από τη
δευτέρα παρουσία» («Άντρας»). Ο Σεφέρης,
βέβαια, αφορμάται από το θαύμα της
ανάστασης του Λαζάρου, όμως ο «κύριος
της Αναγέννησης» (ο Θεοτοκόπουλος,
προφανώς) διασχίζει τους αιώνες για να
ενώσει αυτά τα δύο «θαύματα» και να τα
αμφισβητήσει, σε ότι αφορά την μετά
θάνατον ζωή με την τρέχουσα αντίληψη
των πιστών. Μήπως, λοιπόν, η αιωνιότητα
δεν είναι αγαθό; Το παντοτινό είναι
φρικαλέο και «οι ολοζώντανοι ως νεκροί
στην όμορφη αιωνιότητά μας» είναι
αποκρουστικοί; Μεγάλο άλμα εδώ στον
Λόρδο Μπάιρον που κι εκείνος έβλεπε με
θλίψη την αναβίωση της νεκρής Ελλάδας
στο (τότε) παρόν, σαν βρικόλακα ή φάντασμα
που βγήκε από τον τάφο.
Μήπως
ο θάνατος είναι λύτρωση και η αιωνιότητα
δεν χρειάζεται το σαρκίο μας αλλά μόνο
τη σκέψη μας; Το όνομα και «από κάτω ένα
κενό». Ο Δομήνικος το
αγαθό της αιωνιότητας το εξασφαλίζει
με τη ζωγραφική. Η Τέχνη διδάσκει και
καθοδηγεί, μας παρηγορεί, επιμηκύνει
και δικαιώνει τον βραχύ βίο και απαιτεί
σε κάθε εποχή τη δικής
της ανάγνωση. Και η Λυμπέρη μέσα από τα
μάτια του «πατέρα», του Νου, που έλεγε
ο Αναξαγόρας, επιχειρεί μια δική της
προσωπική καταβύθιση στο μυστήριο της
ζωή και του θανάτου, κυρίως αυτού, γιατί
αυτός είναι, και θα είναι, για κάθε
άνθρωπο ο μέγας άγνωστος. Εκείνες οι
χειρονομίες, τα νεύματα και τα βλέμματα
υπαινίσσονται κάτι πέρα από ό,τι οι
πολλοί μπορούν να βλέπουν.
Η
συγγραφέας, επεξεργάζεται το θέμα της,
κάνοντας μια ενδεικτική, αλλά πολύ
σημαντική περιήγηση σε ζωγράφους και
πίνακες, θέτοντας ερωτήματα όπως: «πώς
θα ήταν η Προσωπογραφία
της Κυρίας ντε Σενόν
αν ο Εγκρ φρόντιζε να αλλάξει τη βαριά
αδιάφορη απόχρωση σάπιου μήλου στην
τουαλέτα της εν λόγω κυρίας με ένα
εκτυφλωτικό κόκκινο…». Δεν είναι ερώτημα
αυτό, όπως και πολλά παρόμοια, που μπορείς
να το προσπεράσεις έτσι, χωρίς να
προβληματιστείς, πράγμα που σημαίνει
πως κάποια λεπτομέρεια που δείχνει
ασήμαντη σήμερα δεν είναι αμελητέα στην
εποχή της. Και, επομένως, ο τρόπος με το
οποίο κοιτάμε έναν πίνακα είναι υπόδειξη,
νεύμα που μας κάνει ο ζωγράφος από την
εποχή του. Ο έχων ώτα ακούειν και όμματα
οράν, ακουέτω και οράτω.
Αν
ρωτήσει κανείς τι είναι το βιβλίο της
Λυμπέρη; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι
μονολεκτική. Είναι δοκίμιο περί τέχνης,
μελέτη του πίνακα του Θεοτοκόπουλου,
ψυχική περιπέτεια, στοχασμός πάνω στην
ανθρώπινη μοίρα, στη ζωή, στον έρωτα,
στην εκδίκηση και στο θάνατο; Και ακόμα
ποιος ο «πατέρας»; Είναι ο πατέρας ή ο
«πατέρας» νους που καθορίζει τα πάντα
ή μήπως αυτός ο άλλος εαυτός μου που μου
μιλά και τον ακούω; Τι είναι η τέχνη
γενικά και ο συγκεκριμένος πίνακας
ειδικά; Μήπως είναι η ερμηνεία στο
μυστήριο της ζωής; Μήπως είναι η
εναλλακτική απάντηση στα αναπάντητα
ερωτήματα που θέτουν οι σοφοί, αναλύουν
οι στοχαστές αλλά η Τέχνη αναλαμβάνει
να τα μεταμορφώσει σε εικόνες, δίνοντας
στο άυλο μορφή και χρώμα είτε αυτό είναι
σκέψη είτε συναίσθημα; Πάντως είναι
μια ψυχική και διανοητική περιπέτεια,
στης οποίας το λαβύρινθο ο αναγνώστης
θα απολαύσει την περιπλάνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου