Γράφει
η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Στο
πρώτο ποίημα της συλλογής Τα
Ελεγεία της Οξώπετρας
(1991) ο Οδυσσέας Ελύτης δίνει ως τίτλο
τρία ονόματα μαρτύρων, των οποίων η
Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη στις 2
Νοεμβρίου. Ημέρα των γενεθλίων του,
πράγμα που σημαίνει πως η Τέχνη της
ποίησης, η Τύχη της σύμπτωσης και η Τόλμη
της γραφής συναντήθηκαν στον τίτλο του
για να συνεορτάζουν και οι τέσσερις.
Όμως οι εορτάζοντες μάρτυρες είναι
πέντε (λείπουν ο Πηγάσιος και ο Αφθόνιος).
Στο εύλογο «γιατί» απαντά η σημειολογία
των ονομάτων που αν δεν με βγάζει μακριά,
νομίζω πως εμπεριέχει το καζαντζακικό
«δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν ελπίζω τίποτα,
Είμαι ελεύθερος». Ο μέγας Κρητικός
στήριξε την ελευθερία του στο «Τίποτα»
που πιστεύει πως ακολουθεί τη ζωή. Ο
Ελύτης στήριξε τη δική του στην ελπίδα
και «Έχει ο Θεός». Ξέρει ακόμα πως δεν
τα ξέρει όλα ο άνθρωπος και πως «Έχει
κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά Θάλασσα»
(Ημερολόγιο,
«Παρασκευή, 10γ») και σ’ αυτή τη θάλασσα
έχει ήδη ανοίξει «ρυάκι» που τον
περιμένει, όπως φαίνεται στον 8ο
στίχο του ποιήματος που ακολουθεί.
ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ,
ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ
Τώρα,
στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα
φτάσει
Εγώ
αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό
Κεραμεικό
Με
Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια.
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε
που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες.
Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα
σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω
απ' τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές
εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη
άγνωστης γενεάς
Που
από ψηλά
κάνει
ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη
θάλασσα
Λάμπει
μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο
λάμπει
…………………………………………………………
Να
με πάτε κει που οι άλλοι παν
Δε
γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω
πουθενά
Τιμαριώτης
τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ
Στα
δίκαια μου. Το λέει κι ο αέρας
Από
μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα
μεγαλώσει θάνατος
Αχ
ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο
Ιούδας
Θα
'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες
πού και πού θ' ακούγονται και
Με
το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα
μεσ' από τη μαυρίλα
Θ'
αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές,
προαιώνια νέες
Φρύγισσες
ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά
πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε
που και του καθενός τα βάσανα θα
εξαργυρώνονται
……………………………………………………………….
Ώσπου
κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν
κατάφωτο
Θ'
αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι
άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα
Σαν
μεσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα
φανερωθούν
Ιχθείς
του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί
κατακυμάτων κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη
Ενώ
μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη
με μια βάρκα μαύρη
κι
άδεια χαμένη στα πελάγη της
Ο
Ελύτης είναι κάτοικος του ελληνικού
τοπίου, αλλά και της ιδεατής ελληνικής
επικράτειας, εκείνης που ως «ιδέα» της
Ελλάδας αποτελεί την ονειρική εκδοχή
της πραγματικής, τον Παράδεισο. Αυτήν
παρουσιάζει και η ακόλουθη διατύπωση:
«Kατοίκησα
μια χώρα που ’βγαινε από την άλλη, την
πραγματική, όπως τ’ όνειρο από τα
γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν
Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να
τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε .
τόσο άπιαστη» (Ο Μικρός
Ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» ΙΙ,
σελ. 18).
Πρόκειται
για τον τόπο, όπου οι αιώνιες αρχές και
αξίες επιβιώνουν, ξεπερνώντας τις
επικαιρικές δυσκολίες, με άλλα λόγια
πρόκειται για το αιέν που υπερισχύει
του εκάστοτε νυν, κόντρα στις αντιξοότητες
των καιρών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι
μιλάμε για τον τόπο, όπου γεννήθηκε ο
Πλάτων, στου οποίου τη φιλοσοφική σκέψη
η «Ιδέα» αποτελεί το άυλο πρόπλασμα
της ύλης, ενώ στην ποίηση του Ελύτη το
υλικό σώμα και η ιδέα ταυτίζονται. Η
«τόσο λίγη» Ελλάδα, στο απόσπασμα που
προηγήθηκε, ανταποκρίνεται στην ιδεατή,
τη σχεδόν «άυλη», από την πλατωνική της
«ιδέα» καταγόμενη. Με άλλα λόγια, η
ελληνική γη, με όλα όσα την αποτελούν,
είναι ο Παράδεισος, ο ιδανικός τόπος
με όλες εκείνες τις ψυχικές δυνάμεις
και διαθέσεις που παραπέμπουν
στο βαθύτερο νόημα του Παραδείσου, ο
οποίος τελικά είναι «ο αληθινός μας
εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας,
ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας
Ήλιος» (Ο Μικρός Ναυτίλος, «Μυρίσαι
το Άριστον», ΧΧVΙΙΙ, σελ.
121).
Η
Ελλάδα, λοιπόν, είναι ο τόπος, στον οποίο
συναντιέται η ύλη με την «ιδέα» του. Μια
«νήσος των Μακάρων», χωρίς φυσικό
πλούτο, αλλά με τη χαρακτηριστική
λιτότητα του ελληνικού τοπίου, που το
στολίζει ένας Παρθενώνας ή «το
ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς»,
που το φυσούν οι άνεμοι και το περιβάλλει
η «πιο θαμπωτική θάλασσα» (Ανοιχτά
Χαρτιά, σελ. 35). Επομένως, φέρει τα
χαρακτηριστικά της ιθαγένειας, αυτά
που συναντά κανείς σε ένα νησί του
Αιγαίου, καταγόμενο κατευθείαν από την
ομηρική Οδύσσεια και τον κήπο του Λαέρτη.
Ένας «όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά
πλασμένος», με τα λόγια του Σολωμού,
κόσμος που χρησίμευσε ως μοντέλο για
να δώσει μορφή στον Παράδεισο. Και όταν
ο Ελύτης μιλάει για Παράδεισο, δεν εννοεί
υποχρεωτικά έναν τόπο, όπου πάνε οι
ψυχές μετά θάνατον, αλλά έναν ηθικό
κόσμο, που τον φωτίζει ο ήλιος, ο οποίος
έχει θέση σ’ αυτόν τον κόσμο ανάλογη
με αυτήν που έχει και στον φυσικό κόσμο.
Και ο Παράδεισος αυτός έχει διπλή εκδοχή.
Μπορεί να είναι στεριανός μπορεί και
ένας «μακρύς θαλασσινός Κεραμεικός» ή
και οι δυο μαζί.
Στο
ποίημα της 2ας Νοεμβρίου ο Παράδεισος
είναι σύνθεση θάλασσας και ουρανού, το
ενιαίο γαλάζιο, στο οποίο κληροδοτείται
κάθε ζωή, αφού ολοκληρώσει τον κύκλο
της. Στα χαρακτηριστικά αυτού του
συγκεκριμένου παραδείσου συγκαταλέγονται
ο «θαλασσινός
Κεραμεικός» (αρχαία
ελληνική κληρονομιά), «Με
Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια»
(αγάλματα
ή αγγειογραφίες Μυροφόρων). «Θα
'ναι νύχτα και Αύγουστος/ Τότε που
αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες». Ο
κρίσιμος χρόνος. Ο Αύγουστος ως όριο
του καλοκαιριού, η νύχτα ως όριο της
μέρας που τελείωσε. Και των αστερισμών
οι βάρδιες ως όριο κοσμικό. Τα πάντα
τελειώνουν και αλλάζουν. «Μικρές
θεές, προαιώνια νέες/ Φρύγισσες ή Λυδές
με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά
πτερύγια γύρω μου άδοντας θα συναχτούν».
Δεν
μας διαφεύγει εδώ το «μοιρολόγι της
φώκιας», γύρω από το άψυχο κορμάκι της
Ακριβούλας, σαν ευλαβικό αφιέρωμα στον
μεγάλο Σκιαθίτη. Ο επίλογος του ποιήματος
κάνει λόγο για μια «βάρκα μαύρη», «χαμένη
στα πελάγη» και δεν μπορεί παρά να μας
ξαναπάει στην γολέτα εκείνη που «ήτο
σηκωμένη στα πανιά» και «εξηκολούθη
ακόμη να βολταντζάρει», όπως παρατηρεί
ο Παπαδιαμάντης στο «μοιρολόγι» του.
Με
αυτή τη «μαύρη βάρκα», λοιπόν, ταξιδεύει
στα πελάγη ο Ελύτης, στον δικό του
ελληνικό παράδεισο, για τον οποίο προ
πολλού κατέληξε πως δεν χρειάζονται
πολλά: «κι ας πα να μ’ έλεγαν τρελό/
πως από ’να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος
(Φωτόδεντρο, «Τρεις φορές η αλήθεια»).
Αυτό το «τίποτα», όμως απαιτεί να
απαρνηθείς πολλά για να το αποκτήσεις·
«θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να
πετάς το ψάρι» (Τρία Ποιήματα, «Ο
κήπος βλέπει»,3), οπότε επανερχόμαστε
στην «ιδέα» της αρχικής λιτότητας. Το
λεπτόγεων της αττική γης, ένα λιγνό
κυπαρισσάκι κι ένα ανθεκτικό γεράνι
αρκούν για να αναπαυθεί το σώμα. Ο ουρανός
και οι άνεμοι αρκούν για να ανοίξει τα
φτερά της η ψυχή, που κάπου εδώ γύρω
πετά, για να μας θυμίζει πως, όπως η
«Άνοιξη … προϊόν του ανθρώπου είναι»
(Φωτόδεντρο, «Η Οδύσσεια» σελ. 33),
έτσι και ο παράδεισος.
2
Νοεμβρίου, Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου,
Ανεμποδίστου και Οδυσσέα, ανήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου