Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι
καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, όπου διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία και Ιστορία του
Γλωσσικού Ζητήματος, ενώ στις απορρέουσες από την ιδιότητα ασχολίες του
συγκαταλέγονται το περιοδικό «Πόρφυρας», του οποίου είναι υπεύθυνος σύμβουλος
έκδοσης και επιμελητής, το περιοδικό «Κερκυραϊκά
Χρονικά», του οποίου είναι επιστημονικός υπεύθυνος, ταυτοχρόνως είναι συνεργάτης
πολλών άλλων λογοτεχνικών περιοδικών, με μεγάλη και ποικίλη δραστηριότητα. Πέραν
όλων τούτων, ακαταπόνητος, παραδίδει στην επιστήμη και την τέχνη του λόγου
εργασίες, οι οποίες διακρίνονται για την ποιότητα και τη σπανιότητα τους. Ξεχωρίζουν
οι μελέτες του πάνω στο έργο του Δημήτρη
Σουρβίνου (Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, 2006), του Σπύρου Νικοκάβουρα (‘‘εκ
νέου’’ 2007), ο ογκώδης τόμος με Μελετήματα για την
Κυπριακή Λογοτεχνία, με τον τίτλο Εν Ειναλίη Κύπρω έσσετ’ αοιδός (Αίπεια, Σπίτι της
Κύπρου και Πάπυρος, 2011). Δεν
θα έπρεπε να παραλείψω «Τη Φωτεινή Απαισιοδοξία», μια μελέτη του πάνω σε μια ομιλία του Μιχαήλ Δεσύλλα για τον
Λορέντζο Μαβίλη (Κέρκυρα 2012), για τον οποίο, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό
χρόνων από το θάνατό του στον Δρίσκο, το 1912, έγινε επετειακή έκδοση και από
το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων με τον τίτλο Λορέντζος Μαβίλης,
Πολιτικός, Ποιητής, Εθνικός Ήρωας (2012). Ενδιαφέρουσα
και πολύ καλά τεκμηριωμένη είναι η μελέτη του με τον τίτλο «Με επιμονή και με σκοπό στον ίδιο Τόπο», η οποία
αναφέρεται στο ποιητικό, πεζογραφικό και δοκιμιακό έργο του σημαντικού ποιητή
της γενιάς του ’70 Γιώργου Mαρκόπουλου (Εκάτη 2013). Από τις πιο
πρόσφατες εργασίες του, με την οποία θα ασχοληθώ εκτενώς, επιλέγω την σπουδαία Κερκυραία λογοτέχνιδα Ειρήνη Α. Δεντρινού, της οποίας την
προσωπικότητα φέρνει στο προσκήνιο μαζί με το πλούσιο πεζογραφικό της
έργο.
Εκτός από τα Διηγήματα της Δεντρινού, το βιβλίο περιλαμβάνει
«Εισαγωγή» δική του, η οποία
επιμερίζεται σε πέντε ενότητες, όπου
ο Πυλαρινός εξετάζει το οικογενειακό και
κοινωνικό περιβάλλον, τη νεανική δημιουργική περίοδο και τις πρώτες
δημοσιεύσεις, τη δεύτερη πεζογραφική περίοδο με τη θητεία στο Νουμά και τα διηγήματα του
σαλονιού, την τρίτη περίοδο, τη νουβέλα Ο Εξαγνισμός, την Η Κερκυραϊκή
Ανθολογία και την εντοπιότητα και τέλος, την τελευταία ομάδα διηγημάτων στην
εφημερίδα Κερκυραϊκή Ηχώ.
Ακολουθούν οι σελίδες με τα «Διηγήματα» και ο τόμος
κλείνει με τις «Πηγές» τις οποίες ερεύνησε
ο Πυλαρινός για τη μελέτη του.
Από την επισταμένη και
συστηματική έρευνα προκύπτει ότι η Δεντρινού προέρχεται από σπουδαίο
περιβάλλον, του οποίου τα μέλη έχουν πολλές «περγαμηνές» να αναδείξουν. Ο
πατέρας της Γεώργιος Ζαβιτσιάνος, ανήκε σε μεγάλη αστική οικογένεια, είχε
σπουδάσει στο Παρίσι φυσικές επιστήμες και είχε μια λαμπρή καριέρα και πολιτική
εξέλιξη πλάι στον Βενιζέλο. Η μητέρα της ήταν αριστοκράτισσα με φιλελεύθερο
πνεύμα, από την οικογένεια των Βουλγάρεων. Σύζυγος της Δεντρινού ήταν ο πολιτευτής
Ανδρέας Δενδρινός. Έζησε, λοιπόν, και
ανατράφηκε στο αριστοκρατικό και μεγαλοαστικό
περιβάλλον, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, να καλλιεργήσει και να αναπτύξει το ταλέντο της, το οποίο εκδηλώθηκε αμέσως
μετά την αποφοίτηση από το Αρσάκειο της Κέρκυρας.
Η Δεντρινού έζησε τις
ιστορικές ανακατατάξεις της Επτανήσου, την ακμή και την κάμψη, εφόσον το νησί
σταδιακά μεταβαλλόταν από κέντρο που ήταν σε περιφέρεια. Η ίδια, πάντως,
εθεωρείτο «ιερό τέρας» από τους παλιότερους και σεβαστή δέσποινα από τους νεότερους, εξακολουθώντας να επηρεάζει
τα πράγματα ως κριτικός και ιστορικός της κερκυραϊκής λογοτεχνίας. Πέθανε
σχεδόν εκατό ετών το 1976 (γεν. 1879). Στους
κοντινούς της φίλους συμπεριλαμβάνονταν οι εμβληματικές μορφές του Θεοτόκη και
του Μαβίλη, οι δύο αυτοί ισχυροί πόλοι της εντοπιότητας αλλά και εκπρόσωποι της
νέας γενιάς. Η προσπάθειά της να αναδείξει το επτανησιακό στοιχείο αλλά και να
επικοινωνήσει και με τα έξω ρεύματα είναι εμφανής σε όλο το έργο της.
Δημοτικίστρια (η επιλογή του «τ» αντί του
«δ» στο επώνυμό της εκεί έχει την αιτία της) και φεμινίστρια ενδιαφέρεται για το γυναικείο
ζήτημα και αγωνίζεται για την απελευθέρωση της γυναίκας (Θα λέγαμε πως έπρεπε
να περάσουν εκατό χρόνια για να γίνει πραγματικότητα ο διακαής πόθος μιας άλλης
επτανησίας αρχόντισσας, της Ελισάβετ Μαρτινέγκου, για παιδεία και χειραφέτηση).
Η ενασχόλησή της με την
πεζογραφία, γράφει ο Πυλαρινός, τοποθετείται στο τέλος της πρώτης
τριακονταετίας του 20ου αιώνα. Το πολυσέλιδο πεζογράφημά της «Το
όνομα του πατέρα» (1924-1925) δημοσιεύτηκε
σε συνέχειες στα Κερκυραϊκά Νέα. Τελικώς το είδος πεζογραφίας που της ταίριαζε
ήταν το διήγημα, εκτενές ή όχι.
Ο Πυλαρινός κατανέμει το
έργο της σε περιόδους. Η πρώτη είναι η νεανική περίοδος με τις πρώτες
δημοσιεύσεις σε περιοδικά της εποχής και στο Ημερολόγιο της Εφημερίδος των Γυναικών. Στη δεύτερη πεζογραφική
περίοδο περιλαμβάνονται οι συνεργασίες της στον Νουμά και τα διηγήματα του σαλονιού, όπου θίγεται η «σοβούσα
κοινωνική παθογένεια». Στα διηγήματα αυτής της περιόδου η Δεντρινού ασχολείται
με τη «νέα γυναίκα της υποκρισίας, της επίδειξης, της φιλοχρηματίας, του
σνομπισμού και της ματαιοδοξίας» αλλά και με την ώριμη γυναίκα, μητέρα, θύμα.
Κι ακόμα στη θεματολογία της υπάρχουν οι ψεύτικοι έρωτες, η προικοθηρία, οι
γάμοι από υπολογισμό και συμφέρον, θέματα γενικώς οικογενειακά, στα οποία η συγγραφέας επιχειρεί πάντα να αναδείξει το πρόβλημα. Όσο
για τα θέματα που σχετίζονται με την τιμή, την προδομένη αγάπη, τη διαφθορά και
την πίστη, ο Πυλαρινός τα αποδίδει στη σχέση της με τον Θεοτόκη και το έργο του
Η τιμή και το χρήμα.
Στην τρίτη περίοδο
ανήκει και η συνεργασία της με τον Θεοτόκη και η έκδοση από κοινού του
περιοδικού της Κερκυραϊκής Ανθολογίας,
το οποίο όμως δεν προσήλκυσε συνεργάτες και δεν κατάφερε να αντέξει στον
αθηναϊκό ανταγωνισμό. Στα διηγήματα αυτής της περιόδου η Δεντρινού «εκπροσώπησε
συνεπώς και πάλι το γυναικείο φύλο, προβάλλοντας τα πάθη αλλά και τα αιτήματά
του». Γυναίκες πάσης κοινωνικής κατηγορίας, ηλικίας και παιδείας,
καταδυναστευμένες στο γάμο τους, με ερωτικά πάθη, παράνομες αγάπες και κυρίως
άκληρες με πολλά δεινά, γίνονται ηρωίδες της. Το σημαντικό είναι πως σ’
αυτής της περιόδου τα διηγήματα η Δεντρινού «έφτασε στις καλύτερες πεζογραφικές
στιγμές της». Οι συνθετικές ικανότητές της φαίνονται και στα έργα, στα οποία τα
σκηνικά της πόλης και της εξοχής εναλλάσσονται «με την αποδέσμευση του λαού της
υπαίθρου από τον άρχοντα – δυνάστη του και τη διάχυσή του στον αστικό χώρο,
όπου επρόκειτο να αντιμετωπίσει νέα προβλήματα». Για τα διηγήματα και αυτής της περιόδου ο
Πυλαρινός, πέραν των άλλων επισημάνσεων βρίσκει και τις εκλεκτικές συγγένειες
της Δεντρινού άλλοτε με τον Παπαδιαμάντη, άλλοτε με τον Λασκαράτο κι άλλοτε με
τον Θεοτόκη.
Στη νουβέλα «Ο
Εξαγνισμός», ο Πυλαρινός σημειώνει ότι η
Δεντρινού συμπλέκει με μεγάλη
τόλμη «τη δεισιδαιμονία με την αναπαραγωγική δύναμη και το ένστικτο,
επηρεασμένη προφανώς από τις πρώιμες για την ελληνική πραγματικότητα
ψυχαναλυτικές θεωρίες», αλλά και από άποψη μορφής ότι αποτελεί «εξαίρεση των αφηγηματικών τεχνικών…
εξαίρεση ποσοτική και ποιοτική».
Στα τελευταία διηγήματά
της είναι εμφανής η κάμψη, με τις θεματικές επαναλήψεις, τη μικρή ή μεγαλύτερη
φόρμα. Ωστόσο, το επί σαράντα χρόνια διάσπαρτο σε περιοδικά, σε όλη την Ελλάδα,
έργο της αποκαθιστά τη σημασία της ως
πεζογράφου, δίνει την ευκαιρία να
αποτιμηθεί η κερκυραϊκή παραγωγή της, να
αναφανεί η ανταγωνιστική σχέση με την Αθήνα, να παρακολουθηθεί η εξέλιξη του
γλωσσικού ζητήματος και να συμπληρωθεί το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα με
στοιχεία αντλημένα από έργο της. Ο τόμος, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του
βιβλίου, είναι έκδοση της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος
Κώστα και Ελένης Ουράνη, και τούτο, καθώς και ο ίδιος ο Πυλαρινός, αποτελεί εγγύηση για την ποιότητά του.
Συμπληρωματικό, σ’ αυτό,
είναι Το Λεύκωμα της Ειρήνης Α. Δεντρινού (Εκδόσεις Ειρμός, 1989) του
οποίου η σημασία επαναξιολογείται σήμερα με το πρόσθετο υλικό που κομίζει και
ας προηγήθηκε 23 χρόνια, πράγμα που αφενός δείχνει την μακρόχρονη ενασχόληση
του Πυλαρινού με την Δεντρινού και αφετέρου μας προσφέρει μια πιο ανάλαφρη
εικόνα εκείνου που πραγματεύεται στο βιβλίο με τα Διηγήματα. Το είδος – το
λεύκωμα- ήταν «πρώτης ανάγκης», μέσο
διασκέδασης και χώρος συναισθηματικής εκτόνωσης, κυρίως για τις γυναίκες,
επειδή ήταν περιορισμένες. Με τις κοινωνικές αλλαγές ο ρόλος του συν τω χρόνω
εξαφανίστηκε. Παρόλα αυτά, φυλλομετρώντας ένα λεύκωμα του παλιού καιρού
ανακαλύπτουμε θησαυρούς. Ο Πυλαρινός μας δίνει την εξέλιξή του από τον 16ο
αιώνα στη Γαλλία και εξής και διασχίζοντας τον ρομαντισμό του 19ου αι. και φτάνοντας προς το τέλος του στη γενιά του
1880. Ο χρόνος που πέρασε, με τις κοινωνικοπολιτικές και καλλιτεχνικές αλλαγές, άφησε και στο λεύκωμα τα σημάδια του. Πάντως
τα λευκώματα τελείωσαν με το πέρας της ρομαντικής εποχής και όσα παρέμειναν το
οφείλουν στους επιφανείς, κυρίως γυναίκες, που τα έγραψαν. Ο Ψυχάρης τα θεωρεί
καθαρά γυναικείο χώρο, ο Λ. Πολίτης συμφωνεί πως οι κυρίες και οι δεσποινίδες
της καλής κοινωνίας κρατούσαν λεύκωμα και ο Ραγκαβής υποστηρίζει πως λευκώματα κρατούσαν
γυναίκες όλων των ηλικιών. Σ’ αυτά έγραφαν ποιητές και καλλιτέχνες, πολιτικοί,
επιφανείς και μη. Οι αφανείς, συχνά, επεδίωκαν να φιγουράρει το όνομά τους πλάι στα ονόματα των επιφανών. Οι κανόνες του παιχνιδιού επέτρεπαν να
κολληθεί και ταχυδρομημένο αυτόγραφο σε
σελίδα του λευκώματος, πράγμα που στην Δεντρινού συμβαίνει συχνά και συχνό
φαινόμενο, επίσης, ήταν και οι πνευματικοί διαξιφισμοί. Αφιερώσεις, γνώμες,
στίχοι καταχωρίζονται ενυπογράφως. Γλώσσα η καθαρεύουσα, εφόσον το λεύκωμα ήταν
δημιούργημα του ρομαντισμού, αλλά και η δημοτική σε «ευδιάκριτη πάλη», δίνει με τον αγώνα της τη μικρογραφία της
εποχής.
Κι επειδή ο ρομαντισμός που
εξέθρεψε το λεύκωμα, εκφράστηκε ως
ποίηση σε αντίθεση με την πρόζα, η ποίηση είναι περισσότερη. Ο Αχιλλέας
Παράσχος παίζων, συνθέτει «Αισθήματα,
πλην έμμετρα, ουχί πεζά· εχθαίρει/ το
πεζικόν». Ο Ραγκαβής αρνούμενος να γράψει,
συνθέτει: «Στίχους ζητείς ; αδυνατεί ο
νους μου προς ποιήσεις./ Είναι βωβός ο θαυμασμός, το αίσθημα επίσης» (όπου
βέβαια με τη φράση «προς ποιήσεις»
αφήνει να εννοηθεί ότι δεν μπορεί να προσποιηθεί). Ο Σ. Περρής επίσης: «… φυλλολογών το λεύκωμα ως περασμένους χρόνους/ θέλεις μετρή τετράστιχα
μ’ απηυδησμένους στόνους» (όπου ο ποιητής με το «φυλλολογώ» τραμπαλίζεται ανάμεσα
στο φιλολογώ και φυλλομετρώ αφήνοντας να εννοηθεί η ανία του). Όσον αφορά τον
πεζό λόγο των λευκωμάτων αυτός αποτελείται από γνώμες, αποφθέγματα, ευχές,
αφιερώσεις. Αναφέρονται δύο επιφανή
λευκώματα. Το ένα είναι της Ευρυδίκης και το άλλο του Ολιβιέ. Το δεύτερο
περιέχει γνώμες, ρητά και άλλα αντιπροσωπευτικά αξιωμάτων, λειτουργημάτων και
επαγγελμάτων διαπρεπών ανδρών. Με το τέλος του ρομαντισμού κάνει την εμφάνισή της
δυναμικά και η σάτιρα. Ωστόσο, η μελαγχολική διάθεση, η αγωνία μπροστά στο
κενό, η αποδημία, η μετανάστευση, ο χωρισμός, δεν υποχωρούν. Φυσικά και η νοσταλγία των περασμένων: «Πίνε τσάι με
λεμόνι κι ενθυμού μη με λησμόνει».
Ο Πυλαρινός κατατάσσει
τα περιεχόμενα σε δεκατρείς κατηγορίες μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα Περί
έρωτος και αγάπης, Περί πατρίδος, Περί
θανάτου, Η νιότη και τα γερατειά, Το παρελθόν και το παρόν, σκέψεις, γρίφοι,
ζωγραφικά έργα και πολλά άλλα.
Η Ειρήνη Α. Δεντρινού, της
οποίας διεξοδικώς παρακολουθήσαμε στον τόμο με τα Διηγήματα, μορφωμένη, και γλωσσομαθής, συνεργάτης στην Εφημερίδα των Κυριών της Καλλιρρόης
Παρρέν, μυημένη στον φεμινισμό, με κύκλο επιφανών γύρω της, αρχίζει να κρατά
Λεύκωμα με πρώτη καταγραφή στις «12 του θεριστή
του 1899» και τελευταία στις 12-7- 1917. Στο διάστημα των δεκαέξι
χρόνων θα γίνουν σ’ αυτό πολλές και σημαντικές καταγραφές. Όπου ταξίδεψε η Δεντρινού το είχε
μαζί της. Στην Καλαμάτα, στην Κέρκυρα, αλλά, όπως είπαμε, συμπληρώνεται και δι’ αλληλογραφίας. Εκεί, λοιπόν, ο «φυλλολογών», ήτοι ο φυλλομετρών, θα βρει αφιερώσεις πεζογράφων και αποσπάσματα
από το έργο τους, ποιήματα (του Παλαμά π.χ.), παιχνίδια με το όνομα, ποιήματα, επιστολές με φιλολογικό ενδιαφέρον, απόψεις
για το γλωσσικό ζήτημα. Συνοψίζοντας τα
χαρακτηριστικά του ο Πυλαρινός, παρατηρεί: α) τη δημοσιογραφική παρουσία και το
συσχετισμό με την καθαρεύουσα. β) ότι τα ποιητικά κείμενα είναι γραμμένα στη
δημοτική και επηρεασμένα από τη γενιά του 1880. γ) ότι η Αθήνα είναι το
πνευματικό κέντρο της χώρας και πόλος έλξης των πνευματικών ανθρώπων. δ) ότι το
ύφος και το ήθος των νέων τάσεων είναι έντονο. ε) ότι τα ρομαντικά κατάλοιπα συμπλέκονται με τις νέες
ιδέες, οπότε φαίνεται και η μετάβαση από τη ρομαντική εποχή στην διάδοχό της.
στ) ότι το πατριωτικό στοιχείο είναι εμφανές. Και ένα ερώτημα που παραμένει
αναπάντητο είναι η απουσία από το λεύκωμα σπουδαίων ανθρώπων με τους οποίους
είχε, ωστόσο, φιλικές σχέσεις η Δεντρινού.
Ακολουθούν οι σελίδες
του λευκώματος με φωτογραφική απεικόνιση της χειρόγραφης σελίδας, με τους
γραφικούς χαρακτήρες και την επιμελημένη καλλιγραφία, απέναντι από την τυπωμένη. Ενδιαφέρουσα είναι η προσπάθεια και
η ευγένεια που επιδεικνύουν οι υπεύθυνοι περιοδικών, όταν αρνούνται συνεργασία.
Επίσης, τις σελίδες του βιβλίου διανθίζουν επιστολικά δελτάρια με εικόνες
εποχής της Κέρκυρας, κτήρια και εξοχές. Κυρίως, όμως, μας συγκινούν πράγματι, τα
κείμενα, μερικά των οποίων, ποιητικά ή πεζά, είναι αριστουργήματα μια άλλης
εποχής. Μιας εποχής ήθους, ευγένειας και ανθρώπων με αληθινή μόρφωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου