Για το Νυχθημερόν και τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια
Από
σήμερα, Κυριακή προ των Φώτων, μέχρι και την επομένη των Θεοφανίων, κεντρική
μορφή στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας αναδεικνύεται ο άγιος Ιωάννης ο
Πρόδρομος, η σύναξη του οποίου εορτάζεται την επομένη των Φώτων, ως υπηρέτου
του μυστηρίου της βαπτίσεως του Κυρίου. Για τον αγ. Ιωάννη η πιο συστηματική
θεολογική μελέτη στην Ορθόδοξη γραμματεία είναι ίσως αυτή του πατρός Σεργίου
Μπουλγκάκωφ (Sergius Bulgakov), τιτλοφορούμενη Ο Φίλος του Νυμφίου, έργο το οποίο αποτελεί τον δεύτερο τόμο της
αποκαλουμένης ελάσσονος τριλογίας.[1]
Τις λίγες σκέψεις που ακολουθούν για το πρόσωπο του αγ. Ιωάννου του Προδρόμου
τις δανειζόμαστε από την μελέτη μας για την εσχατολογία στο έργο του Γερμανού
θεολόγου και μάρτυρος Dietrich Bonhoeffer.[2]
Εκ πρώτης όψεως ίσως να φανεί παράταιρη η διακειμενική προσέγγιση των δύο αυτών
μορφών: τί το κοινό μπορεί να έχουν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Dietrich
Bonhoeffer;
Η θέση που υποστηρίξαμε στην εν λόγω μελέτη, και την οποία
παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στα Ελληνικά εδώ, βρίσκει στο πρόσωπο του
Προδρόμου την ακριβή και εύγλωττη ενσάρκωση μια έννοιας, την οποία χρησιμοποιεί
ο Γερμανός θεολόγος, προκειμένου να ασκήσει κριτική σε όσους συναδέλφους του
είχαν σπεύσει να δανείσουν ένα θεολογικό δεκανίκι στην εθνικοσοσιαλιστική
ιδεολογία της εποχής τους. Ή έννοια αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί με τον
νεολογισμό το προθύστατο (das Vorletzte,
the penultimate), καθότι βρίσκεται σε αξιολογική
(και όχι μόνο χρονική) σχέση προ του ύστατου και του εσχάτου. Η προτεσταντική
θεολογία, που είχε θέσει εαυτήν στην κρατική υπηρεσία της φασιστικής ιδεολογίας
που εκπροσώπησε η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, προσπάθησε να καθαγιάσει εγκόσμιες
δομές όπως το κράτος, το έθνος, ο γάμος και η εργασία θεωρώντας τες αναπόσπαστα
στοιχεία της δημιουργίας (Schöpfungsordnungen). Το επιχείρημα ήταν πως, αν οι προαναφερόμενοι θεσμοί
ήσαν μέρος της δημιουργίας, τότε δεν θα μπορούσαν παρά να θεωρηθούν ως εγγενώς
καλοί. Ο Bonhoeffer αντέταξε σε αυτό το επιχείρημα την θέση ότι οι
ενδοκοσμικές δομές όπως το έθνος, ο γάμος και η εργασία σε καμία περίπτωση δεν
μπορούν να απολυτοποιηθούν, αφού αντλούν το νόημά τους μόνον σε σχέση με το
έσχατο. Η αξία τους, δηλαδή, είναι σχετική και κρίνεται από τον βαθμό στον
οποίον εξυπηρετούν την εσχατολογική πραγματικότητα την οποία η Εκκλησία
προσδοκά και προγεύεται (υπ᾽αυτήν την έννοια είναι αμφίβολο εάν ο
γάμος θα μπορούσε να θεωρηθεί μυστήριο— αλλά αυτό αποτελεί το θέμα
μιας άλλης εργασίας). Η πρόγευση αυτή συνίσταται ακριβώς στη εν μέρει κατάργηση
των θεσμών αυτών (δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναχισμός βρίσκει τον πρόδρομό του
στο πρόσωπο του Προδρόμου).
Ο Γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur είχε
παρατηρήσει πως αφηρημένες έννοιες βρίσκουν πολλές φορές καλύτερη επεξήγηση
όταν ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αφηγήσεις. Για παράδειγμα, όταν
οι Έλληνες θέλανε να μιλήσουν για τον ηρωισμό μιλούσαν για τον Αχιλλέα, τον
αρχετυπικό ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, ή, όταν θέλαν να περιγράψουν την
συζυγική πιστότητα, φέρναν το παράδειγμα της Πηνελόπης, κ.ο.κ. Η «φρονητική» αυτή
προσέγγιση, εφάμιλλη της θεωρητικής, την οποία προτιμά η φιλοσοφία, μας
επιτρέπει να δούμε στο πρόσωπο του Προδρόμου την εικόνα του προθύστατου.
Το επίθετο Πρόδρομος, το οποίο προτιμά η Ορθόδοξη παράδοση σε σχέση με το Βαπτιστής, δεν δηλώνει ακριβώς πως ο
Ιωάννης είναι για τον Ιησού ό,τι το προθύστατο για το ύστατο; Στο Ευαγγέλιο η
μορφή του αγ. Ιωάννη εισάγεται με τον στίχο του Ησαΐα: Ἑτοιμάσατε
τὴν ὁδὸν
Κυρίου (Μθ. 3:3, Ησ. 40:3)— δεν
είναι εκείνος η οδός, αλλά η ετοιμασία της οδού, ο πρό-δρομος της βασιλείας, ο ερχομός της οποίας όχι μόνον
επίκειται αλλά και επείγεται (ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη
πρὸς τὴν ῥίζαν
τῶν δένδρων κεῖται,
Μθ. 3:10).
Εξ αιτίας ακριβώς αυτού του ρόλου ως
προ-δρόμου,
ο Ιωάννης στερείται ταυτότητος: εφ᾽ εαυτού
και δίχως αναφορά σ᾽ Εκείνον, στον οποίον συνεχώς
παραπέμπει δεν είναι κανείς. Εξ ού και η απορία όσων δυσκολεύονται να τον
εντάξουν σε ένα απο τα προκατασκευασμένα σχήματα:
ὅτε ἀπέστειλαν
οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων
ἱερεῖς καὶ
Λευίτας ἵνα ἐρωτήσωσιν
αὐτόν· Σὺ τίς εἶ; καὶ ὡμολόγησεν
καὶ οὐκ ἠρνήσατο·
καὶ ὡμολόγησεν
ὅτι Ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ὁ
Χριστός. καὶ ἠρώτησαν
αὐτόν· Τί οὖν; Ἠλίας
εἶ σύ ; καὶ λέγει·
Οὐκ εἰμί. Ὁ
προφήτης εἶ σύ;
καὶ ἀπεκρίθη,
Οὔ. εἶπoν οὖν αὐτῷ· Τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν
δῶμεν τοῖς πέμψασιν
ἡμᾶς· τί λέγεις
περὶ σεαυτοῦ; ἔφη·
Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος
ἐν τῇ ἐρήμῳ...
(Ιω. 1:19-29).
Μία
προς μία αρνείται ο Ιωάννης τις απόπειρες του όχλου να ενταχθεί σε κάποια από
τις κατηγορίες τις οποίες εκείνοι αναγνωρίζουν. Ο Χριστός, ο Ηλίας, ο προφήτης— δεν
είναι παρά απελπισμένες προσπάθειες να εξομαλυνθεί το προθύστατο, να εκφυλιστεί
το σε ό,τι δεν είναι: στην εκπλήρωση
μιας προσδοκίας αντί του υπομνήματός της. Γι’
αυτό τον λόγο ο Ιωάννης αρνείται την όποια αυτοαναφορική ταυτότητα προτιμώντας
να ορισθεί μόνο ως ένα σημάδι, μιά φωνή: Ἐγὼ
φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ. Απογοητευμένοι από την
απάντησή του, ο συγκεντρωμένος όχλος ζητά τώρα το λόγο της εξουσίας του: Τί οὖν
βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ
Χριστὸς οὔτε Ἠλίας
οὔτε ὁ προφήτης;
(Ιω. 1:25).
Εδώ ακριβώς κρίνεται η «ταυτότητα» του Προδρόμου ως άρνηση της αυτοαναφορικότητας
που εξαντλείται στο προ- μιας
χρονικής ακολουθίας, που παραπέμπει χωρίς να οικειοποείται σε Εκείνον που είναι
πέραν του Εαυτού (του):
Ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι·
μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν
ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε,
αὐτὸς ἐστιν
ὁ ὀπίσω
μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν
μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος
ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα
τοῦ ὑποδήματος
(Ιω. 1:26-27).
Είναι απολύτως σημαντικό να συλλάβουμε το παράδοξο στην
τελευταία αυτή απάντηση του Ιωάννη: το ύστατο έρχεται μετά από το προθύστατατο
ως ανώτερό του, επειδή το ύστατο και έσχατο είναι, κατά μία άλλη έννοια, πριν
από το προθύστατο, το τελευταίο προηγείται του προτελευταίου, το προτελευταίο
υπάρχει μόνο για χάριν του τελευταίου, του εσχάτου— τα ερχόμενα προηγούνται των παρόντων. Εδώ αποδεικνύεται
πως το προθύστατο είναι για την θεολογία σχήμα πρωθύστερο.
Στις όχθες του Ιορδάνου η παλαιά
κτίση συναντά την νέα. Ο Ιωάννης στέκεται στο κατώφλι μεταξύ παλαιάς και καινής
διαθήκης— της πρώτης είναι ο τελευταίος προφήτης, της δεύτερης ο
πρώτος μάρτυρας. Στον Ιωάννη συναντάμε τον τελευταίο ιερέα κατά την τάξιν Ααρών
(ο Ιωάννης κληρονομεί την ιερωσύνη από τον πατέρα του Ζαχαρία, πρβλ. Λκ. 1:5,
13), στον δε Ιησού αναγνωρίζουμε τον πρώτον μιας νέας ιερωσύνης κατά την τάξη Μελχισεδέκ (Ψλ. 110, Εβρ. 5:6), ἀπάτωρ, ἀμήτωρ,
ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε
ζωῆς τέλος ἔχων,
ἀφωμοιωμένος δὲ τῷ υἱῷ τοῦ
Θεοῦ, μένει ἱερεὺς εἰς τὸ
διηνεκές (Εβρ. 7:3). Δεν
υπήρχε, όμως, η πρώτη εκείνη ιερωσύνη ως προεικόνιση της δεύτερης; Και άρα δεν
αντλούσε τον λόγο της ύπαρξής της απ᾽αυτήν
την δεύτερη;
Στον περίφημο πίνακα της Σταυρώσεως
του Grünewald,
συναντάμε και πάλι τον Ιωάννη, τούτη την φορά δίπλα από τον σταυρό. Είναι
και αυτή μια περίπτωση, στην οποία ο καλλιτέχνης θεολογεί, στην προκειμένη
περίπτωση με το να παραλλάζει την ιστορική ακρίβεια. Για το Ευαγγέλιο δίπλα από
το σταυρό του Χριστού στάθηκε ένας άλλος Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής, και
έγινε εκείνος μάρτυρας της θυσίας Του. Ο Grünewald υποκαθιστά
τον έναν Ιωάννη με τον άλλο, τον Θεολόγο με τον Πρόδρομο. Η υποκατάσταση είναι
σημαντική: τούτη την στιγμή, ιδιαιτέρως τούτη την στιγμή της άκρας ταπείνωσης
αλλά και της δόξας του Υιού του Ανθρώπου, ο Ιωάννης μεταμορφώνεται ολόκληρος σε
αυτό το δάκτυλο που σημαίνει (άλλωστε ολόκληρη η ζωή του και η διακονία του δεν
υπήρξε τίποτα άλλο από αυτό το δεικτικό ecce homo) ή, όπως
ο παρακείμενος αμνός μας υπενθυμίζει, όλη η διακονία του Ιωάννη, ακριβώς ως προ-δρόμου, έγκειται σε αυτό το Ἴδε ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ (Ιω. 1:29). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε στο σημείο
αυτό πως κατά την Βυζαντινή τεχνοτροπία το σώμα του Χριστού στην εικόνα της
Βαπτίσεως προσομοιάζει με το σταυρωμένο σώμα του Κυρίου, έτσι η φράση Ἴδε ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ,
την οποία λέγει ο Ιωάννης κατά την Βάπτιση προδιατυπώνει ήδη το σταυρικό πάθος,
ώστε η υποκατάσταση του Grünewald να μην είναι άστοχη,
αντιθέτως μας αποκαλύπτει το βάθος της βαπτίσεως.
Λέγεται πως ο μεγάλος προτεστάντης
θεολόγος Karl
Barth κράταγε ένα αντίγραφο του πίνακα του Grünewald στο
γραφείο του
ως συνεχή υπόμνηση πως το καθήκον του θεολόγου είναι αυτό που συμπυκνώνεται
στο δάκτυλο του Ιωάννη: να κατευθύνει τα μάτια του αναγνώστη προς τον Χριστό
και, ταυτοχρόνως, μακρυά από τον ίδιο τον εαυτό του.[3]
Δεν πρέπει να έχουμε την προσδοκία, πόσο μάλλον την απαίτηση, από τους
αναγνώστες μας να συναντήσουν στο έργο μας εμάς τους ίδιους, αλλά Εκείνον τον οποίο κάθε λόγος μας οφείλει να καταδεικνύει.
Στο διάσημο φρέσκο της Καθόδου στον
Άδη, από το παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας, συναντάμε τον Ιωάννη για μια
τελευταία φορά, και πάλι δίπλα στον Θριαμβευτή της Ζωής, και πάλι στην ίδια
απεικόνιση με αυτή του Grünewald, με το δάκτυλο υψωμένο δείχνοντας
προς τον Χριστό. Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, όπως διατυπώνεται και
στο απολυτίκιο του αγίου (χαίρων εὐηγγελίσω
καὶ τοῖς ἐν ᾄδῃ), ο Ιωάννης κατήλθε στον
Άδη πριν από τον Χριστό, ώστε να επιτελέσει και εκεί τον ρόλο του ως προ-δρόμου
και να ετοιμάσει και εκεί, στο βασίλειο του θανάτου, τὴν ὁδὸν
Κυρίου. Έτσι η προδρομική
διακονία του επεκτείνεται πριν από την
γέννησή του (όταν για πρώτη φορά συνάντησε τον Κύριό του και εσκίρτησε από
την χαρά του ήδη στην κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ, Λκ. 1:44) και μετά τον θάνατό του. Το να είναι
κανείς πρόδρομος του Κυρίου υπερβαίνει τα όρια την βιολογικής μας ζωής.
Η παρουσία του Προδρόμου στην
κατάδυση του Κυρίου στα ύδατα του Ιωάννου γίνεται το σημείο ανακεφαλαίωσης της
τριπλής βαπτισματικής
«κατάδυσης» του Κυρίου: η ορατή κατάδυση είναι αυτή που αναφέραμε, εντός
του Ιορδάνου, δηλαδή, εντός της υλικής κτίσεως και δημιουργίας, οι άλλες δύο καταδύσεις
υπήρξαν μυστικές (και, ούτως ειπείν, μυστηριακές), η πρώτη, αυτής της
ενσαρκώσεως στην κοιλία της Θεοτόκου, κάθοδος εντός της ανθρωπίνης φύσεως, η
τρίτη η κάθοδος εντός της «κοιλίας» του Άδου, διά του πάθους και της σταυρικού
θανάτου Του. Η παρούσα στιγμή της Βαπτίσεως του Κυρίου υπό του Ιωάννου μας
υπενθυμίζει την πρώτη κάθοδο και προδιατυπώνει την έσχατη: σε τούτο το παρόν
ανακεφαλαιώνονται τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον.
[1] Ο τόμος σε μετάφραση
στην αγγλική από τον Boris
Jakim
κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Eerdmans το 2003 (The Friend of
the Bridegroom: on the Orthodox Veneration of the Forerunner).
[2] John Panteleimon Manoussakis,
“At the Recurring End of the Unending: Bonhoeffer’s Eschatology of the
Penultimate” στον τόμο Cruciform Philosophy:
Dietrich Bonhoeffer and Philosophy, επιμέλεια των
Jens Zimmermann and Brian Gregor, Bloomington: Indiana University Press, 2009,
σελ. 226-244.
[3] Eberhard Busch, The Great
Passion: An Introduction to Karl Barth’s Theology, μετάφραση Geoffrey W.
Bromiley (Grand Rapids: Eerdmans, 2004), σελ. 6.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου