Κάποιες
σκέψεις ἑνὸς ἐγγάμου συλλειτουργοῦ τους
Στοὺς προσφιλεῖς μου ἀδελφούς, ποὺ
ἀναμένουν τὴν τῆς Ἀρχιερατείας Διακονίαν
Κάθε
φορὰ ποὺ θὰ λάβω τὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ ΕΚΚΛΗΣΙΑ,
τὸ ἐπίσημο δηλαδή δελτίο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ θὰ δῶ δημοσιευμένο τὸν
Καταλογο τῶν νέων προσώπων ποὺ συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν ὑποψηφίων πρὸς Ἀρχιερατείαν,
εἰλικρινὰ μιλῶ, κοιτάζω τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν νέων ἀνθρώπων καὶ προσπαθῶ, πίσω ἀπό
αὐτὰ νὰ ἀνιχνεύσω τὶς Μορφές τους, νὰ προσέξω τὰ πρόσωπά τους, νὰ προσεγγίσω τὸν
ψυχισμό τους -ὅσο μοῦ εἶναι δυνατό- νὰ σταθῶ σιμά τους καὶ ν᾿ ἀφουγκραστῶ τὴν ἀγωνία
καὶ προσμονή τους…
Γιατὶ
γνωρίζω πολὺ καλὰ πὼς σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἔχουν ἐπενδυθεῖ ὄνειρα καὶ ἐνθουσιασμός, προσδοκίες καὶ μιὰ τὸσο ἐπώδυνη, σταυρικὴ θὰ τὴν
ἔλεγα, ἀναμονή… Μιὰ ἀναμονὴ ποὺ ἄρχισε νὰ κυοφορεῖται στὰ χρόνια τῶν σπουδῶν
τους, κι ἄρχισε ν᾿ αὐξάνεται ὅσο τὰ χρόνια περνοῦσαν, μιὰ ἀναμονὴ δηλαδή, ποὺ μπορεῖ νὰ κρατήσει μιὰ ὁλόκληρη ζωή... Μιὰ ἀναμονὴ
ποὺ κάποτε πληγώνει, ἄλλοτε γίνεται μάθημα μέγιστο καὶ σὲ ὁρισμένες φορὲς μιὰ
μαρτυρικὴ ὁδὸς, ποὺ ὡστόσο κάποτε, ὁδηγεῖ καὶ στὴν ἁγιότητα.
Γιατὶ
ὁ κάθε ὑποψήφιος πρὸς Ἀρχιερατείαν, ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι ἄγαμος κληρικός, ὅταν ἀρχίζει
τὸν ὄντως ἀνηφορικό δρόμο του (καὶ ἐξάπαντος μοναχικό -«ἐγὼ καὶ ὁ Θεὸς ἐσμέν»(
βλ. Γεροντικόν) πρεσβεύει σὲ ἕνα στόχο: στὸ νὰ διακονήσει τὴν Ἐκκλησία. Κι ἐφ᾿ ὅσον
ἡ Ἐκκλησία τοῦ δίδει αὐτὸ τὸ δικάιωμα, ἀφοῦ πληροφορηθεῖ «τὰ τυπικὰ καὶ οὐσιαστικά
προσόντα» του, κι ἐκεῖνος ἔχει τὸ ἀναφαίρετο δικάιωμα νὰ περιμένει τὴν κλήση, ὅπως
συμπεριληφθεῖ στὴν μερίδα τῶν ὑποψηφίων. Καὶ μπορεῖ νὰ περάσει ὅλη τὴ ζωὴ του
περιμένοντας. Μπορεῖ νὰ φτάσει ἴσαμε τὴν θύρα νὰ εἰσέλθει στὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης
βαθμὸ καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ ἐπιστρέψει «εἰς τὰ ἴδια». Ὅπως μπορεῖ καὶ νὰ
βρεθεῖ καὶ ἐντὸς τοῦ Νυμφῶνος, νὰ ἐνδυθεῖ τὸ ὠμόφορο καὶ νὰ κρατήσει τὴν
ποιμαντικὴ ράβδο, «Ἀρχιερεὺς γενόμενος». Ὅλα εἶναι ἐνδεχόμενα.
Ὡστόσο,
πιὸ πολὺ στέκομαι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀναμένουν... Σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γαλβανίζουν
καθημερινὰ τὴν ψυχή τους μὲ τὴν προσδοκία. Γιατὶ κι αὐτὸ ἔχει τὴ γοητεία του.
Κι ἔχει τὴ γοητεία του, γιατὶ μοιάζει μὲ τὴν παραμονὴ κάθε μεγάλης γιορτῆς. Π.
χ. τῶν Χριστουγέννων, τῆς Ἀναστάσεως κ.λ.π. Ἀναμένεις τὸ γεγονός, προετοιμάζεσαι,
εἶσαι σὲ κατάσταση συναγερμοῦ, ἀγρύπνιας, γιατὶ περιμένεις... Περιμένεις νὰ εἰσοδεύσεις
στὴ γιορτή, στὴν πασχάλια χαρά. Κι ἐδῶ χρειάζεται κανένας νὰ σταθεῖ «μὲ λογισμὸ
καὶ μ᾿ ὄνειρο» καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ μελετήσει πολὺ προσεκτικὰ τὰ πράγματα. Μὲ
λίγα λόγια νὰ κοιτάξει νὰ δεῖ τὰ ὀφέλη ποὺ κομίζει αὐτὴ ἡ προσδοκία, αὐτὸ τὸ ἐνατένισμα
πρὸς τὴ θύρα. Γιατὶ τότε βιώνεται περισσότερο τό, «γεννηθήτω τὸ θέλημά Σου...»,
τότε ζυγιάζονται περισσότερο τὰ πράγματα καὶ φανερώνεται, μέρα μὲ τὴ μέρα, πιὸ
φωτεινὸ καὶ στέρεο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἔχει τὸν πρῶτο καὶ ἔσχατο λόγο
καὶ γνωρίζει τὶ εἶναι ψυχωφέλιμο καὶ τὶ ὄχι. Καὶ τὸ πληροφορεῖ. Ἀρκεῖ ὁ ἀποδέκτης
νὰ ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ψυχή του καὶ νὰ πατάει γερὰ σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ λέγανε οἱ Προφῆτες:
«λάλει, [Κύριε], κι ὁ δοῦλος σου ἀκούει» (Α΄ Βασ. 3, 11).
Γιατὶ
συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο: ἀντιπαλαίει δηλαδή ὁ κληρικὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ
ἀνθρωπαρέσκως κινούμενος προβάλλει τὸ δικό του θέλημα. Προσδοκᾶ στὴν φιλοτιμία
τῶν ἐκλεκτόρων του καὶ ἀναμένει κι αὐτός... Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ ἀναμονὴ διαιρεῖ τὴν
ψυχή του, καθὼς παραμερίζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στηρίζεται στὶς ὑποσχέσεις τῶν
ἀνθρώπων. Γιατὶ ὁ ποιμένας, πρέπει νὰ γνωρίζουμε, μιὰ ἐπιλογὴ ἔχει: νὰ διακονεῖ
καὶ νὰ ὑπομένει. Κι αὐτοὶ οἱ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, οἱ ἐγγεγραμένοι στὸν Πίνακα
πρὸς Ἀρχιερατείαν ὡς μοναχοὶ πρωτίστως γνωρίζουν κι ἀπὸ ὑπομονή, ἀλλὰ καὶ Ποιὸν
διακονοῦν. Μὲ λίγα λόγια, σὲ Ποιὸν ἀφιερώθηκαν.
Μακάριοι
οἱ εἰσοδεύοντες στὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης ἔγκοπο στίβο, ἀλλὰ καὶ τρισμακάριοι ὅσοι
περιμένουν τὴν κλήση μὲ ὑπομονή, σιωπὴ
καὶ καρτερία. Ἕνα εἶναι τὸ βέβαιο: ὅτι ὁ μισθός τους θὰ τοὺς δοθεῖ ἀπὸ ἀλλοῦ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου