ΜΕ
ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Του π. Κωνσταντίνου Καλλιανού, ευχαριστώντας για τα Πνευματικά του Δώρα
Ο Κύκλος Adagio-Μουσικές
για τις μέρες του Πάσχα άνοιξε με τους επιβλητικούς ήχους του Εκκλησιαστικού
Οργάνου, στο εξαιρετικό Ρεσιτάλ της Ουρανίας Γκάσιου. Συνεχίστηκε με Τα Κατά
Ιωάννην Πάθη του J. S
Bach από την Καμεράτα, με τον Μάρκελλο
Χρυσικόπουλο στη διεύθυνση ορχήστρας και τον εντυπωσιακό Βρετανό τενόρο Jason Darnell στο ρόλο του Ευαγγελιστή.
Ακολούθησε Η υμνωδία του Πάσχα συνομιλεί
με τον Επιτάφιο του Μίκη Θεοδωράκη, σε μια θαυμάσια μεταγραφή όσο και ερμηνεία
των Γιάννη Σαμπροβαλάκη και Τάσο Αποστόλου αντίστοιχα που έδεσε αρμονικά
με τα παραδοσιακά τραγούδια και τους
βυζαντινούς εκκλησιαστικούς ύμνους,
ερμηνευμένους από την Νεκταρία Καραντζή. Ο εμπνευσμένος
αυτός Κύκλος έκλεισε θριαμβικά τη
Μεγάλη Τετάρτη από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με τον αρχιμουσικό Βασίλη Χριστόπουλο στο πόντιουμ σε
μια ασύγκριτη ερμηνεία του αριστουργηματικού
Γερμανικού Requiem του
Johannes Brahms με
σολίστ την Γερμανίδα υψίφωνο Susanne
Bernhard,
τον Γερμανό βαρύτονο Jochen Kupfer, τη Χορωδία MotettenChor του Μονάχου υπό την διεύθυνση
του Benedikt Haag.
Έξη χρόνια μετά το θάνατο
του Beethoven
γεννιέται ο Brahms στο
Αμβούργο το 1833. Ο Felix Mendelssohn γράφει την Ιταλική
Συμφωνία, ο Wagner
αρχίζει
να συνθέτει την όπερα Οι Νεράιδες,
ιδρύεται ο σύλλογος Οι Σύντροφοι του Δαβίδ, ενώ
ένα χρόνο πριν το 1832 πεθαίνει ο μεγάλος Goethe. Τα πρώτα μαθήματα μουσικής ο Brahms τα
παίρνει από τον πατέρα του και λίγο αργότερα γίνεται μαθητής του διάσημου πιανίστα,
συνθέτη και δασκάλου Eduard Marxsen (1806-1887), στον οποίο αργότερα
αφιερώνει το Piano Concerto No,2 Op. 83.
Στα δέκα τέσσερα χρόνια του δίδει το πρώτο του ρεσιτάλ και η εκπληκτική δεξιότητά
του στο πιάνο τον κάνει αμέσως γνωστό. Η συνάντησή του με τον περίφημο βιολονίστα Joseph Joachim (1831-1907)
εξελίσσεται σε διά βίου φιλία. Το ίδιο και η γνωριμία του με τον Robert Schumann
(1810-1856). Ο Γερμανός, ρομαντικός συνθέτης που υπογράφει τις κριτικές του με τα
ψευδώνυμα Ευσέβιος και Φλωρεστάν, μόλις τον
ακούει να παίζει στο πιάνο, την επομένη,
σε άρθρο του στην εφημερίδα, γράφει ότι ο Brahms είναι το μέλλον της γερμανικής μουσικής. Και
πράγματι παντρεύει την κλασική και τη ρομαντική έκφραση και δείχνει το νέο που
μπορεί να βγει μέσα από την κλασική
φόρμα. Η Φιλία του με το ζεύγος Schumann κρατά
σε όλη του τη ζωή και η Clara
Schumann(1819-1896), η σπουδαία πιανίστα και
συνθέτης, η φίλη του, θα αποδειχθεί η
σημαντικότερη γυναίκα της ζωής του. Ο Brahms βοηθά πάντα αυτούς που θαυμάζει και στέκεται στο πλευρό
της Clara Schumann και των μικρών παιδιών της όταν
ο πατέρας τους Robert μπαίνει σε άσυλο.
Το 1865 μετά το βαρύ πλήγμα από την απώλεια της Μητέρας του, ο Brahms αρχίζει να
συνθέτει το Γερμανικό Requiem, αν
και πολλοί ισχυρίζονται ότι ο θάνατος του Schumann που είχε προηγηθεί ήταν το
πρώτο ερέθισμα της έμπνευσής του. Όπως και να ’χει το Γερμανικό
Requiem Op.45 για Χορωδία, Ορχήστρα, Σοπράνο και Βαρύτονο
είναι έργο μεγαλειώδες! Το ολοκληρώνει μετά από τρία χρόνια και αμέσως στέλνει
από ένα αντίγραφο στην Clara και στον Joachim για
να κάνουν τις παρατηρήσεις τους. Χρόνια αργότερα, ο Brahms, ανακαλύπτει
συγκινημένος ότι ο Robert Schumann
σχεδίαζε να γράψει έργο με τον ίδιο τίτλο. Ενδιαφέρον
έχει το γεγονός ότι ο συνθέτης δε χρησιμοποιεί, όπως θέλει η παράδοση, το
λατινικό κείμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά επιλέγει αποσπάσματα από τη
Βίβλο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, καθώς και τα Απόκρυφα Ευαγγέλια, όπως τα μετέφρασε ο Λούθηρος
(Luther Bible). Και
ενώ τα Requiem αρχίζουν
με προσευχή υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων (Να τους χαρίσει
αιώνια ανάπαυση ο Κύριος), ο Brahms ξεκινά τη σύνθεσή του με τους Μακαρισμούς (Μακάριοι οι πενθούντες), θέμα που κυριαρχεί στο έργο.
Το Γερμανικό
Requiem αποτελείται από επτά μέρη:
«Μακάριοι οι πενθούντες» (Ματθ. ε, 4), «Διότι πάσα σαρξ ως χόρτος» (Πετρ. α, 24),
«Γνώρισόν μοι, Κύριε, το πέρας μου» (Ψαλμ. 39,5), «Ως αγαπητά τα Σκηνώματά Σου»
(Ψαλ. 84,2), «Και υμείς ουν λύπην μεν
νυν έχετε» (Ιω. Ιστ, 22), «Ου γαρ έχομεν
ώδε μένουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ, 14),
«Μακάριοι οι νεκροί» (Αποκ. Ιδ, 13). Το Requiem του Brahms ονομάστηκε «Γερμανικό», αν
και ο συνθέτης το ήθελε «Πανανθρώπινο», γιατί το λιμπρέτο του είναι γραμμένο
στη Γερμανική γλώσσα. Αρχίζει δε και
τελειώνει με την ίδια λέξη, «Μακάριοι».
Τα πρώτα τρία μέρη της
σύνθεσης παίζονται στην Βιέννη την 1η Δεκεμβρίου του 1867. Αργότερα, τη Μεγάλη Παρασκευή, 10 Απριλίου του
1868, παίζονται με μεγάλη επιτυχία τα έξη μέρη του έργου στον Καθεδρικό Ναό της
Βρέμης υπό την μπαγκέτα του Brahms, με
σολίστ τον βαρύτονο Julius Stockhausen και με εμβόλιμη άρια από τον
Μεσσία του Handel, «Ξέρω ότι ο λυτρωτής μου
ζει», πρωτοβουλία του οργανίστα και αρχιμουσικού του Ναού, για να ικανοποιηθεί
ο κλήρος. Η πρώτη παρουσίαση και των
επτά μερών του έργου γίνεται στις 18 Φεβρουαρίου του 1869 από την Ορχήστρα Gewandhaus της Λειψίας υπό τον Carl Reinecke (1824-1910). Με το Γερμανικό Requiem, ο
συνθέτης, όχι μόνο γίνεται γνωστός σε
όλη την Ευρώπη, αλλά λύνει οριστικά και το οικονομικό του πρόβλημα.
Συγκλονιστικός ο τρόπος που ο διακεκριμένος αρχιμουσικός
Βασίλης Χριστόπουλος ερμήνευσε το Γερμανικό
Requiem! Ανέδειξε
αυτό που είναι και ο πυρήνας του: τον
ανθρώπινο πόνο και την τραγικότητα της ύπαρξής του. Όπως ο συνθέτης, έτσι και ο
αρχιμουσικός, απαλλαγμένος από το
μεταφυσικό δέος, βιώνει τον θρήνο
και τον πόνο και υποβάλλει σε περισυλλογή και παρηγορία το ακροατήριο,
καθιστώντας το μέτοχο της αιώνιας
τραγικής στιγμής της πτώσης και κοινωνό της γαλήνιας, θεϊκής καταλλαγής. Είχε βέβαια σπουδαίους ερμηνευτές,
πνευματικούς συνοδοιπόρους, όπως την εκπληκτική Χορωδία MotettenChor του
Μονάχου, τους εξαίσιους σολίστ
Susanne Bernhard και Jochen Kupfer
και
την αναγεννημένη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, που έχει το θαυμασμό μας, τόσο για την
ερμηνεία της, όσο και για την στωικότητα, με την οποία αντιμετωπίζει τα μυριάδες
προβλήματά της! Ως πότε όμως, ω «άρχοντες του τόπου»;
Είναι δύσκολο να εκφράσουμε τη συγκίνηση και τη
μυσταγωγία, διάχυτες στη σπουδαία αυτή συναυλία, ίσως με τα λόγια του Hans Von Bulow να αποδίδουμε την ιερότητα
της σύνθεσης και της ερμηνείας: «Πιστεύω στον Bach Τον Πατέρα, στον Beethoven Τον Υιό και στον Brahms Το Άγιον Πνεύμα της Μουσικής»!
1 σχόλιο:
Εἶναι μεγαλη ἡ συγκίνησίς μου, ἀγαπητή κ. Μαρία...Μόνο που ἐγώ μαθαίνω ἀπό Ἐσᾶς, ὁπότε τά διδακτρα και ἡ εὐγνωμοσύνη μου Σᾶς ἀνήκουν. Γαιτί, μήν τό ξεχνᾶμε,οἱ συνθέσεις αὐτές ἔχουν ἐξάπαντος τὸ Χέρι τοῦ Θεοῦ καί τό φωτισμό Του ὡς παροχές ἔμπνευσης καί δημιουργίας. Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τὴν εἰλικρινῆ Σας τιμή καί φιλία Αληθῶς Ἀνεστη. π.κ
Δημοσίευση σχολίου