Στὸν Π.Β. Πάσχο, εὐχετήριο γιὰ τὰ εἰσόδια τῆς Σαρακοστῆς
«Συνάλγησον Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι,
καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείσῃ σε».
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς σήμερα καὶ «ἀνάμνησιν
ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ».
Γιατὶ ζυγώσαμε πιὰ τὸ σκαλοπάτι ποὺ μᾶς φέρνει στὴ θύρα τῆς Σαρακοστῆς καὶ μᾶς ἐπιτρέπει
νὰ προσέξουμε καλύτερα τὰ πράγματα, πῶς ἐξελίχτηκαν τότε, στὸν Κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἀλλὰ καὶ τὶς συνέπειες νὰ ἐξετάσουμε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐξορία τοῦ Πρωτοπάτορος ὅλων
μας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ δημιούργησε, ὑπῆρξε παραδειγματικὴ κι ἀναμφισβήτητη. Κάτι ποὺ μὲ σαφήνεια διατυπώνει
ὁ βιβλικὸς συγγραφέας. «Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν ᾿Εδὲμ
κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν
ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ
παραδείσου καὶ τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ» (Γεν. 2,
8-9).
Αὐτὸς ὁ Παράδεισος ὅμως χάθηκε ἀπὸ ἐγωϊσμό, ἀνυπακοή,
αὐθάδεια καὶ ἀπουσία ἐμπιστοσύνης σὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὰ πάντα διέθεσε στὸ πλάσμα Του, ἀφοῦ «πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὅ γέγονεν»
(Ἰω. 1, 3). Ὅμως... «Τῆς ἐντολῆς σου Κύριε,
παρήκουσα ὁ ἄθλιος, καὶ γυμνωθεὶς τῆς σῆς δόξης, αἰσχύνης πέπλησμαι». Κι ἔτσι,
«στολὴν θεοΰφαντον ἀπεξεδύθημεν... συμβουλίᾳ
ἐχθροῦ».
Ὡστόσο, μέσα στὸν ζόφο καὶ τὸ ὅλο κλίμα τοῦ ἀπελπισμοῦ
ποὺ προκάλεσε ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδάμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο, μιὰ χαμηλὴ φλόγα ἀρχίζει νὰ
φαίνεται στὸ βάθος, ὡς ἀνάσχεση τοῦ κάθε ἐνδεχομένου ἀπογοήτευσης καὶ ἀπόγνωσης.
Κι αὐτὸ καθημερινὰ μᾶς χαρίζεται, ὡς προϋπόθεση γιὰ μιὰ ἐπιστροφὴ στὴν εὐλογία
καὶ εἰρήνη τοῦ Παραδείσου. Γιατὶ αὐτὸ ἐπιζητεῖ ὁ κάθένας μας καὶ προσπαθεῖ νὰ
προσεγγίσει. «Ἐλέησον, οἴκτειρον, Παντοκράτορ ὁ Θεός, τῶν σῶν χειρῶν τὸ ποίημα», εἶναι ὁ ἱκέσιος λόγος μας, ποὺ ἀπευθύνεται στῆς «σοφίας τὸν ὁδηγόν, τῆς φρονήσεως τὸν
χορηγόν, τῶν ἀφρόνων παιδευτήν», ὥστε νὰ «στηρίξει καὶ συνετίσει τὴν καρδίαν μας».
Εἶναι γνωστό, πὼς εἴμαστε ποίημα καὶ μάλιστα «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ» ( Γεν. 1, 26). Κι αὐτὸ μᾶς διδάσκει πολλά, ἀφοῦ γνωρίζουμε πὼς τὸ θέλημά
Του εἶναι: «Τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι,
ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σῴζεσθαι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, ὅτι τὸν ἐρχόμενον
πρός με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω».
Ἔτσι χαρίζει στὸν ἄνθρωπο πολλὲς δυνατότητες ἐπαναπροσέγγισης
τοῦ Παραδείσου, μιὰ ἀπό τὶς ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς, πού, δυστυχῶς, λίγοι συνειδητοποιοῦν, ἴσως γιατὶ δὲν ἔχουν προσέξει, ἤ
πάλι ἐπειδὴ δὲν τὴν θεωροῦν ἀναγκαία. Κι ἐδῶ μιλᾶμε γιὰ τὴν βίωση τῆς παρουσίας
τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τοῦ καθενός μας,
παρουσία ποὺ συντελεῖται μέσα στὸ παραδείσιο περιβάλλον τοῦ κάθε ναοῦ, μάλιστα
σὲ ὥρα βαθειὰ πρωϊνὴ ἤ καὶ ἀπόβραδη, ὅταν χαμηλώνουν τὰ φῶτα καὶ ἁπλώνει τὸ
δίχτυ της ἡ ἡσυχία. Κι ἐδῶ ἔρχονται στὸ νοῦ πρωϊνὰ σὲ ναοὺς τῶν πόλεων, ὅπου
παρατηρεῖς πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ κάθονται παράμερα, πρὶν πᾶνε στὴ δουλειά τους,
γιὰ ν᾿ «ἀκουμπήσουν», ἔστω καὶ γιὰ λίγο,
στὰ πόδια τοῦ Θεοῦ καὶ νά ἡρεμήσουν. Γιατὶ τὴν ἔχουν ἀναγκη αὐτὴ
τὴν ἡρεμία, τὴ γαλήνη ποὺ ἀκτινοβολεῖ ὁ χῶρος, ὥστε νὰ ὑπομείνουν τὸν φόρτο καὶ
τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας ποὺ ἀνοίγεται.
Ὅπως ἐπίσης παράλληλοι καὶ ὄντως παραδείσιοι χῶροι εἶναι
καὶ τὰ λιτά, ταπεινὰ ἐκκλησάκια τὰ σπαρμένα στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο, ὅπου ἀναπαύεται τὸ εἶναι ὁλάκερο καὶ ἡ ἐκζήτηση τοῦ
Παραδείσου γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὸν κάθε ἐπισκέπτη / προσκυνητή. Τὰ
παραδείγματα εἶναι ἀπὸ δύο ἐραστὲς τοῦ Παραδείσου, ποὺ ἔλαβαν, σὲ ταπεινὰ ἐκκλησάκια
τῆς πατρίδας τους, τὴν πρόγευση τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου.
«Καὶ ὁ ἁπλοῦς οὗτος στολισμὸς παρεῖχε
μεγάλην χάριν, μεμειγμένην μὲ ἄρρητον τρυφερὸν θέλγητρον, εἰς τὸ μικρὸν βραχοφυτευμένον
παρεκκλήσιον, ἐμπνέων εἰς τὸν ἐπισκέπτην μεγάλην ἐπιθυμίαν νὰ διασκελίσῃ τὸ
κατώφλιον, νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν πενιχρὸν ναΐσκον, ν᾽ ἀνάψῃ κηρίον, νὰ κάμῃ τὸν
σταυρόν του, καὶ ν᾽ ἀσπασθῇ εὐλαβῶς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης,
τῆς ζωγραφισμένης παρειὰν μὲ παρειὰν μὲ τὸ πρόσωπον τοῦ ὑπερθέου καὶ
ὑπερηγαπημένου Βρέφους της,
Καὶ
πάλι κίνησα νὰ ᾽ρθῶ, Χριστέ μου, στὴν αὐλή σου,
νὰ σκύψω στὰ κατώφλια σου τὰ τρισαγαπημένα,
ὁποὺ μὲ πόθο ἀχόρταγο τὰ λαχταρεῖ ἡ ψυχή μου.» ( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
νὰ σκύψω στὰ κατώφλια σου τὰ τρισαγαπημένα,
ὁποὺ μὲ πόθο ἀχόρταγο τὰ λαχταρεῖ ἡ ψυχή μου.» ( Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
«Μέσα
εἰς ἕνα εὐώδη πευκῶνα χωμένον τὸ ἐρημικὸν παρεκκλήσιον, ὑπὸ συστάδα ὑψηλῶν
καὶ μονοκόρμων πεύκων, ἦτο ἐκεῖ ὡς μία φωλεὰ εὐλαβείας καὶ κατανύξεως... Εἶχε
καὶ αὐλίτσαν ὁ ἐρημικὸς ναῒσκος, μίαν μικρὰν τετράγωνον, εἰς τὰ πεζούλια τῆς ὁποίας
γύρω-γύρω τὰ κάτασπρα, ὡς νεωστὶ ἀσβεστωμένα...» ( Ἀλ. Μωραϊτίδης).
Ἄν διάλεξα αὐτὰ τὰ δύο ἀποσπάσματα αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ
μπορέσει, ἄν τὸ ἐπιθυμεῖ ὁ ἀναγνώστης, ν᾿ ἀναζητήσει κι ἄλλα, ὄχι μονάχα στοὺς
δύο Ἀλέξανδρους ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους εὐλαβεῖς συγγραφεῖς ποὺ εὔχονται: «Τῇ ἀφάτῳ
σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου ἡμᾶς καταξίωσον».
Ἀμήν.
Κυριακή τῆς Τυρινῆς 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου