Γράφει
ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Στην αρχή του Ψηλώματος, στην οδό Φιλικών, υπήρχε μέχρι τον πολλαπλά καταστροφικό Αύγουστο του 1953 η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Ήταν γνωστή με την επωνυμία «του Κόλα», επειδή κάποιο καιρό, το 1643, ανήκε στην οικογένεια αυτή και ξαναχτίστηκε από μέλος της, τον ιερωμένο Ευστάθιο, γιο του Ιακώβου, που ήταν τότε ο κτήτοράς της. Λεγόταν όμως και «του Μελισσηνού», λόγω της γειτνίασης με το σπίτι της ιστορικής αυτής οικογένειας.
Στα πρώτα μετασεισμικά χρόνια στην θέση της υπήρχε ένα μικρό
προσκυνητάρι με την εικόνα του έφιππου Μεγαλομάρτυρα, που το καντήλι του ήταν
σχεδόν πάντα αναμμένο, τάμα των ανθρώπων της γειτονιάς, που την είχαν προλάβει
και είχαν λειτουργηθεί την ημέρα της γιορτής της, κυρίως, σ’ αυτήν. Αργότερα το
οικόπεδο πουλήθηκε, υψώθηκε εκεί πολυκατοικία και η θύμηση της ιερής αυτής
στέγης παρέμεινε σε μια γωνία της, όπου ξαναχτίστηκε, ευτυχώς, μία «κολώνα».
Το τέμπλο του ναού δεν κάηκε και σήμερα στολίζει την κάτω αίθουσα του
μετασεισμικού μας Μουσείου, μαζί μ’ αυτό του αλλοτινού Παντοκράτορα.
Χαρακτηριστικό του είναι πως οι τρεις θύρες του ιερού κοσμούνται με τις μορφές
των προσχισματικών Παπών Κλήμη, Σίλβεστρου και Λέοντα, τιμωμένων ως Αγίων και
από τα δύο δόγματα, στην θέση που οι περισσότερες εκκλησίες του νησιού έχουν
τους κατεξοχήν ορθόδοξους Ιεράρχες Χρυσόστομο, Βασίλειο και Γρηγόριο. Επίσης
στην καθέδρα με την εφέστια εικόνα του Μυροβλύτη, καθώς και στην παγκάδα των
επιτρόπων, που φυλάσσονται και αυτά στον ίδιο χώρο, εικονίζεται ανάγλυφος στο
ξύλο ο θεός Ερμής, με πτερωτό πίλο και
κηρύκειο, μαζί μ’ ελάφια και σκύλους. Συνυπάρξεις παράδοξες γι’ αλλού, αλλά όχι
και για τη Ζάκυνθο.
Η εκκλησία, όπως ήταν φυσικό, γιόρταζε κάθε χρόνο την μνήμη του Αγίου
της, στις 26 του Οκτώβρη. Το πανηγύρι της, όπως πολλά άλλα της πόλης, είχε το
δικό του χαρακτηριστικό. Αυτό ήταν «η ρόδα του Αγίου Δημητρίου», που την ύπαρξή
της μας την διασώζει ο γνωστός λαογράφος του νησιού Ανδρέας Γαήτας, σε σχετική
συλλογή του, την οποία πρωτοδημοσίευσε ο Ντίνος Κονόμος στον στερνό –και
μεταθανάτιο– τόμο «Λαογραφικά» της πολύτιμης σειράς του «Ζάκυνθος, πεντακόσια
χρόνια (1478-1978)».
Σύμφωνα, λοιπόν, με την καταγραφή του Γαήτα, στην παραπάνω εκκλησία
υπήρχε φούρνος, μέσα στον οποίο είχε βρεθεί η εικόνα του Μεγαλομάρτυρα. Τον
φούρνο αυτό τον είχαν διατηρήσει και τον είχαν σκεπασμένο όλο το χρόνο με
πολύτιμα υφάσματα. Μόνο την παραμονή της γιορτής του Αγίου ο εφημέριος της
εκκλησίας τον αποκάλυπτε, για να προσκυνείται από τους πιστούς. Πάνω από αυτόν τοποθετούσε τροχό, ρόδα δηλαδή, κατά την τοπική εκδοχή,
γύρω από τον οποίο ήταν τοποθετημένα εικονίδια με το μαρτύριο και τα θαύματα
του τιμώμενου Αγίου. Το βράδυ τοποθετούσε μέσα στον τροχό αναμμένο λυχνάρι, για
να φωτίζει τα εικονίδια και κούρδιζε την «ρόδα». Αυτή γύριζε με τέχνη σιγά –
σιγά και οι πιστοί έβλεπαν τον βίο και την πολιτεία του τιμώμενου Αγίου.
Πολλοί ήταν αυτοί, οι οποίοι συνέρεαν στο ναό για ν’ απολαύσουν το
πρωτότυπο αυτό θέαμα. Πίστευαν, μάλιστα, αρκετοί, πως η ρόδα γύριζε με την θαυματουργική
επέμβαση του Αγίου και έτσι το θέαμα είχε συνδυασθεί και με λατρευτική μορφή.
Άσχετα, όμως, με το τι πίστευαν οι θρησκόληπτοι για την «ρόδα», η
παρουσία της στην εκκλησία και το πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου μας κάνει να
υποθέσουμε πολλά. Πρώτα απ’ όλα την θεατρικότητα της ζακυνθινής λατρείας. Την
εποχή του Ανδρέα Γαήτα (πέθανε το 1905, σε ηλικία 73 ετών) δεν θα μπορούσαν να
υπάρχουν θρησκευτικά δράματα στους ναούς του νησιού, είχε κάνει, όμως, την
εμφάνισή του ένας αυτοσχέδιος κινηματογράφος. Οι πιστοί του καιρού εκείνου,
αγράμματοι στην πλειοψηφία τους, δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τα κηρύγματα και
την εκκλησιαστική υμνολογία, κατανοώντας, έτσι την αξία του μαρτυρίου του
προστάτη Άγιου της Θεσσαλονίκης, αλλά και της σκοντράδας του Κόλα. Ήθελαν κάτι
το πιο απτό και το πιο οικείο. Είχαν μάθει με τις «Ομιλίες» στους δρόμους και
τις πλατείες να περνούν τα μηνύματά τους και να εκφράζουν τους προβληματισμούς
τους. Μ’ αυτές γιόρταζαν και διασκέδαζαν. Μ’ αυτές εκφράζονταν και
δημιουργούσαν. Μ’ άλλα λόγια γνώριζαν καλά από θέατρο.
Για το λόγο αυτό ο εφημέριος του ναού θέλησε να διδάξει τους ενορίτες
του, αλλά και όλους τους κατοίκους της πόλης του, μέσω της εικόνας. Όχι μάλιστα
της στατικής, που υπήρχε στις καθέδρες, τις προσπετίβες και τα ταπέτσα των
τοίχων του ναού, όσο και αν ξέφευγαν από την βυζαντινή αυστηρότητα και
πλησίαζαν το ανθρώπινο. Αυτές μπορεί να ήταν «τα βιβλία των αγραμμάτων», κατά
την σοφή πατερική έκφραση του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του οποίου η μορφή,
ζωγραφισμένη μαζί με την συνεορτάζουσά του Αγία Βαρβάρα, πρώτο έργο του Νικ.
Κουτούζη, υπήρχε στο ναό, αλλά οι Τζαντιώτες ήθελαν κάτι περισσότερο. Έτσι
εφευρέθηκε η διαδοχικά περιφερόμενη εικόνα και μάλιστα αποτέλεσε και
αντικείμενο πίστης, σαν οικεία έκφραση.
Είναι η προσαρμογή της λατρείας στην νοοτροπία των πιστών. Μακάρι ν’
αποτελέσει παράδειγμα και στις μέρες μας.
1 σχόλιο:
Μπράβο Διονύση για αυτά που μας μαθαίνεις και μπράβο και πολλά ευχαριστώ στον κτήτορα του ιστολογίου που μας φιλοξενεί!
Πισω από τον Άγιο Δημήτριο ήταν ένα ξενοδοχείο, έτσι Ανδρέα?, του οποίου έχουν απομείνει ως περίφραξη τμήματα του τοίχου του γειτνιάζοντα την οδό Φιλικών και άποτελεί ευχάριστη έκπληξη για τον περιπατητή και απορία πως διέφυγαν της μπουλντόζας!!!!
Δημοσίευση σχολίου