Γράφει ο Παύλος Φουρνογεράκης
Παιδικό έργο από το Μουσείο Παιδικής Τέχνης |
Τα πανηγύρια στο νησί μας καλά
κρατούν, μάλιστα έχουμε και την ιδιαιτερότητα να γιορτάζουμε όποτε κρίνουμε ότι θα έχουν
μεγαλύτερη (οικονομική) επιτυχία και όχι την ημέρα της μνήμης του τιμώμενου!
Το πανηγύρι είναι λαϊκή εκφορά της
αρχαίας λέξης «πανήγυρις», η οποία κατά κύριο λόγο έχει θρησκευτική και λατρευτική σημασία δηλώνοντας λαϊκές συνάξεις
σε χώρους, όπου γιορτάζει κάποιος Άγιος/ια ή η Παναγία. Ο λόγιος τύπος πανήγυρις
(πας+άγυρις, αιολ. αντί αγορά) που ίσχυσε στην αρχαιότητα με τη σημασία της
συγκέντρωσης για μια γιορτή και συνδεόταν
με το αρχαιοελληνικό πάνθεον, συνέχισε την περίοδο των βυζαντινών χρόνων και ισχύει μέχρι σήμερα
τουλάχιστον στην εκκλησιαστική γλώσσα.
Όπως ήταν φυσικό στους χώρους αυτούς
που συρρέει πολύς κόσμος άρχισε από την αρχαιότητα να δημιουργείται οικονομική
δραστηριότητα. Έτσι η θρησκευτική πανήγυρις γίνεται και εμποροπανήγυρις και
εξελίσσεται ακόμα σε ευκαιρία ψυχαγώγησης του κοινού. Η θρησκευτική γιορτή
απομακρύνεται από τον αρχικό του θρησκευτικό και λατρευτικό προορισμό και
μεταβάλλεται σε κοσμική διασκέδαση. Η αξία της συνίσταται περισσότερο στη
διατήρηση της παράδοσης, στη λαϊκή διασκέδαση και στην οικονομική
δραστηριότητα, παρά στην τόνωση της πίστης των χριστιανών με τις λατρευτικές
ακολουθίες και την ομαδική προσευχή που ενώνει μυστηριακά τους ανθρώπους,
δημιουργεί συνεκτικούς δεσμούς σε μία τριαδική σχέση με το Θεό. Μάλιστα σε
ορισμένες περιοχές που αποτελούν συγκοινωνιακούς κόμβους δεν είναι απαραίτητο
το θρησκευτικό στοιχείο. Εκεί οργανώθηκαν εμπορικά πανηγύρια, γνωστά και με την τουρκικής προέλευσης λέξη «παζάρια», τα οποία φαίνεται ότι γνώρισαν μεγάλη ακμή
κατά τους 17ο και 18ο αιώνες. Πάντως εκ των υστέρων,
κτίστηκαν και εκκλησίες, κάτι που ανέβαζε και τον τζίρο του πανηγυριού.
Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται είναι
πότε ένα θρησκευτικό πανηγύρι είναι πετυχημένο και πώς θα πρέπει να
διαφοροποιείται από μια εμποροπανήγυρη ή από μια γιορτή σταφίδας, κρασιού,
λαδιού ή και από αυτές ακόμα τις
καρναβαλικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από δήμους, πολιτιστικούς συλλόγους
κλπ.
Στις
μέρες μας τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Αν
παρατηρήσει κανείς προσεκτικά ορισμένα δρώμενα είναι πανομοιότυπα: λιτανείες,
πομπές, απαστράπτουσες ενδυμασίες, πυροτεχνήματα, χοροί, φαγώσιμα, εμπορεύματα!
Οι εκκλησίες στα πανηγύρια συνήθως δε
γεμίζουν από πιστούς, γιατί το βάρος πέφτει στην προετοιμασία του γιορτινού
τραπεζιού, της εξωτερικής προετοιμασίας. Η μεγαλύτερη έγνοια ιερέων και
ενοριτών είναι ο στολισμός του χώρου και όχι η του έσω κόσμου, εκεί που το
μέλημα θα έπρεπε να είναι στην κοινωνία, στην αλληλεγγύη, στην αγάπη, στην
αλληλοϋποστήριξη στα δύσκολα που μας ήρθαν και φράζουν το μέλλον. Ο χριστιανός
υποτίθεται ότι δεν κάμπτεται από τις δυσκολίες, αλλά βρίσκει τη δύναμη
προσευχόμενος στο Θεό για το κοινό καλό. Τα θρησκευτικά πανηγύρια θα μπορούσαν
να είναι μια ακόμα αφορμή για να γίνει ο άνθρωπος καλύτερος και όχι απλά
μακροβιότερος, όπως φαίνεται ότι επιδιώκει ενστικτωδώς επαναλαμβάνοντας την τετριμμένη
ευχή «Χρόνια πολλά» και ας είναι και πανηγυριώτικα, σαν τα φθηνά προϊόντα που
πωλούνται στα πανηγύρια.
Παρασυρμένη
η κοινωνία στο σύνολό της από το «φαίνεσθαι» χωρίς γνήσιους πνευματικούς
ανθρώπους (ούτε στο χώρο της εκκλησίας) βιώνει εντονότερα τη φτώχεια και
λιτανεύει εικόνες, σκηνώματα και λάβαρα χωρίς πραγματική πίστη, χωρίς ελπίδα
και μόνο για τη σιγουριά και την αυτοεπιβεβαίωση της επανάληψης. Ευλογεί τους
άρτους για να μοιραστούν στους πανηγυριώτες σε μια κίνηση προσφοράς, μα κυρίως
για ν’ ακουστεί τ’ όνομά του στη δέηση κι έτσι να ‘χει τη θεότητα με το μέρος
του, να μην του την πάρει ο άλλος. Εγκλωβισμένοι στην εκκοσμίκευση και οι
κληρικοί, με φανταχτερά άμφια, σε μια ευκαιρία επίδειξης του ναρκισσισμού τους, αδυνατούν να εμπνεύσουν με τη στάση τους, το λόγο τους και τα έργα τους για μια
άλλη ουσιαστικότερη προσέγγιση της θρησκευτικής γιορτής, αρκούνται στους
τύπους, στα πυροτεχνήματα, στο φαγοπότι και στα χαριεντίσματα με την εξουσία.
Υπάρχουν
όμως και οι άλλοι που είναι για τα πανηγύρια, εκείνοι που εγγίζουν τα όρια της ειδωλολατρίας
και αποδίδουν στα έργα τέχνης (αγιογραφίας, γλυπτικής, μουσικής) υπερφυσικές
ικανότητες. Θεωρούν ότι, επειδή ορισμένοι χώροι, έργα, αντικείμενα έχουν ένα
ιδιαίτερο θετικό φορτίο, τα ταυτίζουν με θεότητες, και τάζουν, προσφέρουν
χρήμα, ασήμι και χρυσάφι σε εικόνες και λείψανα προσδοκώντας ότι θα τους
ανταποδοθεί ανάλογα με τις προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες.
«Η
Ελλάς αποτελεί ένα απέραντο φρενοκομείο» είχε πει κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Η Ελλάδα του καπιταλισμού, του εκκοσμικευμένου χριστιανισμού στη δίνη της
κρίσης και της απραξίας, υποδουλωμένη στους
προπαγανδιστές του φόβου και της θρησκοληψίας είναι για τα πανηγύρια. Ας
ελπίσουμε όμως ότι τώρα που τελειώνουν τα μπάνια και τα πανηγύρια θα βρούμε
ψυχή και θα οργανώσουμε την αντίστασή
μας με υψωμένα τα λάβαρα της πίστης στην υπηρεσία του κοινού καλού.
Ζάκυνθος, 20-8-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου