Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Είχα την τύχη να ζήσω στα πρώτα παιδικά κι εφηβικά μου χρόνια τον απόηχο μιας Ζακύνθου ή πιο σωστά το ξεψύχισμα της ιδιαιτερότητάς της. Ήταν λίγο μετά την θεομηνία του 1953, όταν τα πάντα είχαν ισοπεδωθεί κι αποτεφρωθεί κι οι ταλαίπωροι κάτοικοι αυτού του νησιού της νότιας άκρης του Ιονίου, της εσχατιάς κάποτε της Ευρώπης, προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν και να ξεπεράσουν το κακό, όχι μονάχα στην υλική του υπόσταση, αλλά σαν πολιτισμένος λαός ακόμα, να κρατήσουν και να διατηρήσουν όλα αυτά, που τους έκαναν να ξεχωρίζουν και να υπάρχουν και συνεχώς επεδίωκαν να τονίζουν την ταυτότητά τους.
Κρατούσαν αναλλοίωτες τις μουσικές τους προτιμήσεις, τηρούσαν τα αντέτια τους, καλλιεργούσαν την διαφορετικότητά τους. Σύσσωμα τα χωριά λιτάνευαν τις καθέδρες με την Παναγία τους κάθε Νια Δευτέρα, τα πανηγύρια της Χώρας κρατιόνταν στην μεγαλοπρέπειά τους, μαδούσαν τον Μάη στο κατώφλι τους κάθε Πρωτομαγιά, έτρωγαν φανατικά αυγολέμονο την Λαμπρή και δεν γνώριζαν ακόμα την βασιλόπιτα, μα έμεναν πιστοί στην πατροπαράδοτη κουλούρα και κουλτούρα τους.
Με μιας όλα άλλαξαν και ξαφνικά, σχεδόν εν μια νυκτί, απαρνήθηκαν την παράδοσή τους, ξέχασαν αυτό που τους χαρακτήριζε διασωστικά κι ακολούθησαν την γενικότητα, που είτε τους ήρθε από την τηλεόραση, είτα τους μεταφέρθηκε από τον τουρισμό, είτε τους δόθηκε από το νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων. Έτσι πολλά ξεχάστηκαν και πολλά εξαφανίστηκαν. Με λίγα λόγια άρχισε η εξαφάνιση ενός μακραίωνου πολιτισμού, ο οποίος δώρισε πολλά, αλλά φαίνεται πως δεν μπορούσε να σταθεί με τις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της ελλιπής παιδείας.
Ανάμεσα σ’ αυτά που χάθηκαν ή για να είμαστε ελαφρώς αισιόδοξοι, περιορίστηκαν στις εξαιρέσεις κι οι κοσμαγάπητες κάποτε φωτιές του Άι-Γιαννιού του «Λουμπαρδιάρη», που άναβαν αργά το βράδυ της παραμονής της γιορτής των Γενεθλίων του Προδρόμου σε όλες τις γειτονιές, της Χώρας και των χωριών, και τις πηδούσαν μικροί και μεγάλοι, για το καλό του χρόνου και την πολλαπλή κάθαρσή τους.
Τις θυμάμαι ακόμα και στο αφάλι τση Χώρας, στην οδό Φωσκόλου, που μεγάλωσα, να συγκεντρώνουν όλη τη γειτονιά και να δίνουν τόνο γιορτής στην απαρχή του Καλοκαιριού.
Μαζεύαμε από καιρό τις «χερίες» από τα ρεβίθια, που πουλούσαν αυτήν την εποχή διάφοροι πλανόδιοι μικροπωλητές, που έμπαιναν για τούτο «τη Χώρα», τις ξεραίναμε στον ήλιο, να γίνουν φρύγανα και το βράδυ της 23ης Ιουνίου τις συγκεντρώναμε και τις ανάβαμε. Φέρνανε και τα στεφάνια του Μάη από τα μπαλκόνια και τις πόρτες, που ήταν κρεμασμένα, για να τα κάψουν στις φλόγες της φωτιάς, κάποιοι ή πιο σωστά κάποιες έβαζαν μιαν αγκινάρα, για να μαντέψουν τα μελλούμενα και μερικοί έκαιγαν και σκόρδα. Έθιμα πανάρχαια, αρχέγονα, παγανιστικά, τα οποία όχι μόνο διατηρήθηκαν στους αιώνες, αλλά απέκτησαν και χριστιανική μορφή, για να επιβιώσουν και τους δόθηκαν σύγχρονες ερμηνείες.
Λένε πως είναι προειδοποιητικές φωτιές, για την γέννηση του κορυφαίου προφήτη, του και Προδρόμου του Χριστού, που άναψαν τότε, για να εξαπλωθεί η είδηση του παράδοξου τοκετού. Ακόμα κι ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του, δεν πίστεψε στο υπερφυές αυτό θαύμα, πως η γηραιά γυναίκα του, η Ελισάβετ, θα γεννήσει και γι’ αυτό μουγκάθηκε. Γι’ αυτό το γεγονός έπρεπε να διαδοθεί και να κάνει το γύρω του κόσμου.
Αυτά αποτελούν το χριστιανικό μασκάρεμα του εθίμου. Στην ουσία οι λουμπαρδίες ή λουμπάρδες, όπως τις λέμε στη Ζάκυνθο, συνήθεια σχεδόν παγκόσμια, έχουν σχέση με τις τροπές του ήλιου και συγκεκριμένα με το θερινό ηλιοστάσιο.
Παλιότερα οι κάτοικοι της γης πίστευαν πως τις μέρες αυτές σταματά το ταξίδι του ήλιου και γι’ αυτό άναβαν φωτιές, για να ενισχύσουν την πορεία του και να τον αναγκάσουν να ξεκινήσει και πάλι. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, σαν επίσημης θρησκείας των πολιτισμένων λαών, οι συνήθειες αυτές θεωρήθηκαν ειδωλολατρικές και καταδικάστηκαν από κλήρο και συνόδους. Ο κόσμος, όμως, δεν μπορούσε να πεισθεί. Η απειλή της εκκλησίας και της νέας του πίστης, δεν μπορούσε να εξαλείψει τον φόβο του για τη ζωή, η οποία μόνο από το λαμπρό αστέρι της ημέρας πηγάζει. Έτσι τις διατηρούσε, παρά τις απειλές και τους κινδύνους του αφορεσμού. Η επίσημη εκκλησία τότε θέλησε να τις ενστερνιστεί και τους έδωσε την δική της χροιά. Από τότε έχουν συνδεθεί με τα γενέθλια του Βαπτιστή και Προδρόμου και από ειδωλολατρικές, έγιναν χριστιανικές συνήθειες.
Για το νησί μας, όμως, η γιορτή της 24ης Ιουνίου έχει μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα. Πριν την ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν πολιούχου της Ζακύνθου, προστάτης του νησιού ήταν ο Άγιος Ιωάννης κι η ημέρα της γέννας του ήταν σχόλη και «χρονιάρα μέρα», με υποχρεωτική, μάλιστα, αργία. Η εκκλησία του υπήρχε μέσα στο Κάστρο κι όταν η πόλη ροβόλησε προς τον Αιγιαλό, τότε άφησε κι αυτός την σιγουριά των τειχών και κατέβηκα προς τα κάτω. Δεν απέκτησε ναό στη νέα πόλη, αλλά συστεγάστηκε με τον Άγιο Νικόλαο στη νέα Μητρόπολη, που ήταν κι η ενορία των ξένων. Για το λόγο αυτό, ακόμα και σήμερα, στην καλοκαιριάτικη γιορτή του, ένα στεφάνι κρέμεται πάνω από την πόρτα του καθεδρικού μας ναού, την πλαγινή, προς την οδό Καποδιστρίου, για να θυμίζει και να δείχνει τη συνέχεια.
Το ξέρω πως απαγορεύονται αυτό το μήνα οι φωτιές. Ας παραβούμε, όμως, το νόμο κι ας τις ξανανάψουμε. Ίσως αυτές εμποδίσουν τους εμπρηστές των δασών.
Δεν είναι ένα απλό έθιμο, αλλά φωτίζουν την ταυτότητά μας. Αναμφίβολα τις έχουμε ανάγκη, μια και δεν καίνε, αλλά ζεσταίνουν.
Ξανανάψετε τις φωτιές του Άι-Γιάννη. Είναι η πιο γλυκιά θαλπωρή στην ταλαιπωρία, που ζούμε. Εγώ ήδη έχω ετοιμάσει τα φρύγανα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου