[Διάλεξη – παρουσίαση τής Αρχαιολόγου και Διευθύντριας του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΔΕΜΕΤΗ,
κατά την Σύναξη του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ,
κατά την Σύναξη του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ,
στον ναό της Παναγούλας Μπανάτου, την 1η Απριλίου 2012]
Σεβασμιότατε Μητροπολίτη Ζακύνθου κ. Διονύσιε,
Σεβασμιότατε Μητροπολίτη Δωδώνης κ. Χρυσόστομε,
Γενικέ Αρχιερατικέ Επίτροπε της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου - Ψυχή και Αυτουργέ του ΑΛΗΘΩΣ,
Άγιοι Πατέρες,
Κυρίες και Κύριοι,
Σεβασμιότατε Μητροπολίτη Δωδώνης κ. Χρυσόστομε,
Γενικέ Αρχιερατικέ Επίτροπε της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου - Ψυχή και Αυτουργέ του ΑΛΗΘΩΣ,
Άγιοι Πατέρες,
Κυρίες και Κύριοι,
H λατρευτική χρήση της εικόνας διαφέρει από την μουσειακή έκθεσή της. Γι’ αυτό, επιτρέψτε μου, να χαρακτηρίσω την αποψινή μας εκδήλωση μέσα στο Ιερό κέλυφος της Παναγούλας Βανάτου, «μεταμοντέρνα», καθώς η διαπραγμάτευση του θέματος, προβάλλει ως το αντίστροφο της έκθεσης των μεταβυζαντινών θησαυρών, στο Μουσείο Ζακύνθου, που δημιουργήθηκε για να στεγάσει όσους από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς δεν μπόρεσαν να πάρουν το δρόμο της επιστροφής για τους ναούς μετά την ανοικοδόμηση από την τρομερή καταστροφή του Αυγούστου του 1953, και παράλληλα να την αφιερώσω σε όσους μόχθησαν εξήντα χρόνια για την κατασκευή και τη συνεχή λειτουργία του.
Γιατί οι άνθρωποι, που μέσα από τα ερείπια και τις φλόγες μάζεψαν τις ιερές εικόνες και αργότερα κατάφεραν να στήσουν το μοναδικό Μουσείο Ζακύνθου, εργάστηκαν με την επίγνωση ότι, τα έργα αυτά έντυναν τους Ιερούς Ναούς τους και η χρήση τους δεν ήταν η αισθητική απόλαυση του θεατή. Ήταν οι εικόνες που τους συντρόφευαν σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής τους και που αν τις άφηναν να καούν θα χανόταν και ένα κομμάτι από τη δική τους ζωή.
Όσοι εργαστήκαμε στο Μουσείο Ζακύνθου το γνωρίζουμε καλά. Τώρα, από πότε η νεώτερη γενιά λησμόνησε το πώς φτιάχτηκε το Μουσείο μας, κι επιτρέπει οι επισκέπτες του σήμερα, να βρίσκουν την πόρτα του ΚΛΕΙΣΤΗ, είναι κάτι που δεν μπορώ ν’ απαντήσω.
Μπορώ όμως να σας καλέσω να κλείσετε τα μάτια σας και να κάνουμε μαζί ένα φανταστικό ταξίδι μέσα στη διαχρονία της Ζακυνθινής Τέχνης, πριν ανοίξετε «αγκαλιές ειρηνοφόρες ομπροστά στους Αγίους», μέσα από τη θεματολογία που αναπτύχθηκε για το Θείο Πάθος, «κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες», όπου «λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι», ακολουθώντας τούς πιο συχνά απαντώμενους εικονογραφικούς τύπους.
Η Ζακυνθινή, ανήκοντας σε μια τέχνη που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, αποτελεί προπύργιο του δυτικού κόσμου κατά της επεκτατικής ροπής της Ανατολής, αλλά και σημείο συναλλαγής της με τη Δύση, διευκολύνοντας τη διαμόρφωση επαφών και επιτρέποντας να διαπλαστεί ο δικός της, χαρακτηριστικά ιδιότυπος αισθητικός κόσμος.
Έτσι στην απεικόνιση του Θείου Πάθους διαπιστώνεται τόσο η επίδραση των προσφύγων Κρητικών ζωγράφων, που μετά την πτώση του Χάνδακα (1669) έρχονται στο νησί και μετέχουν ενεργά στη διακόσμηση των εκκλησιών και ιδιαίτερα των ξυλόγλυπτων τέμπλων, όσο και τα δάνεια από την δυτική τέχνη, που τα συναντάμε στους ξυλόγλυπτους σταυρούς του επιστυλίου του τέμπλου και στους νέους εικονογραφικούς τύπους, που αποτελούν δημιουργική ανάπλαση φλαμανδικών χαλκογραφιών.
Είναι δε τόσο επιτυχημένη η δημιουργική αφομοίωση στοιχείων Ανατολής και Δύσης, που μόνο στον τρόπο που οι σημερινοί, σύγχρονοί μας ζωγράφοι-αγιογράφοι τα μεταφέρουν, μπορούμε να την αντιληφθούμε.
Γιατί, Κυρίες και Κύριοι, την μεγάλη σπουδαιότητα των ζωγράφων της Επτανησιακής Σχολής Ζωγραφικής που τα σωζόμενα έργα τους, κοσμούν τις Εκκλησίες και τα Μουσεία μας, μόνο μέσα από τα έργα των καλλιτεχνών που ζουν, αναπνέουν και δημιουργούν στον ίδιο χώρο μπορούμε να την νοιώσουμε.
Η δική τους αναζήτηση μάς βοηθάει να βιώσουμε εκείνων την ανατροπή και τελικά να οδηγηθούμε στην κατανόηση της αναλαμπής της Ζακυνθινής Τέχνης, για να δανειστώ την ορολογία από τον πρόσφατα χαμένο Γιώργο Θέμελη.
Ας έρθουμε τώρα πιο κοντά στα ίδια τα έργα:
Στη διαφάνεια που ακολουθεί διακρίνονται οι θεματικές ενότητες με τις οποίες θα ασχοληθούμε. Θα εξετάσουμε τις παραστάσεις του Θείου Πάθους, όπως τις συναντούμε στις ζακυνθινές εκκλησίες, πάνω στους σταυρούς, τα «λυπηρά», στις πλάγιες και την ωραία θύρα, αλλά και στην επίστεψη του ζακυνθινού τέμπλου και ειδικότερα στις πολύ συνηθισμένες παραστάσεις του τύπου της Mater Dolorosa, του Εσταυρωμένου Χριστού, του Αγίου Ιωάννη, της Σταύρωσης, και στην παράσταση της Αποκαθήλωσης από το Δωδεκάορτο, ενώ τέλος θα δούμε Εσταυρωμένους λιτανείας και Αμνούς.
Στην ίδια διαφάνεια βλέπουμε και το έργο του σύγχρονου αγιογράφου Νίκου Μπιάζη, που το ζωγράφισε για την επέτειο των πενήντα χρόνων από τους σεισμούς του 1953 (2003). Είναι φιλοτεχνημένη με μικτή τεχνική σε χαρτόνι και βρίσκεται στην ιδιωτική συλλογή του Διονύση Φλεμοτόμου, τον οποίο και ευχαριστούμε για την άδεια να το προβάλουμε στην αποψινή εκδήλωσή μας. Στον πίνακα διακρίνεται η στήλη από την γκρεμισμένη προτομή του Διονυσίου Σολωμού, έργο Γεωργίου Βρούτου, στην πλατεία Σολωμού. Πίσω της τα ερείπια της γκρεμισμένης πόλης, ενώ στον ουρανό ο Χριστός στον τύπο «Ίδε ο Άνθρωπος» και κάτω η Παναγία ως «Mater Dolorosa», να θρηνεί στα ερείπια της γκρεμισμένης πολιτείας την πτώση του Ποιητή και μαζί την σταύρωση ολόκληρου του νησιού. Εδώ, όπως βλέπουμε, το θέμα της καταστροφής της Ζακύνθου από τους σεισμούς, τονίζεται στον υπερθετικό βαθμό καθώς ταυτίζεται συμβολικά με τα Πάθη του Κυρίου.
Ερχόμενοι τώρα να εξετάσουμε το επιστύλιο των ζακυνθινών τέμπλων, θα διαπιστώσουμε ότι κοσμείται με μεγάλους ξυλόγλυπτους σταυρούς, που κατάγονται από τους μεγάλους βενετσιάνικους σταυρούς του 13ου και του 14ου αι., και υιοθετούνται από την κρητική τέχνη, ενώ γνωρίζουν μεγάλη διάδοση στις βενετοκρατούμενες περιοχές.
Στις δύο διαφάνειες που ακολουθούν θα δούμε τέσσερις από τους χαρακτηριστικότερους:
Στην πρώτη διαφάνεια βλέπουμε δύο σταυρούς τέμπλου που προέρχονται από το Μουσείο Ζακύνθου. Ο πρώτος προέρχεται από τον ναό του Παντοκράτορα και χρονολογείται στις αρχές του 18ου αι., ενώ ο δεύτερος είναι παλαιότερος, των αρχών του 16ου αι., από το ναό του Αγίου Ιωάννη του Τράφου. Και οι δύο είναι φτιαγμένοι με αυγοτέμπερα σε ξύλο με προετοιμασία. Στις απολήξεις των κεραιών του σταυρού και στο τριγωνικό διάχωρο της βάσης τους απεικονίζονται τα σύμβολα των Ευαγγελιστών: ο αετός του Ιωάννη, ο λέων του Μάρκου, ο άγγελος του Ματθαίου και ο φτερωτός βους του ευαγγελιστή Λουκά. Ο πρώτος με φανερή την επίδραση από την ιταλική τέχνη αποδίδεται στο ζωγράφο Βίκτωρα.
Στην δεύτερη διαφάνεια βλέπουμε έναν σταυρό από το τέμπλο του καθολικού της Ιεράς Μονής Στροφάδων, έργο Παναγιώτη Δοξαρά, 1689, ο οποίος παρουσιάζει τον Εσταυρωμένο Χριστό και ξανά τα σύμβολα των Ευαγγελιστών στις κεραίες του σταυρού. Στη βάση του σταυρού ακουμπούν αντικριστά οι κεφαλές δύο δρακόντων με φολιδωτά σώματα. Είναι λάδι σε ξύλο. Ο δεύτερος σταυρός είναι από το ναό της Αγίας Άννας, σύγχρονος σχεδόν με τον πρώτο και τον είδαμε στην περιοδική έκθεση για το Θείο Πάθος σε εικόνες της Ζακύνθου, που έγινε από 11 Απριλίου έως 28 Μαΐου 1998 στο Μουσείο Ζακύνθου. Είναι αυγοτέμπερα σε ξύλο με προετοιμασία. Στον πρώτο, τα σύμβολα των Ευαγγελιστών κρατούν ανοιχτά τα αντίστοιχα ευαγγέλια σε περικοπές που αφορούν τη σταύρωση, ενώ το σώμα του Χριστού αποδίδεται με ιδιαίτερη πλαστικότητα κάνοντας χρήση της φωτοσκίασης. Η διαφορά στο υλικό που ζωγραφίστηκαν τα δύο έργα, το πρώτο με λάδι ενώ το δεύτερο με αυγοτέμπερα, σηματοδοτεί και την αλλαγή της εποχής που έρχεται να συνταράξει την τέχνη της ζωγραφικής, υιοθετώντας στοιχεία της Δύσης και σιγά-σιγά κάνοντας ευκολότερη τη διακίνηση της θρησκευτικής τέχνης, καθώς τα έργα με λάδι μπορούν να «ταξιδέψουν» με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Μια άλλη εξέλιξη που συντελείται κατά το 17ο αι. στα τέμπλα πολλών ναών της Ζακύνθου είναι η αύξηση του αριθμού των εικόνων μέσα σε τοξωτά φυλλοφόρα πλαίσια, που πλαισίωναν τους μεγάλους σταυρούς του επιστυλίου των τέμπλων, από δύο, με την απεικόνιση της Παναγίας και του Ιωάννη του Θεολόγου, σε έξι, με την απεικόνιση όλων των προσώπων της Σταύρωσης. Είναι τα λεγόμενα «λυπηρά».
Στη διαφάνεια βλέπουμε ένα «λυπηρό» από το τέμπλο του ναού του Αγίου Παντελεήμονος, έργο αγνώστου, που απεικονίζει τη Μαρία τη Μαγδαληνή και χρονολογείται στον 17ο αι. Η Μαρία Μαγδαληνή είναι όρθια και ολόσωμη, στραμμένη κατά τρία τέταρτα προς το κέντρο, όπου βρίσκεται ο σταυρός με το Χριστό σταυρωμένο. Απλώνει το δεξί της χέρι, ενώ με το άλλο κρατά βόστρυχο της κόμης της, μία κίνηση που μαζί με τους τρεις βοστρύχους που πέφτουν στο δεξί της ώμο, παραπέμπει στη δυτική παράδοση των ξέπλεκων μαλλιών για τη δήλωση της θλίψης.
Με το Πάθος και τη Θυσία του Ιησού συνδέονται άμεσα οι παραστάσεις που κοσμούν από τα τέλη του 17ου αι. τις πλάγιες θύρες του τέμπλου των ναών και παρουσιάζουν Αγγέλους με τα όργανα του Πάθους σε στάση δέησης ή κρατώντας το Άγιο Μανδήλιο, μέσα σε τοξωτά ανοίγματα, που καλύπτονται από ανάγλυφους επίχρυσους βλαστούς και φύλλα.
Στις τρεις διαφάνειες που ακολουθούν, έχουμε επιλέξει κάποιες από τις αντιπροσωπευτικότερες παραστάσεις.
Στην πρώτη διαφάνεια έχουμε μία Θύρα πρόθεσης και μία Θύρα Διακονικού. Βρίσκονται και οι δύο στο Μουσείο Ζακύνθου και προέρχονται από το τέμπλο του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος είχε την τύχη να μην καεί τον Αύγουστο του ‘53. Παρουσιάζουν τον Άγγελο με το Άγιον Μανδήλιον και τον Άγγελο με τα σύμβολα του Πάθους. Χρονολογούνται στις αρχές του 18ου αι και είναι ζωγραφισμένες με αυγοτέμπερα σε ξύλο με προετοιμασία. Στην πρώτη, ο Άγγελος όρθιος με θλιμμένο βλέμμα κρατάει το Άγιον Μανδήλιον, στο οποίο είναι αποτυπωμένο το άχραντο πρόσωπο του Χριστού με φωτοστέφανο και ακάνθινο στεφάνι. Στην άλλη, ο Άγγελος στρέφει το χαμηλωμένο βλέμμα του προς τον Ιησού, ενώ κρατάει τη λόγχη, το σπόγγο και το Σταυρό του μαρτυρίου.
Στην δεύτερη έχουμε μία θύρα πρόθεσης και μία θύρα Ωραίας Πύλης από το ναό της Παναγίας του Τσουρούφλη έργα του Νικολάου Καλέργη, 1732. Η πρώτη, που φέρει μάλιστα κάτω δεξιά την χρονολογία και την υπογραφή του ζωγράφου, απεικονίζει τον Άγγελο με τα όργανα του Πάθους: σπόγγο και λόγχη στο αριστερό χέρι, φραγγέλιο και σκοινί στο δεξί. Η άλλη παρουσιάζει τον Ιησού να αίρεται από τον Άγγελο, ένα θέμα γνωστό στη δυτική τέχνη από τον 14ο αι. Άγνωστο αρχικά για την εποχή του, αργότερα γνώρισε μεγάλη διάδοση στις θύρες του Ιερού Βήματος των ναών της Ζακύνθου. Και οι δύο φυλάσσονται στην αποθήκη του Μουσείου Ζακύνθου και παρουσιάστηκαν στην περιοδική έκθεση για το Θείο Πάθος σε εικόνες του Μουσείου, το 1998. Είναι ζωγραφισμένες με αυγοτέμπερα.
Στην τρίτη διαφάνεια έχουμε δύο έργα σύγχρονων ζωγράφων. Πρόκειται για ένα έργο του Νίκου Μπιάζη: «Άγγελος αίρων τον Ιησού», που είναι αντίγραφο από βημόθυρο που εκτέθηκε τον περασμένο Δεκέμβρη (2011) στη έκθεση του Πανελληνίου Συλλόγου Αγιογράφων, ζωγραφισμένο με αυγοτέμπερα και για ένα έργο του Κώστα Πλέσσα: «Άγγελος με τα όργανα του Πάθους», μολύβι σε στρατσόχαρτο, του 1990. Για το δεύτερο, το οποίο ανήκει στον ζωγράφο και δεν εκτίθεται, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Παναγιώτη Τσουκαλά που φρόντισε για τη φωτογράφηση και μας έστειλε το έργο. Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες αναδημιουργούν, άλλος με μεγαλύτερη πιστότητα και άλλος πιο ελεύθερα, με το προσωπικό του ύφος, τα αριστουργήματα που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο. Είναι βέβαιο δε ότι έχουν περάσει αρκετές ώρες αντιγράφοντας και μελετώντας τα, κάτι που σήμερα είναι αδύνατο, καθώς το Μουσείο παραμένει ερμητικά κλειστό, στερώντας από τον επισκέπτη τη χαρά της θέασης των έργων του.
Η μεμονωμένη μορφή του Χριστού στο βημόθυρο της Ωραία Πύλης στην παράσταση «Ίδε ο Άνθρωπος», συνήθως πλαισιώνεται, όπως είδαμε, από τους Αγγέλους που κρατούν τα όργανα του Πάθους στα βημόθυρα της Πρόθεσης και του Διακονικού. Άλλες φορές η Ωραία Πύλη φέρει την παράσταση του Χριστού δεμένου στον κίονα της Μαστίγωσης ή το Χριστό νεκρό υποβασταζόμενο από άγγελο.
Εισηγητής του νέου τύπου «Ίδε ο Άνθρωπος» υπήρξε όπως λέει ο Ανδρ. Ξυγγόπουλος ο Ηλίας Μόσκος: «Και άλλη παράστασις διεδόθη πιθανότατα εις την τέχνην, ιδία της Επτανήσου δια του Μόσκου, η εικών δηλ., η συνήθως ονομαζομένη του Νυμφίου. Πρόκειται περί της εικόνος του Ιησού, παριστανομένου ορθίου με τας χείρας δεμένας, κρατούντος εις την μίαν κάλαμον, με το σώμα σχεδόν γυμνόν, καλυπτόμενον εν μέρει μόνον από πορφυρούν ιμάτιον με την πλήρη θλίψεως κεφαλήν κεκλιμένην και περιβαλλομένην από ακάνθινον στέφανον». Στην νέα ανακάλυψη του Μόσκου, όπως φαίνεται συνηγορεί και ο Μανόλης Χατζηδάκης, ο οποίος γράφει: «Η παράσταση ήταν καινούργια για την ορθόδοξη τέχνη, όταν την ζωγράφισε για πρώτη φορά νομίζω ο Ηλίας Μόσκος … το 1684, σε ένα μεγάλο πίνακα με την παλιά τεχνική του αυγού. Βρισκόταν στη Μητρόπολη Ζακύνθου και κάηκε. Η εικόνα αυτή φαίνεται ότι λειτούργησε ως παραγωγική μήτρα. Βρισκόταν στην Ωραία Πύλη του τέμπλου στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Κάστρο της Ζακύνθου. Ύστερα από την ερήμωση του ναού αυτού μεταφέρθηκε στην Μητρόπολη και τοποθετήθηκε σε καθέδρα. Στη νέα της θέση έγινε προσκυνηματική και λατρευτική».
Στις ακόλουθες δύο διαφάνειες βλέπουμε τέσσερις θύρες Ωραίας Πύλης. Στην πρώτη διαφάνεια βλέπουμε την Ωραία Πύλη από το τέμπλο του Παντοκράτορα, στο Μουσείο Ζακύνθου στον τύπο: «Ίδε ο Άνθρωπος», των αρχών του 18ου αι., και την Ωραία Πύλη από το ναό των Ταξιαρχών, έργο Νικολάου Καλέργη, 1732. Και οι δύο είναι ζωγραφισμένες με αυγοτέμπερα σε ξύλο με προετοιμασία. Στην πρώτη ο Χριστός όρθιος με δεμένα τα χέρια, κρατάει με το δεξί χέρι κάλαμο και κλίνει το πρόσωπό του προς τα αριστερά. Η παράσταση αποδίδεται στον Βίκτωρα. Στην άλλη ο Χριστός είναι όρθιος, ολόσωμος και κρατάει με το δεξί τον κάλαμο, ενώ κλίνει το κεφάλι προς τα αριστερά. Κάτω δεξιά πάνω στο πράσινο δάπεδο η υπογραφή του ζωγράφου (ΧΕΙΡ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΙ) και η χρονολογία (ˏΑΨΛΒ΄=1732).
Στη δεύτερη διαφάνεια βλέπουμε την Θύρα της Ωραίας Πύλης από το ναό του Αγίου Αντωνίου στο Πεντεκάμαρο με τον Χριστό στον κίονα της μαστίγωσης, β΄ μισό 17ου αι., από την περιοδική έκθεση για το Θείο Πάθος σε εικόνες του Μουσείου Ζακύνθου, που φυλάσσονται στην αποθήκη του. Πολύ ξεχωριστός είναι ο κυανός κάμπος που καλύπτεται από έντονα έξεργες χρυσές κληματίδες. Το πονεμένο πρόσωπο του Χριστού με τα κλειστά μάτια, αποδίδει όλο το πάθος της σκηνής. Η Θύρα είναι ζωγραφισμένη με λαδοτέμπερα σε ξύλο με προετοιμασία. Το άλλο είναι ένα σύγχρονό μας έργο του Νίκου Μπιάζη από την Ωραία Πύλη της Δερματούσας στο Τραγάκι, με το θέμα «Ίδε ο Άνθρωπος». Ζωγραφίστηκε το 2011, με αυγοτέμπερα.
Στο δεύτερο μισό το 18ου αι. το τέμπλο του ναού μεγαλώνει σε ύψος και πολλές φορές φτάνει μέχρι την οροφή, απομονώνοντας έτσι από την μια το Ιερό και από την άλλη δίνοντας μεγαλύτερη επιφάνεια στους ζωγράφους για ζωγραφική. Τα λυπηρά και ο μεγάλος ξυλόγλυπτος σταυρός αντικαθίσταται τώρα από επίστεψη την οποία κοσμούν τρεις συνήθως ελλειψοειδούς σχήματος ελαιογραφίες με τις παραστάσεις του Εσταυρωμένου Χριστού, της Θεοτόκου στον τύπο της «Mater Dolorosa» και του Αγίου Ιωάννη. Άλλες φορές η αετωματική επίστεψη των ζακυνθινών τέμπλων κοσμείται με την απεικόνιση μιας μεγάλης Σταύρωσης.
Στην διαφάνεια που ακολουθεί παρουσιάζονται οι εικονογραφικοί τύποι που θα εξετάσουμε και μία φωτογραφία του Κλεισθένη Δασκαλάκου από το φωτογραφικό εργαστήριο των αδελφών Μεγαλοκονόμου (αρχείο του Άκη Λαδικού), όπως δημοσιεύτηκε, στο φωτογραφικό λεύκωμα για τους σεισμούς του 1953, «Ράγισε η φλούδα του ροδιού», Έντυπο-Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2003.
Ας δούμε πρώτα δύο διαφάνειες με τον τύπο της Θεοτόκου ως Mater Dolorosa.
Στην πρώτη διαφάνεια βλέπουμε μία εικόνα από το ναό της Παναγίας Επισκοπιανής, λάδι σε μουσαμά, των αρχών του 19ου αι., η οποία βρίσκεται στο Μουσείο Ζακύνθου. Η άλλη είναι ενυπόγραφο έργο του Σπυρίδωνος Πελεκάση, του 1872, λάδι σε καμβά, και βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή. Αξίζει να παρατηρήσουμε το βλέμμα της Παναγίας στην πρώτη, που φαίνεται υγρό από τα δάκρυα και έκανε τους μελετητές να την αποδώσουν σε άγνωστο μαθητή του Κουτούζη, γνωστό με το όνομα «ζωγράφος του Θρήνου».
Στη δεύτερη διαφάνεια βλέπουμε το έργο που φιλοτέχνησε το 2007 για το εξώφυλλο του Μεγαλοβδομαδιάτικου προγράμματος της Μητροπόλεως ο Νίκος Μπιάζης, και είναι ελαιογραφία σε ξύλο και το ίδιο θέμα από τη Συλλογή Κολυβά του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, του 19ου αι., λάδι σε μουσαμά. Στο μέσον βλέπουμε πάλι μία φωτογραφία από το προαναφερθέν φωτογραφικό λεύκωμα για τους σεισμούς. Η φωτογραφία, μία τέχνη που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, με ρεαλισμό μπορεί να αποδώσει την τραγικότητα της στιγμής, αλλά και να υπογραμμίσει την πνευματικότητα των δύο ζωγραφικών έργων, του σύγχρονου και του παλαιότερου και να ισοζυγιάσει το χθες με το σήμερα, εκθέτοντάς μας συγχρόνως στη ματαιότητα της ανθρώπινης μοίρας.
Στις επόμενες δύο διαφάνειες παρουσιάζουμε τον τύπο του Εσταυρωμένου Χριστού.
Στην πρώτη διαφάνεια βλέπουμε τον Εσταυρωμένο από το ναό της Παναγίας Επισκοπιανής και τον Εσταυρωμένο από το Ναό του Αγίου Γεωργίου του Πετρούτσου. Και τα δύο έργα εκτίθενται στην έκθεση του Μουσείου Ζακύνθου. Είναι των αρχών του 19ου αι και είναι ζωγραφισμένα με λάδι σε μουσαμά. Για το πρώτο μάλιστα έχει υποστηριχθεί ότι παρουσιάζει εντυπωσιακή ομοιότητα με έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου!
Στη δεύτερη διαφάνεια βλέπουμε πάλι έναν Εσταυρωμένο από το Μουσείο Ζακύνθου που προέρχεται από το προσεισμικό Παλαιό Μουσείο, των αρχών του 19ου και είναι λάδι σε χαρτόνι και ένα έργο της Ελένης Γούναρη, για το πρόγραμμα των εκδόσεων Έντυπο, που κυκλοφόρησε για τη Μεγάλη Εβδομάδα το 2006. Το έργο είναι ακρυλικό. Η ομοιότητα των εικονογραφικών τύπων ανάμεσα σε δύο έργα τόσο μακρινά από χρονική άποψη, είναι εμφανής. Αξίζει να παρατηρήσουμε τα χέρια του Χριστού στο πρώτο, που είναι καρφωμένα σε σχήμα V, πάνω στα χοντρά παρακλάδια του κορμού, ενώ η απότομη φωτοσκίαση παραπέμπει σε έργα του Κουτούζη.
Η επόμενη διαφάνεια παρουσιάζει δύο έργα με τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Το πρώτο έργο προέρχεται από το ναό της Παναγίας Επισκοπιανής και το δεύτερο από το Παλαιό Μουσείο. Το πρώτο είναι λάδι σε μουσαμά, ενώ το δεύτερο λαδοτέμπερα σε ύφασμα. Το πρώτο χρονολογείται στις αρχές 19ου αι. και εκτίθεται στο Μουσείο Ζακύνθου, ενώ το άλλο στα τέλη 18ου - αρχές 19ου αι., βρίσκεται στην Αποθήκη του Μουσείου και παρουσιάστηκε στην Έκθεση για το Θείο Πάθος. Αξίζει ξανά να παρατηρήσουμε τα γεμάτα δάκρυα μάτια του Ιωάννη, που στο δεύτερο έργο δείχνει να τα σκουπίζει. Είναι ανυπόγραφα έργα, αλλά η μορφική τους αναπαράσταση μας οδηγεί να αποδώσουμε το αριστερό στον Νικ. Κουτούζη και το δεξί στον Νικόλαο Καντούνη.
Η επόμενη διαφάνεια παρουσιάζει ένα έργο του Γιάννη Τσολάκου, από την πρόσφατη εικονογράφηση της ιστορικής εκκλησίας της Φανερωμένης. Είναι ο Νυμφίος, έργο του 2011, λάδι σε μουσαμά και αποτελεί εξαίρετο δείγμα δημιουργικής αφομοίωσης παλαιότερων εικονογραφικών προτύπων.
Στην επόμενη διαφάνεια συνδυάζονται με πρωτότυπο τρόπο δύο εικονογραφικά προγράμματα καθώς την παράσταση του εσταυρωμένου Χριστού, καταλαμβάνει ένας ξυλόγλυπτος Σταυρός επιστυλίου τέμπλου.
Πρόκειται για μια μεγάλη πολυπρόσωπη Σταύρωση, από το ανώτερο τμήμα του τέμπλου του ναού της Αγίας Άννας, που έφτανε μέχρι την οροφή. Χρονολογείται στα τέλη του 18ου αι. και φυλάσσεται στην αποθήκη του Μ. Ζακύνθου. Το έργο είναι λαδοτέμπερα σε ξύλο.
Μία άλλη καινοτομία στη διακόσμηση των ζακυνθινών τέμπλων είναι η αντικατάσταση των μικρών διαστάσεων εικόνων του Δωδεκαόρτου με επτά μεγάλες εικόνες με σκηνές από τη ζωή του Χριστού. Εδώ θα δούμε το θέμα της Αποκαθήλωσης.
Σπουδαιότατο έργο η Αποκαθήλωση του Νικολάου Καντούνη από το Ναό του Αγίου Ανδρέα του Αβούρη. Εκπλήσσει ο έντονος συναισθηματισμός και η θεατρικότητα στις κινήσεις των μορφών. Στο κέντρο υπάρχει επιγραφή: «Μνήσθητι Κύριε του Δούλου σου Αναστασίου / Τσαγκαρουσιάνου κ(αι) των Γονέων αυτού / 1825: Μαΐου 14».
Στην επόμενη διαφάνεια βλέπουμε δύο ακόμα έργα. Πρόκειται για τον Επιτάφιο Θρήνος, έργο Αγνώστου, του 18ου αι. από το Μουσείο Σολωμού και την Αποκαθήλωση από το Ναό του Αγίου Ανδρέα του Αβούρη, από το Μουσείο Ζακύνθου των αρχών του 19ου αι. Και τα δύο είναι λάδι σε μουσαμά. Εκπλήσσει το format του δεύτερου έργου, Στο βραχώδες έδαφος στο κάτω μέρος απεικονίζονται τα όργανα του πάθους.
Ένα από τα σημαντικότερα έργα που απεικονίζουν το θείο Πάθος σε όλο του το μεγαλείο είναι οι μεγάλοι Εσταυρωμένοι λιτανείας, που έχουν κυριολεκτικά καρφωθεί σε απλούς ξύλινους σταυρούς. Στη διαφάνεια που ακολουθεί βλέπουμε δύο Εσταυρωμένους λιτανείας, Ο πρώτος προέρχεται από το ναό του Αγίου Δημητρίου του Κόλα, τέλη 17ου αι., λάδι σε ξύλο με προετοιμασία και ο δεύτερος είναι έργο του Νικόλαου Καντούνη από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα του Φλαμπουριάρη, λάδι σε ξύλο, αρχές 19ου αι. Και οι δύο εκτίθενται στο Μουσείο Ζακύνθου.
H επόμενη διαφάνεια παρουσιάζει έναν Εσταυρωμένο που βρίσκεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Θεοφίλου στο κοιμητήριο και τον έφτιαξε ο αγιογράφος Νίκος Μπιάζης το 2008. Είναι ελαιογραφία.
Oι αμφίγραπτες παραστάσεις του νεκρού Χριστού, που τοποθετούνται στους ξυλόγλυπτους επιταφίους τη Μεγάλη Παρασκευή είναι γνωστοί ως «Αμνοί».
Στη διαφάνεια που ακολουθεί παρουσιάζονται τρεις από τους πιο χαρακτηριστικούς. Πρόκειται για έναν Αμνό του Νικόλαου Κουτούζη, που βρίσκεται στο Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης της Ι. Μ. Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, τέλη 18ου – αρχές 19ου αι. Έναν ακόμα σύγχρονό του, από το ναό του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση, από την περιοδική έκθεση για το Θείο Πάθος σε εικόνες του Μουσείου Ζακύνθου. Και τέλος για έναν σύγχρονό μας του 2000 από τον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Μουζάκι, που φιλοτεχνήθηκε από το Νίκο Μπιάζη. Και οι τρεις είναι λάδι σε ξύλο.
Αλλά και οι σύγχρονοι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν εμπνευσμένοι από το Θείο Πάθος έργα πρωτοποριακά. Το αποδεικνύει το έργο του Διονύση Παπαδάτου, σε μικτή τεχνική, που ευγενικά μας παραχώρησε από το ψηφιακό αρχείο του ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου π. Παναγιώτης Καποδίστριας. Με χρώματα ψυχρά ο Σταυρός του μαρτυρίου γεμίζει τον πίνακα και γίνεται σύμβολο κάθε βασανισμένου και κατατρεγμένου συνανθρώπου μας.
Καλλιτέχνες από τη νεώτερη γενιά, όπως ο Διονύσης Τσολάκος, δεν διστάζουν να καταπιαστούν με το θέμα και να τοποθετήσουν τον Εσταυρωμένο τους μέσα σ’ ένα βιομηχανικό τοπίο, με τσιμινιέρες και εργοστάσια, αποτυπώνοντας την καταστροφή του περιβάλλοντος και μάλιστα με τρόπο που δεν επιδέχεται επιστροφή. Το έργο είναι φτιαγμένο με λάδι, ζωγραφίστηκε το 2011 και σήμερα βρίσκεται στην Αθήνα.
Στο πολύ τρυφερό έργο της Μαρίας Ρουσέα «Του Βαγιώνε το αλογάκι», που φτιάχτηκε για την ενότητα «Στον ίσκιο του Ήσκιου» της ποιητικής συλλογής του π. Παναγιώτη Καποδίστρια «Ενύπνιο μετά τρούλου», εκδόσεις Μπάστα, 1998, βλέπουμε την αγιοποίηση των ελλήνων αγωνιστών που μέσα από δάφνες και βαγιά προοιωνίζουν την Ανάσταση.
Και η Φωτογραφία όμως παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη θεματολογία του Θείου Πάθους, όπως φαίνεται στην έκθεση με τίτλο: «…Αγιοσύνης δρόμοι…», που πραγματοποιήθηκε στο Barrage culture το Πάσχα του 2011. Στην έκθεση αυτή παρουσιάστηκαν έργα πέντε Ζακυνθινών φωτογράφων, των: Νίκου Καλημέρη, Νίκου Κοντοσταυλάκη, Αντρέα Σούρμπη, Γιάννη Σούρμπη και Δημήτρη Φραγκογιάννη. Στη διαφάνεια βλέπουμε δύο έργα του Νίκου Κοντοσταυλάκη. Το πρώτο έχει τίτλο «Ψυχή» και φιλοτεχνήθηκε το 2011 και το δεύτερο έχει τίτλο «Ανάγκη» και φιλοτεχνήθηκε το 2009. Μέσα από την Τέχνη της Φωτογραφίας, παρουσιάστηκε με εξαιρετικά πετυχημένο τρόπο η ιερότητα των ημερών, αφού κατορθώθηκε να ικανοποιήσει και να τροφοδοτήσει το θρησκευτικό συναίσθημα, με την ίδια δύναμη και πνευματικότητα, που η Ζωγραφική των αγιογραφιών των εκκλησιών μας, η μουσική από τις πένθιμες ακολουθίες, αλλά κυρίως όλες οι ιεροπραξίες, ντύνουν με μοναδικό τρόπο το Ζακυνθινό Μεγαλοβδόμαδο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η θέαση των έργων σύγχρονων και παλαιών δημιουργών, Κυρίες και Κύριοι, μάς ανοίγει τα μάτια για να αποφύγουμε το λάθος να βιώσουμε τα Θεία Πάθη με διάθεση τοπικιστική και να ξαναζήσουμε μέσα από το ιδιάζον ζακυνθινό εκκλησιαστικό μέλος, που θα απολαύσουμε σε λίγο από τον αρχιμουσικό Αντώνη Κλάδη (που τον ευχαριστώ θερμά που δέχτηκε την πρόσκλησή μας να πλαισιώσει την αποψινή εκδήλωση), τον επτανησιακό νατουραλισμό της ζωγραφικής μας, τις φωτισμένες εκκλησίες μας και τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα των ημερών, ενταγμένοι σ’ ένα σκηνικό, που δεν λειτουργεί μόνο για δεκαπέντε μέρες το χρόνο και μετά ξεχνιέται.
Γιατί η Τέχνη σε κάθε μορφή της και μέσα σε όλη την ιστορική της διαδρομή, μπορεί να μας διδάξει να βλέπουμε την ανθρώπινη ιστορία ως σειρά διαδοχικών περιόδων, που οδηγούν στην δική μας εποχή και μέσα από την παγκοσμιοποιημένη διάστασή της, στο μέλλον.
Με αυτές τις σκέψεις εύχομαι σε όλους Καλό Μεγαλοβδόμαδο και Καλή Ανάσταση!!!
Βιβλιογραφία
- Μυρτώ Αχειμάστου – Ποταμιάνου, Εικόνες της Ζακύνθου, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 1997.
- Ζωή Α. Μυλωνά, Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Ιεράς Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2011.
- Ζωή Α. Μυλωνά, Μουσείο Ζακύνθου, ΥΠ.ΠΟ. – ΤΑ.ΠΑ., Αθήνα 1998.
- Γιάννης Ρηγόπουλος, Εικόνες της Ζακύνθου και τα πρότυπά τους, τόμος Β΄ και Γ΄, Ιερά Μητρόπολις Ζακύνθου και Στροφάδων, Αθήνα 2006.
- Γιάννης Ρηγόπουλος, Φλαμανδικές επιδράσεις στη Μεταβυζαντινή Ζωγραφική, Προβλήματα Πολιτιστικού Συγκρητισμού, Α΄ Τόμος, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1998.
- Αλκιβιάδη Γ. Χαραλαμπίδη, Συμβολή στη μελέτη της Εφτανησιώτικης Ζωγραφικής του 18ου αι 19ου αιώνα, εκδ. Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών-Ίδρυμα Μελετών Ιονίου και Αδριατικού Χώρου, Ιωάννινα 1978.
Λευκώματα
- Εταιρεία Μελέτης Έρευνας Προαγωγής Πολιτισμού ΠΛΑΤΥΦΟΡΟΣ, Δημήτριος Σπυρίδωνος Πελεκάσης Ζωγράφος (1881-1973), Αθήνα 2001.
- Ζάκυνθος, φωτογραφικό λεύκωμα σεισμών 1953, Ράγισε η φλούδα του ροδιού, ΄Εντυπο-Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2003.
- Η Ζωγράφος Μαρία Ρουσέα, Γ.Α.Κ. Αρχεία Ν. Ζακύνθου - Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζακύνθου, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2011.
Κατάλογοι Εκθέσεων
- Μουσείο Ζακύνθου 24/8-3/12 2003, …των χειμαζομένων η γαλήνη… Ιστορήσεις της Παναγίας σε εικόνες της Ζακύνθου, ΥΠ.ΠΟ.-6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Έντυπο, Ζάκυνθος 1998.
- Μουσείο Ζακύνθου 11/4-28/5 1998, «Τα πάθη τα σεπτά … ως φώτα σωστικά», Το θείο Πάθος σε εικόνες της Ζακύνθου, από το 17ο στο 19ο αιώνα, 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1998.
- Holy Passion- Sacred Images, The Interaction of Byzantine and Western Art in Icon Painting, Hellenic Ministry of Culture-Directorate of Byzantine and Postbyzantine Monuments-6th Ephorate of Byzantine Antiquites, Athens 1999.
Περιοδικά
- Μηνιαία Εικονογραφημένη Επιθεώρησις ΗΩΣ, περίοδος τρίτη, έτος 4ον, αριθ. 48/49, Νο 7/8, Αθήνα 1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου