Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Το Καρναβάλι πέρασε κι ήδη μπήκαμε στην προπαρασκευαστική περίοδο της Σαρακοστής, περιμένοντας το Πάσχα, το οποίο παραμένει αναλλοίωτα ζακυνθινό κι η Μεγάλη του Βδομάδα, κυρίως, με τα μοναδικά της έθιμα και τις ξεχωριστές της συνήθειες, εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ιδιοσυγκρασία μας και να τονίζει την ουσία του ιόνιου πολιτισμού μας.
Λένε πως η περίοδος ετούτη, που απ’ αυτήν την εβδομάδα άρχισε, είναι αιτία περισυλλογής και αυτοκριτικής και πως τώρα, με την αρχή της Άνοιξης, μας δίνεται μια σημαντική ευκαιρία γι’ αυτοσυγκέντρωση και προβληματισμό. Κι αυτό είναι αλήθεια.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, θα κινηθώ κι εγώ σήμερα κι επειδή η κάθε έννοια είναι πολυδιάστατη κι έχει πολλές προεκτάσεις, ο προβληματισμός μου θ’ αφορά τον χώρο, που από την αρχή της υπηρετεί η στήλη μας και δεν είναι άλλος από εκείνον του πολιτισμού και της αναζήτησης της δικής μας, της τζαντιώτικης ταυτότητας.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, θα κινηθώ κι εγώ σήμερα κι επειδή η κάθε έννοια είναι πολυδιάστατη κι έχει πολλές προεκτάσεις, ο προβληματισμός μου θ’ αφορά τον χώρο, που από την αρχή της υπηρετεί η στήλη μας και δεν είναι άλλος από εκείνον του πολιτισμού και της αναζήτησης της δικής μας, της τζαντιώτικης ταυτότητας.
Στρέφομαι, ως εκ τούτου, πίσω, στην πρόσφατη, αποκριάτικη περίοδο και θυμάμαι δύο στιγμές της και δύο εκφράσεις της σημερινής μορφής του νησιού μας.
Η πρώτη είναι μια πρόσκληση, που είχα, εκεί λίγο πριν την Τσικνοπέμπτη, από τον πρόεδρο κάποιου πολιτιστικού συλλόγου, για μια μπαγόρδα, που θα γινόταν την πρώτη αυτή, ουσιαστικά, γιορτή της από αρχαιοτάτων χρόνων διασκεδαστικής και χαλαρωτικής περιόδου. Επειδή, μάλιστα, το πρόσωπο που με καλούσε σήκωνε κουβέντα και διάλογο, λόγω κυρίως της παιδείας του και της εν γένει, ως τώρα, ζωής του, αλλά κι επειδή ανήκει στον φιλικό μου κύκλο κι έχει προβληματισμούς κι αναζητήσεις, του έκανα, σε οικεία συζήτηση, την πιο απλή ερώτηση, που μου ήρθε στο νου.
«Γιατί», το ρώτησα, «να υπάρχει ένας σύλλογος, ο οποίος έχει σαν μόνο του σκοπό την κοπή μιας, ξένης με την παράδοσή μας, βασιλόπιτας στα τέλη του Γενάρη ή στα μέσα του Φλεβάρη και να διοργανώνει τσιμπούσια κάθε Πέμπτη της Αποκριάς, αντιγράφοντας και μη δημιουργώντας;».
«Μην είσαι παράξενος», μου απάντησε, «άσε τον πιεσμένο κόσμο να χαρεί και να ξεχάσει τις στερήσεις και τα προβλήματά του».
Σκέφτηκα πως ίσως ο συνομιλητής μου είχε δίκιο και πως εγώ, κλεισμένος στο γραφείο μου και στην αναζήτηση του ιστορικού παρελθόντος του τόπου μου, έχω χάσει την συνέχεια και πως δεν μπορώ να επικοινωνήσω με το σήμερα. Αληθινά προβληματίσθηκα.
Η έξοδος κι η διαφύλαξη ήρθε, όμως, μόνη της και την επόμενη μέρα μου δόθηκε η λύση κι η ποιότητα της ταυτότητας της παράδοσής μου.
Καλεσμένος, όπως έγραφα και στο προηγούμενο κείμενό μου, από τον πολιτιστικό σύλλογο «Μαρτελάος» του χωριού Αγκερυκός, για να παρακολουθήσω τις πρόβες της «Ομιλίας»: «Η Οβρεοπούλα» του αλησμόνητου Νιόνιου Αρβανιτάκη, έκανα βίωμά μου αυτό που επιγραμματικά και σοφά έχει περικλείσει ο μεγάλος μας Δημήτριος Γουζέλης σε μια μόνο, πυκνά ποιητική και, ως εκ τούτου, περιεκτική του φράση, την «ξεφάντωσι των φίλων».
Ναι! Στ’ αλήθεια αυτό που τις δυο – τρεις φορές, που πήγα στην προπαρασκευή της «Ομιλίας» του αλλιώς ονομαζόμενου χωριού Άγιος Κήρυκος γνώρισα, ήταν μια ποιοτική διασκέδαση και μια συνέχεια της ιδιοσυγκρασίας μου.
Όλο το χωριό ήταν εκεί κι –όπως μου είπαν, αλλά κι ο ίδιος διαπίστωσα– διασκέδαζε, συνεχίζοντας την μακραίωνη αυτή παράδοση του χωριού και του νησιού του. «Δεν βλέπουμε την ώρα», μου είπαν αρκετοί, «να φτάσει η στιγμή της πρόβας και να έρθουμε εδώ, για να περάσουμε καλά». Κι αυτό είναι, νομίζω, η πιο καλή μεταφορά στο σήμερα της παροιμιώδους φράσης του συγγραφέα του «Χάση» και μια ομόκεντρη μεταφορά του στις αρχές του 21ου αιώνα, που με τα καλά και κακά του, βιώνουμε.
«Να, τι στ’ αλήθεια είναι η Ζάκυνθος», σκέφθηκα και κάνοντας σύγκριση με την προηγούμενη εμπειρία μου, προβληματίσθηκα και χάρηκα που δεν έχει επέλθει παντού η αλλοίωση, αλλά υπάρχει κρυμμένη στη στάχτη η σπίθα, που μπορεί και πάλι να μας ζεστάνει με την φωτιά, την οποία θ’ ανάψει, δίχως τον κίνδυνο να μας κάψει.
Ζώντας μετά την πρόβα και το όλο κλίμα της αποκριάτικης περιόδου στο χωριό και συγκεκριμένα σ’ ένα του καφενείο, μαζί με τους αυτοσχέδιους θεατρίνους, όχι τυχαία βράδυ Τσικνοπέμπτης, είδα την συνέχεια και την αληθινή διασκέδαση. Όλοι οι συνδαιτυμόνες κουβέντιαζαν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από τον δεκαπεντασύλλαβο της «Οβρεοπούλας» κι αποδείκνυαν έμπρακτα κι όχι λόγια πως στον τόπο τους τίποτα δεν έχει αλλάξει και πως οι παντός τύπου θεομηνίες δεν έχουν αγγίξει το χωριό τους, αλλά και το γνήσιο ζακυνθινό στοιχείο. Είναι στ’ αλήθεια παρήγορο να διασκεδάζεις και να ξεχνάς τα προβλήματά σου με τέχνη κι όχι τσικνίζοντας!
Στη μνήμη μου θα μείνουν ένας παλιός θεατρίνος, που λόγω κορέττου –δεν μεταφράζω την λέξη, βρείτε μόνοι σας την ερμηνεία της, όσοι την έχετε απεμπολήσει– δεν μπορούσε να παίξει, αλλά ερχόταν στις πρόβες και συμμετείχε κι αυτός με τον τρόπο του, θυμίζοντας και διδάσκοντας τον τραγουδιστό ρυθμό εκφοράς του λόγου της «Ομιλίας» και τα νέα παιδιά, που ήταν μια θαυμάσια εικόνα, καθώς τους έκανε πρόβα στα κοστούμια τους η Μαρία η Πουλιέζου και φορούσαν την παράδοση στο κάτω μέρος και στο επάνω την μπλούζα της τοπικής τους ομάδας, όπου συμμετείχαν!
Όλα τ’ άλλα σχόλια περιττεύουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου