Τι νύχτα και αυτή!... Ατελείωτη. Να βρέχει και από πάνω να γυρίζουν στην σκεπή τα ποντίκια με θόρυβο. Χάος. Είχαν ρεβεγιόν. Κάποτε με πήρε ο ύπνος. Βαρύς και παγωμένος όπως ο καιρός.
Λίγο πριν να φωτίσει, σηκώθηκα. Ετοιμάστηκα και κίνησα για την πόλη. Σύννεφα μαύρα. Στους κάδους φιγούρες πολύχρωμες να ψάχνουν. Χαιρέτισα τα δύο κορίτσια. Ρουμάνες. Ύστερα μπήκα. Φώτα, κεριά και λιβάνια. Πρώτο στασίδι. Από μικρός μού άρεσε πάντα να βλέπω. Απέναντί μου μια εικόνα της Γέννησης και πάνω Θεός άναρχος. Ξάφνου καταβέβηκε. Χαρά. Ύστερα ευχές, φιλιά και χρόνια πολλά. Βγήκα πάλι στο κρύο. Ψιλόβρεχε. Έβαλα μπρος και άνοιξα το ραδιόφωνο. Πάλι τα ίδια. Τα θαύματα φέτος έχουν αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα. Όλα κλειστά και μόνος κοιτώ το σκυλί που γαβγίζει. Στο νου μου σφηνωμένο το κήρυγμα. Πάντα επίκαιρο:
«Για λόγους ευπρέπειας και κοσμιότητας, εφέτος στα Θεοφάνια απαιτείται προσωπική αίτηση για συμμετοχή. Προσοχή! Όποιος βούλεται να βουτήξει, θα πρέπει να προμηθευτεί σχετική μπλούζα από τα γραφεία της Μητροπόλεως…»
Θα έχουν άραγε σε μεγάλα μεγέθη; Πρέπει να σπεύσω.
Στην πλατεία, δύο μαλώνουν. Κάτι κρατάει ο ένας και ο ψηλός πιο δυνατός, του το παίρνει και τρέχει. Κατεβαίνω να δω.
- Χρόνια πολλά, φωνάζει ο φίλος.
- Πού πας; τον ρωτώ.
- Περιστατικό. Βαρύ έμφραγμα, την βγάζει δεν την βγάζει, μου απαντά ο διασώστης.
Απομακρύνομαι με σκέψεις. Πιάνω το σφυγμό μου. Χτυπά ακόμη. Ησυχάζω. Κοιτάζω στο βάθος. Η θάλασσα μοιάζει με παγοδρόμιο. Να έχει ακόμη ψάρια; Τις προάλλες κοπάδια οι γλάροι. Βουτούσαν κάθετα και έτρωγαν μέχρι σκασμού. Δεν άφησαν τίποτα. Άδειασε. Ο ψαράς, γελώντας στην αγορά, φώναζε για γλαρόσουπα. Ο ελαιοτριβάς, ήταν φίλος του Δήμαρχου. Μας έπεισαν όλοι μαζί.
«Δεν είναι τίποτα, η θάλασσα είναι καταβόθρα».
Επρόκειτο για επίσημη ανακοίνωση. Μπορούσαμε να ρυπαίνουμε ανεξέλεγκτα.
Στα γραφεία της Μητροπόλεως δήλωσα συμμετοχή.
- Μέγεθος;
- Το μεγαλύτερο. Ήμουν υπέρβαρος.
Πήρα την μπλούζα και κίνησα για το σπίτι. Τον βρήκα απέξω να με περιμένει.
- Να βρούμε μια λύση, μου είπε ο τοκογλύφος.
- Να βρούμε, αντέτεινα, αλαφρωμένος και περισπούδαστος.
- Ωραία… Τι λες για τρία χρόνια ζόρι και ύστερα χαλαρά;
- Όμορφα, απάντησα και δώσαμε χέρια.
Από την επομένη άρχισα τις περικοπές. Μόνο τα γουρούνια διαμαρτυρηθήκαν. «Αχάριστα ζώα» σκέφτηκα και συνέχισα απερίσπαστα την εφαρμογή του προγράμματος. Στο τέλος του μήνα όλοι είχαμε χάσει τα περιττά. Κότες, χήνες, σκυλιά και γουρούνια στην καλύτερη φόρμα. Παιδιά, γατιά και κατσίκια σε πλήρη απόδοση. Με λιγότερο φαΐ και ισολογισμό θετικό.
- Πρέπει να προσπαθήσεις λίγο περισσότερο, μου συνέστησε.
Τα έχασα.
- Πόσο ακόμη;
- Τις χήνες τι τις θέλεις; μου απάντησε με χαμόγελο.
Τις έσφαξα και έφτιασα στιφάδο. Κρεμμύδια δικά μας και σάλτσα από τα βάζα της γιαγιάς. Στο γεύμα κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού.
- Τι βλέπεις;
- Πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο, μου ξανάπε μπουκωμένος.
Τα γουρούνια τα έκανα παστό. Το περισσότερο το πήρε. Φάγαμε όμως και εμείς την μερίδα μας. Ακολούθησαν οι κότες, οι κατσίκες και, πάνω που θα καθάριζα και τα σκυλιά, μου ανακοίνωσε ότι δεν βλέπει αποτέλεσμα.
Έβγαλα στο σφυρί την αποθήκη. Ύστερα κάτι ελιές και στο τέλος περίμενα εντολές.
- Πρέπει να δεις σοβαρά την προσπάθεια...
Κοίταξα τα παιδιά. Είχαν γίνει πετσί και κόκαλο. Φόρεσα την μπλούζα και ετοιμάστηκα για το λιμάνι. Καθόταν δίπλα στον εκπρόσωπο της Περιφέρειας. Η μπάντα παιάνιζε και οι εκκλησιαστικές αρχές κατηφόριζαν με τα εξαπτέρυγα. Πάνω που θα βουτούσαμε, ακούστηκε φωνή Κυρίου.
- Η δεσποινίς με το μπλουζάκι – φόρεμα να βγει από την σειρά.
- Φταίει το μέγεθος, φώναζα, μα κανείς δεν μου έδινε σημασία. Είχα αποστεωθεί και με το μακρύ μαλλί έμοιαζα πράγματι. Αποχώρησα συνοφρυωμένος.
Την επομένη με επισκέφτηκε.
- Πρέπει να είσαι συνεπής με το πρόγραμμα, μου συνέστησε με ύφος σοβαρό.
Μου είχε μείνει το σπίτι. Του έδωσα τα κλειδιά και βγήκα στο δρόμο. Τα παιδιά ευτυχώς τα είχα στείλει στον θείο. Γιατρός στην πρωτεύουσα. Κάτι θα έτρωγαν. Στο σταθμό συνάντησα και τον γείτονα.
- Και συ στο πρόγραμμα ; ρώτησα.
Δεν μου απάντησε. Μπήκαμε σε σειρά. Σε λίγο ακούσαμε στα μεγάφωνα: «Το λεωφορείο Κυπαρισσία – Τίρανα αναχωρεί».
- Θα μας περιμένει ο Τζόι, ψιθύρισε ο γείτονας. Τον είχε χρόνια στα χωράφια. Έχει μια στάνη να βολευτούμε, μέχρι να βρούμε δουλειά.
1 σχόλιο:
Θαυμάσιο διήγημα, Δημήτρη. Απόλυτα επίκαιρο, τραγικά αληθινό, ένα ρεαλιστικό καθρέφτισμα της κατάντιας μας ως κοινωνία, ως κράτος, ως έθνος. Ναι, βέβαια, πρέπει να είμαστε συνεπείς με το πρόγραμμα του εκάστοτε τοκογλύφου, να καταβάλλουμε μεγάλες προσπάθειες και φυσικά να προσπαθούμε περισσότερο... Ο Θεός απών ή καθεύδει; Έχουν πλέον τα θαύματα αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα;Να παραδώσουμε άραγε τα κλειδιά μας ως έθνος και ως χώρα στους φίλους δανειστές μας;Πρέπει να αφουγκραστούμε το σφυγμό της ψυχής και της συνειδήσεώς μας, αν βέβαια χτυπά ακόμη...Συνέχισε να μας αφυπνίζεις, να μας ξαφνιάζεις, να μας ευαισθητοποιείς και να μας προβληματίζεις με την τέχνη σου, Δημήτρη.Είσαι φοβερός ζωγράφος του λόγου, πολλά συγχαρητήρια και καλή συνέχεια!!!
Δημοσίευση σχολίου