«Οι σύγχρονοι κατακτητές μπορούν να σκοτώνουν αλλά όχι να δημιουργούν»
Ο επαναστατημένος Άνθρωπος, Albert Camus
Το Διεθνές Φεστιβάλ Κυκλάδων έχει καθιερωθεί στη συνείδηση των ακροατών για την υψηλή αισθητική και ποιότητα των προγραμμάτων του. Παρά τις αντιξοότητες και τις μεγάλες δυσκολίες άνοιξε για έβδομη χρονιά τις πύλες του για να μας αποκαλύψει τη μαγεία και την ομορφιά των ήχων.
Σ’ ένα θέατρο κομψοτέχνημα του 1846, σχεδιασμένο από τον P. Sampo με πρότυπο το διασημότερο θέατρο της εποχής το «Theatro alla Scala» του Μιλάνου που χτίστηκε το 1777 από τον αρχιτέκτονα Πιερμαρίνι, και κάτω από το βλέμμα του «Απόλλωνα εφήβου», ζωγραφισμένο με την μονοκοντυλιά του Αλέκου Φασιανού, συμβαίνουν «πράματα και θάματα» όπως λένε στα παραμύθια.
Μόνο «θάματα» θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τα «πράματα» που κατάφερε αυτά τα χρόνια η νεανική συντροφιά των τεσσάρων ανδρών. Ερασιτέχνες διοργανωτές αυτοπροσδιορίζονται, αλλά φαίνεται ότι σ’ αυτό τον τόπο οι «ερασιτέχνες» δουλεύουν σαν επαγγελματίες και οι επαγγελματίες σαν ερασιτέχνες.
Σ’ ένα θέατρο κομψοτέχνημα του 1846, σχεδιασμένο από τον P. Sampo με πρότυπο το διασημότερο θέατρο της εποχής το «Theatro alla Scala» του Μιλάνου που χτίστηκε το 1777 από τον αρχιτέκτονα Πιερμαρίνι, και κάτω από το βλέμμα του «Απόλλωνα εφήβου», ζωγραφισμένο με την μονοκοντυλιά του Αλέκου Φασιανού, συμβαίνουν «πράματα και θάματα» όπως λένε στα παραμύθια.
Μόνο «θάματα» θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τα «πράματα» που κατάφερε αυτά τα χρόνια η νεανική συντροφιά των τεσσάρων ανδρών. Ερασιτέχνες διοργανωτές αυτοπροσδιορίζονται, αλλά φαίνεται ότι σ’ αυτό τον τόπο οι «ερασιτέχνες» δουλεύουν σαν επαγγελματίες και οι επαγγελματίες σαν ερασιτέχνες.
Ας γνωρίσουμε λοιπόν τους οραματιστές του πολιτισμού: Φώτης Καραγιαννόπουλος δικηγόρος, πρόεδρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κυκλάδων, Κώστας Φωτόπουλος οικονομολόγος, Γενικός διευθυντής, Γιώργος Φουφόπουλος Νομικός Σύμβουλος και Γιάννος Μαργαζιώτης Βιολονίστας, καλλιτεχνικός διευθυντής, με πλούσιο βιογραφικό, από το οποίο αναφέρουμε ότι είναι εξάρχων της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών.
Ας γνωρίσουμε λίγο και τη Σύρο, τη Συρήι του Ομήρου, που στριφογυρίζει θαρρείς στο κέντρο των Κυκλάδων και τ’ όνομά της προέρχεται πιθανότατα από το φοινικικό σουρ, που σημαίνει βράχος, η από το ουσύρ και το ουσούρα που σημαίνουν αντίστοιχα εύπορος και ευτυχισμένος. Είναι η πατρίδα του φιλοσόφου Φερεκύδη, που έζησε κατά το ΣΤ.΄ π. Χ αιώνα και ήταν μαθητής ενός από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας, του Πιττακού του Μυτιληναίου αλλά και δάσκαλος του Πυθαγόρα.
Με πλούσια προϊστορία- ίχνη Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού [3200-2000 π.Χ.] αποκαλύφθηκαν στο νησί- και ιστορία, την οποία θα ανακαλύψει ο επισκέπτης στο μικρό αλλά θαυμαστό αρχαιολογικό μουσείο και περιδιαβαίνοντας την πόλη. Στο δε περίλαμπρο ναό των Ψαριανών ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, υπάρχει ένα έργο τέχνης με την υπογραφή «Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας». Το εκπληκτικό είναι ότι την εικόνα του Θεοτοκόπουλου οι πιστοί την προσκυνούν με ευλάβεια.
Ας γνωρίσουμε λίγο και τη Σύρο, τη Συρήι του Ομήρου, που στριφογυρίζει θαρρείς στο κέντρο των Κυκλάδων και τ’ όνομά της προέρχεται πιθανότατα από το φοινικικό σουρ, που σημαίνει βράχος, η από το ουσύρ και το ουσούρα που σημαίνουν αντίστοιχα εύπορος και ευτυχισμένος. Είναι η πατρίδα του φιλοσόφου Φερεκύδη, που έζησε κατά το ΣΤ.΄ π. Χ αιώνα και ήταν μαθητής ενός από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας, του Πιττακού του Μυτιληναίου αλλά και δάσκαλος του Πυθαγόρα.
Με πλούσια προϊστορία- ίχνη Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού [3200-2000 π.Χ.] αποκαλύφθηκαν στο νησί- και ιστορία, την οποία θα ανακαλύψει ο επισκέπτης στο μικρό αλλά θαυμαστό αρχαιολογικό μουσείο και περιδιαβαίνοντας την πόλη. Στο δε περίλαμπρο ναό των Ψαριανών ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, υπάρχει ένα έργο τέχνης με την υπογραφή «Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας». Το εκπληκτικό είναι ότι την εικόνα του Θεοτοκόπουλου οι πιστοί την προσκυνούν με ευλάβεια.
Ας επιστρέψουμε όμως στο θέατρο Απόλλων, για να ακούσουμε έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του κόσμο, τον Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, που επηρέασε βαθιά τη μουσική σκηνή και άφησε τα αναλλοίωτα πνευματικά του δώρα στην ανθρωπότητα και στην αιωνιότητα.
Η μέση περίοδος της ζωής του Μπετόβεν ξεκινά με ένα μεγάλο έργο, την 3η συμφωνία του, την πασίγνωστη «Ηρωική», που παίχτηκε στις 7 Απριλίου του 1805. Ήταν κάτι καινούργιο, ένα μουσικό ξάφνιασμα, που ο Richard Wagner το χαρακτήρισε «προγραμματική ποιητική», όταν το άκουσε για πρώτη φορά. Ίσως όμως να εξέφραζε μια βαθύτερη αίσθηση, ο άρχοντας του Bayreuth, αφού μέσα από το επικό και λυρικό στοιχείο της συμφωνίας αναδυόταν ο απόλυτος «Ποιητής των Ήχων». Την ίδια χρονιά συνθέτει τρία κοντσέρτα εγχόρδων, την 4η Συμφωνία του, το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 61 και αρχίζει να γράφει την μοναδική του όπερα «Φιντέλιο», [Ελεονόρε, ο αρχικός της τίτλος], που την ολοκλήρωσε το 1914.
Το Piano concerto No 4 in G major, op. 58. γράφτηκε μεταξύ 1805-1806 και παίχτηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη, στις 22 Δεκεμβρίου του 1808 με σολίστ τον ίδιο τον Μπετόβεν. Διαπνέεται, όπως και τα προηγούμενα έργα του από τα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης καθώς και από τις ιδέες των Γερμανών λογοτεχνών και φιλοσόφων όπως ο Σίλερ, ο Γκαίτε και ο Καντ, αλλά κυρίως από το βαθύ στοχασμό της ανεξάρτητης και μοναδικής προσωπικότητας του Μπετόβεν. Έχει κανείς την αίσθηση ότι σ’ αυτό το κοντσέρτο αιωρείται η αυτοπροσωπογραφία του Συνθέτη.
Ο λυρικός και ειδυλλιακός χαρακτήρας του κοντσέρτου αποδόθηκε άριστα στη μεταγραφή σε κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα από τον σημαντικό Γερμανό συνθέτη και μαέστρο Vinzenz Lachner [1811-1893].
Η εξαίσια, αλλά δύσκολη σολιστική γραφή τού κάθε οργάνου μέσα στη σύνθεση, ερμηνεύτηκε με σπάνια διαύγεια και τελειότητα από τους “Piano virtuosi”, με προεξάρχουσα τη διεθνούς φήμης Γιαπωνέζα πιανίστα Ai Motohashi, τον έξοχο Ρώσο βιολονίστα Anton Martynov, ιδρυτή του «Rive Gauche Musique Chamber Concerts» του Παρισιού, την Αμερικανίδα βιολονίστα Ellen Jewett, με πλούσια δράση σε Ευρώπη, Αμερική, Ιαπωνία, τον τσελίστας Leo Winland, γεννημένο στη Μόσχα, άξιο μαθητή του Rostropovich και της Jaquelin du Pré και των δύο, με την εξαιρετική παρουσία Ελλήνων, της Αγγελικής Γιαννάκη με τη γλυκόλαλη βιόλα της και του κορυφαίου του κόντρα μπάσο, Βασίλη Παπαβασιλείου. Και οι δύο Έλληνες σολίστ εμπλουτίζουν με τα σπάνια χαρίσματά τους το δυναμικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην οποία και ανήκουν. Το εκπληκτικό αυτό σύνολο αιχμαλώτισε ολόκληρο το θέατρο με ένα έργο δύσκολο αλλά μαγικό, διαλέγοντας ο κάθε ένας τον ανθό από τις νότες για να τον μεταλλάξει, με την ξεχωριστή χροιά του, σε διάφανο, λυρικό λόγο με λαμπερό ηχόχρωμα και να αποδώσει τον συγκλονιστικό, πυκνό κόσμο των ιδεών και το ουμανιστικό ήθος που διαπνέει τη σύνθεση του Τιτάνα της μουσικής.
Η μέση περίοδος της ζωής του Μπετόβεν ξεκινά με ένα μεγάλο έργο, την 3η συμφωνία του, την πασίγνωστη «Ηρωική», που παίχτηκε στις 7 Απριλίου του 1805. Ήταν κάτι καινούργιο, ένα μουσικό ξάφνιασμα, που ο Richard Wagner το χαρακτήρισε «προγραμματική ποιητική», όταν το άκουσε για πρώτη φορά. Ίσως όμως να εξέφραζε μια βαθύτερη αίσθηση, ο άρχοντας του Bayreuth, αφού μέσα από το επικό και λυρικό στοιχείο της συμφωνίας αναδυόταν ο απόλυτος «Ποιητής των Ήχων». Την ίδια χρονιά συνθέτει τρία κοντσέρτα εγχόρδων, την 4η Συμφωνία του, το κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε ρε μείζονα, έργο 61 και αρχίζει να γράφει την μοναδική του όπερα «Φιντέλιο», [Ελεονόρε, ο αρχικός της τίτλος], που την ολοκλήρωσε το 1914.
Το Piano concerto No 4 in G major, op. 58. γράφτηκε μεταξύ 1805-1806 και παίχτηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη, στις 22 Δεκεμβρίου του 1808 με σολίστ τον ίδιο τον Μπετόβεν. Διαπνέεται, όπως και τα προηγούμενα έργα του από τα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης καθώς και από τις ιδέες των Γερμανών λογοτεχνών και φιλοσόφων όπως ο Σίλερ, ο Γκαίτε και ο Καντ, αλλά κυρίως από το βαθύ στοχασμό της ανεξάρτητης και μοναδικής προσωπικότητας του Μπετόβεν. Έχει κανείς την αίσθηση ότι σ’ αυτό το κοντσέρτο αιωρείται η αυτοπροσωπογραφία του Συνθέτη.
Ο λυρικός και ειδυλλιακός χαρακτήρας του κοντσέρτου αποδόθηκε άριστα στη μεταγραφή σε κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα από τον σημαντικό Γερμανό συνθέτη και μαέστρο Vinzenz Lachner [1811-1893].
Η εξαίσια, αλλά δύσκολη σολιστική γραφή τού κάθε οργάνου μέσα στη σύνθεση, ερμηνεύτηκε με σπάνια διαύγεια και τελειότητα από τους “Piano virtuosi”, με προεξάρχουσα τη διεθνούς φήμης Γιαπωνέζα πιανίστα Ai Motohashi, τον έξοχο Ρώσο βιολονίστα Anton Martynov, ιδρυτή του «Rive Gauche Musique Chamber Concerts» του Παρισιού, την Αμερικανίδα βιολονίστα Ellen Jewett, με πλούσια δράση σε Ευρώπη, Αμερική, Ιαπωνία, τον τσελίστας Leo Winland, γεννημένο στη Μόσχα, άξιο μαθητή του Rostropovich και της Jaquelin du Pré και των δύο, με την εξαιρετική παρουσία Ελλήνων, της Αγγελικής Γιαννάκη με τη γλυκόλαλη βιόλα της και του κορυφαίου του κόντρα μπάσο, Βασίλη Παπαβασιλείου. Και οι δύο Έλληνες σολίστ εμπλουτίζουν με τα σπάνια χαρίσματά τους το δυναμικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην οποία και ανήκουν. Το εκπληκτικό αυτό σύνολο αιχμαλώτισε ολόκληρο το θέατρο με ένα έργο δύσκολο αλλά μαγικό, διαλέγοντας ο κάθε ένας τον ανθό από τις νότες για να τον μεταλλάξει, με την ξεχωριστή χροιά του, σε διάφανο, λυρικό λόγο με λαμπερό ηχόχρωμα και να αποδώσει τον συγκλονιστικό, πυκνό κόσμο των ιδεών και το ουμανιστικό ήθος που διαπνέει τη σύνθεση του Τιτάνα της μουσικής.
Στο δεύτερο μέρος, ο συνθέτης και συγγραφέας, Ρόμπερτ Σούμαν, κυρίαρχος του Γερμανικού ρομαντισμού, σήκωσε από το πεντάγραμμο το σπασμένο νήμα για να ενώσει το χαμένο μουσικό χρόνο που ο Luigi Boccherini [1743-1805] είχε αφήσει από τα μέσα του 18ου αιώνα, έχοντας συνθέσει κουαρτέτα και κουιντέτα για πιάνο και έγχορδα. Ο Σούμαν δύο χρόνια μετά το γάμο του με την Κλάρα Βικ, το 1842 όχι μόνο γεφύρωσε το χάσμα αλλά και εμπλούτισε τον κόσμο της σύνθεσης με την ρομαντική πεμπτουσία της μουσικής δωματίου, εδραιώνοντας παράλληλα τη σημαίνουσα θέση της.
Το κουιντέτο του Σούμαν γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και βρήκε πολλούς άξιους μιμητές όπως ο επιστήθιος φίλος του Brahms, στο εξαίσιο Piano Quintet in F minor 1864. Επίσης, o César Franck και ο Antonin Dvorak έδωσαν σπουδαία έργα για πιάνο και έγχορδα. Για να συνεχιστεί η παράδοση στον 20ο αιώνα με τους Gabriel Faurè, William Elgar και Dmitry Shostakovich οι οποίοι ακολούθησαν τη γραμμή του Σούμαν και συνέθεσαν κι εκείνοι σημαντικά έργα για πιάνο και έγχορδα.
Στο κουιντέτο του Σούμαν οι δυνάμεις του πιάνου και των εγχόρδων άλλοτε συγκρούονται, άλλοτε ανταμώνουν στο πέρασμα από το μερικό στο όλον, άλλοτε συνομιλούν, προσπαθώντας ν’ αγγίξουν και να εκφράσουν το άπιαστο. Επίτευγμα ακατόρθωτο, όχι όμως για τους συγκεκριμένους σολίστ.
Με προεξάρχοντα τον διεθνούς φήμης και αγαπημένο των Ελλήνων πιανίστα, Γιάννη Βακαρέλη, οι “Piano virtuosi”: Ellen Jewett, που συγκλόνισε με την εσωτερικότητα και τη δεξιοτεχνία της, ο Σουηδός αριστοτέχνης της βιόλας Sune Ranmo, ο βιολονίστας Anton Martynov που θαυμάσαμε και στο πρώτο μέρος μαζί με τον τσελίστα Leo Winland, με ήχο ακριβή και νευρώδη, γοργό και παλλόμενο από συναίσθημα, με συγκλονιστικές εξάρσεις, άκουγαν ο ένας τον άλλον και διαμόρφωναν ήχους λαμπερούς, σε μια υψηλού επιπέδου ερμηνεία που καθήλωσε το ακροατήριο τη βραδιά της 27ης Αυγούστου του 2011 και το έκανε να τους παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, δικαιώνοντας τον τίτλο τους και θα προσθέταμε στο βιρτουόζοι αν μπορούσανε, «Ηχοπλάστες» της Τελειότητας!
Και καθώς η μουσική του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν και του Ρόμπερτ Σούμαν μας ανασύρει από το βαθύ σκότος προς το φως, «το της γνώσεως», ευχόμαστε και προσβλέπουμε στη συνέχεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Κυκλάδων γιατί ο πολιτισμός είναι το παρελθόν που μας κράτησε ζωντανούς αιώνες τώρα ενώ άλλοι σπουδαίοι λαοί με μεγάλο πολιτισμό αφανίστηκαν. Αλίμονο, αν δεν είναι και το μέλλον μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου