Εισήγηση κατά το Β΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Νεολαίας
Κωνσταντινούπολη, 12 Ιουλίου 2007
Α. Εισαγωγικά
Ο δημόσιος διάλογος που αναφέρεται στην (αντι)κοινωνική συμπεριφορά των νέων συχνά εξαντλείται σε γκρίζες στατιστικές και σε μαύρες προβλέψεις.
Η επίκληση επιχειρημάτων ηθικής τάξης και η σοβούσα ανασφάλεια των ενηλίκων θαμπώνουν τόσο τις θεωρητικές αναλύσεις όσο και τα προτεινόμενα μέτρα διαχείρισης της (όποιας) κρίσης.
Στο όνομα του πραγματικού συμφέροντος του νέου θυσιάζουμε το δικαίωμά του σε αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεση.
Με βάση χιλιοειπωμένα, αόριστα και ασαφή πλαίσια σύγκρουσης αξιών και ανομίας δημιουργούμε έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από το νέο άνθρωπο και προκαλούμε αυτό το οποίο έχουμε ήδη προαναγγείλει ή και προκαταγγείλει.
Μ’ αυτές τις συνταγές αποτυχίας ή εφησυχασμού ημών των ιδίων όχι μόνο δεν λύνουμε κανένα κοινωνικό (και ιδίως προσωπικό) πρόβλημα των νέων αλλά επιπλέον διαρρηγνύουμε τις σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στις γενιές, στην οικογένεια, στη φιλία, στην κοινότητα.
Η ποινική νομοθεσία που αφορά τους νέους αντί ν’ ανοίγει νέους δρόμους στη νομοθεσία των ενηλίκων υιοθετώντας πρωτοποριακά και φιλελεύθερα μέτρα, έχει μετατραπεί σε πεδίο πειραματισμού, δοκιμής μέτρων περισσότερο καταπιεστικών (ή σε κάθε περίπτωση πανοπτικής έμπνευσης και κρυφοκατασταλτικής πρόληψης).
Αυτή την πτυχή της ποινικοπαιδαγωγικής αντιμετώπισης των νέων θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε στο κείμενο αυτό με άξονα τη μηδενική ανοχή και την αναμορφωτική λογική.
Β. Μηδενικά δικαιώματα;
Η μηδενική ανοχή όπως έχει ήδη επισημανθεί από πολλούς εγκληματολόγους έχει στο στόχαστρο (και) τους νέους κι ως σκοπό την ποινικοποιημένη κοινωνική πειθαρχία.
Παρά τη σχετική προπαγάνδα και (παρα)φιλολογία περί μέτρων μείωσης της εγκληματικότητας (τουλάχιστον αυτής του δρόμου) στην πραγματικότητα οι πρακτικές της μηδενικής ανοχής έχουν κατατείνει στην περι–κύκλωση ομάδων με χαρακτηριστικά διαφορετικά των κρατούντων.
Η καθεστηκυία τάξη δεν ανέχεται μια αταξία που δεν προκαλεί η ίδια (ή το σύστημα το οποίο υπηρετεί) και η οποία δεν της αποφέρει κανένα κέρδος, δεν ανέχεται να εμπίπτει και αυτή στο πεδίο της κοινωνίας της διακινδύνευσης (αφού τους κινδύνους τους επιφυλάσσει για τους άλλους) και βέβαια δεν ανέχεται τη συνύπαρξη (ακόμα και τη χωροταξική) των αποκλειστών με τους αποκλεισμένους.
Η σύνδεση της αστικής βίας με την παραβατικότητα επιβίωσης (ακόμα και των ανηλίκων) και η ταύτιση της αντεγκληματικής πολιτικής με την εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στους (φιλήσυχους;) πολίτες, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με την υπερποινικοποίηση της φτώχιας και του αποκλεισμού, δεν μπορούσε παρά ν’ αναζητήσει αποδιοπομπαίους τράγους κι εξιλαστήρια θύματα (και) στο χώρο των απείθαρχων νέων του δρόμου.
Ο Νόμος και Τάξη κάνουν μεν τα «στραβά μάτια» στα εγκλήματα λευκού κολλάρου, ψηλών καπέλων ή πολιτικής διαφθοράς, έχουν όμως ορθάνοιχτα τα μάτια τους όταν πρόκειται γι’ ατίθασους αμφισβητίες.
Οι δράσεις αυτές δεν θεμελιώνονται στην «επικινδυνότητα» που απορρέει από τους «εν ηθικώ κινδύνω ευρισκόμενους ανηλίκους» αλλά δικαιολογούνται –τουλάχιστον στην κοινή γνώμη– ως κοινωνική άμυνα των εχόντων κατά των διεκδικούντων.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Μέσα από το ανοργάνωτο ή οργανωμένο παιχνίδι ο νέος συχνά καταλήγει στην παράβαση, σύμφωνα με δικούς του συμβολισμούς χωρίς όμως θεσμικές και κοινωνικές αναπαραστάσεις εγκλήματος και τιμωρίας.
Μπορεί η φυγή από το σπίτι ή η αναζήτηση αυτονομίας να σχετίζονται με ορισμένες αξιόποινες πράξεις, όμως η ποινικοποίηση των προεγκληματικών καταστάσεων δημιουργεί ρωγμές στα συνταγματικά δικαιώματα.
Οι προεγκληματικές καταστάσεις δεν πρέπει υποχρεωτικά να ταυτίζονται με τον προπαραβατικό ανήλικο ούτε να χρεώνονται ατομικά σ’ αυτόν.
Όσο οι κοινωνικές παράμετροι παραβλέπονται τόσο και η χάραξη αντεγκληματικής πολιτικής θα κινείται άναρχα ανάμεσα σε ηθικολογίες για «ευάλωτα άτομα» και στον ανταποδοτικό/ εκδικητικό παραδειγματισμό απέναντι στον κοινωνικά απείθαρχο, αυτόν τον ανήλικο που «δεν μας μοιάζει» και «δεν μας ακούει».
Από τα στερημένα παιδιά προχωρήσαμε στα αδικημένα παιδιά και τώρα κινούμαστε στον αστερισμό των παιδιών σε κίνδυνο (πιθανόν για να συνδυάσουμε την κατάστασή τους με την κοινωνία της διακινδύνευσης).
Αυτή όμως η ετικέτα «σε κίνδυνο» αφενός παραπέμπει σε αντικειμενικά στοιχεία (φτώχια, αποκλεισμός, αρνητικό οικογενειακό περιβάλλον) κι αφετέρου προσδίδει στοιχεία προσωπικού πεπρωμένου στο ίδιο το παιδί.
Αντί λοιπόν να κινητοποιηθεί το Κράτος Πρόνοιας προκειμένου να στηρίξει οικογένεια και ανήλικους και να δώσει τη δεύτερη (ή και νιοστή) ευκαιρία στο νέο άνθρωπο για να πάρει με καλύτερους όρους τη μοίρα στα χέρια του αντίθετα ενεργοποιούνται ποινικοσωφρονιστικοί μηχανισμοί (επίσημοι ή και συγκεκαλυμμένοι) για να τον κυνηγήσουν.
Η περιστασιακή ή συγκυριακή δυσ-κοινωνικότητα ή ακόμη και τα λάθη των νέων δεν συνδέονται με τις αστάθειες του κοινωνικού συστήματος, ούτε με την κλίμακα αξιών των ενήλικων. Αποδίδονται στους ίδιους τους νέους και μόνο. Ακόμα κι όταν τα κριτήρια του «κοινωνικά ορθού» αιφνιδίως αλλάζουν για/ από τους ενήλικες, οι νέοι βρίσκονται πάντα περικυκλωμένοι από δυνάμεις κοινωνικής ρύθμισης (που συνήθως κινούνται μέσα σε κλίμα «κοινωνικής απορύθμισης»). Δεν τους αφήνεται/ουμε καθόλου και ποτέ χώρο ηθικοπολιτισμικής αυτορύθμισης καθώς ασφυκτιούν μέσα σ’ ένα ιεραρχημένο, συστηματοποιημένο, νομιμοποιημένο κανονιστικό κοινωνικό πλαίσιο.
Η «υγιής και πολιτισμένη κοινωνία» ενώ διακηρύσσει ότι στηρίζει το μέλλον της στους νέους την ίδια ώρα προ-καθορίζει ή δυναμιτίζει την ελευθερία των νέων στο να διαμορφώσουν το μέλλον τους (κινητοποιώντας μηχανισμούς κοινωνικής πειθαρχίας).
Οι διαδικασίες αλληλοαπόρριψης καταλήγουν όπως είναι φυσικό σε περιορισμό των δικαιωμάτων του νέου κι όχι σε ανάληψη ευθύνης από τους κινούντες τα νήματα.
Γ. Ηλικιακοί κύκλοι ελευθεριών;
Η παιδική ηλικία τελεί υπό την προστασία του Κράτους (άρθρο 21 §1 Σ) το οποίο παίρνει και ειδικά μέτρα για τη νεότητα (άρθρο 21 §3 Σ).
Παρά τη σύγχυση των όρων «νεότητα» και «παιδική ηλικία» και την ασάφεια του νομικού εννοιολογικού περιεχομένου κάθε όρου, ο ανήλικος –μαζί με την ανηλικότητα– εξακολουθούν να συνιστούν ιδιαίτερη βιο-κοινωνική κατηγορία με έννομες συνέπειες.
Η ειδική νομική θέση του ανήλικου τον καθιστά αντικείμενο προστασίας από το Δίκαιο χωρίς όμως να χάνει, ως υποκείμενο, τα συνταγματικά του δικαιώματα.
Επειδή ο ανήλικος πρέπει να προστατεύεται και έναντι του Κράτους (ακόμα και μέσω της αυτο-διάθεσης) και κυρίως να «πολεμήσει» τις έννοιες «του πραγματικού συμφέροντος» (που τη χρησιμοποιούν κατά βούλησιν οι ενήλικες) και της «ηθικής εκτροπής» (που τη διαχειρίζεται ο κοινωνικός έλεγχος) ίσως να πρέπει να αναθεωρήσουμε την ελαστικότητα των χρονικών ορίων.
Η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, τα οποία εντάσσονται στα δικαιώματα του ανθρώπου, καθοδηγεί και τον εθνικό συνταγματικό νομοθέτη και τον ερμηνευτή.
Το άρθρο 1 που θέτει ως απώτατο χρονικό όριο προστασίας του παιδιού το 18ο έτος (έτος ενηλικίωσης –αλλά όχι ποινικής ενηλικίωσης–), το άρθρο 3 το οποίο προβλέπει και την αποκλειστικότητα του συμφέροντος του παιδιού σε περιπτώσεις όπως π.χ. στη δίκαιη δίκη (άρθρο 40), το άρθρο 12 που καθιερώνει το δικαίωμα των ανηλίκων στην παροχή έννομης δικαστικής προστασίας προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους (αποδεχόμενο την ικανότητα κρίσης), το άρθρο 13 §2 που περιορίζει το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης για τη διαφύλαξη (και) της δημόσιας τάξης (έννοιας ιδιαίτερα «ασαφούς»), συγκροτούν ένα πρώτο πλαίσιο αμφιταλαντευόμενων ρυθμίσεων.
Το άρθρο 19 που προστατεύει το παιδί από τη βία και την εκμετάλλευση, την κακομεταχείριση και την εγκατάλειψη και που απαγορεύει ακόμα και τη σωματική βία «ως παιδαγωγικό μέτρο» (όπου όμως πολλές φορές η κατάχρηση σχέσης / επιμέλειας των γονέων συγκρούεται με την κατάχρηση εξουσίας της επεμβαίνουσας δημόσιας δύναμης), το άρθρο 33 που προστατεύει τα παιδιά από την παράνομη χρήση ναρκωτικών και ψυχότροπων ουσιών (μολονότι το «ευάλωτο, εύπλαστο και αδύναμο παιδί» συνιστά τον καλύτερο πελάτη για χώρες που παράγουν τέτοιες ουσίες αλλά ταυτόχρονα έχουν υπογράψει και τη Διεθνή Σύμβαση και μολονότι με το πρόσχημα της προστασίας διευρύνεται επικίνδυνα ο κοινωνικός έλεγχος) προσδίδουν σε ορισμένες ευαίσθητες περιπτώσεις ένα άρωμα προφύλαξης των νέων, ενώ στην ουσία πρόκειται για κεκαλυμένο καταλογισμό ευθύνης στους ενήλικες δράστες.
Το άρθρο 37 που αφορά την προσωπική ελευθερία και την απαγόρευση βασανιστηρίων δεν φαίνεται ν’ αποκλείει τον εγκλεισμό σε ίδρυμα του νέου (και μετέφηβου) που αντιμετωπίζει δυσχέρειες κοινωνικής προσαρμογής (προπαραβατικός;), ενώ το άρθρο 40 για την ποινική μεταχείριση διακηρύσσει τον παιδαγωγικό (και επανακοινωνικοποιητικό) χαρακτήρα της ποινικής μεταχείρισης. Ενδιαφέρον στο σημείο αυτό έχει η «διεξαγωγή ειδικής έρευνας για.. την ηθική του κατάσταση» καθώς και οι διαδικαστικές εγγυήσεις για κατηγορούμενους ανήλικους (που εντάσσονται στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης), αν και η ρήτρα «…να μην καθίσταται ύποπτο» μάλλον δεν λειτουργεί καθόλου (για να μην πω ότι λειτουργεί εναντίον του ανήλικου ως στερεοτυπική αντίδραση των μηχανισμών καταστολής). Το ίδιο ισχύει και για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και του κατασκευασμένου από τα ΜΜΕ στιγματισμού των ανηλίκων που στην πράξη ακυρώνουν τη μη-υποχρέωση του ανήλικου «να ομολογήσει την ενοχή του» [άρθρο 40 §2β (iv)] αφού όλα τεκμαίρονται «βεβαιωμένα» και διεσταυρωμένα.
Έτσι όχι μόνο παραβιάζεται «το δικαίωμα του ανηλίκου στην ιδιωτική ζωή» [άρθρο 40 §2β (vii)] αλλά και διαχέεται ο «ηλεκτρονικός έλεγχος» και σε ολόκληρο το περιβάλλον του. Οι αρχές του τυπικού κοινωνικού ελέγχου τελικά καθίστανται έσχατο μέτρο όχι για λόγους πολιτικής αλλά διότι οι άτυποι κοινωνικοποιητικοί θεσμοί στιγματίζονται ταυτόγχρονα από το έγκλημα του ανήλικου (αν δεν στιγματίζουν αυτοί νωρίτερα τον ανήλικο).
Η κοινωνική αντίδραση π.χ. σε ανήλικους ευρισκόμενους σε ηθικό κίνδυνο όχι μόνο παραβιάζει τις ατομικές ελευθερίες αλλά επενδύει την προεγκληματική επικινδυνότητα με «ασαφή και επικίνδυνα» ηθοπλαστικά κριτήρια που λειτουργούν εναντίον του ανήλικου (κατά παράβαση της Διεθνούς Σύμβασης που μόνον ευνοϊκότερη μεταχείριση ανέχεται).
Δ. Ανήλικοι παραβάτες χωρίς έγκλημα και χωρίς ποινή;
Υπάρχουν άραγε εγκλήματα (ιδιαίτερα) που τελούν μόνον ανήλικοι, ή υπάρχουν αξιόποινες πράξεις που όταν τελούνται από ανήλικους από-χαρακτηρίζονται;
Τελικά υπάρχει έγκλημα ή μη-έγκλημα έξω από το νομικό έγκλημα του ποινικού δικαίου;
Οι παραβάσεις status που συνιστούν εγκλήματα μόνον όταν τελούνται από ανήλικους δεν στενεύουν αλλά διευρύνουν τον ποινικό και κοινωνικό έλεγχο, άρα η ηλικία λειτουργεί σε βάρος του ανήλικου.
Στην περίπτωση αυτή ακόμα και η παραπομπή στην έννοια του «ατελούς εγκλήματος» δεν ωφελεί καθώς ναι μεν αναγνωρίζει την έλλειψη καταλογισμού αλλά προκαλεί ταυτόχρονα και ατελή ασφάλεια δικαίου ως προς την προσφορότερη αντεγκληματική πολιτική.
Τελικά το «έγκλημα» του νέου μετράει περισσότερο ή η ψυχοπνευματική (και κοινωνική) του ολοκλήρωση; Μήπως η ανηλικότητα χρησιμοποιείται άλλοτε ως «μαχητό» κι άλλοτε ως «αμάχητο τεκμήριο» προκειμένου να δικαιολογήσει μία –κοινωνικού συμβολισμού– δικαστική απόφαση;
Τα όρια της ενήλικης νεότητας, ως αυτοτελούς συνταγματικά προστατευόμενου εννόμου αγαθού, φθάνει μέχρι και την ηλικία των 21 έως 25 ή και μέχρι την ηλικία των 30 ετών.
Ποια είναι συνεπώς η έννοια και το περιεχόμενο μιας τόσο «διευρυμένης» ανηλικότητας; Πρόκειται για νομική κατασκευή ή για ψυχοκοινωνική πραγματικότητα;
Η ωρίμανση και η μετωρίμανση αφορούν τις βαθμίδες ανάπτυξης του νέου ή πρόκειται για κλίμακες socially correct συμπεριφορών, όπως π.χ. η έλλειψη κυριαρχίας και καταστολής του θυμού;
Νομίζω ότι έχουμε πέσει σε μια διπλή παγίδα: της ηλικίας (του ανήλικου) και της ετικέτας (του παραβάτη, προπαραβατικού κ.λπ.).
Πώς σχετίζονται όμως αυτά με την (υποτιθέμενη) μειωμένη/ ελαττωμένη ποινική ευθύνη; Είναι λιγότερο υπεύθυνοι για περισσότερες όμως πράξεις; Τονώνουμε το αίσθημα ευθύνης μέσω του καταλογισμού ποινικής ευθύνης;
Και ποια είναι η δίκαιη ανταμοιβή (just deserts) όταν καταστέλλουμε στο όνομα της διαπαιδαγώγησης;
Επειδή ο βαθμός ωριμότητας δεν μπορεί να προσδιορισθεί ab initio και επειδή ο ορισμός της ανηλικότητας συνδέεται με τις τρέχουσες κοινωνικοπολιτισμικές αντιλήψεις πρέπει ο ανήλικος εγκληματίας να «φωτογραφηθεί» με μηχανή ψηφιακής ακρίβειας για να μη στερηθεί των δικαιωμάτων του ως πολίτης.
Εάν κρίνουμε σκόπιμο να τον ονομάζουμε ανήλικο παραβάτη (ακόμη κι αν τέλεσε ανθρωποκτονία) ας το αποφασίσουμε αλλά θεωρώ λαθεμένη την παράλληλη χρήση όρων (παραβάτης, εν ηθικώ κινδύνω, παρεκκλίνων, προπαραβατικός κ.λπ.) που –δίχως να δημιουργούν ασφαλές πλαίσιο ποινικής ευθύνης ή ανευθυνότητας– επεκτείνουν τον κοινωνικό (προληπτικο–κατασταλτικό) έλεγχο και πέραν της τέλεσης εγκλήματος. Αν υιοθετήσουμε τον όρο «ανήλικος παραβάτης» τότε θα πρέπει ν’ αποσπάσουμε το δίκαιο των ανηλίκων από τους ποινικούς κώδικες και να διαμορφώσουμε ένα άλλο corpus χωρίς ποινικο-σωφρονιστικό χαρακτήρα.
Αν διατηρήσουμε τον όρο «ανήλικος εγκληματίας» τότε θα πρέπει να ορίσουμε επακριβώς τα στοιχεία που σχετίζονται με τα «ειδικά» εγκλήματα των ανηλίκων ή τις «ειδικές» ποινές που απειλούνται εναντίον τους.
Το ότι ο ανήλικος δεν είναι ένας μικρός ενήλικας, άρα χρειάζεται ένα ειδικό δίκαιο και μια εξειδικευμένη μεταχείριση, τούτο δεν δικαιολογεί την ποινικοποίηση κάθε παράβασης πολιτισμικών αξιών ή κοινωνικής συμπεριφοράς υπό τον μανδύα της δυσχέρειας κοινωνικής προσαρμογής ή διακινδύνευσης.
Αν η τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης ταυτίζεται με την ανάπτυξη παραβατικής συμπεριφοράς τότε έχουμε εφαρμόσει επί των ανηλίκων, κατά τον χειρότερο τρόπο, το «τεκμήριο επικινδυνότητας» κι έχουμε στην ουσία τιμωρήσει τον ανήλικο για τον τρόπο που ζουν και συμπεριφέρονται οι γονείς του ή το εγγύτερο περιβάλλον του. Στο όνομα της πράξης αξιολογούμε την προσωπικότητα όχι μόνο του δράστη αλλά και των υπολοίπων οικείων προσώπων.
Αυτό που δεν πρέπει να συμβεί είναι να εγκληματοποιούμε όλο και περισσότερο τις κοινωνικές απειθαρχίες των ανηλίκων και να ποινικοποιούμε όλο και περισσότερο τα μέτρα διαχείρισης του προβλήματος και να ιδρυματοποιούμε όλο και περισσότερο τη μεταχείρισή τους, αλλά να διακηρύσσουμε ότι όλα αυτά είτε συνιστούν ειδικά μέτρα προστασίας είτε συνάδουν προς το πραγματικό συμφέρον των νέων.
Το κριτήριο της προεγκληματικής επικινδυνότητας και η διαχείρισή του μέσω ιδρυματικών εγκλεισμών έχουν οδηγήσει σε ακρότητες, τις οποίες ο μόνος τρόπος να σταματήσουμε είναι να υπερβούμε τις αναχρονιστικές αντιλήψεις και να καταργήσουμε τις αναχρονιστικές δομές.
Ε. Νομοθετικά ημί-μετρα;
Με τις αλλαγές στους όρους (αντί «παιδί – έφηβος» χρησιμοποιείται ο όρος «ανήλικος», αντί «σωφρονιστικό κατάστημα» χρησιμοποιείται ο όρος «ειδικό κατάστημα κράτησης νέων», αντί «κατάστημα αγωγής» χρησιμοποιείται ο όρος «ίδρυμα αγωγής») ο νομοθέτης πιστεύει ότι απαλύνει ή αποφορτίζει τον εγκλεισμό. Αυτή η προσέγγιση υπάρχει και στο Σωφρονιστικό Κώδικα και στον «Εσωτερικό Κανονισμό» αλλά νομίζω ότι δεν αποτελεί ζήτημα ουσίας. Ο ιδρυματισμός παραμένει όποιο όνομα κι αν δώσουμε στο κλειστό σύστημα και ο κοινωνικός στιγματισμός δεν αίρεται (αντί για «παιδιά των ιδρυμάτων» θα χαρακτηρίζονται π.χ. «παιδιά της μέριμνας»).
Πάντως μέχρι την ηλικία του 21ου έτους ο ανήλικος (;) μπορεί να υφίσταται αναμορφωτικά μέτρα (άρθρο 125 §1 Π.Κ.).
Με άλλα λόγια μπορούμε να «αναμορφώνουμε» έναν «ανήλικο» από το 8ο έτος μέχρι το 21ο έτος (δηλαδή επί 13 χρόνια) κι αν αποτύχει το σύστημα αναμόρφωσης αυτή την αποτυχία τη χρεώνουμε στον «ανήλικο» (είτε με «περιορισμό» είτε με «συμμόρφωση»).
Τί σχέση έχουν όμως όλα αυτά τα «μέτρα….» με τις ανάγκες του ανήλικου όπως ο ίδιος τις βιώνει;
Πώς συμβιβάζονται τα δικαιώματα του παιδιού με τη μη-ελευθερία του ίδιου του παιδιού να επιλέγει (έστω!) τα μέτρα που είναι πρόσφορα για τη δική του ζωή;
ΣΤ. Ο κύκλος κλείνει;
Τα ήθη και οι τρόποι δεν αλλάζουν με νόμους (ιδίως μάλιστα με ποινικές διατάξεις).
Η πρόληψη και το ενδιαφέρον δεν ταυτίζονται με τον πανοπτισμό και την καταστολή.
Ούτε η ποσοτική/ ποιοτική εγκληματικότητα των ανηλίκων, ούτε η ανθρωπογεωγραφία της πρέπει να προκαλούν τέτοια ανησυχία και φόβο ώστε να σκεφτόμαστε να απαγορεύσουμε την κυκλοφορία στους εφήβους κατά τη νύκτα (και πάντα βέβαια στις υποβαθμισμένες περιοχές) ή να διευρύνουμε τον ποινικοσωφρονιστικό έλεγχο (έστω και με το πρόσχημα της «κοινωνικής διαπαιδαγωγικής»).
Ανεξάρτητα από το αν η επιθετικότητα του ανηλίκου τρομάζει, ενώ η από μέρους του απόρριψη των τρεχουσών αξιών της κοινωνίας των ενηλίκων προκαλεί υποψίες για το «ποιόν» της νέας γενιάς, στόχος μας πρέπει να είναι η ενίσχυση των φορέων κοινωνικοποίησης (με την αντίστοιχη απενεργοποίηση των αρνητικών παραγόντων) και όχι ο στιγματισμός και η περιθωριοποίηση του (εν δυνάμει;) εχθρού του συστήματος.
Οι ποιοτικές κοινωνικές σχέσεις του ανήλικου προσδιορίζουν και το μέγεθος της κοινωνικής αντίδρασης στο πλαίσιο μιας μη-κρατικής εγκληματοπροληπτικής πολιτικής, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι «οι κατά παρέκκλιση διαδικασίες» δεν ενέχουν κινδύνους για διεύρυνση του επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
Για ν’ αποφύγουμε τον ολοκληρωτικό θεσμό του ιδρυματισμού υιοθετούμε έναν εξίσου ολοκληρωτικό πανοπτισμό ο οποίος βέβαια εξαντλείται σε νέους χαμηλού μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου (που είναι αυτοί οι οποίοι και τελικά εγκλείονται και στις φυλακές).
Στο χώρο της ποινικής καταστολής η maximum προστασία των ενηλίκων λογίζεται ως minimum προστασία των ανηλίκων.
Έτσι γινόταν τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.
Οι ειδικές τεχνικές κοινωνικής αντίδρασης που εισάγει το ποινικό δίκαιο των ανηλίκων αποτελούσαν ένα δίκαιο πρωτοπορίας (droit d’ avant-garde) που υιοθετούσε αρχές οι οποίες διευρύνονταν αργότερα και στο δίκαιο των ενηλίκων.
Με το πέρασμα του χρόνου η απόσταση μίκρυνε και οι θεσμοί του ποινικού δικαίου των ανηλίκων άρχισαν να εφαρμόζονται και στους ενήλικες, ενώ κρίθηκε χρήσιμη και η δημιουργία μιας ενδιάμεσης βαθμίδας των «νέων ενήλικων» (jeunes adultes) αφού η έννοια της ηλικιακής ευθύνης (responsibilité) παρέμενε στο κέντρο του ποινικού ενδιαφέροντος.
Η διάκριση του καλού και του κακού και οι δυνατότητες που έχει λόγω ηλικίας ο νέος να προβεί σε τέτοια αξιολόγηση σήμερα διευρύνονται και μαζί τους διευρύνεται και το πεδίο «ποινικής εμπλοκής».
Ούτε όμως «το συμφέρον του ανήλικου», ούτε «η ευημερία του» δικαιολογούν εύκολη προσφυγή σε ποινικά μέτρα. Ως ελάχιστη παρέμβαση νοούνται μόνο τα κοινωνικά μέτρα γνήσιας πρόληψης. Δεν είναι (κατα)νοητό από τη μία να δημιουργούμε το Συνήγορο του Παιδιού, Παρατηρητήρια και Δίκτυα για τα Δικαιώματα του Παιδιού κι από την άλλη να ενισχύουμε συνεχώς το ποινικό οπλοστάσιο.
Η προσέγγιση του status της ανηλικότητας ως ειδικής σχέσης (εξουσίασης;), ως ειδικής νομικής κατάστασης που δικαιολογούν απαγόρευση ή παρακώλυση ή περιορισμό των ελευθεριών, οι οποίες εμπίπτουν στα συνταγματικά καθορισμένα πεδία προστασίας, καταλήγει σε κρυφοκατασταλτικές πρακτικές. Έτσι ο ανήλικος αντί να προστατεύεται από το Ποινικό Δίκαιο καθίσταται ένα εύκολο θύμα των ποινικών μηχανισμών. Ακόμα και το κριτήριο του «κινδύνου τέλεσης εγκλήματος» έχει χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά και σε βάρος του ανήλικου προκειμένου να του επιβληθεί προσωρινή κράτηση.
Η (ανήλικη) ηλικία δεν μπορεί να θεμελιώνει ένα ιδιώνυμο τεκμήριο υποψίας ή ενοχής που στρέφεται κυρίως εναντίον ομάδων υψηλής επικινδυνότητας.
Από «μείζων λόγος προστασίας» η ανηλικότητα υποβαθμίστηκε σε χώρο άσκησης πειραμάτων ή ισορροπιών που αφορούν τις συνέπειες της κοινωνικής ανισότητας όπως αυτή μορφοποιείται σε «ηθική παρεκτροπή» ανηλίκων.
Η ανηλικότητα πρέπει να πάψει να είναι «κοινωνικό δημιούργημα και κατασκεύασμα» που άλλοτε χρησιμοποιείται για ν’ αναγνωρίσει δικαιώματα και άλλοτε για να στερήσει (σύμφωνα πάντοτε με τα συμφέροντα των ενηλίκων).
Στο χώρο των εγκληματολογικών επιστημών, ως επιστημών της κατανόησης και της συγνώμης, θεωρώ αναγκαία τη συστηματοποίηση σε ενιαίο κείμενο ενός κώδικα κοινωνικής πρόληψης και αλληλεγγύης προς τους ανήλικους (δράστες και θύματα) που θα εκ-φεύγει του πεδίου βολής του Ποινικού Κώδικα.
Τα παιδιά ως «κοινωνικές περιπτώσεις» (cas sociaux) εντάσσονται μέσα στην πολιτική ασφάλειας με συνέπεια τα ποινικά μέτρα να μην υπολείπονται πολύ των (ανα)μορφωτικών παρεμβάσεων, αφού η επίκληση της «ευθύνης» μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να γείρει την πλάστιγγα προς την πλευρά της καταστολής.
Η πλέον πρόσφορη λύση θα ήταν, μετά την έκδοση της απόφασης περί ενοχής, ν’ αναστέλλεται πάντοτε η επιβολή ποινής, δηλ. να υιοθετηθεί ο χωρισμός της δίκης δε δύο φάσεις. Επειδή δεν πιστεύω στο ποινικο-παιδαγωγικό δίκαιο (droit pénal-éducatif) νομίζω ότι το «ποινικό δίκαιο» μπορεί ν’ αρκείται στο ν’ απαγγέλλει την ενοχή και το σύστημα (ανα)μόρφωσης – (επαν)ένταξης θ’ αναλαμβάνει –με δική του ευθύνη– την εν ελευθερία έκτιση της «ποινής».
Ούτε η διαπαιδαγώγηση σε κλειστά ιδρύματα είναι αποτελεσματική, ούτε η εποπτευόμενη ελευθερία επιτρέπεται να μεταλλάσσεται σε πανοπτισμό (επί του ιδίου και των οικείων του).
To ποινικό δίκαιο των ανηλίκων δεν οριοθετείται με σαφήνεια απέναντι στο δίκαιο πρόνοιας ανηλίκων.
Η προτεραιότητα στη διαπαιδαγώγηση και οι παιδαγωγικές κυρώσεις τελικά ισοσταθμίζονται από την αυστηροποίηση των διαδικασιών.
Έτσι π.χ. οι παιδαγωγικές κυρώσεις (sanctions éducatives) που επιβάλλονται σε παιδί νεότερο των 10 ετών (απαγόρευση παρουσίας σε χώρους και επαφής με ανθρώπους) αν δεν τηρηθούν το οδηγούν σε ίδρυμα, ενώ όταν ο ανήλικος εγκλείεται σε κέντρο διαπαιδαγώγησης αναστέλλονται οι οικογενειακές παροχές.
Η όποια επιβλεπόμενη αγωγή (σε ιδρύματα και αναμορφωτικά καταστήματα) ή κοινωνική αγωγή μάλλον κινούνται στο “υπόγειο της δικαιοσύνης” αφού ο στιγματισμός κατισχύει της (όποιας) αλληλεγγύης.
Μολονότι η ωρίμανση των νέων είναι άτακτη ταυτίζεται –εκ του πονηρού;- με την επιθετικότητα ή την επικινδυνότητα ή την ηθική χαλαρότητα ώστε να νομιμοποιεί μέτρα μηδενικής ανοχής. Η αρνητική πρόγνωση της παραβατικής συμπεριφοράς του ανηλίκου, δηλαδή μιας ρευστής προσωπικότητας εν τω γίγνεσθαι σχετίζεται περισσότερο με τις αντιλήψεις ή τις φοβίες των ενηλίκων παρά με τις συνειδητές εκτροπές των νεαρών δραστών.
Ανάμεσα λοιπόν στο soft law και το hard law δεν μπορεί να στέκεται ένας νόμος ή ένας δικαστής αλλά τα δικαιώματα του εμπλεκόμενου.
Αν η ανοικτή κοινωνία της ανοχής το αντέχει, πρέπει για τις («αξιόποινες») πράξεις των ανηλίκων (δηλαδή στα ατελή εγκλήματα λόγω ηλικίας), να μην επιβάλλει ποινές (όπως και να τις ονομάζει κατ’ ευφημισμό) και να μην εγκλείει τους δράστες σε ιδρύματα. Μόνον «εν ελευθερία» μπορούμε να διαπραγματευθούμε με τους νέους ένα καλύτερο πλαίσιο συμβίωσης. Ένα μέρος αυτής της ευθύνης θα αναλάβει το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, ένα η κοινότητα (μαζί με το σχολείο) και ένα η Πολιτεία (με θεσμούς στήριξης και αλληλεγγύης), δηλαδή αυτοί οι ίδιοι φορείς που έχουν «περικυκλώσει» τους νέους και συχνά διαμορφώνουν τις αρνητικές συνθήκες ή και προκαλούν τις εκ-ρήξεις τους, πολλές από τις οποίες είναι, ή λέμε ότι είναι, εγκλήματα.
Ζ. Επί-λογος
Η βία των λέξεων, των κινήσεων ή των πράξεων, η βία του ενός ή των πολλών, η βία της ενηλικίωσης ή της περιθωριοποίησης, του ρατσισμού ή της υπεροχής, η γοητεία της βίας, η διαλεκτική της βίας, οι χώροι της βίας, τα θύματα της βίας, οι ασκήσεις βίας και η ετικέτα της βίας δεν συνιστούν ενδημικό και επιδεινούμενο πρόβλημα αν εμείς δεν συμβάλλουμε στην ανάπτυξη και κλιμάκωσή του.
Η χρησιμοποίηση διαφόρων όχι ισοδύναμων όρων (π.χ. καταστροφικότητα, παραβατικότητα, μη–προσαρμογή, απειθαρχία, ανώδυνη βία, βιαιότητα και εντέλει εγκληματικότητα) αποδεικνύει την αμηχανία του νομοθέτη, του ερευνητή αλλά και του διαχειριστή των εν–τάσεων στην οριοθέτηση και εντέλει την εννοιολόγηση της βίας.
Στην Ελλάδα δεν έχει εισβάλλει η κουλτούρα του όπλου. Η σχολική βία π.χ. δεν οπλοφορεί. Ούτε οι ακραία βίαιοι μαθητές αποτελούν πρότυπα. Μπορεί οι μαθητές να «τα σπάνε για πλάκα», μπορεί η εικόνα του βίαιου μαθητή να τρομάζει και να «τρομοκρατεί», μπορεί το κοινό στερητικό σύνδρομο (δασκάλων και μαθητών) να μετατρέπει το σχολείο σε πεδίο αντι–παρά–θεσης αλλά αυτό δεν αλλάζει το επίπεδο και το πλαίσιο της ήπιας σύγκρουσης.
Η ανασφάλεια, η εγκατάλειψη, η δυσκολία ταυτοποίησης, τα ιδεολογικά κενά και αδιέξοδα, η αυτονομία της προσωπικότητας, οι ρόλοι, οι υποκουλτούρες και οι αξίες, όλο αυτό το παζλ αιτίων και παραγόντων ή θα μας οδηγήσουν στο να θεωρήσουμε τους νέους «αγρίμια» και ν’ αυξήσουμε τα μέτρα καταστολής ή θα μας υποχρεώσουν να κατανοήσουμε το φαινόμενο.
Για να φωτίσουμε την αθέατη πλευρά του passage à l’ acte, δηλαδή το συμβολισμό που υπολανθάνει στις ενέργειες των μαθητών, πρέπει να πειστούμε ότι στη νεανική εκρηκτικότητα υπάρχει κάτι περισσότερο από μια πρόθεση κι ένα αποτέλεσμα. Σοβεί και μια «εσωτερική πάλη αξιών» που άλλοτε εκφράζεται με εξωτερικά σύμβολα και άλλοτε διαχέει τους συμβολισμούς της μέσα στη μορφή της πράξης ή στα επιχειρήματα του δράστη.
Πρέπει λοιπόν κατ’ αρχήν να συνειδητοποιήσουμε την αγωνία (όπως και αν αυτή εκφράζεται) των εφήβων να βρουν το δρόμο τους, να κινηθούν μέσα στον κόσμο που τους ανοίγεται και που τόσο φαίνεται να τους καταπιέζει, να τους περιορίζει. Έτσι, λοιπόν, επιλέγουν την πρόκληση και την επιθετικότητα και συχνά καταλήγουν σε παιχνίδια βίας, ως τρόπο διαμόρφωσης στίγματος. Για άλλους εφήβους η βία γίνεται μέσο ενηλικίωσης στη γειτονιά, το δρόμο, το σχολείο. Όπου και αν βρίσκεται το παιδί, θεωρεί ότι με τις ενέργειες σύγκρουσης, υπεροχής και νίκης, ξεπερνά την παιδική ηλικία και μπαίνει στον κόσμο των ενηλίκων.
Ο νέος αναζητάει το δικό του στίγμα σ’ έναν κόσμο που νοιώθει μέλος «μιας κοινωνίας» και ταυτόχρονα ένας διαφορετικός άνθρωπος.
Στο πολιτισμικό σύστημα των σύγχρονων πόλεων που παράγουν νέους κανόνες και αξίες, στάσεις και συμπεριφορές, μέσα στο ανώνυμο και αδιάφορο πλήθος, η καταπίεση της ανάγκης να κερδίσει (και όχι να πετύχει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού), η αγωνία να γίνει αποδεκτός, η γοητεία των αντικειμένων και η ακόρεστη επιθυμία της ικανοποίησης φιλοδοξιών, η μοναξιά της αποτυχίας, η υποταγή και ο ανταγωνισμός, έχουν αφήσει στους νέους μόνο δύο λύσεις: το παιχνίδι ή την πρόκληση.
Αυτό το παιχνίδι («ζωής» και πολλές φορές «θανάτου») κι αυτή η πρόκληση (προς καθετί το παληό ή το ιεραρχικά δομημένο) δεν γνωρίζουμε εξαρχής πώς θα καταλήξει. Αν δηλ. ο ανήλικος κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, θα επωμιστεί το ρόλο του θύτη ή του θύματος. Όλα είναι δυνατά ως προς το ενδεχόμενο αποτέλεσμα. Αυτό όμως που συνιστά την ευθύνη όσων κατανοούν (ή και συγχωρούν) είναι αφενός η ανάπτυξη μιας παιδαγωγικής της πρόληψης και της αλληλεγγύης κι αφετέρου ο μη, δικαστικός ή κοινωνικός, στιγματισμός τόσο των δραστών ανηλίκων όσο και των θυμάτων.
Από τον έλεγχο και την τιμωρία στην κατανόηση υπάρχει απόσταση που πρέπει να διανυθεί (χωρίς τη διαμεσολάβηση ξένων φορέων όπως τα ΜΜΕ), ώστε να μη δημιουργούνται περιττές «θυματοποιήσεις».
Τα βίαια επεισόδια δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε λαθεμένα συμπεράσματα ως προς την ποιότητα της νέας γενηάς (ότι π.χ. είναι «δυνάμει εγκληματίες»).
Επιθετική, μη–προσαρμοσμένη, παρεκκλίνουσα, παραβατική, αντικοινωνική και αντισυμβατική η συμπεριφορά των νέωνν πηγάζει από την «ειδική κοινωνική τους κατάσταση» κι εκφράζει ένα έντονο αίσθημα αποστέρησης, ματαίωσης, διάψευσης, στρεφόμενο erga omnes.
Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, πανοπτική κοινωνία γενικής και ειδικής παρακολούθησης όλα αυτά και όλοι αυτοί κρύβουν από τους νέους τον ήλιο του μέλλοντός τους.
Και –ως γνωστόν– χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου