«Τό μάτι ὀρθάνοιχτο
Καραδοκοῦσε
Πρός τή μεριά πού κύλισε τό αἷμα
Μακρυά στόν ὁρίζοντα
Σταυρωμένα
Τά χέρια τῶν δέντρων
Στά δάση κατέφυγε
Ὁ αὐλός
Τοῦ χρόνου ὑπόσχεση ἀπατηλή
Σταθήκαμε τρομαγμένοι
Ὅμως ὑπῆρχαν ψίθυροι ἐκεῖ κάτω
Φῶτα πολλά γιά ν' ἁπαλύνουν τή σάρκα μας
Κι ἕνα πλῆθος ἀόρατο
Δίχως μιά λέξη τότε ξεκινήσαμε
Γιά τό μοιραῖο ταξίδι» (1)
Οἱ σιγανές βροχοῦλες εἶναι κυρίως οἱ ποτιστικές καί καλόδεχτες, ἐνῶ οἱ ραγδαῖες, ἀδιέξοδες συνήθως ἕως καταστροφικές. Στήν Ποίηση ἀντίστοιχα, ἤπιες γραφές καί στίχοι χαμηλόφωνοι παρέχουν περισσότερα καί ποιοτικότερα ὀφέλη, παρά τίς μεγαλόστομες ἰαχές ἤ τίς θριαμβικές ἐξάρσεις, διότι βελουδίζουν τίς αἰσθήσεις, θεραπεύουν τά τραύματα, παρηγοροῦν τίς πίκρες. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται τό ἀμέσως προσδοκώμενο, συντελεῖται ἀποτελεσματικότερα ὅ,τι μέ κόπο προσχεδιάστηκε.
Μιά τέτοια περίπτωση ἤρεμης καί ὥριμης φωνῆς, εὐγενοῦς λεκτικῆς ἔκφρασης, μυστηριακῆς ἐνατένισης τοῦ Κόσμου καί συνάμα παρηγορητικῆς θέασης τοῦ ὅλου Ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἡ Ποίηση τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη (2), ἰδιαίτερα προβεβλημένη παγκοσμίως -ἄξια καί δίκαια-, πολυβραβευμένη μέ ὑψηλές διακρίσεις ἀνά τήν ὑφήλιο καί γενικῶς εὐνοημένη ἀπό τήν Κριτική (3), κατά τό μακρύ διάστημα, τό περισσότερο ἀπό πέντε δεκαετίες, ἀδιάπτωτης γένεσης ἀπό μέρους του δουλειᾶς μεστῆς ἀπό ποιότητα, οὐσιώδους κι ὡς ἐκ τούτου ἰαματικῆς. Ἄλλωστε, δέν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ μετ’ ἐμφάσεως ὑποδοχή και ἀποδοχή τοῦ συνολικοῦ του ἔργου ἀπό τόν ἰδιαίτερα ἀπαιτητικό γιά τήν Ποιότητα καί τή Διαύγεια Ὀ δ υ σ σ έ α Ἐ λ ύ τ η, τήν ὁποίαν ἐνδεικτικά κι ἀντιπροσωπευτικά μεταφέρουμε δῶ:
«Μιά ζωή ὁλόκληρη τόν παρακολουθῶ στό δρόμο του μέ ἀγάπη καί μέ εἰλικρινή θαυμασμό. Βαθύς γνώστης τῆς λυρικῆς τέχνης, ἐπέτυχε νά διαμορφώσει ἕνα κόσμο δικό του, ὀνειρικό καί ρεμβώδη, μέ παραδειγματική συνέπεια. Ἐκτιμῶ ἐντελῶς, ἰδιαίτερα τήν ἀφοσίωση πού ἔδειξε στή δουλειά του -ἀπαραίτητο γνώρισμα τοῦ αὐθεντικοῦ καλλιτέχνη- ὅπως καί τό ἦθος καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς του, πού ἐπέτυχε νά τήν μεταγγίσει σέ στίχους μιᾶς σπάνιας εὐαισθησίας. Ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης εἶναι ποιητής εὐρωπαῖος. Τοῦ ἀξίζει ὁ ἔπαινος ὄχι μόνο τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδας, ἀλλά τῶν καλλιεργημένων ἀνθρώπων ὅλου τοῦ κόσμου» (4).
* * *
Συλλογή τή συλλογή, σελίδα τή σελίδα, στίχο τό στίχο ἔχει κατορθώσει ὁ τῆς Θεσσαλονίκης προεστώς τῶν σύγχρονων Γραμμάτων της κι εὐαίσθητος σκαπανέας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, νά φυτέψει ἐκεῖ, στήν εὐώδη ἁπλωσιά τῶν Θερμαϊκῶν ὑδάτων καί κάτω ἀπό τήν αὔρα τήν εὐεργετική τοῦ Βαρδάρη, τόν προσωπικό του Ἀνθόκηπο-Παράδεισο, συντηρώντας τον μέρα μέ τήν ἡμέρα ὁλόδροσο κι ἀκμαῖον ὁλοένα.
«Τώρα βρισκόμαστε στόν κῆπο τῶν θαυμάτων
Ἀνθίζουν ἄγγελοι μ' ὅλα τους τά φτερά» (5).
Ἐκεῖ, λοιπόν, πίσω ἀπ' τούς τοίχους τῆς ὑψηλῆς μάνδρας τοῦ ἰδιωτικοῦ του Παράδεισου, ἀντί γιά τά γνώριμα γεράνια, τά τρέχοντα τριαντάφυλλα, τούς ὑπαινικτικούς ἰβίσκους καί τά κρίνα, καλλιεργεῖ φυτεύματα ἱερότερα ἐκείνων κι εὐωδέστερα: Ἀπόστιχα εὐγενείας δηλαδή, μεγαλυνάρια εὐτυχῶν αἰσθημάτων, ἀντίφωνα τιμῆς κι ἀφοσίωσης γιά τό Κάλλος, τήν Ἀρετή καί τό Ἀληθές, ἀπολυτίκια στοργῆς καί λατρείας γιά τά ὅσα ἤδη ἀπωλεσθέντα, αἴνους ὑψιπετεῖς πού ἐνσαρκώνουν ἀνά πάντα στίχο τό Ἱερό, προσόμοια ἡλιοστασίων, κοντάκια ἰσημεριῶν, θωπεῖες ἐσώτατων ρυθμῶν καί ἰδιόμελων διαθέσεων.
Μέ ἄλλα λόγια, μιλᾶμε γιά ὅλα ἐκεῖνα τ' ἀπαραίτητα καί χρηστικότατα ἐργαλεῖα ἑνός ἀκόμη ἀφοσιωμένου, ἑνός ἐπιπλέον ἀκούραστου χειρώνακτα τῆς Ποίησης, ὁ ὁποῖος μέ τόν τίμιο ἱδρώτα τῆς ψυχῆς του, μέ τή σαρκούμενη ἐπάνω στό λευκό χαρτί ἀθωότητα καί μέ τούς αἱμάτινους θρόμβους τῆς καλωσύνης του κερδίζει ἀξιοπρεπῶς τόν ἄρτο τῆς πνευματικῆς του ἐπιβίωσης τόν ἐπιούσιο, σεμνυνόμενος, ὅτι, σταδιακά μά σταθερά, ἀνεβαίνει τή δύσβατη ὁμολογουμένως ἀνηφόρα πρός τήν Αἰωνιότητα, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἔχει αἰωνίσει, ὡς Θεοῦ συνεργός, τίς μικρές καί παραθεωρημένες ροπές τοῦ μικρόκοσμου Ἀνθρώπου, τίς δευτερεύουσες τάσεις του, τίς ἔκπτωτες λέξεις του καί τίς θεωρούμενες ὡς ἄσημες συνήθως φράσεις ἀπ' τήν καθομιλουμένη. Δέν ἐπιτηδεύει σέ καμιά περίπτωση τά ὅσα ἀνασυρόμενα κάθε φορά σημεῖα καί στοιχεῖα ἀπ' τό Ταμεῖο τῶν Ἑλληνικῶν, ὅπου ἀρχαιόθεν θησαυρίζονται τῆς φυλῆς μας οἱ Λέξεις, οἱ ὁποῖες -σημειωτέον- ἔχουν κεκτημένο τό χάρισμα νά ἐκφέρουν ἐπάξια κι ἐπακριβῶς πανανθρώπινες ἰδέες κι ἀξίες διά τῶν αἰώνων. Καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐσκεμμένη τακτική στήν Τέχνη τοῦ Λόγου (ἡ ἀναστήλωση κι ἀνάδειξη, δηλαδή, τοῦ μικροῦ κι ἐφθαρμένου, τοῦ ταπεινοῦ κι ἀποδιοπομπαίου) εἶναι, πού καταδεικνύει συνήθως, ἤ τοῦ ὕψους ἤ τοῦ βάθους, τόν ἴδιο τόν Τεχνίτη καί τήν ὅση ἀξία του. Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης ἀναδεικνύεται, κατά τό δικό του ρῆμα,
« Ὁ ποιητής
Αὐτός ὁ ἀθῶος
Αὐτός ὁ μάγος
Ὁ θαυματοποιός
Ὁ μυστηριώδης δαμαστής τῶν λέξεων
Πού λατρεύει τήν ὀμορφιά
Αὐτός ὁ μικρός θεός πού μιλᾶ
Καί μέ τό λόγο του γίνεται φῶς» (6),
παρότι συμβαίνει νά ἔχει ἐνηλικιωθεῖ ὁ ἴδιος ψυχοσωματικά μέσα σ' ἕναν πραγματικό κυκεώνα λυγμικῶν ἐθνικῶν καί διεθνῶν ἀνατροπῶν, τῶν καταιγιστικῶν ἀνακατατάξεων καί τῶν πνευματικῶν "κλωνοποιήσεων" τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.
Μιλώντας ὁ ἴδιος γιά τήν Ποιητική του, κατορθώνει μιάν ἐνδιαφέρουσα αὐτοεξομολογητική κάτοψή της, ὅπου δέν παύει νά ἐπισημάνει εὐθαρσῶς:
«Φοβοῦμαι πώς ἡ ποίησή μου ἀπό τή φύση της εἶναι περιορισμένη νά γίνει ἀντιληπτή ἀπό ὁρισμένα, ἐντελῶς ἰδιαίτερης εὐαισθησίας, ἄτομα. Ἔτσι ἡ ἐπικοινωνία μου μέ τό εὐρύτερο κοινό εἶναι πολύ δύσκολη. Ὡστόσο εἶμαι εὐτυχής πού ἕνας ἱκανός ἀριθμός κριτικῶν καί φίλων ποιητῶν ἔχει ἀφιερώσει γιά τό ποιητικό μου ἔργο κείμενα πού μαρτυροῦν μιά ὑψηλή κατανόηση καί ἀγάπη. Ἐξάλλου, καθώς προσωπικά πιστεύω ὅτι ἡ ἁπλότητα καί ἡ αὐθορμησία εἶναι οἱ μέγιστες ἀρετές τῆς ποίησης, μαθητεύω συνεχῶς ὥστε νά μπορῶ νά προσφέρω ἕνα λόγο, ὅσο γίνεται πιό ἁπλό, προσιτό καί ἀνθρώπινο. Μέ ἄλλα λόγια, ἀγωνίζομαι νά συγκροτήσω ἕναν ποιητικό λόγο πού νά ἔχει συμπτυχθεῖ στήν ἐπείγουσα ἀλλά καί φωτεινή ἀναγκαιότητά του» (7).
Τά πνευματικά κοιτάσματα τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, ἀκόμη ἀνόρυκτα -πιστεύουμε- στή συντριπτική τους ἐπικράτεια (ὁ Ποιητής, ἄλλωστε, παράγει ἀνελλιπῶς ὁλόζεστα γεννήματα ψυχῆς), ἀποπνέουν πάνω ἀπ' ὅλα ἄρωμα πολύτιμο Αἰσιοδοξίας ἤ πρωινῆς πανάκριβης δροσιᾶς. Μέ τούτη βέβαια τήν ἐκτίμηση δέν ὑπονοοῦμε, ὅτι μειώνονται τά ποιητικά του πλαστουργήματα, λόγω μιᾶς κάποιας ἐνδεχόμενης «χαρουμενίστικης» εὐκαιριακῆς χρήσης τῆς γλώσσας καί τῶν συναισθημάτων, πού ἀπορρέουν ἀπ' αὐτήν. Τό ἀντίθετο μάλιστα: Ὡς ὄν κοινωνικόν ὁ Ποιητής εἶναι φορτισμένος, κατά τρόπο διδακτικό, μέ τά γνωστά οὐκ ὀλίγα πάθη καί τά λάθη τῆς φυλῆς μας. Ἔχει περιδιαβεῖ τίς ἀτραπούς τοῦ ὑπό κυοφορίαν νεώτερου Κόσμου ἀσάνδαλος, μά εὐτυχῶς «ἀβρόχοις ποσίν», τελικά. Ἔχει σπουδάσει τίς σημαντικότερες σελίδες τῆς Ἱστορίας ἐκ τῶν ἔνδον. Ἔχει βιώσει τά τοῦ καιροῦ καί τοῦ τόπου του μεγάλα καί θυελλώδη, σέ πρῶτο μάλιστα πρόσωπο. Κατά συνέπειαν, ὅταν μιλᾶ, ἀπευθύνεται σέ μᾶς μέ τή σιγουριά τῆς ἐμπειρίας πιά, τῆς γνώσης πού ἀξιώθηκε νά καταστεῖ ἐπίγνωση, δίχως ποτέ νά ἐκπέσει στήν ἀπόγνωση, ὑποστέλλοντας ἐπ' οὐδενί τή σημαία τῆς Ἐλπίδας. Τό διακηρύσσει, ἄλλωστε, διά τῶν παρακάτω στίχων του:
«Ξέρω καλά τό πένθος τῶν ἀποχωρισμῶν
Τ' ἀπελπισμένα ἀγκαλιάσματα
Τίς κρυφές χαραμάδες τῆς καρδιᾶς
[....................]
Ξέρω καλά τή βάρκα πού σαπίζει στήν ἀκρογιαλιά
[....................]
Τά παλιά σπίτια πού μαζεύουν σκόνη
Τά χάρτινα λουλούδια πού στολίζουν φτωχικές κάμαρες
Τά πρωτοχρονιάτικα δῶρα τά πληρωμένα μέ δάκρυα
Ξέρω καλά τό ματωμένο φανάρι μέσα στή θύελλα
Τό σκουριασμένο φανάρι μέσα στό κοιμητήρι» (8).
Ὅταν, ἐξάλλου, τό κρίνει ἀπαραίτητο, εἴτε ὡς χρέος του, εἴτε ἔξωθεν ἐπιβεβλημένο, θά πενθήσει γοερότατα [ὅπως στήν «Ἄννα τῆς ἀπουσίας» (9)], θά ὀργισθεῖ ἀπό μέσης καρδίας [ὅπως στά «Δέκα ποιήματα τῆς ὀργῆς καί τοῦ χρέους» (10)], θά μελαγχολήσει ἤ καί κάποτε θά ἐπαναστατήσει, ἀλλά πίσω ἀπ' ὅλα καί πάνω ἀπ' αὐτά, θ' ἀντιπροτείνει τή διασώζουσα προοπτική τοῦ Χαμόγελου καί τή δυναμική τῆς Ἀγάπης
[«Γιά νά μάθετε πώς μονάχα ἡ λευκή ἀνθοφορία
Τοῦ τοκετοῦ τῆς ἀγάπης διαρκεῖ» (11)]
καί τούτη εἶναι ἡ κατ' ἐξοχήν γεύση, πού ἀποκομίζει ἐντέλει ὁ ἀναγνώστης ἀπ' τήν ὅλη συναναστροφή μαζί του. Θεᾶται συνήθως ὁ Ποιητής τή θετική ὄψη τῶν πραγμάτων τοῦ Κόσμου κυρίως. Δέν ἐγκλωβίζεται μεμψιμοιρώντας στό ἀδιέξοδο τοῦ λυγμοῦ ἤ τοῦ ὀλοφυρμοῦ, τοῦ πένθους, τῆς ὀδύνης ἤ τῆς ἐσωστροφῆς, πού -δυστυχῶς- διαπιστώνεται στά σύγχρονα κυρίως λογοτεχνικά ἔργα, ὀγκούμενη καί ταλανίζουσα -εὐκαίρως ἀκαίρως- τήν ὕπαρξή μας. Δέν ἀφήνεται ὁ Βαρβιτσιώτης, νά τοῦ μαραθεῖ τό ἐαρινό συναίσθημα, ἀσφυκτιώντας κι ἀργοπεθαίνοντας ὑπό τό ἀπρεπές καί θανατηφόρο πέπλο τοῦ Χειμώνα. Θεωρεῖ π.χ. τόν συνήθως ἀποτρόπαιο γιά ὅλους μας Χειμώνα, τόν κάθε λογῆς Χειμώνα, -ἀκοῦστε καί θαυμάστε!!!- «περίλαμπρο»,
«Σάν ἕνα σῶμα πού ξεχειλίζει ἀπό ἄστρα
Σά μιά λάμπα πού φωτίζει
Ὁλοσκότεινους δρόμους ὅπου γυαλίζουν
Ἀποτυπώματα παγωμένα» (12)
καί τοῦτο, ἐπειδή ἔχει, αὐτόπτης αὐτός, βεβαιωθεῖ προ-αναστάσιμα, ὅτι ἄφευκτα ἔρχεται κάποια στιγμή ἐπιτέλους, πού
«Ἡ ἄνοιξη σβήνει ἕνα-ἕνα
Τά κεριά τοῦ χειμώνα» (13),
ἐνῶ, μέσα κι ἀπ' αὐτό τό ἀνθρώπινο αὐτονόητο Πένθος, βρίσκει λόγο καί τρόπο νά ἰσχυρισθεῖ, μέ δύναμη προορατική καί πεποίθηση ἐσχατολογική, παρέχοντας σέ ὅλους μας μιάν ἀκόμη εὐκαιρία στήν Ἐλπίδα:
«Βλέπω ν' ἀνθίζουν οἱ νεκροί
Ἡ ἀστραπή νά φράζει τό σκοτάδι
Κι ἐσύ ζωσμένη μ' ἕνα σπαθί
Νά ξαναγυρνᾶς ἀπό τή χώρα τῶν κρίνων» (14).
Ὄντες ἐγκλωβισμένοι σέ μιά γῆ / θερμοκήπιο ἀσφυξίας, τραγικοί αὐτόχειρες μιᾶς ἄνευ προηγουμένου φρικιαστικῆς περιβαλλοντικῆς παρεκτροπῆς καί βέβαιου ὕστερα αὐτοθανάτου, δέν καταβάλλεται ἀπό τήν ἀπελπιστική διάσταση τῆς πραγματικότητας, ἀπό τήν ἤδη προαναγγελθεῖσα ἡμερομηνία λήξης μας. Παρότι ὡς πολίτης τοῦ σήμερα δέν ἔχει περιθώρια ἰάμβων, ὡς ποιητής ὅμως ἀναμένει τήν ἀναστροφή τοῦ κλίματος ὑπέρ τοῦ Ἀνθρώπου καί τῶν ἀγαθῶν του ἔργων:
«Ἡ μοναξιά καί ἡ σιωπή
Δυό φίλες τώρα πεθαμένες
Κάνουν καμιά φορά ν' ἀνθίσουν
Τά κοιμητήρια» (15).
Ἀκόμη καί τήν ἀπόλυτη ἐκείνη, ἀδιάσειστη συνήθως σκληρότητα τῆς Πέτρας ἔρχεται νά δικαιολογήσει, ἀναγνωρίζοντάς της μιάν ἄλλη διάσταση καί οὐσιαστικότερη τώρα λειτουργικότητα:
«Ἡ πέτρα μή μπορώντας ν' ἀνθίσει
Περισυλλέγει μόνο τό φῶς» (16),
σημειώνει. Μέ ἄλλα λόγια, σέ καθεμιά περίπτωση ἤ περίσταση τοῦ βίου, στοιχίζεται μέ τή σπαραγματική-ἐπιγραμματική κι ἄκρως αἰσιόδοξη ἐκείνη πεποίθηση τῆς Σαπφοῦς, τήν ὁποίαν ἄλλωστε μεταχειρίζεται ὡς προμετωπίδα στήν ποιητική του συλλογή, ὑπό τόν ἐπίσης αἰσιόδοξο κι ἀποφασιστικό τίτλο «Ὄχι πιά δάκρυα» (17) :
«Γιατί σωστό δέν εἶν' σέ σπίτια ποιητῶν
θρῆνοι ν' ἀκούγονται· δέν μᾶς ἁρμόζουν τέτοια» (18).
Παρά τίς πανταχόθεν καί πολυόδυνες ριπές τοῦ βίου, παρά τίς ἀλλεπάλληλες ροές αἵματος ἀπ' τήν Ψυχή (ἀπό ἐκεῖνο, πού, ἄν χυθεῖ, δέν ἀναπαράγεται ποτέ), παρά τήν Ὕβρη τῶν καιρῶν, ἔστω κι ἄν τό ταξίδι τόν ὁδηγεῖ σέ μιάν ἄλλη πατρίδα, βρίσκει τρόπο καί τόπο, νά ριζώσει ἐκεῖ, γόνιμα καί καρποφόρα, πρόσφυγας λόγω ἰδεῶν, φωτός κι ἐλπίδας:
«Μάτωσε σάν ἕνας οὐρανός
Σέ ὥρα καταιγίδας
Ἔκλεινε τά μάτια του
Γιά νά μή βλέπει
Τοῦ κόσμου τήν κακομοιρά
Καί μές στόν ὕπνο του ἀναφωνοῦσε
Ὄχι πιά δάκρυα
[...............]
Τώρα προσάραξε
Σέ μιά τρισόλβια χώρα
Σαγηνευμένος ἀπό τό φῶς τό ἀμάραντο
Πέραν τοῦ πόνου
Πέραν τοῦ τάφου» (19).
Δέν εἶναι μάλιστα τυχαῖο, τό ὅτι διαδηλώνει, εὐκαίρως ἀκαίρως, τή συνεχόμενη εὐφορία τοῦ Ζῆν, παρά τή δικαιολογημένη ἀγωνία τῆς ἀναγκαστικῆς γειτνίασης μέ τό Ἐπέκεινα καί τά λοιπά συνακόλουθα ἐκείνου. Παρά τήν ἐμπειρία μιᾶς πηχτῆς κι ἀδιάβατης Νύχτας, ἡ Αὐγή τῶν Πραγμάτων ἀνατέλλει ἐντός ὀλίγου σαγηνευτική, λύοντας καί καταλύοντας τίς συνήθεις πλεκτάνες τοῦ Σκότους:
«Μιά τελετή γεμάτη θαύματα
Ἔκανα τή ζωή μου
Πιό μακριά
Ἡ ἄλλη ὄχθη τῆς νύχτας
Πού σελαγίζοντας μέ περιμένει
Πιό κοντά
Τό ποίημα τῆς παρουσίας σου
Ἡ σαγηνευτική ἐπίκληση τῆς δροσιᾶς» (20).
Σέ ὕστατη ἀνάλυση, ὅλα συνιστοῦν μιάν ἀέναη ἀντιπαράθεση Ζωῆς καί Θανάτου, εἴτε βιολογικοῦ, εἴτε (κυρίως) πνευματικοῦ. Ὁ ποιητής χρεώνεται, ν' ἀνασυστήσει τό παραπαῖον ἠθικό τῆς ἀνθρώπινης ὁδοιπορίας, νά ἐλαττώσει ἤ νά ἐξαλείψει τίς φοβίες τοῦ ἀποτρόπαιου καί παράδοξου χωρισμοῦ, νά παρέξει στούς συν-κοινωνούς του τήν ἐλπίδα παντάνασσα ὡς Ἀγάπη, Ἔρωτα, Ζωή διαρκή:
«Στήν ἐλάχιστη ἀνασαιμιά τῶν ρόδων
Στό ἀνοιγοκλείσιμο ἑνός ματιοῦ
Πού στίλβει ἀπό ἔρωτα
Καταχωνιάζεται ὁ θάνατος
Ξαναπροβάλλει τό θαῦμα
Κι ἀπό τήν ἄλλην ὄχθη τοῦ χρόνου
Σέ μιάν ἄκατο
Ἡ ἀσημένια κόρη» (21).
Ἡ σκληρή κι ἀμείλικτη καθημερινή (ἀποκαρδιωτική ὄντως) πραγματικότητα τῶν κάθε εἴδους διχοστασιῶν μεταξύ συνανθρώπων ἤ ἐθνοτήτων, τῶν παγκοσμίων συρράξεων, τοῦ ἀδικοχυμένου (ἔτσι κι ἀλλιῶς) τόσου καί τόσου αἵματος (πανίερου μολαταῦτα), τόν ἀναγκάζει συχνότατα νά σκυθρωπιάσει, νά θρηνήσει, νά ματώσει, ἀλλά, εὑρισκόμενος μπροστά στή θέα τοῦ ἐπιταφίου μέν, ἀνοιξιάτικου ὅμως Ἰησοῦ, δέν μπορεῖ, δέν δικαιοῦται νά παραμείνει κατάδικος ἐκεῖ, ἐπί ξύλου ἤ ἐν τάφῳ, ὅταν γνωρίζει τί ἀκριβῶς σέ λίγο μέλλει γενέσθαι. Ἐννοῶ, τήν ἀδιαμφισβήτητη συντριβή τοῦ κράτους τοῦ Θανάτου διά τῆς Ἀναστάσεως Ἐκείνου.
«Ποτέ δέν ἦταν ἄλλοτε
Τόσο πολύς ὁ πόνος
Τόσο πολλή ἡ θανατηφόρα στάχτη
Τόσο πολλές οἱ τερατόμορφες
Κοῦκλες τῶν σκοταδιῶν
Οἱ θλιμμένες λαμπάδες
Καί οἱ κλωστές τῶν δακρύων μας
Πού ἔχουν τυλίξει τόν οὐρανό
Ὅμως ἐλᾶτε μολαταῦτα
ὅλοι πασίχαροι
Νά διώξουμε τά φαντάσματα
Νά προσευχηθοῦμε ὅλοι μαζί
Πάνω ἀπό τ' ὁλάνθιστο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (22).
Οὕτως ἤ ἄλλως ὅμως, ἡ Ἀθωότητα διαθέτει ἀφ' ἑαυτῆς τή δυναμική, νά διασώζεται καί νά διασώζει. Ὑπάρχουν -δόξα τῷ Θεῷ- "μικρές" καθημερινές χαρές, πού ἀποτελοῦν ὄντως Χάρη / Παραχώρηση Οὐρανοῦ πρός τ' ἀνθρώπινα πράγματα καί πού συνήθως παραθεωροῦνται, λόγω κεκτημένης τοῦ καιροῦ μας ταχύτητας. Οἱ παρακάτω στίχοι θά ἠμποροῦσαν ν' ἀποτελέσουν μανιφέστο πρός αὐτή τήν προοπτική:
«Ὑπάρχει κάτι πιό συγκλονιστικό
Ἀπό τή συντεφένια ὄψη τοῦ τρόμου
Ἀπό τήν κλειστή παλάμη τοῦ τάφου
Ἀπό τή θλίψη τοῦ χαμένου καιροῦ
Ὑπάρχει τό γαλάζιο
Ἑνός ματιοῦ παιδικοῦ» (23).
* * *
Ἀντιμετωπίζοντας σέ μιά πρώτη ἀνάγνωση τά ποιήματα τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη σοῦ δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση, ὅτι κατ' ἀρχήν πρόκειται γι’ ἁπλές φωτογραφικές ἀποτυπώσεις. Ὅτι συλλαμβάνει δηλαδή ὁ δημιουργός φευγαλέες στιγμές τοῦ ἔξω καί τοῦ μέσα κόσμου, ὡσάν ἀπό τή μηχανή τοῦ φωτογράφου. Κι αὐτό συμβαίνει ἀληθῶς. Μέ τή διαφορά ὅμως, ὅτι, ὅταν ἀργότερα μᾶς τίς ἐμφανίζει, ἔχει κατορθώσει τό τῆς Ποιήσεως μέγα ζητούμενο: Ἔχει προσδώσει στήν παρελθοῦσα ἤδη ἐκείνη στιγμή τή συν-αίσθηση τῆς Διάρκειας, διότι στόν "σκοτεινό θάλαμο" τῆς ψυχῆς του (μήτρα τῆς Ποίησης) κατάφερε τίς ζωοποιές ἐκεῖνες φωτοειδεῖς μεταλλάξεις πού ἀπαιτοῦνται, ὥστε, ἅμα τῇ ἐμφανίσει, νά εὐφραίνεται ὁ ἀναγνώστης, ἐκβάλλοντας πέρα μακριά τό Φόβο καί κωμωδώντας ὁλοένα τά παγιδεύματα τοῦ Χρόνου καί τῆς μέσα Λύπης.
Μετά τήν δεύτερη ἀνάγνωση, ἄλλα νεοφανῆ συναισθήματα σοῦ ἀναφύονται. Σάν τότε ἀκριβῶς, καλοκαίρι μέ 40 βαθμούς ὑπό σκιάν, μετά τήν ἐπίπονη ἀνάβαση στά σκαλοπάτια τῆς Μονῆς Ἀναπαυσᾶ, μπαίνεις τάλας κι ἔφιδρως στό ἁγιογραμμένο Καθολικό τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί σέ κυκλώνουν ἐξαίφνης μορφές δροσιστικές, μέ πάνω ἀπ' ὅλα τήν ὀνοματοδοσία τῶν ζώων ἀπ' τόν Ἀδάμ, ἔργο 16ου αἰῶνος, διά χειρός Θεοφάνους Στρελίτζα Μπάθα, ἐπειδή ἀκριβῶς
«Ὁ ποιητής τά πράγματα ὀνομάζοντας
Τά σώζει ἀπό τό θάνατο» (24).
Σάν τότε ἐξάλλου, σέ ἄλλο κατακαλόκαιρο, ὑπό καύσωνα χαιρέκακο καί πάλι, τώρα πιά στά περιώνυμα τῆς Κνωσοῦ ἀνάκτορα, ἀντικρύζεις ἄξαφνα τόν «Πρίγκηπα μέ τά κρίνα» στόν κόσμο του, ἀνενόχλητον πάντως ἀπ' τόν θόρυβο τῶν ἑλληνομανῶν τριγύρω τουριστῶν, κι ἀναθαρρεύεις!!!
Τί περίεργοι συνειρμοί μέρα-μεσημέρι!... Ποῦ σέ πάει ὁ νοῦς, ὁ δημεγέρτης!... Ἤ, μήπως ὅμως, αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει τή γονιμότητα ἤ τήν ὕψιστη ὠφέλεια, πού σοῦ δωρίζει ἡ Ποίηση μόνον; Βρεθήκαμε, ἆραγε, μακριά (ἤ μήπως κοντύτερα) στά καθέκαστα τῆς γραφῆς τοῦ Θεσσαλονικέως Δημιουργοῦ; Εἶμαι βέβαιος γιά τό δεύτερο· κάτι, πού οἱ συνήθεις ἀναλυτές τῆς Τέχνης, ἀσελγοῦντες μᾶλλον πάνω στό κ α ί ἤ στό π ο ῦ τῶν στίχων μας, μά καί οἱ κάθε λογῆς διϋλίζοντες αὐτεπαγγέλτως τά αἰσθήματα, οὐδέποτε θά δυνηθοῦν, εὐτυχῶς!!!
* * *
Ἔμπλεως δέους καί πίστεως ὁ Βαρβιτσιώτης ἔναντι τοῦ τρόπου αὐθεντικῆς βιοτῆς, πού ὀνομάζουμε «Οὐρανό», ἀτενίζει ὀρθοδοξότατα τό Θεῖον, προσβλέποντας στήν οὐσιαστική μέθεξη ἀρρήτων μυστηρίων τῆς ὄντως Ζωῆς. Πρόκειται γιά ἕναν ἐν κόσμῳ Ἀναχωρητή, ὁ ὁποῖος φεύγει, ὅλο φεύγει ἀπό τά καθημερινά, ἀποτασσόμενος τό δέλεαρ τῶν τρεχόντων κοσμικῶν, ὄχι ἐπειδή τά φοβᾶται ἤ τ' ἀπεχθάνεται (ὡς εἴθισται στούς καιρούς μας), ἀλλά ἐπιδιώκοντας καί στοχεύοντας, ἐκεῖ στήν αὐτομόνωσή του, παρέα μέ τά συνένοχα ὅπλα του-τό χαρτί καί τό μολύβι, νά ἐφεύρει τά λεκτικά (κι ὄχι μόνον) ἀντίδοτα, γιά νά καταπολεμήσει, μιά καί καλή, τήν ἐπάρατη ἀκοσμία τοῦ τώρα Κόσμου, ὥστε, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νά ἐπιστρέψει στά ἐνθάδε, νά νοηματοδοτήσει ἐκ νέου τίς κοσμικές μας προοπτικές, τίς ἀτολμίες ἤ τίς ἀστοχίες τοῦ σήμερα.
Εἶναι ποιητής προσευχόμενος ὁ Βαρβιτσιώτης καί νυκτικός, κατανυγόμενος ὁλοένα ἀπ' τό παράστημα καί τό παράδειγμα τῶν κορυφαίων γιά τήν σωτηρία μας ἱερῶν Προσώπων. Κι ἐπισημαίνει ὡς φωτεινός σηματοδότης μας:
«Προσοχή στά φωτοστέφανα τῶν ἁγίων
Προσοχή στό ἀβασίλευτο χαμόγελο τῆς Παρθένου Μαρίας
Προσοχή στό κεντημένο μέ δάκρυα καί πληγές σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (25).
Δέν εἶναι ἄλλωστε ἀμελητέα ἡ ξεκάθαρη ὁμολογία πίστεως, πού πραγματοποιεῖ, ὅταν παραδέχεται τήν καταλυτική κι ἀναμορφωτική παρουσία καί παρέμβαση Ἐκείνου στή διαχρονική πορεία τῆς Ἱστορίας:
«Στῆς ἱστορίας τήν παλίρροια
Θ' ἀστράφτει ἀείποτε τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ» (26).
Ἡ τιμή πάντως πρός τή Θεοτόκο ὑπερέχει στήν ἀνά χεῖρας Ποίηση. Ἴσως, διότι ἡ χαμηλῶν τόνων ἀνάερη φυσιογνωμία Της, ἡ πολλά κραυγάζουσα σιωπή καί ἡ καθόλου ἄχραντη βιοτή Της ἀπ' τή Σύλληψη κιόλας ὥς καί τή Μετάστασή Της, θέλγει εὐφρόσυνα κι αὐτονόητα κάθε νοῦ καί δή τοῦ εὐαίσθητου καί καλόγνωμου Ἕλληνα, ἀφοῦ ἔχει πλέον καταστεῖ πεποίθησή μας ἀδιάσειστη διά τῆς ἀσφαλοῦς ὁδοῦ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεώς μας, ὅτι ἡ ταπεινή αὐτή Κόρη ἀπό τήν ἄσημη κώμη τῆς Ναζαρέτ ἀποτελεῖ γιά τό ἀνθρώπινο γένος τό δοχεῖο τῆς Χάριτος καί τῆς Χαρᾶς του, τό γεφύρι ἤ τή σκάλα μεταξύ οὐρανίων κι ἐπιγείων, τή γλυκύτατη παραμυθία τῶν ἀνθρώπων, τήν ἁρμόδια ἐκπρόσωπό μας στόν Οὐρανό, τήν ἀνύστακτη πρέσβι μας στήν ἐπάνω Πατρίδα. Μιά τοὐλάχιστον ποιητική συλλογή τοῦ Βαρβιτσιώτη ἀπευθύνεται προσευχητικά καί τιμητικά πρός τήν πανσεβάσμια Μορφή Της. Εἶναι ὁ Ταπεινός αἶνος πρός τήν Παρθένο Μαρία (1971).
Ὁ ἔναστρος λόγος του πρός Ἐκείνην, πατώντας στέρεα στήν κοινή πεποίθηση τῶν παρελθόντων ἤδη εἴκοσι ὁλόκληρων αἰώνων Ὀρθοδοξίας, ἀπορρέει ἀπό τά μύχια τώρα τῆς ὑπόστασής του ὡς καρδιακή προσευχή, πανάκριβο θυμίαμα ἐσωτερικοῦ παλμοῦ καί θρίαμβος ἐπινίκιος τῆς ἀγαπητικῆς πρός τό μεγαλεῖο Της διάθεσής του. Λόγος ἁπλοῦς καί γιά τοῦτο ἀκριβῶς καθαρότατος κι ἄκρως μεγαλοπρεπής, λόγος ρέων, μουσικός κι ἑλληνοπρεπής, γλαφυρότατος καί θεοπρεπής, λόγος ἀνάλαφρος κι πανωραῖος, τοῦ Θανάτου ἀντίλογος κι ἀντιστάθμισμα. Ἐρανίζομαι (χάριν εὐφωνίας) κάποιους ἐνδεικτικούς του στίχους, ὀάσεις τρυφερότητας κι εὐλάβειας:
«Φῶς ἀβασίλευτο κι ἔρωτας τοῦ φωτός
Αὐγή καί βλέφαρο τῆς αὐγῆς
Κι ὅλα μεμιᾶς ἀναγαλλιάζουν» (27),
«Θαμπωμένοι ἐμεῖς ἀπ' τό θυρεό τῆς Ὡραιότητός Σου» (28),
«ὤ Παναγίτσα ἡλιόκαλη δική μας
Παρηγοριά μας καί καταφυγή μας
Σ' ἕνα δελφίνι καθιστή
Περνᾶς τούς κάβους στήν ἀράδα
Τό χαμόγελό Σου ἀστραπή
Κάτασπρο γνέφαλο ἤ νιφάδα» (29),
«Μᾶς ἐπισκέπτεσαι πάντα ὦ Περίβλεπτη
Τίς χιονισμένες κάμαρες ἀνοίγοντας στή θαλπωρή τοῦ θέρους
Κι ἄγγελοι πλῆθος συνωστίζονται
Κάτω ἀπό τό ἀνθοπέταλο
Πού σχηματίζει τ' ὄνομά σου» (30),
«Ἀκόμα καί τό φῶς χρειάζεται τήν παρουσία σου
Δέσποινα τῶν ἀγγέλων πού προστατεύει τόν ὕπνο μας
Γιατί μονάχα Ἐσύ μπορεῖς ν' ἀναχαιτίσεις τά σκοτάδια
πού ἐφορμοῦν
Σέ πένθιμη νυχτερινή ἱππασία
Κι ὅπου στενάζει ἕνα παιδί
Κάνεις ν' ἀνθίσει μιά δροσοσταλίδα» (31).
Ὁ Βαρβιτσιώτης ἀποδεικνύεται στήν κυριολεξία Ὑμνογράφος ἐπιδεξιότατος. Μπορεῖ νά μήν συντάσσεται μέ τά ἐξωτερικά ἐκφραστικά μοτίβα τῶν γνώριμών μας βυζαντινῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιητῶν, ἀλλά ὁ ἐσωτερικός του ρυθμός, ἡ ὑποδειγματική του σεμνότητα, ἡ ἔναστρη ταυτόχρονα καλολογία του, τό ἀπαστράπτον συναίσθημα πού ξεδιπλώνεται γάργαρο, ἡ ἐκπεφρασμένη ροή τοῦ ζέοντος πιστεύματός του παραπέμπουν κατ' εὐθείαν ἐκεῖ, στό βάθος τῶν αἰώνων, ἴσως διότι ἀρδεύεται ἀδιάλειπτα ἀπ' τό φρέαρ τῆς Παράδοσης, ἁπλώνοντας ἔτσι τίς ρίζες του θαλλερές καί στό αὔριο. Εἶμαι ὑπερβέβαιος, ὅτι, ἄν κάτι-ὁτιδήποτε συνέβαινε κι ἔπαυε πιά νά χρησιμοποιεῖται ὡς λειτουργική ὑμνητική τοῦ Θείου γλώσσα ἡ βυζαντινότροπη ποίηση, ἀρχαία καί νεώτερη -ὅ μή γένοιτο, ἐννοεῖται-, ὁ εὔχυμος κι εὔρωστος λόγος τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη θά κατελάμβανε τήν πρωτεύουσα θέση στή νοητή αὐτή ἀντικατάσταση, ἐκεῖ ὅπου γιά τόσους καί τόσους αἰῶνες κατέχουν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς περίβλεπτος Ρωμανός ὁ Μελωδός (32) ὁ πρωτοκορυφαῖος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (33) ὁ ταπεινόφρων, Κασσιανή (34) ἡ τολμηρότατη τῶν γυναικῶν στό στίχο, τώρα τελευταῖα Γεράσιμος ὁ Μοναχός ὁ Μικραγιαννανίτης (35) ἤ Ἀθανάσιος ἱερομόναχος ὁ Σιμωνοπετρίτης (36) καί τόσοι ἄλλοι ἐπώνυμοι ἤ ἀνώνυμοι ἐκκλησιαστικοί στιχοπλόκοι, θεοδίδακτα πάντως καί «πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου» (37). Διότι, ἁπλούστατα, καταφέρνει νά συνδυασθοῦν ἁρμονικότατα διά τῆς ποιήσεώς του, τό τερπνόν τῆς τέχνης του μετά τοῦ ὠφελίμου τοῦ ζέοντος φρονήματός του, γεφυρώνοντας τό ἐσώτατο μέλος τῶν στιχηρῶν του μέ τό βέβαιο μέλλον τῆς πίστης. Ἐνώπιος Ἐνωπίῳ, λοιπόν, φλέγεται ἀπό τή λυσιμελή ἐμπειρία τῆς πύρωσης, δίχως ποτέ ν' ἀφομοιώνεται ἤ ν' ἀφανίζεται κατακαιόμενος. Προσεύχεται αὐθεντικά κι αἰσθαντικά, ἔγκλειστος ἐκ νεότητός του στό μοιραῖο κελλί τῆς Ἄσκησης καί τῆς ὅλο κοινωνικότητα Μοναξιᾶς του, ἀποκρούοντας ἐπιτυχῶς μέχρι σήμερα τό κάθε ἐνάντιο καί δηλητηριῶδες κεντρί, πού ἐλλοχεύει ἀνά πᾶσα στιγμή, νά μᾶς εὕρει εὐάλωτους. Τή δική μας ροπή, ὑπονοῶ, πρός τό ὑπερφίαλο καί τό ἐγωπαθές, τό τάχα καί τό δῆθεν. Ἀποθεώνει ὁ Ποιητής τό γήινο κι ἐνσαρκώνει ἐπισημότατα τό Θεῖον, κάτι ἄλλωστε, πού συνιστᾶ καί συνοψίζει ἀνέκαθεν τόν Κανόνα τῆς ὅσης Ὀρθοδοξίας μας ὡς Ὀρθοπραξίας.
* * *
Τό μυστικιστικό στοιχεῖο θαυματουργεῖ εὐφρόσυνα στήν ποίηση τοῦ Βαρβιτσιώτη, χαρακτηρίζοντας ἀνεξίτηλα τά καλοστημένα (πραγματικά ἤ φανταστικά) σκηνικά τοῦ Κόσμου του, μαζί μέ τίς τάσεις, τίς ἐντάσεις, τίς ἀντιστάσεις, τίς ἀνατάσεις του. Ὅλ' ἀφοροῦν στό Ἐπίκεντρο, στήν Οὐσία (ἀπουσία, ἤ μή παρουσία) τῶν Ὀνείρων καί τῶν λοιπῶν Ὄντων. Ἡ γραφή του διανύει τό σχῆμα: Μυστηριώδης - μυστικοπαθής - μυστική - μυσταγωγική - μυστηριακή. Μᾶς προϊδεάζει σχετικά:
«Ἀνακάλυψα μιά νέα
Μυστική γραφή
Ἴδια σκιά πού ξετυλίγεται
Δαντελλωτή
Μές στή ραγισματιά τῆς μέρας
Ἰδεόγραμμα χαραγμένο
Μέ τό δάχτυλο τῆς Περσεφόνης
Ὑπόγεια φλέβα
Πού ὅμως ἀχτινοβολεῖ
Σκιά πλατύφυλλη
Σωρευτική
Θεοσκότεινο ἄνθος
Σφραγισμένο
Μέ τή σιωπή» (38).
Ὅλα τίθενται, συντίθενται ἤ καί συχνότατα ἀποσυντίθενται μέ παρρησία περισσή. Μιά πολύ μακρινή Ἀπουσία παρ' ὅλ' αὐτά, ἀνά πᾶσα στιγμή καί ὥρα παροῦσα, κυκλοφορεῖ κυριαρχική στήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρά του, καλορυθμίζοντας ἐντέλει τά πάντα, πίσω ἀπ' τίς τρέχουσες λέξεις του, τά νῦν καί ἀεί νοούμενα. Μιά λατρεία εὐωδέστατη γιά τίς ἤδη φευγάτες θωπεῖες ὑπεραμύνεται τῶν δικαίων της. Ἕνας ὁλόκληρος ἕτερος (μά ταυτόχρονα, τόσο οἰκεῖος του) Κόσμος στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Ζῆν ἐπιβιώνει, ἐντός ἐκτός καί ἐπί τ' αὐτά.
«Μαβιά ἡ μορφή της κάτω ἀπ' τό χιόνι
Διαιωνίζει μιάν ὑποχθόνια βλάστηση» (39).
Ἦχοι ἀπόηχοι μικρῶν ἤ μεγάλων σιωπῶν καί παράδοξες -πλήν ἰσχυρότατες- Μνῆμες, ἄν καί πολλές φορές κολοβωμένες ἀπ' τήν πολλή τώρα μακρότη, μά καί ἡ σκουριά παράλληλα τῶν νοτισμένων αἰσθημάτων νοηματοδοτοῦν πάλι καί πάλι τή δίχως κατάληξη περιπέτεια τοῦ Ὑπάρχειν. Ὅλα πᾶνε κι ἔρχονται, παλαιώνονται καθ' ὁδόν ἐπιδεξιότατα, προγευόμενα τό Τέλος (μέ τήν ἔννοια τῆς ὁλοκλήρωσης ἤ καί τῆς ἐκπλήρωσης), ὡς μέλη-στελέχη πολύτιμα μιᾶς παράτολμης, γι' αὐτό καί τόσο θελκτικῆς, νέας Δημιουργίας:
«Βαθειά συρτάρια ἀπό ξύλο παλαιό
Πού εὐωδιάζουν
Μέ σκουριασμένες κλειδαριές
ἠχηρά μονάχα ἀπό τή σιωπή
Μέσα τους ἀχτινοβολεῖ
Ἡ πιό παράξενη μυστική νύχτα» (40),
ἐνῶ ὁ ἐπί σκοπόν ἁρμόδιος Ὀφθαλμός (στήν προκειμένη περίπτωση ὁ Ποιητής) καί μετά ἀπό μακρά ἀγρύπνια, ἐγρήγορση κι ἀναμονή στό φεγγίτη τῆς Αἰωνιότητας, ἀφουγκράζεται ὁλοένα, ἤ καί θεᾶται σήμερα σημεῖα ἀποκαλυπτικά, τά ὁποῖα παραπέμπουν στό Αὔριο τῶν Ὀνομάτων καί τῶν Εἰδῶν:
«Βήματα νεκρῶν πού ἀπομακρύνονται ὁλοένα
Σώματα πουλιῶν βαλσαμωμένα
Λυπημένα βλέμματα χωρισμένων ἐραστῶν» (41).
Οἱ χρονίζουσες ἀποστάσεις μας ἀπ' τό Ἀκμαῖο ἤ οἱ ἀλλεπάλληλες πτώσεις μας ἀπ' τό Αὐθεντικό, οἱ ἔξοδοί μας ἀπ' τόν Κῆπο τῆς Τελειότητας καί τῆς Ὀμορφιᾶς (πεῖτε τις καλύτερα, αὐτοεξορίες ἤ καί κάποτε αὐτοκτονίες) σ' ἕναν δυσοίωνο κόσμο virtual πραγματικότητας μέ τόν Big Brother νεόκοπο -ἀλίμονο- κυρίαρχο τοῦ «παιχνιδιοῦ», δέ συνιστοῦν ἀσφαλῶς μιά κατά φύσιν κατάσταση. «Ἐν ἀρχῇ» (42) ἐκεῖ, κατεῖχε χαρισματικά ὁ Ἄνθρωπος, μακάριος, τήν κορυφαία κατάσταση τοῦ posse non mori (43) ἀλώβητο, ἀργότερα ὅμως κι ἀνά πᾶσα στιγμή ποθεῖ καί σχεδιάζει, μακρόθεν καί λυπούμενος, τήν Ἐπιστροφή. Ἀπό τότε καί στό ἑξῆς, ἡ γεύση παραμένει ἀσίγαστη τῆς Νοσταλγίας, ἡ ἐπιθυμία διαρκής πρός τό πρώην Κάλλος καί τ' ἄλλα δωρήματα, τ' ἀπωλεσθέντα. Μά καί πάλι ἀνθίσταται -ἀτυχῶς- ἐνάντια στό δικό του συμφέρον, ἀνασταλτικά τοῦ δικοῦ του σωσμοῦ, διότι ἔχει πλέον προσλάβει ὡς νεώτερη, ἀνάρμοστη φύση του, τή ροπή ἐτούτη πρός τήν Ἀντίσταση καί τή Φυγή:
«Ὀργισμένες ἀχτίδες πού διαπερνοῦν τόν ὁρίζοντα
Ἴχνη πού ἀφήνει ὁ οὐρανός
Ὕστερα ἀπό τή θύελλα
Ὕστερα ἀπό τήν τελευταία πτώση
Τοῦ ἀγγέλου» (44).
* * *
Ἄτριον (45) εἶναι ὁ τίτλος τῆς ποιητικῆς συλλογῆς (παραγωγῆς 1994-1995) τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, πού γεφυρώνει ἐκδοτικά (Ὀκτώβριος τοῦ 2000) τόν εἰκοστό μέ τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα. Ἡ ἀρχαία αὐτή λέξη σημαίνει τό «στημόνι», ἀπαραίτητο γιά τήν ὕφανση, στή διασταύρωσή του μέ τό ὑφάδι. Κάπως ἔτσι χρειάζεται νά ἐκληφθεῖ τό ἀνά χεῖρας βιβλίο: Στημόνι τοῦ νεώτερου κόσμου τοῦ ὀνειρικοῦ, τῶν νήπιων ἀκόμη χρόνων τοῦ μόλις εἰσοδεύσαντος αἰώνα, τῶν ἱερῶν ἐμπειριῶν (καλῶν ἤ κακῶν, δέν ἔχει καμιά σημασία) τοῦ Ποιητῆ στή συνεύρεσή τους μέ τίς νέες πραγματικότητες τοῦ σήμερα ἤ τοῦ αὔριο. Στημόνι, ἐξάλλου, μιᾶς ἐπαναστατικότερης ὁλοένα Σιωπῆς· ἑνός ἀγωνιώδους ἀγώνα γιά τήν ἐπικράτηση τῶν δώρων τ' Οὐρανοῦ στή γῆ· τῆς ζωῆς ἐπί τῶν παντοειδῶν γνωστῶν μας ἀγνώστων φαντασμάτων, τῆς ὀρθοφωνίας τῶν αἰσθημάτων ἐπί τῆς κακοφωνίας τοῦ Ἀναίσθητου, τῆς Ἀγάπης, φίλοι μου, τῆς Ἀγάπης!!! Αὐτῆς, τῆς ταλαίπωρης ἐρωμένης!!!...
Ὁ Ποιητής ἐκ προοιμίου, κατά τρόπο ἱερατικό, δηλώνει εἰς ἐπήκοον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου:
«Ἀντιστροφή πιά τώρα
Πρός τήν ἀπόκρυφη σκιά
Ὅπου ἀναθρώσκει
Ἕνα ἄνθος ἀπό φῶς
Σφραγισμένο μέ τή σιωπή του» (46).
Ἐνῶ βιώνει μιάν ὄντως δυσοίωνη πραγματικότητα, μιά κατάσταση ἔκπτωσης, παθῶν καί λαθῶν, μιά
«Γυμνή ἐποχή
Μέ τό ξεθυμασμένο της ἄρωμα
Καί μέ τό διάφανο ψῦχος της» (47),
δέν παύει ἐπ' οὐδενί, νά παραμένει
«(...) γοητευμένος ἀπό τό οὐράνιο πῦρ
Ἀπό τούς κήπους τοῦ μυστηρίου
Θρεμμένος ἀπό τό ψωμί τῆς μοναξιᾶς
Ἀναζητώντας πάντα τήν πνοή τοῦ ὠκεανοῦ
Ναυσιπλοεῖ μέσα στό ἄρρητο καί στό ἄγνωστο» (48).
Λησμονημένα ὀνόματα ἐπιστρέφουν, ξεθωριασμένα χρώματα ἐρυθριοῦν ἐκτάκτως τώρα στή Στροφή. Καραδοκίες ὀνείρων ξεθαρρεύουν και ἀνθίζουν. Τά ὅσα νήπια συναισθήματα ἐνηλικιώνονται. Ἡ γνωστή του ἐκείνη, ἀπ' τά πολύ παλιά, Μορφή (ἄσαρκη ἤ ἐνσώματη, δέν πολυέχει σημασία στό ἐπέκεινα τοῦ Χρόνου) ἰσχύει ἀκόμη. Τώρα, περισσότερο παροῦσα. Τώρα, ὀργιάζουσα στή νιοστή. Εἶναι θέμα Προσώπου, τελικά. Ἐκεῖνο διαρκεῖ, ἐκεῖνο εἶναι τό ἐξόχως ἐρωτεύσιμο κι ἀνεπανάληπτο, γιά ἐκεῖνο ἀκριβῶς συγκαταβαίνει συνήθως ἡ Οὐρανός στή Γῆ. Ἐν ἔτει, λοιπόν, σωτηρίῳ 2000 καί βάλε, μετά Χριστόν, ὁ Βαρβιτσιώτης ἀνασύρει αὐτή τή Μορφή ἀπ' τόν πρώην αἰώνα του, ἀπ' τίς προπερασμένες του ἡμέρες «ἀπαραποίητη»:
«Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἐξαφανιστεῖ
Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἀποδημήσει
Ὅπου καί νά 'σαι θά σέ ξαναβρῶ
Τό πρόσωπό σου μοῦ ἀνήκει
Ἀπαραποίητο μέσα στόν ἄνεμο» (49).
Κι ὅμως, ἡ Ποίηση, ἐνῶ σέ λυτρώνει, ταυτόχρονα σ' ἐξαντλεῖ, ὄντας
«(...) σειρήνα καραβιοῦ
Πού καλεῖ σέ βοήθεια» (50).
Ἐνῶ σέ ὠθεῖ νά χαμογελᾶς ἤ νά λυτρώνεσαι μή ἀπελπιζόμενος, κάποτε σ' ἐξωθεῖ καί στά δάκρυα, ὄχι τοῦ χαμοῦ, μά σέ κεῖνα πού εἶναι δάκρυα ἀπροσδιόριστης προέλευσης, κραυγή πού δέν ξέρεις γιατί κι ἀπό ποῦ. Ἡ Ποίηση, ἐξάλλου, σέ κενώνει, ἔτσι καθώς ἡ τελετουργία ἐκείνη τῆς Πενίας καί τοῦ Πόρου, τῆς Νοσταλγίας καί τοῦ Κορεσμοῦ. Καί ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης, ἀπό τά καλοθύμητα ἐκεῖνα Φύλλα ὕπνου (51) (τοῦ 1949) ὥς τό σημερινό πολύτροπο Ἄτριον, ἔχει καταξοδευτεῖ καί τολμᾶ νά τό πεῖ, ὄχι ὡς παράπονο (ποτέ δέν θά τὄκανε), ἀλλά ὡς ρεαλιστικό γράφημα ἔσω ψυχῆς καί ὡς παρακαταθήκη ἤ πρώτης τάξεως προϊδεασμό γιά κάθε ἐπίδοξο ἐπίγονό του, ὀρεγόμενον δόξαν ποιητοῦ:
«Ὁ λόγος μου
Ὁ διάφανος λόγος μου
Ὤ τί σκληρή δοκιμασία!
Τί περιπέτεια ἐξαντλητική!
Τά φτερά μου πιά ἔλιωσαν
Καί μέρα μέ τή μέρα
Γίνομαι ἀόρατος
Προστατευμένος μόνο
Ἀπό τό φῶς τῆς τραγωδίας μου» (52) .
* * *
Δέν εἶν' εὔκολο διακόνημα ἡ θητεία στήν Ποίηση, δέν εἶναι... Κι ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης, κρίκος ὁλόχρυσος μιᾶς μακρᾶς (ἀρχαϊκῆς, μά στέρεης) ἁλυσίδας καταξοδεμένων προφητικῶν φυσιογνωμιῶν, ἐπιθυμεῖ ν' ἀπιθώσει τήν ποιητική διαδοχή, (σκυτάλη εὐθύνης ὕψιστης), σέ χέρια στιβαρά καί νόες διαυγεῖς, πού θ' ἀριστεύσουν -σύν τῷ χρόνῳ- εὔρωστοι κατά τή νοητή κι ἀτέρμονη σκυταλοδρομία πρός τή Γνώση, τήν Τελείωση, τό αὔριο τῶν Πραγμάτων. Καί τοῦτο, ἐπειδή γνωρίζει καλά, ὅτι, ἄν δέν ὑπάρξει ἡ ζητούμενη αὐτή οὐσιαστική διαδοχή, ὅλα θά ριχτοῦν στή χοάνη τῆς Λήθης, στήν ὁριστική σιωπή τοῦ Χαμοῦ. Ὁ κίνδυνος πάντοτε ἐμφωλεύει καί δέν μᾶς εἶν' ἐπιτρεπτό, νά καταλήγουμε στήν Ἀμνησία, λόγω τῆς ἐπί θύραις καθολικῆς Ἀμνηστίας, πού μᾶς ἐπαπειλεῖ ἀδιάλειπτα. Ἡ ἐγρήγορση προαπαιτεῖται γιά τή δικαίωση τῆς Ποίησης, διότι
«Ὅπως τά καρφιά
Σκουριάζουν κάποτε καί τά ὄνειρα
Μέ τόν καιρό» (53).
Ἀντί ἄλλων ἐπιπρόσθετων καταληκτικῶν λόγων στήν ἐντελῶς προσωπική μας ἐτούτη περιδιάβαση μέσα στόν ὁλάνθιστο Κῆπο τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη, δανείζομαι δυό ποιητικά ψήγματα τῆς σοφίας του, διότι ἀποτελοῦν -θεωρῶ- ἄριστες παραινέσεις πρός ναυτιλομένους, ἀλλά καί συνοψίζουν ἐπαρκῶς τή γένεση, τήν ἐξέλιξη καί τήν ἐν γένει ποιητική μυσταγωγία, πού τελεσιουργεῖ ἀνέκαθεν ὁ ἴδιος:
[Ι]
«Αὐτός ὁ ἅγιος πού λέγεται ποιητής
Ὁ ἄνεργος αὐτός
Πού διακονεύει κάποτε στή γῆ
Καί κάποτε στόν οὐρανό
Πάντοτε πανωραῖος καί πάντοτε θαλερός
Μές στήν ἀτέρμονη ἰχνηλασία του» (54).
[ΙΙ]
«Ὅσο ὑπάρχουν ποιητές
Τά πουλιά θά πετοῦν
Καί τά δέντρα θ' ἀνθίζουν
Δέ θά μποροῦν ἀνίερα χέρια
Νά σταματήσουν τήν ἄνοιξη
Νά ἐξαφανίσουν τά πράσινα σημάδια
Αὐτούς πού πιστεύουν ἀκόμα
Πώς εἶναι τ' ὄνειρο δυνατό» (55).
Καί μιά διαπίστωση ἀκροτελεύτια, πού σημειολογικά λέει πολλά: Ἡ μακρά καί πλατιά Ποίηση τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη δέν διαθέτει τελεῖες. Ψάχνεις σελίδα τή σελίδα, μά δέ βρίσκεις. Ἤ, μᾶλλον, ὑπάρχουν μερικές σ' ἐλάχιστα ποιήματα τῆς πρώτης του ἐποχῆς. Τό κάθε του στιχηρό ἀπό τότε, κλείνει, μά δέν τελειώνει. Τοῦτο μᾶς παρέχει τή μυστική πληροφορία καί τή βεβαιότητα, ὅτι ὁ δημιουργός τους ἀφήνει ἐσκεμμένα κάθε φορά τίς ὑποθέσεις του ἀνοιχτές σέ καινούργιες προσεγγίσεις, νεώτερες ἐκδοχές, σάν ἀνοιχτά (ὀρθάνοιχτα) παράθυρα πρός τόν ἔξω κόσμο (ἤ πρός τή μέσα φυλακή) κι ἐνῶ κάθε φορά μᾶς νουθετεῖ στοργικότατα:
«Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς ἀναχώρησης
Μή λυπηθεῖτε φίλοι μου
Μή λυπηθεῖτε
Ἄς ταξιδέψει τό χαμόγελό σας
ἀπό στόμα σέ στόμα» (56)
[Μπανάτο Ζακύνθου, Ἰούνιος 2001]
ΘΕΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ (57)
Στόν Τάκη Βαρβιτσιώτη
Νά πού ὁ Ὕπνος χρηματίζεται κι αὐτός
μέ νουθεσίες παραμυθιοῦ
καί ἄνευ λόγου Λόγο
ὄμορφες
καί θεόμορφες
λέξεις παρακειμένου
πέπτωκα
ἤ τετέλεκα
πέφευγα
κι ὅπου-ὅπου.
Τό μάθε τέχνη κι ἄστηνε ἐσχάτη ἐλπίδα
στέκει στήν πύλη ὁ Πυρετός
κι ἄν θέλεις ἔμπα
μά σέ γκρεμούς ἀπό νερά
ὁλονυχτίς μές στ' Ὄνειρο
καί τήν αὐγή
Ἰούνιος ἀπό σώματα
(εὐπαθῆ γιασεμιά πού τά φθόνησε ὁ Ὄρθρος)
ὑφάδι ἀποτρόπαιο
τῆς θερινῆς ἰσημερίας.
[Ποίημα π. Παναγιώτη Καποδίστρια, γραμμένο στις 25.6.2001]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Σύνοψη· Ποιήματα (1958-1972), Ἐκδ. Ἐγνατία, (Θεσσαλονίκη) 1981, τ. 2, 31 [ποίημα «Τό μεταίχμιο», ἀπό τήν ποιητική συλλογή Τό πέπλο καί τό χαμόγελο, 1958-1962].
2. Γιά τόν Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, τό ἔργο καί τήν ὅλη ἐπιφανέστατη παρουσία του στά ἑλληνικά καί παγκόσμια Γράμματα, βλ. κατατοπιστικά στοιχεῖα, ἐπιλεκτικά: α) 'Η λ ί α Κ ε φ ά λ α, "Ἐπίλογος" [στό βιβλίο τοῦ Τ. Β. Νήματα τῆς Παρθένου], Ἐκδ. Κέδρος, (Ἀθήνα) 1997, σ. 125-129, β) Ἀ λ έ κ ο υ Δ α φ ν ο μ ή λ η, Ὁ ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, Θεσσαλονίκη 1999 καί γ) Π. Δ. Μ α σ τ ρ ο δ η μ ή τ ρ η, «Νοσταλγία καί Δοξολογία στήν ποίηση τοῦ Τάκη Βαρβιτσιώτη», Ἀνάτυπο ἀπό τήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 32 (1998-2000) 59-68.
3. Ἀξίζει νά ἐπισημανθοῦν δυό σπουδαῖα καί μεγάλα ἀφιερώματα ἔγκριτων λογοτεχνικῶν περιοδικῶν γιά τόν Ποιητή: Α) Περιοδικό Ἔρευνα 1 (Ἰανουάριος 2000) 5-12. Γράφουν μέ ἀλφαβητική σειρά οἱ: Πίτσα Γαλάζη, Δημήτρης Θ. Γκότσης, Hotacio Castillo, Ἀλέκος Δαφνομήλης, Βίκτωρ Ἰβάνοβιτς, Myo Kapetanovich, Δημήτρης Ἰ. Καραμβάλης, Ἠλίας Κεφάλας, Φώφη Κορίδη, Γιάννης Κορίδης, Διονύσης Κωστίδης, Εὐτυχία Ἀλεξάνδρα Λουκίδου, Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Νίκος Μουτσόπουλος, Δημήτρης Νικορέτζος, Justo Jorge Padron, Νίκος Παππᾶς, Λένα Παππᾶ, Ἠλίας Σιμόπουλος, Μιχάλης Σταφυλᾶς, Κώστας Τριανταφυλλίδης καί Γιῶργος Φρέρης. Ἀκολουθεῖ ἐκτενές ἀνθολόγημα ποιημάτων καί ἀναλυτικό Χρονολόγιο τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ Ποιητῆ. Β) Περιοδικό Ὀμπρέλα 48 Μάρτιος-Μάϊος 2000) 3-49. Γράφουν οἱ: Μ. Ἀποστολᾶτος, Μιχάλης Ἀγγελάκης, Ἑλένη Καρασαββίδου, Βίκυ Μπακάλη, Δημήτρης Νικορέτζος, Μαργαρίτα Δαλμάτη, Νέστορας Μάτσας, Εὐαγγελία Παπαχρήστου-Πάνου, Δημήτρης Ἰ. Καραμβάλης, Κώστας Σαρδελῆς, Κατερίνα Τσιτσεκλῆ, Δ. Κωστίδης, Λουκᾶς Θεοχαρόπουλος, Πάνος Π. Παναγιωτούνης, ὁ ἴδιος ὁ Ποιητής περί Ποιήσεως καί ἀπάνθισμα ἀπ' τό ἔργο του.
4. Ἡ ἐκτίμηση αὐτή τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη δημοσιεύεται στό ἐξώφυλλο τοῦ ποιητικοῦ τόμου, Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Σύνοψη· Ποιήματα 1973-1979, Ἐκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, τ. 3.
5. ὅ.π., σ. 117 (ἀπό τό ποίημα "Mant Chagall" τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Καλειδοσκόπιο, 1972-1976).
6. Ποίημα Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, ὑπό τόν τίτλο «Αὐτός ὁ μικρός θεός πού μιλᾶ», δημοσιευμένο στό Περιοδικό Ἐντευκτήριο, τεῦχος 51, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2000.
7. Ἀπό Συνέντευξη τοῦ Ποιητῆ στήν Φ ώ φ η Κ ο ρ ί δ η. Βλ. τόν διαδικτυακό Τόπο in.gr: Βιβλία. Πρβλ. ὅσα περιέχονται στό τεῦχος «Ἐπίσημη ὑποδοχή τοῦ Ἀντεπιστέλλοντος Μέλους τῆς Ἀκαδημίας [Ἀθηνῶν] κ. Τάκη Βαρβιτσιώτη», Ἀνάτυπον ἐκ τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τ. 44, τεῦχ. β' (1999) 328-348, ὅπου Χαιρετισμός τοῦ τότε Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Γ ε ω ρ γ ί ο υ Μ η τ σ ο π ο ύ λ ο υ, Προσφώνηση τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Τ ά σ ο υ Ἀ θ α ν α σ ι ά δ η καί Ὁμιλία τοῦ τιμωμένου Ποιητῆ.
8. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 145 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ἡ ἀτραπός, 1972-1976).
9. ὅ.π., σ. 41-66.
10. ὅ.π., σ. 9-23.
11. ὅ.π., σ. 13.
12. Ἀπό τό ποίημα Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, «Ὁ χειμώνας περίλαμπρος», Ἐντευκτήριο, ὅ.π.
13. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 72 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ἑνωμένα χέρια, 1972).
14. ὅ.π., σ. 60 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ἡ Ἄννα τῆς ἀπουσίας, 1973-1974).
15. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Φαέθων, Ἐκδ. Γ. Μπίμπη, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 19 (ποίημα "Ἡ μοναξιά καί ἡ σιωπή").
16. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 202 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Fragmenta ἤ Ἡ βλάστηση τῶν ὀρυκτῶν, 1977-1979).
17. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ὄχι πιά δάκρυα, Ἐκδ. Κέδρος, (Ἀθήνα) 1998.
18. ὅ.π., σ. 7.
19. ὅ.π., σ. 9.
20. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 229.
21. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ὄχι πιά δάκρυα, ὅ.π., σ. 19 (ποίημα «Ἡ ἀσημένια κόρη»).
22. ὅ.π., σ. 21 (ποίημα «Ποτέ δέν ἦταν ἄλλοτε»).
23. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ἄρωμα ἑνός κομήτη, Ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1997, σ. 15 (ποίημα «Ὑπάρχει κάτι πιό συγκλονιστικό»).
24. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π., σ. 48.
25. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Τά δῶρα τῶν Μάγων, Ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1999, σ. 29.
26. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π., σ. 46.
27. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., τ. 2, 148 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Ταπεινός αἶνος στήν Παρθένο Μαρία, 1971).
28. ὅ.π., σ. 149.
29. ὅ.π., σ. 150 ἑξ.
30. ὅ.π., σ. 152.
31. ὅ.π., σ. 153.
32. Γιά τόν Ρ ω μ α ν ό τόν Μ ε λ ω δ ό, βλ. ἐπιλεκτικά, 'Ο δ υ σ σ έ α Ἐ λ ύ τ η, Ἐν λευκῷ, Ἐκδ. Ἴκαρος, (Ἀθήνα) 1992, σ. 35-56.
33. Γιά τόν Ἰ ω ά ν ν η τόν Δ α μ α σ κ η ν ό, βλ. ἐπιλεκτικά, α) Π α ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας, Ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων Ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι 1978 (β'), σ. 287-310 καί β) Ἀ ρ χ ι μ. Δ α μ α σ κ η ν ο ῦ, Ἕνας Ἅγιος Ὑπουργός, Ναύπακτος 1992.
34. Γιά τήν Κ α σ ί α ἤ Κ α σ σ ι α ν ή, βλ. ἐπιλεκτικά, Π α ν. Τ ρ ε μ π έ λ α, ὅ.π., σ. 372-376.
35. Γιά τόν Γ ε ρ ά σ ι μ ο Μ ι κ ρ α γ ι α ν ν α ν ί τ η, βλ. ἐπιλεκτικά, α) Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ Γ ε ω ρ γ ί ο υ Χ. Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ, Ὁ Ὑμνογράφος Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης καί οἱ ἀκολουθίες του σέ Ἁγίους τῆς Θεσσαλονίκης· Συμβολή στή μελέτη τοῦ βίου καί τοῦ ἔργου του, (Διδακτορική Διατριβή), Ἐκδ. Ὀργανισμοῦ Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, β) Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Τό ἔργον τοῦ Ὑμνογράφου Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου· Εὑρετήρια, Ἐκδ. ὅ.π., Θεσσαλονίκη 1997 καί γ) Π ρ ω τ ο π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ Π α ν α γ ι ώ τ ο υ Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α, «Τό περί τῶν Ζακυνθίων Ἁγίων ὑμνογραφικό ἔργο τοῦ Μοναχοῦ Γερασίμου Μικραγιαννανίτου», Ἀνάτυπο ἀπό τά Πρακτικά τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο, Ἀθῆναι 1999, τ. 2, 9-22.
36. Γιά τόν σύγχρονο "Ὑμνογράφο τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας", βλ. Μ (ο ν α χ ο ῦ) Μ (ω ϋ σ ῆ) Ἁ (γ ι ο ρ ε ί τ ο υ), "Ὁ Ὑμνογράφος ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Σιμωνοπετρίτης καί τό ὑμνογραφικό του ἔργο", Περιοδικό Πρωτᾶτον, τεῦχ. 82 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2001) 51-54.
37. Ἀπό τήν Ὑμνογραφία τῆς Ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων. Βλ. Πεντηκοστάριον.
38. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, Τά δῶρα τῶν Μάγων, ὅ.π., σ. 9 (ποίημα «Μυστική γραφή»).
39. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τοῦ Παρθένου, ὅ.π., σ. 106.
40. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., τ. 3, 180 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Fragmenta ἤ Ἡ βλάστηση τῶν ὀρυκτῶν, 1977-1979).
41. ὅ.π., σ. 181.
42. Γ ε ν. 1, 1.
43. «Ἡ δυνατότητα τοῦ μή ἀποθανεῖν». Θεολογική ἔκφραση, σύμφωνα μέ τήν ὁποίαν , προπτωτικά ὁ Ἄνθρωπος, διά τοῦ «κατ' εἰκόνα», εἶχε πλουτισθεῖ μέ τό δῶρο τῆς Ἀθανασίας, τό ὁποῖο ἀμαύρωσε μέ τήν παρακοή καί τήν ἀποστασία του. Προσωπική μας πεποίθηση ἀποτελεῖ, ὅτι ἡ ἐν γένει Ποίηση, ἀσυνείδητα ἤ ἐνστικτωδῶς, ἐτούτη τή μαρτυρική μάκρυνση ἀπό τήν Ἀθωότητα διεκτραγωδεῖ. Ἀσφαλῶς καί ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης.
44. Τ ά κ η Β α ρ β ι τ σ ι ώ τ η, ὅ.π., σ. 182.
45. Ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1999, σσ. 48.
46. ὅ.π., σ. 9 (ποίημα «Πρός τήν ἀπόκρυφη σκιά»).
47. ὅ.π., σ. 10.
48. ὅ.π., σ. 15.
49. ὅ.π., σ. 31 (ποίημα «Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἐξαφανιστεῖ»).
50. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π., σ. 73.
51. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη· Ποιήματα 1941-1957, Ἐκδ. Ἐγνατία 1980, τ. 1, 25-41).
52. ὅ.π., σ. 36 (ποίημα «Ὁ λόγος μου»).
53. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Ἄρωμα ἑνός κομήτη, ὅ.π., σ. 20 (ποίημα «Ὅπως τά καρφιά»).
54. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Νήματα τῆς Παρθένου, ὅ.π. , σ. 119.
55. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., σ. 16 (ἀπό τήν ποιητική συλλογή Δέκα ποιήματα τῆς ὀργῆς καί τοῦ χρέους, 1972-1973).
56. Τ ο ῦ ἴ δ ι ο υ, Σύνοψη..., ὅ.π., τ. 1, 37 (ἀπό τήν πρώτη ποιητική του συλλογή Φύλλα ὕπνου, 1941-1944). Σκόπιμα τό δοκίμιο ἐτοῦτο κλείνει μέ τό συγκεκριμένο ποίημα, δίχως ἐπίσης τελεία τέλους. Γιά νά μείνει κι αὐτό ἀνοιχτό, καθώς «θά ταξιδεύει τό χαμόγελό σας / ἀπό στόμα σέ στόμα».
57. Το ποίημα αυτό εν τω μεταξύ δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή μας Της αγάπης μέγας χορηγός, Εκδ. Επτανησιακά Φύλλα, Αθήνα 2003, σ. 43.
57. Το ποίημα αυτό εν τω μεταξύ δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή μας Της αγάπης μέγας χορηγός, Εκδ. Επτανησιακά Φύλλα, Αθήνα 2003, σ. 43.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου