[Η Διονυσία Μούσουρα –Τσουκαλά είναι μια Ζακυνθινή λογοτέχνις, η οποία ζει κι εργάζεται στη Μελβούρνη της Αυστραλίας, παράγοντας πλούσιο συγγραφικό έργο. Τελευταία (23 Νοεμβρίου 2008) το έργο της τιμήθηκε στην κατάμεστη αίθουσα του δημαρχείου Νόρθκοτ, παράλληλα με την παρουσίαση του ετήσιου λογοτεχνικού περιοδικού Ο ΛΟΓΟΣ, το οποίο εκδίδει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας. Περισσότερα εδώ.
Παρακάτω δημοσιεύουμε τα σχετικά τιμητικά για την Δ. Μ.-Τ. κείμενα των κ.κ. Χρήστου Ν. Φίφη, Κυριάκου Αμανατίδη, Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου, Παρασκευής Δέντσα-Τσίγκας και Μayio Konidaris-Kozirakis.]
Παρακάτω δημοσιεύουμε τα σχετικά τιμητικά για την Δ. Μ.-Τ. κείμενα των κ.κ. Χρήστου Ν. Φίφη, Κυριάκου Αμανατίδη, Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου, Παρασκευής Δέντσα-Τσίγκας και Μayio Konidaris-Kozirakis.]
Του Χρήστου Ν. Φίφη,
Πρώην Επίκουρου καθηγητή Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης
Η πεζογραφία της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά αποτελείται από τα 31 διηγήματα που έχουν δημοσιευτεί στα δυο πεζογραφικά βιβλία της, Κραταιός Νόστος (ΚΝ), (15 διηγήματα), RMIT University, Εκδόσεις Ελληνοαυστραλιανού Αρχείου, 2000, και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων (ΕΦ&ΕΑ) (16 διηγήματα), εκδόσεις Τσώνη, 2005 και διηγήματα που έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς σε περιοδικά και Ανθολογίες. Λόγω αναπόφευκτων περιορισμών χώρου θ’ αναφερθώ μόνο σε διηγήματα των δυο παραπάνω βιβλίων της.
Ο Κραταιός Νόστος παραπέμπει στο δυνατό αίσθημα μιας ασίγαστης νοσταλγίας επιστροφής στο αγαπημένο της νησί –τη Ζάκυνθο. Είναι περισσότερο ένα έντονο αίσθημα νοερής επιστροφής που σαν την ‘Πόλη’ του Καβάφη ακολουθεί την ομιλήτρια των διηγημάτων της ακόμη και κατά τις σύντομες επισκέψεις της στην Ελλάδα και τη Ζάκυνθο:
Την Τρίτη φορά, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για κείνην δεν ήξερε τι πρόφαση να βρει... «Ξέρεις, Μάνα, έχω δουλέψει σκληρά τόσα χρόνια, έχω ένα καλό εφάπαξ στη δουλειά, μα πρέπει να γίνω 60 χρονών για να το δικαιούμαι... σε παρακαλώ υπομόνεψε λίγο ακόμα...» ...σε κάθε της επιστροφή όλο και πλήθαιναν οι φευγάτοι... Τώρα έφυγε και η Μάνα... (‘Το Βάζο’, ΚΝ:1-6).
Το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων αποτελείται από 16 διηγήματα που επίσης κινούνται μεταξύ Φιόρε και Αυστραλίας – εξού και ο τίτλος: Φιόρε του Λεβάντε -΄Ανθος της Ανατολής- είναι το ενετικό όνομα της Ζακύνθου.
Η Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά στην καλλιτεχνική της εργασία επιδεικνύει την τάση να μυθοποιεί βιώματά της καθώς και βιώματα φίλων και γνωστών της κι αυτό κάνει τα διηγήματά της ρεαλιστικά, πειστικά και ζωντανά. Ακολουθεί μια τεχνική με άνετη ρέουσα γλώσσα, με πειστικούς χαρακτήρες, οι ιστορίες της διαθέτουν την απαραίτητη δομή και αποφεύγει τους πειραματισμούς με τα είδη του μοντέρνου και μεταμοντέρνου. Οι καταστάσεις, παρουσιάζονται συνήθως από τη θέση της γυναίκας, αν και υπάρχουν και μερικά διηγήματα όπου ο αφηγητής είναι άντρας. Θα επιχειρήσουμε μια γρήγορη αναφορά σε μερικά από τα διηγήματα.
Στα περισσότερα διηγήματα, η Ζάκυνθος είναι η παραδεισένια γωνιά των νεανικών αναμνήσεων και βιωμάτων. Οι παλιές ιστορίες, νοσταλγικές, δραματικές ή ευτράπελες επιβιώνουν ακόμη στα χείλη των ανθρώπων από την εποχή της «Παραμυθένιας Πολιτείας», όταν ο κόσμος ήταν ακόμα μαγικός. Η «Παραμυθένια Πολιτεία» σταμάτησε ξαφνικά και καταστράφηκε από το σεισμό και τη φωτιά του 1953 και μετεξελίχθηκε αργά στη νεότερη διαφορετική πολιτεία:
Εμείς οι παλαιότεροι όταν σμίγουμε μιλάμε για τα παλιά... για τη χαμένη πολιτεία... προσπαθούμε να θυμηθούμε πώς ακριβώς ήταν... πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι μας ή το σχολειό μας, μας πιάνει η νοσταλγία... κοιτάμε τη σημερινή Ζάκυνθο και μας παίρνει το παράπονο... Αιώνιοι αρνητές! Μήπως δεν είμαστε;
Η καινούργια πολιτεία είναι και αυτή όμορφη... ΄Ομως, πώς να το κάνουμε... δεν είναι η Παραμυθένια Πολιτεία... Εκείνη ξεψύχησε στις 2.30 περίπου το μεσημέρι της 12ης Αυγούστου 1953. ... (ΚΝ, «Παραμυθένια Πολιτεία», σ. 81).
Δυο απ’ τα διηγήματα της παραδοσιακής Ζακυνθινής ζωής έχουν τον ίδιο τίτλο «Με βιολιά και με νταούλια» 1 και 2, (ΕΦ&ΕΑ, σσ.85-106). Αφηγήτρια και στα δύο είναι η Ελένη της μικρής κοινωνίας του Ζακυνθινού χωριού. Η Ελένη διαθέτει κάποιες ιδιότυπες, αν όχι αντιφατικές, φεμινιστικές πεποιθήσεις. Παρουσιάζει σχεδόν υποτιμητικά τους ανδρικούς χαρακτήρες των δυο διηγημάτων στους οποίους ρίχνει την ευθύνη για το ότι η ίδια παρέμεινε γεροντοκόρη:
Μέχρι να ξεπεράσω εκείνη την ιστορία (με τον Ρίκο μας του πρώτου διηγήματος) έκανε άλλα ρεζιλίκια ο ξαδελφούλης μου ο Γιάννης, και άστα να πάνε. Σιχάθηκα το αντρικό φύλο. Αποφάσισα, καλύτερα μόνη παρά να μου τύχει κι εμένα κανένας τέτοιος και τότε ‘βράσε όρυζα’ (σ. 97).
Οι τίτλοι «Με βιολιά και με νταούλια» (1 και 2) φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, ως γραφικές ηθογραφικές αναφορές στα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της αφηγήτριας για τα έθιμα του γάμου. Στις εξελίξεις των διηγημάτων, όμως, το έθιμο αποξεχνιέται στο υπόβαθρο κι αυτό που κυριαρχεί στο προσκήνιο είναι η ειρωνία και η σάτιρα για τη χρήση βιολιών, νταουλιών, μουσικής και χορού, όχι για τον εορτασμό ενός γάμου αλλά για το ξαναζέσταμα ενός αποτυχημένου γάμου. Και τι είναι αυτό που έχει προκαλέσει τους αποτυχημένους γάμους; Είναι ακριβώς αυτό που προκάλεσε την αποστροφή της Ελένης προς το ανδρικό φύλο. Στο πρώτο διήγημα είναι η καταπίεση της γυναίκας από τα ίδια τα έθιμα και τις προλήψεις της μικρής κοινωνίας, από τη στερεότυπη έμμονη εικόνα της νύφης την πρώτη βραδιά του γάμου και τη σύγχυση που προκαλείται στη μικρή κοινωνία από τη συζητήσιμη σεξουαλική ικανότητα ή ανικανότητα του Ρίκου. Στο δεύτερο διήγημα η Ελένη εμφανίζεται το ίδιο επικριτική προς το ανδρικό φύλο, αν και κάπως αντιφατική σε σχέση με το πρώτο. Ο γυναικοκατακτητής ξάδελφος της Ελένης, Γιάννης, βρίσκει το μάστορά του από την ερωτιάρα σύζυγό του Σπυρούλα που εγκαταλείπει τη συζυγική τους εστία να συγκατοικήσει με τον ερωμένο της. Όταν ο ερωμένος της, όμως, την εγκαταλείπει, αυτή θέτει ‘απαράβατους’ όρους για την επιστροφή της στο σύζυγο και τα παιδιά της. Οι απαράβατοι όροι είναι ότι θα πρέπει να επιστρέψει «με δόξα και τιμή», σαν να γίνεται νύφη απ’ την αρχή.
Στολισμένη σαν την φρεγάτα η Σπυρούλα, αγκαζέ με το Γιάννη και από δίπλα το μικρό, πιο πίσω τα μεγάλα και με ...ουρά που όλο και μεγάλωνε από όπου περνούσαν. ΄Αλλοι για πλάκα, άλλοι από περιέργεια... είχαν γίνει ολόκληρο... συμπεθεριό. Φτάνοντας σπίτι έστησαν το χορό, τα κεράσματα και τα καλωσορίσματα (σ. 104).
Στο Ζακυνθινό διήγημα «Νικολής ο Χαμωλόης» επιχειρείται μια σατιρική παρουσίαση παρωχημένων τοπικών κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων:
Με την Κεβή (ο Νικολής) γνωρίζονταν από παιδιά.
Εκείνος ήταν χαμωλόης (καθόταν σε χαμόσπιτο του δρόμου) εκείνη, ανωλόγα, στο απέναντι ανώι, παλιό αρχοντικό ξεπεσμένης και ξιπασμένης γενιάς. Ζούσε με τη μάνα της και τις δυο γεροντοκόρες θείες της, αδελφές του πατέρα της, που πέθανε νέος από χτικιό. ΄Ετσι όπως κυκλοφορούσαν οι τρεις νυφοκουνιάδες, πάντα μαζί αγκαζέ, ψηλές, κοκκαλιάρες και με ασορτί καπέλα με φαρδειά μπορ, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις γιατί τις ονόμασαν οι «πρόκες» (ΚΝ, σ.52).
Οι «πρόκες» έμεναν σε «ετοιμόρροπο Αρχοντόσπιτο» και «φρόντιζαν να καλλιεργούν δεόντως» το αρχοντικό τους όνομα και περιφρονούν το Νικολή που αγαπά την Κεβή. Απελπισμένος ο Νικολής παίρνει το δρόμο για τη Μελβούρνη ελπίζοντας να επιστρέψει με τα απαραίτητα χρήματα για να εντυπωσιάσει και να πείσει τις «πρόκες» για την αξία του. Εκείνες δέχονται το Νικολή αλλά με τον επιπλέον όρο να αναστυλώσει τον «πατρογονικό πύργο» της νύφης. Ο Νικολής αρχίζει έναν δεύτερο «Μαραθώνειο» ν’ αποταμιεύσει το σημαντικό ποσό που απαιτείται αλλά καταλήγει σε λάθη και αποτυχία.
Η ευάλωτη θέση της γυναίκας εμφανίζεται και στα διηγήματα «Η Τρόμπα του Μπανάτου» , «Η εξαδέλφη μου η Αντριάνα», η «Μαυριδερή», η «Τυχερή», κ. α. Η «Τρόμπα του Μπανάτου» και η «Ξαδέλφη μου η Αντριάνα» χαρακτηρίζονται από ένα λυρικό και ελεγειακό αλλά συγκρατημένο τόνο. Τα γεγονότα και τα αισθήματα ανακαλούνται και αναβιώνουν στη μνήμη:
Κόψατε μυρτιές από τους όχτους, προχειροφτιάξατε στεφάνι και στεφανώσατε την τρόμπα! ΄Ετσι για να δοξαστεί ο έρωτας και να μείνει η τρόμπα σύμβολο του έρωτα και της αγάπης! (ΕΦ&ΕΑ, σ.62).
«Η Τρόμπα του Μπανάτου» αναπτύσσει μια ιστορία με την τραγωδία του πολέμου στην Ελλάδα. Το διήγημα της Αντριάνας αναπτύσσει μια ξαφνική τραγωδία της ζωής στην Αυστραλία. Μολονότι συχνά η γλώσσα της είναι συγκινησιακά φορτισμένη η συγγραφέας διαθέτει την τεχνική να μην υπερβαίνει το μέτρο, να την αποφορτίζει, να βρίσκει την ισορροπία και την εύθυμη νότα μιας βαριάς ατμόσφαιρας.
Στο «Εύθραυστο βάζο» (ΕΦ&ΕΑ, σ.39-50) κυριαρχούν οι μνήμες νοσταλγίας από το παρελθόν, οι παρεκβάσεις, η αφήγηση των επισκέψεων στην Ελλάδα και η σύγκριση της παλιάς δύσκολης ζωής με τη μαλθακότητα της σημερινής ευημερούσας Ελλάδας που αποτυπώνεται στην παραφθορά της γλώσσας. Το «εύθραυστο βάζο» μπορεί να εκληφθεί ένα σύμβολο της σχέσης της αφηγήτριας με τη μητέρα της και τη γενέτειρά της.
Στις «Συμμαθήτριες» (ΕΦ&ΕΑ, σ.75-84), που η φωτογραφία τους δίνεται στο εξώφυλλο, τα εύθυμα και αυθόρμητα κοριτσόπουλα που τελειώνουν τα τελευταία γυμνασιακά διαγωνίσματά τους υπόσχονται μεταξύ τους να συναντούνται αυτή τη μέρα κάθε χρόνο, να τα λένε και να θυμούνται τα παλιά. Η συγγραφέας δείχνει με χιούμορ και παρατηρητικότητα τις αλλαγές και την εκζήτηση που φέρνουν η ζωή και ο χρόνος στις πρώην φιλικές σχέσεις. Οι γυναίκες, πρώην συμμαθήτριες, προσπαθούν να δώσουν η μια στην άλλη έναν αέρα επιτυχίας και αυτοσπουδαιότητας, εκτός από την Σάσα που παρέμεινε στο νησί της, παντρεύτηκε τον πρώτο της έρωτα και μεγαλώνει τα παιδιά της χωρίς, νομίζει η ίδια, να μπορεί να δείξει κάτι απ’ την γκλαμουριά των άλλων, που τις ζηλεύει λίγο γι’ αυτά που δίνουν την εντύπωση ότι τις κάνουν επιτυχημένες. Η τελευταία συνάντησή τους, όμως, γίνεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής τους, όταν έχουν περάσει τα εξήντα τους και στα χρόνια τους πλανάται η σκιά της απογοήτευσης. Δεν έχουν πια τη βεβαιότητα για δυνατότητα άλλης συνάντησης και η συναίσθηση της ματαιότητας των προσπαθειών τους τις οδηγεί σε μια εξομολόγηση πιο ειλικρινή, όπου παραδέχονται ότι στο βάθος τρέφουν κάποια ανάκατα αισθήματα ζήλειας και θαυμασμού για τη ζωή της Σάσας. Ακούνε, όμως, με έκπληξη ότι και η Σάσα είχε στο παρελθόν μια περίοδο αμφιβολιών και μελαγχολικής αβεβαιότητας:
Τους μιλάει (η Σάσα) απλά και με προσήνεια για την επίδραση που είχαν οι ίδιες στη ζωή της με τις ‘τόσες επιτυχίες τους’. Τους λέει πως κάπου εκεί στα μεσοκοπήματα της ζωής της όταν περνούσε την κρίση της μέσης ηλικίας άρχισε να νιώθει ανικανοποίητη από τη ζωή της. ...πως εγκατέλειψε το Μίμη και τα παιδιά της ψάχνοντας για κάτι το συναρπαστικό, ψάχνοντας να ξεφύγει απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας (σ. 83).
Στο «Μονόλογος σχεδόν» (ΕΦ&ΕΑ, σ.179-194). ο Αστέριος που μια ζωή ένιωθε καταπιεσμένος από τη Ρίκα (ή Αστέρω) τη γυναίκα του αισθάνεται απελευθερωμένος όταν αυτή πεθαίνει. Όταν φεύγουν και οι τελευταίοι επισκέπτες μετά το συνηθισμένο φαγοπότι για το μνημόσυνο των 40 ημερών της γυναίκας του αποτελειώνει τα μπουκάλια από ουίσκι, ούζα και μπύρες για να τιμήσει την επέτειο της Αστέρως και την απελευθέρωσή του. Μεθυσμένος αρχίζει ένα μονόλογο με τη φωτογραφία της γυναίκας του. Της υπενθυμίζει σαρκαστικά τα παλιά, τις φιλολογικές της εκζητήσεις, τις υπερβολικές της αξιώσεις για κοινωνική επίδειξη. Της δηλώνει ότι τώρα είναι ελεύθερος να πωλήσει το πολυτελές σπίτι τους στο ακριβό προάστιο της Μελβούρνης με τον πολυτελή κήπο που επέμενε να διατηρεί αυτή και να μετακινηθεί στους φίλους του στις παλιές λαϊκές συνοικίες της πόλης. Λόγω υπερβολικής πόσης, όμως, πεθαίνει το ίδο βράδυ. Οι φίλοι του δεν μπορούν να βρουν μια πρόσφατη φωτογραφία του της προκοπής και –κατά ειρωνία, όπως θα το έβλεπε ο ίδιος, αναγγέλουν την αποβίωσή του με μια παλιά φωτογραφία που τον δείχνει φαντάρο 20 χρονών. Στα δικά του 40 η άποψη που επικρατεί είναι ότι ήταν αισθηματίας και πήγε «σκαστός»:
...δεν άντεξε το χαμό της γυναίκας του και στα σαράντα της πήγε κι αυτός από μαράζι. Συμφώνησαν όλοι πως θα πρέπει να την αγάπαγε πολύ, πάρα πολύ, με τη φωτογραφία της στα χέρια του ξεψύχησε.
Καημένε Αστέριε και να σκεφτείς ότι κάπου σε είχαμε παρεξηγήσει στην αρχή... Στο καλό αισθηματία φίλε, στο καλό... ‘ Αντε, εβίβα ρε παιδιά, ζωή σε λόγου μας (σ. 194).
Η σάτιρα, το χιούμορ και το κωμικό στοιχείο στο διήγημα είναι εμφανή αλλά και πειστικά.
Η «Απερίγραπτη συντριβή» (ΕΦ&ΕΑ, σ.129-142. φαίνεται ένα περίπλοκο διήγημα που εξετάζει τη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της. Η μητέρα υπεραγαπά την κόρη της αλλά είναι αρκετά υπερήφανη να το δείχνει αυτό σ’ όλες τις περιπτώσεις που η κόρη το χρειάζεται. Εμφιλοχωρούν στις σχέσεις τους εμπόδια, μικροκαβγάδες, παρανοήσεις που εμποδίζουν την αδιατάρακτη επικοινωνία τους. Η κόρη είναι συχνά μπερδεμένη για το πώς αισθάνεται η μητέρα της και για το πώς αισθάνεται αυτή για τη μητέρα της, μολονότι είναι σίγουρη ότι την αγαπά και τη θαυμάζει για τις ικανότητές της και τον δυναμισμό της. ΄Εχουμε την εικόνα της μητέρας μέσα από τα μάτια της κόρης της αλλά και την εικόνα της μητέρας για την ίδια και την κόρη της μέσα από το Ημερολόγιό της που η κόρη της το ανακαλύπτει μόνο μετά το θάνατό της.
Υπάρχουν διάφορα ζητήματα ή συμβάντα που φέρνουν τις δυο γυναίκες κοντά ή ψυχολογικά τις απομακρύνουν προσωρινά..Υπάρχουν οι δυσάρεστες πτυχές αλλά και χαριτωμένα περιστατικά που αποκαλύπτουν στην κόρη τη ζεστή και εξωστρεφή πλευρά του χαρακτήρα της μητέρας της.
Στο «Τρακτέρ» (ΚΝ, σσ. 119-139), οι πρωταγωνιστές Βασίλης και Γιαννούλα είναι από τη Μακεδονία. Η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή και τα βιώματα των μεταναστών και την τραγικότητα των χαμένων στόχων τους.
Ενώ αν είχαμε ένα τρακτέρ... αυτό θα έσκαβε, θα όργωνε, εμείς θα σπέρναμε και πόσο πιο εύκολη θάταν η ζωή μας. Με τι λεφτά όμως;
Κάπου εκεί, ανάμεσα στα τόσα αν και με τι, πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε (για την Αυστραλία), για λίγο, μόνο για λίγο, τόσο όσο χρειάζόταν να μαζέψουμε λεφτά για ένα τρακτέρ... (σ. 120).
Ο λίγος καιρός γίνεται μετά τη μετανάστευση πολύς και η οικογένεια παλεύει με τις υπερωρίες, το χρέος του σπιτιού, το σχολείο του Γιαννάκη και τον καρκίνο της Γιαννούλας. Μετά το θάνατο της Γιαννούλας ο Βασίλης και ο Γιαννάκης επιστρέφουν στο χωριό και αγοράζουν το τρακτέρ που πια, λόγω της καταπάτησης των χτημάτων τους, τούς είναι άχρηστο. Επιστρέφουν και πάλι στην Αυστραλία αλλά όνειρα επιστροφής εξακολουθούν να κάνουν. Ο Γιαννάκης θέλει να μεγαλώσει το σπίτι, να φράξει τον κήπο του, όπως στην Αυστραλία και με την Αυστραλοιταλίδα γυναίκα του να τον φυτέψει και με σπόρια από τη Μελβούρνη:
Εγώ (ο Βασίλης)... θα καμαρώνω τα εγγονάκια, τον κήπο και το τρακτέρ μας, γιατί θα ‘ρχόμαστε, έτσι υπολογίζει (ο Γιαννάκης), τουλάχιστον κάθε δυο – τρία χρόνια...
Και το όνειρό σου, το όνειρό μας, θα το συνεχίσει το παιδί μας... (σ. 130).
Το «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ΕΦ&ΕΑ (σσ. 195-205).αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό γεγονός, σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα εργατικά ατυχήματα της Μελβούρνης, την κατάρρευση της ανεγειρόμενης γέφυρας του West Gate στις 15 Οκτωβρίου του 1970. Αρκετοί έλληνες δούλευαν στο έργο εκείνο όπου 35 εργάτες έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό δυστύχημα μεταξύ των οποίων τουλάχιστον και ένας έλληνας. Η συγγραφέας αναφέρεται στις απώλειες της τραγωδίας εκείνης με το συναρπαστικό αφηγηματικό της λόγο και τις παραλληλίζει με το θρύλο του γεφυριού της ΄Αρτας. Μόνο που η θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα φαντάζει παιχνιδάκι σε σύγκριση με τις θυσίες που απαιτούσε ο Μινώταυρος της γέφυρας του West Gate. Η συγγραφέας έχοντας ως άξονα τις μνήμες των απωλειών αναμιγνύει πολύ πετυχημένα την ιστορία του γεφυριού με τις «νύφες των καραβιών», με τους αγώνες των παροικιακών οικογενειών στα χρόνια μετά το 1950, με τα προβλήματα των σημερινών ηλικιωμένων, όλα αρμονικά συνδεδεμένα στο μύθο της ιστορίας της σε μια πειστική ατμόσφαιρα. Οι μνήμες ανακαλούνται μέσα από ένα ζεστό καθημερινό διάλογο και την παρεμβολή αφήγησης και περιγραφών κατά τις συζητήσεις των δυο συνομιλουσών γυναικών.
Τα διηγήματα της Διονυσίας Μούσουρα Τσουκαλά έχουν ρεαλιστικότητα και πειστικότητα. Η άνετη και παραστατική της γλώσσα διανθισμένη με το σπιρτόζικο χιούμορ της κρατά ζωηρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος της κάθε ιστορίας. Οι χαρακτήρες της είναι ζωντανοί, γίνονται γνώριμοι και παραμένουν στη μνήμη με τις ατυχίες τους, τα ελαττώματά τους, τις αδυναμίες τους, τις προσπάθειές τους. Τα διηγήματα της συγγραφέα χτίζουν γέφυρες και ενώνουν δυο πατρίδες με το πάθος της νοσταλγίας και τη δύναμη της εγκαρτέρησης. Ο Κραταιός Νόστος και το Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων είναι δυο συλλογές εξαιρετικών διηγημάτων που έχουν δομή και ύφος και που αναπτύσσουν μια πειστική κάθε φορά ιστορία και ατμόσφαιρα.
Διονυσία Μούσουρα - Τσουκαλά
Μια ζακυνθινή ποιήτρια στην Μελβούρνη
Του Κυριάκου Αμανατίδη,
Νεοελληνιστή - Κριτικού
Νεοελληνιστή - Κριτικού
Τα σχόλιά μου για το ποιητικό έργο της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά επικεντρώνονται στα ποιήματά της που περιλαμβάνονται στην Τετραλογία, ομαδική έκδοση με τον Γιάννη Λιάσκο, Άντρια Γαριβάλδη, και Γιάννη Κατσαρά, Εκδόσεις Ναυτίλος, Μελβούρνη 1996, και στην δίγλωσση ποιητική της συλλογή «Εν τη πόλει της Μελβούρνης», Εκδόσεις Τσώνη, Μελβούρνη 2007.
Πριν ασχοληθώ με την θεματολογία της ποίησης της Μούσουρα – Τσουκαλά, θα αναφερθώ στην τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την ποίησή της, η οποία έχει ζακυνθινές καταβολές.
Στην πλειονότητα των ποιημάτων της η Μούσουρα – Τσουκαλά παραμένει στον παραδοσιακό έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, αν και με άνεση εκφράζεται και στον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης.
Το μέτρο, ο ρυθμός και η ομοιοκαταληξία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ποίησης.
Κυρίαρχο μέτρο στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά είναι το ιαμβικό, στο οποίο κατά κανόνα, τονίζεται η δεύτερη από τις δύο συλλαβές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μέτρου είναι η ακόλουθη στροφή:
Ολόγυρά σου μοναξιά, σκοτάδι
γυμνώσανε τα δέντρα από πουλιά
βουλιάζει το γαλάζιο το φεγγάρι
με κάθε της βροχής σταλαγματιά.
(Ατέλειωτη Βροχή, «Τετραλογία»)
Το ιαμβικό μέτρο συνήθως χρησιμοποιείται σε λυρικά ποιήματα, δηλαδή σε ποιήματα που εκφράζουν τα υποκειμενικά συναισθήματα του ανθρώπου.
Σε κάποια της ποιήματα συναντάμε και το τροχαϊκό μέτρο, με τον τονισμό της πρώτης από τις δύο συλλαβές, δίνοντας στον στίχο πιο γρήγορο ρυθμό.
Στο ποίημα «Ζάκυνθος» το τροχαϊκό μέτρο δένεται οργανικά με το θέμα του, τονίζοντας το αίσθημα του δεσμού της ποιήτριας με την γενέτειρά της Ζάκυνθο. Με το να τονίζεται η πρώτη συλλαβή δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο επιφώνημα «Ω», με το οποίο αρχίζουν οι δύο πρώτοι στίχοι, και το οποίο υποδηλώνει τον δεσμό της Μούσουρα – Τσουκαλά με το πολυαγαπημένο της νησί, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της ποίησής της.
Δίνω το ποίημα στην ολότητά του, γιατί το θεωρώ ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πατριδολατρικά ποιήματα της συλλογής της «Εν τη πόλει της Μελβούρνης».
Επίσης, στο ποίημα αυτό συναντάμε, όπως θα δούμε, απόηχους από ποίημα ενός άλλου ζακυνθινού ποιητή, πράγμα που υποδηλώνει την διαχρονικότητα της μετρικής τεχνικής, αλλά και των θεματικών μοτίβων, της νεοελληνικής ποίησης.
Ζάκυνθος
Ω Πατρίδα μου φιλτάτη
Ω νησάκι μου μικρό
Στην καρδιά μου σε κρατάω
Φυλαχτό μου ιερό.
Κι αν στην ξένη γη η μοίρα
Μού ’γραψε να αναπαυτώ
Μία φούχτα μόνο χώμα,
Χώμα, μα Ζακυνθινό,
Να μυρίζει μπουγαρίνι
Τζαντζαμίνι και μυρτιά
Θά ’θελα μαζί να πάρω
Για στερνή παρηγοριά,
Η ψυχή να ξεγελιέται
Πως στο Τζάντε* τριγυρνά.(Ζάκυνθος, «Εν τη πόλει της Μελβούρνης»)
Οι δύο πρώτοι στίχοι του παραπάνω ποιήματος παραπέμπουν στους δύο πρώτους στίχους, της πρώτης στροφής της Ωδής «Ο Φιλόπατρις», του πρώτου χρονολογικά μεγάλου ζακυνθινού ποιητή, Ανδρέα Κάλβου (1792-1869):
Ω φιλτάτη πατρίς,
Ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
Την πνοήν και του Απόλλωνος
Τα χρυσά δώρα.
Με την παραπάνω αντιπαραβολή δεν θέλω να αφαιρέσω τίποτε από την πρωτοτυπία, και γνησιότητα του ποιήματος της Τσουκαλά.
Τα λογοτεχνικά έργα, και ιδίως τα έργα του έμμετρου λόγου, δεν δημιουργούνται στο κενό. Τα έργα της μιας περιόδου αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια και προέκταση των έργων της προηγούμενης, ιδιαίτερα στην τεχνοτροπία και στην μετρική, αλλά και στα κοινά σύμβολα και μοτίβα, παρά τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις.
Πιο ασυνήθιστο από το ιαμβικό και το τροχαϊκό μέτρο είναι το αναπαιστικό. Ο ανάπαιστος απαρτίζεται από τρεις συλλαβές, με τον τονισμό στην τρίτη.
Λίγοι είναι οι ποιητές που χρησιμοποίησαν τον ανάπαιστο. Είναι δύσκολο μέτρο, ο ρυθμός του αργός, και ο τόνος ελεγειακός, με άλλα λόγια θρηνητικός.
Κλασικό παράδειγμα αναπαιστικού μέτρου παραμένει το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Η καταστροφή των Ψαρών».
Το ποίημα «Μπαλάντα για Σεπτέμβρη» της Μούσουρα - Τσουκαλά αποτελεί επιτυχημένο συνδυασμό μέτρου, ρυθμού και θέματος. Δίνω τις δύο πρώτες στροφές του:
«Στο μικρό το μουράγιο»
τραγουδούσε τ’ αγόρι,
στην βαθιά τη φωνή του
εριγούσεν η κόρη.
«Σου κουνώ το μαντήλι»
συνεχίζει εκείνο,
«η βαρκούλα σαλπάρει
και μονάχη σ’ αφήνω».(Τετραλογία)
Όπως βλέπουμε, το μοτίβο της ξενιτιάς, με τον πόνο του χωρισμού από τα αγαπημένα πρόσωπα και την γενέθλια γη, δένεται φυσιολογικά με τον αργόσυρτο μελαγχολικό τόνο του αναπαιστικού μέτρου.
Δεν λείπουν και οι απόηχοι από τα δημοτικά μας τραγούδια από την ποίηση της Διονυσίας Μούσουρα -Τσουκαλά.
Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι το κύριο μετρικό χαρακτηριστικό των περισσότερων δημοτικών τραγουδιών, όπως παρατηρούμε στους ακόλουθους δύο στίχους:
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;(Της Δέσπως)
Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επώνυμους ποιητές, με τον Διονύσιο Σολωμό από τους πρώτους, και καλύτερους χρήστες του. Κάποιοι τον δεκαπεντασύλλαβο τον κόβουν σε δύο στίχους, ο πρώτος οκτασύλλαβος και ο δεύτερος επτασύλλαβος.
Αυτήν την τεχνοτροπία την παρατηρούμε και σε ποιήματα της Μούσουρα –Τσουκαλά. Η ακόλουθη στροφή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τεχνοτροπίας, η οποία συνεχίζει μεν την παράδοση της δημοτικής ποίησης, προσαρμοσμένη όμως στα σύγχρονα μετρικά δεδομένα, που προτιμούν τους ολιγοσύλλαβους στίχους:
Θυμάσαι εκείνη την ελιά
με τα πολλά τζιτζίκια
πού ’χε τα φύλλα τα σταχτιά
στους κλώνους τα σπουργίτια;
(Θύμηση, «Εν τη πόλει της Μελβούρνης»)
Ενωμένα τα τέσσερα ημιστίχια μάς δίνουν δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους:
Θυμάσαι εκείνη την ελιά, με τα πολλά τζιτζίκια,
πού ’χε τα φύλλα τα σταχτιά, στους κλώνους τα σπουργίτια;
Αναφέρθηκα, κάπως εκτενώς ομολογουμένως, στην μετρική της ποίησης της Μούσουρα –Τσουκαλά, γιατί τα πιο πολλά ποιήματά της αναφέρονται στην γενέτειρά της Ζάκυνθο, και διά μέσου αυτής συνδέονται με την μεγάλη ποιητική της παράδοση.
Η προσέγγισή μου στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά στοχεύει να δείξει πως η θεματολογία της, σε μεγάλο βαθμό, έχει ως επίκεντρο την Ζάκυνθο, και η μετρική επένδυση των ποιημάτων της αντλεί τους ρυθμούς της από την πλούσια ποιητική παράδοση του νησιού της, και γενικότερα της Επτανησιακής Σχολής.
Σκυφτές ανεμώνες
«Σκυφτές ανεμώνες» είναι η ενότητα ποιημάτων, με τα οποία η Μούσουρα – Τσουκαλά συμμετείχε στην «Τετραλογία», με τρεις άλλους ομότεχνούς της από την Μελβούρνη.
Στο εισαγωγικό της σημείωμα η Μούσουρα – Τσουκαλά γράφει χαρακτηριστικά: «Σε ’σένα, που σαν της νιότης τους ανεκπλήρωτους έρωτες έγινες Μεγάλη Αγάπη, προσφέρω μια χούφτα της ψυχής ανεμώνες. Η λαχτάρα μου για ’σένα τις θέριεψε, μα η πικρία του χωρισμού τις έσκυψε».
Δύο είναι τα κύρια μοτίβα που συναντάμε στα περισσότερα ποιήματα αυτής της ενότητας: η νοσταλγία για την Ζάκυνθο και ο προσωπικός συναισθηματικός κόσμος της ποιήτριας.
Και στην μία και στην άλλη περίπτωση οι τόνοι είναι συγκρατημένοι και ήρεμοι. Η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα της δίνεται εικονοπλαστικά, γι’ αυτό παίρνει και μια οικουμενική διάσταση, αφού η εικόνα και το σύμβολο θα μπορούσαν εύκολα να βρουν απήχηση στον συναισθηματικό κόσμο και των άλλων.
Το πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής, με τίτλο «Δεκέμβρης δίχως χιόνια», δημιουργεί το συναισθηματικό κλίμα, μέσα στο οποίο θα κινηθούν και τα υπόλοιπα 19 ποιήματα, και μας δίνει το κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε τον συμβολισμό της «Ανεμώνας» στην ποίηση της Μούσουρα - Τσουκαλά. Παραθέτω τις τρεις πρώτες στροφές, καθώς και την τελευταία, του ποιήματος.
Όταν γεμίζει η ματιά γκριζόχρωμη αυγή
και η σκέψη απαντοχή,
όταν ρομφαίες πέτρινες τρυπάνε την ψυχή
στην ξένη γη,
όταν βαριά η καρδιά απ’ ατέλειωτη σιγή
ψάχνει για προσμονή, τότε γυρίζει η ματιά μου
σε μέρη γνώριμα, δικά μου,
και προσπαθεί ν’ αγκιστρωθεί
την άπνοια του Δεκέμβρη να μη δει.
Τότε αργά, δειλά, οι θύμησες με παίρνουν
και στ’ ακρογιάλια της πατρίδας μου με φέρνουν,
στα χρόνια τα όμορφα τα παιδικά μου,
στου κάστρου μου του Βενετσιάνικου τις Ανεμώνες...
***
Αργά, αργά, ταξίδι και μνημόσυνο τελειώνει...
με φέρνει πίσω η γκριζόχρωμη αυγή,
ακόμα δε το δέχτηκες ψυχή,
πως θά ’σαι εδώ χωρίς καντήλι και κερί...
Η νοσταλγία της γενέθλιας γης είναι διάχυτη σε ολόκληρο το ποίημα, το οποίο αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν, κυριαρχημένη από παιδικές μνήμες και αισθήματα αβάσταχτης νοσταλγίας.
Οι ανεμώνες στην ποίηση της Μούσουρα – Τσουκαλά δεν είναι ένα απλό λουλούδι, παρά σύμβολο ομορφιάς, αλλά και δεσμού με τα βιώματα των παιδικών της χρόνων στην αγαπημένη της Ζάκυνθο, και ιδιαίτερα στην Πόχαλη, τον ιδιαίτερο τόπο που μεγάλωσε, η οποία μνημονεύεται σε πολλά ποιήματά της.
Με το ποίημα «Θλίψη» κλείνει η θεματική ενότητα «Σκυφτές ανεμώνες».
Πλησιάζει η ώρα να φύγω,
ζυγώνει η στιγμή του χωρισμού.
Ψάχνω να βρω τι να σου στείλω
σ’ ανάμνηση του τότε, μιας ζωής καημού.
Μήνυμα, ίσως, στο αγέρι, στη βροχή,
θα εμπιστευτώ, κοντά σου να το φέρουν,
για να σου πει θλιμμένη πόσο είν’ η ψυχή
και η καρδιά καθώς για πάντα φεύγουν.
Να σου χαρίσω θέλω δώρο ακριβό,
να το κρατάς και να θυμάσαι πως υπήρξα,
μα όσο κι αν έψαξα δεν μπόρεσα να βρω,
γι’ αυτό,
σου στέλνω Ανεμώνα, τη στερνή πνοή,
γεμάτη πίκρα, να σου θυμίζει,
κι εκεί ακόμα, σ’ αγαπώ.
Η ασάφεια σε αυτό το ποίημα δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας ως προς το αντικείμενο της θλίψης, επιτρέποντας τις διάφορες εκδοχές, ανάλογα με την δεκτικότητα και την συναισθηματική διάθεση του αναγνώστη.
Το κλείσιμο πάντως δεν αφήνει αμφιβολία πως η ανεμώνα είναι το σύμβολο, αλλά και ο δεσμός, της αποστασιοποιημένης αγάπης.
Εν τη πόλει της Μελβούρνης
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής «Εν τη πόλει της Μελβούρνης» αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στο αγαπημένο νησί της Μούσουρα – Τσουκαλά Ζάκυνθο.
Τα δύο πρώτα ποιήματα της συλλογής, «Τση Ζάκυθος» και «Νοβιτές» (νέα, ειδήσεις), δεν τα χαρακτηρίζει μόνο η «ζακυνθοκεντρική» θεματολογία τους. Είναι και το γλωσσικό ζακυνθινό ιδίωμα που τονίζει την ακατάλυτη σχέση της ποιήτριας με την γενέτειρά της.
Τα ποιήματα αυτά αναφέρονται στις αέναες προσπάθειες της Μούσουρα – Τσουκαλά να δημιουργήσει στο σπίτι της στην Μελβούρνη περιβάλλον οικείο με εκείνο της Πόχαλης, φυτεύοντας λουλούδια που ευδοκιμούν στον τόπος της. Όμως, στο ποίημα «Τση Ζάκυθος» διαπιστώνει πως:
Τα μπουμπουκάκια για να βγουν
καμπάνας θέλουνε αχό
απ’ το καμπαναριό τ’ Αγίου
τση Κυριακής το πρωινό.
Θέλουν σεργιάνι Πόχαλης
και κανταδόρους τσι νυχτιές,
τσι ρούγες τση να τριγυρνούν,
να τραγουδούν στσι κοπελιές.
Στο δεύτερο ποίημα, με τίτλο «Νοβιτές», γίνεται το θαύμα. Μετά από εννέα χρόνια, η «Γατζία» που είχε φυτρώσει στον κήπο της, από σπόρο που έφερε από την Ζάκυνθο, «έβγαλε φιόρο*»! Ενθουσιασμένη, εκστασιασμένη μάλλον, η Μούσουρα – Τσουκαλά, καλεί τους συντοπίτες της να δουν το θαύμα:
Ζακυνθινοί μου χωρικοί,
και χωραΐτες ούλοι,
ακούστε τι εγίνηκε
στην πόλη τη Μελβούρνη.
Εκείνη η Μποχαλιώτισα
που ζει στην ... Αυστραλία
κατάφερε να γκαινιαστεί*
το Κήλορ Ηστ, Γατζία*.
Το θαύμα δεν σταματάει στο άνθισμα της γαζίας. Με το να μαζευτούν οι Ζακυνθινοί να δουν το θαύμα ξαναέσμιξαν, ξεπερνώντας τις παλιές τις διχόνοιες τους.
Ο συμβολισμός είναι εμφανής: η κοινή καταγωγή, τα κοινά έθιμα, γίνονται πόλος έλξης για τους ομογενείς της αλλοδαπής. Όπως λέει η ποιήτρια, μια μικρή Γατζία:
κατόρθωσε και ένωσε
στη μακρινή Αυστραλία
του Τζάντε* τη φατρία.
Μια πρωτοτυπία στην σύλληψη, και καινοτομία στην εκτέλεση, χαρακτηρίζει το ποίημα «Μετανάστριες», το οποίο απεικονίζει μια άλλη διάσταση της ξενιτιάς. Εδώ η Μούσουρα - Τσουκαλά αποστασιοποιείται από τα πρόσωπα του ποιήματος, δίνοντας έτσι μια αντικειμενικότητα στην περιγραφή τους, και στις μεταπτώσεις του ψυχισμού τους που παρατηρεί.
Μάτια θαμπά, θλιμμένα,
κορμιά σκυφτά.
Πρόσωπα απ’ τον πόνο χαραγμένα,
βαμμένα κόκκινα, μαύρα μαλλιά,
και στην ψυχή,
όνειρα χίλια μαραμένα.
Όμως
όλα δεν πήγανε χαμένα,
η ελπίδα Ζει.
Απ’ όλες μια, εγγόνι
στην ποδιά κρατεί.
Σαν το κοιτάζει, του μιλεί,
σαν το γλυκοφιλεί,
τριαντάφυλλα ανθίζουν στην μορφή,
κι η νιότη ξαναζεί.
Στο ποίημα αυτό κυρίαρχο στοιχείο είναι η εικόνα. Ο πόνος και το συναίσθημα της απώλειας της οντότητας και ταυτότητας της μετανάστριας δίνονται εξωτερικά, με την χρήση απλών, και όμως πειστικών συμβόλων.
Ο λόγος εδώ είναι ελλειπτικός, σαν πινελιές ενός ζωγραφικού πίνακα με διάφορες αποχρώσεις, έτσι που οι αναγνώστες του ποιήματος να είναι σε θέση να δώσουν τις οποιεσδήποτε δικές τους προεκτάσεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους εμπειρίες, αλλά και ευαισθησίες.
Το εγγόνι γίνεται ο συνδετικός κρίκος του εκεί με το εδώ, του ονείρου με την πραγματικότητα, της μιας με την άλλη ταυτότητα, αλλά και η προέκταση στο μέλλον, και έτσι η ζωή ξαναβρίσκει το νόημα και την ροή της, με την νέα γενιά να διαδέχεται την παλιά, όπως η άνοιξη τον χειμώνα.
Τα συναισθήματα της γιαγιάς εκφράζονται παραστατικά μέσα από την αλληγορία του στίχου «τριαντάφυλλα ανθίζουν στην μορφή», αντί να δοθούν περιγραφικά, τονίζοντας την εικονιστική απόδοση των συναισθηματικών αλλαγών.
«Έπεα Πτερόεντα» είναι μια σειρά από επιγραμματικά και στοχαστικά ποιήματα, αποστάγματα σκέψης και ενόρασης.
Στο ακόλουθο επίγραμμα η πυκνότητα του στοχασμού συνυπάρχει αβίαστα με το ηθοπλαστικό μήνυμα, την εκφραστική λιτότητα, και τον λυρισμό του μέτρου:
Δόξες αν θέλεις στη ζωή
κι όλοι να σε τιμούνε,
πάνω από απ’ όλα «άνθρωπο»
φρόντισε να σε πούνε.
Η φιλοσοφημένη παρατήρηση, η αποφθεγματική μορφή, και ο ρυθμός που δημιουργούν οι ιαμβικοί οκτασύλλαβοι και επτασύλλαβοι στίχοι, χαρακτηρίζουν το επόμενο επίγραμμα, που διατυπώνει μια μεγάλη αλήθεια:
Του λουλουδιού την ευωδιά,
που δίπλα σου το έχεις,
με τον καιρό την συνηθάς
κι άλλο δεν την προσέχεις.
Και ένα επίγραμμα – συμβουλή για αυτοέλεγχο, για συγκρατημό της ενστικτώδους αντίδρασης, στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, αποτελεί το ακόλουθο τετράστιχο:
Ζωή σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες
να περιμένω να περνάει η μπόρα.
Έτσι, τα φουρτουνιασμένα μου
γράμματα μένουν πάντα ανεπίδοτα.
Η Μούσουρα – Τσουκαλά δεν επιδιώκει νεωτερισμούς, δεν προβαίνει σε επιδείξεις και εκζητήσεις. Η ποίησή της είναι αδρή, χωρίς επιτήδευση, με έντονο προβληματισμό, με έναν εξομολογητικό, κουβεντιαστό τόνο, και την διακρίνει μια αμεσότητα, που δεν αφήνει αδιάφορο τον αναγνώστη.
Οι μνήμες, οι θύμησες και η νοσταλγία από τη μια, και τα αισθήματα, τα οράματα, τα όνειρα και οι προσδοκίες από την άλλη, αποτελούν τους βασικούς άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται ο ποιητικός της λόγος.
Η νοσταλγία, όσο και αν αυτή διαχέει πολλά ποιήματά της, για την Μούσουρα – Τσουκαλά δεν γίνεται αφορμή για απόρριψη του παρόντος, και αναζήτηση της ευτυχίας στην αναβίωση του παρελθόντος. Μάλλον θα έλεγα πως την νοσταλγία για τον απόδημο Έλληνα την βλέπει ως μια ανανεωτική ενέργεια, για να αντλεί από τις αναπολήσεις του παρελθόντος δύναμη, έτσι ώστε να είναι σε θέση, όταν το καλεί η περίσταση, να διαβαίνει αλώβητος τις συμπληγάδες, που κάθε τόσο του στήνει εμπρός του η ζωή στην ξενιτιά.
Η νοσταλγία, μορφή οδύνης – το δεύτερο συνθετικό «άλγος» σημαίνει ψυχικό πόνο - ωθεί τον πνευματικό άνθρωπο σε μια νέα θεώρηση της ζωής, και τον φέρνει πιο κοντά στον συνάνθρωπό του, μέσα από το λογοτεχνικό του έργο, έμμετρο ή πεζό είναι αυτό.
Καθώς τα βιώματα της Μούσουρα – Τσουκαλά συναντώνται, σε διάφορες παραλλαγές, στους περισσότερους από τους Έλληνες της Διασποράς, η ποιητική τους μετουσίωση έρχεται σαν διαπίστωση πως κάποιες στιγμές από την ζωή μας στην γενέτειρα μένουν μετέωρες στην μνήμη μας, για να ενεργοποιηθούν από διάφορα περιστατικά, και να μας επανασυνδέσουν με το απόμακρο, αλλά όχι απολησμονημένο, παρελθόν. Έτσι επέρχεται το αναβάπτισμα στα νάματα της πατρώας γης.
Η Τέχνη, όποιο μέσο και αν χρησιμοποιεί – τον λόγο, τον ήχο, το χρώμα ή το σχήμα – έχει επικοινωνιακό, και για τον λόγο αυτό, κοινωνικό ρόλο. Στον βαθμό που ο αναγνώστης του ποιητικού έργου της Διονυσίας Μούσουρα – Τσουκαλά γίνεται κοινωνός των συναισθημάτων και αναπολήσεων που περιέχει, η νοσταλγία, που είναι το κύριο μοτίβο του έργου της, με το να αντιμάχεται την λήθη, αναζωπυρώνει την μνήμη, και διά μέσου αυτής αναζωογονεί τις ενθυμήσεις, που μας κρατούν κοντά στις ρίζες μας.
*Τζάντε = Ζάκυνθος.
*Φιόρο = Άνθος. Οι Ενετοί είχαν ονομάσει την Ζάκυνθο «Φιόρο του Λεβάντε = Άνθος της Ανατολής
*Γκαινιάζομαι = Αποκτώ.
*Γατζία = Γαζία.
Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά
Της Νίκης Βλαχάκη-Ιλιοπούλου,
Ψυχολόγου
Συνάντησα τη Διονυσία ή Σούλα όπως την αποκαλώ εγώ και τα πολύ φιλικά της άτομα, ένα χειμωνιάτικο πρωινό, πριν 11 χρόνια, στην Βορειοδυτική Υπηρεσία Ψυχιατρικής Υγείας, στο Μπράνσγουικ της Μελβούρνης.
Φορούσε έναν σκούφο που καθόταν κάπως αστεία στο κεφάλι της και ήταν πυρ και μανία με τον παθολόγο της που αρνιόταν να δεχτεί ότι το πρόβλημα με τον πόνο στο λαιμό/κεφάλι της, ήταν ψύξη
Αφού συστηθήκαμε, εγώ σαν δίγλωσση Ψυχολόγος που θα δούλευα επί το πλείστον με τους Έλληνες πελάτες της Κλινικής και η Σούλα σαν Ελληνίδα Διερμηνέας με χρόνια εμπειρίας στον Ψυχιατρικό τομέα, με πληροφόρησε σχεδόν αστραπιαία ότι, για να μπορέσω να λειτουργήσω σωστά στο ρόλο μου ως Ψυχολόγος, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιώ τους Έλληνες Διερμηνείς στη συνεργασία μου με το υπόλοιπο προσωπικό της Κλινικής, Ψυχιάτρους, Νοσοκόμες, κλπ.
Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα που θα μάθαινα από τη Σούλα.
Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η αμεσότητα με την οποία η Σούλα εκφραζόταν. Καθώς την κοίταζα έβλεπα μπροστά μου μια ώριμη γυναίκα, σχεδόν διαχρονική, και αυτό το λέω γιατί είχε κάτι το τρομερά νεανικό επάνω της, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.
Ίσως, η ικανότητά της να επικοινωνεί και να δένεται τόσο αποτελεσματικά με ανθρώπους όλων των ηλικιών, μορφωμένων και μη, ασθενών ή όχι, με έναν τρόπο αυθεντικό, σεβαστικό, γλυκό, χιουμοριστικό και πάνω από όλα, ανθρώπινο. Την παρατηρούσα να μάθω πώς το κάνει, ποιό είναι το μυστικό της επιτυχίας της. Καθώς περνούσε ο καιρός, συνειδητοποίησα ότι η Σούλα ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που ονομάζουμε χαρισματικούς, ένας μοναδικός, έξυπνος, αξιαγάπητος άνθρωπος με τρομερή δημιουργικότητα και αγάπη για τη ζωή...
Η παρουσία της Σούλας, για όσους τη συναντήσουν, θα συμφωνήσουν, ότι είναι επιβλητική με τη θετική έννοια. Η χροιά της φωνής της, το χαμόγελο της, η φυσική παρουσία της, ο τρόπος που κερδίζει την προσοχή του κοινού, (όπως είχα παρατηρήσει πολλές φορές από τις παρουσιάσεις της), η εξυπνάδα της, είναι μερικά από τα χαρίσματα που την κάνουν και ξεχωρίζει αμέσως.
Στο ρόλο της σαν Διερμηνέας, δεν έχω συναντήσει καλύτερη. Αυτό που την ξεχωρίζει από τους άλλους δεν είναι μόνο το καθήκον και η αγάπη για τη δουλειά της, αλλά και η τρομερή ικανότητα της να μεταφράζει πολύπλοκες συνομιλίες μεταξύ πελατών και Ψυχιατρικού προσωπικού και να μπορεί να μεταδίδει το συναίσθημα του πελάτη της ακόμα και αυτών που είναι πολύ ψυχικά τραυματισμένοι.
Έχει καταφέρει μιαν υπέροχη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικότητας και ανθρωπιάς.
Έχει το θάρρος να συνηγορεί εκ μέρους των πελατών της, όταν το κρίνει σκόπιμο, με Ψυχιάτρους και άλλους Υψηλόβαθμους Επαγγελματίες και να τους εκπαιδεύει ή να φέρνει στην προσοχή τους τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής κουλτούρας και ψυχής.
Οι πελάτες νιώθουν ασφαλείς στα χέρια της Σούλας και πιστεύω ότι για πολλούς ασθενείς η παρουσία της Σούλας στις συναντήσεις τους με το Ψυχιατρικό προσωπικό είναι έως και θεραπευτική. Αλλά και οι επαγγελματίες που δουλεύουν μαζί της, εκφράζουν, επίσης, ότι νιώθουν ασφαλείς όταν Διερμηνέας είναι η Σούλα.
Η σχέση μου με τη Σούλα, καθώς περνούσε ο καιρός, προχώρησε από επαγγελματική σε φιλική κι αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να γνωρίσω σιγά-σιγά και άλλες πτυχές της προσωπικότητας της.
Η Σούλα έχει αποφασίσει και καταφέρει σε μεγάλο βαθμό να μην παίρνει ούτε τον εαυτό της ούτε τους άλλους πολύ στα σοβαρά. Μπορεί να διακωμωδεί τις καθημερινές αντιξοότητες που συναντά στη προσωπική ζωή της και να κερδίζει νέα πνοή ζωής μέσα από τη δημιουργικότητα της.
Γιατί δημιουργικότητα και Σούλα, είναι δύο έννοιες που ταυτίζονται.
Είτε ετοιμάζει το καινούριο της βιβλίο, είτε σχεδιάζει/ράβει το καινούριο της φόρεμα, είτε μαγειρεύει γεύμα για την οικογένεια της, η Σούλα δημιουργεί.
Η Σούλα είναι ένας άνθρωπος τρομερά δοτικός σε όσους την γνωρίζουν.
Στους πολλαπλούς ρόλους της, αυτόν της Διερμηνέας, Συγγραφέα, συζύγου, μάνας, γιαγιάς, συναδέλφου, φίλης, η Σούλα είναι αναντικατάστατη
Είναι τιμή μου λοιπόν, Σούλα, να σε αποκαλώ φίλη και συνάδελφο και σου εύχομαι κάθε χαρά και επιτυχία στο μέλλον.
Η Διονυσία της Ζακύνθου - Η Διονυσία της Μελβούρνης
Της Παρασκευής Δέντσα-ΤσίγκαςΚοινωνικής Λειτουργού, Κουκλοπαίχτριας
Πρώτη εντύπωσηΜάρτιος 2001. Κοσμοσυρροή σε παροικιακή εκδήλωση. Γυναικεία χαρούμενα κελαρύσματα πίσω μου. Γύρισα να δω, στο πρόσωπο μιας γυναικείας φιγούρας μια ανοιξιάτικη Ελλαδίτικη νότα δροσιάς. Ανέμελο χαμόγελο και αισιόδοξες ανταύγειες ζωής αντανακλούσε η παρουσία της. Τα μαλλιά της, τα χρώματα που φορούσε, το γέλιο της. Μια ανέλπιδη έκπληξη. Σε λίγο την ακούω να απαγγέλλει σε τόνο ζωντανό και μοναδικό, τους υπέροχους στίχους που άγγιξαν την γυναίκα μέσα μου και μου μετέδωσε την αισιοδοξία της, όπως και σε όλο το ακροατήριο:
...............................................................
.................................................
Δεύτερη εντύπωση
Λίγο αργότερα σε επαγγελματική συνεργασία, γνωρίζω την Επιμορφωτική Σύμβουλο του Καρκινικού Οργανισμού. Έγραψα τότε στα σχόλιά μου:
«Η παρουσιάστρια γνωρίζει πολύ καλά το ακροατήριό της, το επίπεδο των γνώσεων και των αναγκών τους και βεβαίως διαθέτει έναν άριστο τρόπο να προσαρμόζει την ομιλία της και να επικοινωνεί στη γλώσσα τους».
Συνεχίζουμε σε μια χρόνια σταθερή συνεργασία με την διερμηνέα - Διονυσία. Εκεί επίσης αναδεικνύεται η επαγγελματίας και ο άνθρωπος. Διαθέτει απόλυτη επαγγελματική συνείδηση, που ‘’ ο άνθρωπος ’’ μέσα της επενδύει και η δουλειά της γίνεται χωρίς καμιά προσποίηση, χωρίς επιτήδευση. Ό,τι γίνεται κυλάει απόλυτα φυσικά, αυθόρμητα και αληθινά, σαν χωρίς κόπο. Όταν αναφέρεται στη δουλειά της, μπορείς να διακρίνεις τον σεβασμό και την παραδοχή που τρέφει προς τους πελάτες της, όπως επίσης την τήρηση του απορρήτου τους σαν ιερό μυστικό. Και βεβαίως η Ελληνίδα Σούλα, είναι μια ‘’ Εγγλέζα ’’ στα ραντεβού της.
Η εδραίωση
..................από τις ώρες εξομολόγησης της μικρής μας συντροφιάς, η Σούλα καταγράφει στο μυαλό και την καρδιά της, τις εμπειρίες μας και εμπνέεται. Σε λίγο διάστημα με επισκέπται και μου διαβάζει ένα υπέροχο διήγημα και ζητάει την άδεια να το εκδώσει στην συλλογή της. Οι συγκινήσεις ήταν απερίγραπτες. Οι προεκτάσεις της ‘’ συγγραφικής της φαντασίας ’’, που θα λέγαμε ότι η ίδια έδωσε στο γραπτό της, ανταποκρινόταν απόλυτα στην πραγματικότητα, η οποία όμως δεν ειπώθηκε στην παρέα μας και η ίδια δεν άκουσε ποτέ, όμως τις κατέγραψε. Η Σούλα, ήταν άλλη μια έκπληξη και αποκάλυψη για μένα. Οι ευαίσθητες χορδές της 5ης της αίσθησης άγγιξαν για πάντα τις δικές μου. Κλάψαμε και οι δύο από συγκίνηση. Και αυτά τα δάκρυα, εδραίωσαν μια αληθινή σχέση εκτίμησης και φιλίας ανάμεσά μας.
O άνθρωπος
Είμαι σίγουρη ότι κάπως έτσι έχει εδραιώσει τις φιλίες της η Σούλα και κέρδισε με ‘’ το σπαθί της ’’ , την αγάπη και εκτίμηση τόσων εκλεκτών φίλων και συνεργατών στη ζωή της. .................κι έτσι με τα χρόνια, σταδιακά και σταθερά γνωρίζοντας την προσωπικότητα της Διονυσίας, θα μπορούσα να πω, αλλά και η ίδια για τον εαυτό της, περήφανα και χωρίς αναστολές, ότι σαν άνθρωπος, γυναίκα, επαγγελματίας, μητέρα, σύζυγος, μετανάστρια, καλλιτέχνης-συγγραφέας έδωσε τον καλύτερο εαυτό της και ανταποκρίθηκε ολόκληρη στη ζωή της στη καθημερινότητα, στις απαιτήσεις, την προσωπική της ανέλιξη, στα ωραία και τα ιδεώδη, πετυχημένο και χρηστό μέλος της κοινωνίας μας.
.........ότι σαν άνθρωπος διαθέτει την ικανότητα,
* να εξαντλεί την υπομονή στην αγάπη και την καρτερία,
* να εξερευνά την αναζήτησή της, σε καινούριες περιοχές γνώσης, εμπειρίας και ζωής.
* να καλλιεργεί τον μέσα άνθρωπο και να εξελίσσει το πνεύμα, την ψυχή, τη σοφία, τη συγχώρεση και την αγάπη, ακατάπαυστα.
* σαν καλή μητέρα, ξέρει να αφιερώνει τον εαυτό της στην οικογένειά της. Τα παιδιά και τα εγγόνια της, πολύτιμη επένδυση ζωής.
* σαν γνήσια Ελληνίδα, σέβεται, προάγει, διατηρεί και ανακινεί την ελληνικότητά και την κουλτούρα της, αφιερώνοντας τον χρόνο και την καρδιά της σε αυτό, μέσα από το συγγραφικό της έργο και την καθημερινή της βίωση.
ΕπίλογοςΗ προσωπικότητα της Σούλας, σου μεταδίδει μια άλλη άποψη ζωής, αυτή του αισιόδοξου μαχητή της ζωής και της καθημερινότητας με τις αξιώσεις της.
Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.
Αν η Διονυσία ήταν ένα δένδρο, θα είχε βαθιές ρίζες, γερό κορμό, πυκνό δροσερό φύλλωμα και πλούσιους καρπούς.
Dionysia Mousoura-Tsoukala - 29-May-08
Μayio Konidaris-Kozirakis,
Social Worker, Family Therapist
Sometimes in our working lives there are those people that we don’t just work with, they are our mentors our friends… AND sometimes play a part in our lives similar to what our mother or father would (and sometimes even MORE) - Soula played that role for me! It was at the beginning of my social work career starting off as a young graduate in my mid 20’s and becoming a part of one of Melbourne’s largest psychiatric institutions at that time. I remember Soula ‘seeking me out’ after hearing about this new social worker from Greek background that had just joined the SW department (unlike now where mental health interpreters are privately contracted and are freelance, back then they resided within the SW department). Soula, was interested in me and my life, love and relationships, as a young woman struggling with issues of cultural identity, trying to adapt into the professional realm. I would turn to her for advice and soon she became my confidante influencing major turning points in my life! I have been privileged with Soula’s friendship, a woman so caring, insightful and talented in all that she does! No doubt, our ‘Greekness’ also connected us, but to later discover that we have a similar heritage originating from the ‘Eptanissa’ (group of 7 Greek Islands in the Ionian Sea) – me being a second-generation migrant and my parents’ first generation.
As I began working with Soula in her role as Greek interpreter within the mental health field, I learnt quickly what constitutes ‘good interpreting’ and the significant implicationsthis has on ‘therapeutic alliance’. During times when my own therapeutic relationship was compromised, due to sharing the same cultural background with clients and families, Soula’s gift of rapport with them would assist to alleviate such points of tension in the therapeutic context. Soulas’ instinctive qualities and professionalism would enable her to utilise an appropriate voice tone, one that would diffuse and settle a highly irritable and acutely psychotic client caught up in the conflict of denial of their diagnosis and the need for psychiatric treatment. Dionysia (Soula) Moussoura-Tsoukala, I am eternally grateful to you for your interpreting excellence and support, and your unique ability to facilitate communication in highly complex matters impacting Greek clients and their families.
I highly value all that I have learnt from you and more….THANK YOU!
7 σχόλια:
Ως τώρα διάβαζα τις "Αναμνήσεις" της και προσπαθούσα να "σκιαγραφήσω" τον άνθρωπο πίσω απ τα γραπτά.. Τώρα η εικόνα μου είναι καθαρότερη και απέκτησε λεπτές αποχρώσεις ευαισθησίας και.. κίνηση! Σαν να τη βλέπω σ εκείνους τους ζωντανούς "ρόλους" μέσα στην ομάδα.. Θα εναρμονίζει όλη την ψυχοδυναμική της ομάδας.. σαν το πρώτο βιολί σε μιά ορχήστρα.. Πρέπει να ακτινοβολεί αυτή η γυναίκα.. Να είναι πάντα καλά να δημιουργεί.
@ Αριάδνη,
Μακάρι να ήταν δυνατόν, κάποτε να την γνώριζες την φίλη μας Διονυσία, ειδικά εσύ!
Έχετε πολλά κοινά: Αποφασιστικότητα, καθαρή σκέψη, ευαισθησία, μέριμνα για τον έναν και τους πολλούς, το άτομο και την ομάδα!
Ποτέ δεν ξέρεις. Βουνό με βουνό δε σμίγει!!!...
Καλή μου Αριάδνη,
Σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα ωραία σου λόγια, ας μην παραβλέπεται, όμως, το γεγονός ότι και τα...πρώτα βιολιά άμα είναι ξεκούρδιστα αποδιοργανώνουν κι αποσυντονίζουν απαξάπαντες με τις κακοφωνίες και στριγγλιές τους!!!!!
Με την αγάπη μου,
δ.μ.τ.
Υπερβολές αγαπητέ μου π. Παναγιώτη, αλλά, σε ευχαριστώ, κακά τα ψέματα, σε όλους μας αρέσει ο λόγος ο καλός, έστω κι αν είναι υπερβολικός...
καλό μας μήνα,
δ.μ.τ.
Κυρία Διονυσία, δεν μπορείτε εσείς να φαλτσάρετε όσο και να ...προσπαθήσετε! Η μελωδία θα μένει.. Μ αρέσει πολύ όλο αυτό που διαβάζω, και μ αρέσει ιδιαίτερα οτι τη συγκίνηση διαδέχεται το χαμόγελο... Δεν έχω καλύτερο!
Πατέρα Παναγιώτη, μακάρι να τη γνώριζα! Ξέρω οτι θα καθόμουν με τις ώρες να την ακούω να μιλάει..! Θα είχα να μάθω. Είστε ωραίοι άνθρωποι και μοιάζετε.. Είναι ο τόπος?
Ξέχειλη η ψυχή σου, Διονυσία μου, απο τις μνήμες και τ᾽αρώματα της Ζακύνθου που -πριν τόσα χρόνια- αναγκάσθηκες να εγκαταλείψεις.
Δεν θέλει και πολλά ο άνθρωπος για να σημαδευτεί. Πολλώ δε όταν τα χώματα εκείνα που σε γέννησαν και σου ᾽δωσαν σώμα και υπόσταση είχαν την ίδια σύσταση και υφή με τους γονιούς που άφησες πίσω σου - δίχως ποτέ να το θέλεις και δίχως ποτέ να ξεπεράσεις: Έναν παπά που τιμούσε το ράσσο του και μια παπαδιά που αγωνίστηκε δίπλα του να αναθρέψει τρία παιδιά.
Αλλά η πίκρα γίνεται γλυκειά αν σκεφτείς πως ο ξεριζωμός αυτός έγινε εφαλτήριο για νέες κατακτήσεις και εμπειρίες. Για εντρύφηση με πράγματα ευγενή και δημιουργικά. Για ανάγλυφη επι χάρτου αποτύπωση της εμπειρίας της αναγκαστικής αποχώρησης απο τα πάτρια. Για καλύτερη γνωριμία της ψυχής και όσων παραπόνων μπορεί να κρατάει τόσες δεκαετίες.
Σε καμαρώνω για τη δουλειά σου και είμαι περήφανος που είσαι φίλη μου.
Εύχομαι να μη στερέψει ποτέ η φλέβα της δημιουργικότητάς σου.
Το τελευταίο το τονίζω, ως ευχή, γιατί βλέπω πως οι συνθήκες της ζωής αλλά και του τόπου μας μάς σπρώχνουν ολοένα και περισσότερο στη σιωπή...
Παναγιώτης Λάτας
Δημοσίευση σχολίου