[Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά τήν τελετήν ἀναγορεύσεως Αὐτοῦ εἰς ἐπίτιμον διδάκτορα τοῦ Πανεπιστημίου Στερεᾶς Ἑλλάδος (7 Νοεμβρίου 2008)]
Ἐξοχώτατε κ. Ε. Στυλιανίδη, Ὑπουργέ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων τῆς Ἑλλάδος,
Ἱερώτατε Ποιμενάρχα τῆς θεοσώστου Ἐπαρχίας ταύτης, ἀδελφέ Μητροπολῖτα Φθιώτιδος κ. Νικόλαε,
Ἐντιμολογιώτατε Πρόεδρε τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τοῦ Πανεπιστημίου Στερεᾶς Ἑλλάδος κ. Γρηγόριε Σκαλκέα,
Ἱερώτατοι Ἀδελφοί,
Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τῆς Ἐπαρχίας ταύτης,
Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγηταί,
Κυρίαι καί Κύριοι,
Ὁ πολιτισμός τῆς νεωτερικότητος ἐπηρέασεν εἰς βάθος τήν ἱστορικήν πορείαν ὁλοκλήρου της ἀνθρωπότητος. Κατά τούς τελευταίους αἰῶνας ἐγεννήθησαν τά θαύματα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, ἡ συνταγματική δημοκρατία, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά κοινωνικά κινήματα, ἡ ἀνοικτή κοινωνία, ἐπετεύχθη ἁλματώδης οἰκονομική ἀνάπτυξις καί ἐντυπωσιακή ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου διά σημαντικόν ἀριθμόν ἀνθρώπων. Κατά τούς νεωτερικούς χρόνους ἐγνωρίσαμεν ὅμως καί πολλά δεινά, τάς μεγάλας πολιτικάς, κοινωνικάς καί οἰκονομικάς κρίσεις, τόν κλονισμόν τῶν θεσμῶν καί τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν, τούς φονικούς παγκοσμίους πολέμους, τήν καταστροφήν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἀνείπωτον βίαν καί βαρβαρότητα.
Ἐζήσαμεν, ὄντως, τήν «διαλεκτικήν» καί τήν ἀμφισημίαν τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, κοιτίδα τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε τό κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὁ Διαφωτισμός θεωρεῖται δικαίως ὡς μία βαθεῖα τομή εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία προεκάλεσε καθοριστικάς ἀνατροπάς εἰς τήν σχέσιν τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν, μέ τόν ἑαυτόν του, μέ τόν συνάνθρωπον καί μέ τόν κόσμον. Τά μεγάλα ὁράματα τοῦ Διαφωτισμοῦ, παρά τάς ποικίλας ἀμφισβητήσεις των, ὄχι μόνον δέν ἔχουν ἀπολέσει τόν δυναμισμόν καί τήν ἐγκυρότητά των, ἀλλά φαίνεται ὅτι σήμερον ἀναπτύσσουν τήν παγκόσμιον δυναμικήν των. Εἰς τήν ἐποχήν τῆς μετανεωτερικότητος ἤ τῆς ὑστέρας νεωτερικότητος ζῶμεν τήν παγκοσμιοποίησιν τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, παραλλήλως πρός τήν ἀπομυθοποίησιν τῶν «μεγάλων ἀφηγήσεών» του.
Εἶναι προφανές ὅτι καί αἱ θρησκεῖαι, ὡς ζῶσαι ἐντός αὐτοῦ τοῦ πολιτισμικοῦ πλαισίου, εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ὑποχρεωμέναι νά λάβουν θέσιν, νά διατυπώσουν τήν ἰδικήν των πρότασιν ζωῆς ἐν ὄψει τῶν συγχρόνων προκλήσεων. Τό πρόβλημα τῶν σχέσεών των μέ τήν νεωτερικότητα εἶναι ἕν ἐκ τῶν πλέον δυσκόλων ἐρωτημάτων, τά ὁποῖα ἐτέθησάν ποτε εἰς τάς θρησκείας.
Καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῇ μέσα εἰς τό ἱστορικόν, κοινωνικόν καί πολιτισμικόν πλαίσιον, τό ὁποῖον ὁρίζουν ἡ νεωτερικότης καί αἱ πολυδιάστατοι ἐπιρροαί της, ὅπου καί καλεῖται νά δώσῃ τήν μαρτυρίαν περί τοῦ σταυρωθέντος, ἀναστάντος καί ἐρχομένου Χριστοῦ, νά σαρκώσῃ τήν ζωτικήν χριστιανικήν ἀλήθειαν περί τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.
Τό πρῶτον βῆμα διά τήν Ὀρθοδοξίαν εἶναι, εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἡ ὑπέρβασις τῆς δῆθεν αὐτονοήτου ἀρνητικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ ἀνακάλυψις τοῦ «ἀνθρωπίνου προσώπου» τῆς νεωτερικότητος καί ἡ θεώρησις τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ὡς συμμάχου εἰς τόν καλόν ἀγῶνα διά τήν ἐλευθερίαν. Χωρίς οὐσιαστικήν συνάντησιν καί διάλογον μέ τήν νεωτερικότητα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀρθρωθῇ καίριος χριστιανικός θεολογικός λόγος, ὁ ὁποῖος νά ἐγγίζῃ τόν σύγχρονον ἄνθρωπον καί νά ἀπαντᾷ εἰς τά ἀγωνιώδη ὑπαρξιακά ἐρωτήματά του.
Ὁ Διαφωτισμός καί ὁ Χριστιανισμός εὑρίσκοντο, βεβαίως, ἐπί μακρόν ἐπί ποδός πολέμου. Τά κινήματα, τά ὁποῖα, ἀπό τοῦ 18ου αἰῶνος μέχρι σήμερον, ἠγωνίσθησαν διά τήν ἐλευθερίαν καί τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, ἐστρέφοντο ἀπροκαλύπτως κατά τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν ἀντιμετώπιζον ὡς κατάλοιπον ἑνός σκοτεινοῦ παρελθόντος καί ὡς ἀνασταλτικόν παράγοντα διά τήν πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος. Πέραν αὐτοῦ, ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκείας ὡς δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου κατενοήθη ὡς ἐλευθερία ἀπό τήν θρησκείαν καί ὡς ἐλευθερία κατά τῆς θρησκείας.
Ἦτο φυσικόν αἱ χριστιανικαί ἐκκλησίαι νά διαφωνήσουν μέ τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Διαφωτισμοῦ ἡρμήνευσαν τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Εἶδον εἰς τήν αὐτονομίαν, εἰς τό ἀγωνιστικόν αὐτό σύνθημα τοῦ Διαφωτισμοῦ, τήν αὐτοαποθέωσιν τοῦ ἀτόμου, τήν προσπάθειαν αὐτοῦ νά ἀπαλλαγῇ ἀπό τάς ἑτερονόμους δεσμεύσεις, αἱ ὁποῖαι προήρχοντο ἐκ τῶν θεσμῶν, ἐκ τῆς παραδόσεως καί τῆς θρησκείας. Ἐγράφη ὅτι οὐδεμία ἔκφρασις τοῦ νεωτερικοῦ πνεύματος ὑπῆρξεν ἡ ὁποία νά μήν ἀντιμετώπισεν ἀρχικῶς τήν ἀντίδρασιν καί ἀντίστασιν τῶν ἐκκλησιῶν καί τῆς θεολογίας. Ἀκόμη καί σήμερον, αἱ προκαταλήψεις καί ἡ δυσπιστία μεταξύ ἐκπροσώπων τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς νεωτερικότητος δέν ἔχουν ἐκλείψει.
Εἶναι, βεβαίως, γεγονός ὅτι μεταξύ τῆς χριστιανικῆς εἰκόνος τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Διαφωτισμοῦ ὑπάρχουν ριζικαί διαφοραί. Οἱ ὅροι ὀρθολογισμός, ἀτομοκεντρισμός, δικαιωματισμός, ὑπεραισιό-δοξος θεώρησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἐνδοκοσμικός προσανατολισμός κ.ἄ., μέ τούς ὁποίους ἡ χριστιανική θεολογία ἐκφράζει τήν κριτικήν της εἰς τήν νεωτερικήν ἀνθρωπολογίαν, στρέφουν τήν προσοχήν μας εἰς οὐσιαστικά προβλήματα μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί νεωτερικότητος. Ἡ ὑψίστη μορφή ἐλευθερίας διά τήν Ὀρθοδοξίαν δέν εἶναι ἡ αὐτονομία τοῦ ἀτόμου καί ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων διά τόν ἑαυτόν μας, ἀλλά ἡ ἑκουσία παραίτησις ἀπό τά «ἀτομικά» δικαιώματά μας, εἰς τό ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ χῶρος ἐκείνης τῆς ριζοσπαστικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», ἀλλά διακονεῖ. Αἱ διαφοραί αὗται δέν ἐπιτρέπουν νά ἀρθῇ ἡ ἔντασις μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, παραλλήλως ὅμως δέν καταδικάζουν τούς δυό αὐτούς κόσμους εἰς μίαν ἀδιέξοδον ἀντιπαράθεσιν. Αἱ δυσκολίαι διαλόγου Χριστιανισμοῦ καί Διαφωτισμοῦ δέν σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει οὐσιαστική ἀσυμβατότης τῶν δυό αὐτῶν μεγεθῶν.
Ἐπί τῇ βάσει τῶν λεχθέντων περί τῆς σχέσεως χριστιανικῆς καί νεωτερικῆς ἀνθρωπολογίας, σημειοῦμεν τά ἑξῆς, ἀναφορικῶς πρός τόν ἀντίλογον καί τόν διάλογον Ὀρθοδοξίας καί νεωτερικότητος:
Εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολήν ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀπό φόβον ἀλλοιώσεως τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ταυτότητος, ἐκφράζουν ἕνα ἀκραῖον ἀντιδιαφωτισμόν, ὑποτιμοῦν τάς ἀνθρωπιστικάς παραδόσεις τῆς Δύσεως καί περιχαρακώνονται εἰς μίαν κλειστήν Ὀρθοδοξίαν. Ἡ στάσις αὕτη ἀποκαλύπτει προκαταλήψεις καί ἀδυναμίας καί ἐμφανέστατα δέν ἀποτελεῖ δημιουργικήν ἀντιμετώπισιν τῆς προκλήσεως τοῦ νεωτερικοῦ πνεύματος. Ἡ κατάφασις τῶν νεωτερικῶν ἀνθρωπιστικῶν κατακτήσεων δέν ὁδηγεῖ νομοτελειακῶς εἰς ἄμβλυνσιν τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.
Ὁ διάλογος τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν νεωτερικότητα δέν πρέπει νά εἶναι ἀμυντικός, ὡς νά εἴχομεν νά ἀντιμετωπίσωμεν μίαν ἀπειλήν κατά τῆς παραδόσεως καί κατά τῆς ἰδιοπροσωπίας ἡμῶν. Εἶναι καιρός νά παύσωμεν νά ταυτίζωμεν τόν Διαφωτισμόν μέ τήν ἀντιεκκλησιαστικήν καί ἀθεϊστικήν διάστασίν του, μέ φονταμενταλισμόν τῆς νεωτερικότητος, καθώς καί νά ἀποδίδωμεν τά δεινά τῶν τελευταίων αἰώνων εἰς ἐπιρροάς του. Ὁ ἄνθρωπος εἶχεν ἀπολέσει τόν παράδεισον πολύ πρίν ἀπό τόν Διαφωτισμόν καί τήν νεωτερικότητα!
Ὅμως εἰς τάς κοινωνίας μας ὑπάρχουν καί οἱ φωταδισταί, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν πηγαῖον ἐνθουσιασμόν διά τήν πρόοδον, τήν ὁποίαν σηματοδοτεῖ καί ἐγγυᾶται ἡ δυτική νεωτερικότης, ἐνῷ παραμένουν τελείως ἀνυποψίαστοι διά τάς ἐσωτερικάς ἀντιφάσεις καί τήν διαλεκτικήν τοῦ Διαφωτισμοῦ. Δι’ αὐτούς ἡ Ὀρθοδοξία ἀνήκει εἰς τήν προνεωτερικότητα, στερεῖται ἀνοικτοσύνης καί οἰκουμενικοῦ πνεύματος καί ρέπει πρός τόν φονταμενταλισμόν καί τόν ἐθνοκεντρισμόν. Οἱ ἀδιόρθωτοι ὅμως οὗτοι ὑπερνεωτερικοί ὀφείλουν νά κατανοήσουν ὅτι εἰς τό κέντρον τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας εὑρίσκεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πάντοτε ἐσεβάσθη τάς πολιτισμικάς ἰδιαιτερότητας τῶν λαῶν, εἰς τούς ὁποίους ἐκήρυξε τό χριστιανικόν εὐαγγέλιον. Οἱ ἐν λόγῳ εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ἀποτελεῖ παραλογισμόν νά στρέφεταί τις κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ὁ νεωτερικός ἀνθρωπισμός τῆς Δύσεως προϋποθέτει τήν μακράν θητείαν τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Δύσεως εἰς τόν Χριστιανισμόν.
Ἐν ὄψει ὅλων αὐτῶν, τό ζητούμενον σήμερον διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τήν θεολογίαν δέν δύναται νά εἶναι ἡ συνολική ἀπόρριψις τῆς νεωτερικότητος ἤ ἡ ἄκριτος ἀποδοχή της. Ὁ κριτικός διάλογος ἀποτελεῖ καί ἐδῶ τήν μοναδικήν ὑπεύθυνον ἐπιλογήν. Ἐννοεῖται, ὅτι ἡ υἱοθέτησις ἐκείνων τῶν στοιχείων τῆς νεωτερικότητος, ἐπί τῶν ὁποίων ἐθεμελιώθησαν αἱ σύγχρονοι δημοκρατικαί ἀνοικταί κοινωνίαι, δέν σημαίνει ἀποδοχήν τοῦ Διαφωτισμοῦ εἰς τό σύνολόν του, ἀκόμη καί τῶν ἀκραίων ἐκφάνσεών του. Ἀντιθέτως, θά ἀσκήσωμεν κριτικήν εἰς τάς ἀρνητικάς ὄψεις τοῦ πολιτισμοῦ τῆς νεωτερικότητος, εἰς τόν ἀκραῖον ὀρθολογισμόν, εἰς τήν τεχνοκρατίαν, τόν αὐτονομισμόν, τόν ἀντικοινωνικόν ἀτομοκεντρισμόν, εἰς τήν «ἀπανθρωπίαν τοῦ δικαιώματος» καί τήν ἀντιθρησκευτικήν νεύρωσιν καί εἰς πολλά ἄλλα. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοήσωμεν ὅτι ἡ νεωτερικότης ἐξέθρεψε τόν ἀνθρωπομονισμόν καί τήν σχάσιν μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος αὐτοεχρίσθη κυρίαρχος καί ἐξουσιαστής τῆς φύσεως, τήν ὁποίαν ἀντικειμενοποίησε καί μετέτρεψεν εἰς μέσον τῆς εὐδαιμονοθηρίας του. Ἐκυριάρχησαν, μέ καταστροφικάς διά τό φυσικόν περιβάλλον συνεπείας, ἡ προτεραιότης τῆς κερδοφορίας ἔναντι τῆς ἀειφορίας, ἡ κτητική ἀξιολογία ἔναντι τοῦ μετοχικοῦ πολιτισμοῦ, τό ἔχειν ἀπέναντι τοῦ εἶναι, οἱ οἰκονομικοί δεῖκται ἀπέναντι εἰς τούς περιβαλλοντικούς δείκτας, ἡ καταναλωτική μανία ἀπέναντι εἰς τήν βιωσιμότητα καί τήν κοινωνικήν ἀλληλεγγύην.
Παρ’ ὅλα αὐτά, εἶναι τελείως ἄκαιρον νά καλλιεργῶνται καί σήμερον ἐντός τῆς ὀρθοδοξίας ἀντινεωτερικόν πνεῦμα καί ἀπαξιωτικαι θέσεις διά σύνολον τόν σύγχρονον πολιτισμόν καί νά ζητῆται καταφύγιον εἰς τόν συντηρητισμόν, εἰς προνεωτερικάς, δῆθεν «παραδοσιακάς», ἀξίας καί εἰς μίαν ἄγονον ἐσωστρέφειαν. Τοιουτοτρόπως, ὅμως, διά νά χρησιμοποιήσωμεν τούς σοφούς λόγους τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ ἡμῶν πατρός, τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, «ὑποκρινόμενοι τό χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπό τήν σήμερον καί ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν».
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὀφείλει νά προβάλῃ σήμερον τάς οἰκουμενικάς της ἀξίας καί ὄχι τά ἐπιμεριστικά της στοιχεῖα. Πρέπει νά ἀσκήσῃ αὐτοκριτικήν, ἐπειδή δέν ἐτόνισε, μέ μεγαλυτέραν ἔμφασιν, τάς ἀνθρωπιστικάς της παραδοχάς καί τό προσωποκεντρικόν ἦθος της, καί νά συνταχθῇ μέ τάς δυνάμεις ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι ἀγωνίζονται διά τήν ἐλευθερίαν, τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην.
Ἡ δημιουργική συνάντησις Ὀρθοδοξίας καί νεωτερικότητος δύναται νά λειτουργήσῃ ὡς πρότυπον διά τάς μή-χριστιανικάς θρησκείας, νά προσεγγίσουν τήν νεωτερικότητα, νά ἀνακαλύψουν τό ἀνθρωπιστικόν της περιεχόμενον, νά ἀσκήσουν κριτικήν εἰς τάς ἀκρότητάς της, ἀλλά καί νά ἀρχίσουν ἕνα εἰλικρινῆ διάλογον μέ αὐτήν. Γνωρίζετε ὅτι ἡ πιό σκληρή κριτική κατά τοῦ νεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ ὑλισμοῦ του, προέρχεται σήμερον ἀπό τάς μή χριστιανικάς θρησκείας.
Διά τό γεγονός αὐτό δέν εἶναι ἄμοιρος εὐθυνῶν καί ὁ ἴδιος ὁ δυτικός κόσμος ἤ, καλύτερον, αἱ ἀλαζονικαί αὐτοῦ τάσεις, ἡ προκλητική προβολή τῆς πολιτιστικῆς ὑπεροχῆς τῆς Δύσεως, ἡ ἰδεολογικοποίησις καί ἐπιλεκτική χρῆσις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὁ φονταμενταλισμός πολλῶν νεωτερικῶν κινημάτων, ἡ ἐκκοσμίκευσις, ἡ ἐπιδεικτική κατανάλωσις καί ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἀσύδοτος ἠθικός ὑποκειμενισμός κ.ἄ. .
Ὁ σοβαρός καί ἀπροκατάληπτος διάλογος μεταξύ νεωτερικότητος καί μή χριστιανικῶν θρησκειῶν θά ὠφελήσῃ τάς δυό πλευράς, καθώς καί τήν ἱεράν ὑπόθεσιν τῆς εἰρήνης. Μέ τήν ἀλληλογνωριμίαν αὐξάνεται ἡ ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη, ὑπερβαίνεται ἡ ἐσωστρέφεια, ἀναπτύσσεται ὁ σεβασμός τῆς διαφορετικότητος, ἀνακαλύπτονται αἱ κοιναί ἀνθρωπιστικαί παραδόσεις, προωθεῖται ἡ συνεργασία καί ὁ κοινός καλός ἀγών διά τόν ἄνθρωπον. Ἴσως, αἱ θρησκεῖαι νά εὐγνωμονοῦν, ἐκ τῶν ὑστέρων, τόν νεωτερικόν πολιτισμόν διά τήν εὐκαιρίαν πού ἔδωκεν εἰς αὐτάς νά συνειδητοποιήσουν καί νά προβάλουν τό ἀνθρωπιστικόν περιεχόμενόν των!
Κυρίαι καί κύριοι,
Τά μεγάλα προβλήματα τοῦ παρόντος δέν εἶναι μόνον ἐπιστημονικά καί τεχνολογικά, κοινωνικά καί πολιτικά, ἀλλά καί ἠθικά, πνευματικά καί θρησκευτικά. Οἱ σύγχρονοι καιροί ἔχουν ἀνάγκην μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς χώρου τοῦ προσώπου καί τῆς ἐλευθερίας. Ἐντός τῆς ἀναλγήτου οἰκονομοκρατίας, τοῦ παγκοσμιοποιημένου τεχνοπωλείου καί τῆς ἀπροσώπου κοινωνίας τῆς πληροφορίας, τοῦ διαχύτου ἀτομοκεντρισμοῦ καί τοῦ κολλεκτιβισμοῦ, κοσμικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ τύπου, ὁ πολιτισμός τοῦ προσώπου, αἱ προσωποκεντρικαί προτεραιότητες ζωῆς καί ἐλευθερίας καί ὁ σχεσιακός τρόπος τοῦ βίου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀποτελοῦν ἐναλλακτικήν πρότασιν ποιότητος ζωῆς. Ἕν πρόσωπον σημαίνει οὐδέν πρόσωπον. Ἡ κόλασις δέν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἡ ἀπουσία του. Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶμαι πρόσωπον, νά εἶμαι ἀληθῶς ἐλεύθερος, παρά ὡς ὄν σχέσεως, διά μέσου δηλαδή τοῦ ἄλλου. Δέν ἀληθεύομεν παρά «ἐν ἀγάπῃ», «ἐν ἐκκλησίᾳ», διότι ἡ ἀλήθεια εἶναι κοινωνία καί ὄχι αὐτοβεβαίωσις τῆς ἀτομικότητος.
Ὁ πολιτισμός τοῦ προσώπου εἶναι ἀσύμβατος μέ τήν αὐτονόμησιν τῆς τεχνολογίας καί τῆς οἰκονομίας ἀπό τάς πραγματικάς καί ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τό «ὑπαρξιακόν ἔχειν». Εἶναι ἀδιανόητον νά παράγωμεν ὅ,τι εἶναι τεχνικῶς δυνατόν καί ὅ,τι ὑπόσχεται κέρδος, χωρίς νά διερωτώμεθα, ἄν αὐτό ὠφελῇ ἤ ἀπειλῇ τό ἀνθρώπινον πρόσωπον καί τόν κόσμον του. Δέν ὑπάρχει βιώσιμος οἰκονομία, χωρίς κοινωνικόν προσανατολισμόν, χωρίς δικαιοσύνην καί χωρίς οἰκολογικήν εὐθύνην καί σεβασμόν τῆς κτίσεως. Εἰς τό μήνυμα ἡμῶν οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τήν πρόσφατον Σύναξίν μας ἐν Φαναρίῳ εἴπομεν μεταξύ ἄλλων: «Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μέ τήν δικαιοσύνην καί τήν κοινωνικήν ἀλληλεγγύην».
Οὐδείς ἐτίμησε καί κατηξίωσε τό ἀνθρώπινον πρόσωπον τόσον ὅσον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πουθενά δέν συνεφιλιώθη τόσον βαθέως ὁ νοῦς καί ἡ καρδία, ἡ πίστις καί ἡ γνῶσις, ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη, τό πνεῦμα καί ἡ ὕλη, τό ἄτομον καί ἡ κοινωνία, ὁ ἄνθρωπος καί τό περιβάλλον, ὅσον εἰς τόν μετοχικόν τρόπον τοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κτῆσις, ἀλλά σχέσις. Ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, ἀπό τῆς πρώτης ἕως τῆς τελευταίας σελίδος τῆς Βίβλου, ἐμφανίζεται ὡς «Θεός μεθ' ἡμῶν», ὡς ζωοδότης καί φιλάνθρωπος. Καί ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί θά παραμείνῃ παρέμβασις ὑπέρ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τοῦ κόσμου του, αὐτοῦ, τοῦ καλοῦ λίαν, οἴκου τῶν εἰκόνων τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου